Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μρκ. 15,43 – 16,8)
Γιορτάζουμε, ἀγαπητοί μου
χριστιανοί, σήμερα τά πρόσωπα ἐκεῖνα πού ὑπηρέτησαν τόν Τάφο τοῦ
Χριστοῦ. Τούς δύο κρυφούς μαθητές, τόν Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἀριμαθαία καί τό
Νικόδημο, πού φρόντισαν νά κατεβάσουν τό Χριστό ἀπό τό Σταυρό καί νά τόν
κηδέψουν. Ἐπίσης, γιορτάζουμε τίς ἅγιες μυροφόρες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες
ἀποφάσισαν νά ὁλοκληρώσουν τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ μέ τά προβλεπόμενα ἀπό
τόν ἰουδαϊκό Νόμο.
Ἦταν Παρασκευή, παραμονή τῆς
μεγάλης γιορτῆς τοῦ Ἑβραϊκοῦ Πάσχα. Ἀρχιερεῖς, Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι
καταδίκασαν τό Χριστό σέ σταυρικό θάνατο. Ὁ λαός, ὁ ὄχλος πού εὔκολα
παρασύρεται, ἐνῶ πρίν μία ἑβδομάδα ὑποδεχόμενος τό Χριστό στήν Ἁγία Πόλη
κραύγαζε: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος», τώρα μέ μανία πάλι
κραυγάζει: «ἄρον, ἄρον σταύρωσον αὐτόν». Ὁ Ἰησοῦς, λοιπόν, ὡς κακοῦργος
καταδικάζεται μέ σταυρικό θάνατο, ἐκεῖ στό λόφο τοῦ Γολγοθά ἀνάμεσα σέ
δύο ληστές, μέ ἀκάνθινο στεφάνι, μέ ψεύτικη πορφύρα, μέ καρφιά στά πόδια
καί στά χέρια. Ἔτσι παραδίδει τό πνεῦμα του ἐγκαταλελειμμένος ἀπό
ὅλους, ἀκόμη καί ἀπό τούς μαθητές του. Ὁ Ἰούδας τόν πρόδωσε, ὁ Πέτρος
τόν ἀρνήθηκε τρεῖς φορές, οἱ ὑπόλοιποι διασκορπίσθηκαν «διά τόν φόβον
τῶν Ἰουδαίων».
Μέσα σ’ αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα
τῆς φοβίας δύο κρυφοί μαθητές του, οἱ ὁποῖοι πρόσμεναν τή Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ, ὁ Ἰωσήφ ἀπό τήν Ἀριμαθαία, ὁ εὐσχήμων βουλευτής, καί ὁ Νικόδημος,
μέ τή δύναμη τῆς πίστης, μέ θάρρος καί θυσιαστικό πνεῦμα τολμοῦν καί
ζητοῦν τήν ἄδεια ἀπό τόν Πιλάτο νά ἐνταφιάσουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Τολμοῦν καί δέ σκέφτονται τόν ἑαυτό τους, τήν ἀσφάλειά τους. Ἡ ἀγάπη
τούς ὁδηγεῖ στό καθῆκον καί τό χρέος. Ἡ πίστη τους ὑπερβαίνει τό φράγμα
τοῦ φόβου, ἀκριβῶς τήν ὥρα πού σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψη τοῦ κόσμου ἡ
πίστη δέχεται τή μεγαλύτερη ἥττα, ἀφοῦ ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεως πεθαίνει.
Ἀποκαθηλώνουν, λοιπόν, τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τό περιποιοῦνται, τό ἀλείφουν
μέ μύρα, τό τυλίγουν σέ καθαρό σεντόνι, τό ἐνταφιάζουν σέ λαξευτό τάφο
καί ἀποχωροῦν μέ πολλή συστολή καί φόβο ἀλλά καί χαρά, ἀφοῦ πρῶτα
σφραγίζουν τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου μέ μεγάλη πέτρα. Ὁ ὑμνογράφος
χαρακτηρίζει τόν Ἰωσήφ «χερουβικόν ἅρμα», γιατί εἶναι αὐτός πού βάσταξε
στούς ὤμους του τόν Βασιλέα τῆς δόξης, τό Χριστό. Καί ἐμεῖς ψάλλουμε καί
μακαρίζουμε τά εὐλογημένα του χέρια, πού τοποθέτησαν στόν τάφο τόν Υἱό
καί Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Παράδειγμα πρός μίμηση εἶναι
γιά μᾶς τούς σημερινούς χριστιανούς ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος. Ἄν
συνειδητοποιήσουμε τήν ἀποστολή μας τότε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ παίρνουμε
τεράστια δύναμη καί κανένα ἐμπόδιο δέ μᾶς σταματᾶ. Γινόμαστε θαρραλέοι
καί τολμηροί στά θέματα τῆς πίστεως.
