Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Αν πραγματικά πιστεύεις, όλα διορθώνονται!


Πριν από μερικές δεκαετίες ο μετέπειτα διάσημος γαλλορουμάνος θεατρικός συγγραφέας Ευγένιος Ιονέσκο επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Άγιον Όρος. Εκεί συνέβη το εξής περιστατικό, όπως ο ίδιος το διηγήθηκε σε συνέντευξή του στο περιοδικό Paris match πριν από αρκετά χρόνια:
«Είχα γεννηθεί σε ορθόδοξη οικογένεια και ζούσα στο Παρίσι. Είκοσι πέντε χρονών, γνήσιος νέος της κοσμικής εποχής του τότε Παρισιού. Μου ήρθε η ιδέα να επισκεφθώ το Άγιον Όρος λόγω της θέσης που είχε -και έχει βέβαια- ως τόπος ασκήσεως στην ορθόδοξη Εκκλησία. Και εκεί, μου ήρθε ακόμη μία σκέψη στο μυαλό: να εξομολογηθώ. Επήγα λοιπόν και βρήκα ένα ιερομόναχο -πνευματικό. Τί του είπα; Τα συνηθισμένα αμαρτήματα ενός κοσμικού νέου πού ζει χωρίς γνώση Θεού. Ο Ιερομόναχος, αφού με άκουσε, μου είπε:
-Στον Χριστό πιστεύεις παιδί μου;
-Ναι, ναι, λέει ο Ίονέσκο. Πιστεύω πάτερ. Άλλωστε είμαι βαπτισμένος χριστιανός ορθόδοξος.
-Βρε παιδάκι μου, του λέει εκείνος ο διακριτικός πνευματικός, πιστεύεις, το αποδέχεσαι πλήρως, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός και δημιουργός του κόσμου και δικός μας;
Τα έχασα, λέει ο συγγραφέας. Γιατί πρώτη φορά με έβαζε ένας άνθρωπος μπροστά σ’ αυτό το ερώτημα, στο οποίο έπρεπε να απαντήσω με ειλικρίνεια και να πάρω θέση. Όχι απλώς αν πιστεύω ότι κάποιος έφτιαξε τον κόσμο. Αλλά ότι αυτός ο Θεός, ο δημιουργός του κόσμου, έχει να κάνει με μένα. Και εγώ έχω προσωπική σχέση μαζί του! Του απάντησα:
-Πιστεύω πάτερ, αλλά βοηθήστε με να το καταλάβω καλά αυτό το γεγονός,
-Αν πραγματικά πιστεύεις, τότε όλα διορθώνονται».
Το περιστατικό αυτό υπήρξε η αιτία της μεταστροφής του Ιονέσκο, ο οποίος μέχρι τα βαθειά του γεράματα, όντας διάσημος και περιβόητος, έζησε ως ευλαβής και βαθειά πιστός ορθόδοξος χριστιανός.
Τα λόγια του αγιορείτη γέροντα «αν πραγματικά πιστεύεις, τότε όλα διορθώνονται» σημαίνουν ότι: η πίστη στο Χριστό δεν είναι μια αφηρημένη θεωρία ούτε «λόγια του αέρα».
-Πίστη στο Χριστό σημαίνει απόλυτη εμπιστοσύνη και υπακοή σε ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο, που είναι ο Δημιουργός και ο Σωτήρας μου!
-Άρα πίστη στο Χριστό δεν είναι μόνο λόγια αλλά κυρίως είναι έργα συνειδητής μετανοίας και συνεχούς επιστροφής στο θέλημα του Χριστού και στην αγκαλιά του Χριστού, που είναι η Εκκλησία Του.

(Αρχιμ. Νίκων Κουτσίδης, «Μαρτυρίες φωτός», Ι.Μ.Προφήτου Ηλιού-Πρέβεζα)

ΠΗΓΗ: http://fdathanasiou.wordpress.com/
Μέσω:   http://koinoniaagion.blogspot.com/2011/05/blog-post_18.html#ixzz1MjQEkKJR

Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Βίος οσίου Παχώμιου.

Απο ραδιοφωνικό σταθμό της Εκκλησίας της Ελλάδος

Ἡ γνωριμία μὲ τὸν Θεό


Καθένας μας μπορεῖ νὰ κρίνει γιὰ τὸ Θεὸ κατὰ τὸ μέτρο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ γνώρισε. Γιατί πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ σκεφτόμαστε καὶ νὰ κρίνουμε γιὰ πράγματα ποὺ δὲν εἴδαμε ἢ δὲν ἀκούσαμε καὶ δὲν ξέρουμε; Οἱ ἅγιοι λένε πὼς εἶδαν τὸ Θεό. Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Εἶναι φανερὸ πὼς μιλοῦν ἔτσι, γιατί δὲν Τὸν γνώρισαν, αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει καθόλου πὼς ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει.

