Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

O άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης


Ο ΒΙΟΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Στη θε­ο­φύ­λα­κτη μη­τρό­πο­λη των Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων, γεν­νή­θη­κε το 280 και με­γά­λω­σε ο Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρας του Χρι­στού Δη­μή­τριος ο ω­ραι­ό­τε­ρος της καρ­πός, πα­νέ­μορ­φος στην μορ­φή και την ψυ­χή, γλυ­κύς στα λό­για του και στους τρό­πους του. Τό­τε Καί­σα­ρας της Α­χαι­ας και Μα­κε­δο­νί­ας ή­ταν Μα­ξι­μια­νός Γα­λέ­ριος (284-305 μ.Χ.). Ο Ρω­μαί­ος Αυ­το­κρά­το­ρας Δι­ο­κλη­τια­νός πα­ρα­κι­νού­με­νος α­πό τον Καί­σα­ρα Γα­λέ­ριο, μέ­λος της Τε­τραρ­χί­ας, ε­ξα­πέ­λυ­σε α­λη­θι­νό πό­λε­μο ε­ναν­τί­ον των χρι­στια­νών. Ο χρι­στι­α­νι­σμός, που εί­χε ε­ξα­πλω­θεί α­πό την Πα­λαι­στί­νη ως τον Πόν­το και α­πό τη Μι­κρα­σί­α, ως την Ελ­λά­δα και την Ι­τα­λία, έ­χει να ε­πι­δεί­ξει την ε­πο­χή αυ­τή α­να­ρίθ­μη­τες

θυ­σί­ες και μαρ­τυ­ρι­κούς θα­νά­τους, με α­πο­τέ­λε­σμα, η ε­πο­χή αυ­τή να μεί­νει γνω­στή στην ι­στο­ρί­α σαν ε­πο­χή μαρτύ­ρων του χρι­στι­α­νι­σμού.
Με τον ερ­χο­μό του 4ου αι. ο χρι­στι­α­νι­σμός εί­χε ή­δη ε­δραι­ω­θεί στην πό­λη της Θεσ­σα­λο­νί­κης, με πο­λυ­ά­ριθ­μους χρι­στια­νούς και Εκ­κλη­σί­ες ορ­γα­νω­μέ­νες κα­τά τα πρό­τυ­πα της δι­δα­σκα­λί­ας των Α­γί­ων Α­πο­στό­λων. Ε­κλε­κτό μέ­λος της Εκ­κλη­σί­ας των Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων ή­ταν και ο Α­γιος Δη­μή­τριος. Προ­ερ­χό­ταν α­πό ευ­σε­βείς γο­νείς, τους πλέ­ον ε­πι­σή­μους άρ­χον­τες των Μα­κε­δό­νων. Ο πα­τέ­ρας του κα­τα­γό­ταν α­πό ξε­χω­ρι­στό γέ­νος, ή­ταν ό­μως και στην ψυ­χή α­κό­μη πιο ξε­χω­ρι­στός. Ο Δη­μή­τριος εί­χε προι­κι­στεί α­πό τον Δω­ρε­ο­δό­τη κά­θε ά­γα­θού με πλή­θος σω­μα­τι­κών και πνευ­μα­τι­κών χα­ρι­σμά­των. Εί­χε εν­τυ­πω­σια­κή σε­μνό­τη­τα, ά­φθο­νη πε­ρι­ου­σί­α, με­γά­λη σω­μα­τι­κή δύ­να­μη, ο­μορ­φιά μο­να­δι­κή, και ευ­γέ­νεια στο ή­θος του. Στα χα­ρί­σμα­τα αυ­τά προ­στέ­θη­κε η μόρ­φω­ση και η παι­δεί­α. Με την πνευ­μα­τι­κή του υ­πε­ρο­χή, την ω­ραί­α του εμ­φά­νι­ση, την ευ­σέ­βεια και την ή­θι­κή του γεν­ναι­ό­τη­τα ο Δη­μή­τριος έ­γι­νε πο­λύ γρή­γο­ρα γνω­στός σε ο­λό­κλη­ρη την πό­λη, και προ­βλή­θη­κε ως το ι­δε­ώ­δες τε­λεί­ου αν­θρώ­που. Κα­τα­γι­νό­ταν κυ­ρί­ως στο να μα­θαί­νει το κα­λό και να γυ­μνά­ζε­ται στην πο­λε­μι­κή τέ­χνη, δι­ό­τι έ­τσι συν­δύ­α­ζε ά­ρι­στα τη φρό­νη­ση και την αν­δρεί­α με την στρα­τη­γι­κή πεί­ρα. Η φή­μη του έ­φθα­σε και μέ­χρι το βα­σι­λιά Μα­ξι­μια­νό Γα­λέ­ριο, ο ό­ποι­ος ε­κτι­μών­τας τις α­ρε­τές του τον προ­σέ­λα­βε αρ­χι­κώς ως μέ­λος της συγ­κλή­του της πό­λε­ως και στη συ­νε­χεια τον τί­μη­σε με το α­ξί­ω­μα του Δού­κα, δι­ο­ρί­ζον­τας τον στρα­τη­γό ό­λης της Θεσ­σα­λί­ας.
Ως χρι­στια­νός ο Δη­μή­τριος, δεν πε­ρι­ο­ρί­στη­κε μό­νο στη λα­τρεί­α του μό­νου και ά­λη­θι­νού Θε­ού, άλ­λα προ­χώ­ρη­σε με ζέ­ση και ζή­λο στο ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κό έρ­γο, φω­τί­ζον­τας και δι­δά­σκον­τας τό­σο με τη φω­τει­νή πα­ρου­σί­α του, ό­σο και με τους κα­τη­χη­τι­κούς λό­γους του, σπεί­ρον­τας τον σπό­ρο του Ευ­αγ­γε­λί­ου στην α­γα­θή γη των Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων.
Μ’ αυ­τό τον τρό­πο ο σο­φός, παρ­θέ­νος και ό­σιος, πάγ­κα­λος και πα­να­μώ­μη­τος Δη­μή­τριος, α­να­δεί­χθη­κε δι­δά­σκα­λος και α­πό­στο­λος. Η μόρ­φω­ση και η παι­δεί­α, που εί­χε ά­να­μιγ­μέ­νη με τη χά­ρη του Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος, κα­τέ­στη ό­πλο και α­μυν­τή­ριο και οι­κο­δο­μι­κό ερ­γα­λεί­ο και γε­ωρ­γι­κή σκα­πά­νη και ά­ρο­τρο και α­λι­ευ­τι­κή σα­γή­νη, ώ­στε κα­νείς δεν μπο­ρού­σε να άν­τι­στα­θεί στη σο­φί­α του Δη­μη­τρί­ου. Καλ­λι­ερ­γών­τας έ­τσι ο Δη­μή­τριος τον αμ­πε­λώ­να του Κυ­ρί­ου της α­γα­πη­μέ­νης του πό­λε­ως, κα­τα­γρά­φον­τας