Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Τα ξωκλήσια μας



Δεν γνωρίζω αν άλλη χριστιανική χώρα, όπως η Ελλάδα μας, έχη τόσα εξωκλήσια . Εξωκλήσια είναι τα εκκλησιδάκια που βρίσκονται έξω από πόλεις και χωριά. Αυτά τα εκκλησάκια ήταν σημεία ευλαβικής αναφοράς και παρηγοριάς για τον άνθρωπου της υπαίθρου. Είχαν αγιάσματα με ιαματικά ύδατα. Είχαν άγιες εικόνες, που δάκρυζαν, χτυπούσαν, μιλούσαν, θαύματα ενεργούσαν. Ήταν αποκούμπια του πονεμένου και κουρασμένου  ανθρώπου. Αυτά ήταν γι’ αυτούς τα νοσοκομεία, τα καταφύγια στον πόνο και τις στενοχώριες της πικρής ζωής. Ήταν κτισμένα έπειτα από κάποιο όνειρο, κάποια οπτασία ή κάποιο τάμα. Οικοδομήθηκαν από φτωχούς χειρώνακτες, τις περισσότερες φορές με τους δικούς τους κόπους. Αρχιτέκτων ήταν η βαθιά τους ευλάβεια , γι’ αυτό και ήσαν όμορφα, γουστόζικα. Η κάθε γωνιά και η κάθε πέτρα έχει τοποθετηθή με μεράκι. Και οι άνθρωποι που τα συντηρούν και ανάβουν τα κανδηλάκια και τα ευτρεπίζουνε στο διάβα του χρόνου είναι όμορφοι, ευλαβείς, προσηνείς.

Διηγείτο ο γερ- Αργύρης από το Αγιονέρι Κοζάνης πως ο Άγιος Αθανάσιος έχει αγίασμα και πολλές ιάσεις επιτελεί. Ένας νέος , που στα μικρά του χρόνια άναβε με την μητέρα του τα καντήλια του Αγίου Αθανασίου, πήγε στην Αμερική για μια καλύτερη τύχη. Εκεί παρέλυσαν τα κάτω άκρα του. Οι γιατροί καμμιά βοήθεια δεν του προσέφεραν. Μια ευλογημένη νύχτα βλέπει στον ύπνο του έναν αρχιερέα με κατάλευκα γένια.
-         Παιδί μου, με γνωρίζεις; Είμαι ο άγιος Αθανάσιος από το Αγιονέρι. Έλα και σ’ εμένα κι εγώ θα σε γιατρέψω.
Πράγματι, επέστρεψε στην Ελλάδα, έκανε Λειτουργία στον Άγιο Αθανάσιο, κρέμασε τις πατερίτσες του στην εικόνα κι από τότε βαδίζει χωρίς καμμιά δυσκολία.

Ο ίδιος διηγείτο ακόμη:
-         Πήγα κάποτε ν’ ανάψω τα καντήλια του Αγίου. Όταν έφθασα με το γαϊδουράκι μου στην πόρτα, ψάχτηκα και διαπίστωσα πως ξέχασα τα κλειδιά. Η πόρτα βαρειά, ξύλινη με γύφτικους μεντεσέδες. Τι να έκανα; Το πήγαιν’ έλα από το χωριό δεν ήταν εύκολο. Την ώρα που πήγα να κρεμάσω το λαδικό στο καρφί του τοίχου της εκκλησίας ακούστηκε δυνατός κρότος. Άνοιξε η πόρτα! Όταν τελείωσα τις προσευχές μου και την αποστολή μου, με τον ίδιο τρόπο έκλεισαν οι πόρτες και έφυγα για το σπίτι μου , κρατώντας αναμμένη την δάδα της πίστεως. Το φως το πήρα από το καντηλάκι του αγίου Αθανασίου , γι’ αυτό δε μου έσβησε ποτέ.
Αυτή η επίσκεψη στο ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου, παρ’ όλο που δεν συναντούσε μήτε ψάλτη μήτε παπά μήτε ιεροκήρυκα, καλλιέργησε την ψυχή του, τράνεψε την πίστη του και του προσέδωσε βαθειά ευλάβεια.
Στον πόλεμο του ’40 πολέμησε στην πρώτη γραμμή. Ο βασιλιάς Παύλος τον παρασημοφόρησε. Έχασε όμως όλη του την πτέρνα. Όταν ησύχασαν τα πράγματα, τον προέτρεπαν να περάση επιτροπή για σύνταξη και απαντούσε ο άνθρωπος του Θεού:
-         Αν πάρω χρήματα , θα χάσω ό,τι κέρδισα: Εγώ , παιδιά μου, έβλεπα την Παναγία. Σώθηκα από βέβαιο θάνατο. Δεν λύγισα. Δεν φοβήθηκα. Αυτά είναι τα παράσημά μου.
Απ’ ό,τι κάνει κανείς για τον Θεό, τίποτε δεν πάει χαμένο. Ο άνθρωπος δεν χαριτώνεται μόνον με την διδαχή, αλλά και με κάθε ευσέβεια που δεν καταντά ευσεβισμός. Και το καντήλι και το κερί και το λιβάνι και το πρόσφορο και ο άρτος γίνονται μάννα ουράνιο που θρέφει την ψυχή. Μακάρι να μη λείψουν από κανένα ορθόδοξο σπίτι. Αμήν.


Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος


Γερόντισσα Άννα , η δια Χριστόν Σαλή.




Η Άννα είχε Μικρασιατική καταγωγή και έφτασαν στην Ελλάδα με τους γονείς της σαν πρόσφυγες μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό, μετά τα γεγονότα της εκεί καταστροφής. Όταν έφτασαν εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πηγάδια στα Κύργια της Δράμας. Είχε ακόμα μια αδελφή την Κρυστάλλω. Ο πατέρας της ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία και είχε ένα μικρό κοπάδι, στο οποίο βοηθούσε (σχεδόν φρόντιζε μόνη της) η μικρή Αναστασία. Αυτό ήταν το βαφτιστικό όνομα της Άννας πριν πάρει το αγγελικό σχήμα. Η ίδια αρεσκόταν να βρίσκεται μόνη στη φύση μαζί τα ζώα, γιατί αυτό της έδινε την ευκαιρία να μένει μόνη με το Θεό και να προσεύχεται. Όταν τύγχανε να βρεθεί σε κάποιο βουνό με εκκλησάκι , άδραχνε την ευκαιρία για πνευματική συζήτηση με τους μοναχούς που περιόδευαν, τα λόγια των οποίων κυριολεκτικά ρουφούσε.
Όταν έφτασε σε ηλικία ικανή ο πατέρας της την πάντρεψε με κάποιο βοσκό που δούλευε κοντά του αλλά αυτός μετά από λίγο καιρό την εγκατέλειψε. Τότε η Άννα πήγε σε μια θεία της στο Δοξάτο και εργαζόταν στα καπνά της περιοχής. Εκεί υπήρχε η εκκλησία του αγίου Μάρκου στην οποία είχε ένα μοναχό με τον οποίο συχνά συνομιλούσε και της είχε δώσει ένα ξύλινο σταυρό , τον οποίο η Άννα ποτέ δεν αποχωρίστηκε. Από το σύντομο γάμο της απέκτησε μια κορούλα, τη Βενετία την οποία μεγάλωσε μόνη της και με τη βοήθεια της αδελφής της.*
Η Άννα ήταν αγράμματη αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να μαθαίνει το Λόγο του Θεού από την εκκλησία και τα κηρύγματα. Άκουγε επίσης με πολύ ενδιαφέρον τους βίους των αγίων και δεν έχανε ευκαιρία να επαναλαμβάνει όσα άκουγε σε γνωστούς και φίλους. Με τον τρόπο αυτό από τη μια γινόταν απόστολος των θείων μηνυμάτων και από την άλλη αποστήθιζε απ’ έξω όσα άκουγε.
Η Άννα έκανε οικονομίες και έτσι μπόρεσε να πραγματοποιήσει διάφορα ταξίδια που ήθελε όπως στην Παναγία της Τήνου και στα Ιεροσόλυμα. Τα τελευταία επισκέφτηκε για πέντε φορές όπου και εκάρει μοναχή παίρνοντας το όνομά της κάπου στη δεκαετία του ’70. Αυτό έγινε στην ιερά  μονή αγίου Γεωργίου Χοζεβά. Μετά από αυτό επέστρεψε στο Δοξάτο και άρχισε να ζει ασκητικά. Ολονύκτιες αγρυπνίες και αδιάλειπτη προσευχή ήταν οι κύριες ασχολίες της , ενώ δεν αποχωριζόταν το κομποσχοίνι ποτέ από τα χέρια της . Ζούσε σε μικρά φτωχικά σπιτάκια που νοίκιαζε και πάντοτε μεριμνούσε να έχει ένα μικρό κήπο που καλλιεργούσε η ίδια. Μάλιστα διατηρούσε εσπεριδοειδή , δένδρα που δεν ευδοκιμούσαν στην περιοχή, λόγω θερμοκρασίας. Αυτά της Άννας  όμως έδιναν καρπούς.