Οἱ ἅγιοι μιλοῦν γιὰ πράγματα ποὺ πραγματικὰ εἶδαν καὶ γνωρίζουν. Δὲν λένε, γιὰ παράδειγμα, πὼς εἶδαν ἕνα ἄλογο μήκους ἑνὸς χιλιομέτρου ἢ ἕνα πλοῖο δέκα χιλιομέτρων, ποὺ δὲν ὑπάρχουν. Κι ἐγὼ νομίζω, πώς, ἂν δὲν ὑπῆρχε Θεός, δὲν θὰ μιλοῦσαν κὰν γι' Αὐτὸν στὴ γῆ. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως θέλουν νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ δικό τους θέλημα καὶ γι' αὐτὸ λένε πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας ἔτσι μᾶλλον πὼς ὑπάρχει.

Ὅλων τῶν λαῶν ἡ ψυχὴ αἰσθανόταν πὼς ὑπάρχει ὁ Θεός, ἂν καὶ δὲν ἤξεραν νὰ λατρεύουν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως δίδαξε πρῶτα τοὺς προφῆτες, ἔπειτα τοὺς ἀποστόλους, ὕστερα τοὺς ἁγίους πατέρες καὶ ἐπισκόπους μας, κι ἔτσι ἔφτασε ὡς ἐμᾶς ἡ ἀληθινὴ πίστη. Ἐμεῖς γνωρίσαμε τὸν Κύριο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Καὶ ὅταν Τὸν γνωρίσαμε, τότε στερεώθηκε σ' Αὐτὸν ἡ ψυχή μας.

Ὅσιου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου

ΠΗΓΗ:orthodoxfathers

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Κυριάκος Ασίκογλου: Internet εξάρτημα ή εξάρτηση;

4E-ΤV

AΠΟ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΧΙΛΛΙΟΥ

Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΧΙΛΛΙΟΥ ΕΟΡΤΑΖΕΤΑΙ 15 ΜΑΪΟΥ

ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ

Με τις θαυματουργικές του ικανότητες,γιάτρευε αρρώστους με ένα απλό άγγιγμα του χεριού του.Με τις προσευχές του,έδιωχνε από την επικράτεια τους κλέφτες και ληστές που λυμαίνονταν τα μέρη της Θεσσαλίας.Μάλιστα όταν κάποτε έπεσε μεγάλη ανομβρία και ξηρασία στον τόπο,με τις προσευχές και τη Χάρη του,έφερε βροχη.έκανε πολλά και θαυμάσια έργα για το ποίμνιό του.Προέβλεπε και προέλεγε το μέλλον και απέκτησε την ικανότητα να διαβάζει και να αποκαλύπτει τις σκέψεις των ανθρώπων.

Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΧΙΛΛΙΟΥ ΕΟΡΤΑΖΕΤΑΙ 15 ΜΑΊΟΥ

Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ

Η φήμη του πέρσε τα σύνορα της Ελλάδας και έγινε γνωστή σ’ όλη την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Βρισκόμαστε στο 320 μ.Χ. και βασιλεύει ο Κωνσταντίνος ο Μέγας.Φιλόχριστος και θερμός υποστηρικτής των Χριστιανών και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος,μαθαίνοντας για το έργο ,την αρετή και τα θαύματα του Επισκόπου Λάρισας,ήθελε να τον δει και να τον ακούσει προσωπικά.

Έτσι και έγινε με την βοήθεια του Θεού.Θέλοντας ο αυτικράτορας Κωνσταντίνος να λύσει τις διαφορές μεταξύ του αιρετικού Αρείου και των Αρχιερέων,συγκάλεσε το 325 ..Χ. στη Νίκαια,την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εκκλησίας.Συγκεντρώθηκαν εκεί με θεία πρόνοια και βασιλική διαταγή 318 Αρχιερείς.Αναμεσά τους και ο Αρχιεπίσκοπος Λάρισας Αχίλλιος προς μεγάλη χαρά του Κωνσταντίνου,ο οποίος τον τίμησε ιδιαίτερα.Μα και απ’όλους τους συγκεντρωμένους Αρχιερείς τιμήθηκε ιδιαίτερα.Λόγω των αρετών,της σοφίας και της φρόνησής του,έλαμπε ανάμεσά τους σαν ήλιος.Ξεκίνησαν έτσι όλοι μία μεγάλη συζήτηση σχετικά με αυτό το θέμα,η οποία δεν οδηγούσε πουθενα.

Τότε σηκώνεται όρθιος ο Όσιος Αχίλλιος,κάνει νεύμα σε όλους να σωπάσουν και με δυνατή φωνή λέει:

-<<Εσύ Άριε και οι υποστηρικτές αυτού,εάν έχετε δίκαιο που λέτε ότι ο Υιός του Θεού είναι κτίσμα και ποίημα Θεού,πες τότε σ’ αυτην την πέτρα που βρίσκεται εδώ μπροστά μας,να αναβλύσει έλαιον και τότε θα σας πιστέψουμε.Αλλοιώς κάθε συζήτηση είναι μάταιη και δεν οδηγεί πουθενά>>.

Οι Αρειανοί ξαφνιάστηκαν και για λίγη ώρα έμειναν σιωπηλοί.Κατ’οπιν γυρίζουν και λένε στον Όσιο Αχίλλιο:

-<<Εσύ που είπες αυτό,εσύ και να το κάνεις>>.

Λέγοντας αυτό πίστευαν ότι ο Επίσκοπος δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει τέτοιο θαύμα.Θεώρησαν τα λόγια του σαν προπέτεια και όχι σαν Θεϊκή έμπνευση από το Άγιο Πνεύμα.

Ο Όσιος Αχίλλιος όμως,χωρίς φόβο και χωρίς να δειλιάσει λεπτό,σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στον βασιλέα και τους Αρχιερείς.Με πίστη στον Χριστό,αφού πρώτα προσευχήθηκε,τους λέει:

-<< Εάν ο Υιός του Θεού υπάρχει ομοούσιος και ομόδοξος του Πατρός,όπως εμείς πιστεύουμε,ομολογούμε και κηρύσσουμε,ας αναβλύσει η πέτρα αυτή έλαιον,για να πιστεύψουν και να βεβαιωθούν οι αιρετικοί>>.

Αμέσως ,πριν τελειώσει καλά καλά τα λόγια του,’εγινε το μεγάλο και καταπληκτικό θαύμα.Κάτω από την πέτρα,άρχισε να βγαίνει έλαιο τόσο ώστε κάλυψε όλο το έδαφος.Βλέποντάς το ο βασιλιάς και οι Αρχιερείς,θαύμασαν τη δυναμη της πίστης,δόξασαν το Θεό και επαίνεσαν τον Όσιο Αχίλαιο.Οι Αρειανοί αντίθετα ντροπιάστηκαν και λυπήθηκαν..

Στην Σύνοδο αυτή έκανε και ο Άγιος Σπυρίδωνας ένα θαύμα που αφορούσε επίσης την Αγία Τριάδα.Αφού κατατρόπωσε με τα λόγια του τον οπαδό και ρήτορα του Αρείου,έπιασε στα χέρια του ένα κεραμίδι και θέλοντας να δείξει ότι ορισμένα πράγματα δεν τα φτάνει το μυαλό του ανθρώπου, είπε:

-<< Αν σας ρωτήσω πόσα πράγματα κρατάω στο χέρι μου ,θα μου πέιτε,ένα κεραμίδι.Αυτό όμως δεν είναι ένα και θα σας το φανερώσω αμέσως τώρα>>.

Ενώ με το αριστερό χέρι κρατούσε το κεραμίδι,με το δεξί έκανε το Σταυρό του και είπε:

- <<Εις το όνομα του Πατρός>>.

Από το χέρι του Αγίου που κρατούσε το κεραμίδι,βγαίνει φωτιά με την οποία είχε ψηθεί.Και ενώ όλοι κοιτούν συγκλονισμένοι,ο Άγιος συνέχισε:

-<<Και του Υιού>>.

Τότε από το κεραμίδι έτρεξε νερό.

-<<Και του Αγιού Πνεύματος>>.

Και τότε,στο χέρι του Αγίου,από το κεραμίδι έμεινε μόνο χώμα.

Aυτά και άλλα θαυμαστά έγιναν κατά την διάρκεια της Συνόδου.

Με τα θαύματά του ο Θεός,τίμησε την δύναμη των Ορθοδόξων,φανέρωσε περίτρανα το ομοούσιο της Αγίας Τριάδος και ταπείνωσε τους αιρετικούς.Έλαμψε το φως της αλήθειας και οι παρευρισκόμενοι δόξασαν τον Κύριο.

Από τους οπαδούς του Αρείου δε,άλλοι δέχτηκαν την Τριαδικότητα και ακολούθησαν την Ορθοδοξία,μερικοί όμως,ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Άρειος,εμμένοντας πεισματικά στις απόψεις τους,εξορίστηκαν.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος ευχαριστημένος από τα αποτελεσματα της Συνόδου,κάλεσε όλους τους Πατέρες να τον συνοδεύσουν στην βασιλεύουσα,για να τελέσουν τα εγκαίνια της νεόκτιστης πόλης.Όλοι,συμπεριλαμβανομένου και του Αγίου Αχιλλίου,δέχτηκαν και τον ακολούθησαν.Φτάνοντας στην πόλη που έφερε το όνομα του αυτοκράτορα,όλοι οι Ιερείς δεήθηκαν προς τον Θεό,να μείνει η πόλη στερεά και ανίκητη απέναντι στους εχθρούς της και τους βαρβάρους.

