Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Πρώτα τον άνδρα και μετά τα παιδιά



Βασικός σκοπός του γάμου είναι η απόκτηση παιδιών, σύμφωνα με την εντολή του Θεού «αύξάνεσθε και πληθύνεσθε». Τα παιδιά, καρπός της αγάπης και της συζυγικής ενώσεως των γονέων τους, είναι η χαρά της οικογενείας, η ψυχική ευχαρίστηση του ζεύγους που τα αποκτά.
Μεγάλη ευλογία του Θεού η παρουσία των παιδιών μέσα στο σπίτι. Και πάρα πολλές φορές η απόκτηση των παιδιών συνδέει το ανδρόγυνο πιο πολύ μεταξύ του και το βοηθά ώστε να ξεπερνά ευκολότερα εμπόδια και δυσκολίες του συζυγικού βίου. Τα καμαρώνει ο πατέρας, τους προσφέρει τη στοργή της η μητέρα και με την παρουσία τους ομορφαίνουν το σπίτι. Δίνουν μεγαλύτερη ζεστασιά, θερμαίνουν την ατμόσφαιρα του σπιτιού.
Όμως, ενώ τα παιδιά είναι η μεγαλύτερη ευλογία του Θεού στο νέο ανδρόγυνο και η χαρά και η ψυχική αγαλλίαση για τους γονείς, μπορεί , εάν δεν προσεχθούν μερικά πράγματα, να γίνουν άθελά τους αφορμή κάποιου παγώματος μεταξύ των δύο συζύγων.
Υπάρχουν περιπτώσεις που η σύζυγος όταν αποκτήσει το πρώτο και το δεύτερο παιδί προσκολλάται εξ ολοκλήρου στα παιδιά της. Τα λατρεύει και αφοσιώνεται «ψυχή τε και σώματι» σ’ αυτά. Η αφοσίωση βέβαια αυτή της μητέρας στα παιδιά της είναι φυσική. Το μητρικό φίλτρο είναι βαλμένο στην καρδιά της μητέρας από τον ίδιο τον Θεό. Και αλλοίμονο στη μητέρα εκείνη που δεν αγαπά τα παιδιά της.
 Αυτή όμως η αγάπη προς τα παιδιά δεν πρέπει να ξεπερνά τα όρια και μάλιστα να φτάνει τα όρια της προσκολλήσεως προς τα παιδιά και να έρχεται έτσι σε δεύτερη μοίρα η αγάπη και η αφοσίωση προς τον σύζυγο .
Την πρώτη θέση στην καρδιά της γυναίκας μετά τον Θεό , πρέπει να κατέχει ο άνδρας της και μετά, τα παιδιά της. Η προς τον σύζυγο αγάπη και αφοσίωση είναι ανώτερη από την αγάπη και αφοσίωση προς τα παιδιά. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που η σύζυγος προσκολλάται εξ ολοκλήρου στα παιδιά της και παραμελεί κάπως τον άνδρα της. Αυτές οι περιπτώσεις δυστυχώς δεν είναι πολύ σπάνιες. Και θα πρέπει να προσεχθούν ιδιαιτέρως. Έχουμε ακούσει παράπονα συζύγων, που είναι πάρα πολύ καλοί γονείς , με πραγματική αγάπη στα παιδιά τους , όμως διαπιστώνουν ότι η γυναίκα τους τους παραμελεί, απορροφημένη με την περιποίηση των παιδιών.
Οι άνδρες δικαιούνται να έχουν πάντοτε τη στοργή και αφοσίωση των γυναικών τους. Αυτή η στοργή και αφοσίωση κάνει ομαλό τον συζυγικό βίο , διευκολύνει την ένωση των ψυχών και κάνει το ανδρόγυνο να ξεπερνά εμπόδια και να ζει αρμονικά.
Οι γυναίκες που δίνουν περισσότερο την καρδιά τους στα παιδιά τους και βάζουν σε δεύτερη μοίρα τους άνδρες σφάλλουν πάρα πολύ και αμαρτάνουν ενώπιον του Θεού. Μπορεί δε με τη συμπεριφορά τους αυτή να παγώσουν την καρδιά των συζύγων τους και να βλάψουν ανεπανόρθωτα την ενότητα του συζυγικού βίου τους.
Οι άνδρες κατά κανόνα θέλουν ολόκληρη την αφοσίωση της γυναίκας τους. Δεν επιθυμούν ποτέ να ευρίσκονται σε δεύτερη μοίρα. Αυτή τους η αξίωση είναι δικαία , διότι η αγάπη του ανδρογύνου είναι και πρέπει να είναι ανώτερη από κάθε άλλη προς άλλα πρόσωπα , και προς αυτά τα παιδιά ακόμη. Μεταξύ τους το  ανδρόγυνο είναι ένα. Με τα παιδιά τους έχουν βαθμό συγγενείας. Μεταξύ τους δεν έχουν βαθμό συγγενείας και «κα σονται ο δύο ες σάρκα μίαν».
Ας προσέξουν , λοιπόν, οι νεαρές μητέρες την περίπτωση αυτή. Δεν έχουν το δικαίωμα να προσκολλώνται στα παιδιά τους επί ζημία του δεσμού τους προς τους άνδρες τους. Την πρώτη θέση στην καρδιά τους , μετά τον Θεό, πάντοτε στον άνδρα τους. Και μετά την αγάπη και την αφοσίωση προς τα παιδιά. Αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Αυτή είναι η φυσιολογική κατάσταση της ζωής ενός καλού ανδρόγυνου. Έτσι διευκολύνεται η συνέχεια της αρμονικής συζυγικής συμβιώσεως.

Πηγή: «ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
ΣΤΟ ΓΑΜΟ»
ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ Ι. ΚΑΡΟΥΣΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Δ’ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΥΣΟΠΗΓΗ 

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Ακολουθούν απαντήσεις του Γέροντα Θεόφιλου σε ερωτήματα των ακροατών



-         Είπατε και τότε ακόμη, όταν έχουμε πειρασμούς, να πηγαίνουμε στην εκκλησία. Αν αισθανόμαστε ότι έχουμε πειρασμούς, άλλου είδους σκέψεις και δεν μπορούμε να συγκεντρωθούμε, τότε να συνεχίσουμε την ακολουθία ή να φύγουμε από αυτήν;

Η λύση δεν είναι να φύγεις αλλά να βρεις να κάνεις κάτι άλλο, να αλλάξεις τις σκέψεις σου. Ο νους έχει την ιδιότητα να διασκορπίζεται και όλοι έχουμε τον πειρασμό να εγκλωβιστεί ο νους μας σε ενέργειες που δεν επιθυμούμε και σε σκέψεις που δε θα μπορούσαμε να φανερώσουμε οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Όμως, το σημαντικό είναι να οδηγήσουμε το νου εκεί που πρέπει, ν’ απομακρύνουμε τους κακούς λογισμούς με τη βοήθεια των καλών λογισμών.

-         Όταν μας έρχεται νύστα;

