Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012
O άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης
Ο ΒΙΟΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Στη θεοφύλακτη μητρόπολη των Θεσσαλονικέων, γεννήθηκε το 280 και μεγάλωσε ο Μεγαλομάρτυρας του Χριστού Δημήτριος ο ωραιότερος της καρπός, πανέμορφος στην μορφή και την ψυχή, γλυκύς στα λόγια του και στους τρόπους του. Τότε Καίσαρας της Αχαιας και Μακεδονίας ήταν Μαξιμιανός Γαλέριος (284-305 μ.Χ.). Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Διοκλητιανός παρακινούμενος από τον Καίσαρα Γαλέριο, μέλος της Τετραρχίας, εξαπέλυσε αληθινό πόλεμο εναντίον των χριστιανών. Ο χριστιανισμός, που είχε εξαπλωθεί από την Παλαιστίνη ως τον Πόντο και από τη Μικρασία, ως την Ελλάδα και την Ιταλία, έχει να επιδείξει την εποχή αυτή αναρίθμητες
θυσίες και μαρτυρικούς θανάτους, με αποτέλεσμα, η εποχή αυτή να μείνει γνωστή στην ιστορία σαν εποχή μαρτύρων του χριστιανισμού.
Με τον ερχομό του 4ου αι. ο χριστιανισμός είχε ήδη εδραιωθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με πολυάριθμους χριστιανούς και Εκκλησίες οργανωμένες κατά τα πρότυπα της διδασκαλίας των Αγίων Αποστόλων. Εκλεκτό μέλος της Εκκλησίας των Θεσσαλονικέων ήταν και ο Αγιος Δημήτριος. Προερχόταν από ευσεβείς γονείς, τους πλέον επισήμους άρχοντες των Μακεδόνων. Ο πατέρας του καταγόταν από ξεχωριστό γένος, ήταν όμως και στην ψυχή ακόμη πιο ξεχωριστός. Ο Δημήτριος είχε προικιστεί από τον Δωρεοδότη κάθε άγαθού με πλήθος σωματικών και πνευματικών χαρισμάτων. Είχε εντυπωσιακή σεμνότητα, άφθονη περιουσία, μεγάλη σωματική δύναμη, ομορφιά μοναδική, και ευγένεια στο ήθος του. Στα χαρίσματα αυτά προστέθηκε η μόρφωση και η παιδεία. Με την πνευματική του υπεροχή, την ωραία του εμφάνιση, την ευσέβεια και την ήθική του γενναιότητα ο Δημήτριος έγινε πολύ γρήγορα γνωστός σε ολόκληρη την πόλη, και προβλήθηκε ως το ιδεώδες τελείου ανθρώπου. Καταγινόταν κυρίως στο να μαθαίνει το καλό και να γυμνάζεται στην πολεμική τέχνη, διότι έτσι συνδύαζε άριστα τη φρόνηση και την ανδρεία με την στρατηγική πείρα. Η φήμη του έφθασε και μέχρι το βασιλιά Μαξιμιανό Γαλέριο, ο όποιος εκτιμώντας τις αρετές του τον προσέλαβε αρχικώς ως μέλος της συγκλήτου της πόλεως και στη συνεχεια τον τίμησε με το αξίωμα του Δούκα, διορίζοντας τον στρατηγό όλης της Θεσσαλίας.
Ως χριστιανός ο Δημήτριος, δεν περιορίστηκε μόνο στη λατρεία του μόνου και άληθινού Θεού, άλλα προχώρησε με ζέση και ζήλο στο ιεραποστολικό έργο, φωτίζοντας και διδάσκοντας τόσο με τη φωτεινή παρουσία του, όσο και με τους κατηχητικούς λόγους του, σπείροντας τον σπόρο του Ευαγγελίου στην αγαθή γη των Θεσσαλονικέων.
