Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Περί του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου​, ταπεινή προσωπική κατάθεσις


Του Πρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Καλλιανού

Στον παπά-Διονύσιο Τάτση και στον Γέροντα Μωϋση τον Αγιορείτη, ευχαριστία

Τον Γέροντα Παίσιο είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω από δύο αδελφούς και Πατέρες. Τον όσιο-λογιώτατο Μοναχό και λόγιο Αγιορείτη, τον π. Μωϋση, στου οποίου τη φιλόξενη καλύβη, την κειμένη απέναντι από την καλύβη του Όσίου Γέροντος, πάλιν και πολλάκις είχα αβραμιαίως φιλοξενηθεί, και από τον ακρίτα ιεροδιδάσκαλο και λόγιο, τον π. Διονύσιο Τάτση, ύστερα από τη μελέτη του θαυμάσιου βιβλίου του, «Αθωνικό Ημερολόγιο». Και λέω ότι τον γνώρισα, γιατί αυτοί οι δύο αδελφοί με προέτρεψαν να τον επισκεφθώ, τόσο με τον γαλήνιο και πειστικό λόγο του ό πρώτος, όσο και με τα γραφόμενά του ό δεύτερος.
Οί ημέρες κατά τις οποίες επισκέφθηκα τον Γέροντα ήταν και τις δύο φορές θερινές, κάπου σιμά στις αρχές του Σεπτεμβρίου, την πρώτη φορά, και στις αρχές Ιουλίου ή επομένη, σε ώρες απομεσήμερες, δροσερές. Το σημειώνω δε αυτό, γιατί θέλω να θυμίσω στον αναγνώστη μου καί, στον πιο τακτικό από τον υποφαινόμενο, επισκέπτη του Γέροντα, εκείνο το απέριττο, αλλά τόσο ελκυστικό «υπαίθριο αρχονταρίκι».
Ό καλός Γέρων Μωυσής μου έδειξε το μονοπάτι, πού κατέβαινε από την καλύβη του προς το χείμαρρο, τον όποιο περνούσες με μία λιτή ξύλινη γέφυρα. Μετά ανηφόριζες κι έφτανες στο συρματοπλεγμένο χώρο της Παναγούδας.
Ή απόσταση ήταν σχετικά μικρή, ή αγωνία μονάχα μεγάλωνε, καθώς . τα προβλήματα πού πίεζαν εκείνες τις μέρες την ψυχή είχαν σχηματίσει μέσα μου ένα περίεργο κουβάρι, πού εξάπαντος ήθελε ξεμπέρδεμα.
Στο δρόμο θυμόμουν τα όσα είχε γράψει ό παπα – Διονύσιος στο «Ημερολόγιο», το όποιο μάλιστα είχα διαβάσει στην Χαλκίδα, όπου με συντρόφευε ένα χειμωνιάτικο βράδυ καί, για να πω την αλήθεια, μου ξαπόστασε πολύ την ψυχή, αλλά και μου κίνησε την περιέργεια, ώστε, όταν βρεθώ στο Όρος, να πάω να συναντήσω τον Γέροντα. Όπως έγινε με τη Βοήθεια της Παναγίας και την προτροπή του Γέροντος Μωϋση. Πόσο τον ευγνωμονώ, αυτόν τον φιλότιμο Μοναχό!
Ή πρώτη αυτή επίσκεψη, επίσκεψη γνωριμίας, μου έδωσε την εντύπωση πώς τον Γέροντα τον γνώριζα πολλά χρόνια. Απλός, καταδεκτικός, χωρίς σιδερωμένο ζωστικό και επιτηδευμένο ύφος ακούει ότι του λες και χαμογελά. Όχι, δεν είναι το χαμόγελο του φτιασιδωμένο ή «προετοιμασμένο», ούτε φορά τη μάσκα της ειρωνείας ή του καθωσπρεπισμού του κόσμου, ώστε να σε φέρει σε αδιέξοδο και να εκτραπεί ή κουβέντα. Ό Γέροντας ομιλεί ως το μικρό παιδί ήσυχα, παραμυθητικά, στέρεα και πιο πολύ οικεία. Γίνεται ό δικός σου άνθρωπος αμέσως, καταργώντας σε ελάχιστο χρόνο τις χαώδεις αποστάσεις. Γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια της κουβέντας του ανοίγεσαι. Και με το άνοιγμα αυτό παρατηρείς ότι γίνεσαι ξαφνικά ό προσεκτικός ερευνητής της ψυχής σου, στην οποία, στη συνέχεια, οδηγείς μέσα της τον Γέροντα, δείχνοντας του τις σκοτεινές πλευρές της, αλλά και τα γρανιτώδη εμπόδια, ώστε να εισέλθει το φως του Θεού και να τα καταυγάσει όλα. Εκείνος ακούει προσεκτικά, παίζει στα χέρια του κάποιο αντικείμενο και σε ανύποπτο χρόνο, όταν ανεβαίνει το θερμόμετρο της ψυχοσωματικής κόπωσης, σε διακόπτει. Ξέρει γιατί. Για ν’ αποφορτίσει τη συζήτηση. Για να πάρεις νέο οξυγόνο στα πνευμόνια σου, να λαμπικαριστεί ό εγκέφαλος και να βρει ή καρδιά σου το χαμένο της μονοπάτι της παραμυθίας και της ειρήνης.
Όμως, πολύ μάκρυνε ό θεωρητικός μου λόγος κι ίσως να μη προφτάσω να καταθέσω τις προσωπικές μου εμπειρίες, τις οποίες έχω καταγράψει στο σημειωματάριο μου και τώρα τις προσφέρω, κατά το δυνατόν επεξεργασμένες. Χωρίς φυσικά να διεκδικώ τίποτε περισσότερο από τις ευχές και πρεσβείες του Γέροντα.

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 1992. Ώρα 5 απογευματινή. Τα μεγάλα δέντρα σκιάζουν τον τόπο στο υπαίθριο αρχονταρίκι. Ήμαστε αρκετοί και περιμένουμε. Μεταξύ αυτών κι ένας ανώτερος δικαστικός με το γιο του. Είχαν χάσει το δρόμο τους, έπεσαν σε κάποιο μονοπάτι, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ό πατέρας, ό όποιος και περίμενε τη σειρά του, γιατί ό γιος του, πού έπασχε από κάποιο ψυχικό νόσημα μόνο στο πρόσωπο του παππούλη, έτσι έλεγε τον Γέροντα, έβλεπε τον δικό του άνθρωπο. Για αυτό και μόνον εκείνον άκουγε, εκείνον εμπιστευόταν, άπ’ αυτόν περίμενε το λόγο – πυξίδα, για να πλεύσει στου βίου την θάλασσα. Και εκείνος ό καλός πατέρας υπέμενε και περίμενε, αν και τραυματισμένος, αγόγγυστα τη σειρά του, γιατί ήξερε που βρισκόταν και τι ήθελε.

Ή σειρά μου ήλθε υστέρα από ώρα. Νύχτωσε κιόλας. Ίσκιοι μαζεύονταν εκεί γύρω. Όμως, ή καλή συντροφιά των αγνώστων φίλων, ή καλύβη του π. Μωϋσή, πού αντίκριζα πιο πάνω, ή χαριτωμένη μορφή του Γέροντα και γενικά ή εύκατάνυκτη ατμόσφαιρα, εξουδετέρωναν κάθε ανησυχία.

Όταν τού μίλησα για τα προβλήματα, τα οποία με απασχολούσαν στα χέρια του έπαιζε ένα φακό μπαταρίας, καινούργιο και πρωτότυπο. Σε κάποια στιγμή στάθηκε, με κοίταξε και με ύφος φυσικό μου είπε πολύ απλά:
—Τον θέλεις;
—Έχω, Γέροντα, του είπα και του έδειξα τον δικό μου.

Αυτή δε τη διακοπή αργότερα την κατάλαβα, γιατί την είπε. Με αποφόρτισε από την ανχωτική κατάσταση, στην οποία βρισκόμουν. Με άφησε να ηρεμήσω κι αμέσως μου μίλησε λέγοντας περίπου τα έξης: «Οι άνθρωποι, πού έχουν δίκιο θέλουν και καλά και σώνει να έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους. Κι αν δεν τους φτάνει, τότε δεν γυρεύουν τη δικαιοσύνη του Θεού, αλλά πηγαίνουν στα κοσμικά δικαστήρια να τη βρουν. Όποιος δε, μας πειράξει, να μη λέμε ποτέ, “ό Θεός να τον πληρώσει”, γιατί ό Θεός πληρώνει πολύ ακριβά. Απλώς να συγχωρούμε και να μη μιλάμε πολύ. Ό Θεός, σ” εκείνον πού σιωπά, μιλάει περισσότερο και τον ευεργετεί».
Όσον αφορά δε το πρόβλημα μου, για το όποιο τον παρακάλεσα να προσευχηθεί, γιατί βρισκόμουν σε μεγάλη ένταση εκείνον τον καιρό, σύντομα πέρασε και λύθηκε. Το λέω αυτό με βαθύτατη συγκίνηση και το εμφανίζω για πρώτη φορά, μια και το ‘φερε ή περίσταση να γράψω για την όσιακή αύτη μορφή των καιρών μας. Πάντως, κι έτσι λέω να κλείσω μ’ αυτό, στο νου μέχρι σήμερα έμεινε ό σημαδιακός του λόγος «Έ, και να μη σκέφτεσαι πάντα την καταστροφή…». Δεν ήταν τυχαίος ό λόγος εκείνος, ούτε και χωρίς τη σημασία του. Γιατί όσο περνούν τα χρόνια όλο και πιο πολύ διαπιστώνω αυτή μου την ατέλεια, την οποία δεν κρύβω, ωστόσο πασχίζω να υπερβώ βάζοντας στη ζυγαριά της συνείδησης μου τον στερνό το λόγο, πού μου είπε ό Γέροντας, όταν τον συνάντησα τη δεύτερη και τελευταία φορά (Παρασκευή 16 Ιουλίου 1993), για να τον ευχαριστήσω και να του ζητήσω γα ευχηθεί, ώστε να μη σκέφτομαι ή να ενεργώ αρνητικά.

«Υπομονή. Ό Χριστός κάνει τόση υπομονή ακούγοντας τόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων, όπου ό κάθε ένας έχει το παράπονο του. Υπομονή και προσευχή».

Αυτά μου είπε. Αργότερα, όταν έμαθα πώς, την ώρα πού μας παραμυθούσε και ενίσχυε, ήταν βαριά άρρωστος, πραγματικά ντράπηκα. Γιατί κατάλαβα πώς την πραγματική υγεία εκείνος την είχε, καθώς και την αντοχή. Εμείς, μόνο τις δικαιολογίες και τις υπεκφυγές μας κουβαλούσαμε, οι υγιείς άρρωστοι και μπερδεμένοι σε πλήθος μερίμνων.

Με βαθύτατο σεβασμό γονατίζω στον τάφο του και προσεύχομαι, όπως ένα πλήθος φιλόθεων ψυχών, πού περισσώς έλαβαν τις ευεργεσίες του.

Εύχου, Γέροντα, όπως τότε, όπως πάντα… Το ξέρεις πόση ανάγκη το’ χου με…

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ


http://vatopaidi.wordpress.com

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης





Δοξολογία Θεού



Λέει ο Γέροντας στον υποτακτικό: «Εξεγερθέντες του ύπνου προσπίπτομέν Σοι, αγαθέ, και των αγγέλων τον ύμνον βοώμεν Σοι, δυνατέ· άγιος, άγιος» κτλ. «Κουά, κουά, κουά, κουά» τα βατράχια, κοάζουν, πώς λέγεται, ξεχάσαμε και τα ελληνικά τώρα.