Ἡ σημερινή Κυριακή ὀνομάζεται
τῶν Μυροφόρων, γιατί ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ, ἐπίσης, τά πρόσωπα ἐκεῖνα τῶν
γυναικῶν πού ἀκολουθοῦσαν τό Χριστό, ἄκουγαν τά κηρύγματά του, ἔβλεπαν
τά θαύματα, τόν διακονοῦσαν στήν τριετῆ δημόσια δράση του καί τώρα
συμμερίζονται τόν πόνο του, τήν περιπέτειά του καί τό σταυρικό του
πάθος. Παρακολουθοῦν μέ πόνο τή σταύρωση ἀπό μακριά, παρακολουθοῦν καί
τήν ταφή· συγκεκριμένα: «ποῦ ἔθηκαν αὐτόν;». Τελευταίες φεύγουν ἀπό τό
μνημεῖο κατά τόν ἐνταφιασμό καί πρῶτες ἐμφανίζονται «λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς
σαββάτων», ἀφοῦ πρῶτα «ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν».
Ἡ ἀγάπη τους πρός τόν
Διδάσκαλο τίς δίνει τή δύναμη καί τήν τόλμη νά πλησιάσουν τό ζωοδόχο
τάφο. Δέν ὑπολογίζουν τίποτε, οὔτε τό σκοτάδι, οὔτε κόπους καί διωγμούς,
οὔτε τίς ἀπειλές τῶν Γραμματέων καί τῶν Φαρισαίων, μά οὔτε καί τή
στρατιωτική φρουρά πού φύλασσε τόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ. Ἕνα εἶναι μόνο τό
πρόβλημά τους, «τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον» ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ
μνημείου; Καί ἦταν πολύ βαρύς γιά νά τόν ἀποκυλίσουν τά ἀδύναμα
γυναικεία χέρια. Πλησιάζουν καί βλέπουν τόν τάφο «ἀνεωγμένον».
Φοβοῦνται, τρομάζουν καί σύμφωνα μ’ ἕναν ὕμνο τῆς ἑβδομάδος αὐτῆς
θρηνοῦν καί ἀναρωτιοῦνται: «Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε τόν
νεκρό καί μάλιστα γυμνό καί ἐσμυρνισμένον»; Ἀναρωτιοῦνται, βέβαια, γιατί
ἀγνοοῦν τήν Ἀνάσταση. Ὅμως, δέν κάνουν πίσω. Μπαίνουν στό μνημεῖο καί
βλέπουν ἄγγελο λευκοφορεμένο νά κάθεται στά δεξιά. Γνωρίζω, τίς λέει,
ὅτι ζητᾶτε τόν Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ. «Ἀνέστη, οὐκ ἔστιν ὧδε».
Ἀντίκρισαν, λοιπόν, τόν κενό τάφο καί τά «ὀθόνια κείμενα μόνα». Ἔτσι, ὁ
φόβος καί ὁ τρόμος τους μεταβλήθηκε σέ ἐλπίδα, ἡ λύπη σέ χαρά, ὁ λίθος
ἀποκυλίστηκε, ὁ τάφος κενώθηκε, ὁ θνητός ἄνθρωπος ἔγινε ἀθάνατος, ὁ
θάνατος νεκρώθηκε καί ὁ ἅδης θρηνεῖ. Δέν ἦταν δυνατόν νά μείνει στόν
τάφο αὐτός πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Στή συνέχεια, οἱ μυροφόρες
ἀποστέλλονται ἀπό τόν ἄγγελο νά ἀναγγείλουν τό μήνυμα τῆς Ἀνάστασης
στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Γίνονται οἱ ἀγγελιοφόροι τοῦ πιό ἐλπιδοφόρου
καί χαρούμενου μηνύματος στόν κόσμο.
«Χαίρεται καί ἀγαλιάσθε» καί
σεῖς, ἀδελφοί μου. Γιατί, «Ἄγγελος ἐκάθισεν εἰς τόν λίθον τοῦ μνήματος,
αὐτός ἡμᾶς εὐηγγελίσατο, εἰπῶν· Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, ὁ Σωτὴρ τοῦ
κόσμου καὶ ἐπλήρωσε τὰ σύμπαντα εὐωδίας». Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως