Η Σοφία γεννήθηκε το 1883 μ. Χ.
σε κάποιο χωριό της Τρίπολης του νομού Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ .Χ,.
σε ηλικία 24 χρονών παντρεύτηκε τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδου και μετά από τρία
χρόνια γέννησε ένα παιδί. Μετά από δύο όμως χρόνια έμεινε ολομόναχη, αφού το
παιδί της πέθανε και τον άντρα της πήραν οι Τούρκοι για το στρατό και ακολούθως
χάθηκαν τα ίχνη του στον Α΄ παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε έφυγε από το χωριό της για
κάπου παραθαλάσσια όπου έμεινε μέχρι το 1916 μ. Χ. οπόταν και χάθηκαν τα ίχνη της.
Μετά τρία χρόνια λίγοι εναπομείναντες συγγενείς της την εντόπισαν σε μια
εκκλησία ντυμένη με ράσα στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης.
Το 1925 μ. Χ. φεύγει για τη
Φλώρινα στον Άγιο Μάρκο όπου βλέπει σε όραμα την Υπεραγία Θεοτόκο που την παροτρύνει
να πάει στο Μοναστήρι Της, στην Κλεισούρα.
Μετά από 10 μέρες που ήταν η
μέρα της Κοιμήσεως της Παναγίας στις 15 Αυγούστου πηγαίνει εκεί και βρίσκει την
ηγουμένη Πελαγία που ήταν παράλυτη. Έκτοτε και μέχρι την κοίμισή της το 1974 μ.
Χ. έμεινε εκεί, όπου με αυστηρή άσκηση και οικειοθελείς κακοπάθειες έφτασε σε
ύψη Χριστιανικής αρετής και απέκτησε από τον Κύριό μας το χάρισμα της θαυματουργίας.
Τα βράδια τα περνούσε σε μια
γωνιά δίπλα από το τζάκι σκεπασμένη με φύλλα. Σε στρώμα δεν κοιμήθηκε ποτέ . Μάλιστα
κάποτε για σκοπούς κακοπάθειας έστρωνε πέτρες και έπεφτε πάνω , ενώ τακτικά
κτυπούσε το σώμα της με τσουκνίθες.
Η τροφή της υπήρξε συνεχώς λιτή
αφού έτρωγε μόνο χόρτα και σαρδέλες, ενώ τις νηστείες έτρωγε μόνο λίγο ψωμί και
αλάτι. Τροφή επίσης ήταν μούσκλα ή μανιτάρια που μάζευε από το δάσος. Αν κάποτε
άνοιγε κονσέρβα με ψάρια έπρεπε πρώτα να τ’ αφήσει να μουχλιάσουν πριν τα φάει.
Το ελαιόλαδο το χρησιμοποιούσε μόνο για τα καντήλια και σε κάποιες προσκυνήτριες/μαθήτριες
τις μάθαινε πως να φτιάχνουν χορτόπιτες με καρύδια , που έβγαζαν το δικό τους λάδι.
Αργότερα οι συνταγές αυτές χρησιμοποιήθηκαν και από άλλα μοναστήρια.
Η Σοφία ήταν πολύ όμορφη κοπέλα
και για να μην σκανδαλίζει κανένα , όταν πήγε στο μοναστήρι πήρε κάπνες από τα
καζάνια που μαγείρευαν και μουτζούρωσε όλο της το πρόσωπο. Το ντύσιμό της ήταν
ιδιαίτερα ιδιόρρυθμο αφού φορούσε μόνο ένα κουρελιασμένο ράσο χωρίς να φοράει
τίποτε από μέσα. Αν κάποτε της έφερναν καινούρια ρούχα, αμέσως τα έδινε στους φτωχούς
ή όταν έπρεπε να φορέσει άλλο ράσο, πρώτα το κτυπούσε και το έτριβε με πέτρες ή
ξύλα για να το παλιώσει. Πάντοτε ξυπόλητη όπως άλλωστε και σχεδόν όλοι οι δια
Χριστόν σαλοί, ενώ σπάνια φορούσε κάτι τρυπημένα παπούτσια και στην εκκλησία
πάντοτε παντόφλες. Κάποτε τα ρούχα της άρπαξαν φωτιά από τα φύλλα που ήταν σκεπασμένη
(αφού πάντοτε έμενε δίπλα στο τζάκι) και ίσα που δεν κάηκε η ίδια. Μετά από
αυτό τα ρούχα της παρέμειναν έτσι καμμένα και καπνισμένα . Κάποτε ζήτησε από
μια συγγένισσά της , που την επισκέφτηκε , να της ράψει μια καινούρια φούστα και
μόλις της την πήγε , η Σοφία την έδωσε σε μια προσκυνήτρια που πήγε να την δει. Στο παράπονο της συγγένισσάς
της, ότι έραψε τη φούστα για εκείνη, της είπε ότι τώρα που η φτωχή εκείνη
γυναίκα θα φορέσει τη φούστα η ίδια η Σοφία θα τη χαίρεται περισσότερο.
Κάποιες φορές την ξεχνούσαν έξω
από το μοναστήρι όταν έκλεινε η πύλη και περνούσε τη νύχτα της στο χιόνι χωρίς
ποτέ να παραπονιέται. Μάλιστα την εύρισκαν την επομένη να είναι καλυμμένη από
το χιόνι αλλά η ίδια να διατηρείται ζεστή.
Τα μαλλιά της δεν τα έλουσε
ούτε τα χτένισε και έτσι έγιναν σαν αλογοουρά. Παρόλα τούτα το κεφάλι της ευωδίαζε.
Μια φορά που η πρεσβυτέρα του ιερέα της μονής προσπάθησε να την κουρέψει
χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα.
Στις προσκυνήτριες που πήγαιναν
στο μοναστήρι ακατάλληλα ντυμένες έκανε έντονες παρατηρήσεις που έφταναν μέχρι
το σημείο του θυμού. Αργότερα όμως με δάκρυα παρακαλούσε το Θεό για συγχώρεση
διότι τις πλήγωσε.
Έτσι θεάρεστα ζώντας κατάφερε
να ευαρεστήσει το Θεό μέχρι που κοιμήθηκε ειρηνικά στις 6 Μαΐου 1974. Το δε τίμιο λείψανό της φυλάσσεται
μέχρι σήμερα στη μονή της Κλεισούρας , όπου και ευωδιάζει.
Από το βιβλίο “Εμπαίζοντες
«Ημείς μωροί
δια Χριστόν»”
Ίκαρος Πετρίδης
Εκδόσεις: ΜΟΡΦΗ εκδοθήτω
Αθήνα
Μάρτιος 2008
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου