Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

Απο το Γεροντικό

Όμοιος ειμί ανθρώπω καθημένω υποκάτω δένδρου μεγάλου και θεωρούντι θηρία πολλά και ερπετά ερχόμενα προς αυτόν, και όταν μη δυνηθή στήναι κατ' αυτών τρέχει άνω εις το δέδρον και σώζεται. Ούτω καγώ καθέζομαι εν τω κελίω μου και θεωρώ τους πονηρούς λογισμούς επάνω μου και ότε μη ισχύσω προς αυτούς, καταφεύγω προς τον Θεόν δια προσευχής και σώζωμαι εκ του εχθρού.



Μοιάζω με άνθρωπο που κάθεται κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και βλέπει να έρχονται προς αυτόν  πολλά θηρία και ερπετά, και όταν  δεν μπορεί  να τα αντιμετωπίσει, τότε τρέχει και  αναβαίνει πάνω στο δέντρο και σώζεται.
Έτσι και εγώ όταν κάθομαι στο κελί μου και βλέπω τους πονηρούς λογισμούς  πάνω μου και όταν δεν μπορώ να τους νικήσω, τότε  καταφεύγω προς τον Θεό με την προσευχή και σώζομαι από τον εχθρό.

Άγιος Ιωάννης ο Κολοβός

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Φώτης Κόντογλου - Δροσίσετε τὴν ψυχή σας στὴν καλωσύνη καὶ ἁγνότητα

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/fwths_kontogloy/ek-index.htm
Τοῦτος ὁ κόσμος εἶναι ἀνάποδος. Ὅπως καὶ νὰ κάνεις, δὲν τὸν εὐχαριστᾶς. Οὔτε στὸν ἥλιο τὸν βρίσκεις, οὔτε στὸν ἴσκιο. Ὁ κάθε ἕνας λέγει τὸ κοντό του καὶ τὸ μακρύ τους. Γιὰ ὅ,τι ἐνθουσιάζεται ὁ ἕνας, γιὰ ἴδιο στενοχωριέται ὁ ἄλλος. Ἄλλη φορὰ μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν ἤτανε ὅλοι σύμφωνοι, μὰ γιὰ τοὺς πιὸ πολλοὺς τὸ καλὸ ἤτανε καλὸ καὶ τὸ κακό, κακό. Τώρα ὁ καθένας ἔχει σηκώσει μιὰ παντιέρα καὶ κάνει τὸν καπετὰν Ἕναν.

Μὰ οἱ πιὸ πολλοὶ μποδίζονται ἀπὸ τιποτένια πράγματα: ὁ ἕνας θέλει νὰ φαίνεται πιὸ «βαθυστόχαστος» ἀπὸ ὅ,τι εἶνε, ὁ ἄλλος θέλει νὰ φαίνεται μοντέρνος, νὰ μὴν τὸν πάρουνε γιὰ χωριάτη, ὁ ἄλλος φοβᾶται μὴν τὸν πάρουνε γιὰ «ἀφελῆ», γιὰ ὄχι «σοβαρόν» ἄνθρωπο, ὁ ἄλλος δὲν θέλει νὰ δυσαρεστήσει κάποιον, ἕτερος κολακεύει τὶς γυναῖκες καὶ κάνει τὸν «ἱππότη» μιλώντας μὲ ψεύτικη εὐγένεια κ.λ.π. Ὅσοι εἶναι ἴσιοι καὶ ἁπλοί, δὲν ἔχουνε καμμιὰ σκοτούρα. Ζοῦνε μακρυὰ ἀπὸ λιβανίσματα ἀπὸ πονηριὲς εἰδῶν – εἰδῶν, ἀπὸ δυσπιστίες ποὺ φαρμακώνουνε τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ σκηνοθεσίες, ἀπὸ ψευτιές. Χαίρονται γιὰ τὰ καλά, γιὰ τὰ ἁπλά, γιὰ τὰ ἁγνά, γιὰ τὰ σεμνά, γιὰ τὰ ταπεινά. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι ὁλοένα ταράζονται, ὁλοένα ἐξιχνιάζουνε. Πολλοὶ κατατρίβουνται μὲ πράγματα ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ σημασία. Ρωτᾶνε, νὰ ποῦμε, νὰ μάθουνε γιὰ μένα τί σόι ἄνθρωπος εἶμαι, πὼς εἶναι τὸ σχέδιό μου, ἂν εἶμαι θαλασσινὸς καὶ τοῦτο καὶ κεῖνο. Ἀδελφέ μου ἂν σοῦ ἀρέσει ἡ συντροφιά μου, ἔλα ἐκεῖ ποὺ πηγαίνω, ἔλα νὰ νοιώσεις μαζί μου τὰ ὡραῖα ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὸν θησαυρὸ ποὺ ἔχουνε μέσα τους κρυμμένον οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι... Παράτησε πίσω σου τὴν ὑποκρισία τῆς ζωῆς κι ἔλα νὰ δροσισθεῖς στὴ βρυσούλα ποὺ τρέχει κρυμμένη στὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ, κοντὰ στὸ παλιὸ ἐρημοκκλήσι. Τί κάθεσε κι ἐξετάζεις τὰ ἀνεξέταστα; Τί σὲ μέλλει ἂν εἶμαι τὴν ὄψη ἔτσι ἢ ἀλλοιῶς, ἐγὼ καὶ κάθε ἄλλος; Τί ρωτᾶς ἂν εἶμαι ψηλὸς ἢ κοντός, μαῦρος ἢ ἄσπρος; Σ᾿ αὐτὰ ποὺ διαβάζεις βρίσκεται ὁ ἐαυτός μου, τὸ πῶς περπατῶ, τὸ πῶς μιλῶ, δηλαδὴ ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνεῦμα ὅπως ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα νὰ σὲ ἐνδιαφέρει, αὐτὸ εἶναι πνεῦμα ὅπως ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα νὰ σὲ ἐνδιαφέρει, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀπάνω ἀπ᾿ ὅλα νὰ ἀγαπᾶμε τὴν καλωσύνη. Νὰ χαιρόμαστε νἄμαστε καλοὶ καὶ νοιώθουμε κοντά μας καλοὺς ἀνθρώπους. Κανένα πρᾶγμα δὲν εἶνε σὰν τὴν καλωσύνη. Τὸ πρόσωπό της λαμποκοπᾶ σὰν τὸν ἥλιο ποὺ χρυσώνει τὴν πλάση τὸ πρωὶ τῆς ἔμορφης μέρας τοῦ καλοκαιριοῦ. Τί εὐλογημένοι ποὺ εἶναι οἱ καλοὶ ἄνθρωποι, οἱ πρόσχαροι, οἱ γλυκομίλητοι, οἱ ἁπλοί, οἱ ἀπονήρευτοι, οἱ πονετικοί, οἱ ταπεινοί! Τί ἀληθινὸς πλοῦτος μέσα σὲ μιὰ τέτοια καρδιά! Καὶ τί φτώχεια, τί μιζέρια, τί ἀσχήμια μέσα στὶς κακὲς ψυχές, στὶς ἐγωιστικές, κι᾿ ἂς φουσκώνουνε ἀπ᾿ ἔξω κι᾿ ἂς παραστένουνε τὸν πλούσιο! Πόσο ξεκουράζεται ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὴ δροσιὰ τῆς καλωσύνης καὶ πόσο κουράζεται ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὸν λίβα τῆς κακίας.

Μὰ οἱ καλοὶ ἄνθρωποι εἶνε δυστυχισμένοι, ὑποφέρουνε, τυραννιοῦνται. Ναί. Ὁ σατανᾶς τοὺς βασανίζει, τοὺς ρίχνει σὲ συμφορές. Μὰ ἔτσι γίνουνται ἀκόμα πιὸ καθαροί, σὰν τὸ χρυσάφι ποὺ πέφτει στὸ χωνευτήρι. Ζοῦνε φτωχικά, μακρυὰ ἀπὸ δόξες, κρυμμένοι, μὰ ζοῦνε ἀληθινά. Νὰ μὴν ζεῖς βουτηγμένος μέσα στὴν ψευτιά. Αὐτὸ εἶνε ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς «Τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο ἂν κερδίσει ὅλον τὸν κόσμο καὶ ζημιωθεῖ τὴν ψυχή του;» Αὐτός, ὁ φτωχός, ὁ παραπεταμένος, κέρδισε τὴν ψυχή του. Ἀφοῦ κέρδισε τὴν ψυχή του, τί ἔχασε; Ὅ,τι ἔχασε εἶνε τιποτένιο μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ ποὺ κέρδισε. Κι᾿ ὁ ἄλλος ὁ χοντροπετσιασμένος ἀπὸ τὴ σαρκικὴ καλοπέραση, ἀπὸ τὰ σπόρ, ἀπὸ τὰ λουτρά, ἀπὸ τὶς γυναῖκες, ἀπὸ τὶς διάφορες ματαιότητες, τί κέρδισες ἄραγε, ἀφοῦ ἔχασε τὴν ψυχή του; Πόσοι καὶ πόσοι ὕστερα ἀπὸ μιὰ ζωὴ γεμάτη λογῆς–λογῆς σαρκικὲς ἀπολαύσεις, κοσμικὲς τυμπανοκρουσίες, πλούτη, ρεκλάμες κλπ., ἔρχονται σ᾿ ἕναν λογαριασμὸ καὶ ξεζαλίζουνται ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ σπιρτόζα πιστὰ καὶ νοιώθουνε τὴ γύμνια τους καὶ ζητᾶνε τὸν ἑαυτό τους ποῦ βρίσκεται; Μ ἃ δὲν ὑπάρχει πιά. Ἐρημιά, ξέρακας τῆς ἀπελπισίας ζώνει τοὺς ἐγωιστές! Τρομάζουνε μὲ τὴ μοναξιά τους μόλις τὴ νοιώσουνε. Ἀπὸ πάνω τους ὁ οὐρανὸς εἶναι ἔρημος, ἀδειανός, ἡ γῆ ἔρημη, οἱ ἄνθρωποι καρδιὲς ἔρημες, γιατὶ ποτέ τους δὲν γνοιασθήκανε γι᾿ αὐτές, καὶ ἔτσι κόπηκε κάθε τρυφερὴ ἀνταπόκριση μαζί τους. Στὸ τέλος καταλαβαίνουμε οἱ τέτοιοι πὼς μὲ τὰ λεπτὰ δὲν ἀγοράζουνται ὅλα τὰ πάντα. Καὶ πώς, ἴσια – ἴσια, ὅσα δὲν ἀγοράζουνται μὲ τὰ λεφτὰ αὐτὰ εἶνε ποὺ ἔχουνε τὴν πιὸ μεγάλη ἀξία. Καὶ πὼς ἀπ᾿ αὐτὰ ἔχουνε μεγάλη ἀνάγκη, ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ δὲν ἀγοράζουνται. Σὲ ποιὸ μέρος πουλᾶνε τὴν ἡσυχία τῆς ψυχῆς, τὴν ἁγνότητα, τὴν ἁπλότητα, τὴν κρυφὴ χαρὰ ποῦ νοιώθει ὁ ἄνθρωπος κοντὰ στὸν Θεὸ σὲ στιγμὴ ποῦ ζεῖ κρυμμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, τὴν πραότητα, τὴν ἀγάπη; Δὲν τὰ πουλᾶνε σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μαγαζιὰ κι᾿ ἀπὸ τὰ παζάρια γιὰ τὸ διάφορο, τὴν ἀπονιὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, τὴν ψευτιὰ κάθε λογῆς, κι᾿ ὅσα πᾶνε μαζὶ μ᾿ αὐτά, δηλαδὴ τὸν ἐγωισμό, τὴν περηφάνεια, τὴν καταλαλιὰ μ᾿ ἕναν λόγο τὸ χοντροπέτσιασμα τῆς ψυχῆς.

Τί μεγαλομανία σ᾿ ἔχει πιάσει, ἀδελφέ μου, καὶ δὲν βρίσκεις ἡσυχία καὶ χτίζεις πατώματα ἀπάνω στὰ πατώματα, κι᾿ ἔχεις δυὸ τρία αὐτοκίνητα καὶ κότερα καὶ κάθε λογῆς μάταια πράγματα! Γύρισε καὶ κύτταξε καὶ τὸν ἀδελφό σου, νὰ δροσισθεῖ ἡ ψυχή σου μὲ τὴν εὐλογημένη καλωσύνη, ποὺ τὴν ξεράνανε τὰ τσιμέντα, οἱ ψεύτικες κουβέντες, οἱ συμφεροντολογικὲς παρέες, οἱ συνοφρυωμένες ἀξιοπρέπειες. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις θυσίες, τουλάχιστον νὰ συχαθεῖς τὴν ἀδικία. Μὴν ἀδικεῖς. Ἡ ἀδικία εἶναι σιχαμερὴ στρίγγλα, χωρίστρα τῶν ἀνθρώπων, ἀνθρωποκτονία σὰν τὸν πατέρα τὸν σατανᾶ.

Τί θὰ δίνανε πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτούς, ποὺ κερδίσανε τὸν κόσμο καὶ χάσανε τὴν ψυχή τους, γιὰ νὰ νοιώσουνε ὅ,τι νοιώθουνε οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν χάσανε τὴν ψυχή τους! Ἂν τύχει νὰ ξεκόψει κανένας τέτοιος ἀπὸ ψεύτικη παρέα του καὶ βρεθεῖ στὴ συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν, τῶν ἀχάλαστων, νοιώθει πὼς ζεῖ ἀληθινὰ καὶ σὰν ἀπογευθεῖ τὰ ἁγνὰ αἰσθήματα ὕστερα ἀπὸ τὴ ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά, ποὺ κάνει σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξαναγεννήθηκε, σὰν τυφλὸς ποὺ εἶδε τὸ φῶς του. Κάτι τέτοιοι δὲν ξεκολλᾶνε πιὰ οἱ κακόμοιροι ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν, τῶν γκαρδιακῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεμακρύνει ἀπὸ τὰ ψεύτικα πρέπει νἄχει λίγη ψυχή. Ἀλλοιῶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς ψευτιά. Ὁ ἄμμος τῆς Σαχάρας, ὅση βροχὴ κι᾿ ἂν πέσει ἀπάνω του, δὲν φυτρώνει τίποτα.

Ἂν πεῖς πάλι σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τοὺς φτωχούς, νὰ περάσει μισὴ ὥρα μὲ τὴν παρέα τῶν κοσμικῶν, καλύτερα ἔχει νὰ τὸ βάλεις στὸ μπουντρούμι, παρὰ νὰ βλέπει καὶ ν᾿ ἀκούγει ἐκεῖνα τὰ ψεύτικα κομπλιμέντα, τὶς ἀνάλατες συζητήσεις, τὰ κρύα χωρατά. Στὴ συναναστροφὴ ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ ψευτισμένοι, θαρρεῖς πὼς τοὺς χωρίζει ἕνας τοῖχος τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ζοῦνε μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, νοιώθουνε πὼς οἱ καρδιὲς τοὺς γίνονται ἕνα, πὼς ἀκουμπᾶ ὁ ἕνας ἀπάνω στὸν ἄλλον καὶ ξεκουράζεται. Ἀγαπᾶ καὶ ἀγαπιέται, χαίρεται καὶ δίνει χαρά. Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν σαρκικῶν ἀνθρώπων στέκεται ὁ διάβολος καὶ τοὺς κάνει νὰ μιλᾶνε ὁλοένα γιὰ λεφτὰ καὶ γιὰ τὰ ὅμοια, γιὰ νὰ μὴ γροικήσουνε οὔτε τὸ φαγὶ ποὺ τρῶνε. Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν ταπεινῶν στέκεται ὁ Θεός, κι᾿ ὅλα εἶνε εὐλογημένα.

Πετάξετε ἀπὸ πάνω σας τὴν ψευτιά. Ἀνοίξετε τὰ πανιά, νὰ τὰ φουσκώσει ὁ καθαρὸς ἀγέρας τοῦ πελάγου. Νὰ δροσισθεῖ ἡ ψυχή σας, νὰ νοιώσετε πὼς ζητᾶ ἀληθινὰ κι᾿ ὄχι ψεύτικα.

Μια Ποντιοπούλα στα περίφημα μπαλέτα Μαριίνσκι

της Διαμαντένιας Ριμπά

Με διάταγμα του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, το 2009 της απονεμήθηκε ο τίτλος της "Τιμώμενης Καλλιτέχνιδας της Ρωσίας", σε αναγνώριση της προσφοράς της στον τόσο απαιτητικό χώρο του κλασικού μπαλέτου. Με τα περίφημα μπαλέτα Μαριίνσκι έχει περιοδεύσει- μεταξύ άλλων- σε χώρες της Ευρώπης, στις ΗΠΑ, τη Λ. Αμερική, την Κίνα, την Ιαπωνία, σ' ένα ατέρμονο ταξίδι στο δρόμο προς την επαγγελματική καταξίωση. Οι στίχοι του Διονύσιου Σολωμού "Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθής μέσα σου να λαχταρίζη κάθε είδος μεγαλείου", την εκφράζουν απόλυτα ως Ελληνίδα και καλλιτέχνιδα, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει.

Ο λόγος, για την Αλεξάνδρα Ιωσηφίδη, την πανύψηλη μπαλαρίνα των Μαριίνσκι (ύψος 1,82), που κατάφερε να ξεχωρίσει με το ταλέντο και την έμφυτη μεγαλοπρέπεια που διαθέτει, όπως έχει χαρακτηριστικά πει γι' αυτή η "μούσα" των μπαλέτων Μαριίνσκι, Ουλιάνα Λοπάτκινα, πλάι στην οποία εμφανίστηκε, πέρυσι, στο Ηρώδειο, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους στη "Λίμνη των Κύκνων".

Η Λοπάτκινα, φειδωλή στους χαρακτηρισμούς της για άλλους συναδέλφους, είχε πει-μεταξύ άλλων- ότι, "η Αλεξάνδρα έχει έμφυτη μια βασιλική στάση και χάρη στο ελληνικό αίμα έχει ιδιαίτερη ομορφιά".

Η ποντιακής καταγωγής μπαλαρίνα των Μαριίνσκι μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από την Αγία Πετρούπολη, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε με τους γονείς της και τις δύο αδελφές της, την Ελισάβετ και τη Ναταλία. Η ιστορία της οικογένειά της, μία από τις χιλιάδες των Ελλήνων του Πόντου, την έχει σημαδέψει από μικρό παιδί, μέσα από τις διηγήσεις του πατέρα.

"Ο πατέρας μου, Αλέξανδρος, κατάγεται από την Κριμαία, όπου οι πρόγονοί μας μεταφέρθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα από την Τραπεζούντα", μας διηγείται η Αλεξάνδρα και συνεχίζει: "Τις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, πολλοί Έλληνες φεύγουν από την Κριμαία στην Ελλάδα. Η προγιαγιά μου, όμως, μένει στη Ρωσία, λόγω του τραυματισμού του άνδρα της, που είχε τότε καφενείο στη Σεβαστούπολη. Οι τρεις αδελφές της προγιαγιάς μου και ένας αδελφός αναχώρησαν για την Αθήνα".

Είκοσι χρόνια μετά, κατά την περίοδο των σταλινικών εκκαθαρίσεων, χιλιάδες Έλληνες εκτελούνται με την κατηγορία του "εχθρού του λαού" ή εκτοπίζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας. Έτσι οι πρόγονοί της, αν και Έλληνες υπήκοοι, βρέθηκαν στο Ουζμπεκιστάν, σε μια μικρή πόλη της περιοχής Φεργκάνα, την Κοκάντ, 300 χιλιόμετρα από την Τασκένδη.

"Εκεί γεννήθηκαν ο πατέρας μου και ο αδελφός του. Τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ σκληρά. Ο μπαμπάς μας θυμάται πως έκλαιγαν η μάνα του, οι γιαγιάδες του και άλλοι συγγενείς για τη χαμένη πατρίδα. Τα ελληνικά σχολεία ήταν απαγορευμένα και στο σπίτι φοβόντουσαν οι γονείς να διδάσκουν ελληνικά στα παιδιά. Οι μεγάλοι μιλούσαν μόνο μεταξύ τους την ποντιακή γλώσσα. Τα παιδιά ήξεραν μόνο κάποιες φράσεις, όπως 'καλημέρα', 'έλα σ' εμένα', 'κι εσύ δεν ντρέπεσαι', 'καθίστε παρακαλώ', 'μικρό πουλί' κ.ά.. Πήγαν στο σοβιετικό σχολείο, γι αυτό, δυστυχώς, και εμείς σήμερα δεν μιλάμε ελληνικά στο σπίτι. Καμαρώνουμε, βέβαια, που η αδελφή μου, Ελισάβετ, όχι μόνο έμαθε τα ελληνικά, αλλά σήμερα κάνει το διδακτορικό της στην ελληνική γλώσσα, στο πανεπιστήμιο της Αγ. Πετρούπολης".

Παρ' όλα τα βάσανα που πέρασαν οι δικοί της, δεν αρνήθηκαν την ελληνική τους ταυτότητα και διατήρησαν το ελληνικό επώνυμο Ιωσηφίδη. Γι΄ αυτό και αισθάνθηκε ως ένα πολύ σημαντικό γεγονός στη ζωή της την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, την άνοιξη του 2009.

"Αποκτήσαμε αυτό που υποχρεώθηκαν να χάσουν οι πρόγονοί μας", τονίζει η Αλεξάνδρα.

"Τα πόδια μου είχαν το άνοιγμα του Σαρλό"

Η Αλεξάνδρα γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου 1977 στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη), όπου ο πατέρας της πήγε για σπουδές. Εκεί γνώρισε και τη Ρωσίδα μητέρα της. Και οι δύο ασχολήθηκαν έντονα με τον πρωταθλητισμό.

"Η μητέρα μου με έπαιρνε μαζί της, όταν έφευγε για αγώνες σε άλλες πόλεις. Σε ένα από τα ταξίδια αυτά, μια προπονήτρια γυμναστικής πρόσεξε ότι είχα πόδια μπαλαρίνας και συμβούλεψε τη μαμά να με στρέψει στο χορό. Κανείς ως τότε δεν το είχε σκεφθεί, αφού από τη γέννα τα πόδια μου είχαν το άνοιγμα του Σαρλό. Ήμουν και πολύ ψηλή για την ηλικία μου, γεγονός που με έκανε, τότε, να γέρνω την πλάτη μου", μας διηγείται.

Έτσι, στην ηλικία των 10 χρόνων η Αλεξάνδρα πέρασε από διαγωνισμό και εγγράφηκε στην παγκοσμίως γνωστή Ακαδημία Ρωσικού Μπαλέτου της Α. Βαγκάνοβα. Με την αποφοίτησή της, το 1995, πήρε το δίπλωμα του Διεθνούς Διαγωνισμού Βαγκάνοβα (Vaganova-Prix) στην Αγία Πετρούπολη και μπήκε στον θίασο του Θεάτρου Μαριίνσκι.

Το μπαλέτο είναι το παν στη ζωή της Αλεξάνδρας, καθώς, όπως λέει, είναι το εργαλείο επικοινωνίας, που τη φέρνει πιο κοντά στους λάτρεις του είδους, σε όλο τον κόσμο. Το πάθος της είναι τόσο μεγάλο, που μόλις τέσσερις μήνες μετά τη γέννηση της κορούλας της, ξαναεμφανίστηκε στη σκηνή.

"Έχω περιοδεύσει- συνεχίζει- με τα μπαλέτα Μαριίνσκι σε όλο τον κόσμο και δοξάζω το Θεό γι΄ αυτό. Επίσης, έχω λάβει μέρος στο Διεθνές Φεστιβάλ 'Dance Open' και στο Διεθνές Φεστιβάλ Μπαλέτου του Τσεμποκσάρι. Την άνοιξη του 2007 και του 2009 χόρεψα ως προσκεκλημένη σολίστα στο 'Teatro dell'Οpera di Roma' στο μπαλέτο 'Le Sacre du printemps' (The Chosen One) του Β. Νιζίνσκι και στις 'Νύχτες της Αιγύπτου' (Κλεοπάτρα). Η πιο ιδιαίτερη στιγμή, όμως, για εμένα ήταν η εμφάνισή μου στη σκηνή του Ηρωδείου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στις 6 και 7 Ιουλίου του 2009, και της Επιδαύρου την ίδια χρονιά".

Το πιο μεγάλο όνειρο της Αλεξάνδρας Ιωσηφίδη, που σήμερα είναι στην κορυφή της τεχνικής της τελειότητας, είναι να κάνει ένα γκαλά μπαλέτου στην ιστορική της πατρίδα και γιατί όχι να εγκατασταθεί στην Ελλάδα και να ανοίξει μια δική της σχολή μπαλέτου.

Σήμερα, παράλληλα με τις εμφανίσεις της με τα Μαριίνσκι, βελτιώνει τη δεξιοτεχνία της ως καθηγήτρια μπαλέτου. Σπουδάζει, ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια, στην Ακαδημία Ρώσικου Μπαλέτου της Βαγκάνοβα, που την ανέδειξε.

Έχει χορέψει, ως σολίστ, σε πολλές παραστάσεις, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει "Το σιντριβάνι του Μπαχτσισαράι", την "Ωραία Κοιμωμένη", τον "Δον Κιχώτη", και τον "Καρυοθραύστη", ενώ έχει εμφανιστεί πλάι σε μεγάλους χορευτές: Ζελένσκι, Κουζνεζόφ, Ιβάντσενκο, Περετόκιν, Ζαχάροβα, Λοπάτκινα, Μαχάλινα, Βισνέβα, Νιοράτζε κ.ά.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Χριστιανός στόν 21ο αἰώνα

                                                                               π. Βασιλείου Θερμοῦ *

Α΄
 
Η πρόσκληση τοῦ Θεοῦ στόν καθένα  ἀπό  ἐμᾶς  παραμένει ἴδια σέ ὅλες τίς ἐποχές. Εἶναι ἡ πρόσκληση νά ὑλοποιήσουμε τήν ὕψιστη δωρεά νά εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ  καί  νά συμμετέχουμε  στό τριπλό  ἀξίωμα  τοῦ Χριστοῦ,  τό ὁποῖο σύμφωνα μέ τήν Ἁγ. Γραφήκαί τούς Πατέρες, εἶναι τό Βασιλικό, τό Ἱερατικό καί τό Προφητικό. Ὁ Χριστιανός  καλεῖται  νά συμμετέχει σέ αὐτό, μέ τήν ἔννοια ὅτι  γίνεται  βασιλιάς  τῆς  κτίσης καί βασιλιάς τοῦ ἑαυτοῦ του,  δηλαδή, κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του, πού δέν  ἄγεται  καί  φέρεται  ἀπό  τά πάθη του. Ἐπίσης γίνεται ἱερέας τῆς  δημιουργίας  τῆς  κτίσης  καί τῆς ζωῆς, δηλαδή προσφέρει τόν ἑαυτό του στό Θεό ὡς Θεία Λει- τουργία μέσα ἀπό  εὐχαριστιακό φρόνημα καί μέ τήν ἄσκηση τῆς ἀγάπης.  Καί  ἐπίσης  προφήτης, μέ  τήν  ἔννοια  ὅτι  μετέχει  στή
βίωση καί στή μετάδοση τῆς ἀλήθειας.

Αὐτή εἶναι ἡ διαχρονική πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ὅμως ἐπειδή ἄνθρωπος ἀπό ἄνθρωπο διαφέρει πολύ κατά τό χάρισμα  καί  τόν  χαρακτήρα  καί τίς  ἐμπειρίες  τῆς  ζωῆς,  γι’ αὐτό καί στόν κάθε ἄνθρωπο διαφέρει ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὑλοποιεῖται αὐτός ὁ κοινός σκοπός. Γι’ αὐτό ἔχουμε καί ἁγίους οἱ ὁποῖοι διαφέρουν πάρα πολύ μεταξύ τους στό  χαρακτήρα  καί  στή  ζωή. Ἔχουμε ἁγίους μορφωμένους καί ἁγίους ἀγραμμάτους, ἔχουμε ἁγίους  πού  ἔζησαν  σέ  ἐρημιές  καί ἄλλους πού ἔζησαν σέ μεγαλουπόλεις, ἔχουμε ἁγίους ἐξωστρεφεῖς καί ἁγίους μέ κλειστή ζωή. 

Τόν ἴδιο σκοπό τῆς ζωῆς ἐπιτελοῦν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Δηλαδή μετέχουν  στό  τριπλό  ἀξίωμα  τοῦ Χριστοῦ,  φανερώνουν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τους. Θά λέγαμε,  μέ  μία  λίγο  πιό  τολμηρή ἔκφραση, πώς  οἱ Ἅγιοι φανερώνουν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Καί ὑπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι νά γίνει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι. Αὐτό εἶναι χαρακτηριστικό τῆς πίστης μας καί τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὅπως  διαφέρουν  οἱ  χαρακτῆρες, λοιπόν, διαφέρουν καί οἱ ἐποχές. Ἡ πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ἴδια στούς χριστιανούς τοῦ 1ου καί στούς χριστιανούς τοῦ 21ου αἰώνα. Ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά  διαφοροποιηθεῖ αὐτή  ἡ πρόσκληση μπορεῖ νά διαφέρει σέ πολλά. Οἱ χριστιανοί τῶν πρώτων αἰώνων ἀντιμετώπιζαν  τούς  διωγμούς. Εἶναι ἕνα συγκεκριμένο ἄθλημα νά τά βγάλει κανείς πέρα μέ τούς διωγμούς. Οἱ χριστιανοί τῶν Βυζαντινῶν χρόνων ὄχι μόνο δέν ἦταν  ὑπό  διωγμό  ἀλλά  ἡ  πίστη τούς εἶχε γίνει καί ἡ κυρίαρχη πίστη  τῆς  αὐτοκρατορίας. Οἱ  χριστιανοί  βρίσκονταν,  θά  λέγαμε, σέ θέση ὑπεροχῆς καί ἐξουσίας. Ἄλλο ἄθλημα αὐτό ὅπου θά πρέπει νά προσέξουμε τότε προκειμένου νά μήν προδώσουμε τό μήνυμα  τοῦ Χριστοῦ ἀπό  τόν πειρασμό  τῆς  ἄνεσης  καί  τῆς  ὑπεροχῆς.

Ἀπότομα ἀπό αὐτή τήν κατά-σταση πέρασε τό γένος μας στήν Τουρκοκρατία.  Ἄλλα  ἀθλήματα ἐκεῖ χρειάσθηκαν μέσα στίς τόσες δοκιμασίες.  Μετά  πέρασε  στή φάση  τῆς  ἐλεύθερης  ζωῆς, μετά στήν  τεχνολογική  ἐποχή,  τώρα στήν ψηφιακή ἐποχή. Ὅλα αὐτά δημιουργοῦν νέες προκλήσεις. Ἡ ἔμφασή μου δηλαδή σήμερα δέν θά εἶναι νά πῶ τά γενικά στοιχεῖα τά ὁποῖα θεωρῶ δεδομένο ὅτι τά ξέρετε  (τί σημαίνει  νά  εἶναι  κάποιος μαθητής  τοῦ Χριστοῦ,  νά ἔχει πνευματική ζωή, καί νά ἀντα- ποκρίνεται στήν πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ), ἀλλά θά προσπαθήσω νά  μιλήσω  γιά  τό  πῶς  καλεῖται νά  εἶναι  στή  σύγχρονη  ἐποχή, στόν 21ο αἰώνα, ὁ χριστιανός. Νά δοῦμε τί ἰδιαιτερότητες ὑπάρχουν σέ αὐτήν τήν ἐποχή καί πῶς ἐπηρεάζουν τήν προσπάθειά μας νά εἴμαστε  ἀληθινοί  μαθητές  τοῦ
Χριστοῦ.

Νομίζω  ὅτι  ἕνα  πρῶτο  θέμα στό ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ ἐποχή πού ζοῦμε  εἶναι  ἡ  τιμή  καί  ἡ  ἀγάπη πρός  τή φύση,  τήν  κτίση. Αὐτό πάντοτε ὀφείλαμε νά τό ἔχουμε, νά τιμοῦμε τήν κτίση πού ἔφτιαξε ὁ Θεός. Ἀλλά εἶναι ἡ πρώτη φορά στήν  ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας πού  ἄρχισε  νά  «κτυπᾶ  τό  καμπανάκι» γιά νά μᾶς ὑπενθυμίσει ἕνα ξεχασμένο καθῆκον. Ἡ κτίση ἄρχισε νά ὑποφέρει ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μας ἀφροσύνης, ἀπληστίας, ἐπιπολαιότητας.  Μιλάω  γιά  τό οἰκολογικό  πρόβλημα  τό  ὁποῖο μᾶς φέρνει ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μας,  ὄχι  ἁπλά  καί  μόνο  νά  σώσουμε μέ  τήν συμπεριφορά μας τή γῆ, ὑπό τήν ἔννοια τή χρηστική, δηλαδή ὅτι «χρειαζόμαστε τό περιβάλλον, ἄς μήν τό χαλάσουμε», ἀλλά στή βάση ὅτι τό περιβάλλον εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Ἡ καταστροφή τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ εἶναι προσβολή, ἀχαριστία, περιφρόνηση    πρός  τόν  ἴδιο  τό Θεό.

Στό θέμα αὐτό θά  τολμοῦσα νά συμπεριλάβω καί κάτι γενικώτερο, τό ὁποῖο ἐκ πρώτης ὄψεως δέν φαίνεται νά ἔχει σχέση μέ τή φύση, ἔχει ὅμως σχέση μέ τή δημιουργία. Δηλαδή,  ὅπως  ὁ Θεός δημιούργησε τό φυσικό περιβάλλον,  δημιούργησε  καί  τίς  προϋποθέσεις γιά τό ἀνθρώπινο περιβάλλον.  Καί  ὅπως  τό  φυσικό περιβάλλον, διακρίνεται ἀπό θαυμαστή  ποικιλία  ζώων  καί φυτῶν ἔτσι καί τό ἀνθρώπινο περιβάλλον διακρίνεται γιά τήν ποικιλία τῶν πολιτισμῶν.  Τά τελευταῖα χρόνια οἱ ἐξελίξεις τῆς ζωῆς μᾶς καλοῦν νά στραφοῦμε καί πρός τό ἀνθρώπινο  περιβάλλον  τῆς  ποικιλίας τῶν  πολιτισμῶν.  Γιατί;  Δέν ὑπῆρχαν πάντοτε οἱ πολιτισμοί; Πάντοτε  ὑπῆρχαν.  Ἐμεῖς  ὅμως δέν εἴχαμε ἔρθει σέ τόση ἐπαφή ὅση σήμερα. Μέ τίς μεταναστεύσεις  καί  ἐμεῖς  ταξιδεύουμε  σέ ἄλλες χῶρες καί ἄλλοι ἔρχονται σέ μᾶς, μέ τά μέσα ἐπικοινωνίας πού ὑπάρχουν μαθαίνουμε ἐπίσης πολλά πράγματα.

Τί θέλω νά πῶ μέ αὐτά τά δύο θέματα  τά  ὁποῖα  φάνηκαν  λίγο ἀσύνδετα μεταξύ τους, ἀλλά κατ’ ἐμέ ἀνήκουν στήν ἴδια κατηγορία; Θέλω νά ὑπογραμμίσω τήν πρόσκληση  νά  δοῦμε  τήν  ἰδιότητα τοῦ  χριστιανοῦ  στόν  21ο  αἰώνα ὡς τιμή πρός τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ, εἴτε πρόκειται γιά τό φυσικό περιβάλλον,  εἴτε  γιά  τό  ἀνθρώπινο.

Νά προσθέσω ἐδῶ ἕνα θεολογικό  σχόλιο,  ὅτι  ἡ  δίψα  μας  γιάτή σωτηρία καί τή μεταμόρφωση
τοῦ κόσμου δέν μπορεῖ νά ἀγνοεῖ τό  γεγονός  τῆς  δημιουργίας.  Ὁ Χριστός ἦρθε ὡς Σωτήρας μέ δεδομένο  τό  γεγονός  τῆς δημιουρ- γίας. Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά  ἔχει κατάφαση, ἀποδοχή  τῆς δημιουργίας,  καί  μετά  ἀπό  ἐκεῖ θά προχωρήσει στό ἔργο τῆς σωτηρίας,  νά  τό  διακονήσει.  Δέν μποροῦμε  γιά  παράδειγμα,  νά ποῦμε στόν ἀλλοδαπό, στόν ἀλλοεθνῆ  ἤ  τόν  ἀλλόθρησκο,  «εἶσαι χαμένος ἄν δέν γίνεις χριστιανός». Πρῶτα  θά  ἀναγνωρίσουμε  τήν εἰκόνα  τοῦ  Θεοῦ  πού  ἔχει,  ὅτι εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό στή συνέχεια θά ἀνοίξει τό δρόμο γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας. Ἡ σωτηρία  περνάει  πρῶτα  ἀπό  τήν ἀναγνώριση τῆς δημιουργίας, γατί αὐτή ἦταν καί ἡ χρονολογική σειρά. Τό ἴδιο ἀντίστοιχα ἰσχύει καί γιά τή φύση. Δέν μπορεῖ νά λέει ἕνας πιστός «ἐγώ κοιτάζω τή σωτηρία μου» καί τήν  ἴδια ὥρα νά ρυπαίνει  τό περιβάλλον. Ἡ σωτηρία μας περνάει μέσα ἀπό τή δημιουργία, τή δική μας καί τῶν ἄλλων.

Μόνο  ἄν  ἀναγνωρίσουμε  τήν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ στή δημιουργία, εἴτε τῶν ἀνθρώπων εἴτε τῆς φύσης,  μποροῦμε  νά  ὑπηρετήσουμε τό ἔργο τῆς σωτηρίας. Στό  παρελθόν ὁ χριστιανικός κόσμος ἀντέστρεψε τή σειρά καί θεώρησε ὅτι  κάποιοι  θά  σωθοῦν  ἄν  τούς περάσει ἀπό βασανιστήρια ἤ τούς σκοτώσει. Ἔγιναν  τέτοια  πράγματα  σέ  ἰθαγενεῖς  πληθυσμούς. Ἤ  θεώρησε  ὅτι  μπορεῖ  νά  λεη- λατεῖ τή φύση καί ἡ σωτηρία νά προχωρᾶ ἀπό μόνη της χωρίς σεβασμό  στή  δημιουργία. Ἡ  προστασία  τῆς  φύσης,  γιά  νά  εἶναι στάση συνεπής θεολογικά, πρέπει νά συνοδεύεται καί ἀπό καταπολέμηση  τοῦ  ρατσισμοῦ  καί  τοῦἐθνικισμοῦ.

 Δεύτερον, ζοῦμε στή λεγόμενη κοινωνία τοῦ θεάματος. Θά ἔλεγα ὅτι αὐτό κατ’ ἐξοχήν ἀγγίζει τούς νέους. Ὅσο πιό μικρός εἶναι κάποιος τόσο πιό εὔκολα χειρίζεται τίς συσκευές τοῦ θεάματος. Ζοῦμεσέ  μία  ἐποχή  ἡ  ὁποία  μᾶς  βομβαρδίζει μέ ὀπτικές παραστάσεις καί πληροφορίες. Πρέπει νά καταλάβουμε ποιά εἶναι ἡ πρόσκληση πού αὐτή  μᾶς ἀπευθύνει ὡς χριστιανούς. 

Γιά  νά  καταλάβουμε  τί  καινούργιο ἔφερε ἡ κοινωνία τοῦ θεάματος  (ἡ  ὁποία  συμβαδίζει  μέ αὐτό πού λέμε «μετανεωτερικότητα») στόν κόσμο πρέπει νά τή συγκρίνουμε μέ τήν νεωτερικότητα. Ἡ νεωτερικότητα,    ἡ ἰδεολογική κατάσταση πού  ἐπικράτησε στή Δύση ἀπό τόν 17ο αἰώνα καί μετά, ἔγκειται  στήν  ἀνάπτυξη  τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ, τῆς ἐπιστήμης, τῆς διάνοιας, τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἰδεολογίας. Στή νεωτερικότητα  τό  κυρίαρχο  σημεῖο  τοῦ ἀνθρώπου  εἶναι  ἡ  διάνοια,  γι’ αὐτό  καί  ἡ  ἀνθρώπινη  διάνοια ἀπογειώθηκε ἐκρηκτικά μέ τά ἐπιστημονικά προϊόντα της. Στήν μετανεωτερικότητα ὅμως τό κυρίαρχο σημεῖο τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶνα ἡ διάνοια ἀλλά τό θυμικό καί ο αἰσθήσεις μέ ἐπίκεντρο τήν ὅραση Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης,  ἡ  ὅραση  εἶναι  τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μαθαίνει περισσότερα ἀπ’ ὅλες τίς αἰσθήσεις.  Γι᾽ αὐτό τήν ἀγαπάει πιό  πολύ  ὁ  νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.

Στήν  νεωτερικότητα, ὁ σκοπός τοῦ  ἀνθρώπου ἦταν νά πεισθεῖ ὁ ἄνθρωπος  μέ  τόν διάλογο  τῶν  ἐπιχειρημάτων.  Στή μετανεωτερικότητα δέν ὑπάρχει κα- μία  πρόθεση  νά πεισθεῖ κανείς. Ἡ πρόθεση  εἶναι  νά ἀποπλανηθεῖ,  νά σαγηνευτεῖ.  Γι’ αὐτό καί τό κύριο μέσο  μέ  τό  ὁποῖο λειτουργοῦσε  ἡ  νεωτερικότητα ἦταν ὁ λόγος, ἐνῶ τό κύριο μέσο μέ τό ὁποῖο λειτουργεῖ ἡ μετανε ωτερικότητα  εἶναι  ἡ  διαφήμιση Ἡ  διαφήμιση  δέν  ἐνδιαφέρετα νά  πείθει,  ἀλλά  νά  σαγηνεύει ὥστε  τελικά νά καταλήξουμε σέ κάποιο  προϊόν  εἴτε  ἐπειδή  μᾶς κέρδισαν  οἱ  ὑποσχέσεις  ὅτι  θά ἀπολαύσουμε-  μετρῆστε  καμιά φορὰ  πόσο  συχνά  ἀκούγεται  ἡ λέξη  «ἀπόλαυση»-,  εἴτε  ἐπειδή κολακεύει  τόν  ναρκισσισμό μας. Ἡ διαφήμιση χαϊδεύει στόν ἄνθρωπο  εἴτε  τίς  αἰσθήσεις  του,  εἴτε τόν ναρκισσισμό του. «Τό ἀξίζετε αὐτό  τό  προϊόν»!  Δέν  ὑπάρχε διαφήμιση πού δέν ἀπευθύνετα σέ ἕνα ἀπό τά δύο. Ἀκόμα καί ἄν τά λόγια της διαφήμισης δέν πε ριέχουν τή λέξη «ἀπόλαυση», τό σκηνικό της εἶναι ἔτσι ὀργανωμένο καί τόσο σκηνοθετημένο ὥστε νά σαγηνεύει.

Γι᾽ αὐτό καί ἡ διαφήμιση δέν λειτουργεῖ μέ ἐπιχειρήματα ἀλλά μέ  τή φαντασίωση. Βλέπεις  ἕνα ἐκπληκτικό αὐτοκίνητο νά κινεῖται σ’ ἕνα ἐρημικό δρόμο, νά στρίβει ἀπότομα, νά φρενάρει ὅπως θέλει κλπ, δηλαδή μέ διάφορα ψηφιακά τεχνάσματα,  γιά  νά  σέ  προσελκύσουν νά ἀγοράσεις τό αὐτοκί νητο. Αὐτό δέν ἔχει νά κάνει μέ τή λογική, δηλαδή τό πῶς θά συμ- περιφερθεῖ  τό  αὐτοκίνητο  στό δρόμο,  ἀλλά  μέ  τή φαντασίωσή σου ὅτι θά ἤθελες νά βρίσκεσαι μέσα σέ ἕνα τέτοιο κατασκεύασμα τό ὁποῖο θά πραγματοποιήσει τά ὄνειρά σου, ἤ θά σοῦ δώσει ἀξία. 

Συνεπῶς,  ἀντιμετωπίζοντας τήν πρόκληση τῆς κοινωνίας τοῦ θεάματος, (καί ἄς ἀφήσουμε προσωρινά  τό ἄν  εἶναι κάποιος  χριστιανός  ἤ ὄχι, ἀλλά ἄς πάρουμε ἁπλά ἕνα ἄνθρωπο πού θέλει νά εἶναι ἀξιοπρεπής καί φυσιολογικός), χρειάζεται νά μάθει κάποιος νά ἀντιστέκεται μπροστά στή σαγήνη. Ἄν δέν τό κάνει, θά φθάσει σέ σημεῖο νά ἀναπτύξει κάποιου εἴδους ἐξάρτηση. Δέν εἶναι τυχαῖο πού  ἡ  ἐποχή  μας  εἶναι  ἡ  ἐποχή τῶν  ἐξαρτήσεων,  ὄχι  μόνο  ἀπό παράνομες οὐσίες, πού ὑπῆρχαν πάντα,  ἀλλά  καί  ἀπό  νόμιμες ἐξαρτήσεις,  ὅπως  τό  κάπνισμα τό ἀλκοόλ, τό φαγητό, τήν τηλεθέαση, τά ἠλεκτρονικά παιγνίδια, τόν  ὑπολογιστή,  τό  διαδίκτυο. Περνοῦμε ὧρες μπροστά ἀπό τήν τηλεόραση  κάθε  μέρα  μόνο  καί μόνο  γιά  νά  χαλαρώνουμε,  νά   ἠρεμοῦμε, νά μᾶς φεύγει τό ἄγχος. Ἐάν  δέν  ἀντισταθεῖ  κάποιος,  ἡ κοινωνία  τοῦ  θεάματος  γίνεται ἐξαρτησιογόνος.    Ἔτσι  λοιπόν, καί νά μήν εἶναι κάποιος χριστιανός, ἁπλῶς νά θέλει νά εἶναι συγ- κροτημένος καί ὥριμος, χρειάζεται νά ἀντισταθεῖ ἀπέναντι στή σα γήνη γιά νά μήν πάθει ἐξάρτηση. 

Τί περισσότερο ἔχει ὁ χριστια νός νά κάνει ἀπέναντι στήν κοινωνία τοῦ θεάματος; Δέν ἐννοοῦμε κατ’  ἀνάγκη  νά  σταματήσει  νά βλέπει τηλεόραση, σοβαρές ται νίες ἤ ἀξιόλογες ἐκπομπές. Μπορεῖ ὅμως νά κάνει ἕνα πρόγραμμα, νά ἐπιβληθεῖ στόν ἑαυτό του καί νά πεῖ: «τώρα τελείωσε, τό κλείνω». 

Ὁ Χριστιανός χρειάζεται ἐπί σης κάτι παραπάνω ἐδῶ νά προ σέξει. Ἡ κοινωνία τοῦ θεάματος, στήν προσπάθειά της νά μᾶς σαγηνεύει, χρησιμοποιεῖ τόν πιό γνώριμο τρόπο σαγήνης πού ξέρει ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό τήν ἀρχή της: τόν ἐρωτισμό. Δηλαδή προκειμένου  νά  πετύχει  τό  σκοπό  της, χρησιμοποιεῖ τό ἀνθρώπινο σῶμα καί τά ἀνθρώπινα συναισθήματα. Εἴτε ἐμπορικοποιεῖ τό ἀνθρώπινο σῶμα  μέ  τή  γυμνότητά  του,  καί στηρίζει  διαφημίσεις  πάνω  σ’ αὐτή, εἴτε ἐμπορικοποιεῖ τόν ἔρωτα  δημιουργώντας  ρομαντικές ἱστορίες. Ἐδῶ  ὁ  χριστιανός  ἔχει πολύ μεγάλο ἀγώνα.

Στό παρελθόν εἴχαμε ἀκούσει πάρα πολλές συμβουλές, νά ἀποφεύγουμε  τά  τολμηρά θεάματα, ἐπειδή ἐξάπτουν τά πάθη, ἀλλά αἰσθάνομαι ὅτι δέν εἴχαμε ἀκούσει πειστικές  ἐξηγήσεις  γιατί  εἶναι ἁμαρτία,  γιατί  δέν  ταιριάζει  μέ ἕνα χριστιανό νά τό κάνει αὐτό. Τώρα  τό  καταλάβαμε  καλύτερα στήν  ἐποχή  πού  ζοῦμε,  ὅταν  ἡ κατάχρηση αὐτοῦ τοῦ ἐρωτισμοῦ, ἡ  ὑπερβολή  τοῦ  ἐρωτισμοῦ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ θεάματος, ἔφερε τά  πράγματα  σέ  τέτοιο  σημεῖο πού  νά  ἐπιφέρει  δομικές ἀλλοιώσεις στόν ψυχισμό.  Ἡ ἐξάρτηση πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά πάθειἀπό τήν ἐμπορικοποίηση τοῦ σώματος εἶναι δυνατόν νά τόν κάνει ἀνίκανο  ν’  ἀγαπήσει.  Διότι  ἡ ἔμφαση  πού  δίνεται  στήν  ἀπόλαυση τῶν αἰσθήσεων, καταλήγει στό ναρκισσισμό,  ἐνῶ  ἡ  ἀγάπη ἀπαιτεῖ ἄλλες ἱκανότητες. Μερικές φορές μάλιστα γιά νά μπορέσουμε νά ἀγαπήσουμε πρέπει νά μειώσουμε τήν ἀπόλαυση. Μέ τή νηστεία καί κάθε εἴδους ἄσκηση μειώνουμε τίς ἀπολαύσεις γιά νά μπορέσουμε νά ἀγαπήσουμε περισσότερο τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους. 

Σήμερα, ἄν προσέξετε τήν ὁρολογία  πού  χρησιμοποιεῖται,  γιά τούς περισσότερους ταυτίζεται ἡ ἀπόλαυση  μέ  τή  χαρά.  Θέλουν νά  μιλήσουν  γιά  ἀπόλαυση  καί λένε «χαρά». Αὐτό  εἶναι  σοβαρότατο λάθος. Διότι τήν ἀπόλαυση τήν δίνει ἡ ἱκανοποίηση τῶν ὁρμῶν τῶν αἰσθήσεων ἤ τῶν ἐγωιστικῶν ὁρμῶν  στόν  ἄνθρωπο,  ἐνῶ  τή χαρά τή δίνει ἡ ἀγάπη. Ἄν τό φιλοσοφήσετε  λίγο  θά  δεῖτε  ὅτι χαρά  νιώσατε  σέ  καταστάσεις πού ὀφείλονται σέ διαπροσωπικές σχέσεις, π.χ. σέ μία ὄμορφη στιγμή μέ τούς γονεῖς σας, ἤ μέ τ’ ἀδέλφια σας, μέ φίλες καί μέ φίλους, ἤ μέσα στό γάμο σας μέ τόν/τήν σύζυγο, ἤ μέ τά παιδιά. Ἡ ἀγάπη μέσα  στή  διαπροσωπική  σχέση εἶναι πού δημιουργεῖ χαρά. 

Ἐνῶ ἀπολαύσεις ἔχουμε πολύ περισσότερες,  ἀλλά  σχετίζονται μέ  τά  ἐπιφανειακά,  δηλαδή  μέ τίς αἰσθήσεις καί μέ τόν ἐγωισμό. Ὑπάρχει βέβαια καί κάτι ἐνδιάμεσο σέ αὐτά τά δύο. Ἄν ἡ χαρά εἶναι  ἡ  ὑψηλότερη  μορφή  τῶν εὐχάριστων  αἰσθημάτων  καί  ἡ ἀπόλαυση  ἡ  κατώτερη,  ὑπάρχει καί ἡ ἐνδιάμεση πού εἶναι ἡ ἱκανοποίηση. Ἱκανοποίηση παίρνουμε ὅταν ἐπιτυγχάνουμε στόχους. Κα- τάφερα π.χ. καί πῆρα ἕνα καλό βαθμό  στίς  ἐξετάσεις:  δέν  εἶναι χαρά αὐτό πού νιώθω, εἶναι ἱκανοποίηση,  κι  ἄς  λέω  «εἶμαι  χαρούμενος». 

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν γνωρίζει αὐτή τή διάκριση μεταξύ χαρᾶς καί ἀπόλαυσης, πέφτει στήν παγίδα τῶν ἀπολαύσεων (φαγητοῦ, καταναλωτισμοῦ,  ἀνέσεων,  ἐρωτισμοῦ,  δηλαδή  σεξουαλικοποιημένης ἀπόλαυσης  χωρίς συναισθήματα),  ὅποτε  κινεῖται  μόνο στό  ἐπίπεδο  τῆς ἀπόλαυσης,  τή χαρά  δέν  τήν  φτάνει.  Ἐάν  δέ αὐτό  τοῦ  γίνει  καί  συνήθεια  μέ τόν καιρό, δηλαδή ἐάν ὑποταχτεῖ στήν κοινωνία τοῦ θεάματος, καί μέσα του ἐγκατασταθεῖ ἡ συνήθεια τῆς ἀπόλαυσης, εἶναι δυνατόν νά χάσει τήν ἱκανότητά του νά φτάσει τή  χαρά,  νά  ἀνέβει  πιό  πάνω. Κινδυνεύει  νά  γίνει  ἄνθρωπος πού δέν θά εἶναι  ἱκανός νά χαίρεται  καί  νά ἀγαπᾶ. Ἅμα  χάσει τήν ἱκανότητα γιά ἀγάπη ἔχει χαθεῖ τό βασικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, χάθηκε ἡ χριστιανική ἰδιότητα ἐντελῶς.  Διότι  αὐτή  βασίζεται στήν ἀγάπη: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί  ἐξ ὅλης  τῆς  ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». 

Μόλις  ὑποβαθμιστῆ  ἡ  ἱκανότητα γιά ἀγάπη, ὄχι μόνο  χάνεται ὁ χριστιανός, ἀλλά ξεπέφτει καί ὁ  ἄνθρωπος. Ἄρα  ζοῦμε  σέ  μία κοινωνία  ἡ  ὁποία  μέσα  ἀπό  τό θέαμα  κάνει  ὅ,τι  μπορεῖ  γιά  νά χάσουμε  τήν  ἱκανότητα  νά ἀγαπᾶμε.  Ἑπομένως  πρέπει  νά τό λάβουμε σοβαρά αὐτό ὑπ’ ὄψη στήν  στάση  μας  ἀπέναντι  στήν κοινωνία  τοῦ  θεάματος,  στήν ἀσκητική τήν ὁποία θά ἐφαρμόσουμε ἀπέναντι  στήν  κοινωνία τοῦ θεάματος καί ἀπέναντι στήν κοινωνία  τῆς  κατανάλωσης,  ἡ ὁποία πορεύεται μαζί μέ τήν κοινωνία τοῦ θεάματος. Θέαμα καί κατανάλωση πᾶνε μαζί.

 *Εἰσήγηση στὴν ἡμερίδα ποὺ διοργάνωσε γιὰ τοὺς κατηχητές τὸ Γραφεῖο Νεόητος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβίων καὶ Κοζάνης στὶς 13-3-2010.

Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Τα ΕΛ.ΤΑ τιμούν το Γέροντα Αυγουστίνο

Σε εκδήλωση τιμής κι ευγνωμοσύνης προς το Γέροντα Μητροπολίτη, πρώην Φλωρίνης – Πρεσπών και Εορδαίας κ. Αυγουστίνο που συνδιοργάνωσαν χθες τα Ελληνικά Ταχυδρομεία και η Μητρόπολη, παρουσιάστηκαν το Λεύκωμα και σειρά γραμματοσήμων, αφιερωμένα στο Γέροντα Αυγουστίνο, που εξέδωσαν τα Ελληνικά Ταχυδρομεία.
Σύνταξη: Σοφία Ζουζέλη

Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Άπλωσε και ο Κύριος το χέρι του…



Κάποτε που βάδιζα με τον άγιο στην πλατεία της πόλεως, βλέπω δεξιά μου έναν άνθρωπο κάτι να ψιθυρίζει. Τον ακολουθούσαν πολλοί φτωχοί ζητώντας του βοήθεια. Κι εκείνος κάνοντας τάχα ότι τους διώχνει, τους έβαζε στο χέρι την ελεημοσύνη του. Έτσι κρυβόταν από τους ανθρώπους. Μόλις το πρόσεξα, σκούντησα τον όσιο και του είπα για την αρετή του ανθρώπου αυτού. Κι εκείνος μού λέει:
- Στα μάτια του Θεού είναι μέγας. Τον ξέρω, γιατί αρκετές φορές βρεθήκαμε μαζί.
Ύστερα από μερικές ημέρες τον ρώτησα σχετικά με αυτή την αρετή και μου διηγήθηκε ένα παράδοξο θαύμα.
- Ήμουνα τότε, μού είπε, μικρό παιδί, δώδεκα χρονών περίπου, και είχα πάει στην εκκλησία του αποστόλου Θωμά να προσευχηθώ.
Βρήκα εκεί ένα γέροντα να διδάσκει το λαό. Μεταξύ άλλων, μίλησε και για την ελεημοσύνη. Είπε ότι αυτός που δίνει κάτι στους φτωχούς είναι σαν να το καταθέτει στα χέρια του Κυρίου. Όταν το άκουσα αυτό παραξενεύθηκα και κατέκρινα τον άνθρωπο του Θεού ότι ήταν ψεύτης. Γιατί έλεγα μέσα μου: αφού ο Κύριος είναι στους ουρανούς στα δεξιά του Πατέρα του, πώς θα βρεθεί στη γη, για να πάρει αυτά που δίνουμε στους φτωχούς;
Καθώς όμως βάδιζα και συλλογιζόμουν όσα άκουσα, βλέπω κατά σύμπτωση ένα κουρελιάρη φτωχό που πάνω από το κεφάλι του -τι θαύμα!- στεκόταν η μορφή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Εκεί που προχωρούσε ο φτωχός τον συνάντησε κάποιος ελεήμων και του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί. Μόλις λοιπόν άπλωσε το χέρι του ο φιλόπτωχος εκείνος προς το ζητιάνο, άπλωσε και ο Κύριος το χέρι του από την εικόνα, πήρε το ψωμί και τον ευχαρίστησε. Έπειτα το έδωσε στον φτωχό. Ούτε αυτός όμως ούτε κι ο ελεήμων κατάλαβαν τίποτε.
Θαύμασα και πίστεψα. Από τότε ήξερα ότι όποιος δίνει στους αδελφούς ό,τι έχουν ανάγκη, το βάζει πραγματικά στα χέρια του Χριστού. Αυτή την εικόνα του Χριστού τη βλέπω να στέκεται πάνω απ’ όλους τους φτωχούς και γι’ αυτό με δέος ασκώ όσο μπορώ, την αρετή της ελεημοσύνης που τόσο ευχαριστεί τον Κύριο.
(Άγιος Νήφων Κωνσταντιανής)
Πηγή: vatopaidi

Το βρήκαμε:  
http://iliaxtida.wordpress.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...