Στη λιτανεία που ακολούθησε,προεξέχοντος του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη,η πόλη αφιερώθηκε στην Υπεραγία Θεοτόκο που την έθεσε υπό την προστασία Της.Γιά 12 αιώνες περίπου,η Πανάχραντος Δέσποινα σε διαφόρους καιρούς και με πολλούς τρόπους διαφύλασσε αυτήν από τους κινδύνους.

Aπό τότε η Εκκλησία μας γιορτάζει κάθε χρόνο στις 11 Μαϊου την ανάμνηση των γενεθλίων της Κωνσταντινούπολης.

Ο Πατριάρχης Μητροφάνης,ο οποίος λόγω της μεγάλης του ηλικίας δεν είχε παρευρεθεί στη Σύνοδο μα είχε που είχαν συμβεί,ευχαρίστησε όλους τους Ιερείς για τους κόπους τους.Συνομίλησε έπειτα για αρκετή ώρα με τον Άγιο Αχίλλιο και αφού τον τίμησε και τον επαίνεσε ιδιαίτερα για τα έργα του,στο τέλος του είπε:

-<<Υπέρμαχε της αλήθειας Αχίλλιε,πήγαινε στο καλό εν ειρήνη και ο Θεός να είναι πάντα μαζί σου,η δε ειρήνη και η δε αμοιβή σου ας είναι μεγάλη στους Ουρανούς>>.

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος,αφού τίμησε και αυτός ιδιαίτερα τον Άγιο Αχίλλιο,του έδωσε όπως και στους άλλους Αρχιερείς χρυσό και ασήμι για την ανέγερση Εκκλησιών και άλλων αγαθών έργων.Ο Άγιος,ευχήθηκε στον βασιλέα και σε όλον τον οίκο,αποχαιρέτησε όλους τους Ιερείς και πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς την επαρχία του,χαρούμενος και νικητής.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΛΑΡΙΣΑ

Πλησιάζοντας ο Άγιος στην πόλη,είδε ότι είχαν βγει να τον υποδεχτούν Ιερείς,Μοναχοί και πλήθος κόσμου,άντρες γυναίκες και παιδιά,απ’ όλη την πόλη και τα περίχωρα.Δημιουργήθηκε έτσι μεγάλη σύγχυση καθώς όλοι χαρούμενοι που έβλεπαν ξανά τον δικό τους Πατέρα και δάσκαλο,προσπαθούσαν ταυτόχρονα να τον πλησιάσουν,ν’ ασπαστούν τις άκρες από των ράσων του και να λάβουν την ευλογία του.

Όλοι οι Χριστιανοί της επαρχίας του χαίρονταν την επιστροφή του και έψελναν ύμνους προς τον Θεό και τον Άγιο.Ο Αχίλλιος,αφού τους ευλόγησε όλους και τους ευχήθηκε τα καλύτερα,κάθισε στον θρόνο του και άρχισε να διηγείται τα της Συνόδου.Χάρηκαν όλοι και ευχαριστήθηκαν ιδιαίτερα μαθαίνοντας τα λόγια και τα έργα του δικού τους Ποιμένα,ειδικά για το θαύμα της πέτρας και του ελαίου.Δόξασαν στην συνέχεια το Θεό πιστεύοντας βαθύτερα από πριν.

ΠΗΓΗ:Ο ΑΓΙΟΣ ΑΧΙΛΛΙΟΣ,ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΘΕΟΣ ΒΙΟΣ

Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Εδέσσης κ Ιωήλ-Περί πλούτου -απόσπασμα εκπομπής 4Ε

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Εχ Γ'

