Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Με φωτοβολταϊκά θα καλύπτονται οι ενεργειακές ανάγκες των Ιερών Μονών του Αγίου ‘Ορους


 

Με φωτοβολταϊκά συστήματα θα καλύπτονται ενεργειακές ανάγκες των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, όπως αποφασίστηκε στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (ΚΕΔΑΚ) που πραγματοποιήθηκε υπό την προεδρία του υφυπουργού Εσωτερικών (Μακεδονίας και Θράκης), Θεόδωρου Καράογλου.

Η μελέτη αξιοποίησης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο Άγιο Όρος προβλέπει την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πεδίων σε 21 θέσεις στη Χερσόνησο του Άθω και τη δημιουργία σύγχρονων ενεργειακών συστημάτων για την κάλυψη του 75% των ενεργειακών αναγκών των Ιερών Μονών, οι οποίες μέχρι σήμερα βασίζονται στη λειτουργία γεννητριών που καταναλώνουν πετρέλαιο diesel και στην εκτεταμένη χρήση καυσόξυλων.

Η σκοπιμότητα της αξιοποίησης «πράσινων» πηγών ενέργειας στην Αθωνική Πολιτεία εστιάζεται σε τέσσερις άξονες: στη μείωση των αέριων ρύπων και κυρίως του διοξειδίου του άνθρακα καθώς και της ηχορύπανσης που προκύπτουν από την εκτεταμένη λειτουργία των ηλεκτροπαραγωγών ζευγών, στη μείωση των ρύπων και της σκόνης από τη μεταφορά των καυσίμων στο χωμάτινο οδικό δίκτυο του Αγίου Όρους, στο οικονομικό όφελος των Ιερών Μονών από τη μείωση της κατανάλωσης καυσίμων και στη δυνατότητα κάλυψης των σταδιακά αυξανόμενων ενεργειακών αναγκών.

Όπως εξήγησε ο κ. Καράογλου, η εγκατάσταση των φωτοβολταϊκών εγκρίθηκε ώστε να καλυφθεί το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών αναγκών των Ιερών Μονών, ανάγκες «που προκύπτουν από την αύξηση του αριθμού των προσκυνητών, των παραδοσιακών εργαστηρίων και το πιο σημαντικό την προστασία και ανάδειξη του πολιτιστικού πλούτου της Αθωνικής Χερσονήσου με τη δημιουργία εκθετηρίων, βιβλιοθηκών, μουσειακών χώρων και πνευματικών κέντρων».

Επίσης, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΕΔΑΚ χαιρετίζει την έναρξη συνεργασίας με το Σωματείο «Βυζαντινή Οικουμένη». Ο κ. Καράογλου και η πρόεδρος του Σωματείου Φλώρα Καραγιάννη, υπέγραψαν σύμφωνο συνεργασίας που προβλέπει τη στέγαση του αρχείου της «Βυζαντινής Οικουμένης», που αποτελείται από χιλιάδες βιβλία και σπάνια φωτογραφικά, αρχιτεκτονικά και επιστημονικά ντοκουμέντα, στο διατηρητέο κτήριο του ΚΕΔΑΚ, στην οδό Πραξιτέλους και Ζαΐμη στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Μέσω αυτής της εξειδικευμένης για το Βυζάντιο βιβλιοθήκης, επιστήμονες και ερευνητές θα αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα πλούσιο ιδιωτικό βιβλιογραφικό απόθεμα που είναι αφιερωμένο στον βυζαντινό κόσμο. Η κ. Καραγιάννη ευχαρίστησε κ. Καράογλου για το έντονο ενδιαφέρον που έδειξε ως πρόεδρος του ΚΕΔΑΚ για το σπάνιο αρχειακό υλικό.