Όταν νυστάζουμε, να κοιμόμαστε καλύτερα στο σπίτι, για να μη νυστάζουμε πλέον. Τι συμβαίνει σ’ αυτή την περίπτωση: Και σε μένα καμιά φορά έρχεται νύστα , τί να κάνω… Δε θα το ήθελα να νυστάζω, αλλά μου συμβαίνει, γιατί όταν δεν είμαι ξεκούραστος, δεν είναι δυνατόν να  μη μου συμβεί. Όταν με ρώτησε ο π. Ιωαννίκιος Μπαλάν- ο Θεός να τον σκεπάζει- στις «Πνευματικές Συνομιλίες» τί κάνω για να διώξω την νύστα , του είπα ότι κοιμάμαι! Πιστεύω πως αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει κανείς, όταν θέλει να απομακρύνει την νύστα.
Όταν ήλθα εδώ στο μοναστήρι, οι πατέρες που ήταν τότε εδώ έλεγαν ότι έρχεται ο εχθρός και σου φέρνει ύπνο το βράδυ, για να μην μπορέσεις να προσευχηθείς. Ασφαλώς δε συμφωνούσα πάντοτε μ’ αυτή τη θέση, γιατί έλεγα ότι, αν ο εχθρός έρχεται το βράδυ, θα έπρεπε να έρχεται και το πρωί , γιατί και το πρωί προσευχόμαστε και ούτε το πρωί του αρέσει να προσευχόμαστε. Τότε γιατί δεν έρχεται το πρωί; Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται για το διάβολο, αλλά για κάτι άλλο, για την κούραση! Δε χρειάζεται να τα φορτώνουμε όλα στον διάβολο.
Στο χωριό μας ήταν μια γυναίκα η οποία , όταν της ερχόταν το βράδυ ο ύπνος κατά τα  νυχτέρια, έλεγε: «Μου έρχεται ο ύπνος, στείλ’ τον Κύριε». Αν οι ύπνος είναι μια ευλογία του Θεού, τότε γιατί να μην μας τον στείλει; Καμιά φορά κοιμάμαι και όρθιος και όταν ξυπνάω , λέω στον εαυτό μου: «πού βρίσκομαι;». Βέβαια αυτό είναι μία αδυναμία. Αλλά σίγουρα δε θα με καταδικάσει ο Θεός γιατί κοιμήθηκα. Ίσως με καταδικάσει, γιατί δεν κοιμήθηκα αρκετά στο κελλί μου, αλλά ούτε και αυτό μπορεί πάντοτε να γίνεται.
Περισσότερο μου αρέσει η ακολουθία κατά την οποία είμαι ξεκούραστος, γιατί τότε είμαι σε θέση να παρακολουθώ, να θέτω τον εαυτό μου απέναντι στα λόγια της ακολουθίας και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αλλά βέβαια εσείς οι φοιτητές δεν έχετε πρόβλημα, αφού κοιμόσαστε μέχρι να ξεκουραστείτε και ιδιαίτερα τώρα στις διακοπές… Όμως, να μην κοιμόσαστε την ώρα που θα πρέπει να βρίσκεστε στην εκκλησία, την Κυριακή δηλαδή. Να ξυπνάτε νωρίτερα, για  να πάτε στην εκκλησία. Και, αν συμβεί να κοιμηθείτε κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, να προσέξετε τις αγιογραφίες εδώ στην εκκλησία και ιδιαίτερα τις σκηνές της Κρίσεως κατά τη Δευτέρα Παρουσία, για να δείτε τι συμβαίνει με αυτούς που κοιμούνται στην ακολουθία.
Λέγαμε προηγουμένως ότι είναι πολύ σημαντικό πράγμα η συμμετοχή στη θεία λειτουργία. Όμως εγώ πιστεύω ότι το κέντρο ή το ύψιστο σημείο της θείας λειτουργίας είναι η θεία μετάληψη. Παρά ταύτα, πολλοί χριστιανοί συμμετέχουν στη θεία λειτουργία, χωρίς να μεταλάβουν. Είναι αλήθεια ότι δεν μπορείς να μεταλάβεις χωρίς κάποια προετοιμασία.

-         Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι που ζουν μέσα στον κόσμο εμποδίζονται από το να μεταλαμβάνουν ακόμη και για τις σκέψεις και για τα μικρά παραπτώματα και μάλιστα για μια μακρά περίοδο ετών; Πιστεύετε ότι αυτό είναι μία σωστή αντιμετώπιση;

