Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Ξεκίνησε η δημοσια διαβούλευση απο την κυβέρνηση για την κάρτα του πολίτη

Στην παρακάτω ηλεκτρονική διεύθυνση του υπουργείου εσωτερικών μπορείτε συμμετέσχετε στη συζήτηση και να σχολιάσετε για την  κάρτα του πολίτη
http://www.opengov.gr/ypes/?p=863

Οι δύο ξυλοκόποι

Ήταν δύο ξυλοκόποι που πήγαιναν σε ένα δάσος και έκοβαν ξύλα.
Ο ένας κάθε μέρα έκοβε κάθε φορά 10 δέντρα τα φόρτωνε και έφευγε. Ο άλλος έκοβε κάθε φορά μόνο ένα.
Ένας τσοπάνης που έβοσκε τα ζώα του και τους έβλεπε ρώτησε μια φορά το δάσος.
-Δάσος ποιον από τους δυο ξυλοκόπους φοβάσαι;
-Φοβάμαι περισσότερο αυτόν που κόβει ένα δέντρο κάθε μέρα. Ο άλλος που κόβει δέκα δέντρα κάποια στιγμή θα σταματήσει. Είτα θα βαρεθεί είτα θα κουραστεί είτε θα αρρωστήσει.
Ο άλλος δεν πρόκειται να σταματήσει με τίποτα.
 Το ίδιο πρέπει και εμείς να κάνουν στην πνευματική ζωή και να μην απογοητευόμαστε

Το ακούσαμε στον ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον γέροντα Αννανία Κουστένη

Τα Εισόδια της Θεοτόκου

Όταν η Παρθένος Μαρία έγινε τριών ετών, οι γονείς της ( ο Ιωακείμ και η Άννα), εκλπηρώνοτας της υπόσχεσή τους στο Θεό, ξεκίνησαν μαζί με άλλους συγγενείς και φίλους για να αφιερώσουν την κορούλα τους στο ναό. Σύμφωνα με την παράδοση, η τριάχρονη παιδούλα περπάτησε κι ανέβηκε μόνη της τα μεγάλα, μαρμάρινα σκαλιά του ναού. Τότε την παρέλαβε ο αρχιερέας Ζαχαρίας, ο πατέρας του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και ψάλλοντάς της εγκώμια, την έβαλε στο ιερό του ναού. Αλλά μερικοί σκανδαλίσθηκαν γιατί στο ιερό εκείνο μέρος απαγορευόταν να εισέρχονται γυναίκες. Όμως ο προφήτης Ζαχαρίας τους καθησύχασε λέγοντας:
-Είναι εντολη του Θεού, να φυλαχθεί η αγία κόρη στον ιερώτερο χώρο του ναού, γιατί ο Θεός την προορίζει για υπερκόσμια θαυμαστά γεγονότα.
Έπειτα ο Ιωακείμ και η Άννα επέστρεψαν χαρούμενοι στο σπίτι τους, ενώ η Παρθένος Μαρία παρέμεινει στο ναό για δώδεκα χρόνια, και καθημερινά Άγγελος κατέβαινε απο τον ουρανό και της έφερνε ουράνια τροφή. Μέσα στο ναό, η Θεοτόκος προσευχόταν, μελετούσε τα ιερά κείμενα κι αντί ια κοσμήματα και χρυσαφικά, είχε στολιστεί απο το Θεό , με αγνότητα, ταπείνωση , πραότητα, μακροθυμία κι όλες τις άλλες πολύτιμες αρετές.
Η Ορθοδοξη Εκκλησία μας τιμάει την είσοδο της Παναγίας στο ναό , κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου.

Απολυτίκο
Σήμερον της ευδοκίας Θεού το προοίμιον, και της των ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις· εν Ναώ του Θεού , τρανώς η Παρθένος δείκνυται , και τον Χριστόν τοίς πάσι προκαταγγέλεται.Αυτή και ημείς μεγαλοφώνως βοήσωμεν·  Χαίρε της οικονομίας του Κτίστου η εκπλήρωσις.

Δεσποτικές και Θεομητορικές Εορτές
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΣΣΑΣ

Στον κ.ΦΙΛΙΠΠΟ ΚΑΤΣIΠΗ

Δεύτερη νύχτα που ξυπνούσε απο υπνοταραχή ο Γεράσιμος ο Μπάιλας. Κι ίδιο το όνειρο που έβλεπε και τίς δυο τούτες τις νύχτες. Η  Παναγιά ήταν που τον καταξίωνε με την παρουσία της, αυτόν τον ταπεινό κι απονήρευτον άνθρωπο του Θεού. Όμως , αλλιώτικη ήταν την κάθε φορά που ερχόταν κι έσκυβε πάνω απο το προσκεφάλι του η Μεγαλόχαρη. Ντυμένη στα μαύρα, γυναίκα αγγελικιά και πάγκαλη την πρώτη-λαμπροστολισμένη την άλλη, λουσμένη απο δόξα επουράνια, έτσι όπως είχε μάθει να την προσκυάη και να την τιμάη πάντα του ο ταπεινός ο Γεράσιμος. Κι η λαλιά της , να στάζη γλύκα ανείπωτη- έτσι που δε μπορούν να μιλουν του Θεού τα πλάσματα, αλλά μονάχα οι άγγελοι στα επουράνια.

Τα ίδια λόγια του είχε πει και τις δύο φορές η Μεγαλόχαρη:
-Γεράσιμε , άμα θα σηκωθής , να πας στο χωράφι σου που έχεις στην Περίσσα. Άμα σκάψης εκεί δα- εγώ θα σου δώσω, σαν έρθη η ώρα , τα σημάδια που πρέπει - θα με βρής θαμμένη σε μιά παλιά εκκλησία μου.

Τρεμούλιασε του φτωχού του Γεράσιμου το φυλλοκάδρι, που την είδε και την άκουσε. Πως γινόταν να τον καταξιώνη έτσι με τον ερχομό της η Μεγαλόχαρη; Αυτόν , έναν ταπεινό γαϊδουρολάτη, που ζούσε τη φτωχοφαμελιά του, εκεί πέρα, στη Μέσα Γωνιά, την Επισκοπή όπως τη λένε σήμερα, της Σαντορίνης...Μέρα έμπαινε, μέρα έβαινε, να πετσοκόβεται και να κοψομεσιάζεται, ο δόλιος, πότε με το "χτήμα" του- τον υπομονετικό του γάϊδαρέλο-και πότε με το χωραφάκι του , δυό τρείς ζευγαριές αμπελοχώραφο, που το είχε κεί δα να , στον κάμπο της Περίσσας.

Την πρώτη φορά που είδε σε όνειρό του την Παναγιά ο Γεράσιμος, είπε πως μπορούσε να ήταν και της φαντασίας του γέννημα. Δεν έκανε τίπο' απ' όσα του ορμήνεψε η Παναγιά, μήτε κι είπε γιά κείνο που είχε δει κανενού κουβέντα. Μα σαν ξανάδε το άλλο βράδυ τη Μεγαλόχαρη στον ύπνο του, και του είπε και του λάλησε ξανά τα ίδια με την πρώτη φορά τα λόγια, ο Γεράσιμος ο Μπάιλας μούσκεψε απ' τον ίδρο και το φόβο κι η καρδιά το πετούρισε παράξενα. Δεν άργησε να πάρη την απόφαση του.
-Θα πα  να το στορήσω στον παπα-Μακάριο το όνειρο που είδα, μονολόγησε.

Με προσοχή τον άκουσε ο γέροντας-γέροντας , να πης, δέν ήτανε, νέος ακόμη στα χρόνια, με κοντό σγουρογένι, μα όλοι τον σέβονταν και τον αγαπούσαν , γιατί ήταν αληθινά "ποιμένας ψυχών"
ο παπα-Μακάριος ο Μεντρινός. Κι άμα τέλεψε να του ανιστορή τ' όνειρο του ο γαιδουροζευγολάτης- ο  Γεράσιμος ο Μπάιλας μ'άλλα λόγια- έκατσε και του απολογήθηκε ο παππάς.

-Σημαδιακό τ'όνειρο όπου είδες, Γεράσιμε. Μακαρισμένος ο δούλος του Θεού που τον καταξιώνει η Μεγαλόχαρη με την παρουσία της .Αναρωτιέσαι γιατί ήσουν εσύ που ξέλεξε ανάμεσα απ' τα τόσα πλάσματά της η Μεγάλη Κυρά τον Ουρανών...Τι που είσαι γαϊδουρολάτης ταπεινός κατά το που το στοχάζεσαι, ευλογημένε; Ίσα ίσα που στις ταπεινές ψυχές κι αμόλευτες πάει κι ακουμπάει το χέρι της η Μεγαλόχαρη. Σημαδιακό τ'όνειρο της που σου 'πεψε. Μεγάλη η χάρη σου, που θα'σαι του λόγου σου κείνος που θα την ανασύρης στο φως απο κει όπου βρίσκεται θαμμένη.

Έσκυβε ακούγοντας τον το κεφάλι ο φτωχός γαϊδουρολάτης. Κι η καρδιά του πήγαινε να σπάση στο στερνό του. Μα όχι, να πής ,απο περηφάνια. Του Θεού τα πλάσματα -να, σαν τούτο εδώ , το Γεράσιμο το Μπάιαλα-δεν πέφτουνε σε τέτοια κρίματα , η καρδιά τους απομένει πάντα καθαρή, ολοκάθαρη, σαν το σμαραγδένιο το νερό και σαν το διάφανο το κρούσταλλο. Δεν  το' λεγε να πιστέψη στ' αυτιά του με τα όσα άκουγε να του λέη ο παπα-Μακάριος- του ερχόταν ίδια ταραχή όπως και τις δυο περασμένες νύχτες, που είχε δει το όνειρο. Μα για να το λέη ο γέροντας, έτσι θα'τανε. Τον άκουσε , απ' αντίκρυ του που καθόταν , ν'αποσώνη την ίδια στιγμή το λόγο του ο παπα-Μακάριος:

-Θα νηστέψης, ούλες τούτες τις μέρες (Λαμπρόσκολες είχανε), Γεράσιμε , κι αποβδόμαδα, με του Θεού τη δύναμη και της Παναγιάς τη χάρη, θα πάμε να λειτουργήσουμε στην Κατευχιανή. Κι απέ θα κατεβούμε στην Περίσσα, εκεί όπου στέκει το χωράφι σου, να σκάψουμε και να την ανεύρουμε ,εκεί όπου βρίσκεται θαμμένη η Μεγαλόχαρη

Νύχτα ήταν ακόμα που ξεκίνησε ο Γεράσιμος ο Μπάιλας- ξημέρωνε η μέρα που του είχεν ορίσει ο παπάς του. Είχε μηνύσει και σε πεντ' έξι άλλους χωριανούς-άνθρωποι του Θεού όλοι τους σάν κι αυτόν και τον παπα-Μακάριο- και με τα λαδοφάναρα στα χέρια για να φέγγουν μες στη νύχτα, πήγαν κι αντάμωσαν στους παπά μπροστα στην πόρτα. Είχανε πάρει μαζί τους και τρία ζωντανά, το ένα για να καβαλικέψη ο γέροντας, στ' άλλα φόρτωσαν την κουμπάνια τους και τα σύνεργα που θα τάχανε χρεία για να σκάψουν το χωράφι. Κι όλοι μαζί, ξεκίνησαν μέσα στη νύχτα.

Δίχως να μιλούν στο δρόμο- μοναχά ο παπάς ψαλμουδούσε καθώς πήγαιναν-φτάσανε στο Καμάρι, πήρανε την ανηφόρα και κατηφόρισαν ξανά κατά τη Σελλάδα. Κόψαν απ' το μονοπάτι της Κατευχιανής, της εκκλησιάς που είναι χρισμένη στην κουφάλα του βουνού. Άμα σταθής στην αυλή της , το μάτι σου φτάνει ίσαμε πέρα μακριά στον κάμπο κι απο κει συνέχεια ως την αμμουδιά, που απλώνει σα δαντέλα την ακρογιαλία της , να την γλυκοφυλάη μέρα νύχτα το κύμα. Ο κάμπος, η θάλασσα και το βουναλάκι του Κάτω Άι-Λιά με τους ανεμόμυλους. Κι ανάμεσα σ' όλο τούτο το πανόραμα, σκορπισμένα τα καρπερά τ' αμπελοχώραφα και τα ταπεινά και αθώρητα ξωκλησάκια του Νιμποριού.


Σαν έφτασαν στην Κατευχιανή, προσκύνησε ο παπα-Μακάριος με τη συνοδεία του, ύστερα μπήκε στο ιερό μονάχος και ντύθηκε τα άμφιά του. Λειτούργησε κανονικά με τη μελωδική φωνή του, άφησε ν'ανεβή ως τα ουράνια η πρωινή τούτη δέησή του. Κι οι λιγοστοί πιστοί που τον συντρόφευαν σ' αυτήν , σκύβοντας όλη την ώρα ταπεινωμένο το κεφάλι , παρακαλιόνταν στη χάρη Της, να φανή σ' ότι είχαν να τελέψουν σε λίγο , οδηγημένοι απ' την ορμήνια της και την παράστασή της.

Ο Γεράσιμος είχε απομείνει στον αυλόγυρο της Κατευχιανής. Δεν είχε στασιό μέσα στην εκκλησιά απ' την απαντοχή του. Κι απο κεί όπου έστεκε, αλάργευε τη ματιά του, την έφτανε και την ακουμπούσε στο χωραφάκι του απά, σαν κάτι να περίμενε να ξεπροβάλη απο κεί, κάτι που πολύ το ήθελε και το λαχταρούσε. Η ίδια η Παναγιά του το'χε πει στ' όνειρο του. Πως σάν θα έφτανε ο Γεράσιμος στο χωράφι του, Εκείνη θα τον οδηγούσε και θα τον ορμήνευε. Κι έτσι όπως έστεκε, με τ' όνειρο όλη την ώρα στο νού και στην καρδιά του, είδε να λαμπιρίζη ανάμεσα απο τους σβώλους τα χώματα μια φωτεράδα, μια λαμπερή φωτιά, ίδια σαν αυτές που ανάβουν ανήμερα στη γιορτή του Αι- Γιάννη.
-Παπα-Μακάριε...πατριώτες...Τρεχάτε να δήτε τα σημάδια που μας πέμπει η Μεγαλόχαρη!

Του ήρθε να ξεφωνίση την ίδια στιγμή , του δόλιου. Μα δε φώναξε, δε σάλεψε κάν τα χείλη του , για να μην τους αναταράξη στην ώρα της λειτουργίας. Και μονάχα σαν αποτέλειωσε τα «γράμματα» ο παπάς και στρώθηκαν όλοι στην πεζούλα της Κατευχιανής για να βάλουν μια μπουκιά ψωμί στο στόμα τους και να στυλωθούν, τότε κάθισε κι ο Γεράσιμος και τους ιστόρησε τα όσα είχε δει πριν λίγο στο χωράφι του. Κι όλοι μαζί σταυροκοπηθηκαν με πίστη και κατάνυξη.

Η μέρα είχε ροδίσει πια για καλά, σαν έφτασε όλη η συνοδεία στο χωραφάκι του Γεράσιμου του Μπάιλα. Πρώτος ο παπα- Μακάριος ξεντύθηκε το ράσο του, χάραξε με την αξίνα το σημείο του σταυρού απά στο χώμα και χτύπησε την πρώτη πελεκιά. Απόκοντα, άρχισαν να σκάβουν , ψυχωμένα όλοι, με τις αξίνες τους. Κι εκεί που χτυπούσε κι έσκαβε με τη δικιά του ο Μπάιλας, σκόνταψε το σίδερο σε μια σκληράδα. Και μια σπίθα πετάχτηκε την ίδια στιγμή απ' τη σκληρή την πέτρα. Χτύπησε απανωτά κι άλλες φορές ακόμα ο Γεράσιμος. Η Παναγιά η Παρθένα καταξίωνε για άλλη μια φορά την πίστη του. Λίγο ακόμα ,και μεσ' απο τα χώματα ξεπρόβαλε ένας σπασμένος μαρμάρινος σταυρός, μ' ένα σωρό σκαλίσματα, λουλούδια κι αγκάθια ολόγυρά του.

Πήγαν να τρελαθούν όλοι απ' τη χαρά τους.Κι έπεσαν με δάκρυα ,ο ένας στην αγκαλία του άλλου και φιλούσανε σαν τρελοί ο ένας τον άλλον.

Σ'εκείνον τον τόπο, καταπάνω στο χωράφι του Γεράσιμου του Μπάιλα, χτίστηκε η Παναγιά της Περίσσας. Απ' τη μεριά του κάμπου , απλώνονται , χαρά Θεόυ , τ' αμπέλια και τα χωράφια- απ' τη μεριά του Κρητικού πελάγου πάλι, ξεδιπλώνεται σμαραγδένια η θάλασσα. Περίλαμπρη τούτη η εκκλησιά , αέρινη, λες και δεν ακουμπάει σε γη, με τους πέντε κατάλευκους, χιονάτους κουμπέδες της- δέηση παντοτεινή στη χάρη της Μεγαλόχαρης.  Το παράξενο είναι , πως τούτη τη θαυμαστή την εκκλησιά δεν την έχτισε κανένας φημισμένος τεχνίτης, σπουδασμένος σε σοφά σχολειά, παρά ένας άξιος χτίστης, πρωτομάστορας, Ιωάννης Σαλίβερος τ' όνομά του και το παρατσούλι του Μπατζάνης. Το πως μπόρεσε και τη στέριωσε μια τόσο θεόρατη εκκλησιά πάνω στην άμμο, αυτό , μονάχα ο Θεός κι η Παναγιά το ξέρουν και το ορίζουν. Εκείνο που θα' πρεπε να πούμε ακόμα πρίν  τελέψη η αληθινή τούτη ιστορία , είναι πως πλάι στο Σταυρό, βρήκανε και την εικόνα της Μεγαλόχαρης, μικρή  σαν μια σύνοψη και σκεπασμένη ολάκερη απ' ασήμι. Τούτη την εικόνα την έκλεψε κάποιος Μποργιανός-γιατί να πούμε το όνομά του; κρίμα θα'τανε, του φτάνει η ντροπή που σόδιασεν απάνω του με την πράξη του ετούτη-που όσα χρόνια την είχε στα χέρια του, άσπρη μέρα δεν είδε ούτ' αυτός ούτ' η φαμελιά του. Ώσπου είδε κι απόδε ο συφοριασμέονς και τη γύρισε πίσω.

Οι σεισμοί που συνταράξανε και ξεθεμέλιωσαν πριν λίγα χρόνια τ' όμορφο νησί της Σαντορίνης, ρίξανε συντρίμμια και την Παναγιά της Περίσσας, τη βούλιαξαν εδά κει στο χώμα, γίνηκαν θρύψαλα οι αέρινοι, χιονάτοι κουμπέδες της. Μα η Μεγαλόχαρη καρτεράει να βρεθούν χέρια ανθρώπινα και καρδιά χριστιανή, για να την ανασηκώσουν στην ίδα πάλι τη μεριά , πιο όμοφρη και πιο σεβαστική απ' ότι ήταν πριν να γκρεμιστή.

ΑΛΚΗ Κ. ΤΡΟΠΑΙΑΤΗ

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Τίμα τον άνδρα σου, αγάπα τη γυναίκα σου

Παρατηρείται στην εποχή μας ένα ανεξήγητο φαινόμενο. Ζευγάρια που ξεκίνησαν με τους καλύτερους οιωνούς για να δημιουργήσουν μία ευτυχισμένη οικογένεια, ζευγάρια που ξεκίνησαν , όπως οι ίδιοι ομολογούν, ύστερα απο έαν δυνατό έρωτα να ενώσουν τη ζωή τους, οδηγήθηκαν ύστερα απο ένα σύντομο χρονικό διάστημα στο διαζύγιο, στη διάσπαση και η πρότερη αγάπη τους έγινε μίσος ανυποχώρητο.

Γεννάται το ερώτημα: Που οφείλεται αυτό το φαιόμενο, τι είναι εκείνο που μετέβαλε την αγάπη σε μίσος;Τι είναι εκείνο που δημιουργεί αυτή την διάσταση μεταξύ των ζευγαριών, με αποτέλεσμα να έχουμε δράματα οικογειακά , δράματα κοινωνικά;

Η αιτία είναι πολύ βαθύτερη απ 'ότι φαίνεται.Τα αίτια δεν είναι οικονομικά, κοινωνικά. Τα αίτια είναι πνευματικά. Πρώτο και βασικό αίτιο είναι η έλλειψη θεμελίων απο την οικογένεια. Τα ζευγάρια κτίζουν τη φωλιά τους χωρίς θεμέλιο, χωρίς βάση. Θεμέλιό τους είναι τα οικονομικά αγαθά που έχουν , η γνώση τους , η εργασία τους και κυρίως η ικανοποίηση της σάρκας. Τους λείπει το σπουδαιότερο θεμέλιο που είναι  Χριστός, η πίστη. Με τον πρώτο σεισμό, με την πρώτη τρικυμία που θα παρουσιαστει , αρχίζουν τα θεμέλια της οικογένειας να τροίζουν, να σαλεύονται.

Μιά άλλη βασική αιτία είναι η έλλειψη υπακοής της γυναίκας πρός τον άνδρα. Ο κύριος παραγγέλλει: «Αι γυναίκες υποτάσσεσθαι τοις ανδράσιν, ως ανήκεν εν Κυρίω» (Κολοσ. 3,18). Μη ξεχνάμε ότι το ζεύγος μετά το γάμο, είναι ένα σώμα , μία ψυχή. «Και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν»(Εφεσ. 5,31). Παρατηρείται το εξής φαινόμενο στην εποχήμας. Πολλές γυναίκες και μετά το γάμο θέλουν να είναι αναξάρτητες όπως ήταν πρώτα. Θέλουν να έχουν δικό τους ταμείο, δικές τους παρέες και συντροφιές. Όλα αυτά δημιουργούν προστριβές μέσα στην οικογένεια.Το ίδιο ισχύει και για τον άνδρα. Δεν μπορεί να ζει ανεξάρτητος ,όπως και πρώτα, μη δίνοντας λογαριασμό σε κανένα. Εκείνο που χρειάζεται απο τη γυναίκα είναι να υπακούει στον άνδρα σε κάθε τι που είναι σύμφωνο με το θέλημα του  Θεού. Κάθε ανυπακοή είναι αντίθετη με το θέλημα του Θεού και δημιουργεί διάσπαση της οικογένειας.

Μία άλλη αιτία είναι η έλλειψη αγάπης του ανδρός προς τη γυναίκα. Ο Κύριος παραγγέλλει: «Οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας και μη πικραίνεσθε προς αυτάς» (Κολοσ. 3,19). Εκείνο που θέλει η γυναίκα σας είναι η αγάπη ,η στρογή. Μην ξεχνάτε ότι είναι ένα μέλος δικό σας· «ούτως οφείλουσιν οι άνδρες αγαπάν τας εαυτών γυναίκας  ως τα εαυτών σώματα»  (Εφεσ. 5,28). Δεν μπορείς να φροντίζεις μόνο για τον εαυτό σου και να αδιαφορείς για τη γυναίκα σου.Η φροντίδα αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην διατροφή και στην ενδυμασία. Εάν νομίζουμε ότι αυτό είναι αρκετό, κάνουμε λάθος. Μη ξεχνάμε ότι η γυναίκα σου έχει και ψυχή, έχει και συναίσθημα, έχει ανάγκη και κάτι περισσότερο. Έχει ανάγκη απο την αγάπη σου, απο την παρουσία σου. Η οικόγένεια είναι ένας ζυγός. Τον ζυγό δεν μπορεί να το σύρει μόνο ένας. Εάν γίνει αυτό σύντομα ο ζυγός αυτός θα σπάσει.

Μία άλλη σοβαρότερη αιτία είναι η απουσία του Θεού μέσα στην οικογένεια. Φροντίσαμε για το διαμέρισμα που θα κτίσουμε τη φωλιά μας. Φροντίσαμε για τα έπιπλα μας, για το εξοχικό μας, για το αυτοκίνητό μας, αλλά το Χριστό τον αφήσαμε έξω απο το σπίτι μας. Ζευγάρια που δεν εκκλησιάζονται, δεν κοινωνούν, δεν εξομολογούνται , δεν προσεύχονται , ζευγάρια που ζούν χωρίς παιδιά για να γλεντήσουν την ζωή τους, δεν μπορούν να προκόψουν. Δεν μπορούν να ζήσουν με αρμονία. Σύντομα θα καταρρεύσουν. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο , ζευγάρια που ένωσαν τη μιά μέρα τη ζωή τους την άλλη να καταλήγουν στο διαζύγιο. Εκείνο που χρειάζεται είναι να βάλουμε θεμέλιο γερό στην οικογένειά μας στο σπιτικό μας, εάν θέλουμε να ζήσουμε χαρούμενοι και ευλογημένοι. Και το θεμέλιο αυτό είναι ο Χριστός, είναι η πίστη. 

Π.Π

Ορθόδοξα μηνύματα
«ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ »

Γράμματα Σπουδάματα - Χρυσανθόπουλος - Λύση στο Σκοπιανό; - 16 Νοε 10

Ο Σόλων και ο Κροίσος

Ο Ηρόδοτος μας διηγείται τον περίφημο διάλογο του Σόλωνα με τον Κροίσο για τον ‘ολβιώτατο’ των ανθρώπων.

Ο Κροίσος τον φιλοξενούσε μέσα στο παλάτι.

Την τρίτη ή την τέταρτη ημέρα με διαταγή του Κροίσου οι υπηρέτες γύρισαν το Σόλωνα στους θησαυρούς και του τα έδειχναν όλα, που ήταν μεγαλόπρεπα και ακριβά. Αφού τα κοίταξε όλα και τα παρατήρησε με την ησυχία του, τον ρώτησε ο Κροίσος «Ξένε Αθηναίε, έφτασε σ' εμάς μεγάλη Φήμη για τη σοφία σου και τα ταξίδια σου, ότι από φιλομάθεια έχεις επισκεφτεί πολλές χώρες, για να γνωρίσεις τον κόσμο. Τώρα λοιπόν μου γεννήθηκε η επιθυμία να σε ρωτήσω αν είδες κανένα που να είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος».
Αυτός ρώτησε ελπίζοντας πως θα είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος στον κόσμο ο Σόλων όμως χωρίς να τον κολακέψει, αλλά μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας του λέει «Ναι, βασιλιά τον Τέλλο τον Αθηναίο». Απόρησε ο Κροίσος με την απάντηση και ρώτησε ζωηρά «Πώς κρίνεις ότι ο πιο ευτυχισμένος είναι ο Τέλλος;» Κι ο Σόλων είπε «ο Τέλλος από τη μια είχε πατρίδα που ευτυχούσε και μέσα σ' αυτήν απόχτησε γιους καλούς κι ενάρετους και είδε να κάνουν όλοι παιδιά και να ζουν όλα κι από την άλλη ενώ η ζωή του ήταν ευτυχισμένη, με τα ανθρώπινα μέτρα, τη σφράγισε ένας ένδοξος θάνατος σε μια μάχη δηλαδή των Αθηναίων στην Ελευσίνα με τους γείτονές τους πήρε μέρος κι εκείνος κι αφού έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς, σκοτώθηκε ηρωικά. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη στον τόπο που έπεσε και του έκαναν μεγάλες τιμές» .

