Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Η Παρθένος σήμερον

 
Η Παρθένος σήμερον, τον Υπερούσιον τίκτει,
και η γη το σπήλαιον, τω απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι, μετά ποιμένων δοξολογούσι.
Μάγοι δε, μετά αστέρος οδοιπορούσι.
Δι' ημάς γαρ εγεννήθη, παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.

Το χριστόψωμο

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλωστε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινά, πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.
Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπάρμπα Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου; Εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στείρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίη διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δυὸ ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέση περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰπούσαι αὐτῇ, ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπῶν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.
Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ᾖλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἐαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆρας της.
Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὖτος δὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννᾳ ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον, δέ, ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.
Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε τὰ ἐλαττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε, δὲν ἦτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾿ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».
Ὁ καπετὰν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἶτα συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὤρισες, καλῶς σᾶς ηὕρα, ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώμια, καὶ μὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.
Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν, ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος καὶ ἔκλεισαν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους, ὅπου εὑρέθησαν. Εἴπομεν ὅμως, ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολμηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν. Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾿ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.
Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον, ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούση καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν. Αὕτη ἐδέχθη μόνο περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μηδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθῃ τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο», καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰ τὸ στερεότυπον «μ᾿ ἕναν καλὸ γυιό».
Καὶ οὐ μόνον, τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.
- Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θειὰ Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾶς.
- Θὰ τὸ φυλάξω ὡς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾿ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύμφη.
- Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ᾿ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ κάθε μιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.
- Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.
Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακό τι.
«Πῶς τὤπαθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο», εἶπε μόνον καθ᾿ ἐαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετὰ τίνος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκανε συντροφίαν, ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της. Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ Ἁγίου Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.
Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιμωμένη αὐτὴ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρι οὗ σημάνη ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾿ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δυὸ οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.
Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἠμίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ οὖς.
- Δόσε μου τὸ κλειδί, ἦλθε ὁ ἄντρας σου.
- Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ ἔκπληκτος.
Καὶ ἀντὶ νὰ δώσῃ τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία.
Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας, βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.
- Εἶμαι μισοπνιγμένος, εἶπε μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ ρηχά.
- Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.
- Ὄχι, δὲν εἶναι σοῦ λέω τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δυὸ ἄγκουρες ἀραγμένη καὶ καθισμένη.
- Θέλεις ν᾿ ἀνάψω φωτιά;
- Ἄναψε καὶ δόσε μου ν᾿ ἀλλάξω.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγε ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύματα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ.
- Θέλεις κανένα ζεστό;
- Δὲν μ᾿ ὠφελεῖ ἐμένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλῃς.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον.
- Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσῃς τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.
- Δὲν σ᾿ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα;
- Βάλε, στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κι ἐγὼ σὲ λίγο.
Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήσῃ. Σημειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.
- Ἡ μάννα μου δὲ θὰ τὤμαθε βέβαια ὅτι ᾖλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης.
- Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;
- Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.
- Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾶς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσεις μόνον;
- Νὰ μεταλάβω κι ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή.
Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν᾿ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλη ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της, ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾿ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.
Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῆ καὶ ν᾿ ἀνοίξη τὸ ἑρμάρι διὰ νὰ λάβη ἄρτον, ἀλλ᾿ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ μικροῦ σανιδώματος εὑρίσκετο τὸ Χριστόψωμον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς μητρός του πρὸς τὴν νύμφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν μετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος.
Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾿ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.
Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ Χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα. Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμο, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.
Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη, ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου. Σημειωτέον, ὅτι ἡ γραῖα, συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της. Ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων.
Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲ θὰ ἦτο πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆρας της.
(«Ἐφημερίς», 26 Δεκεμβρίου 1887)

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Η αγιότητα και η γνώση

Η αγιότητα και η γνώση χορηγούνται μέσω του πνεύματος,  μέσα στο οποίο βιώνουμε την Εκκλησία σαν Σώμα Χριστού. Η άγνοια και η αμαρτία είναι η μοίρα των απομονωμένων ατόμων. Μονάχα μέσα στην ενότητα της Εκκλησίας ξεπερνούμε και την άγνοια και την αμαρτία. Ο άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία βρίσκει τον ίδιο του τον εαυτό , όχι μέσα στην αδυναμία της πνευματικής του μόνωσης, αλλά μέσα στην δύναμη της ενότητας και κοινωνίας του με τους αδελφούς του και τον Σωτήρα του. Η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός ενωμένος με την αγάπη, που έχει ο ένας αδελφός για τον άλλο , ένας οργανισμός που συνιστά απόλυτη ενότητα εν Χριστώ και των ζώντων και των νεκρών.

π. Αλέξανδεος Ελτσανίνωφ.

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Η αμαρτία μας, αντανακλάται και στα πεπρωμένα του σύμπαντος κόσμου



Αγιος Σιλουανός ΑθωνίτηςΗ αμαρτία διαπράττεται προπαντός στο μυστικό βάθος του ανθρωπίνου πνεύματος, αλλά τό αντίτιμο αυτής πλήττει τον όλον άνθρωπον.

Όταν αύτη συντελεσθή, αντανακλάται στη ψυχική και φυσική κατάσταση του ανθρώπου, στην εξωτερική του εμφάνιση, στα πεπρωμένα του αμαρτήσαντος, εξέρχεται αναποφεύκτα πέραν των ορίων της ατομικής του ζωής και βαρύνει δια του κακού, την ζωή ολοκλήρου της ανθρωπότητος, και συνεπώς αντανακλάται και στα πεπρωμένα του σύμπαντος κόσμου.

Συνεπώς, κοσμικής σημασίας δεν είχε μόνον το αμάρτημα του Προπάτορος Αδάμ.

Κάθε αμάρτημα, φανερό ή αφανές, εκάστου ενός από εμάς, επηρεάζει τα πεπρωμένα όλου του κόσμου.

Ο σαρκικός, μην έχοντας ακόμη πείρα της αιωνίου ζωής του Πνεύματος, δεν αντιλαμβάνεται την αλλαγή της καταστάσεως του μετά τη διάπραξη της αμαρτίας, γιότι διαμένει πάντοτε σε πνευματικό θάνατο.

Αντίθετα ο πνευματικός άνθρωπος, σε κάθε κλίση του θελήματος του προς την αμαρτία, βλέπει μέσα του την αλλαγή της καταστάσεως του λόγω της υποστολής της χάριτος.

Το Βλογημένο Μαντρί

του Φώτη Κόντογλου
απο το  www.antibaro.gr 

Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.

Αφού βολόδειρε από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, πού ’ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.

Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.

Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ’να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε˙ μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.

Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:

«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια˙ και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».

Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.

Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και τό ’βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:

«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».

Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:

«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».

Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ’βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.

Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:

«Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!».

Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ’να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.

Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ’ναι στον Παράδεισο.

Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.

Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.

Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.

Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:

«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ’λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ’λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : “Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’ : Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αυτά τα γράμματα ξέρω…».

Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:

«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».

Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.

Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.

Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα - Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.

Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:

«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».

Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».

Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».

Του λέγει ο Άγιος:

«Αλήθεια, τον ξέχασα!».

Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:

«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».

Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».

Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:

«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».

Του λέγει ο Άγιος:

«Έκοψα, ευλογημένε!».

Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!

Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:

«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου…».

Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :

«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ’χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».

Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:

«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

Τί δώρο θα κάνεις εσύ στο Χριστό;


Ο Άγιος Ιερώνυμος βρίσκεται στη Βηθλεέμ.

Τέσσερις αιώνες περίπου μετά τη γέννηση του Χριστού, μια νύχτα των Χριστουγέννων, ο Άγιος Ιερώνυμος έρχεται προσκυνητής στη Βηθλεέμ. Λαχταράει να προσκυνήσει το μέρος όπου γεννήθηκε ο Χριστός. Έρχεται στο σπήλαιο της γεννήσεως ταπεινά και προσεύχεται.

Ο ίδιος μιλάει αργότερα για τη θεϊκή εμπειρία που είχε. Άκουσε σε όραμα τη γλυκιά φωνή του Θείου Βρέφους να απευθύνεται σ΄ αυτόν και αναρρίγησε …

- Ιερώνυμε τι θα μου προσφέρεις σήμερα, την ημέρα της γεννήσεώς μου ;

- Ω θείο Βρέφος, το γνωρίζεις, για Σένα τα έχω εγκαταλείψει όλα . . . και την αυλή των Αρχιερέων, και τα μεγαλεία της Ρώμης, και τις ηδονές και τα πλούτη. . . Και αυτή την ώρα ο νους μου, όλη μου η καρδιά, οι σκέψεις μου και η ζωή μου ακόμη, τα πάντα ανήκουν σε Σένα ! Τι άλλο θα μπορούσα να σου δώσω; Δεν έχω τίποτε άλλο… σήμερα την ημέρα της γιορτής σου…

Ακούει τότε τη φωνή του Θείου Βρέφους να του λέει:

- Έχεις Ιερώνυμε, έχεις κάτι που το λησμονείς και θέλω σήμερα να το καταθέσεις στα πόδια μου.

- Τι είναι αυτό ουράνιε Βασιλιά, αγάπη της αγάπης μου και ψυχή της ζωής μου, έχω πράγματι άλλο τίποτε για να σου δώσω; Θα ήμουν τόσο ταλαίπωρος ώστε να φυλάξω κάτι για μένα ! Πες μου γλυκύτατε Ιησού, τι ημπορώ να σου δώσω ακόμη;

… Και μετά από μια στιγμή σιγής άκουσε τη φωνή του παιδίου Ιησού, να του απαντά!

- Ιερώνυμε, δώσε μου… τις αμαρτίες σου!

- Τις αμαρτίες μου Αγιώτατε Θεέ ; !

Τι να τις κάνεις τις αμαρτίες μου;

- Ιερώνυμε δώσε μου όλες τις αμαρτίες σου, για να τις συγχωρήσω όλες.

Και ο Άγιος Γέρων αναλύθηκε σε δάκρυα συγκίνησης , ευτυχίας και αγάπης και προσκύνησε το θείο Βρέφος.


http://www.orthodoxfathers.com/logos/doro-tha-kaneis-esy-CHristo

Εἰς τὸ προφητικὸν ῥητὸν τὸ λέγον "Πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν"· καὶ περὶ ἐλεημοσύνης - Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος


Προτρέπεται καὶ κόλπος βύθιος ἁλιέα, ὅταν τὸ δίκτυον ῥίψας, καὶ πολλὴν τῶν ἐναλίων ἄγραν περιλαβὼν, κάμνουσαν τῷ φόρτῳ τὴν σαγήνην ἐφέλκηται·
καὶ θηρατὴν ὕλη θηροτρόφος, ὅταν ὄρη διερευνήσας, καὶ κορυφὴν κατάκομον ἀναπτύξας, μετὰ λαμπρᾶς καὶ πλουσίας ἐπανέλθῃ τῆς ἄγρας.
Εἰ δὲ τοῖς περὶ κέρδη καὶ θήραν ἐπτοημένοις γλυκὺς ὁ περὶ ταῦτα πόνος ὑπάρχει,
πόσῳ μᾶλλον τοῖς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἁλιεῦσι κόλπων,
οἷς τὸ κέρδος οὐχ ἡμερινὸν, οὐδὲ πρόσγειον,
ἀλλ' αὐτὴ τῶν οὐρανῶν ἡ βασιλεία καθέστηκε;

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Φέρε οὖν, ἀγαπητὲ,
∆αυϊδικῆς κιθάρας τὸ ψαλμικὸν ἀνακρούσωμεν μέλος,
καὶ κατὰ τοῦ ∆αυῒδ τὴν ἀνθρωπίνην εὐτέλειαν στηλιτεύσαντες, εἴπωμεν·

Πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν·
Ταράσσεται, καὶ τὸ τέλος ἀπόλλυται·
ταράσσεται, καὶ πρὶν καταστῆναι καταποθεῖται·
ὡς πῦρ ἀνακαίεται, καὶ ὡς καλάμη ἀποτεφροῦται·
ὡς θύελλα ἐπαίρεται, καὶ ὡς κόνις ἐδαφίζεται·
ὡς φλὸξ ἀναῤῥιπίζεται, καὶ ὡς καπνὸς διαλύεται·
ὡς ἄνθος ὡραΐζεται, καὶ ὡς χόρτος ξηραίνεται·
ὡς νέφος ὑπεραπλοῦται, καὶ ὡς σταγὼν ἀπομειοῦται·
ὡς πομφόλυξ ὀγκοῦται, καὶ ὡς σπινθὴρ ἀποσβέννυται·
ταράσσεται, καὶ τῇ ἀπληστίᾳ κερδαίνει τὴν δυσωδίαν·
ταράσσεται, καὶ τῶν ἀπὸ τῆς ταραχῆς οὐδὲν λαμβάνων ἀπέρχεται.

Αὐτοῦ αἱ ταραχαὶ, καὶ ἄλλων αἱ τρυφαί·
αὐτοῦ οἱ πόνοι, καὶ ἄλλων οἱ θησαυροί·
αὐτοῦ αἱ φροντίδες, καὶ ἄλλων αἱ εὐφροσύναι·
αὐτοῦ αἱ θλίψεις, καὶ ἄλλων αἱ ἀπολαύσεις·
αὐτοῦ αἱ κατάραι, καὶ ἄλλων αἱ θεραπεῖαι·
αὐτοῦ αἱ ἁρπαγαὶ, καὶ ἄλλων αἱ ἡδοναί·
παρ' αὐτῷ ὁ στεναγμὸς, καὶ παρ' ἑτέροις οἱ πλεονασμοί·
παρ' αὐτῷ τὰ δάκρυα, καὶ παρ' ἑτέροις τὰ χρήματα·
αὐτὸς ἐν ᾅδῃ κολάζεται, καὶ ἄλλοι πάλιν ἐν τοῖς αὐτοῦ ἐντρυφῶσι ψάλλοντες.

Πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν.

Ἄνθρωπος,
τὸ τῆς ζωῆς πρόσκαιρον δάνεισμα,
τὸ τοῦ θανάτου ἀνυπέρθετον ὄφλημα,
τὸ ἐκ προαιρέσεως ἀδάμαστον ζῶον,
τὸ αὐτοδίδακτον πονήρευμα,
τὸ αὐτομαθὲς ἐπιβούλευμα,
τὸ εὔτεχνον εἰς κακουργίαν,
τὸ εὐμήχανον εἰς ἀδικίαν,
τὸ ἕτοιμον εἰς πλεονεξίαν,
τὸ ἀκόρεστον εἰς ἀπληστίαν,
τὸ εὐφυὲς εἰς ἀπιστίαν,
τὸ ὑπέρογκον πνεῦμα,
τὸ μεγαλοῤῥῆμον θράσος,
τὸ εὐδιάλυτον φρύαγμα,
τὸ εὐκαθαίρετον ὕψωμα,
τὸ εὐάλωτον τόλμημα,
ὁ πηλὸς ὁ αὐθάδης,
ἡ τέφρα ἡ στασιώδης,
ἡ κόνις ἡ μεγαλόφρων,
ἡ σποδὸς ἡ πεφυσιωμένη,
ὁ σπινθὴρ ὁ εὐκατάσβεστος,
ἡ φλὸξ ἡ εὐμάραντος,
ὁ εὐρίπιστος λύχνος,
τὸ ἑτοιμοφθόρον ξύλον,
ὁ εὐξήραντος χόρτος,
ἡ εὐνέκρωτος χλόη,
ἡ εὐδαπάνητος φύσις·

ὁ σήμερον ἀπειλῶν, καὶ αὔριον τελευτῶν·
ὁ σήμερον ἐν πλούτῳ, καὶ αὔριον ἐν τάφῳ·
ὁ σήμερον ἐν διαδήματι, καὶ αὔριον ἐν μνήματι·
ὁ σήμερον ἐν πορφύρᾳ, καὶ αὔριον ἐν ἐκφορᾷ·
ὁ σήμερον ἐν θησαυροῖς, καὶ αὔριον ἐν σοροῖς·
ὁ σήμερον ἐν κόλαξι, καὶ αὔριον ἐν σκώληξιν·
ὁ σήμερον ὢν, καὶ αὔριον μὴ ὤν·

ὁ ἄρτι φρυαττόμενος, καὶ μετ' ὀλίγον θρηνούμενος·
ὁ ἐν εὐπραγίαις ἀφόρητος, καὶ ἐν δυσπραγίαις ἀπαραμύθητος·
ὁ ἑαυτὸν ἀγνοῶν, καὶ τὰ ὑπὲρ αὐτὸν πολυπραγμονῶν·
ὁ τὸ παρὸν οὐκ εἰδὼς, καὶ περὶ τῶν μελλόντων φανταζόμενος·
ὁ φύσει θνητὸς, καὶ τῇ ἐπάρσει, ὡς νομίζει, αἰώνιος·
τὸ πάσης ἀῤῥωστίας προκείμενον πάρεργον,
τὸ παντὸς πάθους εὐδιάβατον καταγώγιον,
τὸ τῶν πυρετῶν ἀδιάφορον καθημερινὸν γυμνάσιον,
τὸ πάσης λύπης εὐπαράδεκτον πανδοχεῖον.

Ὢ πόση τῆς ἡμετέρας εὐτελείας ἡ τραγῳδία!
ὢ πόσος ὁ τῆς ἀνθρωπίνης εὐτελείας θρίαμβος!

Ὢ πόσα εἶπον,
καὶ τῆς προφητικῆς φωνῆς οὐδὲν ἁρμοδιώτερον εὗρον,
τῆς λεγούσης·
Πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν!

Τέλος, ὅρα, ἀγαπητὲ,
εἰ μὴ θάλατταν μιμεῖται τῶν ἀνθρώπων τὰ πράγματα,
εἰ μὴ τῆς ἐκεῖθεν ταραχῆς ὁ βίος ἐμπλέκεται,
εἰ μὴ τῆς ὑγρᾶς πλέον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς χειμαζόμεθα,
εἰ μὴ τῶν ἀνέμων σφοδρότερον ἀλλήλοις συμπίπτομεν,
εἰ μὴ τὰ χρήματα,
καθάπερ καταιγίδες,
κατ' ἀλλήλων ἡμᾶς συγκρούουσιν,
εἰ μὴ, καθάπερ ἐν ζόφῳ θαλαττίῳ, ὧδε κἀκεῖσε περιφερόμεθα.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Οὗτος ἐκείνου τὸν ἀγρὸν παρεσπάσατο,
ἄλλος τοῦ δεῖνα τοὺς οἰκέτας ἀφήρπασε·
καὶ ὁ μὲν περὶ ὕδατος τῷ γείτονι κρίνεται,
ὁ δὲ περὶ ἀέρος τῷ συνοικήτορι πολεμεῖ.
Οἱ μὲν διὰ μέτρα τῆς γῆς διακαπνίζονται,
οἱ δὲ περὶ οἰκοδομῆς ἀλλήλους διαθλίβουσιν·
οὗτος, ἅπερ οὐκ ἔδωκε, λαβεῖν ἐπιφύεται·
ἐκεῖνος, ἅπερ ἔλαβε, μὴ δοῦναι δικάζεται.

Ὁ μὲν περὶ τόκους ἀπληστεύεται·
ὁ δὲ καὶ τὸ κεφάλαιον ἀποστερεῖν διισχυρίζεται·
οὗτος ἀπορῶν ὀδυνᾶται·
ἐκεῖνος εὐπορῶν θορυβεῖται·
ὁ μὴ ἔχων ὀνειδίζεται, καὶ ὁ ἔχων ἐπιβουλεύεται·
ὁ ἐν ἀρχαῖς, ὑποβλέπεται·
ὁ ἐν ἐξουσίαις, μισεῖται·
ὁ ἐν δυναστείαις, σκευάζεται.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Οἱ πόλεμοι συνέχουσιν,
οἱ φθόνοι ἐπάλληλοι,
ἡ ἀπληστία τυραννεῖ,
ἡ πλεονεξία καταδυναστεύει,
τὸ ψεῦδος ὑπεραίρεται,
ἡ πρὸς ἀλλήλους πίστις ἀπέφυγεν,
ἡ ἀλήθεια τὴν γῆν κατέλιπεν,
ἡ φιλία μέχρι τραπέζης περιορίζεται.

Οἱ ἄλλοι τὴν ἰδίαν ἰσχὺν ἀπώλεσαν·
ἡ γῆ λοιπὸν τὰ κακὰ βαστάζειν οὐ δύναται,
ὁ ἀὴρ μέχρις αὐτοῦ τοῦ αἰθέρος μεμόλυνται.
∆ιὰ τὰ χρήματα ὁ βίος ἀβίωτος γέγονε·
διὰ τὰ χρήματα ἐλεύθερα στοιχεῖα πεπράκαμεν·
ὁδοὶ τελωνεύονται,
ἡ γῆ ἀποκεκλήρωται,
ὕδατα δεσποτεύονται,
ὁ ἀὴρ ὠναῖς ὑποβάλλεται·
δεκατολόγοι καὶ φορολόγοι καὶ τελῶναι τὰς πόλεις συνέχουσιν·
οἱ πλούσιοι ταῖς φροντίσιν ἐκτήκονται·
οἱ δανεισταὶ ταῖς μερίμναις μαραίνονται·
οἱ ἅρπαγες τὸν βίον ταράττουσιν·
οἱ φιλοχρήμονες τὰ δικαστήρια κατατρίβουσιν·
οἱ ἔμποροι τὰς συμφορὰς πραγματεύονται·
οἱ συκοφάνται τὸ ψεῦδος πιπράσκουσιν.
Ἀλλήλοις ψευδόμενοι τοὺς ὅρκους ἀνηλώσαμεν·
εἰς τὸ ὀμνύειν μόνον τὸν Θεὸν ἐπιστάμεθα.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Οὕτω πάντας ἐν κακοῖς σεσωρευμένους ὀρῶν ὁ προφήτης,
καὶ τὸν βίον ταλανίζων, ἔλεγε·
Πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος ζῶν.
Ἄνθρωπος μόνον, ὦ προφῆτα, ταράσσεται;
ἡ λογικὴ μόνη διάπλασις κατηγορεῖται;
Οὐδὲν τῶν ἐν ζώοις ἢ στοιχείοις ταρασσόμενον εὗρον.
Ταράσσεται, φησὶ, τὰ ὕδατα, καὶ πάλιν ἀποκαθίσταται·
σαλεύεται ἡ γῆ, καὶ πάλιν ἑδράζεται·
κινοῦνται οἱ ἄνεμοι, καὶ πάλιν ἡσυχάζουσι·
θορυβεῖται πᾶν θηρίον, καὶ κορεννύμενον παύεται·
διεγείρεται φλὸξ, καὶ ὑποκειμένην ὕλην ἀναλίσκουσα σβέννυται.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Ἄνθρωπος δὲ ταρασσόμενος ἐπὶ χρήμασιν οὐδέποτε παύεται·
ἔλαβε τοῦτο, καὶ πρὸς ἐκεῖνο ἀποβλέπει·
ἐκράτησεν ἐκεῖνο, καὶ πρὸς ἄλλο κέχηνε.

Τὰ ἑκατὸν διπλασιάζειν φιλονεικεῖ,
ἐπὶ τοῖς τοσούτοις πάλιν τὰ τοσαῦτα σωρεύειν ἐπείγεται,
καὶ οὐδέποτε τοῦ σωρεύειν παύεται,
ἕως ἂν τὸ τέλος αὐτοῦ σωρευθῇ·
καὶ τῇ δίψῃ τῆς φιλαργυρίας συνεχόμενος, ὠχρότερος χρυσίου περιέρχεται,
διὰ τὸν πολυπόθητον πλοῦτον,
τὸν τάχα ἀβεβαιότερον φίλον,
τὸν ἐπίβουλον πόθον,
τὸν πολυδέσποτον ἐμπαίκτην,
τὸν πολυέραστον χλευαστὴν,
τὸν ὑπόπτερον δέσμιον,
τὸν πολέμιον νεκρὸν,
τὸν ἐν τῷ κόσμῳ ἀφιπτάμενον ἄνεμον·
πλοῦτον,
τὸν πάσης ἀτοπίας γεννήτορα,
τὸν πάσης κακίας εὑρετὴν,
τὸν συνεργὸν τῆς ψυχοφθόρου τρυφῆς,
τὸν ἀντίπαλον τῆς ἐγκρατείας,
τὸν πολέμιον τῆς σωφροσύνης,
καὶ τὸν πάσης ἀρετῆς λανθάνοντα κλέπτην.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Ἀλλὰ τί διαβάλλω τὸν πλοῦτον, τοὺς κεκτημένους ἀφείς;
Ἀδικεῖται καὶ αὐτὸς δεσμούμενος ὑπ' αὐτῶν, καὶ πέδαις συνεχόμενος.
Ἔοικε γάρ μοι αὐτὸν πρὸς αὐτοὺς ἀφιέναι φωνήν·
Τί με τὸν πλοῦτον, ὦ φιλοχρήμονες, συμποδίζετε;
τί με, καθάπερ δραπέτην, μυρίοις δεσμοῖς περισφίγγετε;
τί με ὡς φίλον περιπτύσσεσθε, καὶ ὡς κακοῦργον καταδεσμεῖτε, ἀπὸ μετάλλων εἰς τὰς ὑμῶν χεῖρας παραπέμποντες;
Εἰ θέλετε κἂν τῶν ὀνείρων κουφότερον ἀναπαῦσαί με,
ἐάσατέ με καὶ εἰς τὰς τῶν πενήτων δεξιὰς μεταπεμφθῆναι.

Ἀλλά φησι·
Τέκνοις συνάγω τὸν πλοῦτον, ἵνα μὴ πενίας γένωνται κληρονόμοι.
Καλῶς ὁ πολυφάνταστος πλούσιος·
τὰ παρόντα οὐκ οἶδε, καὶ περὶ τῶν μελλόντων φροντίζει·
τὰ καθ' ἑαυτὸν ἀγνοεῖ, καὶ περὶ τῶν παίδων φροντίζει·
εἰ θάπτεται, οὐκ ἐπίσταται, καὶ περὶ τῶν κληρονόμων βουλεύεται.

Ὦ ἄφρων, εἰπέ μοι τὸ σὸν τέλος, καὶ τότε περὶ τῶν τέκνων ἀσφάλισαι·
εἰπέ μοι τὰ τῆς σήμερον, καὶ τότε πιστεύω σοι καὶ τὰ τῆς αὔριον.

Τί σεαυτὸν καὶ μετὰ θάνατον ἀπατᾷς;
τί θέλεις εἶναι καὶ νεκρὸς καὶ χλευαζόμενος;
τί διορίζῃ τῷ Θεῷ τὸ πρακτέον;
τί νομοθετεῖς τὴν τοῦ Θεοῦ πρόνοιαν διοικεῖσθαι τὰ σοὶ δεδομένα;
Οὐδὲν πρὸς σὲ περὶ τῶν μετὰ σέ.
Οὐ δύνασαι καὶ νεκρὸς εἶναι, καὶ διοικητὴς ζώντων,
καὶ νεκρῶν κριτὴς ζυγοστατῶν ἑκάστου τὸ δίκαιον.
Τί οὖν ματαιοπονεῖς, ὦ πλούσιε, τὰ τῶν πενήτων τοῖς σοῖς θησαυρίζων, καὶ οὐκ οἶδας τίνι συνάγεις αὐτά;
τί τὰ τῶν ὀρφανῶν κατέχεις,
τί αἰτούμενος παρ' αὐτῶν ἀγανακτεῖς, ὡς οἴκοθεν ἀναλίσκων;
Τὰ ἴδια ζητοῦσιν, οὐ τὰ σά·
τὰ ἐγχειρισθέντα σοι δι' αὐτοὺς,
οὐ τὰ μετὰ σοῦ γεννηθέντα.
Ἃ ἔλαβες δὸς, καὶ τὴν χρῆσιν κέρδανον,
ὅτι δοῦναι, οὐ λαβεῖν, προσετάχθης.

Ἀρκεῖ σοι, ὅτι διὰ τοῦ πτωχοῦ ὁ Θεὸς τὴν δεξιάν σοι προτείνει.
Ὁ βρέχων ἐξ οὐρανοῦ, τὴν χαλκοῦ ψεκάδα σε προσαιτεῖ·
ὁ βροντῶν καὶ ἀστράπτων, Ἐλέησον, σοὶ λέγει·
ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις, ῥάκιον αἰτεῖ παρὰ σοῦ.
Ἀρκεῖ σοι, ὅτι οἱ πένητες ὡς Θεόν σε λιτανεύουσι.
∆ὸς, οἴκτειρον, ἐλέησον, ἵνα ἐλεηθῇς.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Σὺ δὲ οὐδὲ τὰς ὀφρύας σου ἀνατεῖναι βούλῃ,
καὶ λιτανευόμενος οὐκ ἐπικάμπτῃ.
∆ὸς αὐτοῖς τὰ αὐτῶν, πρὶν ἐπιστῇ τὸ λογοθέσιον·
δὸς αὐτοῖς τὰ αὐτῶν, ἃ μέλλεις μετ' οὐ πολὺ ἀπολαμβάνειν.

Πατέρα ἔχουσι βασιλέα·
δὸς αὐτοῖς τὰ αὐτῶν,
καὶ λάβε παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτῶν τὴν ἀμεριμνίαν.

Ποίαν ταύτην;
Ἐφ' ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.
Ὁ γὰρ συνιὼν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα,
οὐ μόνον τὸ χειρόγραφον τῆς ἁμαρτίας ἐξαλείφει,
ἀλλὰ καὶ ὁμολογίαν λαμβάνει,
τὴν λέγουσαν φωνὴν,

Ὁ διδοὺς πτωχῷ, Θεῷ δανείζει.
Θεῷ δανείσωμεν τὴν ἐλεημοσύνην,
ἵνα παρ' αὐτοῦ λάβωμεν φιλανθρωπίας ἀντίδοσιν.
Ἀλλ' ὢ τοῦ σοφωτάτου ῥήματος!
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δανείζει Θεῷ.
∆ιὰ τί οὖν οὐκ εἶπεν,
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δίδωσι Θεῷ, ἀλλὰ, ∆ανείζει;

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Οἶδεν ἡ Γραφὴ τὴν ἡμετέραν πλεονεξίαν·
προσέσχεν ὅτι ἡ ἀπληστία ἡμῶν πρὸς πλεονεξίαν βλέπουσα τὸν πλεονασμὸν ζητεῖ,
καὶ διὰ τοῦτο οὐκ εἶπεν ἁπλῶς,
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δίδωσι Θεῷ,
ἵνα μὴ ἁπλῆν τὴν δόσιν καὶ τὴν ἀντιμισθίαν νομίσῃς·
ἀλλ', Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δανείζει Θεῷ,
ἵνα τὸ ὄνομα τοῦ δανείσματος ὁ φιλοκερδὴς ἀκούσας,
ἑαυτὸν ἐπιδῷ πρὸς ἔλεον.
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δανείζει Θεῷ.
Εἰ δανείζεται Θεὸς παρ' ἡμῶν, ἄρα χρεώστης ἡμῶν ἐστιν.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Τί οὖν θέλεις αὐτὸν κριτὴν ἔχειν, ἢ χρεώστην;
Ὁ χρεώστης αἰδεῖται τὸν δανείσαντα·
ὁ κριτὴς δὲ οὐ δυσωπεῖται τὸν δικαζόμενον.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Ἀναγκαῖον δὲ,
ἀδελφοὶ, καὶ καθ' ἕτερον τρόπον ἰδεῖν,
τίνος ἕνεκεν ὁ Θεὸς εἶπεν,
ὅτι Ἐμοὶ δανείζει ὁ διδοὺς πτωχῷ.
Ἐπειδὴ εἶδεν ἡμῶν τὴν πλεονεξίαν ῥέπουσαν εἰς τὸν πλεονασμὸν, ὡς ἔφθην εἰπὼν,
καὶ μηδαμοῦ τὸν χρήματα ἔχοντα δανείζειν θέλοντα ἄνευ ἀσφαλείας (ἀπαιτεῖ γὰρ ὁ δανείζων ἢ ὑποθήκην, ἢ ἐνέχυρα, ἢ τὸν ἀντιφωνοῦντα, καὶ διὰ τῶν τριῶν τούτων ἀσφαλειῶν ἐμπιστεύει τὰ ἑαυτοῦ χρήματα, ἢ ἐγγύας δεχόμενος, ὡς ἔφθην εἰπὼν, ἢ ὑποθήκην πραγμάτων)·
ἐπεὶ οὖν οἶδεν ὁ Θεὸς,
ὅτι ἐκτὸς τούτων οὐδεὶς δανείζει,
οὐδὲ εἰς φιλανθρωπίαν βλέπει,
ἀλλ' εἰς μόνον τὸ κέρδος ὁρᾷ·
πάντων δὲ τούτων ἔρημος ὁ πτωχὸς,
οὐχ ὑποθήκην ἔχων (οὐ κέκτηται γὰρ οὐδὲν),
οὐκ ἐνέχυρα φέρων (γεγύμνωται γὰρ),
οὐ τὸν ἀντιφωνοῦντα παρέχων (ἀπιστεῖται γὰρ διὰ τὴν ἀπορίαν),
ὡς εἶδεν αὐτὸν διακινδυνεύοντα τῇ ἀπορίᾳ,
καὶ τὸν ἔχοντα χρήματα διὰ τὴν ἀπανθρωπίαν,
μέσον ἑαυτὸν παρέθηκεν,
ἔγγυον μὲν τῷ πένητι, ἐνέχυρον δὲ τῷ δανείζοντι.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Ἀπιστεῖς τούτῳ, φησὶ, διὰ τὴν ἀπορίαν;

Ἐμοὶ πίστευσον διὰ τὴν ἀφθονίαν.
Εἶδε τὸν πτωχὸν, καὶ ἠλέησεν·
εἶδε τὸν πτωχὸν, καὶ οὐ παρεῖδεν,
ἀλλ' ἑαυτὸν ἔδωκεν ἐνέχυρον τῷ μηδὲν ἔχοντι,
καὶ τῷ ἀπόρῳ προέστη διὰ πολλὴν ἀγαθότητα.
Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, δανείζει Θεῷ.
Θάρσει, φησὶν, ἐμοὶ δανείζεις.
Καὶ τί τοσοῦτον κερδαίνω, σοὶ δανείζων;
Ἑκατονταπλασίονά σοι δίδωμι, καὶ ζωὴν αἰώνιον.
Ἵνα πότε μοι ταῦτα ἀποδῷς, ἀπαιτῶ τὰ σύμφωνα,
στηρίξαι βουλόμενος τὸ συνάλλαγμα.
∆ός μοι τῆς ἀνταποδόσεως τὸν καιρὸν,
ὅρισον τῆς ἀπολήψεως τὴν προθεσμίαν.
Ἄκουε συνετῶς, πότε καὶ ποῦ σοι τὴν ὀφειλὴν ἀποδίδωσιν ὁ διὰ τῶν πτωχῶν δανεισάμενος.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Ὅταν καθίσῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ,
στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ,
τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων·
καὶ ἐρεῖ τοῖς ἐκ δεξιῶν·
∆εῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου,
κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.
Ὑπὲρ τίνων;
Ὅτι ἐπείνασα, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν·
ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με·
γυμνὸς ἤμην, καὶ ἐνεδύσατέ με·
ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

Εἶτα οἱ καλῶς ἐν καιρῷ διακονήσαντες εἰς τὴν οἰκείαν ἀσθένειαν ἀφορῶντες, καὶ εἰς τὴν ἀξίαν τοῦ δανεισαμένου, λέγουσι·
Κύριε,
πότε σε εἴδομεν πεινῶντα, καὶ ἐθρέψαμεν,
ἢ διψῶντα, καὶ ἐποτίσαμεν,
εἰς ὃν οἱ ὀφθαλμοὶ πάντων ἐλπίζουσιν;
ἢ πότε σε εἴδομεν ἐν ἐνδείᾳ τοσαύτῃ;
πότε δὲ ταῦτα πεποιήκαμεν;
Ἐφ' ὅσον, φησὶν,
ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων πεποιήκατε,
ἐμοὶ ἐποιήσατε.

Μὴ οὐκ ἀληθὴς ὁ λόγος, ὅτι ὁ ἐλεῶν πτωχὸν, Θεῷ δανείζει;

Ἀλλ' ὥσπερ τοῖς ἐκ δεξιῶν διὰ τὴν φιλανθρωπίαν ἔδειξε δεδωρημένην τὴν βασιλείαν,
οὕτω καὶ τοῖς ἐξ ἀριστερῶν διὰ τὴν ἀκαρπίαν ἠπείλησε τὴν τιμωρίαν·
Πορεύεσθε ἀπ' ἐμοῦ, οἱ κατηραμένοι, εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
∆ιὰ τί; ὑπὲρ τίνος;
Ὅτι ἐπείνων, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν.
Οὐκ εἶπεν,
Ὅτι ἐπορνεύσατε, ὅτι ἐμοιχεύσατε,
ὅτι ἐκλέψατε,
ὅτι ἐψευδομαρτυρήσατε,
ὅτι ἐπιωρκήσατε·
κἂν μὲν ὁμολογουμένως καὶ ταῦτα,
ἀλλὰ τῆς ἀπανθρωπίας κατώτερα καὶ τῆς ἀνελεημοσύνης.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος

∆ιὰ τὶ δὲ, ὦ Κύριε,
οὐδὲν τῶν ἄλλων φέρεις εἰς μνήμην;
Οὐ κρίνω, φησὶ, τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ τὴν ἀπανθρωπίαν·
οὐ κρίνω τοὺς ἁμαρτήσαντας, ἀλλὰ τοὺς μὴ μετανοήσαντας.

Ὑπὲρ ἀπανθρωπίας ὑμᾶς καταδικάζω,
ὅτι ἔχοντες τοσοῦτον καὶ τηλικοῦτον φάρμακον σωτηρίας, τὴν ἐλεημοσύνην,
παρήκατε τοσαύτην εὐεργεσίαν.
Ὀνειδίζω τοίνυν τὴν ἀπανθρωπίαν,
ὡς ῥίζαν πάσης κακίας καὶ πάσης ἀσεβείας,
ἐπαινῶ δὲ τὴν φιλανθρωπίαν ὡς ῥίζαν πάντων ἀγαθῶν,
καὶ ἀπειλῶ τοῖς μὲν πῦρ αἰώνιον,
τοῖς δὲ δίδωμι βασιλείαν οὐρανῶν,
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν,
ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοῦς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Άνθρωπος - Απάνθρωπος


http://www.orthodoxfathers.com/logos/prophitikon-riton-legon-Plin-matin-tarassetai-pas-anthropos-zon-peri-eleimosynis-Agios-Ioannis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...