Όχι! Υπάρχουν αμαρτήματα τα οποία οι άνθρωποι τα διαπράττουν μέσα από μία αμαρτωλή συνήθεια: για παράδειγμα, όσοι δεν έχουν τελέσει εκκλησιαστικό γάμο και ζουν μαζί σαν  παντρεμένοι, αυτοί δεν μπορούν να μεταλάβουν. Έπειτα, υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν κάποια πράγματα: έχουν εχθρούς, κάνουν απάτες και γενικά κάποια πράγματα που τους εμποδίζουν να πλησιάσουν το Θεό. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει καθαρά: «Δοκιμαζέτω δ νθρωπος αυτόν, κα οτως κ το ρτου σθιέτω κα κ το ποτηρίου πινέτω· γρ σθίων κα πίνων ναξίως κρίμα αυτ σθίει κα πίνει, μ διακρίνων τ σμα το Κυρίου. δι τοτο ν μν πολλο σθενες κα ρρωστοι κα κοιμνται κανο» ( Α΄ Κορ. 11, 28-30 ) .
Υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν μπορείς να αγνοήσεις και πρέπει να τα έχεις υπ’ όψιν σου. Αλλά πιστεύω ότι θα μπορούσαν να μεταλάβουν πολλοί περισσότεροι άνθρωποι και πολύ πιο συχνά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για ανθρώπους κάποιας ηλικίας που δε δεσμεύονται από κάποια αμαρτήματα, και μάλιστα άνθρωποι που τηρούν τις νηστείες. Εμείς δεν πρέπει να υποτιμήσουμε την θεία μετάληψη αλλά ούτε και να τη θεωρήσουμε ότι είναι μία ανταμοιβή γι’ αυτούς που ζουν μία εξαιρετική ζωή. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η θεία κοινωνία δίνεται «ες φεσιν μαρτιν κα ες ζων αώνιον». Όχι δηλαδή , διότι σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες και έφτασες στην αιώνια ζωή, αλλά για να σου συγχωρηθούν οι αμαρτίες και να λάβεις την  αιώνια ζωή.
Επομένως , η θεία μετάληψη είναι μία βοήθεια, όχι μια ανταμοιβή, με την έννοια ότι ο άνθρωπος αυτός έζησε εξαιρετικά και πρέπει «να του δώσουμε τη θεία μετάληψη». Οι άνθρωποι πρέπει ν’ αναλογίζονται ότι η θεία μετάληψη είναι δώρο του Θεού και να μεταλαμβάνουν με αυτό το φρόνημα. Όχι δηλαδή να μεταλαμβάνουν , όπως συμβαίνει στις μέρες μας, ακόμη και με τη νοοτροπία «άντε, ας μεταλάβουμε!» .
Να ξέρετε, εγώ γενικά δεν προτρέπω ανθρώπους να μεταλαμβάνουν, αλλά να εξομολογούνται. Και βέβαια δεν εξομολογούνται! Και τότε, αφού δεν εξομολογούνται, σημαίνει ότι δεν τους ενδιαφέρει ούτε η θεία μετάληψη. Οι άνθρωποι, όταν δεν έχουν καλή διάθεση, όταν δεν ενδιαφέρονται γενικά γι’ αυτό το θέμα, τότε γιατί να τους προσφέρουμε και αυτή την ευκαιρία, αυτή τη δυνατότητα; Μόνο και μόνο γιατί αρέσει σε μένα;


Πηγή: «Ο Γέροντας Θεόφιλος Παραϊάν
Χωρίς φως, φωτισμένος»
Μετάφραση- επιμέλεια:
Πρωτοπρ. Κωνσταντίνος Καραϊσαρίδης

Εκδόσεις ΑΘΩΣ

Για την πολυλογία



Η πολυλογία είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα πολλών ανθρώπων. Η γλώσσα τους είναι αχαλίνωτη, αλλά κι ενοχλητική στους άλλους. Ο άγιος Νικόδημος λέει γι’ αυτό το πάθος: «Ο κάθε άνθρωπος αφήνει τη γλώσσα του να μιλάει για πράγματα που δίνουν ηδονή στις αισθήσεις. Η πολυλογία τις περισσότερες φορές , προέρχεται απ’ την υπερηφάνεια πως τάχα ξέρουμε πολλά και γι’ αυτό βιαζόμαστε με πολλές επαναλήψεις να εντυπώσουμε τη γνώμη μας στις καρδιές των άλλων, για να φανούμε σ’ αυτούς διδάσκαλοι, λες κι έχουν ανάγκη να μάθουν από μας. Την υπερηφάνεια αυτή τη δείχνουμε , όταν διδάσκουμε χωρίς να μας το έχουν ζητήσει».

