Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής 26 Νοεμβρίου 2017





ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 1 - 7
1 Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ, ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, 2 μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πρᾳότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, 3 σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. 4 ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· 5 εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· 6 εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ὑμῖν. 7 Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.

  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα


ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 1 - 7
1 Σας παρακαλώ, λοιπόν, και σας εξορκίζω εγώ, ο οποίος είμαι φυλακισμένος και αλυσοδεμένος δια το όναμα του Κυρίου, να ζήτε και να συμπεριφέρεσθε, όπως ταιριάζει εις την υψηλήν κλήσιν, με την οποίαν έχετε προσκληθή από τον Θεόν. 2 Δηλαδή να ζήτε και να φέρεσθε με κάθε ταπεινοφροσύνην και πραότητα, με ανοχήν απέναντι των άλλων και μεγαλοκαρδίαν, ανεχόμενοι ο ένας του άλλου τας αδυναμίας με αγάπην, 3 να επιμελήσθε και να αγωνίζεσθε να διατηρήτε την ενότητα, με την οποίαν το Πνεύμα το Αγιον σας έχει συνδέσει, έχοντες ως σύνδεσμον την ειρήνην, η οποία θα βασιλεύη μεταξύ σας και θα σας ενώνη εις ένα πνευματικόν σώμα. 4 Είσθε ένα πνευματικόν σώμα και έχετε ένα και το αυτό Πνεύμα Αγιον, που σας ζωογονεί, καθώς επίσης έχετε κληθή όλοι εις μίαν και την αυτήν ελπίδα της κλήσεώς σας. 5 Ενας και μόνος είναι ο Κυριος, μία είναι η πίστις όλων των Χριστιανών, ένα το βάπτισμα που έχουν λάβει. 6 Ενας και μόνος ο Θεός και Πατήρ όλων, αυτός ο οποίος κυριαρχεί επί όλων ανεξαιρέτως και δια μέσου όλων ενεργεί και φανερώνει την αγαθήν του πρόνοιαν, και μέσα εις όλους μας κατοικεί. 7 Εις τον καθένα δε από ημάς εδόθη η χάρις, τα χαρίσματα και αι δωρεαί, σύμφωνα με το μέτρον, με το οποίον δικαίως και σαφώς μοιράζει ο Χριστός τας δωρεάς του. (Ας μη υπάρχουν, λοιπόν, ζηλοφθονίαι μεταξύ σας, διότι τα χαρίσματα είναι δώρα του Θεού, δια την εξυπηρέτησιν όλων).



ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ´ 18 - 27
18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.

  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα

18 Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19 Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον, διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20 Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22 Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24 Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26 Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή, αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ – 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΓ΄  ΛΟΥΚΑ
Λουκ. ιη΄, 18-27

Ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς ἀναγκάζει νά μιλήσουμε πάλι γιά τό πάντα ἐπίκαιρο ἀλλά καί πολύ δύσκολο θέμα τοῦ πλούτου. Καί εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού δημιούργησαν τό θέμα τοῦ πλούτου καί τό ἔκαναν τό δυσκολότερο ἴσως πρόβλημα, μέ τόσες διαφορετικές γνῶμες πού περιέπλεξαν τή διαχείρισή του.
Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή μᾶς διηγεῖται ἕνα γεγονός ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Πλησίασε τό Χριστό ἕνας νέος ἄνθρωπος καί τόν ρώτησε: «Ἅγιε διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάνω, γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;» Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· «Γιατί μέ λές ἅγιο; Κανένας δέν εἶναι ἅγιος παρά μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τίς ἐντολές τίς ξέρεις. Τήρησε τίς ἐντολές». Κι ὁ ἄνθρωπος ἀπάντησε: «Ὅλ᾽  αὐτά τά ἐτήρησα πιστά ἀπό τό μικρά μου χρόνια». «Ἕν᾽ ἀκόμα σοῦ λείπει» συνεχίζει ὁ Ἰησοῦς: «ὅλα ὅσα ἔχεις, πούλησέ τα, μοίρασέ τα στούς φτωχούς καί θά ’χεις θησαυρό στόν οὐρανό˙ ὕστερα ἔλα κι ἀκολούθα με». Μά ὅταν ἄκουσε αὐτά, ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε σέ μεγάλη λύπη, γιατί ἦταν πολύ πλούσιος. Ὅταν τόν εἶδε τόσο λυπημένο, ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Δύσκολα ἐκεῖνοι πού ἔχουν τά χρήματα θά μποῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί εἶναι πιό εὔκολο νά περάσει ἡ τριχιά ἀπό τήν τρύπα τῆς βελόνας, παρά πλούσιος νά μπεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Καί ποιός λοιπόν μπορεῖ νά σωθεῖ ἀποροῦν ὅσοι τόν ἄκουσαν. Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Τά ἀδύνατα γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι δυνατά γιά τό Θεό».
Τό εὐαγγελικό αὐτό κείμενο εἶναι μιά σαφής ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στό σύνθετο ἐρώτημα πού βασανίζει τόν κόσμο: Τί εἶναι ὁ πλοῦτος γιά τόν ἄνθρωπο, πῶς συνδέεται μέ τούς βαθύτερους πόθους του καί πῶς μπορεῖ νά λυτρωθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ πλούτου; Τί εἶναι λοιπόν ὁ πλοῦτος γιά τόν ἄνθρωπο; Εἶναι ὅλα ὅσα μᾶς δίνει ἡ γῆ γιά νά ζήσουμε. Ὅ,τι ἔχουμε, ἡ γῆ μᾶς τό δίνει καί μέ ὅ,τι μᾶς δίνει ἡ γῆ ζοῦμε. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού σκέφτονται ἀνθρώπινα κι ἑρμηνεύουν τά πράγματα σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους. Καί ὅπως φυσικό εἶναι ἡ γῆ νά παράγει, ἔτσι φυσικό εἶναι νά ζοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἄνθρωποι πού σκέφτονται ὅπως τούς ὑπαγορεύει ἡ ὑγειής συνείδηση καί ὅπως τούς ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν, τό γνωρίζουν καλύτερα, ὅτι πίσω ἀπό τούς φυσικούς νόμους εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει καμία φυσική τάξη, πού νά χωρίζει τούς ἀνθρώπους σέ πλούσιους καί φτωχούς, χορτάτους καί πεινασμένους. Ἔτσι χωρίζονται οἱ ἄνθρωποι, γιατί ἐλπίζουν καί ἐπενδύουν στόν πλοῦτο τους. Αὐτά πού μᾶς δίνει ἡ γῆ δέν ἀνήκουν μόνο σέ κάποιους, πού τά μαζεύουν μέ ὅποιο τρόπο μποροῦν.
Ὁ Χριστός καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά ξεπεράσει στή σκέψη του τά ὅρια τῶν φυσικῶν νόμων. Τόν καλεῖ νά καταλάβει, ὅτι αὐτό πού διέπει τήν κίνηση τοῦ κόσμου καί τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι ἡ τυφλή φυσική ἀνάγκη, ἀλλά ὁ φωτισμένος νοῦς καί ἡ ἐλεύθερη συνείδηση. Ὅταν τό καταλάβει αὐτό, τότε μόνο θά μπορέσει νά δεῖ τά πράγματα διαφορετικά. Τότε θά δεῖ, πώς ἡ χορτασιά ἡ δική του δέν εἶναι τό σωστό καί τό δίκαιο, ἡ χορτασιά ἡ δική του εἶναι ἡ πείνα τοῦ φτωχοῦ συνανθρώπου του. Τότε θά δεῖ, πώς ἡ γῆ δέν εἶναι μόνο γι’ αὐτόν, ἀλλά γιά ὅλους ὅσους ζοῦν καί θά ζήσουν πάνω στή γῆ.
Οἱ ἄνθρωποι μιλοῦμε γιά δικαιοσύνη, γιά ἐλευθερία καί εἰρήνη καί πιστεύουμε ὅτι ὅλα αὐτά, πού εἶναι οἱ ἀκοίμητοι πόθοι τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν λαῶν, μποροῦμε νά τά ἐξασφαλίζουμε διεκδικώντας τα καί στηριζόμενοι στούς δικούς μας ἀγῶνες καί στίς δικές μας δυνάμεις. Πιστέψαμε πώς χωρίς τήν πρόνοια καί τό λόγο τοῦ  Θεοῦ, πού μᾶς ἔμαθε αὐτά τά πράγματα, μποροῦμε νά τά ἀποκτήσουμε. Χωρίς Θεό ὁ ἄνθρωπος δουλεύει, ἡ γῆ παράγει καί ὑπάρχουν ὑλικά ἀγαθά ὅσα ποτέ ἄλλοτε, εἶναι ὅμως ὅσο ποτέ ἄλλοτε ἄδικα μοιρασμένα. Χιλιάδες ἄνθρωποι καθημερινά, πεθαίνουν ἀπό τήν πείνα καί ὁ πλοῦτος τῆς γῆς ξοδεύεται γιά πολεμικούς ἐξοπλισμούς ἤ συγκεντρώνεται στά χέρια μερικῶν.
Ὁ Θεός ἀνατέλει τόν ἥλιο καί βρέχει γιά ὅλους. Ἡ γῆ γεννάει γιά νά τρέφονται ὅλοι. Ἡ πνευματική ἀναπηρία τοῦ ἀνθρώπου ὅμως καί ἡ ἠθική τους ἀνικανότητα κάνει τόν πλοῦτο ἐμπόδιο γιά νά ζήσουν οἱ ἄνθρωποι καλύτερα. Ἐξαιτίας του κινδυνεύουν νά χαθοῦν.
Τά ἀγαθά τῆς γῆς δέν τά διαχειριζόμαστε χάριν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ βάση κάποιους νόμους καί κανόνες τῆς οἰκονομικῆς ἐπιστήμης, πού βλέπει τόν ἄνθρωπο σὰν οἰκονομική μονάδα καί σάν μέσον. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος εἶναι Πρόσωπο στόν κόσμο, εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς. Σάν πρόσωπο εἶναι μέλος τοῦ κοινωνικοῦ σώματος, ἐργάζεται, ὄχι γιά νά παράγει καί νά σωρρεύει ὑλικό πλοῦτο, ἀλλά γιά νά χαίρεται τόν κόπο του. Γιά τόν κοινωνικό καί ἐλεύθερο ἄνθρωπο χαρά εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἐργασία, ὁ κόπος του γυρίζει σ’ αὐτόν σάν δίκαιη πληρωμή καί σάν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἐργάζεται, οἰκονομεῖ τόν κόπο του καί ξέρει, πώς ὅσα ἔχει δέν εἶναι δικά του, εἶναι καί γι’ αὐτούς πού θέλουν μά δέν μποροῦν νά ἐργαστοῦν. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει νά ὑπηρετεῖ τόν πλοῦτο, ὅταν ζεῖ γιά νά δουλεύει καί νά ἀποθηκεύει τόν πλοῦτο, καί δέν ἐργάζεται γιά νά ζεῖ, ὅταν ἐξαρτᾶ τήν ὕπαρξή του ἀπό τά ἀγαθά του καί ὑποδουλώνεται σ’ αὐτά, τότε χάνει τόν προορισμό του. Τότε ταυτίζει τό «ἔχειν» μέ τό «εἶναι».
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι πλασμένος γιά νά ζήσει, νά ζήσει αἰώνια. Τό ζήτημα εἶναι, τί νομίζουμε πώς εἶναι ζωή. Ὁ πειρασμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά βλέπει γιά ζωή τόν θάνατο. Νά ἀναφέρεται καί νά προσκολλᾶται στά πράγματα καί ὄχι στό Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Ὁ νέος τοῦ εὐαγγελίου μέ τό ἐρώτημά του στόν Ἰησοῦ Χριστό ἐκφράζει τήν ἀγωνία καί τόν πόθο κάθε ἀνθρώπου: «Τί νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι συγκλονιστικά ἀπόλυτη. Νά ξεχωρίσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τά πράγματα, νά ἐλευθερωθεῖς ἀπό τόν ὑλικό πλοῦτο. Αὐτό εἶναι δύσκολο, ἀκατόρθωτο γιά τόν ἄνθρωπο. Γιά ’κεῖνον ὅμως πού τό θέλει πραγματικά, τό μπορεῖ ὁ Θεός. Ἀμήν.


Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακή 19-11-2017

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Β´ 14 - 22
14 αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, 15 τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, 16 καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· 17 καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, 18 ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ Πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. 19 ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, 20 ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, 21 ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· 22 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα


14 Διότι αυτός είναι η ειρήνη όλων μας, ο οποίος τον Ιουδαϊσμόν και τον Εθνισμόν, τα δύο αυτά τα έκαμεν ένα, εκρήμνισε και διέλυσε το μεσότοιχον του Νομου, που σαν ανυπέρβλητος φραγμός εχώριζε τους δύο λαούς· 15 δηλαδή κατέλυσε και εξηφάνισε την έχθραν, που εχώριζε τους δύο λαούς, αφού κατήργησε με την θυσίαν της σαρκός αυτού τον νόμον των εντολών, ο οποίος έδιδε διαταγάς, που εδέσμευαν τον άνθρωπον. Και κατήργησε τον παλαιόν Νομον, δια να αναδημιουργήση και ενώση τους δύο αυτούς λαούς δια του εαυτού του εις ένα νέον άνθρωπον, χαρίζων τοιουτρόπως ειρήνην μεταξύ των· 16 και να συμφιλιώση προς τον Θεόν τους δύο λαούς, ενωμένους εις ένα πνευματικόν σώμα δια της σταυρικής του θυσίας, θανατώσας εν τω προσώπω του και εξαφανίσας την εχθράν και το μίσος. 17 Και αφού κατέβη εις την γην, εκήρυξε το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης εις σας που εζούσατε μακράν από τον Θεόν, και εις ημάς που ήμεθα κοντά του. 18 Διότι δια του Χριστού οδηγούμεθα και πλησιάζομεν προς τον Θεόν Πατέρα και οι δύο λαοί με το αυτό Αγιον Πνεύμα. 19 Αρα δεν είσθε πλέον ξένοι, όπως προηγουμένως, και προσωρινοί πολίται της Εκκλησίας του Χριστού, αλλ' είσθε συμπολίται όλων των αγίων, και οικιακοί του Θεού. 20 Εχετε δε κτισθή επάνω στον πνευματικόν θεμέλιον των Αποστόλων και των προφητών εις μίαν πνευματικήν οικοδομήν, την Εκκλησίαν, της οποίας ακρογωνιαίος και θεμελιακός λίθος είναι αυτός ούτος ο Ιησούς Χριστός. 21 Επάνω δε εις αυτόν και με την δύναμιν αυτού όλη η οικοδομή συναρμολογείται και αυξάνεται κατά τρόπον αρμονικόν, ώστε να γίνη ναός άγιος, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου. 22 Εις αυτόν δε τον ναόν δια του Ιησού Χριστού οικοδομείσθε και σεις μαζή με τους άλλους πιστούς, δια να γίνετε κατοικία, εις την οποίαν θα μένη ο Θεός με το Πνεύμα του.



ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ´ 16 - 21
16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.


  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα


16 Είπε δε προς αυτούς και την εξής παραβολήν· “κάποιου πλουσίου ανθρώπου εσημείωσαν εξαιρετικήν ευφορίαν τα χωράφια του. 17 Και αυτός έπεσεν αμέσως εις αγωνιώδην συλλογήν και μέριμναν, λέγων· Τι να κάμω, διότι δεν έχω που να συγκεντρώσω και αποθηκεύσω τους καρπούς των χωραφιών μου; 18 Και ύστερα από μεγάλην σκέψιν είπε· τούτο θα κάμω· Θα κρημνίσω τας αποθήκας μου και θα οικοδομήσω άλλας μεγαλυτέρας, και θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου. 19 Και θα πω εις την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα για έτη πολλά· απόλαυσε την ζωήν, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. 20 Αφού δε ετοίμασε όλα και πριν προλάβη τίποτε από αυτά να απολαύση, του είπεν ο Θεός· ανόητε από την κακίαν σου άνθρωπε και απερίσκεπτε, αυτήν την νύκτα, που επίστευσες ότι θα αρχίση η απολαυστική ζωη σου, απαιτούν να πάρουν από σε χωρίς αναβολήν την ψυχήν σου· αυτά δε που έχεις ετοιμάσει, εις ποίον τώρα ανήκουν; 21 Ετσι παθαίνει και αυτό το τέλος έχει εκείνος, που εγωϊστικά θησαυαρίζει δια τον ευατόν του και δεν προσπαθεί να αποκτήση τον πλούτον των καλών έργων, εις τα οποία ευχαριστείται ο Θεός”.


ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ – 19 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  Θ´  ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιβ΄ 16-21)

Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Μελετώντας τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὸν ἄφρονα πλούσιο, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους συμπεραίνουν ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἀπὸ μόνος του ἕνα μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο μας καὶ Χριστὸς ἕνας μεγάλος ἐπαναστάτης ἐναντίον τῶν πλουσίων. Στὴν πραγματικότητα, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς οὔτε τὸν πλοῦτο κατηγόρησε ὡς κακὸ ἀπὸ τὴν φύση του, οὔτε ἐπιτέθηκε ἀδιάκριτα ἐναντίον ὅλων τῶν πλουσίων. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἕνα πλῆθος ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθὰ, τὰ ὁποῖα δημιούργησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι γνωστό ἐπίσης ὅτι ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πολὺ ἀγαπητοὶ στὸν Θεό, ὅπως ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ.
Παρατηρώντας μὲ προσοχὴ τὶς λεπτομέρειες τῆς περικοπῆς διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν καταδικάζει ἁπλῶς ἕνα πλούσιο, ἀλλὰ τὸν ἄφρονα πλούσιο, ὅπως τὸν ὀνομάζει. Ἄφρων εἶναι ὁ τρελλός, ὁ ἀνόητος. Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται πολὺ βαρὺς ὁ χαρακτηρισμός αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο. Ὅμως αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐκφράζει μὲ ἀκρίβεια τὴν παραγματικὴ κατάσταση τοῦ συγκεκριμένου πλουσίου. Κι αὐτὸ διότι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο στέκεται ἀπέναντι στὸν πλοῦτο εἶναι καθαρὴ παραφροσύνη, δηλαδή τρέλλα.
Πρῶτα πρῶτα σκέπτεται κατὰ τρόπο ἐξωπραγματικό, φανταστικό. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνεξάρτητο καὶ μάλιστα κέντρο τοῦ κόσμου, ὅλου τοῦ σύμπαντος. Οὐσιαστικὰ θεοποιεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη. Δὲν τὸν ἀναφέρει πουθενά. Ξεχνάει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἐξαρτημένος ἀπὸ τὸν Θεό, διότι δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό· δὲν δημιουργήθηκε μόνος του. Αὐτὴ ἡ φαντασίωσή του φαίνεται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ σκέπτεται. «Διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ», λέγει ὁ εὐαγγελιστής. Αὐτὸς ὁ διαλογισμὸς εἶναι ἡ συζήτηση ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ καταλήγει στὸν ἑαυτό του. Ἀποδεικνύει ἔτσι ὅτι δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψη του τὴν πραγματικότητα γύρω του, ἀλλὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του αὐτάρκη, κυρίαρχο, δηλαδή, θεό. Ἡ φαντασίωση καὶ αὐταπάτη τοῦ συγκεκριμένου πλουσίου φανερώνεται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁμιλεῖ γιὰ τὸν πλοῦτο ποὺ εὐκαιριακὰ κατέχει. «Οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου», λέγει. Καὶ ἀκόμη· «Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες. Καὶ συνάξω ἐκεῖ τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου». Ἕνας λογικὸς ἄνθρωπος διερωτᾶται: Γιατὶ εἶναι δικά του οἱ καρποὶ καὶ τὰ γενήματα; Πῶς βρέθηκαν στὰ χέρια του; Ποιὸς ἔκανε τὸ χωράφι ποὺ ἔδωκε τὰ γενήματα καὶ τοὺς καρπούς; Ποιὸς ἔστειλε τὸν ἥλιο καὶ τὴ βροχή; Ποιὸς μπορεῖ ἀπὸ μόνος του νὰ φτιάξη ἕνα σπυρὶ ἀπὸ σιτάρι, μιὰ ρώγα ἀπὸ σταφύλι, ἕνα μόνο πορτοκάλι; Ἀσφαλῶς κανείς. Γι αὐτὸ ὁ διαλογισμός του εἶναι μετέωρος. Τὸν ὁδηγεῖ νὰ σκέπτεται παράλογα, ἐξωπραγματικά. Θεωρεῖ δικά του αὐτὰ ποὺ δὲν εἶναι δικά του.
Ὁ παραλογισμὸς καὶ ἡ τρέλλα τοῦ πλουσίου ἀποδεικνύεται, τέλος, καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει τὸ ὅλο πρόβλημα τῆς ἀνέλπιστης συσσώρευσης τοῦ πλούτου. «Καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, ψυχὴ, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε εὐφραίνου». Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἐξουσιαστὴ τοῦ μέλλοντος. Ποιὸς ἄνθρωπος γνωρίζει καὶ ἐξουσιάζει τὸ μέλλον του; Κανείς. Αὐτὸς ποὺ νομίζει κάτι τέτοιο, ζῆ ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Εἶναι ἀνόητος, εἶναι ἄφρων.
Τὸ μεγάλο κακὸ ποὺ ἐπισημαίνει ὁ Χριστός γιὰ τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς δὲν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι πλούσιος, ἀλλὰ τὸ ὅτι ἔχει χάσει τὸν προσανατολισμό του καὶ δὲν ξέρει ποιὸς εἶναι. Ἀγνοεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ ζῆ μέσα στὸ ψέμμα καὶ στὴν ἀπάτη. Ξεχνάει πὼς στὰ πλούτη του δὲν εἶναι ἀφεντικό, ἀλλὰ διαχειριστής. Ζῆ στὴν αὐταπάτη.
Αὐτὴ ἡ τραγικότητα ἀποκαλύπτεται μ’ ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονὸς ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτο γιὰ ὅλους μας· μὲ τὴν ἀναγγελία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ θανάτου.«Ἄφρον, ἄμυαλε ἄνθρωπε, αὐτὴν τὴν νύκτα ζητοῦν νὰ πάρουν τὴν ψυχή σου. Αὐτὰ λοιπόν ποὺ ἑτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν μετά;».
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἡ παραβολὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα φωτογραφίζει ἄριστα τὸν βίο ὅλων μας. Ἰδιαίτερα τὸν βίο τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων ποὺ κυριεύονται ἀπὸ τὸ ἄγχος τῆς πλεονεξίας. Χρειαζόμαστε ὅλο καὶ περισσότερα ἀγαθά. Ξεχάσαμε ὅτι εἴμαστε οἱ διαχειρισταὶ τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ καὶ πιστέψαμε ὅτι εἴμαστε οἱ πραγματικοὶ καὶ αἰώνιοι κάτοχοί τους. Παραμερίσαμε τὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ στήσαμε τὸν θρόνο μας ἐπάνω ἀπὸ τὸν δικό του. Ζοῦμε στὴν πιὸ τραγικὴ ψευδαίσθηση. Κι ὅμως κάποια στιγμή, ἴσως καὶ ἀπόψε, νὰ ἀκούσουμε ἐκείνη τὴν ἴδια φωνή: «Τὴν ψυχή σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ…». Γι αὐτὸ ἄς βιαστοῦμε ν’ ἀλλάξουμε πορεία. Νὰ ἐπιδιώξουμε ἕναν ἄλλο πλουτισμό. Νὰ ἀποκτήσουμε τοὺς θησαυροὺς ἐκείνους ποὺ συνάγονται ὄχι σὲ ἀποθῆκες ἀλλὰ μέσα στὴν ψυχή καὶ μεταφέρονται μετὰ τὸν θάνατο στὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ θὰ τὸ πετύχουμε ἐὰν τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς τὰ διαχειριζόμαστε μὲ φρόνηση καὶ τὰ σκορπίζουμε γεμάτοι ἀπὸ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας, ποὺ τὰ χρειάζονται. Ἀμήν.

π. Α.Γ.Μ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Πανηγυρίζει ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης

Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν. (Μάρκ. η 34-θ 1)


Πανηγυρίζει
 ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης 
στο κέντρο της Αθήνας
 και σας προσκαλούμε να παρευρεθείτε 
στις λατρευτικές εκδηλώσεις σύμφωνα 
με το ακόλουθο Πρόγραμμα

20 Νοεμβρίου 2017
6.00μ.μ Πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός

21 Νοεμβρίου 2017
6.30 π.μ. Ακολουθία του Όρθρου και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία.

 5.00 μ.μ. Μεθεόρτιος Εσπερινός & Παρακλητικός Κανών 
εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακή 12-11-2017

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Θ´ 6 - 11
6 Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει. 7 ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. 8 δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, 9 καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 10 Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· 11 ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ·

  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα

6 Ας γνωρίζετε δε τούτο· ότι εκείνος που στο χωράφι του σπέρνει με τσιγκουνιά λιγοστό σπόρο, θα θερίση και λίγο σιτάρι. Και εκείνος που σπέρνει απλόχερα, θα θερίση πολύν καρπόν. (Ο καθένας δηλαδή θα αμειφθή από τον Θεόν ανάλογα με όσα δίνει, κατά την δύναμίν του πάντοτε). 7 Ο καθένας ας δίδη σύμφωνα με την αγαθήν διάθεσιν της καρδίας του, όχι με λύπην η από ανάγκην. Διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με καλωσύνην και γλυκύτητα”. 8 Είναι δε δυνατόν ο Θεός να σας δώση με το παραπάνω κάθε δωρεάν, ώστε πάντοτε, σε κάθε τι, να έχετε κάθε επάρκειαν εις υλικά αγαθά και έτσι να προθυμοποήσθε με το παραπάνω δια κάθε καλόν έργον. 9 Με τον τρόπον δε αυτόν θα πραγματοποιηθή και εις σας εκείνο που λέγει η Γραφή· “εσκόρπισεν αφθόνως τας ελεημοσύνας του, έδωκεν στους πτωχούς· η αρετή του μένει και διαλαλείται πάντοτε”. 10 Ο δε Θεός, ο οποίος “παρέχει εν αφθονία σπόρον στον γεωργόν που σπέρνει, και ψωμί προς τροφήν όλων μας”, είθε να χορηγήση, να ευλογήση και να πληθύνη την σποράν των χωραφιών σας και τα άλλα υλικά αγαθά σας και να αυξήση έτσι τους καρπούς της αγάπης και της καλωσύνης σας προς τους άλλους. 11 Ετσι δε να γίνεσθε πλούσιοι εις κάθε καλόν έργον, εις κάθε γενναιοδωρίαν, η οποία συνεργεί δια μέσου ημών, που εξυπηρετούμεν αυτήν την διακονίαν, να εκφράζωνται ευχαριστίαι προς τον Θεόν.



ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι´ 25 - 37
 
Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως. 
 
 
25 Και ιδού, κάποιος νομοδιδάσκαλος εσηκώθηκε και με τον σκοπόν να πειράξη τον Χριστόν και να αποδείξη εις αυτόν ότι δεν γνωρίζει τον νόμον του είπε· “διδάσκαλε, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιωνίαν ζωήν;” 26 Ο Κυριος δε του είπε· “στον νόμον τι είναι γραμμένον; Πως αντιλαμβάνεσαι αυτό που διαβάζεις στον νόμον;” 27 Ο νομικός δε αποκριθείς είπε· “στον νόμον είναι γραμμένον, να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην σου την δύναμιν και με όλον σου τον νουν. (Ολος δε ο ευατός σου, ο νους, η καρδία, η θέλησις, η δραστηριότης σου, το πνεύμα και το σώμα, να πλημμυρίζουν από την αγάπην προς τον Θεόν). Να αγαπάς δε και τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”. 28 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πολύ ορθά απήντησες· έτσι να κάνης και θα κληρονομήσης την αιώνιον ζωήν”. 29 Εντροπιασμένος ο νομικός διότι εφάνηκε εις τα μάτια των άλλων ότι δια ζήτημα πολύ γνωστόν ηρώτησεν τον Χριστόν, ηθέλησε να δικαιολογηθή και είπε προς τον Ιησούν· “και ποιός είναι ο πλησίον μου, που πρέπει να αγαπώ σαν τον ευατόν μου;” 30 Επήρε δε ο Ιησούς, εξ αφορμής αυτής της ερωτήσεως, πάλιν τον λόγον και είπε την παραβολήν· “Ενας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και έπεσε εις τα χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού του επήραν τα χρήματα, τον εγύμνωσαν, τον επλήγωσαν και έφυγαν, αφήσαντες αυτόν μισοπεθαμένον. 31 Κατά σύμπτωσιν ένας ιερεύς κατέβαινε στον δρόμον εκείνον και, μολονότι είδε τον τραυματίαν, τον επροσπέρασε, χωρίς να του δώση καμμίαν βοήθειαν. 32 Το ίδιο και κάποιος Λευΐτης, όταν έφθασε στο μέρος εκείνο, επλησίασε τον πληγωμένον, τον είδε, αλλά τον επροσπέρασε ασυγκίνητος. 33 Ενας όμως Σαμαρείτης, ο όποιος περνούσε από τον δρόμον εκείνον, ήλθε στο μέρος, όπου κατέκειτο μισοπεθαμένος ο τραυματίας, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθηκε. 34 Επλησίασε κοντά του, έδεσε με προσοχήν πολλήν τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε μα λάδι και κρασί, τον ανέβασεν στο ζώον του, τον επήγε εις κάποιο πανδοχείον και τον επεριποιήθηκε ο ίδιος. 35 Την άλλην δε ημέρα εβγήκεν από το δωμάτιον του τραυματίου, όπου είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχον και του είπε· Περιποιήσου τον, με όσην επιμέλειαν ημπορείς. Και ο,τι εξοδέψεις παραπάνω, εγώ, όταν επιστρέψω από την πατρίδα μου, θα σου το πληρώσω σαν προσωπικόν μου χρέος. 36 Λοιπόν, ηρώτησε τότε ο Κυριος τον νομοδιδάσκαλον, ποιός από τους τρεις αυτούς νομίζεις, ότι εφάνηκε πραγματικός πλησίον και αδελφός δια τον άνθρωπον αυτόν, που είχε πέσει στα χέρια των ληστών;” 37 Εκείνος δε είπε· “αυτός που έκαμε πράξιν ευσπλαγχνίας και αγάπης προς εκείνον”. Είπε λοιπόν εις αυτόν ο Ιησούς· “πήγαινε και συ και πράττε όμοια με αυτόν. (Κανε το καλόν με αγάπην προς όλους, είτε Ιουδαίοι είναι είτε Σαμαρείται είτε φίλοι είτε εχθροί”).



ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ – 12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  Η´  ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ι΄ 25-37)

Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ποὺ ἀκούσαμε σήμερα νὰ μᾶς διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχει βαθύ ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο, δείχνει τὴν πραγματικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο. Εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ ἀπαντηθεῖ τὸ ἑρώτημα: «καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;», ποὺ διατύπωσε κάποιος νομικὸς, θέλοντας νὰ πειράξει τὸν Ἰησοῦ.
Αὐτὴ ἡ παραβολὴ ὅπως κατανοήθηκε καὶ ἑρμηνεύθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, δείχνει τὴν ὑπέρβαση, ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, τῶν στενῶν ἐθνοφυλετικῶν ἀντιλήψεων, ἐπισημαίνει τὶς αἰτίες τῆς διαιρέσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ προτείνει τὴ μέθοδο τῆς θεραπείας τοῦ «ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς», δηλ. τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν τόπο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ποὺ στὴν παραβολή μας εἶναι ἡ Ἰερουσαλήμ, καὶ κατευθύνεται πρὸς τὸν κόσμο τῆς ἀποστασίας, τὴν Ἰεριχώ.
Τὸ ἀρχικὸ ἑρώτημα τοῦ νομικοῦ ἦταν: «τὶ ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Ἡ ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ δόθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο, ὅταν τὸν προκάλεσε ὁ Χριστὸς λέγοντάς του: «ἐν τῷ νόμῳ τὶ γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;». Ὁ νομικὸς ἀναγκάσθηκε νὰ ὁμολογήσει, ὅτι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, σὰν νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός μας, φέρνει μέσα μας τὴν αἰώνια ζωή· «τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ», τοῦ εἶπε ὁ Χριστός.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ποὺ ζοῦσε μὲ τὸ γράμμα τοῦ νόμου εἶχε δύο βασικὰ προβλήματα. Πρῶτο, δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει τὴν παγκοσμιότητα τῆς ἀγάπης. Χώριζε τοὺς ἀνθρώπους σὲ Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες, σὲ ἀνθρώπους ποὺ πίστευαν στὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ σὲ ἐθνικοὺς εἰδωλολάτρες, δὲν μποροῦσε νὰ ἐννοήσει ὡς «πλησίον» του τὸν ἀλλόθρησκο ἤ τὸν παραβάτη τοῦ νόμου. Δεύτερο, αἰσθανόταν ἄμεσα τὴν ἀνάγκη νὰ εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, δίκαιος. Διαισθανόταν ὅμως, ὅτι δὲν ἀνταποκρινόταν πλήρως στὴν ἐντολή «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν», καὶ οὔτε μποροῦσε νὰ τὴν ἀπορρίψει, γιατὶ ἦταν ἐντολὴ τοῦ Λευϊτικοῦ. Ἐπιχείρησε ὅμως νὰ στενέψει τὰ ὅριά της. Θέλοντας λοιπὸν νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτό του, ρώτησε: «καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;».
Ἡ ἀπάντηση ποὺ δόθηκε μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ ἀντέστρεψε τὰ πράγματα καὶ διόρθωσε ἔμμεσα τὴν λανθασμένη διατύπωση τοῦ ἐρωτήματος. Ἡ ἐρώτηση ἔπρεπε νὰ τεθεῖ ἀλλιῶς. Ὄχι ποιὸς εἶναι ὁ «πλησίον» μου, ἀλλὰ «πῶς μπορῶ νὰ γίνω πλησίον τῶν ἄλλων;». Κατόπιν ἔκανε σαφὲς, ὅτι κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει πλησίον μας, γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κλείνουμε τὴν ἀγάπη μας μέσα σὲ φυλετικὰ ἤ ἀκόμη καὶ θρησκευτικὰ πλαίσια. Ὁ ἱερέας καὶ ὁ λευΐτης, ποὺ ἦταν ἄνθρωποι τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, φοβήθηκαν καὶ δὲν πλησίασαν στὸν τραυματισμένο ἀπὸ τοὺς ληστὲς. Ὁ ἀλλογενὴς Σαμαρείτης ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀνῆκε στὸ λαό ποὺ καυχιόταν γιὰ τὴν πιστὴ τήρηση τοῦ νόμου, ἐφάρμοσε μὲ ἀκρίβεια τὸ νόμο, ἔδειξε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Ἔτσι «ποιῶν ἔλεος» ἔγινε πλησίον «τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς».
Γινόμαστε, λοιπὸν, πλησίον τῶν ἄλλων ἀγαπώντας ἀδιάκριτα. Ὅποιος ἀγαπᾶ μόνο τοὺς φίλους του, τοὺς ὁμοθρήσκους του, τοὺς δικούς του, φέρεται ἀνθρώπινα· ὅποιος ὅμως δὲν γνωρίζει αὐτοὺς τοὺς φραγμούς, φέρεται θεϊκά κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης.
Εἶναι σ᾿ ὅλους εὐχάριστο νὰ μιλοῦν ἤ νὰ ἀκοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη. Θὰ πρέπει ὅμως νὰ εἴμαστε ρεαλιστές. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς δυνατότητες τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ ὅπου ὑπάρχει θάνατος, ἐκεῖ κυριαρχεῖ ἡ ἰδιοτέλεια. Ἡ συντριβὴ τοῦ θανάτου καὶ ἡ κοινωνία μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα ν᾿ ἀγαπᾶμε. Ἡ ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς κοινωνίας, ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς ἔντονο προσωπικὸ ἀγώνα.
Ἡ ἐπίγεια δικαιοσύνη, ἀγαπητοί ἀδελφοί,  κυνηγᾶ μιὰ ἰσότητα στὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ὁ πανάρχαιος ὅμως νόμος, ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀποκαλύπτει αὐτὴ τὴν ἰσότητα στὸ χρέος καὶ στὴ δυνατότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου νὰ μοιάσει στὸ Θεό. Κι ἕνα εἶναι τὸ θεϊκὸ χαρακτηριστικὸ, ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει δικό του ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀγάπη. Μονάχα ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ μπορεῖ νὰ μιλᾶ γιὰ ἰσότητα καὶ ἐλευθερία. Γιατὶ μονάχα ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ φανερώνεται κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Καὶ μοιάζει στὸν πλάστη του, γιατὶ ξεπερνᾶ τὰ στενὰ ὅρια τῆς γήινης σφαίρας, μὲ τὰ χωρίσματά της σὲ λαούς, σὲ ἔθνη καὶ φυλές, σὲ πλούσιους και φτωχούς, σὲ δυνατοὺς καὶ ἀδύνατους. Μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης ζυγώνει τὸν οὐρανό, ποὺ δὲν πλησιάζεται οὔτε μὲ τὸ νοῦ, οὔτε μὲ τὴ δύναμη, οὔτε μὲ τὴν περηφάνεια καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ ἀνθρώπου. Τὶ σημαίνει στὴν πράξη ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅπως γιὰ τὸν ἑαυτό του, μᾶς δίνει μιὰ ἰδέα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει: «τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;». Ἀμήν.

ΑΙΚ.Π.

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ – 5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  Ε´  ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιστ΄ 19-31)

Πολλοὶ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου, δὲν πιστεύουν στὴ μετὰ θάνατο ζωή. Λένε «Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος ἐδῶ καὶ ἡ Κόλαση», ἀκόμη «Ποιὸς γύρισε μετὰ τὸ θάνατό του στὴ ζωὴ νὰ μᾶς βεβαιώσει τί γίνεται, ὅταν πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι;» Καὶ ἀφοῦ δέχονται ὅτι ἡ τελευταία τους κατοικία εἶναι ὁ τάφος τους, λένε «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριο γὰρ ἀποθνήσκομεν».
Ὅμως, ὁ Χριστὸς πολλὲς φορὲς στὸ Εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γι’ αὐτὲς τὶς μεγάλες ἀλήθειες. Ἰδιαίτερα βέβαια μὲ τὴ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο ἀκούσαμε, μᾶς ἀποκαλύπτει μὲ σαφήνεια ὅτι ὑπάρχει ζωὴ μετὰ τὸ θάνατο, ὅτι ὑπάρχει καὶ Κόλαση καὶ Παράδεισος. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ Παράδεισος, δηλαδὴ ἡ αἰώνια ζωὴ μέσα στὴν παρουσία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅπου οἱ δίκαιοι θὰ βλέπουν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ γεμάτο δόξα καὶ λαμπρότητα. Οἱ ἴδιοι θὰ λάμπουν «ὡς ὁ ἥλιος», συντροφιὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς προφῆτες, τοὺς μάρτυρες, τοὺς Ἁγίους, τὴν Παναγία μας μέσα σὲ μία ἀτέλειωτη εὐτυχία, χαρὰ καὶ μακαριότητα. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ Κόλαση, ἕνας τρόπος ζωῆς μὲ ψυχικὴ ὀδύνη, ἕνα αἰώνιο μαρτύριο. Ὅποιος βρεθεῖ ἐκεῖ ζεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὡς φωτιὰ ποὺ κατακαίει καὶ δὲ σβήνει ποτέ. Ζεῖ καὶ βασανίζεται ἀπὸ τὴν ἔνοχη συνείδησή του.
Πῶς ὅμως καθορίζεται ἡ κατάσταση στὴν ὁποία θὰ βρεθοῦμε μετὰ τὸ θάνατο; Καθορίζεται ἀπόλυτα καὶ μόνο ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἂν ζοῦμε μία ζωὴ ἀτομικιστικὴ καὶ ὑλιστική, ἂν ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ δὲ μετανοοῦμε, τότε θὰ ἔχουμε τὴν ἴδια τύχη μὲ τὸν πλούσιό της παραβολῆς. Πῶς ἔζησε ἐδῶ στὴ γῆ ὁ πλούσιος; Εἶχε ἀφθονία ὑλικῶν ἀγαθῶν, ντυνόταν μὲ βασιλικὰ ἐνδύματα, τρωγόπινε καὶ καλοπερνοῦσε κάθε μέρα μέσα σὲ μεγάλη πολυτέλεια καὶ σπατάλη. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε καὶ μία εὐκαιρία ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του, τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἦταν πράγματι μία εὐκαιρία νὰ κάνει τὸ καλό, νὰ εὐσπλαχνιστεῖ τὸ Λάζαρο, νὰ τοῦ δώσει νὰ φάει, νὰ τοῦ φερθεῖ μὲ ἀγάπη καὶ καλοσύνη. Παρόλο ποὺ δὲν τοῦ ἔκανε κακὸ καὶ δὲν τὸν καταδίωκε, τὸν ἀγνοοῦσε καὶ ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν κατάστασή του. Ὁ πλούσιος ζοῦσε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὴ ἡ ἔλλειψη συμπάθειας καὶ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὸν ἄλλον, γιὰ τὸν πλησίον μας, εἶναι ποὺ ἀνοίγει τὸ χάσμα μεταξύ του ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ χάσμα μᾶς συνοδεύει καὶ στὴ μετὰ θάνατον ζωή.
Ἂν ὅμως ἀγωνιζόμαστε νὰ ζήσουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ἂν ζητοῦμε ταπεινὰ τὸ ἔλεός Του καὶ ὑπομένουμε μὲ πίστη τὰ δεινὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὅπως ὁ Λάζαρος, τότε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε τὴν αἰώνια χαρὰ καὶ εὐτυχία. Πῶς ἔζησε ὁ Λάζαρος τὴν ἐπίγεια ζωή του; Ὄχι μόνο δὲν ἀπόλαυσε, ἀλλὰ στερήθηκε τὰ πάντα, περίμενε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου γιὰ νὰ χορτάσει τὴν πείνα του. Μόνο τὰ σκυλιὰ εἶχε κοντά του ποὺ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Ὑπέφερε ἀλλὰ δὲ φαινόταν νὰ γογγύζει, δὲν τὰ ἔβαζε μὲ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν κατάστασή του, οὔτε κατηγοροῦσε τὸν πλούσιο. Ὑπέφερε καὶ ὑπέμεινε χωρὶς νὰ παραπονιέται, στερήθηκε ἀλλὰ ζοῦσε μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό.
Τελείωσε καὶ γιὰ τοὺς δύο ἡ ζωή, συνεχίζει ὁ Κύριος στὴν παραβολή Του. Ἦλθε ὁ θάνατος καὶ τὰ πάντα ἄλλαξαν. Τελείωσαν οἱ ἀπολαύσεις καὶ τὰ ξεφαντώματα γιὰ τὸν πλούσιο, τελείωσαν καὶ οἱ ταλαιπωρίες γιὰ τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ πῆραν τὴν ψυχὴ τοῦ Λαζάρου καὶ τὴν πῆγαν στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἦταν ὁ πλουσιότερος, ὁ δικαιότερος, ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ φιλόξενος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κάποιοι ἄλλοι ἄγγελοι πῆραν καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ πλουσίου καὶ τὴν ὁδήγησαν σὲ ἄλλο τόπο, σκοτεινὸ καὶ μαῦρο. Ἔβλεπε ὅμως ἀπὸ ἐκεῖ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸ Λάζαρο, ποὺ πρῶτα δὲν τὸν ἔβλεπε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐδῶ ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Χριστοῦ μᾶς βεβαιώνει πὼς οἱ ψυχὲς μετὰ τὸ σωματικὸ θάνατο ζοῦν καὶ αἰσθάνονται τὴν κατάστασή τους. Ὁ πλούσιος ζώντας τὴν ἀπόλυτη ἀντίθεση καὶ σκεπτόμενος πὼς τότε εἶχε ἀφθονία ἀγαθῶν, πὼς τότε γλεντοῦσε ὅσο πιὸ καλὰ μποροῦσε, ἐνῶ τώρα τὰ ἔχει χάσει ὅλα στὸν τόπο τῆς βασάνου, ζητάει βοήθεια ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. «Πάτερ Ἀβραὰμ λυπήσου με, στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βρέξει λίγο τὸ δάχτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὰ χείλη μου, γιατί καίγομαι ἐν τὴ φλογὶ ταύτη.» Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἐπίγεια ζωή του στὴν ὁποία ἀπόλαυσε τὰ πάντα καὶ τώρα ὑποφέρει, ἐνῶ ὁ Λάζαρος βασανίστηκε τότε καὶ τώρα παρηγορεῖται. Ὑπάρχει καὶ τὸ χάσμα μεταξὺ Κολάσεως καὶ Παραδείσου ποὺ δὲν ἐπιτρέπει τὴν ἀλλαγὴ τῆς κατάστασης. Θυμᾶται τώρα ὁ πλούσιος τούς δικούς του καὶ ζητάει νὰ σταλεῖ ὁ Λάζαρος στὴ γῆ, νὰ πειστοῦν καὶ νὰ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς τὰ πέντε ἀδέρφια του. Ὅμως, ὅποιος δὲν πιστεύει στὸ κήρυγμα τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν καὶ σήμερα ὅποιος δὲν πιστεύει στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἀνάστασή Του καὶ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, αὐτὸς δὲ θὰ πιστέψει ἔστω κι ἂν κάποιος γυρίσει ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο.
Φαίνεται καθαρά, ἀγαπητοί μου ἀδερφοί, ἀπὸ τὴ σημερινὴ παραβολὴ ὅτι τὸ αἰώνιο μέλλον μας, ἡ Κόλαση ἢ ὁ Παράδεισος κρίνεται ἀπὸ τὴ σύντομη καὶ πρόσκαιρη ἐπίγεια ζωή μας. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ποῦ θὰ βρεθοῦμε. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ: « Ἄρα οὒν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας», δηλαδή, ὅσο ζοῦμε καὶ ἔχουμε καιρὸ ἂς κάνουμε τὸ καλὸ πρὸς ὅλους γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν κόλαση καὶ νὰ κερδίσουμε τὸν παράδεισο. Ἀμήν.


Π.Κ

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής 5-11-2017


ΠΡΟΣ ΓΑΛΑΤΑΣ Ϛ´ 11 - 18
11 Ἴδετε πηλίκοις ὑμῖν γράμμασιν ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί. 12 ὅσοι θέλουσιν εὐπροσωπῆσαι ἐν σαρκί, οὗτοι ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, μόνον ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκωνται. 13 οὐδὲ γὰρ οἱ περιτετμημένοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν, ἀλλὰ θέλουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι, ἵνα ἐν τῇ ὑμετέρᾳ σαρκὶ καυχήσωνται. 14 Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ. 15 ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις. 16 καὶ ὅσοι τῷ κανόνι τούτῳ στοιχήσουσιν, εἰρήνη ἐπ’ αὐτοὺς καὶ ἔλεος, καὶ ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ τοῦ Θεοῦ. 17 Τοῦ λοιποῦ κόπους μοι μηδεὶς παρεχέτω· ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω. 18 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν, ἀδελφοί· ἀμήν.

  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα

 11 Ιδέτε με πόσην λεπτομέρειαν και σαφήνειαν σας έγραψα με το ίδιό μου το χέρι. 12 Οσοι θέλουν να φανούν ευπρόσωποι και να αρέσουν στους ανθρώπους του κόσμου δια πράγματα, που αναφέρονται εις την σάρκα, αυτοί σας πειθαναγκάζουν να περιτέμνεσθε, όχι από πεποίθησιν εις την αξίαν της περιτομής, αλλά μόνον και μόνον δια να μη καταδιώκωνται από τους Εβραίους εξ αιτίας του κηρύγματος περί του σταυρού του Χριστού. 13 Αυτό δε αποδεικνύεται και από το γεγονός, ότι ούτε αυτοί οι περιτμημένοι δεν τηρούν τον Νομον του Μωϋσέως, αλλά θέλουν να περιτέμνεσθε σεις, δια να καυχώνται αυτοί εις την ιδικήν σας σάρκα, ότι δηλαδή σας έπεισαν να δεχθήτε την σαρκικήν περιτομήν. 14 Μη γένοιτο δε ποτέ να καυχηθώ εγώ δια τίποτε άλλο, παρά μόνον δια τον σταυρικόν θάνατον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου έχει πλέον σταυρωθή και νεκρωθή ως προς εμέ ο κόσμος, όπως και εγώ, χάρις στον σταυρόν του Κυρίου, έχω σταυρωθή και νεκρωθή δια τον κόσμον. 15 Διότι εις την νέαν κατάστασιν της σωτηρίας και της πνευματικής ζωής, που προσφέρει ο Χριστός, ούτε η περιτομή έχει καμμίαν ισχύν ούτε η ακροβυστία, αλλ' ισχύει η νέα πνευματική δημιουργία και αναγέννησις, που παρέχεται από τον Χριστόν. 16 Και όσοι θα ακολουθήσουν αυτόν τον κανόνα και θα πορευθούν σύμφωνα με την διδασκαλίαν του Χριστού, θα έχουν ειρήνην και έλεος από τον Θεόν, όπως γενικώτερα θα έχη ειρήνην και έλεος ο νέος Ισραήλ της χάριτος, ο χριστιανικός λαός του Θεού. 17 Εις το εξής να μη με βάζη κανείς εις κόπους και ενοχλήσεις δια τα ζητήματα, που αναφέρονται εις την περιτομήν και τας άλλας τυπικάς διατάξστου μωσαϊκού Νομου. Πεισθήτε εις αυτά που σας λέγω, διότι εγώ βαστάζω επάνω στο σώμά μου τα σημάδια των πληγών, που υπέστην δια τον Κυριον, και αυτά μαρτυρούν την αγνήν πίστιν μου προς τον Χριστόν και την φιλαλήθειάν μου. 18 Αδελφοί, η χάρις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είθε να είναι πάντοτε με το πνεύμα σας και να σας ενισχύη συνεχώς εις την πνευματικήν σας ζωήν και πρόοδον. Αμήν.

05/11/2017 - Ε' Λουκᾶ (Ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου).

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙϚ´ 19 - 31
19 Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἐπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα

 
19 Ειδικώτερα δε δια τον πλούτον ακούσατε και αυτήν την παραβολήν· Ενας άνθρωπος ήτο πλούσιος και εφορούσε κόκκινον πανάκριβον ένδυμα και λευκόν, λινόν πολυτελή χιτώνα. Και κάθε ημέρα ηυφραίνετο με πολυδάπανα λαμπρά συμπόσια. 20 Εζούσε δε τότε και κάποιος πτωχός ονάματι Λαζαρος, ο όποιος ήτο παραπεταμένος κοντά εις την μεγάλην εξώπορτα του πλουσίου, γεμάτος από πληγάς. 21 Και αυτός επιθυμούσε να χορτάση την πείνα του από τα ψίχουλα, που έπιπταν από το τραπέζι του πλουσίου. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι σκύλοι έγλειφαν τας πληγάς του γυμνού σχεδόν σώματός του. 22 Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να μεταφερθή από τους αγγέλους εις τας αγκάλας του Αβραάμ, στον παράδεισον δηλαδή όπου ο Αβραάμ μαζή με τους δικαίους αναπαύονται και ευφραίνονται. Επέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη με πολλήν μεγαλοπρέπειαν. Η ψυχή του όμως κατέβηκε στον Αδην. 23 Και στον Αδην όπου εβασανίζετο, εσήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ από μακρυά και τον Λαζαρον εις τας αγκάλας του. 24 Και αυτός, που τόσην αδιαφορίαν και σκληρότητα είχε δείξει, όταν ζούσε εις την γην, εφώναξε τώρα και είπε· Πατερ Αβραάμ, σπλαγχνίσου με και στείλε τον Λαζαρον να βρέξη την άκρη από το δάκτυλο του στο νερό και να δροσίση την γλώσσαν μου, διότι πονώ φοβερά μέσα εις την βασανιστικήν αυτήν φλόγα του Αδου. 25 Είπε δε ο Αβραάμ· Τεκνον, θυμήσου, ότι συ απήλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου εις την ζωήν σου και ο Λαζαρος ομοίως εδοκίμασε τα κακά της φτώχειας και της ασθενείας. Τωρα δε αυτός εδώ παρηγορείται και ευφραίνετε δια την υπομονήν, που έδειξε στον καιρόν της θλίψεώς του, συ δε κατά λόγον δικαιοσύνης βασανίζεσαι δια την φιλαυτίαν σου και την σκληρότητα της καρδίας σου. 26 Και επί πλέον μεταξύ του τόπου, που είμεθα ημείς, και του τόπου που είσθε σεις, έχει στηριχθή μέγα και ανυπέρβλητον χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ εις σας να μη ημπορούν ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην ημπορούν να περάσουν προς ημάς. 27 Είπε δε ο πλούσιος· Τοτε σε παρακαλώ, πάτερ, να στείλης τον Λαζαρον στο πατρικό μου σπίτι, 28 διότι έχω εκεί πέντε αδελφούς, στείλε τον να τους διαβεβαιώση δι' αυτά που συμβαίνουν εδώ, ώστε να μη καταντήσουν και αυτοί στον τόπον τούτον των βασάνων. 29 Λεγει εις αυτόν ο Αβραάμ· Εχουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας· ας ακούσουν αυτών τας μαρτυρίας. 30 Εκείνος δε είπε· όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα προσέξουν την μαρτυρίαν του Μωϋσέως και των προφητών. Αλλά εάν κανείς από τους πεθαμένους υπάγη προς αυτούς, θα μετανοήσουν. 31 Είπε δε εις αυτόν ο Αβραάμ· εάν δεν ακούσουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθή κάποιος εκ νεκρών”. (Οταν λείπη η καλή διάθεσις ούτε και το μεγαλύτερον θαύμα ημπορεί να οδηγήση εις πίστιν και μετάνοιαν).