Ὁ λέγων αὐτήν τὴν Εὐχήν κάθε ἑσπέρας, μετὰ κατανύξεως, ἐὰν ἐπέλθη ἐπ' αὐτὸν ἡ φοβερά ὥρα τοῦ θανάτου ἐν τῇ νυκτί ταύτη, λυτροῦται τῆς κολάσεως, ἐλέει Θεοῦ.
Προσευχή
Εὔσπλαγχνε καὶ πολυέλεε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησόν με πρὸ τῆς ἐμῆς τελευτῆς.
Οἶδα γὰρ ὅτι φρικτὸν καὶ φοβερὸν ἀναμένει με δικαστήριον ἐνώπιον πάσης τῆς κτίσεως, ὅτε καὶ τῶν ἐναγῶν καὶ παμβεβήλων μου πράξεων ἁπασῶν φανέρωσις γίνεται· ἀσύγγνωστα γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ ἀνάξια ὑπάρχουσι συγχωρήσεως, ὡς ὑπερβαίνοντα τῷ πλήθει ψάμμον θαλάσσιον.
Διὰ τοῦτο καὶ οὐ τολμῶ τὴν αἴτησιν τῆς ἀφέσεως τούτων ποιήσασθαι, Δέσποτα, ὅτι πλεῖον πάντων ἀνθρώπων εἰς Σέ ἐπλημμέλησα.
Ὅτι ὑπὲρ τὸν ἄσωτον ἀσώτως ἐβίωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν μυρία τάλαντα χρεωφειλέτης Σου γέγονα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Τελώνην κακῶς ἐτελώνησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Ληστήν ἐμαυτόν ἐθανάτωσα,
ὅτι ὑπὲρ τὴν Πόρνην ἐγώ ὁ φιλόπορνος ἔπραξα,
ὅτι ὑπὲρ τοὺς Νινευΐτας ἀμετανόητα ἐπλημμέλησα,
ὅτι ὑπὲρ τὸν Μανασσῆν «ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου αἱ ἀνομίαι μου καὶ ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ' ἐμέ καὶ ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους»·
ὅτι τὸ Πνεῦμα Σου τὸ ἅγιον ἐλύπησα,
ὅτι τῶν ἐντολῶν Σου παρήκουσα,
ὅτι τὸν πλοῦτόν Σου διεσκόρπισα,
ὅτι τὴν χάριν Σου ἐβεβήλωσα,
ὅτι τὸν ἀρραβῶνα, ὅν μοι δέδωκας, ἐν ἀνομίαις ἀνήλωσα,
ὅτι τὸ τίμιον κατ' εἰκόνα Σου, τὴν ψυχήν μου, ἐμόλυνα,
ὅτι τὸν χρόνον, ὅν μοι δέδωκας εἰς μετάνοιαν, μετὰ τῶν ἐχθρῶν Σου ἐβίωσα,
ὅτι οὐδεμίαν ἐντολήν Σου ἐφύλαξα,
ὅτι τὸν χιτῶνά μου κατερρύπωσα, ὅν με ἐνέδυσας,
ὅτι τοῦ ὀρθοῦ λόγου τὴν λαμπάδα ἀπέσβεσα,
ὅτι τὸ πρόσωπόν μου, ὅ ἐφαίδρυνας, ἐν ἁμαρτίαις ἠχρείωσα,
ὅτι τοὺς ὀφθαλμούς μου, οὕς ἐφώτισας, ἑκουσίως ἐτύφλωσα,
ὅτι τὰ χείλη μου, ἅπερ πολλάκις τοῖς θείοις Σου μυστηρίοις ἡγίασας, αἰσχύναις ἐμόλυνα.
Καί οἶδα ὅτι πάντως τῷ φοβερῷ Σου βήματι παραστήσομαι ὡς κατάδικος ὁ παμμίαρος.
Οἶδα ὅτι πάντα τότε τὰ πεπραγμένα μοι ἐλεγχθήσονται καὶ οὐκ ἀποκρυβήσεται οὐδὲν παρὰ Σοί.
Ἀλλά δέομαί Σου, εὐσυμπάθητε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε,
«μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, οὐ λέγω, μὴ παιδεύσῃς με, ἀδύνατον γὰρ τοῦτο ἀπὸ τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με».
Κερδήσω τοῦτο παρὰ Σοί, ἐὰν μὴ τῷ θυμῷ Σου καὶ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με, μηδὲ φανερώσῃς αὐτὰ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων ἐνώπιον εἰς αἰσχύνην μου καὶ ὄνειδος.
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»· εἰ φθαρτοῦ βασιλέως θυμὸν οὐδεὶς ἐνεγκεῖν δύναται, πόσῳ μάλλον Σοῦ τοῦ Κυρίου τὸν θυμὸν ὁ ἄθλιος ὑποστήσομαι;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσῃς με».
Οἶδα Λῃστήν αἰτήσαντα καὶ παρευθὺς συγχώρησιν ἐκ Σοῦ κομισάμενον.
Οἶδα Πόρνην ὁλοψύχως προσελθοῦσαν καὶ συγχωρηθεῖσαν.
Οἶδα Τελώνην ἐκ βάθους στενάξαντα καὶ δικαιωθέντα.
Έγώ δὲ ὁ πανάθλιος πάντας ὑπερβαίνων ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ μετανοίᾳ τούτους οὐ θέλω μιμήσασθαι, οὐδὲ γὰρ ἔχω δάκρυον ἐκτενές.
