Μέσα
στὴν
ἴδια
τὴν
Ἐκκλησία
ἡ
ἔκκληση
γιὰ
ἐμβάθυνση
στὴν
ἐσωτερικὴ
καὶ
πνευματικὴ
ζωὴ
ἀκούγεται
σπάνια,
καὶ
συχνὰ
τὸ
“πνευματικὸ”
ἐξαντλεῖται
σὲ
συνεστιάσεις,
ἐπετειακὲς
πανηγύρεις,
οἰκονομικὲς
ἐξορμήσεις
καὶ
ψυχαγωγικὰ
προγράμματα.
Ὑπάρχει
μία
τάση
νὰ
ἐπιλύουμε
ὅλα
τὰ
φλέγοντα
καὶ
δύσκολα
ζητήματα,
συμπεριλαμβανομένης
τῆς
μετοχῆς
στὴ
θεία
Κοινωνία,
μὲ
ἁπλὲς
ἀναφορὲς
στὸ
παρελθόν:
στὶς
πρακτικὲς
ποὺ
χαρακτηρίζονταν
ὡς
κανονικὲς
στὴ
Ρωσία,
τὴν
Ἑλλάδα,
τὴν
Πολωνία,
κ.λπ.
Αὐτὴ
ἡ
τάση,
ὡστόσο,
δὲν
εἶναι
μόνο
λανθασμένη
ἀλλὰ
καὶ
ἐπικίνδυνη.
Γιατὶ
συχνὰ
τὸ
παρελθόν,
ἀνεξαρτήτως
χώρας,
ἀπεῖχε
πολὺ
ἀπὸ
τὸ
νὰ
εἶναι
ὀρθόδοξο
καὶ
σωστό…
Ἡ
ἐκκοσμίκευση
εἶναι
ἡ
ἀπομάκρυνση
τῆς
ἀνθρώπινης
ζωῆς
ἀπὸ
τὸν
Θεό.
Αὐτὴ
εἶναι
ἡ
κρίση
ποὺ
ἀρχίζει
νὰ
ἐπηρεάζει
καὶ
τὴν
Ἐκκλησία.
Εἶναι
ἐπικίνδυνο
καὶ
ἀφελὲς
νὰ
νομίζει
κανεὶς
ὅτι
ἡ
ἐκκοσμίκευση
τῆς
Ἐκκλησίας
μπορεῖ
νὰ
σταματήσει
μὲ
ἀποφάσεις
καὶ
διοικητικὲς
πράξεις.
Γιατί,
καταρχήν,
ἡ
ἐκκοσμίκευση
πλήττει
τὸν
θησαυρὸ
τῆς
Ἐκκλησίας,
τὰ
ἅγια
τῶν
ἁγίων
— τὰ
θεία
Μυστήρια…
Ὅπου
ἡ
ἐνοριακὴ
ζωὴ
δὲν
θεμελιώνεται
πάνω
ἀπ’
ὅλα
στὸν
Ἰησοῦ
Χριστὸ
— ποὺ
σημαίνει
πάνω
σὲ
μία
ζωντανὴ
καὶ
σταθερὴ
κοινωνία
μαζί
Του
καὶ
μέσω
Αὐτοῦ
μὲ
τὸ
μυστήριο
τῆς
Παρουσίας
Του,
τὴ
θεία
Εὐχαριστία
— ἐκεῖ,
ἀργὰ
ἢ
γρήγορα
ἀλλὰ
ἀναπόφευκτα,
κάτι
διαφορετικὸ
θὰ
ἀναδυθεῖ
καὶ
θὰ
ἐπικρατήσει:
τὰ
“περιουσιακὰ”
καὶ
ἡ
“διεκδίκηση
τους”,
οἱ
πολιτικὲς
σκοπιμότητες,
τὰ
ἐθνικιστικὰ
φρονήματα,
οἱ
ὑλικὲς
ἐπιτυχίες,
ἡ
“καύχηση”
τῆς
κοινότητας.
Σ’
αὐτὲς
τὶς
περιπτώσεις
δὲν
εἶναι
πλέον
ὁ
Χριστός,
ἀλλὰ
κάτι
ἄλλο
ποὺ
διαμορφώνει,
καὶ
ἐντέλει
ἀπ-οἰκοδομεῖ,
τὴν
ἐνοριακὴ
ζωή…
Ὅταν
ἡ
μετάληψη
ὁλόκληρης
τῆς
σύναξης
σὲ
κάθε
Λειτουργία,
ποὺ
ἐξέφραζε
τὴ
μετοχὴ
στὴν
ἀκολουθία,
ἔπαψε
νὰ
εἶναι
ὁ
κανόνας
καὶ
ἀντικαταστάθηκε
ἀπὸ
τὴν
πρακτικὴ
τῆς
σπάνιας
προσέλευσης,
ἔγινε
πλέον
φυσικὸ
ὅτι
θὰ
προηγοῦνταν
αὐτῆς
τῆς
προσέλευσης
τὸ
μυστήριο
τῆς
Μετανοίας
— δηλαδὴ
τῆς
ἐξομολόγησης
καὶ
καταλλαγῆς
τῶν
πιστῶν
μὲ
τὴν
Ἐκκλησία,
μὲ
τὴ
μεσιτεία
τῆς
συγχωρητικῆς
εὐχῆς.
Ἡ
πρακτικὴ
αὐτὴ
— ἐπαναλαμβάνω,
φυσικὴ
καὶ
προφανὴς
στὴν
περίπτωση
τῆς
σπάνιας
προσέλευσης
στὴ
θεία
Κοινωνία
— ἐπέτρεψε
τὴν
ἐμφάνιση
μίας
νέας
θεωρίας
στοὺς
κόλπους
τῆς
Ἐκκλησίας,
σύμφωνα
μὲ
τὴν
ὁποία
ἡ
Μετάληψη
γιὰ
τὸ
σῶμα
τῶν
λαϊκῶν
γίνεται
ἀδύνατη
χωρὶς
τὸ
μυστήριο
τῆς
ἐξομολόγησης,
σὲ
ἀντίθεση
μὲ
αὐτὸ
ποὺ
συμβαίνει
γιὰ
τὸν
κλῆρο.
Ἔτσι,
ἡ ἐξομολόγηση προηγεῖται ὑποχρεωτικὰ
πάντοτε καὶ σὲ κάθε περίπτωση, τῆς
μετάληψης.
Τολμῶ
νὰ δηλώσω ὑπεύθυνα ὅτι ἡ θεωρία αὐτὴ
(ποὺ βρῆκε εὐρεία ἐφαρμογὴ στὴ Ρωσικὴ
Ἐκκλησία) δὲν θεμελιώνεται μὲ κανένα
τρόπο στὴν Παράδοση, ἀλλὰ κατάφορα
ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὸ ὀρθόδοξο
δόγμα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Κοινωνία
καὶ τὴν Ἐξομολόγηση.
Γιὰ
τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς δὲν ἔχει κανεὶς
παρὰ νὰ θυμηθεῖ τὴν οὐσία τοῦ μυστηρίου
τῆς Μετανοίας.
Ἐξ
ἀρχῆς ἡ ἐξομολόγηση στὴν ἐκκλησιαστικὴ
συνείδηση καὶ διδασκαλία ἦταν τὸ
μυστήριο τῆς συμφιλίωσης μὲ τὴν
Ἐκκλησία γιὰ ὅσους εἶχαν ἀφοριστεῖ
ἀπ’ αὐτήν, δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ εἶχαν
ἀποκλειστεῖ ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ
σύναξη. Γνωρίζουμε ὅτι, ἀρχικά, ἡ
ἰδιαίτερα αὐστηρὴ ἐκκλησιαστικὴ
πειθαρχία ἐπέτρεπε μία τέτοια συμφιλίωση
ἅπαξ στὴ διάρκεια τοῦ βίου τοῦ
μετανοοῦντα, ἀλλὰ ἀργότερα, εἰδικὰ
μετὰ τὴν εἴσοδο στὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρου
τοῦ πληθυσμοῦ, ὁ συγκεκριμένος κανόνας
ἔγινε πιὸ χαλαρός.