Το δωμάτιό της ήταν λιτό και στο κρεβάτι της είχε μια μικρή βαλίτσα όπου φύλαγε τα σάβανά της και κάθε μέρα την άνοιγε για να τα βλέπει και έτσι κατάφερε να έχει συνεχή μνεία θανάτου. Συνήθιζε να θυμιατίζει με καρβουνάκια που έφτιαχνε η ίδια από ξυλάκια κληματαριάς. Τα βράδια όταν οι εργάτες των καπνών πήγαιναν δουλειά, η Άννα έβγαινε στο δρόμο και τους θυμιάτιζε. Αυτό όμως προκαλούσε ποικίλες αντιδράσεις, διότι άλλοι την κορόιδευαν για αυτό. Συχνά γινόταν αντικείμενο κοροϊδίας και εμπαιγμού και για τα ρούχα της που αποτελούνταν από ένα σχισμένο ράσο.
Η Άννα απέκτησε από τον Κύριό μας το προορατικό χάρισμα και συχνά την επισκέπτονταν μοναχοί από το Άγιο Όρος για να πάρουν την ευχή της ή και να συνομιλήσουν μαζί της. Όταν πήγαιναν μοναχοί στο σπίτι μιας φίλης της, της κυρίας Τουμπαλίδου*, η Άννα χωρίς να την ειδοποιήσει κάποιος έτρεχε να τους συναντήσει. Ο πατήρ Γρηγόριος από το ιερό κελλί Ιωάννη του Θεολόγου σύστησε να την επισκέπτονται και να παίρνουν την ευχή της για ψυχική ωφέλεια. Χαρακτηριστικά έλεγε «τα λόγια της είναι Άρτος». Επίσης ο Γέροντας Παϊσιος ο Αγιορείτης έλεγε σε επισκέπτες του να πάνε στο Δοξάτο να πάρουν την ευχή της Άννας. Έλεγε: «η προσευχή της είναι πάνω από τη δική μου». Επισκέψεις δεχόταν επίσης και από άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες, όπως καθηγητές πανεπιστημίων και επιστήμονες από τη γύρω περιοχή. Όλοι αυτοί ερχόντουσαν να συνομιλήσουν μαζί της και να πάρουν συμβουλές και νουθεσίες.
Η Άννα δε δεχόταν ποτέ να την πάνε με αυτοκίνητο έστω και αν έπρεπε να διανύσει μεγάλες αποστάσεις. Αυτό το έκανε αφενός για άσκηση και αφετέρου για να αποφεύγει την πολλή συνάφεια με τον κόσμο. Παρόμοια συμπεριφορά συναντάμε και στο βίο του οσίου παπά-Λεόντιου του δια Χριστόν σαλού, που είδαμε προηγουμένως.

 


*Σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές (2006) , η κυρία Βενετία ζει στο Δοξάτο Δράμας.
*Η κυρία Τουμπαλίδου υπήρξε στενή της φίλη, ήταν η δασκάλα της Άννας, Βενετίας και είναι αυτή που ευγενώς μας παρεχώρησε τις πληροφορίες για τη γερόντισσα.