Πηγή: amna.gr

Παναγιώτα Χατζηγιαννάκη: «Καλύτερα ένα χρόνο νωρίτερα παρά πέντε λεπτά αργότερα» - Σεξουαλική Διαπαιδαγώγηση




Αγαπητοί γονείς, το κίνημα Μαμά Μπαμπάς και Παιδιά και οι εκδόσεις ΕΑΡ σας παρουσιάζουν το νέο τους βιβλίο που διαπραγματεύεται το θέμα της Σεξουαλικής Διαπαιδαγώγησης. Ένα πολύτιμο βοήθημα στα χέρια σας, για να στηρίξουμε τα παιδιά μας στην εκμάθηση της τέχνης της ζωής. Γιατί και στο ζήτημα αυτό υπάρχει τρόπος.
 
«Καλύτερα ένα χρόνο νωρίτερα παρά πέντε λεπτά αργότερα».
 
Αποκλειστικά για γονείς!
 
Της ιατρού Παναγιώτας Χατζηγιαννάκη.
 

 

Κοιμήθηκε ο πατήρ Επιφάνιος , ο σεφ του Αγίου Όρους

Κοιμήθηκε  σε ηλικία 64 ετών ο πατήρ Επιφάνιος από το Άγιο Όρος με την αξεπέραστη μοναστηριακή του κουζίνα,. Ο πατήρ Επιφάνιος ο Μυλοποταμινός πέρα από μέλος της ελληνικής ομάδας της Λέσχης Αρχιμαγείρων Βορείου Ελλάδος, διέδωσε τα μυστικά της διατροφής της Αθωνικής Πολιτείας. 

Η επίσημη ανακοίνωση από τη σελίδα του Μυλοποτάμου στο  Facebook

11.12.2020
Δελτιο τύπου.
Σήμερα 11 Δεκεμβρίου 2020 στις 4.30, κοιμήθηκε ο Γέροντας Επιφανιος, οινοποιος και αρχιμαγειρας του Αγίου Όρους.
Ο Γέροντας Επιφανιος ανέλαβε τον Μυλοποτάμο (Ι. Κ. ΑΓ. Ευσταθίου) το 1991 όπου μετά την αναστήλωση της εκκλησίας, φύτεψε τον αμπελώνα και έχτισε το οινοποιείο. Είναι συγγραφέας του βιβλίου " Η μαγειρική του Αγίου Όρους" το οποίο και μεταφράστηκε σε 7 γλώσσες.
Η νεκρώσιμος ακολουθία θα τελεστεί σήμερα στον Μυλοποτάμο.
Αιωνία του η μνήμη.
Μετόχι Μυλοποτάμος.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

Περικλῆς Σφυρίδης: Στὴ σκή­τη τῶν Δα­νι­η­λαί­ων

 

Περικλῆς Σφυρίδης

Στὴ σκή­τη τῶν Δα­νι­η­λαί­ων

Στὸν γιό μου Ἀν­τρέα

ΕΚΑΕΤΙΑ τοῦ 1970, με­τὰ τὴ Χούν­τα, στὴ Σκή­τη τῶν Δα­νι­ηλαί­ων στὸ Ἅ­γιον Ὅρος. Γλυ­κὸ ἀ­πό­γευ­μα Αὐ­γού­στου με­τὰ τὸν ἑ­σπε­ρι­νό. Πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σα τὸν ἡ­γού­με­νο, τὸν γέ­ρον­τα Μόδε­στο πού, σπρώ­χνον­τας ἕ­να ἀ­να­πη­ρι­κὸ κα­ρο­τσά­κι, πή­γαι­νε βόλ­τα τὸν πα­τέ­ρα Νή­φω­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε πά­θει συμ­φό­ρη­ση. Πα­ρό­τι ἡ Σκή­τη εἶ­ναι ψη­λὰ καὶ ἕ­να χα­ϊ­δευ­τι­κὸ ἀ­ε­ρά­κι δρό­σιζε κά­πως τὸ πρό­σω­πό μου, ἡ ζέ­στη εἶ­ναι ἀ­κό­μα βα­σα­νι­στι­κή. Ὁ γέ­ρον­τας ὁ­δή­γη­σε τὸ κα­ρο­τσά­κι στὴ σκιὰ μιᾶς δα­σύ­φυλ­λης μου­ριᾶς. Ὁ Νή­φων εἶ­χε γερ­μέ­νο τὸ κε­φά­λι του πλά­για, κά­θι­δρος, μὲ τὰ σά­λια του νὰ τρέ­χουν, τὸ βλέμ­μα ἀ­πλα­νές, σὰν νὰ κοί­τα­ζε τὸ ἐ­που­ρά­νιο ἄ­πει­ρο. Ὁ γέ­ρον­τας ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη του μιὰ βρε­μέ­νη μι­κρὴ πε­τσέ­τα, τὸν σκού­πι­σε εὐ­λα­βι­κά, τὸν κα­θά­ρι­σε. Ὕ­στε­ρα ἔ­σκυ­ψε καὶ φί­λη­σε τὸ μέ­τω­πο τοῦ Νή­φω­να κι ἄρ­χι­σε νὰ τοῦ μι­λά­ει. Ἀ­πὸ πε­ρι­έρ­γεια πλη­σί­α­σα στὴ μου­ριὰ ν’ ἀ­κού­σω. Στά­θη­κα λί­γο ἀ­πό­μα­κρα, ὁ γέ­ρον­τας τσέ­βδι­ζε, τὸ μό­νο ποὺ ἔ­πι­α­σα ἦ­ταν ἕ­να «Συγ­χώ­ρα με, ἀ­δελ­φέ μου…»

        Τὴ Σκή­τη αὐ­τὴ ἵ­δρυ­σε τὸ 1881 ὁ γέ­ρων Δα­νι­ὴλ Κα­του­νακι­ώ­της. Ἡ κα­τα­γω­γή του ἦ­ταν ἀ­πὸ τὴ Σμύρ­νη. Εἶ­χε πα­ρα­γιὸ τὸν πα­τέ­ρα Γε­ρόν­τιο ἀ­πὸ τὸ Ἀ­ϊ­βα­λί. Ὅταν κοι­μή­θη­κε τὸ 1929, ἡ­γού­με­νος ἔ­γι­νε ὁ Γε­ρόν­τιος. Ἀ­πέ­κτη­σε δύ­ο ὑ­πο­τα­κτι­κούς: Τὸν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο πα­τέ­ρα Νήφω­να, Κρη­τι­κὸ ἀ­πὸ τὰ Χα­νιά, καὶ τὸν πα­τέ­ρα Μό­δε­στο ἀ­πὸ τὴν Ἀτ­τά­λεια, Μι­κρα­σιά­τη. Καὶ οἱ δύ­ο πῆ­γαν ἔ­φη­βοι στὴ Σκή­τη, ὅ­που ὁ Γε­ρόν­τιος τοὺς δί­δα­ξε τὴν τέ­χνη τῆς ἁ­γι­ο­γρα­φί­ας βυ­ζαν­τι­νῶν εἰ­κό­νων. Ἑ­πτὰ χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος ἦ­ταν στὴν ἡ­λι­κί­α ὁ Νή­φω­νας ἀ­πὸ τὸν Μόδε­στο καὶ —ὅ­πως ἔ­λε­γαν— πιὸ μορ­φω­μέ­νος. Ὁ μό­νος ποὺ στὴν ἁ­γι­ο­γρα­φί­α χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε λά­δια κι ὄ­χι αὐ­γο­τέμ­πε­ρες. Τα­πει­νὸς ὁ Μό­δε­στος, χα­μη­λό­φω­νος καὶ ὀ­λί­γον τσε­βδός, γι’ αὐ­τὸ τὸ δι­α­κό­νη­μά του ἦ­ταν μά­γει­ρας στὴν κου­ζί­να. Ἀρ­γό­τε­ρα στὴ συ­νο­δεί­α προ­στέ­θη­καν καὶ τέσ­σε­ρις νέ­οι ἀ­πὸ τὸ Παγ­γαῖ­ο τῆς Κα­βά­λας, παι­διὰ ἀ­κό­μα πές, οἱ πα­τέ­ρες Δα­νι­ήλ, Ἀ­κά­κιος καὶ Γρη­γό­ριος μὲ τὸν ἐν ζω­ῇ μι­κρὸ ἀ­δελ­φό του Στέ­φα­νο. Ἐ­ξε­λί­χτη­καν σὲ σπου­δαί­ους ἁ­γι­ο­γρά­φους καὶ ψαλ­τά­δες· φη­μι­σμέ­νοι σ’ ὅ­λη τὴ μο­να­στι­κὴ κοι­νό­τη­τα καὶ ἐ­κτὸς αὐ­τῆς. Ἔ­τσι με­γά­λω­σε ἡ Σκή­τη τῶν Δα­νι­η­λαί­ων, μα­κρου­λὴ ὡς κτή­ριο, μὲ τὸ κα­θο­λι­κὸ στὴ μέ­ση νὰ τὴ χω­ρί­ζει στὰ δύ­ο, καὶ τὸ ἐρ­γα­στή­ριο ἁ­γι­ο­γρα­φί­ας τους, ποὺ ἔ­βλε­πε ἀ­πὸ ψη­λὰ τὸ Αἰ­γαῖ­ο, εἶ­ναι ἴ­σως τὸ ὡ­ραι­ό­τε­ρο ἀ­τε­λι­ὲ ζω­γρα­φι­κῆς ποὺ ἔ­χω δεῖ.