Στὴν
οὐσία του, τὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας
ὡς μυστήριο συμφιλίωσης μὲ τὴν Ἐκκλησία
ἀφοροῦσε ἐκείνους μόνο ποὺ ἡ Ἐκκλησία
εἶχε ἀφορίσει γιὰ ἁμαρτίες καὶ πράξεις
ἐπ’ ἀκριβῶς ὁριζόμενες στὴν Κανονικὴ
παράδοσή της. Κάτι, ἄλλωστε, ποὺ γίνεται
φανερὸ κι ἀπὸ τὴν συγχωρητικὴ εὐχή:
“Ἀδελφέ, δι’ ὃ ἦλθες πρὸς τὸν Θεό,
καὶ πρὸς ἐμέ, μὴ αἰσχυνθῇς, οὐ γὰρ
ἐμοὶ ἀναγγέλεις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ, ἐν ὧ
ἵστασαι”. (Παρεμπιπτόντως: ὀφείλουμε
νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν ὀρθὴ εὐχὴ τῆς
συγχωρήσεως κι ὄχι τὴν ἄλλη, ξένη στὶς
ἀνατολικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες,
ἐκδοχή της —“Ἐγώ, ὁ ἀνάξιος ἱερέας,
μὲ τὴν ἐξουσία ποὺ μοῦ ἔχει δοθεῖ,
σὲ ἀπαλλάσσω…”— ποὺ εἶναι λατινογενοῦς
προέλευσης καὶ παρεισέφρησε στὰ
λειτουργικά μας βιβλία κατὰ τὴν περίοδο
τῆς ἐπικράτησης στοιχείων τῆς Δυτικῆς
θεολογίας ἀνάμεσα στοὺς Ὀρθοδόξους).
Ὅλα
αὐτὰ δὲν σημαίνουν, βέβαια, ὅτι οἱ
“πιστοί”, δηλαδὴ οἱ “μὴ ἀφορισμένοι”,
θεωροῦνταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀναμάρτητοι.
Καταρχήν, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη
διδασκαλία κανένα ἀνθρώπινο ὂν δὲν
εἶναι ἀναμάρτητο… Κατὰ δεύτερον, ἡ
προσευχὴ γιὰ τὴν συγχώρεση καὶ ἄφεση
τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος
τῆς ἴδιας τῆς Λειτουργίας (βλ. τὸν
Τρισάγιο Ὕμνο καὶ τὶς δυὸ “Εὐχὲς
τῶν πιστῶν”). Τέλος, ἡ Ἐκκλησία πάντοτε
φρονοῦσε ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία προσφέρεται
“εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν”.
Ἔτσι
τὸ θέμα ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ ἀναμαρτησία,
ποὺ καμία συγχωρητικὴ εὐχὴ δὲν εἶναι
ἱκανὴ νὰ τὴν ἐπιτύχει. Ἀλλὰ ἡ διάκριση
ποὺ πάντοτε γινόταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία ποὺ ἐξορίζει
τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς χάριτος
τῆς Ἐκκλησίας, καὶ στὴν ἁμαρτωλότητα
ποὺ ἀναπόφευκτα συνοδεύει τὴ ζωὴ κάθε
ἀνθρώπινου ὄντος “ποὺ ζεῖ ἐν τῷ
κόσμῳ καὶ ἐνδύεται σάρκα”.
Θὰ
λέγαμε ὅτι μέσα στὴν ἀκολουθία τῆς
Λειτουργίας ἡ φθαρεῖσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία
φύση μας “ἀναπλάθεται” ὅπως ὁμολογοῦμε
στὶς εὐχὲς τῶν πιστῶν πρὶν ἀπὸ τὴν
προσφορὰ τῶν θείων Δώρων. Ἐνώπιον τοῦ
Ἁγίου Ποτηρίου, τὴ στιγμὴ τῆς πρόσληψης
τῶν Μυστηρίων, παρακαλοῦμε γιὰ συγχώρεση
τῶν ἁμαρτιῶν “ἑκουσίων τε καὶ
ἀκουσίων, ἐν λόγοις ἢ ἔργοις, ἐν γνώσῃ
καὶ ἁγνοίᾳ” καὶ ἐμπιστευόμαστε ὅτι,
στὸ μέτρο τῆς μετανοίας μας, θὰ λάβουμε
αὐτὴ τὴν συγχώρεση.