Από το βιβλίο “Εμπαίζοντες
«Ημείς μωροί
δια Χριστόν»”
Ίκαρος Πετρίδης
Εκδόσεις: ΜΟΡΦΗ εκδοθήτω
Αθήνα
Μάρτιος 2008

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Παροιμίες για το Σταυρό


Οσία Σοφία , η ασκήτισσα της Παναγίας




Η Σοφία γεννήθηκε το 1883 μ. Χ. σε κάποιο χωριό της Τρίπολης του νομού Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ .Χ,. σε ηλικία 24 χρονών παντρεύτηκε τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδου και μετά από τρία χρόνια γέννησε ένα παιδί. Μετά από δύο όμως χρόνια έμεινε ολομόναχη, αφού το παιδί της πέθανε και τον άντρα της πήραν οι Τούρκοι για το στρατό και ακολούθως χάθηκαν τα ίχνη του στον Α΄ παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε έφυγε από το χωριό της για κάπου παραθαλάσσια όπου έμεινε μέχρι το 1916 μ. Χ. οπόταν και χάθηκαν τα ίχνη της. Μετά τρία χρόνια λίγοι εναπομείναντες συγγενείς της την εντόπισαν σε μια εκκλησία ντυμένη με ράσα στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης.
Το 1925 μ. Χ. φεύγει για τη Φλώρινα στον Άγιο Μάρκο όπου βλέπει σε όραμα την Υπεραγία Θεοτόκο που την παροτρύνει να πάει στο Μοναστήρι Της, στην Κλεισούρα.
Μετά από 10 μέρες που ήταν η μέρα της Κοιμήσεως της Παναγίας στις 15 Αυγούστου πηγαίνει εκεί και βρίσκει την ηγουμένη Πελαγία που ήταν παράλυτη. Έκτοτε και μέχρι την κοίμισή της το 1974 μ. Χ. έμεινε εκεί, όπου με αυστηρή άσκηση και οικειοθελείς κακοπάθειες έφτασε σε ύψη Χριστιανικής αρετής και απέκτησε από τον Κύριό μας το χάρισμα της θαυματουργίας.
Τα βράδια τα περνούσε σε μια γωνιά δίπλα από το τζάκι σκεπασμένη με φύλλα. Σε στρώμα δεν κοιμήθηκε ποτέ . Μάλιστα κάποτε για σκοπούς κακοπάθειας έστρωνε πέτρες και έπεφτε πάνω , ενώ τακτικά κτυπούσε το σώμα της με τσουκνίθες.
Η τροφή της υπήρξε συνεχώς λιτή αφού έτρωγε μόνο χόρτα και σαρδέλες, ενώ τις νηστείες έτρωγε μόνο λίγο ψωμί και αλάτι. Τροφή επίσης ήταν μούσκλα ή μανιτάρια που μάζευε από το δάσος. Αν κάποτε άνοιγε κονσέρβα με ψάρια έπρεπε πρώτα να τ’ αφήσει να μουχλιάσουν πριν τα φάει. Το ελαιόλαδο το χρησιμοποιούσε μόνο για τα καντήλια και σε κάποιες προσκυνήτριες/μαθήτριες τις μάθαινε πως να φτιάχνουν χορτόπιτες με καρύδια , που έβγαζαν το δικό τους λάδι. Αργότερα οι συνταγές αυτές χρησιμοποιήθηκαν και από άλλα μοναστήρια.
Η Σοφία ήταν πολύ όμορφη κοπέλα και για να μην σκανδαλίζει κανένα , όταν πήγε στο μοναστήρι πήρε κάπνες από τα καζάνια που μαγείρευαν και μουτζούρωσε όλο της το πρόσωπο. Το ντύσιμό της ήταν ιδιαίτερα ιδιόρρυθμο αφού φορούσε μόνο ένα κουρελιασμένο ράσο χωρίς να φοράει τίποτε από μέσα. Αν κάποτε της έφερναν καινούρια ρούχα, αμέσως τα έδινε στους φτωχούς ή όταν έπρεπε να φορέσει άλλο ράσο, πρώτα το κτυπούσε και το έτριβε με πέτρες ή ξύλα για να το παλιώσει. Πάντοτε ξυπόλητη όπως άλλωστε και σχεδόν όλοι οι δια Χριστόν σαλοί, ενώ σπάνια φορούσε κάτι τρυπημένα παπούτσια και στην εκκλησία πάντοτε παντόφλες. Κάποτε τα ρούχα της άρπαξαν φωτιά από τα φύλλα που ήταν σκεπασμένη (αφού πάντοτε έμενε δίπλα στο τζάκι) και ίσα που δεν κάηκε η ίδια. Μετά από αυτό τα ρούχα της παρέμειναν έτσι καμμένα και καπνισμένα . Κάποτε ζήτησε από μια συγγένισσά της , που την επισκέφτηκε , να της ράψει μια καινούρια φούστα και μόλις της την πήγε , η Σοφία την έδωσε σε μια προσκυνήτρια  που πήγε να την δει. Στο παράπονο της συγγένισσάς της, ότι έραψε τη φούστα για εκείνη, της είπε ότι τώρα που η φτωχή εκείνη γυναίκα θα φορέσει τη φούστα η ίδια η Σοφία θα τη χαίρεται περισσότερο.
Κάποιες φορές την ξεχνούσαν έξω από το μοναστήρι όταν έκλεινε η πύλη και περνούσε τη νύχτα της στο χιόνι χωρίς ποτέ να παραπονιέται. Μάλιστα την εύρισκαν την επομένη να είναι καλυμμένη από το χιόνι αλλά η ίδια να διατηρείται ζεστή.
Τα μαλλιά της δεν τα έλουσε ούτε τα χτένισε και έτσι έγιναν σαν αλογοουρά. Παρόλα τούτα το κεφάλι της ευωδίαζε. Μια φορά που η πρεσβυτέρα του ιερέα της μονής προσπάθησε να την κουρέψει χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα.
Στις προσκυνήτριες που πήγαιναν στο μοναστήρι ακατάλληλα ντυμένες έκανε έντονες παρατηρήσεις που έφταναν μέχρι το σημείο του θυμού. Αργότερα όμως με δάκρυα παρακαλούσε το Θεό για συγχώρεση διότι τις πλήγωσε.
Έτσι θεάρεστα ζώντας κατάφερε να ευαρεστήσει το Θεό μέχρι που κοιμήθηκε ειρηνικά στις 6 Μαΐου  1974. Το δε τίμιο λείψανό της φυλάσσεται μέχρι σήμερα στη μονή της Κλεισούρας , όπου και ευωδιάζει.