τα ρή­μα­τα της αι­ω­νί­ου ζω­ής στις καρ­δι­ές των Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων ει­δω­λο­λα­τρών, πε­ρι­έ­λα­βε στη σα­γή­νη του κη­ρύγ­μα­τος του ε­κτός α­πό τη Θεσ­σα­λο­νί­κη, την Ατ­τι­κή και την Α­χαι­α, ώ­στε να κα­τα­στεί α­πό τό­τε α­κό­μη με τα θεί­α του λό­για θαύ­μα και εύ­ω­δία Χρί­στου. Ο Μάρ­τυς συ­νή­θι­ζε να δι­δά­σκει στη Χαλ­κευ­τι­κή Στο­ά, σε υ­πό­γει­ο του Να­ού της Α­ει­παρ­θέ­νου Θε­ο­μή­το­ρος, που ο­νο­μα­ζό­ταν Κα­τα­φυ­γή, κον­τά στο δη­μό­σιο λου­τρό.
Η­δη ο αυ­το­κρά­τωρ Μα­ξι­μια­νός κα­θώς βρι­σκό­ταν στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, για να συγ­κεν­τρώ­σει στρα­τό ε­ναν­τί­ον των Ί­σαύ­ρων, ε­κτι­μών­τας το λαμ­πρό, πε­ρί­δο­ξο και πε­ρί­βλε­πτο γέ­νος του Δη­μη­τρί­ου, ο­πως ε­πί­σης και τις α­ρε­τές που συγ­κέν­τρω­νε, τον εί­χε α­να­κη­ρύ­ξει αν­θύ­πα­το ό­λης της Ελ­λά­δος δί­νον­τάς του την α­νά­λο­γη στρα­τι­ω­τι­κή στο­λή, το δα­κτυ­λί­δι και το υ­πα­τι­κό δι­ά­δη­μα, τα ό­ποι­α έ­φε­ρε ως δι­α­κρι­τι­κά της στρα­τι­ω­τι­κής ε­ξου­σί­ας του, αλ­λά και ως μυ­στι­κά σύμ­βο­λα της δι­δα­σκα­λι­κής α­ξί­ας και προ­ε­δρί­ας, που μυ­στι­κά του χά­ρι­σε ο α­λη­θι­νός και ου­ρά­νιος Βα­σι­λεύς του, ο Χρι­στός.
Ο βα­σι­λιάς Μα­ξι­μια­νός, α­φού υ­πέ­τα­ξε τους Σκύ­θες και τους Σαυ­ρο­μά­τες, ε­πέ­στρε­ψε νι­κη­τής και τρο­παι­ού­χος θυ­σι­ά­ζον­τας στα εί­δω­λα α­πό ό­σες πό­λεις δι­έ­βαι­νε. Ήλ­θε και στη Θεσ­σα­λο­νί­κη και με­ρι­κοί α­πό τους ει­δω­λο­λά­τρες της πό­λης, έ­χον­τας στην καρ­διά τους τον δι­ά­βο­λο και ε­πι­θυ­μών­τας να τι­μη­θούν α­πό τον βα­σι­λιά του εί­παν:
- Με­γα­λει­ώ­τα­τε, σε πα­ρα­κα­λου­με να μας α­κού­σεις, δι­ό­τι ε­πι­θυ­μού­με το συμ­φέ­ρον της βα­σι­λεί­ας σου. Γνώ­ρι­σε λοι­πόν, πως ο Δη­μή­τριος, ο ό­ποι­ος τι­μή­θη­κε με το βαθ­μό του η­γε­μό­νος της Θεσ­σα­λί­ας, αρ­νή­θη­κε την πα­ρα­δο­σια­κή θρη­σκεί­α και πι­στεύ­ει στον Χρι­στό, ε­κεί­νον τον ό­ποι­ο σταύ­ρω­σαν οι Ε­βραί­οι. Ε­πι­πλέ­ον, κη­ρύτ­τει φα­νε­ρά αυ­τόν τον Χρι­στό ως Θε­ό α­λη­θι­νό. Και κα­θη­με­ρι­νώς α­κού­νε τους πλα­νη­μέ­νους λό­γους του οι άν­θρω­ποι, α­φή­νουν την θρη­σκεί­α τους και γί­νον­ται Χρι­στια­νοί.
Ο βα­σι­λιάς, ο­ταν ά­κου­σε αυ­τά τα λό­για, αρ­χι­κά λυ­πή­θη­κε, δι­ό­τι θα έ­χα­νε τέ­τοι­ο άν­θρω­πο, έ­πει­τα ό­μως, θέ­λον­τας να δι­α­πι­στώ­σει και ο ί­διος την α­λή­θεια, δι­έ­τα­ξε να τον φέ­ρουν μπρο­στά του. Πή­γαν οι άν­θρω­ποι του βα­σι­λιά στην Κα­τα­φυ­γή και βρη­καν τον Ά­γιο να κά­θε­ται και να δι­δά­σκει το λό­γο του Θε­ού, ο­πό­τε τον άρ­πα­ξαν α­μέ­σως και τον πα­ρου­σί­α­σαν στον βα­σι­λιά. Ο Α­γιος δεν αν­τι­στά­θη­κε κα­θό­λου, αλ­λά με χα­ρά στά­θη­κε μπρο­στά του.
Ο βα­σι­λιάς λέ­ει προς τον Δη­μή­τριο:
— Τέ­τοι­α τι­μή πε­ρί­με­να να μου δώ­σεις; Ε­τσι έλ­πι­ζα να με τι­μάς και σε α­νε­βί­βα­σα σε τέ­τοι­ο βαθ­μό; Ε­γώ σε α­νέ­δει­ξα η­γε­μό­να της Θεσ­σα­λο­νί­κης και συ δεν βγή­κες α­πό την πό­λη ού­τε έ­να μί­λι για να με πρου­παν­τή­σεις;
Α­φού ά­κου­σε αυ­τά ο Α­γιος α­πάν­τη­σε:
— Βα­σι­λιά μου, ε­γώ τι­μώ τη βα­σι­λεί­α σου, τι­μώ ό­μως πε­ρισ­σό­τε­ρο ά­πό ε­σέ­να τον Θε­ό του ου­ρα­νού και της γης, ο ό­ποι­ος εί­ναι βα­σι­λιάς ό­λου του κό­σμου.
— Και ποι­ος ει­ναι ο Θε­ός σου και βα­σι­λεύς;.
Ο Α­γιος α­πάν­τη­σε:
Ο Κύ­ριος Ι­η­σούς Χρι­στός, ε­κεί­νος εί­ναι Θε­ός α­λη­θι­νός και Βα­σι­λεύς Παν­το­κρά­τωρ.
Ο βα­σι­λιάς του λέ­γει πά­λι:
— Λοι­πόν αυ­τόν πι­στεύ­εις ε­σύ και γι’ αυ­τό δεν μας κα­τα­δέ­χε­σαι, α­νά­ξι­ε της τι­μής; Και τι κα­λό εί­δες ά­πό τον Χρι­στό σου και τον έ­χεις Θε­ό και Βα­σι­λέ­α; Δεν εί­ναι θε­ός ο Δί­ας, ο Α­πόλ­λων και οι υ­πό­λοι­ποι, αλλ ο Χρι­στός σου; Δεν σε τί­μη­σα ε­γώ και σε δι­ό­ρι­σα η­γε­μό­να της Θεσ­σα­λί­ας; Αυ­τά α­πο­δί­δεις σε ­μας α­χά­ρι­στε άν­θρω­πε; Τέ­τοι­ος φαί­νε­σαι στους με­γά­λους θε­ούς και ­μας; Έ­γώ λοι­πόν θα σου αν­τα­πο­δώ­σω κα­τά τη μο­λυ­σμέ­νη γνώ­μη σου. Θα βα­σα­νι­σθείς και θα τι­μω­ρη­θείς με πολ­λά βα­σα­νι­στή­ρια για να μά­θεις ποι­ος εί­μαι ε­γώ και ποι­ος εί­σαι έ­σύ, και τι μπο­ρεί να κά­νει ο Θε­ός σου για σέ­να.
Ο Α­γιος ά­πο­κρί­θη­κε:
— Βα­σι­λιά, τις τι­μω­ρί­ες και τα βά­σα­να με τα ό­ποι­α με α­πει­λείς, έ­γώ τα θε­ω­ρώ ως χα­ρά και α­γαλ­λί­α­ση δι­ό­τι αυ­τά θα μου χα­ρί­σουν τη βα­σι­λεί­α των ου­ρα­νών και α­τε­λεί­ω­τη τι­μή.
Ο βα­σι­λιάς θύ­μω­σε υ­περ­βο­λι­κά ε­ναν­τί­ον του Δη­μη­τρί­ου. Ε­πει­τα ό­μως, θέ­λοντας να δείξει κάποια υποχωρη­τι­κό­τητα, πρό­στα­ξε να τον φυ­λα­κί­σουν, συλ­λο­γι­ζό­με­νος ό­τι, αν ε­ξευ­τε­λι­σθεί και φυ­λα­κι­σθεί, θ’ α­ναγ­κα­σθεί να αλ­λά­ξει γνώ­μη. Πή­ραν οι στρα­τι­ώ­τες το Α­γιο και τον ο­δή­γη­σαν σε τό­πο α­κά­θαρ­το δη­λα­δή σε πα­λαι­ό λου­τρό στα υ­πό­γεια του ο­ποί­ου χύ­νον­ταν α­πό­νε­ρα. Κα­θώς μπή­κε ο Α­γιος στον τό­πο ε­κεί­νο, εί­δε μπρο­στά του έ­να με­γά­λο σκορ­πιό ο ό­ποι­ος προ­σπα­θού­σε να τον κεν­τρή­σει. Ο Α­γιος έ­κα­νε το ση­μεί­ο του Τι­μί­ου Σταύ­ρου και εί­πε:
Στο ό­νο­μα του Ί­η­σού Χρί­στου, ο ό­ποι­ος εί­πε να πα­τά­με πά­νω σε φί­δια και σκορ­πιούς και σ’ ό­λη τη δύ­να­μη του ε­χθρού.
Αυ­τό εί­πε και πά­τη­σε ε­κεί­νο τον σκορ­πιό, και α­μέ­σως εμ­φα­νί­σθη­κε Αγ­γε­λος Κυ­ρί­ου πά­νω του, κρα­τών­τας στε­φά­νι χρυ­σό, και του εί­πε:
Χαί­ρε Δη­μή­τρι­ε στρα­τι­ώ­τη του Χριστού, έ­χε θάρ­ρος, γέ­­μι­σε με τη δύ­να­μη του Χρι­στού και νί­κα τους ε­χθρούς σου.
Και έ­βα­λε το στε­φά­νι στο κε­φά­λι του μάρ­τυ­ρα. Ο Α­γιος πα­ρέ­μει­νε στον βρω­με­ρό ε­κεί­νο τό­πο, στε­ρη­μέ­νος α­πό τη συ­να­να­στρο­φή αν­θρώ­πων, έ­χον­τας ό­μως την πα­ρη­γο­ρί­α α­πό τον Θε­ό.