Ὅλα
αὐτὰ βεβαίως σημαίνουν — καὶ κανεὶς
δὲν τὸ ἀρνεῖται — ὅτι ὁ μόνος
πραγματικὸς ὅρος γιὰ τὴν προσέλευση
στὰ θεία Μυστήρια εἶναι ἡ μετοχή μας
στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μετοχὴ ποὺ
ἀντιστρόφως βρίσκει τὴν πληρότητά της
μὲ τὴν πρόσληψη τῶν μυστηρίων. Ἡ
Μετάληψη δίνεται πρὸς “ἄφεση ἁμαρτιῶν
καὶ ἴαση ψυχῶν τε καὶ σωμάτων”, πράγμα
ποὺ ὑποδηλώνει μὲ σαφήνεια, τί ἄλλο,
παρὰ τὴ μετάνοια, τὴ συναίσθηση τῆς
πλήρους ἀναξιότητάς μας καὶ τὴ συνείδηση
τῆς Κοινωνίας ὡς θείου δώρου ποὺ κανένα
ἐπίγειο ὂν δὲν εἶναι “ἄξιο” νὰ
λάβει.
Ὅλο
τὸ νόημα τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν
Κοινωνία, ὅπως ὁρίστηκε ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία (στὴν Ἀκολουθία τῆς θείας
Μεταλήψεως) δὲν εἶναι νὰ δημιουργήσει
στὸν ἄνθρωπο τὸ αἴσθημα τῆς “ἀξιότητας”,
ἀντίθετα, σκοπεύει στὸ νὰ δείξει σ’
αὐτὸν τὴν ἄβυσσο τοῦ ἐλέους καὶ τῆς
ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: “Τέκνον μου
πνευματικόν, ὁ τῇ ἐμῇ ταπεινότητι
ἐξομολογούμενος, ἐγὼ ὁ ταπεινὸς καὶ
ἁμαρτωλὸς οὐκ ἰσχύω ἀφιέναι ἁμάρτημα
ἐπὶ τῆς γῆς, εἰ μὴ ὁ Θεός… ὁ συγχωρήσας
Δαυΐδ, διὰ Νάθαν τοῦ Προφήτου, τὰ ἴδια
ἐξομολογήσαντι ἁμαρτήματα, καὶ Πέτρῳ
τὴν ἄρνησιν, κλαύσαντι πικρῶς, καὶ
Πόρνῃ δακρυσάσῃ ἐπὶ τοὺς αὐτοῦ
πόδας, καὶ Τελώνῃ καὶ Ἀσώτῳ, αὐτὸς
ὁ Θεός, συγχωρῆσαι σοὶ δι’ ἐμοῦ τοῦ
ἁμαρτωλοῦ πάντα, καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι,
καὶ ἐν τῷ μέλλοντι, καὶ ἀκατάκριτόν
σε παραστῆσαι ἐν τῷ φοβερῷ Βήματι”.
Ἐνώπιον
τῆς Τράπεζας τοῦ Κυρίου, ἡ μόνη
“ἀξιωσύνη” τῶν κοινωνούντων εἶναι
αὐτὴ ἡ βαθιὰ συναίσθηση τῆς “ἀναξιότητας
τους”. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας.
Εἶναι
ἑπομένως ὑψίστης σημασίας γιὰ μᾶς νὰ
κατανοήσουμε ὅτι ἡ μετατροπὴ τοῦ
μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης σὲ μία
ἀναγκαστικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν
Κοινωνία, ὄχι μόνο συγκρούεται μὲ τὴν
Παράδοση, ἀλλὰ προφανῶς τὴν παραμορφώνει.
Διαστρέφει
καταρχὴν τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας,
δημιουργῶντας δυὸ κατηγορίες μελῶν,
ἡ μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀφορισμένη
στὴν πραγματικότητα ἀπὸ τὴν Εὐχαριστία.
Ἐπιπλέον,
στρεβλώνει τὸ νόημα καὶ πλήρωμα τῆς
ἐκκλησιαστικῆς μετοχῆς.
Δὲν
προκαλεῖ ἔκπληξη κατὰ συνέπεια τὸ
γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ ποὺ ὁ Ἀπόστολος
καλεῖ “συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ
οἰκείους τοῦ Θεοῦ” (Ἐφεσ. 2:19) γίνονται
καὶ πάλι “ἐθνικοί”, “ἐκκοσμικεύονται,”
καὶ ἡ μετοχή τους στὴν Ἐκκλησία
μετριέται καὶ ὁρίζεται μὲ χρηματικοὺς
ὅρους ὀφειλῶν καὶ “δικαιωμάτων”.