Οὐκ ἔχω ἐξομολόγησιν καθαρὰν καὶ ἀληθινήν,
οὐκ ἔχω στεναγμὸν ἐκ βάθους καρδίας,
οὐκ ἔχω καθαρὰν τὴν ψυχήν,
οὐκ ἔχω ἀγάπην κατά Θεόν,
οὐκ ἔχω πτωχείαν πνευματικήν,
οὐκ ἔχω προσευχὴν διηνεκῆ,
οὐκ ἔχω σωφροσύνην ἐν τῇ σαρκί,
οὐκ ἔχω καθαρότητα λογισμῶν,
οὐκ ἔχω προαίρεσιν θεοτερπῆ.
Ποίῳ οὖν προσώπῳ ἤ ἐν ποίᾳ παρρησίᾳ ζητήσω συγχώρησιν;
«Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με»·
Πολλάκις, Δέσποτα, μετανοεῖν συνεταξάμην.
Πολλάκις ἐν Ἐκκλησίᾳ κατανυγεὶς προσπίπτω Σοι, ἐξερχόμενος δὲ ταίς ἁμαρτίαις εὐθύς περιπίπτω.
Ποσάκις με ἠλέησας, ἐγὼ δὲ Σε παρώργισα!
Ποσάκις ἐμακροθύμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ἐπέστρεψα!
Ποσάκις με ἀνέστησας, ἐγὼ δὲ πάλιν ὀλισθήσας κατέπεσον!
Ποσάκις μου εἰσήκουσας, ἐγὼ δὲ Σου παρήκουσα!
Ποσάκις με ἐπόθησας, ἐγὼ δὲ ούδαμοῦ Σοι ἐδούλευσα!
Ποσάκις μέ ἐτίμησας, ἐγὼ δὲ οὐκ ηὐχαρίστησα!
Ποσάκις ἁμαρτήσαντα, ὡς ἀγαθός Πατήρ παρεκάλεσας καὶ ὡς υἱόν κατεφίλησας καὶ τὰς ἀγκάλας ὑφαπλώσας μοι ἐβόησας·
ἔγειρε, μὴ φοβοῦ, στήθι·
πάλιν δεύρο,
οὐκ ὀνειδίζω σε,
οὐ βδελύσσομαι,
οὐκ ἀποῤῥίπτω,
οὐδὲ σκληρύνω τὸ ἐμὸν πλάσμα,
τὸ ἐμὸν τέκνον,
τὴν ἐμὴν εἰκόνα,
ὅν οἰκείαις χερσί διέπλασα ἄνθρωπον καὶ ἐφόρεσα,
ὑπὲρ οὗ τὸ αἷμα ἐξέχεα,
οὐκ ἀποστρέφομαι πρός με ἐρχόμενον τὸ λογικόν μου πρόβατον, τὸ ἀπολωλός,
οὐ δύναμαι μὴ ἀποδοῦναι τὴν προτέραν εὐγένειαν,
οὐ δύναμαι μὴ συναριθμῆσαι τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα προβάτοις·
διά γὰρ τοῦτο καὶ μόνον ἐπί τῆς γῆς κατελήλυθα καὶ τὸν λύχνον ἀνῆψα,
τὴν σάρκα μου τὴν οἰκείαν καὶ τὴν οἰκίαν ἐσάρωσα καὶ τὰς φίλας Δυνάμεις τὰς οὐρανίους συνεκαλεσάμην ἐπευφρανθῆναι τῇ τούτου εὑρέσει.
Πάντα οὖν τὰ τοιαῦτα ὡς ἀγαθός καὶ φιλάνθρωπος ἐχαρίσω μοι, Δέσποτα,
ἐγὼ δὲ πάντων καταφρονήσας ὁ ἄθλιος, εἰς ἀλλοτρίαν καὶ μακράν χώραν τῆς ἀπωλείας ἀπέδρασα.
Ἀλλ' αὐτὸς με, πανάγαθε, πάλιν ἐπανάγαγε καὶ μὴ ὀργισθῇς μοι τῷ τάλανι,
Κύριε, μηδὲ τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, εὔσπλαγχνε, ἀλλὰ μακροθύμησον καὶ ἔτι ἐπ' ἐμοὶ.
Μὴ σπεύσῃς ἐκκόψαι με ὡς τὴν συκῆν τὴν ἄκαρπον, μηδὲ κελεύσῃς ἄωρον ἐκ τοῦ βίου θερίσαι με,
ἀλλὰ δός μοι ζωῆς προθεσμίαν καὶ ὁδήγησόν με εἰς μετάνοιαν, Κύριε,
καὶ «μή τῷ θυμῷ Σου ἐλέγξῃς με, Δέσποτα, μηδὲ τῇ ὀργῇ Σου παιδεύσης με».
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι τῇ ψυχῇ»,
ἀσθενής εἰμι τῷ λογισμῷ,
ἀσθενής τῇ γνώμη,
ἀσθενής τῇ προαιρέσει.
Ἐξέλιπε γὰρ μου ἡ ἰσχύς, ἐξέλιπέ μου ὁ χρόνος,
ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι ἡμέραι μου πᾶσαι καὶ τὸ τέλος ἐφέστηκεν.
Ἀλλ' ἄνοιξον, ἄνοιξον, ἄνοιξόν μοι, Κύριε, ἀναξίως κρούοντι καὶ μὴ ἀποκλείσῃς μοι τὴν θύραν τῆς εὐσπλαγχνίας Σου.
Ἐάν γὰρ Σὺ κλείσης, τίς μοι ἀνοίξει;
Ἐάν Σὺ μὴ με ἐλεήσης, τίς μοι βοηθήσει;
Οὐδείς ἄλλος, οὐδείς, εἰ μὴ Σὺ ὁ φύσει ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενὴς εἰμι»·
Ἐξενεύρισε γάρ με ὁ ἐχθρὸς καὶ ἀσθενῆ καὶ συντετριμμένον ἐποίησεν,
ὁ ἀσθενής δὲ καὶ συντετριμμένος οὐ δύναται ἀναστῆσαι ἑαυτόν,
οὐ δύναται ἰάσασθαι ἑαυτόν,
ὁ συντετριμμένος οὐ δύναται βοηθήσαι ἑαυτῷ,
λοιπόν ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἀσθενής εἰμι...
«Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα»·
Σωματικὸς καὶ ψυχικός με κατέλαβε τάραχος, Δέσποτα,
ὅτι σαρκικοῖς περιέπεσα πάθεσιν,
ὅτι καὶ τὴν σάρκα καὶ τὴν ψυχήν τοῖς δαίμοσιν ἐποίησα παίγνιον.
Ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου τὰ συνδεσμοῦντα τὸν ἔσω ἄνθρωπον.
Ποῖα ταῦτα; Ἡ πίστις, ἡ φρόνησις, ἡ ἐλπίς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ εὐσέβεια, ἡ πραότης, ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.
Ταύτα τὰ ὀστᾶ συνετρίβησαν, Δέσποτα,
«ἀλλ' ἴασαί με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁρῶ γὰρ λοιπόν τὴν ὥραν τῆς ζωῆς μου προφθάσασαν, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὴν πρός τὰ ἐκεῖσε χαλεπήν ὁδὸν καὶ μακράν, κἀμέ πρός τὰ ἐκεῖσε ἐμαυτόν ἑτοίμως μὴ ἔχοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν δανειστήν ἀπαιτοῦντά με καὶ μὴ ἀποδοῦναι ἰσχύοντα, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ τὸν λογοθέτην μου τὸ χειρόγραφον ἐπισείοντα καὶ τοὺς δημίους βρύχοντας κατ' ἐμοῦ, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὁρῶ πολλούς κατηγοροῦντάς με καὶ οὐδὲνα συνήγορον, καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
Ὅλος δι' ὅλου ταραχῆς καὶ σκοτοδίνης πεπλήρωμαι καὶ ἀγωνιῶ καὶ τρέμω καὶ φρίττω καὶ τὰ σπλάγχνα σπαράττομαι καὶ τί πράξω οὐκ ἐπίσταμαι ἤ ποίῳ προσώπῳ τὸν Κριτήν μου θεάσωμαι!
Ἰλιγγιῶ, ταράττομαι, συνέχομαι καὶ ἀμηχανῶ, καὶ λοιπόν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα.
«Ἐλέησόν με, Κύριε, ὅτι ἐταράχθη τὰ ὀστᾶ μου καὶ ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα».
Ὁ πονηρὸς διενοχλεῖν οὐ παύεται, οἱ ἐχθροὶ μου τοῦ πολεμεῖν οὐκ ἀφίστανται, ὁ ἐμφύλιος τῆς σαρκός πόλεμος καταφλέγει με πάντοτε, οἱ πονηροί λογισμοί οὐδαμῶς ἡσυχάζουσι.
«Καί Σύ Κύριε, ἕως πότε;». Ἰδοὺ ὁρᾷς, Κύριε, πάντα τὰ κατ' ἐμέ, ὅτι ἄπορα καὶ ἐλεεινὰ.
Ἰδοὺ βλέπεις τὴν κατ' ἐμοῦ ἔνστασιν καὶ τὸν πόλεμον τοῦ σώματος καὶ τὴν κάμινον τῶν παθῶν καὶ τὴν ἀτονίαν τῆς ψυχικῆς μου δυνάμεως.
Λοιπόν, Κύριε, ἕως πότε οὐ συμπαθεῖς;
Ἕως πότε οὐκ ἐκδικεῖς; Ἕως πότε οὐ σπεύδεις; Ἕως πότε οὐ βλέπεις; Ἕως πότε παρορᾷς;
Κύριε, ἐν τῷ ἐλέει Σου σῶσόν με.
Μὴ παρίδῃς με, Κύριε, τὸν ἀνάξιον, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου.
Ἡ γὰρ Σὴ παρόρασις ἐμὴ κατάπτωσις γίνεται, Δέσποτα.
«Δι'ὅ ἐπίστρεψον, Κύριε, ρῦσαι τὴν ψυχήν μου καὶ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Ὡς συμπαθὴς ἐλέησον, ὡς ἐλεήμων συμπάθησον, ὡς φιλάνθρωπος σῶσόν με, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου, πονηρὰ γὰρ εἰσιν.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν πόνων μου, ἀσθενὴς γάρ εἰμι.
Οὐχ ἕνεκεν τῶν λογισμῶν ἤ τῶν λόγων μου, ρυπαροὶ γάρ εἰσι καὶ ἀκάθαρτοι, ἀλλ' ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, πολυέλεε Κύριε, σῶσόν με.
Εἰ δὲ δικάσασθαι πρός με βούλει, Δέσποτα, ἐγὼ πρῶτος ἐκφέρω κατ' ἐμαυτοῦ τὴν ψῆφον.
Ἐγώ καταδιαμαρτύρομαι ὅτι ἄξιος θανάτου εἰμί. Λοιπόν σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, εἰς τὴν φιλανθρωπίαν Σου καταφεύγω, Πανάγαθε. Οὐκ ἔχω τί Σοι προσαγαγεῖν ἄξιον, ἐλεημοσύνην ζητῶ, μὴ ἀπαιτήσῃς με τὴν ταύτης τιμήν.