Ο πα­ρά­νο­μος βα­σι­λιάς, χαι­ρό­ταν να βλέ­πει στις θυ­σί­ες των ει­δώ­λων αι­μα­το­χυ­σί­ες και φό­νους αν­θρώ­πων. Πρό­στα­ξε τό­τε να ε­κτε­λέ­σουν τον ά­γω­να του πεν­τά­θλου, δι­ό­τι οι βα­σι­λείς των Ελ­λή­νων εί­χαν αυ­τή την συ­νή­θεια. Σε ό­ποι­α πό­λη πή­γαι­ναν για πρώ­τη φο­ρά, έ­βα­ζαν τους αν­θρώ­πους και έ­τρε­χαν, πά­λευ­αν, έ­ρι­χναν τον λί­θο, πη­δού­σαν και σκό­πευ­αν με τα δό­ρα­τα συγ­κε­κρι­μέ­νους στό­χους. Αυ­τά τα πέν­τε α­γω­νί­σμα­τα τα ο­νό­μα­ζαν πέν­τα­θλο και ό­ποι­ος νι­κού­σε σε έ­να ά­πό αυ­τά, τον τι­μού­σαν οι βα­σι­λείς και του πρό­σφε­ραν δώ­ρα. Ο βα­σι­λιάς κά­θη­σε σε τό­πο υ­ψη­λό για να βλέ­πει τα α­γω­νί­σμα­τα. Ε­νας ά­πό αυ­τούς που πά­λευ­αν ή­ταν άν­θρω­πος του βα­σι­λιά και ο­νο­μα­ζό­ταν Λυα­ίος και ή­ταν από τη Σκυ­θί­α. Η­ταν ψη­λός και δυ­να­τός και ο βα­σι­λιάς τον εί­χε μα­ζί του για να του προ­ξε­νεί τι­μή και έ­παι­νο. Ο βα­σι­λιάς για τις νί­κες του του χά­ρι­ζε πλού­σια δώ­ρα.
Κά­ποι­ος νέ­ος α­πό την Θεσ­σα­λο­νί­κη, ω­ραί­ος στην ό­ψη, ο Α­γιος Νέ­στο­ρας, ο ό­ποι­ος ή­ταν κρυ­φός χρι­στια­νός και γνω­στός του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, βλέ­πον­τας τον Λυα­ιο να σκο­τώ­νει τους αν­θρώ­πους και ο βα­σι­λιάς να ευ­χα­ρι­στεί­ται για τις νί­κες του, αλ­λά και θέ­λον­τας να δει τη δύ­να­μη του α­λη­θι­νού Χρι­στού του Θε­ου, πή­γε στο λου­τρό που ή­ταν κλει­σμέ­νος ο Α­γιος Δη­μή­τριος και του ει­πε:
Δού­λε του Θε­ού, του Κυ­ρί­ου η­μων Ι­η­σού Χρι­στού και α­φέν­τη μου, ο μια­ρός βα­σι­λιάς χαί­ρε­ται με τις πρά­ξεις του Λυα­ίου. Η ψυ­χή μου ε­πι­θυ­μεί να πα­λέ­ψει μα­ζί του. Μό­νο ευ­λό­γη­σέ με και εν­δυ­νά­μω­σέ με να πά­ω να τον νι­κή­σω. Τό­τε ο Α­γιος Δη­μή­τριος έ­κα­νε το ση­μεί­ο του σταυ­ρού στο μέ­τω­πο του Νέ­στο­ρος και του εί­πε:
— Πή­γαι­νε. Και το Λυα­ίο θα νι­κή­σεις και για τον Χρι­στό θα μαρ­τυ­ρή­σεις.
Α­να­χώ­ρη­σε λοι­πόν ο Νέ­στο­ρας και πή­γε στον τό­πο που γι­νό­ταν ο α­γώ­νας της πά­λης και α­μέ­σως φώ­να­ξε:
— Ω Λυα­ιε, έ­λα να πα­λέ­ψου­με οι δυ­ο.
Ο βα­σι­λιάς, ο ό­ποι­ος κα­θό­ταν σε ψη­λό­τε­ρο μέ­ρος, μό­λις ει­δε τον Νέ­στο­ρα, νέ­ο στην η­λι­κί­α, 20 ε­των, μή­νυ­σε σ’ αυ­τόν να πά­ει μπρο­στά του και του εί­πε:
— Νε­α­νί­α, δεν λυ­πή­θη­κες τη ζω­ή σου, αλλ ήλ­θες να πα­λαί­ψεις με τον Λυα­ιο; Δεν βλέ­πεις πό­σους νί­κη­σε; Δεν βλέ­πεις πό­σα αί­μα­τα έ­χυ­σε; Δεν λυ­πά­σαι την ο­μορ­φιά και τα νεια­τα σου; Μή­πως α­ναγ­κά­ζε­σαι α­πό τη φτώ­χεια να ε­πι­θυ­μείς τον θά­να­το σου; Δεν πρέ­πει ό­μως να συμ­πλα­κεις με τον Λυα­ιο για να μη θα­να­τω­θείς. Αν δε ει­σαι πτω­χός, να σε πλου­τί­σω ε­γώ, μό­νο να μη χάσεις τη ζω­ή σου.
Ο Νέ­στο­ρας α­πάν­τη­σε στο βα­σι­λιά:
— Ε­γώ πτω­χός δεν εί­μαι, ού­τε κα­τα­φρο­νώ τη ζω­ή μου, άλ­λα και πλού­το έ­χω και τη ζω­ή μου ά­γα­πω. Θέ­λω ό­μως να πα­λέ­ψω με τον Λυα­ιο για να λά­βω τι­μή· δι­ό­τι και αν εί­μαι πλού­σιος, τι­μή ό­μως δεν έ­χω, ε­πο­μέ­νως τι θέ­λω τον ά­τι­μο πλου­το; Α­γα­πω λοι­πόν να τι­μη­θώ και να φά­νω κα­λύ­τε­ρος ά­πό τον Λυα­ιο, γι’ αυ­τό α­πο­φα­σί­ζω να κιν­δυ­νεύ­σω. Ο­ταν ο βα­σι­λιάς ει­δε ό­τι ο νέ­ος δεν α­κού­ει, τον ά­φη­σε.