Από το βιβλίο “Εμπαίζοντες
«Ημείς μωροί
δια Χριστόν»
Ίκαρος Πετρίδης
Εκδόσεις: ΜΟΡΦΗ εκδοθήτω
Αθήνα
Μάρτιος 2008

Η πνευματική μελέτη προ της προσευχής





-         Γέροντα, δεν σκιρτάει η καρδιά μου για την προσευχή και, όταν βλέπω να περνάη η ώρα χωρίς να κάνω τίποτε, με πιάνει σφίξιμο και στενοχώρια.
-         Μελετάς καθόλου προηγουμένως;
-         Συνήθως, όχι.
-         Γιατί; Δεν είπαμε να μελετάς πρώτα, για να γλυκαθή η καρδιά; Εσύ δεν τρως πνευματικά, γι’ αυτό δεν γλυκαίνεσαι. Λίγη μελέτη από την Αγία Γραφή ή τον Ευεργετινό ή το Γεροντικό πριν από την προσευχή, έστω δυο-τρεις σειρές, θερμαίνει και γλυκαίνει την καρδιά και έρχεται η όρεξη για τα πνευματικά. Καπακώνονται οι μέριμνες, και ο νους μεταφέρεται σε θείο χώρο. Το Γεροντικό σε μεταφέρει στην Θηβαΐδα και στην Νιτρία και νιώθεις να βρίσκεσαι κοντά στους Αγίους Πατέρες. Επίσης, το Λειμωνάριον, η Φιλόθεος Ιστορία, το Λαυσαϊκόν, ο Μοναχισμός της Αιγύπτου, διαβάζονται εύκολα, αλλά είναι και στερεά τροφή.
-         Γέροντα, δίνω περισσότερο χρόνο στην μελέτη πατερικών βιβλίων παρά στην προσευχή.
-         Να κάνης λιγώτερη μελέτη, περισσότερη καθημερινή παρακολούθηση του εαυτού σου και ευχή . Γιατί αλλιώς, μόνο με την μελέτη, μένει άκαρπος κανείς εάν δεν εργασθή και δεν ζητήση την θεία επέμβαση, την Χάρη του Θεού. Η μελέτη πατερικών βιβλίων βοηθάει, όταν προηγήται της προσευχής. Γι’ αυτό να διαβάζης τόσο, όσο σου χρειάζεται, για να κατανυγής και να παρακινηθής στην προσευχή.

Από το βιβλίο: « ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ
ζ΄
ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Θαυμαστή διήγηση απο τις περιοδείες του Απόστολου Θωμά στις Ινδίες

Ο Απόστολος Θωμάς πωλήθηκε κατά παραχώρηση Κυρίου στον έμπορο Αμβάνη ως δούλος και πολύ ικανός και έμπειρος οικοδόμος. Ο Αμβάνης έφερε τον δούλο στις Ινδίες και τον παρουσίασε στον Βασιλέα ως μέγα αρχιτέκτονα και οικοδόμο. Εκείνος τον δέχθηκε και του πρόσφερε πολλά χρήματα για να του οικοδομήσει καινούργια παλάτια.

Ο Απόστολος του Χριστού μόλις πήρε τα χρήματα τα μοίρασε στους πτωχούς και στους έχοντας ανάγκη.

Μετά από λίγο χρόνο έστειλε ο Βασιλεύς τους αυλικούς του για να δουν πως πηγαίνουν οι νέες οικοδομές. Όταν είδαν κατάπληκτοι ότι ούτε τα θεμέλια δεν έχει τοποθετήσει ο οικοδόμος και μαθαίνοντας ότι τα χρήματα τα μοίρασε στους πτωχούς, έτρεξαν στον βασιλέα και του ανήγγειλαν το γεγονός. Εκείνος διέταξε να δέσουν τον Απόστολο οπισθάγκωνα και να τον φέρουν μπροστά του . Αφού ήλθε , του είπε με οργή:

-Μου έκτισες το παλάτι;

-Ναι , απάντησε με ηρεμία ο Απόστολος και μάλιστα είναι πολύ ωραίο

-Εμπρός λοιπόν , είπε ο βασιλιάς, πάμε να το δω και εγώ

-Δεν είναι δυνατόν , βασιλιά να δεις αυτό το ανάκτορο σ' αυτή την ζωή. Μετά την αναχώρηση σου απο τον κόσμο αυτό θα το απολαύσεις και θα αγαλλιασθεί η ψυχή σου.

Τα λόγια αυτά του αληθινού δούλου του Θεού , θεώρησε ο βασιλιάς Γουνδαφόρος , διότι αυτό ήταν το όνομά του , ως εμπαιγμό και χλεύη. Και επειδή έμαθε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι πτωχός και δεν έχει τις οικονομικές δυνατότητες να του επιστρέψει τα σπαταληθέντα χρήματα, σκέφθηκε ότι μόνο ο θάνατος του θα ικανοποιήσει κάπως τον θυμό του. Γι' αυτό διέταξε να τον γδάρουν ζωντανό και ύστερα να τον ρίξουν στην φωτιά να καεί.

Τι κάνει όμως ο Παντοδύναμος Θεός; ο αδελφός του βασιλιά οργίστηκε περισσότερο κατα του Αποστόλου και βίαζε τον βασιλιά να τον τιμωρήσει .Ξαφνικά όμως πέθανε και ο θάνατος του αγίου Θωμά ματαιώθηκε. Έτσι όλοι πλέον ασχολούνταν με την εκφορά του νεκρού.