-Βρε παιδί μου, λέει, πήγαινε στα βατράχια και πές τα: Α, να σας πω, ο Γέροντας λέει, σταματήστε τώρα γιατί θέλουμε να διαβάσουμε εμείς την ακολουθία.

-Νά 'ναι ευλογημένο, Γέροντα.

Αυτός ήταν υποτακτικός! Βλέπεις; Δεν είπε, «ε, Γέροντα, τα βατράχια θα πάω να πω εγώ;» Όχι υπακοή.

-Ακούστε εδώ, βατράχια, είπε ο Γέροντας να σταματήσετε τώρα, γιατί θέλουμε να διαβάσουμε εμείς την ακολουθία.

Μίλησε το βατράχι εκεί! Λέει:

-Πες του Γέροντα, τώρα τελειώνουμε κι εμείς την δοξολογία του Θεού και θα πάμε κι εμείς να ξεκουραστούμε.

Και τα βατράχια υμνολογούν το Θεό! Όλη η φύση, να πούμε, υμνολογεί, δοξολογεί τον Θεό, και κατά την καθαρότητά μας ακούμε κι εμείς αυτήν τη μυστική δοξολογία, τη μυστική, την άφωνο υμνολογία που κάνουνε και οι πέτρες ακόμη. Αυτό πώς το λένε, κάτι στίχους που έχει η μεγάλη δοξολογία, δεν ξέρω πώς τα λένε, γιατί εγώ έχω χρόνια να πάω πάνω στην ακολουθία.

Μοναχοί: Πυρ, χάλαζα, χιών, πνεύμα καταιγίδος...

Γεροντας: Πυρ, χάλαζα, πυρ καταιγίδος κτλ., όλα, τότε αρχίζει η μεγάλη δοξολογία. Βλέπετε; Και τα όρη και τα βουνά και τα δέντρα και η θάλασσα και τα ψάρια, όλα υμνολογούν τον Θεό. Αλλά εμείς, επειδή έχουμε αμαυρώσει, δηλαδή, το νοερόν της ψυχής μας, γι' αυτό λίγο το καταλαμβάνουμε, λίγο. Όσο καθαρίζεσαι μέσα σου, τόσο και περισσότερο λαμβάνεις έναν φωτισμό, λαμβάνεις μιαν αίσθηση ότι κανένα κτίσμα του Θεού δεν μένει αργό, αλλά όλα δοξολογούν τον Θεό. Και η μύγα και το κουνούπι, και το βόδι και το ζώο, όλα δοξολογούν τον Θεό. Όταν καθαριστείς μέσα σου, θα την δεις αυτήν τη μυστική δοξολογία του Θεού. Όσο καθαρίζεσαι μέσα σου, θα το δεις και λές: Ταλαίπωρε άνθρωπε, εσύ μόνο δεν δοξολογείς τον Θεό. Όλα δοξολογούν τον Θεό!

Κανόνας προσευχής. Οι Ψαλμοί. Το κομποσχοίνι.