Ο Α­γιος Νέ­στωρ, α­μέ­σως πλη­σί­α­σε τον Λυα­ιο, ε­ρι­ξε το πα­νω­φό­ρι του και φώ­να­ξε:
Ο Θε­ός του Δη­μη­τρί­ου, βο­ή­θει μοι.
Α­μέ­σως με το σπα­θί του χτύ­πη­σε τον Λυα­ιο στο κέν­τρο της καρ­δί­ας του, ο­πό­τε αυ­τός έ­πε­σε νε­κρός. Ο βα­σι­λιάς τα­ρά­χθη­κε. Κά­λε­σε τον Νέ­στο­ρα και του εί­πε:
— Νέ­ε, με ποι­ες μα­γεί­ες νί­κη­σες τον Λυα­ιο; Αυ­τός σκό­τω­σε τό­σους αν­θρώ­πους δυ­να­τό­τε­ρους ά­πό ε­σέ­να και έ­σύ πως τον θα­νά­τω­σες;
Ο Α­γιος Νέ­στο­ρας α­πο­κρί­θη­κε:
— Έ­γώ βα­σι­λιά μου δεν νί­κη­σα το Λυα­ιο με μα­γεί­ες, αλ­λά με τη δύ­να­μη του Ι­η­σου Χριστού, του α­λη­θι­νού Θε­ού.
Ο βα­σι­λιάς ε­ξορ­γί­στη­κε και δι­έ­τα­ξε έ­ναν ά­πό τους άρ­χον­τες, τον Μαρ­κια­νό, να βγά­λει τον Νέ­στο­ρα έ­ξω ά­πό τη Χρυ­σή Πύ­λη και να τον α­πο­κε­φα­λί­σει με το σπα­θί του. Και έ­τσι τε­λει­ώ­θη­κε ο Α­γιος Νέ­στωρ κα­τά τον λό­γο του Α­γί­ου Δη­μη­τρί­ου.
Ο βα­σι­λιάς με λύ­πη α­να­χώ­ρη­σε για το πα­λά­τι, μο­νο­λο­γών­τας:
— Μα τη δύ­να­μη των με­γά­λων θε­ών, α­πό μα­γεί­ες σκο­τώ­θη­κε σή­με­ρα ο φί­λος μου ο Λυα­ιος.
Μό­λις έ­μα­θε ό­τι ο Λυ­α­ΐ­ος φο­νεύ­θη­κε με ο­δη­γί­ες του Δη­μη­τρί­ου, πρό­στα­ξε τους στρα­τι­ώ­τες να πά­νε στο λου­τρό και να σκο­τώ­σουν τον Α­γιο Δη­μή­τριο.
— Ο­ποι­ος με α­γα­πά, να φύ­γει α­μέ­σως να σκο­τώ­σει τον Δη­μή­τριο.
Πή­γαν οι στρα­τι­ώ­τες και λόγ­χευ­σαν τον Α­γιο με τις λόγ­χες τους σε ό­λο του το σώ­μα. Η πρώ­τη λόγ­χευ­ση ή­ταν στη δε­ξιά του πλευ­ρά, δι­ό­τι μό­λις τους εί­δε ο Α­γιος, ύ­ψω­σε μό­νος του το δε­ξί του χέ­ρι για να τον λογ­χεύ­σουν. Με αυ­τό το μαρ­τύ­ριο τε­λει­ώ­θη­κε ο Α­γιος Δη­μή­τριος.
Κά­ποι­οι ευ­λα­βείς χρι­στια­νοί ήλ­θαν στο λου­τρό ε­κεί­νο κρυ­φά, επειδή φοβόταν το βα­σι­λιά και εν­τα­φί­α­σαν το λεί­ψα­νο στο μέ­ρος στο ό­ποι­ο τε­λει­ώ­θη­κε.
Κά­ποι­ος φί­λος του Α­γί­ου, ο Λού­πος, ο ό­ποι­ος βρι­σκό­ταν έ­κει κα­τά την ώ­ρα του μαρ­τυ­ρί­ου, έ­βγα­λε το δα­χτυ­λί­δι του Α­γί­ου ά­πό το δε­ξί του δά­κτυ­λο και πή­ρε το μαν­τή­λι του και το πα­νω­φό­ρι του α­πό τους ώ­μους του και τα έ­βα­ψε στο αί­μα του Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος και μ αυ­τά ε­νερ­γού­σε θαύ­μα­τα πολ­λά. Αρ­ρώ­στους γι­ά­τρευ­ε, δαι­μο­νι­σμέ­νους θε­ρά­πευ­ε.
Ο βα­σι­λιάς, μό­λις τα έ­μα­θε αυ­τά, έ­στει­λε στρα­τι­ώ­τες και α­πο­κε­φά­λι­σαν τον Λού­πο σε κά­ποι­ο τό­πο που λε­γό­ταν Τρι­βου­νά­λιο.
Μ’αυ­τό τον τρό­πο τε­λει­ώ­θη­κε ο Πο­λι­ού­χος μας, ο θαυ­­­μα­τουρ­γός και Μυ­ρο­βλή­της Δη­μή­τριος. Ο α­γα­πη­μέ­νος μα­θη­τής και φί­λος του Χριστού, μιμήθηκε πολύ τόν Χριστό στα μαρ­τυ­ρί­α τα ο­ποί­α υ­πέ­στη, στην α­πέ­ραν­τη καρ­τε­ρί­α του και στη δι­δα­χή την ο­ποί­α έκανε. Ο μαρ­τυ­ρι­κός του θά­να­τος ο­νο­μά­σθη­κε Χρι­στο­μί­μη­τος σφα­γή.
Από το βιβλίο: Άγιος Δημήτριος Πολιούχος Θεσσαλονίκης,
σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαγκαδά κ. Ιωάννη