Ἀλλά, ἐπίσης, αὐτὸ ποὺ παραμορφώνεται
εἶναι τὸ δόγμα περὶ τῆς θείας Κοινωνίας
ποὺ γίνεται πλέον ἀντιληπτὸ ὡς τὸ
μυστήριο γιὰ τοὺς λίγους “ἐκλεκτοὺς”
καὶ ὄχι ὡς τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας
τῶν ἁμαρτωλῶν ποὺ μέσα ἀπὸ τὸ ἄπειρο
ἔλεος τοῦ Χριστοῦ μεταμορφώνονται
διαρκῶς σὲ Σῶμα Κυρίου.
Καὶ
τελικά, ἀνάλογα διαστρέφεται καὶ ἡ
διδασκαλία γιὰ τὴν ἐξομολόγηση.
Παραποιημένη σὲ ὑποχρεωτικὴ προϋπόθεση
τῆς Μετάληψης, ἀρχίζει ὅλο καὶ πιὸ
φανερὰ νὰ ὑποκαθιστᾶ τὴν πραγματικὴ
ἑτοιμότητα γιὰ τὴν Εὐχαριστία, ποὺ
δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ γνήσια ἐσωτερικὴ
μετάνοια, αὐτὴ ποὺ ἔχει ἐμπνεύσει
ὅλες τὶς εὐχὲς πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας.
Ὕστερα
ἀπὸ μία τρίλεπτη ἐξομολόγηση καὶ
συγχωρητικὴ εὐχὴ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται
πλέον “δικαιοῦχος” τοῦ μυστηρίου,
“ἄξιος”, ἴσως καὶ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ
τὶς ἁμαρτίες του, αἰσθάνεται μὲ ἄλλα
λόγια τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ
στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ ἀληθινὴ
μετάνοια!
Μὲ
ποιὸ τρόπο λοιπὸν μία τέτοια πρακτικὴ
ἐμφανίστηκε καὶ καθιερώθηκε, ὥστε
σήμερα πολλοὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζονται
ὡς τὴν πλέον ὀρθόδοξη; Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε
στὴν ἐρώτηση πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη
μας τρεῖς παράγοντες: Ἔχουμε ἤδη
ἀναφερθεῖ στὸν ἕνα: Πρόκειται γιὰ
τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ χλιαρὴ προσέγγιση
τῆς πίστης καὶ τῆς εὐσέβειας ἀπὸ τὴν
ἴδια τη χριστιανικὴ κοινότητα, ποὺ
ὁδήγησε ἀρχικὰ στὴν σπάνια Μετάληψη
καὶ τελικὰ στὸν ὑποβιβασμό της σὲ
ἅπαξ τοῦ ἔτους “ὑποχρέωση”…
Ὁ
δεύτερος παράγοντας εἶναι ἡ ἐπιρροὴ
τῆς μοναστικῆς πρακτικῆς, ποὺ βέβαια
στὸ σύνολό της εἶναι ἰδιαίτερα
εὐεργετικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ
μοναχοὶ λοιπόν, γνώριζαν καὶ ἀσκοῦσαν
ἐξ’ ἀρχῆς τὴν πρακτικὴ τῆς “ἔκθεσης
τῶν λογισμῶν” καὶ τῆς πνευματικῆς
καθοδήγησης τῶν ἀπείρων ἀπὸ τὸν πιὸ
ἔμπειρο τῆς κοινότητας. Ἀλλὰ — κι
αὐτὸ εἶναι τὸ οὐσιῶδες — αὐτὸς ὁ
πνευματικὸς πατέρας ἢ “γέροντας” δὲν
ἦταν ἀπαραίτητα ἱερέας ἀφοῦ ἡ
πνευματικὴ καθοδήγηση συνδεόταν μὲ
τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ ὄχι τὴν
ἱεροσύνη.
Στὰ
Βυζαντινὰ μοναστικὰ τυπικὰ τοῦ 7ου–8ου
αἰῶνα οἱ μοναχοὶ ἀπαγορεύεται νὰ
ἀποφασίζουν μόνοι τους γιὰ τὴν
προσέλευση ἢ τὴν ἀποχή τους ἀπὸ τὸ
Ἅγιο Ποτήριο, χωρὶς δηλαδὴ τὴ συγκατάθεση
τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα, καθὼς “ἡ
ἐξαίρεση ἑαυτοῦ ἀπὸ τὴν Κοινωνία
εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἰδίου θελήματος”.
Στὶς γυναικεῖες μονὲς παρόμοια ἄδεια
ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὴν ἡγουμένη.
Παρατηροῦμε,
λοιπόν, πὼς ἡ ἐξομολόγηση ἐδῶ εἶναι
μή-μυστηριακοῦ τύπου καὶ βασίζεται
στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ τὴν
διαρκῆ καθοδήγηση. Ὡστόσο, αὐτοῦ τοῦ
εἴδους ἡ πρακτικὴ ἔχει ἔντονο ἀντίκτυπο
στὸ καθαυτὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης.
Στὴ διάρκεια τῆς πνευματικῆς παρακμῆς
(τῆς ὁποίας τὴν ἀληθινὴ ἔκταση καὶ
σημασία ἀνακαλύπτει κανεὶς μέσα στοὺς
κανόνες τῆς λεγομένης Συνόδου τοῦ
Τρούλου τοῦ 6ου αἰῶνα), τὰ μοναστήρια
παρέμειναν τὰ κέντρα τῆς πνευματικῆς
μέριμνας καὶ νουθεσίας τῶν λαϊκῶν…
Ὁ
λαὸς μὲ φυσικὸ τρόπο ταύτισε αὐτὸ τὸ
εἶδος τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης μὲ
τὴν μυστηριακὴ ἐξομολόγηση. Θὰ πρέπει,
ὡστόσο, νὰ τονίσουμε ὅτι τὴν ἱκανότητα
τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης δὲν
διαθέτει ὁ κάθε ἐνοριακὸς ἱερέας,
ἀφοῦ αὐτὴ προϋποθέτει βαθιὰ πνευματικὴ
ἐμπειρία, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ “καθοδήγηση”
μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει, καὶ στὴν
πραγματικότητα συχνὰ ὁδηγεῖ, σὲ
ἀληθινὲς πνευματικὲς τραγωδίες. Αὐτὸ
ποὺ ἐνδιαφέρει ἐδῶ, εἶναι ὅτι τὸ
μυστήριο τῆς μετανοίας συνδέθηκε κατὰ
μία ἔννοια μὲ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση,
τὴν ἐπίλυση “δυσκολιῶν” καὶ
“προβλημάτων”, κατ’ ἐπέκταση στὴν
παροῦσα ἐνοριακὴ ζωὴ ταυτίστηκε μὲ
τὶς “μαζικὲς” ὀλιγόλεπτες ἐξομολογήσεις
ποὺ ἑστιάζονται κυρίως στὴ διάρκεια
τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ὅπου ἡ ὅποια
νουθεσία καὶ ἀνέφικτη γίνεται, ἀλλὰ
καὶ εἶναι πιθανὸ ὅτι φέρει περισσότερη
βλάβη παρὰ ὄφελος.
Ἡ
πνευματικὴ καθοδήγηση πρέπει νὰ
ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ
ἐξομολόγηση, ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἡ
τελευταία εἶναι προφανῶς τὸ ἀπώτερο
τέλος κι ὁ σκοπός της.
Ὁ
τρίτος καὶ ἀποφασιστικὸς παράγοντας
ἦταν, φυσικά, ἡ ἐπίδραση τῆς Δυτικῆς,
Σχολαστικῆς καὶ δικανικῆς κατανόησης
τῆς μετανοίας. Ἔχουν πολλὰ γραφεῖ γιὰ
τὴν “δυτικὴ ὑποδούλωση” τῆς Ὀρθόδοξης
θεολογίας, ἀλλὰ φοβᾶμαι πὼς λίγοι
ἄνθρωποι συνειδητοποιοῦν τὸ βάθος
καὶ τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς στρέβλωσης
στὴν ὁποία ἡ Δυτικὴ ἐπιρροὴ ὁδήγησε
τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ
πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν κατανόηση τῶν
Μυστηρίων. Αὐτὸ γίνεται φανερὸ στὸ
μυστήριο τῆς μετανοίας. Ἡ σοβαρὴ
παραμόρφωση ἐδῶ συνίσταται στὴν
μετατόπιση τοῦ νοήματος τοῦ μυστηρίου
ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση
στὴν στιγμὴ τῆς “ἄφεσης” ποὺ
προσλαμβάνεται δικανικά.