ΖΗΤΑΣ κάποιον κανόνα προσευχής. Ναι, είναι καλό να έχουμε έναν τέτοιο κανόνα λόγω της αδυναμίας μας, ώστε αφενός να μην υποκύπτουμε στην οκνηρία και αφετέρου να συγκρατούμε τον ενθουσιασμό μας σε όρια συνετά. Όλοι οι μεγάλοι εργάτες της προσευχής τηρούσαν έναν προσευχητικό κανόνα. Άρχιζαν πάντα με τις καθιερωμένες προσευχές. Αν στη διάρκειά τους κάποια προσευχή ανασκιρτούσε μόνη της από την καρδιά τους, άφηναν τις άλλες και προσεύχονταν μ’ αυτήν. Το ίδιο ας κάνουμε κι εμείς. Οι προκαθορισμένες προσευχές χρειάζονται για να μας βάλουν στο δρόμο της προσευχής. Δίχως αυτές, δε θα ξέραμε καν πώς να προσευχηθούμε και θα μέναμε μακριά από τον Θεό.
Δεν χρειάζεται , πάντως , να χρησιμοποιεί κανείς όλες τις προσευχές που είναι γραμμένες στα διάφορα προσευχητάρια. Είναι προτιμότερο να περιορίζεται σ’ έναν μικρό αριθμό προσευχών, που θα τις κάνει με νου προσεκτικό και θερμή καρδιά, παρά να διαβάζει στα πεταχτά πλήθος προσευχών από βιβλία. Είναι δύσκολο, βλέπεις, να διατηρηθεί αναμμένη η φλόγα του προσευχητικού ζήλου με τη χρήση πολυάριθμων προσευχών.
Νομίζω πως οι ορθρινές και εσπερινές ακολουθίες, που περιέχονται στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας και σε άλλα ορθόδοξα προσευχητάρια, σου φτάνουν. Προσπάθησε μόνο να τις διαβάζεις κάθε φορά με απόλυτη προσοχή και ανάλογα συναισθήματα. Για να το κατορθώσεις ευκολότερα, αφιέρωσε λίγο από τον ελεύθερο χρόνο σου σε σχετική προετοιμασία. Διάβασε όλες τις προσευχές, μιά-μιά ξεχωριστά. Μελέτησέ τες, κατανόησέ τες, βίωσέ τες. Έτσι, όταν θα τις λες την ώρα της προσευχής, θα γνωρίζεις τα ιερά νοήματα και αισθήματα που κλείνουν μέσα τους. Προσευχή δεν είναι η απλή απαγγελία κάποιων προσευχητικών κειμένων, αλλά η αφομοίωση και βίωση του περιεχομένου τους. Η προσευχή πρέπει να βγαίνει από το νου και την καρδιά μας.
Αφού διαβάσεις και βιώσεις τις προσευχές, προσπάθησε να τις απομνημονεύσεις. Έτσι δεν θα χρειάζεται κάθε φορά, πριν προσευχηθείς , να ψάχνεις για Προσευχητάρι και για φως. Όταν θα προσεύχεσαι πάλι, η προσοχή σου δε θα διασπάται από τα αντικείμενα του χώρου. Με κλειστά μάτια, θα διατηρείς ευκολότερα τη νοερή επαφή σου με τον Θεό. Θα το διαπιστώσεις μόνη σου, αν το κάνεις.
Ύστερ’ απ’ αυτή την προετοιμασία, το πρώτο πράγμα που πρέπει να επιδιώκεις, αρχίζοντας την προσευχή, είναι η φύλαξη του νου από την άσκοπη περιπλάνηση και της καρδιάς από την ψυχρότητα. Φρόντισε με κάθε τρόπο να διατηρείς τη νοερή προσοχή και την καρδιακή θέρμη . Κάνε και όσες μετάνοιες μπορείς, λέγοντας παράλληλα την ευχή του Ιησού ή κάποιαν άλλη σύντομη προσευχή. Οι μετάνοιες θα παρατείνουν λίγο τον χρόνο της προσευχής σου, θα αυξήσουν όμως τη δύναμή της. Μετά την καθιερωμένη ορθρινή ακολουθία, να απευθύνεσαι με δικά σου λόγια στον Θεό, ζητώντας Του συγχώρηση για τα αθέλητα ξεστρατίσματα του νου σου και θέτοντας στα χέρια Του τον εαυτό σου.