http://www.oikad.gr/BFEF7583.el.aspx

Απολυτίκιον Αγίου Δημητρίου



Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

τὸ μεγάλο ὅπλο τοῦ Χριστιανοῦ, εἶνε ἡ προσευχή,

 ΠΡΟΣΕΥΧΗ 

Θέλω νὰ κρατήσετε ἕνα πρᾶγμα. Ὅτι τὸ μεγάλο ὅπλο τοῦ Χριστιανοῦ, εἶνε ἡ προσευχή, κι ὅτι ἡ 
προσευχὴ κάνει θαύματα. Ποιά προσευχὴ ὅμως εἰσακούεται; Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔχει τὰ γνωρίσματα τῆς προσευχῆς τῆς Χαναναίας.
⃝ Ἡ Χαναναία τί ἔλεγε; τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ ψάλλουμε κ᾽ ἐμεῖς. Πῶς τὸ λέμε ὅμως ἐ­μεῖς; Χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται ἡ καρδιά μας. Ἂν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, στὶς ἐκκλησίες λατρεύουν μὲ συναίσθησι. Ἦρθε κάποιος, ποὺ πῆγε ἐκεῖ, καὶ μοῦ εἶπε· Τί νὰ σοῦ πῶ, πάτερ, ὁ ῾Ρωσικὸς λαὸς πιστεύει· ἐνῷ ἐμεῖς χασμουριώμα­στε, αὐτοὶ λένε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ κλαῖ­νε. «Κύριε ἐλέησον», εἶπε ἡ Χαναναία, ἀλ­λὰ μὲ πίστι. Πίστευε, ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα.
⃝ Ἄλλο γνώρισμα. Ἡ Χαναναία ἔλεγε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ ἐπιμονή. Ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλές. Ὄχι σὰν μερικὰ ἀλητόπαι­δα, ποὺ χτυ­πᾶ­νε τὰ κουδούνια τῶν σπιτιῶν μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν γιατὶ φοβοῦνται μήπως κατεβῇ ὁ νοικοκύρης καὶ τὰ κυνηγή­σῃ, ἀλλὰ μὲ ἐπιμο­νή. Ὅταν θέλῃς πολὺ νὰ συναντήσῃς ἢ νὰ μιλή­σῃς μὲ κάποιον, χτυπᾷς συνεχῶς τὸ κουδούνι ἢ τὸ τηλέφωνό του, μέχρι ν᾽ ἀπαντήσῃ. Ἔτσι καὶ ἡ Χαναναία· πῆρε τηλέφωνο καὶ χτυποῦσε ἀδι­άκοπα. Τηλέφωνο καὶ κουδούνι εἶνε ἡ προσ­ευ­χή, μία ποθητὴ συνδιάλεξι μὲ τὸ Θεό, καὶ γιὰ νὰ τὴν ἐπιτύχουμε χρειάζεται ἐπιμονή, ὄχι ἀ­πογο­ήτευσι. Τότε θὰ λάβουμε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦμε.
⃝ Μὲ πίστι λοιπὸν ἡ προσευχή, μὲ ἐπιμονὴ ἡ προσευχή, καὶ ―τὸ ἀκόμη πιὸ σπουδαῖο― μὲ ταπείνωσι. Εἴδατε τὴ Χαναναία; Σκυλάκι τὴν εἶ­πε ὁ Χριστός, κι αὐτὴ λέει· Ναί, Κύριε, σκυλάκι εἶμαι, δὲν ἀξίζει νὰ λέγωμαι ἄνθρωπος. Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο ταπεινὸ φρόνημα; Ἂν ψάξῃς, δὲ βρίσκεις ταπεινὸ Χριστιανό. Πο­λὺ σπάνια. Πενήντα χρόνια κηρύττω, βουνὰ καὶ λαγκάδια περπάτησα, χωριὰ καὶ πολιτεῖες πέρασα, στὴν ἐπαρχία καὶ στὴν πρωτεύουσα. Τί ὑπερηφάνεια ὑπάρχει σὲ γυναῖκες καὶ ἄν­τρες! Ἐγώ, σοῦ λέει, εἶμαι ὁ καλύτερος χριστι­ανός!… Ἔ, ἅμα μοῦ λὲς ὅτι εἶσαι ὁ καλύτερος χριστιανός, εἶσαι γιὰ τὴν κόλασι. Κάποτε περι­οδεύοντας ἔφθασα σ᾽ ἕ­να χωριὸ πέρα ἀπὸ τὸ Κιλκίς. Καθὼς πλησίαζα βλέπω κάποιον καὶ τὸν χαιρετῶ· ―Καλησπέρα, συναμαρτωλέ. ―Τί εἶπες; μοῦ λέει· ἐ­σεῖς οἱ πα­πᾶδες εἶστε ἁμαρτωλοί, ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος… Πα­ρὰ λίγο νὰ μὲ σκοτώσῃ στὸ δρόμο. Τὸν σημάδε­ψα καὶ ρώτησα στὸ χωριὸ. Τί ἔμαθα· ἦταν ὁ χειρότερος· κλέφτης καὶ ἀπατεώνας, δὲν εἶ­χε ἀφήσει κοττέτσι· κι ὅμως θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τὸν καλύτερο. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία μας. Πότε θὰ εἶ­σαι Χριστιανός· ὅταν θὰ λές, Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι οὔτε Χριστιανὸς οὔτε ἄνθρωπος. Γέμισε ὁ κόσμος ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, κι ἀ­πὸ τὴν πορνεία καὶ τὴ μοιχεία καὶ κάθε ἄλ­λο. Ταπεινὸς νὰ εἶσαι, σὰν τὴ Χαναναία. Τότε ἔρ­χεται τὸ ἔλεος. Τὴν ἄλλη Κυριακὴ εἶνε τοῦ Τε­λώνου καὶ Φαρισαίου· θὰ δοῦμε ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς τελώνης δικαιώθηκε μὲ τὴν ταπείνωσί του. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔφτασε μέχρι τὰ οὐράνια, τί λέει· ὅτι «Ὁ Χριστὸς ἦρ­θε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ πρῶτος εἶμαι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Ἂς ἔχουμε τὴ συναίσθησι καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀδέρφια μου, ―μὴ σᾶς πικράνω― δὲ βλέπω καλὰ τὰ χρόνια· τὰ σημάδια δὲν εἶνε καλά. Ἔρχονται μεγάλα κα­κὰ στὸν κόσμο. Τέτοιοι ποὺ εἴμαστε (βλάστημοι, ἄδικοι, ἀχάριστοι, πόρνοι, μοιχοί, μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό), πρέπει νὰ φουσκώσουν τὰ ποτά­μια καὶ ἡ θάλασσα νὰ μᾶς πνίξουν, νὰ πέσουν τὰ ἄστρα νὰ μᾶς κάψουν, νὰ σειστῇ ἡ γῆ καὶ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ὁλόκληρη ἡ βουλή, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλοι σύμφωνοι, ψηφίζουν νόμους ἀντιχριστιανικούς, ὅπως εἶνε τὸ αὐ­τό­ματο διαζύγιο, γιὰ νὰ διαλυθῇ ἡ οἰκογένεια.
Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴν ἀρχιερατι­κὴ ῥάβδο ποὺ κρατῶ καὶ θὰ προτιμοῦσα νὰ γί­νω λοῦστρος γιὰ νὰ ζήσω. Πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐ­αγγέλιο, καὶ σᾶς μιλάω μὲ πόνο γιὰ τὴν πατρί­δα μας. Μείνετε πιστοὶ στὶς ἱερὲς παραδόσεις, καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάν­των τῶν ἁγίων θά ᾽νε πάντα μαζί σας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου Φλαμπούρου – Φλωρίνης 8-2-1976)

ΗΛΙΑΣ   ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 26  ΟΚΤ 2012                                                                                  

Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει μεγάλο ἐγωισμό θέλει νά εἶναι τό ἐπίκεντρο τῆς προσοχῆς ὅλων.


Φωτογραφία: Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει μεγάλο ἐγωισμό θέλει νά εἶναι τό ἐπίκεντρο τῆς προσοχῆς ὅλων. Ἐπίσης ζηλεύει ὅταν ἀγαποῦν ἄλλους, αὐτοί, πού περιμένει νά ἀγαποῦν αὐτόν.
 
Ὁ σοφός π. Πορφύριος ἔλεγε σέ πνευματική του θυγατέρα, γιά τήν ὁποίαν νόμιζαν ὅτι πάσχει ἀπό κρίσεις ἐπιληψίας: «Ἐσύ ἔχεις μεγάλο ἐγωισμό μέσα σου, θέλεις νά σ’ ἀγαποῦνε ὅλοι. Καί πολλές φορές, ὅταν δεῖς τούς γονεῖς σου νά περιποιοῦνται κάποιον ἀδερφό σου, ἔ! Τό κάνεις μόνη σου. Ξεύρεις πῶς γίνεται αὐτό τά πράγμα, καί κάνεις ἔτσι καί τό κάνεις. Δηλαδή, ἀνοίγεις, σέ κυριεύει ὁ δαίμονας καί ἀπό κεῖ καί πέρα τά χάνεις. Πέφτεις κάτω, ἀφρίζεις, χτυπιέσαι, δαγκάνεις τά χείλη σου, γιά θυμήσου το, τῆς λέω, ρέ κόρη; Ἔ! αὐτό τό κάνω, μοῦ λέει. Λέω, πῶς τό κάνεις, γιατί τό κάνεις; Νά ὅταν μέ στενοχωρήσουν δέν ἔχω τίποτ’ἄλλο νά κάνω, κάνω αὐτό γιά νά τό καταλάβουν νά μή μέ στενοχωροῦν, νά μ’ ἀγαποῦν καί νά μοῦ φέρνουνε ἐκεῖνο πού θέλω»[2]. Οἱ φαινομενικά κρίσεις ἐπιληψίας σ’ αὐτήν τήν κοπέλα δέν ἦταν παρά ἐκδηλώσεις ζήλειας καί πληγωμένου ἐγωισμοῦ.
 
Ὁ ἄνθρωπος δέν τό καταλαβαίνει πολλές φορές, ὅτι ἐνεργεῖ μέ πολύ ἐγωισμό διότι καταλαμβάνεται καί αἰχμαλωτίζεται ἀπό τόν πονηρό. Ἀρχικά ὅμως ἑκούσια ὑποχωρεῖ στόν πονηρό. Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ἀποζητᾶ τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, οὔτε τό ἐνδιαφέρον τους γιαυτόν, ὁπότε καί δέν πάσχει ὅταν ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτόν ἤ ἀκόμη καί ὅταν τόν ἀδικοῦν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο.


ΓΕΡΟΝΤΑΣ  ΠΟΡΦΥΡΙΟΣὉ ἄνθρωπος πού ἔχει μεγάλο ἐγωισμό θέλει νά εἶναι τό ἐπίκεντρο τῆς προσοχῆς ὅλων. Ἐπίσης ζηλεύει ὅταν ἀγαποῦν ἄλλους, αὐτοί, πού περιμένει νά ἀγαποῦν αὐτόν.

Ὁ σοφός π. Πορφύριος ἔλεγε σέ πνευματική του θυγατέρα, γιά τήν ὁποίαν νόμιζαν ὅτι
πάσχει ἀπό κρίσεις ἐπιληψίας: «Ἐσύ ἔχεις μεγάλο ἐγωισμό μέσα σου, θέλεις νά σ’ ἀγαποῦνε ὅλοι. Καί πολλές φορές, ὅταν δεῖς τούς γονεῖς σου νά περιποιοῦνται κάποιον ἀδερφό σου, ἔ! Τό κάνεις μόνη σου. Ξεύρεις πῶς γίνεται αὐτό τά πράγμα, καί κάνεις ἔτσι καί τό κάνεις. Δηλαδή, ἀνοίγεις, σέ κυριεύει ὁ δαίμονας καί ἀπό κεῖ καί πέρα τά χάνεις. Πέφτεις κάτω, ἀφρίζεις, χτυπιέσαι, δαγκάνεις τά χείλη σου, γιά θυμήσου το, τῆς λέω, ρέ κόρη; Ἔ! αὐτό τό κάνω, μοῦ λέει. Λέω, πῶς τό κάνεις, γιατί τό κάνεις; Νά ὅταν μέ στενοχωρήσουν δέν ἔχω τίποτ’ἄλλο νά κάνω, κάνω αὐτό γιά νά τό καταλάβουν νά μή μέ στενοχωροῦν, νά μ’ ἀγαποῦν καί νά μοῦ φέρνουνε ἐκεῖνο πού θέλω»[2]. Οἱ φαινομενικά κρίσεις ἐπιληψίας σ’ αὐτήν τήν κοπέλα δέν ἦταν παρά ἐκδηλώσεις ζήλειας καί πληγωμένου ἐγωισμοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος δέν τό καταλαβαίνει πολλές φορές, ὅτι ἐνεργεῖ μέ πολύ ἐγωισμό διότι καταλαμβάνεται καί αἰχμαλωτίζεται ἀπό τόν πονηρό. Ἀρχικά ὅμως ἑκούσια ὑποχωρεῖ στόν πονηρό. Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ἀποζητᾶ τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, οὔτε τό ἐνδιαφέρον τους γιαυτόν, ὁπότε καί δέν πάσχει ὅταν ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτόν ἤ ἀκόμη καί ὅταν τόν ἀδικοῦν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο.


ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ
HΛΙΑΣ   XAINTOYTH  Σ   25 ΟΚΤ 2012
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...