Χρήσιμες συμβουλές του αγίου Νικοδήμου για την καταπολέμηση του πάθους της πολυλογίας:
α’ . Μην ανοίξεις μακρά συνομιλία μ’ εκείνον που σε ακούει με κακή όρεξη , για να μην του προκαλέσεις αηδία και τον κάνεις να σε σιχαθεί».
β’ . «Απόφευγε να μιλάς αυστηρώς και μεγαλοφώνως, γιατί δίνεις την υποψία ότι είσαι μάταιος κι έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου».
γ’ . «Ποτέ να μη μιλάς για τον εαυτό σου, τις υποθέσεις σου και τους συγγενείς σου. Εκτός και αν είναι ανάγκη, οπότε μπορείς να  μιλήσεις όσο γίνεται με περισσότερη συντομία».


Πηγή: «διδαχές
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ»
Πρεσβ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΑΤΣΗ
 ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ «ΜΕΛΙΣΣΑ»



Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Η Κοίμηση και ο ενταφιασμός του Αγίου Νεκταρίου


Στο απόμακρο για κείνο τον καιρό νοσοκομείο της Αθήνας, το Αρεταίειο, η γραμματεία έπαιρνε απ' έξω εντολή και έδινε μέσα εντολή να κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στον μικρό παθολογικό θάλαμο, για έναν γέροντα καλόγερο από την Αίγινα.
Τον έφεραν κάποιο μεσημέρι δύο καλόγριες κι ένας μέτριος στο ανάστημα σαραντάρης, που από την πρώτη στιγμή που μπήκαν ανησυχούσε και κρυφόκλαιγε. Έκαναν τις διατυπώσεις της εισόδου και παραμονής του στο θεραπευτήριο και η μία από τις δύο καλόγριες έφυγε.
Στον θάλαμο που τον τοποθέτησαν ήταν άλλα τέσσερα κρεβάτια ωστόσο μόνο τα δύο ήταν πιασμένα. Στο διπλανό του γέροντα της Αίγινας αναπαυόταν ένας άντρας περίπου σαραντάρης που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων.
Ήταν επαρχιώτης οικογενειάρχης, είχε πέσει σ' ένα γκρεμό από το ζώο του, χτύπησε κι από τότε τον έσερναν με τα φορεία.
Στο παρακάτω, έμενε κάποιος γέροντας συνταξιούχος δάσκαλος, με ουρολογική κι αυτός πάθηση.
"Τι νομίζεις γερόντισσα Ευφημία, έκανε κάπου στον προθάλαμο σιγανασαίνοντας και σκουπίζοντας τα δάκρυά του ο άντρας, θα κάνει την εγχείρηση, θ' αντέξει στο μαχαίρι;"
Εκείνη απόμεινε συλλογισμένη.
"Τι θ' απογίνουμε δίχως την ευλογημένη του καθοδήγηση, πώς θα ζήσουμε χωρίς την προσευχή του;" συνέχισε ο άντρας.
"Ελπίζω, κύριε Σακκόπουλε, αποκρίθηκε τέλος η καλόγρια μισοταραγμένη. Ο καλός Θεός θα λυπηθεί την αδελφότητα, δεν θα επιτρέψει ν' απομείνουμε είκοσι οκτώ ψυχές ορφανές."
"Ω αδελφή Ευφημία, σ' αυτόν οφείλω τα πάντα. Και κυρίως τον θησαυρό της ψυχής μου. Αυτός με εισήγαγε εις το εύρος, το ύψος και το κάλλος που έχει ο Κύριος. Από νωρίς έχασα την μητέρα μου και το ξεπέρασα, πρόπερσι αναπαύθηκε κι ο πατέρας μου, άνθρωπος όλο αυταπάρνηση κι ευγένεια και το κατάπια. Αν μας εγκαταλείψει κι ο άγιος γέροντας, ο πνευματικός πατέρας και οδηγός και μεσίτης εις τον Θεόν, θα καταντήσω δυστυχής, θα παραμείνω δεντρί στην έρημο..."
Η καλόγρια τον ανακοίταξε με κάποια στοργή και κούνησε το κεφάλι.
Πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε κι ο δεύτερος.
Δεν πρόλαβε να κάνει εγχείρηση, δεν πρόλαβε να περάσει από μαχαίρι.
Η Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές και αλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, για τις αλλαγές στην Κυβέρνηση, για την επαναφορά του εξόριστου Βασιλιά Κωνσταντίνου, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν την έκπτωση του Μελετίου και την επανανθρόνιση του Θεοκλήτου, όταν ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος της Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τους ουρανούς και τους αγγέλους κατά χιλιάδες να τον υποδέχονται.
Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχήσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή σε ξένη χώρα τον καλούσε.
"Είσελθε τέκνον, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου. Σε αναμένει ο της δικαιοσύνης στέφανος."
"Εις εμέ, εις εμέ το λέγεις Κύριε;" πρόλαβαν να ψιθυρίσουν για στερνή φορά τα χείλη του.
Κι ανοίγοντας το στόμα να πάρει ανασεμιά, είδε πως μεταφέρεται. Παρέδωσε την άγια του υπομονετική ψυχή στον αγαπημένο του Αφέντη. Στον Αφέντη των ουρανίων, των επιγείων και καταχθονίων.
Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε.
"Σεβασμιώτατε, Σεβασμιώτατε, ανάκραξε με λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, πού είναι ο κύριος Σακκόπουλος;... Το τηλέφωνο παρακαλώ, το τηλέφωνο...
Ήρθε μια σαβανώτρα από το προσωπικό του νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα, μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! ... Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα δεν το μπόρεσε. Για μια στιγμή έβγαλαν τη μάλλινη φανέλλα και την πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι ώσπου να προχωρήσουν να τελειώσουν με τα σάβανα, ο διπλανός άρρωστος, ο άνθρωπος που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στα πόδια του κι έκανε το σταυρό του.
"Σηκώθηκα, περπατάω! ανάκραξε δυνατά, Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλλα;"
Για δες, ήταν στ' αλήθεια όρθιος, περπατούσε !
Δεν καλοκατάλαβαν, απόμειναν να χάσκουν. Το νεκρό σώμα μοσκομύριζε... Η γερόντισσα πήρε τη φανέλλα, την έβαλε ένα κουβάρι στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν.
Απόρησαν oι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Aίγινα, ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και ήταν λέει... Δεσπότης!
Μια νύχτα θρήνου πέρασε η γερόντισσα Ευφημία.
Αργά το πρωί έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης και λίγο πιο έπειτα ο Πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στη Ριζάρειο και δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν το φέρετρο, παράγγειλαν τη νεκροφόρα και λίγo αργότερα ξεκίνησαν για τον Πειραιά.
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή", θα σήκωνε άγκυρα για την Αίγινα ακριβώς στις δύο το μεσημέρι. Η νεκροφόρα με λογής - λογής διατυπώσεις που έπρεπε να γίνουν, έφθασε εμπρός στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, λίγo μετά τις δώδεκα. Ο Ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι oι αρμόδιοι κι ο νεωκόρος, έλειπαν για μεσημεριάτικη διακοπή.
Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμιο κόσμος. Από λαλιά σε λαλιά, ακούστηκε, μαθεύτηκε στην εργατική πόλη, η Κοίμηση του γέροντα της Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε το φέρετρο.
Καθώς το έφεραν σιμά στα σκαλοπάτια του Ναού για να πάρουν τουλάχιστον μια φωτογραφία στην πόλη και στο χώρο που τόσο είχε κηρύξει κι αγαπήσει, κι άνοιξαν το καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν... Παρατήρησαν κάτι το ασυνήθιστο, το καταπληκτικό. Από την ήρεμη και γαλήνια μορφή έσταζε κάτι σαν ιδρώτας που μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε !
Ο Κώστας ο Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε κι αγόρασε από το περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι και σκούπισε σιγά - σιγά και απαλά από το πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν επάνω του, του άρπαξαν τις τούφες το μπαμπάκι, το έφερναν ευλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι το έκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι το παράχωναν στο στήθος.
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι ελαφρύς σαν πούπουλο", φώναξαν και oι άνδρες που σήκωναν το φέρετρο, έτοιμοι να το ξαναφέρουν στη νεκροφόρα.
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή" έφθασε στις τέσσερις παρά κάτι, απόγευμα στην Αίγινα με τη σημαία "μετζάστρα" (μεσίστια) στο πλωριό κατάρτι.
Προτού αράξει στο μώλο, ο καπετάνιος σφύριξε τρεις φορές πένθιμα και συνθηματικά.
Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το Ιερό Λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. Ενός Κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. Ενός Ιερομόναχου που ευαρέστησε τον Άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη.
Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο Κλήρος, όλοι oι Ιερομόναχοι, όλες oι καλόγριες από τα ντόπια Μοναστήρια.
Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν.
"Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ' απογίνουμε τώρα που μας άφησες ορφανές και μόνες;"
Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. Ήταν oι φίλοι του, oι ψαράδες του γιαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον Τίμιο Σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη Μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, oικοδόμοι, αγρότες, αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι.
Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το Μοναστήρι. Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε.
Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι. Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το Λείψανο - Θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και το έφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος.
Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. Οι καμπάνες στους Ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη Μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ' όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γριές και νιες και δροσερές παρθένες.
Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί.
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι ελαφρύς σαν πούπουλο", φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν' αλλάξουν βάρδια.
Το Μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογής άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογιαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυχτήσουν, να κλάψουν.
Σ' όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγριες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της Ηγουμένης, της Οσίας Ξένης, της τυφλής.
File:Nektarios.jpg
Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο φέρετρο, πάνω στη γαλήνια κι ευγενική μορφή, που θαρρούσες ότι λαφροκοιμόταν, τη μορφή του πνευματικού πατέρα και οδηγού, του ευεργέτη και προστάτη της και μη μπορώντας με τα τυφλά μάτια να δει, να προσέξει τον ιδρώτα - Μύρο που κυλούσε από το μέτωπο, το ένιωσε σαν όσφρηση, σαν ευωδιά και μένοντας ακίνητη και κάνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού, είπε:
"Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το Μοναστήρι μας θα προκόψει, δεν θα το αφήσει ο Κύριος. Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε. Αυτή την Προφητεία: Από εδώ, μας έλεγε, κόρες μου, απ' αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Kαι εμείς οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο Σεβασμιώτατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν Όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο".
Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια Θεϊκή Δύναμη και Χάρη. Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας, απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. Και το Λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα-Μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα Ευωδία!
Mια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε.
"Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην Οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει".
Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια.
"Σεβασμιώτατε", ανάκραξε. Kαι γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι.
"Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;" τη ρώτησε επιτιμητικά.
"Μοσκομυρίζει Σεβασμιώτατε", ψιθύρισε.
"Τι μυρίζει;"
"Λιβάνι και αλόη." "Τότε μη φοβείσαι και διά το Λείψανον."
Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας - Μύρο.
Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο Ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι, άκουσε την παράδοξη φωνή :"Άφησε τόπο για ένα τάφο". Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού Του.
Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το Ναό και παράπλευρα έξω.
(Από το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου: Ο Άγιος του αιώνα μας -ο Όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς-Αφηγηματική Βιογραφία. Έκδοσις Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης. Δεύτερη Έκδοση. Σελ. 269-274).
Πηγή: οrthodoxy
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...