        Τὸ 1973, ποὺ ἐ­κοι­μή­θη ὁ γέ­ρων Γε­ρόν­τιος, ὅ­λοι πί­στευ­αν ὅ­τι θὰ ἔ­χρι­ζε ἡ­γού­με­νο τὸν Νή­φω­να, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νος προ­τί­μη­σε τὸν Μό­δε­στο. Ὁ Νή­φων ἔ­πνι­ξε τὴ λύ­πη ἐν­τός του, μὰ ἕ­να βα­ρὺ ἐγ­κε­φα­λι­κὸ τὸν ἄ­φη­σε ἀ­νά­πη­ρο σὲ ἀ­φα­σί­α. Ὁ ἡ­γού­με­νος πλέ­ον Μό­δε­στος πα­ρέ­δω­σε τὴν δι­α­χεί­ρι­ση τῆς Σκή­της στὸν πα­τέ­ρα Γρη­γό­ριο καί, χω­ρὶς νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸ δι­α­κό­νη­μά του στὴν κου­ζί­να, ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε στὸν Νήφω­να· τὸν ἔπλε­νε, τὸν κα­θά­ρι­ζε, τὸν τά­ϊ­ζε, τοῦ δι­ά­βα­ζε Πη­δά­λιο, τὸν Μι­κρὸ Εὐ­ερ­γε­τι­νό, βι­ο­γρα­φί­ες ἁ­γί­ων καὶ συγ­γράμ­μα­τα πα­τέ­ρων τοῦ Ἁ­γί­ου Ὅ­ρους, ἐ­νῶ, φαν­τά­ζο­μαι, δὲν ἤ­ξε­ρε ἂν ὁ Νή­φω­νας τὸν ἄκουε ἤ κα­τα­λά­βαι­νε. Προ­σευ­χό­ταν πάν­τως ν’ ἀ­κού­ει καὶ νὰ κα­τα­λα­βαί­νει – μᾶλ­λον τὸ πί­στευ­ε. Καὶ κά­θε μέ­ρα, πρω­ῒ κι ἀ­πό­γευ­μα, ὅ­ταν ὁ και­ρὸς ἦ­ταν κα­λός, τὸν ἔ­βα­ζε στὸ ἀ­να­πη­ρι­κὸ κα­ρο­τσά­κι καὶ τὸν σερ­γι­α­νοῦ­σε στὸ μο­να­στή­ρι. Τὸν πή­γαι­νε στὴ σκιὰ ἑ­νὸς με­γά­λου δέν­τρου, μου­ριὰ θαρ­ρῶ πὼς ἦ­ταν, κι ἄλ­λο­τε κά­τω ἀ­πὸ τὴ σκι­ε­ρὴ πέρ­γου­λα τῆς κλη­μα­τα­ριᾶς τοῦ κή­που. Κα­λο­καί­ρι ἦ­ταν καὶ κά­θε τό­σο τοῦ σκού­πι­ζε τὸν ἵ­δρω­τα μ’ ἕ­να λευ­κὸ προ­σόψι. Ὕ­στε­ρα, ὅ­ταν δρο­σι­ζό­ταν ὁ ἄρ­ρω­στος, τοῦ ψι­θύ­ρι­ζε πάν­τα κά­τι στ’ αὐ­τί, σι­γὰ κι εὐ­λα­βι­κά, καὶ τὸν πή­γαι­νε πά­λι στὸ κε­λί του. Ἀ­να­ρω­τι­ό­μουν τί νὰ τοῦ ἔ­λε­γε ἄ­ρα­γε. Κά­πο­τε ἡ πε­ρι­έρ­γεια ὑ­περ­νί­κη­σε τὸν δι­σταγ­μό μου κι ἀ­θό­ρυ­βα στά­θη­κα πί­σω του ν’ ἀ­κού­σω. «Εὐ­λό­γη­σον», τοῦ ἔ­λε­γε, μό­νο αὐ­τό, πολ­λὲς ὅ­μως φο­ρές. Δὲν ἦ­ταν ὁ συ­νη­θι­σμέ­νος χαι­ρε­τι­σμὸς ποὺ ἀ­κοῦ­με ὅ­λοι στὸ ‘Ἅγιον Ὅ­ρος, «εὐ­λό­γη­σον» ὁ ἕ­νας, «ὁ Κύ­ριος», ὁ ἄλ­λος. Αὐ­τὸ τὸ «εὐ­λό­γη­σον» τοῦ γέ­ρον­τα ἦ­ταν κά­τι πιὸ βα­θὺ· ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὰ σπλά­χνα του. Αὐ­τὸ κρά­τη­σε μέ­χρι τὸ 1977 ποὺ ὁ Νή­φω­νας ἐ­κοι­μή­θη κι ὁ ἡ­γού­με­νος ἀ­φο­σι­ώ­θη­κε ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὴν κου­ζί­να του μέ­χρι τὸ 2001, ὅ­ταν κι αὐ­τὸς ἀ­να­παύ­τη­κε.

        Γιατὶ τὰ θυ­μή­θη­κα ὅ­λα αὐ­τὰ ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια; Ἴσως για­τὶ ὁ Βα­σί­λης μ­ε πα­ρό­τρυ­νε νὰ γρά­ψω καὶ μιὰ ἱ­στο­ρί­α-μπον­ζάϊ γιὰ τὸ Ἅ­γιον Ὅ­ρος. «Γρά­ψε», μοῦ εἶ­πε, «καὶ μα­ζὶ μὲ τὶς ἄλ­λες, τὶς Γι­ορ­τές, θέ­λω νὰ κά­νω ἕ­να ὀ­κτα­σέ­λι­δο. Ἐ­σὺ ἔχεις γυρίσει ὅ­λο τὸ Ἅ­γιον Ὅ­ρος κι ὁ δε­σμός σου μὲ τοὺς Δα­νιηλαί­ους ὑ­πῆρ­ξε μα­κρό­χρο­νος.» «Σω­στά», ἀ­πάν­τη­σα, «για­τί ἀ­γα­πῶ τὴ θρη­σκευ­τι­κή μας πα­ρά­δο­ση, ἀλ­λὰ πι­στὸς σὰν ἐ­σέ­να δὲν ἤ­μουν πο­τέ». «Θὰ βρεῖς ἐ­σύ», ἐ­πέ­με­νε, «τὸν τρό­πο».