Ο Θεός όμως που δεν επιθυμεί τον θάνατο του αμαρτωλού , επιτέλεσε εδώ καταπληκτικό θαύμα. Μόλις πέθανε ο Γάδ, αυτό ήταν το όνομά του, παρέλαβαν την ψυχή του άγγελοι και την έδειχναν τις αιώνιες κατοικίες των ανθρώπων που σώθηκαν από την αμαρτία ή μετανόησαν. Η ψυχή του Γάδ κυριεύθηκε από θαυμασμό για το έξοχο κάλλος εκείνης της ουράνιας έπαυλης που ξεχώριζε από τις άλλες και παρακαλούσε τους συνοδούς αγγέλους της να την αφήσουν να κατοικήσει σ' ένα απ' αυτά τα μικρά δωμάτια που έβλεπε. Οι άγγελοι όμως δεν δέχονταν την παράκληση του λέγοντας ότι αυτό το παλάτι ανήκει στον αδελφό του Γουνδαφόρο και το έκτισε ένας ξενόφερτος άνθρωπος ονόματι Θωμάς.

Μόλις πληροφορήθηκε αυτό ο Γάδ παρακαλούσε επίμονα τους αγγέλους να του επιτρέψουν να γυρίσει στον κόσμο για ν' αγοράσει αυτό το λαμπρό παλάτι από τον αδελφό του.

Με το θέλημα λοιπόν του Θεού επανήλθε η ψυχή του Γάδ στο σώμα της για να λυτρωθεί έτσι ο Απόστολος από τον θάνατο και πολλοί άνθρωπο να σωθούν από το θαύμα της αναστάσεως του Γάδ.

Ενώ οι συγγενείς του ετοίμαζαν το νεκρό σώμα του Γάδ για τον ενταφιασμό , ξαφνικά άρχισε να αναπνέει. Όλοι εξεπλάγησαν και φώναξαν τον βασιλιά στον οποίο είπε ο αναστημένος αδελφός του:

-Αν με αγαπάς , αδελφέ μου, έχω την αξίωση να μου πουλήσεις αυτό το ωραίο παλάτι που σου έκτισε στον ουρανό ο χριστιανό Θωμάς.

Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο βασιλιάς φωτίστηκε εκ Πνεύματος Αγίου ότι ο Θωμάς είναι αληθινός Απόστολος του Θεού και φωτισμένος στην ψυχή είπε στον αδελφό του:

-Αδελφέ μου , δεν μπορώ να σου πουλήσω αυτό το παλάτι γιατί η απόκτηση του δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Θεωρώ προτιμότερο να συστήσω σε εσένα τον τεχνίτη που , ο οποίος ζει ακόμη, και εκείνος προς χάριν σου θα οικοδομήσει παρόμοιο ανάκτορο.

Αμέσως διέταξε ν' αποφυλακίσουν και φέρουν ενώπιόν του τον Θωμά. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά τους, εκείνοι έπεσαν και οι δύο γονατιστοί στα πόδια του ζητώντας συγχώρεση διότι από άγνοια, διέπραξαν το κακό σε βάρος του και τον παρακάλεσαν να κηρύξει στην χώρα τους τον αληθινό Θεό που λατρεύει και την διδασκαλία του , ώστε όλοι οι άνθρωποι να απολαύσουν τα αιώνια και άφθαρτα αγαθά, τα οποία αξιώθηκε να γνωρίσει ο Γάδ.

Με κατάπληξη άκουσε όλα αυτά ο Απόστολος Θωμάς και ευχαρίστησε εκ βάθους καρδίας τον Θεό για τα θαυμάσια του και την Θεία Πρόνοιά Του. Αμέσως τους κατήχησε και τους βάπτισε όλους και άλλα αναρίθμητα πλήθη ινδών, στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Απο το βιβίο "Ψυχωφελείς Οπτασίες και Διηγήσεις"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...