Στο διάστημα της ημέρας, η μνήμη του Θεού, για την οποία τόσες φορές μιλήσαμε, διατηρείται ανεξάλειπτη με την προσευχή. Θα ήταν, λοιπόν, καλό να αποστήθιζες πέρα από την γνωστή ευχή του Ιησού, ορισμένους Ψαλμούς και να τους έλεγες κάπου-κάπου στη διάρκεια ή σε διαλείμματα της εργασίας σου. Πρόκειται για μια αρχαία χριστιανική συνήθεια, που αναφέρεται και περιλαμβάνεται στους κανόνες των μεγάλων οσίων Παχωμίου και Αντωνίου.
Αφού περάσεις έτσι την ημέρα, κάνε τη βραδινή ακολουθία σου με μεγαλύτερη επιμέλεια και αυτοσυγκέντρωση. Και αφού αναθέσεις πάλι στον Κύριο τον εαυτό σου για το διάστημα της νύχτας, κοιμήσου, ψιθυρίζοντας πάντα την ευχή ή έναν ψαλμό.
Θ’ αναρωτιέσαι ποιους ψαλμούς πρέπει ν’ αποστηθίσεις. Μα εκείνους που κατανύσσουν περισσότερο την καρδιά σου. Εσύ θα κάνεις την επιλογή. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω το «Ελέησόν με ο Θεός» ( Ψαλμός 50) , το «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον» ( Ψαλμός 102 ) και το «Αίνει , η ψυχή μου, τον Κύριον» ( Ψαλμός 145) .Οι δύο τελευταίοι Ψαλμοί περιέχονται στην Ακολουθία των Τυπικών και ψάλλονται στις Λειτουργίες των Κυριακών και των εορτών. Προσθέτω σ’ αυτούς και τους Ψαλμούς της Ακολουθίας της θείας Μεταλήψεως, «Κύριος ποιμαίνει με» ( Ψαλμός 22) , «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» ( Ψαλμός 23) και «Επίστευσα , διό ελάλησα» ( Ψαλμός 115), καθώς και τους Ψαλμούς του Μικρού Αποδείπνου, «Ο Θεός , εις την βοήθειάν μου πρόσχες»
( Ψαλμός 69) και «Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου» ( Ψαλμός 142) . Είναι επίσης, οι Ψαλμοί των Ωρών και άλλοι. Διάβασε το Ψαλτήρι και διάλεξε όποιους προτιμάς.
Όταν, λοιπόν, αποστηθίσεις τους Ψαλμούς της προτιμήσεώς σου, θα είσαι προσευχητικά πάνοπλη. Και κάθε φορά που κάποιος ενοχλητικός λογισμός θα απειλεί το νου και την καρδιά σου, θα τον αποδιώκεις εύκολα, καταφεύγοντας στον Κύριο είτε με την ευχή, είτε μ’ έναν Ψαλμό, ιδιαίτερα τον 69ο , «Ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες».
Να αυτό που ήθελες- έναν κανόνα προσευχής. Θα τονίσω, πάντως, γι’ άλλη μια φορά, ότι δεν πρέπει να απολυτοποιείται ο κανόνας, που είναι όχι αυτοσκοπός, αλλά μέσο κοινωνίας με τον Θεό. Γι’ αυτό, άλλωστε, πέρα από τις καθιερωμένες προσευχές, δεν έχει θεσπιστεί ενιαίος κανόνας προσευχής για όλους τους πιστούς. Σημασία έχει να προσεύχεσαι ουσιαστικά, σωστά, αληθινά. Και αληθινή προσευχή είναι η ν ο ε ρ ή
π α ρ ά σ τ α σ η ε ν ώ π ι ο ν τ ο υ Θ ε ο ύ μ έ σ α σ τ η ν κ α ρ δ ι ά μ ε α φ ο σ ί ω σ η κ α ι ε γ κ ά ρ δ ι α υ π ο τ α γ ή σ ’ Α υ τ ό ν.
Σκέφτηκα να σου προτείνω κάτι: Μπορείς να περιορίσεις τον προσευχητικό κανόνα μόνο σε μετάνοιες με την επανάληψη της ευχής ,του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και σε προσευχή με δικά σου λόγια. Αντί για την ευχή μπορείς, αν προτιμάς, να επαναλαμβάνεις κάποιαν άλλη σύντομη προσευχή, που να εκφράζει τις εσωτερικές του ανάγκες ή δοξολογία και ευχαριστία στον Θεό. Καθόρισε είτε έναν αριθμό ευχών είτε ένα χρονικό διάστημα προσευχής – ή και τα δύο-, ώστε να μην κυριευθείς από την οκνηρία.