Ο Σόλων εκθέτοντας τη διπλή και τριπλή ευτυχία του Τέλλου προκάλεσε το ενδιαφέρον του Κροίσου, που ρώτησε ποιον γνωρίζει δεύτερο έπειτ' από εκείνον ήταν βέβαιος ότι οπωσδήποτε θα έπαιρνε το δεύτερο βραβείο. Μα ο Σόλων του είπε «Τον Κλέοβη και το Βίτωνα. Η καταγωγή τους ήταν από το Αργος. Είχαν περιουσία όση τους χρειαζόταν και για τη σωματική τους δύναμη λάβε υπόψη ότι κι οι δύο ήταν πρωταθλητές στους αγώνες. Γι' αυτούς διηγούνται το εξής σε μια εορτή της Ήρας στο Αργος έπρεπε οπωσδήποτε να μεταφερθεί η μητέρα τους με άμαξα στο ναό και τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι. Καθώς η ώρα δεν τους άφηνε περιθώρια, μπαίνουν τα παλικάρια τα ίδια στο ζυγό και σέρνουν την άμαξα κι επάνω στην άμαξα πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού την πήγαν έτσι σαράντα πέντε ολόκληρα στάδια, έφτασαν στο ναό. Έπειτα από αυτό που έκαναν κι αφού τους είδε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος, τους βρίσκει ένας εξαίρετος θάνατος και μ' αυτούς έδειξε ο θεός στους ανθρώπους ότι είναι καλύτερο να πεθάνει κανένας παρά να ζει. Τους είχαν περιστοιχίσει οι Αργείοι και θαύμαζαν τη δύναμη των νέων κι οι Αργείοι καλοτύχιζαν τη μάνα τους για τα παιδιά που είχε κάνει.

Τρισευτυχισμένη η μητέρα τους για την πράξη των παιδιών τους και για τους επαίνους, στάθηκε μπροστά στο άγαλμα και προσευχήθηκε για τον Κλέοβη και το Βίτωνα, τους γιους της, που της είχαν κάνει τέτοια τιμή, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο είναι για τον άνθρωπο. Έπειτα από την προσευχή αυτή θυσίασαν και κάθισαν στο τραπέζι. τέλος έπεσαν και κοιμήθηκαν μέσα στον ίδιο το ναό χωρίς όμως να σηκωθούν πια, αλλά αυτό ήταν το τέλος τους. Οι Αργείοι κατασκεύασαν τα αγάλματά τους και τ' αφιέρωσαν στους Δελφούς, επειδή αποδείχτηκαν άντρες εξαιρετικοί».

Ο Κροίσος τότε περιφρόνησε τον Σόλωνα, αλλά όταν ανετράπη από τον Κύρο και ήταν έτοιμος να καεί στην πυρά, τα λόγια του Σόλωνα ήλθαν στο μυαλό του και φώναξε με δυνατή φωνή, τρεις φορές: "Σόλων, Σόλων, Σόλων". Όταν ο Κύρος ερώτησε να μάθει την παράξενη έννοια των λόγων του και έμαθε, διέταξε τους ανθρώπους του να σβήσουν αμέσως την φωτιά, αλλά αυτό αποδείχθηκε αδύνατο. Ο Κροίσος όμως στάθηκε τυχερός και σώθηκε από μιαν απότομη καταρρακτώδη βροχή. Ο Κύρος μετά από αυτό το γεγονός, επανέφερε τον Κροίσο στην βασιλεία του και τον έκανε έμπιστο φίλο και σύμβουλο του.

Πηγές:
http://img.pathfinder.gr/clubs/files/61405/66.html

http://www.diodos.gr/content/view/198/29/
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...