Για να φωτιστεί κάτι πρέπει να είναι σκοτεινό και όταν φωτιστεί, τότε λέγεται και είναι φωτεινό. Για παράδειγμα, ένα δωμάτιο σκοτεινό, όταν ανάψει το φως, λέγεται και είναι φωτεινό, γιατί το φως έδιωξε το σκοτάδι. Το δωμάτιο φωτίστηκε και όχι το σκότος το οποίο εξαφανίστηκε. Αν φωτιζόταν το σκότος, θα λεγόταν φωτεινό σκότος. Αυτό όμως είναι παράλογο, γιατί δεν υπάρχει συνύπαρξη μεταξύ φωτός και σκότους. « τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; » (Β’ Κορ. στ’, 14).
Ούτε το σκότος μπορεί να κυριεύσει το φως, γιατί « καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν»( Ιω. α’, 5).
Αυτό ισχύει και για το φωτισμό στο εσωτερικό του ανθρώπου. Ο Χριστός που είναι «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον», διώχνει το σκότος της άγνοιας, της πλάνης και του ψεύδους που σκοτίζει το νου και την καρδιά του ανθρώπου. Δεν το φωτίζει, αλλά το διώχνει και το εξαφανίζει.
Τώρα, αν κάποιος εν τη ρύμη του λόγου πει, να φωτιστεί το σκοτάδι που έχει μέσα του, αυτός τα παραπάνω εννοεί τα οποία προφανώς δεν τα αγνοεί.
Ιωάννης Χ. Δήμος πτχ. Θεολ. & Φιλοσ. Πανεπιστημίου Αθηνών.