Τους τελευταίους μήνες, γινόμαστε μάρτυρες μια πρωτόγνωρης, για τη γενιά μας, υγειονομικής κατάστασης, της αποκαλούμενης πανδημίας του κορώνα ιού.
Με πλήθος ασθενών και θανόντων σε ολόκληρο τον κόσμο, με απανωτούς εγκλεισμούς και μέτρα τα οποία στις περισσότερες των περιπτώσεων δε φαίνεται να αποδίδουν τα αναμενόμενα.
Στη χώρα μας, παρά τα όποια μέτρα ελήφθησαν από την έναρξη της πανδημίας στις 11 Μαρτίου, τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η κατάσταση εξακολουθεί να είναι πολύ δύσκολη. Γίναμε επίσης μάρτυρες συνεχιζόμενων κλεισιμάτων ναών και μοναστηριών, ως επακόλουθο της ανάγκης για μικρότερο αριθμό συγκεντρωμένων και αποφυγής συναθροίσεων και θρησκευτικής λατρείας.
Για το θέμα της Εκκλησίας θα ήθελα να αναφερθώ σε τούτο εδώ το κείμενο. Και αυτό γιατί τα ερωτήματα που εγείρονται είναι αρκετά και χρήζουν απαντήσεων από όλους μας. Κατά τη διάρκεια του πρώτου απαγορευτικού, παρέμειναν κλειστοί ναοί και μοναστήρια καθόλη τη διάρκεια της περιόδου της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και, δυστυχώς, την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα με αποκορύφωμα την Αναστάσιμη Λειτουργία, που πραγματοποιήθηκε, όπου πραγματοποιήθηκε, με ελάχιστους παρόντες.
Ο λαός δέχτηκε μοιρολατρικά θα έλεγε κάποιος, τις αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας με τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των Ιεραρχών της Εκκλησίας μας. Η ανάγκη τήρησης των μέτρων για το «καλό όλων μας» πρυτάνευσε την κρίσιμη εκείνη ώρα, προφανώς χωρίς αναφορά στις όποιες πνευματικές ανάγκες ενός διηρημένου εκκλησιάσματος.
Και σήμερα, μετά από μια σύντομη ανάπαυλα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, με ένα συγκεκριμένο αριθμό πιστών να συμμετέχουν, ετοιμαζόμαστε να εορτάσουμε την υπερφυά Γέννηση του Κυρίου, εν πολλοίς με τους όρους της Πασχαλινής περιόδου και πιθανώς με κλειστούς ναούς.
Σε αυτή τη συγκυρία προκύπτουν ασφαλώς πολλά θέματα προς διερεύνηση. Προσωπικά, από μικρό παιδί βρίσκομαι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο χώρο της Εκκλησίας. Στο ψαλτήρι, δίπλα στον πρωτοψάλτη, στο κατηχητικό, σε θέση εκκλησιαστικού συμβούλου και τα τελευταία χρόνια με αξίωσε ο Κύριος να γίνω καθηγητής στο μάθημα των Θρησκευτικών στη Β/θμια εκπαίδευση. Με τις γνώσεις που απέκτησα στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και την όποια εμπειρία ακρόασης κηρυγμάτων και ανάγνωσης θεολογικών και πατερικών κειμένων, οφείλω να πω πως βρίσκομαι σε προβληματισμό.
Στο μάθημα των διωγμών των χριστιανών τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αλλά και τις μεταγενέστερες διώξεις που υφίσταται η Ορθοδοξία για κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς και θρησκευτικούς λόγους , πληροφορηθήκαμε την ανάγκη ενότητας και αγάπης. Την αναγκαιότητα της ομολογίας σε περιπτώσεις απειλής της εν Χριστώ πίστεως. Το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» των Πράξεων των Αποστόλων. Διδαχθήκαμε τους ανοικτούς ναούς εν μέσω πανδημιών και λιμού και την ομοθυμαδόν προσευχή στον Κύριο για τη σωτηρία του λαού Του. Με ανοικτούς ναούς, που και οι περισσότεροι κατακτητές σεβάστηκαν ή απλώς ανέχτηκαν. «Μας κοροϊδεύετε κύριε;» « τι είναι αυτά που λέτε, που τα βρίσκετε;». Ερωτήματα που προέκυψαν από μαθητές κατά τη διάρκεια ιστορικών αναφορών του Χριστιανισμού. Τα νέα παιδιά βλέπουν κλειστούς ναούς και αμφισβητούν. Πώς να τους μιλήσεις για το πνεύμα αυταπάρνησης; Την αγάπη, την φιλανθρωπία, τη θυσία, την ομολογία στην Εκκλησία; Πώς να τους μιλήσεις για έννοιες που τις βρίσκουν ανεφάρμοστες; Πως θα τους ελκύσεις να πιστεύεις για κάτι πνευματικό, όταν στην εφαρμογή του είναι πέρα για πέρα κοσμικό;Γιατί ως λαός απομακρυνθήκαμε από τις ρίζες μας, την ελληνορθόδοξη παράδοση; Γιατί δε συμμετέχουμε στην Θεία Ευχαριστία; Φύγαμε μακριά από τον Θεό και δεχτήκαμε ότι κοσμικό εισήλθε από τη Δύση ως καινοτομία. Αμαρτάνουμε χωρίς την παραμικρή διάθεση μετανοίας.
Οι Αρχιερείς μας - στην πρώτη μεγάλη πνευματικά απαιτητική κατάσταση αντιμετώπισε μετά τον πόλεμο η Εκκλησία μας- ,στα πλαίσια μιας δυτικίζουσας ( ουσιαστικά προτεσταντίζουσας) θεολογίας, που έχει αλώσει και αλλοιώσει τον Ορθόδοξο χώρο, δείχνουν, σε μεγάλο βαθμό ανήμποροι να εστιάσουν στην βαρύτητα του προβλήματος. Οι κληρικοί μας, έμφοβοι, κάτω από καθεστώς πίεσης και με νοοτροπία, πολλοί εξ αυτών, υπαλλήλων, δε δείχνουν διάθεση να μιλήσουν. Ο δε λαός, τρομοκρατημένος, με διάθεση να κλειστεί στον εαυτό του, δείχνει αδιάφορος έως συμβιβασμένος με την μοίρα του.
Και ο Χριστός; Τον αφήσαμε Μόνο Του στην πορεία Του στο Γολγοθά, τη Σταύρωση, την Ανάσταση. Θα Τον ξαναφήσουμε πάλι Μόνο Του στο σπήλαιο της Βηθλεέμ; Μήπως πρέπει να ξανα-γεννηθούμε και εμείς; Να ξαναβιώσουμε όσα αφήσαμε ή ξεχάσαμε; Να ξαναπλησιάσουμε τον Θεό, κλήρος και λαός, πριν να είναι αργά για το πνευματικό μας μέλλον;
Ν.
Μ.
Ταπεινός δούλος του Κυρίου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου