Ἰουλίττα σύναθλος υἱῷ Κηρύκῳ, Ἡ λαιμότμητος τῷ κάραν τεθλασμένῳ, Πέμπτῃ. Πέμπτῃ Ἰουλίτταν δεκάτῃ τάμον, υἷα δ' ἔαξαν. | |
Βιογραφία Η Αγία Ιουλίτα, έζησε κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Επειδή όμως τότε κυριαρχούσε ο διωγμός κατά των χριστιανών, πήρε το γιο της τον Κήρυκο και πήγε στην Σελεύκεια και στην συνέχεια στην Ταρσό. Στην Ταρσό συνελήφθη από τον ηγεμόνα ,τον Αλέξανδρο, ο οποίος την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια μπροστά στο παιδί της. Στην συνέχεια προσπάθησε να φέρει με το μέρος του τον μικρό. το παιδάκι όμως δεν δεχόταν και μάλιστα αφού επικαλέστηκε το όνομα του Χριστού, έδωσε μία δυνατή κλωτσιά στην κοιλιά του ηγεμόνα. Αυτός εξοργίστηκε τόσο πού το πέταξε από τα σκαλιά σπάζοντας το κρανίο του μικρού Κήρυκου. Μ' αυτόν τον τρόπο έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου ο μικρός Κήρυκος. Η δε μητέρα του μετά από λίγο, αφού υπεβλήθη σε πολλά και φρικτά βασανιστήρια, παρέδωσε το πνεύμα της στον Χριστό. | |
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ. Ἡ καλλιμάρτυς τοῦ Χρίστου Ἰουλίττα, σὺν τριετεῖ ἀμνῶ αὐτῆς τῷ Κηρύκῳ, δικαστοὺ πρὸ βήματος παρέστησαν φαιδρῶς, εὔτολμοι κηρύττοντες. τὴν χριστώνυμον κλῆσιν, ἄμφω μὴ πτοούμενοι, ἀπειλᾶς τῶν τυρράνων καὶ στεφηφόροι νῦν ἐν οὐρανοίς, ἀγαλλιώνται. Χριστῷ παριστάμενοι. |
Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011
ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΗΡΥΚΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑΣ 15 Ιουλίου
Την τροφήν αυτών
στον γέροντα Παΐσιο
Μέρα γεμάτη γλυκασμό αγιορείτικο
κι αδρή αφή σε κομποσχοίνι μάλλινο
Όλ΄η πλαγιά ησύχαζε κάτω απ ΄τον ήλιο.
ακόμη κι ένα φύλλο τής λεφτοκαρυάς αν έπεφτε,
ή του φιδιού το πέρασμα επάνω στη φρυγμένη
πέτρα ή ανάμεσα στα κίτρινα χορτάρια.
Ο Γέροντας μάς είδε πριν να φτάσουμε
κ΄είπε τα ονόματα μας δίχως να μάς ξέρει.
Καθήσαμε στον ήσκιο ενός δέντρου
και θαμπωμένοι τον κοιτούσαμε.
Μιλούσε ήρεμα κι απλά.Η αγιότητα
γλύκαινε κάθε λόγο του πριν έρθει
να κατοικήσει μέσα μας. Και όταν
άρχισαν να έρχονται στα πόδια και στα χέρια του
ζητώντας του τροφή ένας αητός, μια γάτα , ένα φίδι,
τούς είπε ήσυχα: «πηγαίνετε Αβεσσαλώμ και Μάρθα,
κι εσύ Αρμαγεδδών τώρα έχουμε φίλους.
Σε λίγο , σαν τελειώσουμε, θα σάς φωνάξω».
Όταν ο υποτακτικός μάς έφερε το κέρασμα
κ ΄είπε πως θα ΄ναι ώρα εσπερινού σε λίγο,
ο γέροντας πήρε να ψάλλει: «πάντα
προς σε προσδοκώσι δούναι
την τροφήν αυτών, δόντος σου αυτοίς συλλέξουσι».
Και αμέσως έφτασαν
ο Αβεσσαλώμ, η Μάρθα, κι ο Αρμαγεδδών
να εκζητήσουν απ ΄το άγιο χέρι την τροφή τους,
ενώ εμείς ετοιμαζόμασταν να ψάλουμε
τ΄Ανοιξαντάρια και το Κύριε εκέκραξα...
(Π.Πάσχος-Πικρό Ψαλτήρι, εκδ.Ακρίτας , Αθήνα 1983, σσ 68-69)
Η δύναμη του Σταυρού
Απο τις διδαχές του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού
Θέλετε ν’ ακούσετε και άλλο διά τον σταυρόν, πώς δεν ενεργεί, όταν είναι μολυσμένο το χέρι από αμαρτίας;
Ήτο ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Ιουλιανός αναγνώστης, όστις εσπούδασε γράμματα με τον Μέγαν Βασίλειον, ο οποίος ηθέλησε να γίνη βασιλεύς. Πηγαίνει λοιπόν και ευρίσκει έναν μάγον Εβραίον και του λέγει : είσαι καλός να με κάμης βασιλέα και να σε κάμω βεζίρη; Του λέγει ο μάγος : Αρνήσου τον Χριστόν, και εγώ να σε κάμω. Λέγει του ο Ιουλιανός : Τον αρνούμαι. Τότε κάμνει ένα γράμμα ο μάγος και του λέγει : Πάρε τούτο το χαρτί και πήγαινε εις ένα μνήμα ελληνικό και ρίψε το υψηλά και θα έλθουν δαίμονες • και ότι σου κάμνουν μη φοβηθής και να μη κάμης τον σταυρόν σου, διότι θα φύγουν. Επήγεν ο Ιουλιανός εις το μνήμα και ρίχνοντας το χαρτί ήλθαν οι δαίμονες. Αυτός φοβηθείς και κάμνοντας τον σταυρόν του έφυγον οι δαίμονες. Πηγαίνει ευθύς εις τον μάγον και του λέγει τα γενόμενα. Τότε του λέγει ο μάγος : Πήγαινε να σφάξης ένα παιδί και να μου φέρεις την καρδιά του. Επήγε και έσφαξε το παιδί και του έφερε την καρδιά. Τότε κράζει πάλιν τους δαίμονας ο μάγος. Αυτός πάλι από τον φόβον του έκαμε τον σταυρόν • αλλ’ οι δαίμονες δεν εφοβήθησαν, διότι ήτο μολυσμένος από τον φόνο. Έτσι έκαμε το θέλημά του και εβασίλευσε δύο χρόνους και επήγεν εις την κόλασιν να καίεται πάντοτε. Πρέπει και ημείς να είμεθα καθαροί από αμαρτίας, και τότε φεύγει ο διάβολος.
Θέλετε ν’ ακούσετε και άλλο διά τον σταυρόν, πώς δεν ενεργεί, όταν είναι μολυσμένο το χέρι από αμαρτίας;
Ήτο ένας άνθρωπος ονομαζόμενος Ιουλιανός αναγνώστης, όστις εσπούδασε γράμματα με τον Μέγαν Βασίλειον, ο οποίος ηθέλησε να γίνη βασιλεύς. Πηγαίνει λοιπόν και ευρίσκει έναν μάγον Εβραίον και του λέγει : είσαι καλός να με κάμης βασιλέα και να σε κάμω βεζίρη; Του λέγει ο μάγος : Αρνήσου τον Χριστόν, και εγώ να σε κάμω. Λέγει του ο Ιουλιανός : Τον αρνούμαι. Τότε κάμνει ένα γράμμα ο μάγος και του λέγει : Πάρε τούτο το χαρτί και πήγαινε εις ένα μνήμα ελληνικό και ρίψε το υψηλά και θα έλθουν δαίμονες • και ότι σου κάμνουν μη φοβηθής και να μη κάμης τον σταυρόν σου, διότι θα φύγουν. Επήγεν ο Ιουλιανός εις το μνήμα και ρίχνοντας το χαρτί ήλθαν οι δαίμονες. Αυτός φοβηθείς και κάμνοντας τον σταυρόν του έφυγον οι δαίμονες. Πηγαίνει ευθύς εις τον μάγον και του λέγει τα γενόμενα. Τότε του λέγει ο μάγος : Πήγαινε να σφάξης ένα παιδί και να μου φέρεις την καρδιά του. Επήγε και έσφαξε το παιδί και του έφερε την καρδιά. Τότε κράζει πάλιν τους δαίμονας ο μάγος. Αυτός πάλι από τον φόβον του έκαμε τον σταυρόν • αλλ’ οι δαίμονες δεν εφοβήθησαν, διότι ήτο μολυσμένος από τον φόνο. Έτσι έκαμε το θέλημά του και εβασίλευσε δύο χρόνους και επήγεν εις την κόλασιν να καίεται πάντοτε. Πρέπει και ημείς να είμεθα καθαροί από αμαρτίας, και τότε φεύγει ο διάβολος.