Εμείς οι άνθρωποι, βλέπεις, έχουμε μιάν ακατανόητη ιδιομορφία: Όταν καταπιανόμαστε με κάποιαν εξωτερική εργασία, μας φαίνεται πως οι ώρες περνούν σαν λεπτά. Όταν, απεναντίας, προσευχόμαστε, μας φαίνεται πως τα λεπτά περνούν σαν ώρες. Αυτή η ψευδαίσθηση δεν μας βλάπτει, όταν εκτελούμε έναν καθιερωμένο κανόνα, και μάλιστα όταν διαβάζουμε τις ιερές ακολουθίες από τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας. Όταν ,όμως, προσευχόμαστε ελεύθερα, λέγοντας την ευχή ή άλλη μικρή προσευχή, υπάρχει ένας κίνδυνος: Να σταματήσουμε την προσευχή λίγο μετά την έναρξή της, με την απατηλή βεβαιότητα ότι προσευχηθήκαμε για πολύ και ολοκληρώσαμε την ακολουθία μας. Γι’ αυτό οι καλοί εργάτες της προσευχής επινόησαν τα κ ο μ π ο σ χ ο ί ν ι α , που μας προστατεύουν από τον κίνδυνο της αυταπάτης. Το κομποσχοίνι μας χρειάζεται όταν προσευχόμαστε με στερεότυπες επαναλαμβανόμενες ευχές, όχι όταν διαβάζουμε τις προσευχές του Προσευχηταρίου. Να πώς θα το χρησιμοποιείς: Θα το κρατάς στο αριστερό σου χέρι , θα λες μιαν ευχή, λ.χ. “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και θα τραβάς ένα κόμπο με τα δύο δάχτυλα , τον αντίχειρα και τον δείκτη. Θα λες άλλην μιαν ευχή και θα τραβάς άλλον ένα κόμπο. Έτσι θα συνεχίζεις, κάνοντας το σημείο του σταυρού και μια μετάνοια- είτε μικρή είτε μεγάλη, ό,τι προτιμάς- σε κάθε ευχή. Καθόρισε έναν αριθμό ευχών και αντιστοίχων μετανοιών ως καθημερινό κανόνα σου, συνάμα όμως καθόρισε κι έναν ελάχιστο χρόνο προσευχής, για να μην ξεγελιέσαι λέγοντας τις ευχές βιαστικά. Αν κάποτε ασυναίσθητα βιαστείς και τελειώσεις νωρίτερα από τον καθορισμένο χρόνο, συνέχισε τις ευχές και τις μετάνοιες ως τη συμπλήρωσή του.
Σου στέλνω ένα κομποσχοίνι. Δοκίμασέ το!
Διαβάζοντας όσα γράφω σ’ αυτή η την επιστολή, μη νομίσεις ότι θέλω να σε οδηγήσω σε μοναστήρι. Κάθε άλλο. Εγώ, μάλιστα, πρωτάκουσα για την προσευχή με κομποσχοίνι από κάποιον λαϊκό, όχι από μοναχό. Εκτός από τους μοναχούς, πολλοί είναι και οι λαϊκοί που προσεύχονται μ’ αυτόν τον τρόπο. Πιστεύω ότι είναι και για σένα κατάλληλος.
Θα επαναλάβω και πάλι η ουσία της προσευχής είναι η νοερή παράσταση της ψυχής ενώπιον του Θεού μέσα στην καρδιά ή , αλλιώς, η ανύψωση του νου και της καρδιάς στον Θεό. Να σε τι μας βοηθούν οι απλοί κανόνες που ανέφερα. Δίχως αυτούς , λόγω της αδυναμίας μας, δεν θα καταφέρναμε σχεδόν τίποτα.
Ο Κύριος να σ’ ευλογεί!

«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
γράμματα σε μια ψυχή»
ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΙΙΚΗΣ 2000

Η οικογένεια κατ' οίκον εκκλησία Γερ Παισιου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...