        Ἔ­τσι ἀ­πὸ τὸ πη­γά­δι τῆς μνή­μης ἀ­να­δύ­θη­κε τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­πὸ τὴ Σκή­τη τῶν Δα­νι­η­λαί­ων. Αὐ­τὴ ἡ «εἰ­κό­να» τῶν δύ­ο γε­ρόν­των, κι ὄ­χι μιὰ μι­κρὴ ἱ­στο­ρί­α, ποὺ συ­νη­θί­σα­με νὰ τὴν ἀ­πο­κα­λοῦ­με «μπον­ζά­ϊ», ὡς μιὰ ἀ­κό­μα ἐ­πιρ­ρο­ή, ὄ­χι ὅ­πως εἴ­θι­σται ἀ­πὸ τὴν Εὐ­ρώ­πη ἢ τὴν Ἀ­με­ρι­κή, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ ἀ­πὸ τὴ μα­κρι­νὴ Ἰ­α­πω­νί­α. Κοι­τά­ζον­τας προ­σε­κτι­κὰ τὴν «εἰ­κό­να», συ­νει­δη­το­ποί­η­σα τώ­ρα στὰ γε­ρά­μα­τα, ὅ­τι ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τοῦ ἡ­γού­με­νου δὲν ὀ­φεί­λον­ταν σὲ τύ­ψεις —τί ἔ­φται­γε αὐ­τὸς γιὰ τὴν ἐ­πι­λο­γὴ τοῦ γέ­ρον­τά τους;— ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ «εὐ­λό­γη­σον» ἦ­ταν ἡ δύ­να­μη τῆς ἀ­γά­πης τοῦ γέ­ρον­τα Μό­δε­στου, σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ μί­αν ἄ­κρα τα­πεί­νω­ση. Καὶ σκέ­φτη­κα: μή­πως αὐ­τὸ εἶ­χε δι­αι­σθαν­θεῖ ὁ γέ­ρων Γε­ρόν­τιος καὶ λί­γο πρὶν πε­θά­νει ἔ­κα­νε τὴν ἐ­πι­λο­γή του; Φί­λη­σα τὴν εἰ­κό­να καί, πρὶν τὴν ἐ­να­πο­θέ­σω ξα­νὰ στὸ εἰ­κο­νο­στά­σι τῆς μνή­μης, τὴν ἁ­γι­ο­γρά­φη­σα μὲ τὸν μό­νο τρό­πο ποὺ ἐ­γὼ ἔ­χω μά­θει.

Πηγή: Ἱστορίες «Μπον­ζάϊ», Γιορ­τὲς τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, ἐκδ. Ὀκτα­σέ­λι­δο τοῦ Μπι­λιέ­του, 102/2020.

Πε­ρι­κλῆς Σφυ­ρί­δης (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1933). Ποίη­ση, πε­ζο­γρα­φί­α, δο­κί­μιο, ἀν­θο­λο­γί­α. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς καρ­δι­ο­λό­γος ἕ­ως τὸ 1994. Δι­α­τέ­λε­σε πρό­ε­δρος τοῦ Ἰ­α­τρι­κοῦ Συλ­λό­γου Θεσ­σα­λο­νί­κης ἀ­πὸ τὸ 1975 μέ­χρι τὸ 1981. Συ­νερ­γά­στη­κε στε­νὰ μὲ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Δι­α­γώ­νιος. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Πε­ρι­στά­σεις (Ποι­ή­μα­τα, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1974). Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση δι­η­γη­μά­των του: Δι­η­γή­μα­τα. 1977-2002. Ἐ­πι­λο­γὴ-εἰ­σα­γω­γή: Ἀ­λέ­ξης Ζή­ρας (ἐκδ. Κα­στα­νι­ώ­της, Ἀ­θή­να, 2005).

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...