Ο Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις
Πλην σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος,
μέσα στης γης τα φοβερά τα βάθη,
συντροφευμένος μ' Έλληνας αθέους,
κ' είδε με δόξαις και μεγάλα φώτα
να βγαίνουν άϋλαις μορφαίς εμπρός του,
φοβήθηκε για μια στιγμήν ο νέος,
κ' ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων
επέστρεψε, κ' έκαμε τον σταυρό του.
Αμέσως η Μορφαίς αφανισθήκαν·
η δόξαις χάθηκαν - σβύσαν τα φώτα.
Οι Έλληνες εκρυφοκυτταχθήκαν.
Κι' ο νέος είπεν· «Είδατε το θαύμα;
Αγαπητοί μου σύντροφοι, φοβούμαι.
Φοβούμαι, φίλοι μου, θέλω να φύγω.
Δεν βλέπετε πως χάθηκαν αμέσως
οι δαίμονες σαν μ' είδανε να κάνω
το σχήμα του σταυρού το αγιασμένο;»
Οι Έλληνες εκάγχασαν μεγάλα·
«Ντροπή, ντροπή να λες αυτά τα λόγια
σε μας τους σοφιστάς και φιλοσόφους.
Τέτοια σαν θες εις τον Νικομηδείας
και στους παππάδες του μπορείς να λες.
Της ένδοξης Ελλάδος μας εμπρός σου
οι μεγαλείτεροι θεοί φανήκαν.
Κι' αν φύγανε να μη νομίζης διόλου
που φοβηθήκαν μια χειρονομία.
Μονάχα σαν σε είδανε να κάνης
το ποταπότατον, αγροίκον σχήμα
συχάθηκεν η ευγενής των φύσις
και φύγανε και σε περιφρονήσαν».
Έτσι τον είπανε κι' από τον φόβο
τον ιερόν και τον ευλογημένον
συνήλθεν ο ανόητος, κ' επείσθη
με των Ελλήνων τ' άθεα τα λόγια.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
μέσα στης γης τα φοβερά τα βάθη,
συντροφευμένος μ' Έλληνας αθέους,
κ' είδε με δόξαις και μεγάλα φώτα
να βγαίνουν άϋλαις μορφαίς εμπρός του,
φοβήθηκε για μια στιγμήν ο νέος,
κ' ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων
επέστρεψε, κ' έκαμε τον σταυρό του.
Αμέσως η Μορφαίς αφανισθήκαν·
η δόξαις χάθηκαν - σβύσαν τα φώτα.
Οι Έλληνες εκρυφοκυτταχθήκαν.
Κι' ο νέος είπεν· «Είδατε το θαύμα;
Αγαπητοί μου σύντροφοι, φοβούμαι.
Φοβούμαι, φίλοι μου, θέλω να φύγω.
Δεν βλέπετε πως χάθηκαν αμέσως
οι δαίμονες σαν μ' είδανε να κάνω
το σχήμα του σταυρού το αγιασμένο;»
Οι Έλληνες εκάγχασαν μεγάλα·
«Ντροπή, ντροπή να λες αυτά τα λόγια
σε μας τους σοφιστάς και φιλοσόφους.
Τέτοια σαν θες εις τον Νικομηδείας
και στους παππάδες του μπορείς να λες.
Της ένδοξης Ελλάδος μας εμπρός σου
οι μεγαλείτεροι θεοί φανήκαν.
Κι' αν φύγανε να μη νομίζης διόλου
που φοβηθήκαν μια χειρονομία.
Μονάχα σαν σε είδανε να κάνης
το ποταπότατον, αγροίκον σχήμα
συχάθηκεν η ευγενής των φύσις
και φύγανε και σε περιφρονήσαν».
Έτσι τον είπανε κι' από τον φόβο
τον ιερόν και τον ευλογημένον
συνήλθεν ο ανόητος, κ' επείσθη
με των Ελλήνων τ' άθεα τα λόγια.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)