Ἡ
Δυτικὴ Σχολαστικὴ θεολογία διαχώρισε
σὲ δικανικὲς κατηγορίες τὴν ἴδια τὴν
οὐσία τῆς ἁμαρτίας καί, ἀντίστοιχα,
τὴν ἔννοια τῆς ἄφεσης. Ἡ τελευταία
πηγάζει ἐδῶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀλήθεια,
δηλαδὴ τὴν αὐθεντικὴ φύση τῆς
μετανοίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ
ἱερέως. Ἐὰν γιὰ τὴν ἀρχικὴ ὀρθόδοξη
κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης
ὁ ἱερέας εἶναι ὁ παρευρισκόμενος
μάρτυρας τῆς μετανοίας, καὶ ὡς ἐκ
τούτου μάρτυρας τῆς πλήρους “καταλλαγῆς
μὲ τὴν Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ…”,
ὁ Λατινικὸς νομικισμὸς ὑπερτονίζει
τὴν ἐξουσία τοῦ ἴδιου του ἱερέως νὰ
δίνει ἄφεση ἁμαρτιῶν.
Ἔτσι
προκύπτει ἡ ὁλότελα καινοφανὴς γιὰ
τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα ἀλλὰ ἀρκετὰ
δημοφιλὴς σύγχρονη πρακτική της
“ἄφεσης-ἁπαλλαγῆς” χωρὶς ἐξομολόγηση.
Ἡ ἀρχικὴ διάκριση ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτίες
– ἀφορισμοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (ἀπὸ
τοὺς ὁποίους προέκυπτε ἡ ἀνάγκη τῆς
μυστηριακῆς συμφιλίωσης μὲ τὸ
Ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα) καὶ τῆς ἁμαρτωλότητας
ποὺ δὲν ἐξέβαλε τὸν πιστὸ ἐκτὸς
Ἐκκλησίας, ἐκλογικεύθηκε ἀπὸ τὸν
Δυτικὸ Σχολαστικισμὸ σὲ διαχωρισμὸ
ἀνάμεσα στὶς λεγόμενες θανάσιμες καὶ
ἐξαγοράσιμες (συγγνωστὲς) ἁμαρτίες.
Οἱ
πρῶτες, ἔχοντας ἀπομακρύνει τὸν
ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν “κατάσταση τῆς
χάριτος” ἀπαιτοῦν μυστηριακὴ
ἐξομολόγηση καὶ ἄφεση, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες
χρήζουν μόνο ἐσωτερικῆς μεταμέλειας.
Στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὡστόσο, καὶ
ἰδιαίτερα στὴ Ρωσία (κάτω ἀπὸ τὴν
ἐπίδραση τῆς Λατινόφρονος θεολογίας
τοῦ Πέτρου Μογίλα καὶ τῶν μαθητῶν
του) ἡ θεωρία αὐτὴ κατέληξε στὴν
ὑποχρεωτικὴ καὶ δικανικὴ σύνδεση
ἀνάμεσα στὴν ἐξομολόγηση-ἄφεση καὶ
τὴν Εὐχαριστία.
Κατὰ
ἕναν εἰρωνικὸ τρόπο ἡ πιὸ ὁλοφάνερη
“διείσδυση” τῶν Λατίνων ἀντιμετωπίζεται
ἀπὸ μεγάλο ἀριθμὸ πιστῶν ὡς ὀρθόδοξη
νόρμα, ἐνῶ ἡ πιὸ ἁπλὴ ἀπόπειρα γιὰ
ἐπαναξιολόγηση τῆς πρακτικῆς κάτω
ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ αὐθεντικοῦ ὀρθόδοξου
δόγματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν
μυστηρίων καταγγέλλεται ὡς
“Ρωμαιοκαθολική”!…