«Μνήσθητι τῶν λόγων Σου, Κύριε, ὅτι ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τὰ πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ». Καὶ «ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιά παράγουσι». Καί «ούδείς καθαρός ἀπὸ ῥύπου». Καὶ ὅτι «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου». Ἐάν γὰρ ἀνομίας παρατηρήσῃς ἡμῶν, οὐδεὶς ὑποστήσεται, Κύριε, δι' ὅ σῶσόν με τὸν ἀνάξιον δούλόν Σου ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου καὶ οὐκ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου.
Ἐάν γὰρ τὸν ἄξιον ἐλεήσῃς, οὐδὲν θαυμαστόν. Ἐάν τὸν δίκαιον σώσῃς, οὐδὲν ξένον. «Σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου», ἐπ' ἐμοὶ τὸ ἔλεός Σου θαυμάστωσον, Κύριε, εἰς ἐμὲ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου ἐμφάνισον, Δέσποτα, εἰς ἐμὲ τὴν φιλανθρωπίαν Σου μεγάλυνον, Ἅγιε.
Δεῖξον ἐπ' ἐμοί, Κύριε, τὰ ἀρχαῖα ἐλέη Σου, ὅτι τοὺς μέν δικαίους σῲζεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς ἐλεεῖς. Μὴ νικήσῃ ἡ ἐμὴ κακία τὴν Σήν ἀγαθότητα, Κύριε, μηδὲ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου.
Ἐάν γὰρ θελήσῃς μετ' ἐμοῦ δικάσασθαι, φραγήσεταί μου τὸ στόμα, μὴ ἔχον τὶ φθέγξασθαι ἤ τὶ ἀπολογήσασθαι.
Δι' ὅ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Σου, μηδὲ ἐπισταθμήσῃς τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας τῇ Σῇ ἀπειλῇ.«Ἀλλ' ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον». Καί «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ τὸ ἔλεός Σου καταδιώξῃ με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου». Καταδιωξάτω με τὸ ἔλεός Σου, Κύριε, τὸν κακῶς ἀπὸ Σοῦ φεύγοντα, τὸν ἀεί ἀπὸ Σοῦ δραπετεύοντα καὶ πρός τὴν ἁμαρτία ἀεί κακῶς ἀποτρέχοντα.
Τοῦτο μόνον ἐπικαλοῦμαι καὶ ἱκετεύω καὶ δέομαι, «σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου».
Σῶσόν με πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν εἰς τὰ ἐκεῖσε δικαστήρια, ἤ μᾶλλον τἀληθές εἰπεῖν, εἰς τὰ ἐκεῖσε κολαστήρια, ἔνθα οὐκ ἔστι μετάνοια οὔτε ἐξομολόγησις. «Ἐν γὰρ τῷ ἃδῃ φησί, τίς ἐξομολογήσεταί Σοι;
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, ὅτι οὐκ έστιν ἐν τῷ θανάτω ὁ μνημονεύων Σου», οὐδὲ ἐν τῷ ἃδῃ ὁ ἐξομολογούμενος. Ἐκεῖ γὰρ οὐκ ἔστι μετάνοια, οὐκ ἔστιν ἄφεσις τοῖς ὧδε μὴ μετανοοῦσι μηδὲ ἐξομολογουμένοις.
«Δι' ὅ σῶσόν με μετανοοῦντά Σοι καὶ ἐξομολογούμενον τὸν ἀνάξιον δοῦλόν Σου, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, καὶ οὐχ ἕνεκεν τῶν ἔργων μου».
Σὺ γὰρ εἶπας, Κύριε, «ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» καὶ «ὅσα ἄν αἰτήσητε πιστεύοντες, λήψεσθε».
Δι' ὅ σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, ἵνα καὶ ἐπ' ἐμοὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον καὶ ὑπερδεδοξασμένον ὄνομά Σου, Κύριε ὁ Θεός μου, ὁ δι' ἐμὲ κατ' ἐμὲ γεγονώς, ὡς ἄν κἀγὼ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων συναριθμηθεὶς δοξάζω Σε τὸν ὑπεράγαθον καὶ φιλάνθρωπον Θεόν μου Ἰησοῦν Χριστὸν σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεῦματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΗΓΗ:orthodoxfathers
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...