Μ’ αυτό τον τρόπο ο σοφός, παρθένος και όσιος, πάγκαλος και παναμώμητος Δημήτριος, αναδείχθηκε διδάσκαλος και απόστολος. Η μόρφωση και η παιδεία, που είχε άναμιγμένη με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος, κατέστη όπλο και αμυντήριο και οικοδομικό εργαλείο και γεωργική σκαπάνη και άροτρο και αλιευτική σαγήνη, ώστε κανείς δεν μπορούσε να άντισταθεί στη σοφία του Δημητρίου. Καλλιεργώντας έτσι ο Δημήτριος τον αμπελώνα του Κυρίου της αγαπημένης του πόλεως, καταγράφοντας τα ρήματα της αιωνίου ζωής στις καρδιές των Θεσσαλονικέων ειδωλολατρών, περιέλαβε στη σαγήνη του κηρύγματος του εκτός από τη Θεσσαλονίκη, την Αττική και την Αχαια, ώστε να καταστεί από τότε ακόμη με τα θεία του λόγια θαύμα και εύωδία Χρίστου. Ο Μάρτυς συνήθιζε να διδάσκει στη Χαλκευτική Στοά, σε υπόγειο του Ναού της Αειπαρθένου Θεομήτορος, που ονομαζόταν Καταφυγή, κοντά στο δημόσιο λουτρό.
Ηδη ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός καθώς βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, για να συγκεντρώσει στρατό εναντίον των Ίσαύρων, εκτιμώντας το λαμπρό, περίδοξο και περίβλεπτο γένος του Δημητρίου, οπως επίσης και τις αρετές που συγκέντρωνε, τον είχε ανακηρύξει ανθύπατο όλης της Ελλάδος δίνοντάς του την ανάλογη στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι και το υπατικό διάδημα, τα όποια έφερε ως διακριτικά της στρατιωτικής εξουσίας του, αλλά και ως μυστικά σύμβολα της διδασκαλικής αξίας και προεδρίας, που μυστικά του χάρισε ο αληθινός και ουράνιος Βασιλεύς του, ο Χριστός.
Ο βασιλιάς Μαξιμιανός, αφού υπέταξε τους Σκύθες και τους Σαυρομάτες, επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος θυσιάζοντας στα είδωλα από όσες πόλεις διέβαινε. Ήλθε και στη Θεσσαλονίκη και μερικοί από τους ειδωλολάτρες της πόλης, έχοντας στην καρδιά τους τον διάβολο και επιθυμώντας να τιμηθούν από τον βασιλιά του είπαν:
- Μεγαλειώτατε, σε παρακαλουμε να μας ακούσεις, διότι επιθυμούμε το συμφέρον της βασιλείας σου. Γνώρισε λοιπόν, πως ο Δημήτριος, ο όποιος τιμήθηκε με το βαθμό του ηγεμόνος της Θεσσαλίας, αρνήθηκε την παραδοσιακή θρησκεία και πιστεύει στον Χριστό, εκείνον τον όποιο σταύρωσαν οι Εβραίοι. Επιπλέον, κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστό ως Θεό αληθινό. Και καθημερινώς ακούνε τους πλανημένους λόγους του οι άνθρωποι, αφήνουν την θρησκεία τους και γίνονται Χριστιανοί.
Ο βασιλιάς, οταν άκουσε αυτά τα λόγια, αρχικά λυπήθηκε, διότι θα έχανε τέτοιο άνθρωπο, έπειτα όμως, θέλοντας να διαπιστώσει και ο ίδιος την αλήθεια, διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Πήγαν οι άνθρωποι του βασιλιά στην Καταφυγή και βρηκαν τον Άγιο να κάθεται και να διδάσκει το λόγο του Θεού, οπότε τον άρπαξαν αμέσως και τον παρουσίασαν στον βασιλιά. Ο Αγιος δεν αντιστάθηκε καθόλου, αλλά με χαρά στάθηκε μπροστά του.
Ο βασιλιάς λέει προς τον Δημήτριο:
— Τέτοια τιμή περίμενα να μου δώσεις; Ετσι έλπιζα να με τιμάς και σε ανεβίβασα σε τέτοιο βαθμό; Εγώ σε ανέδειξα ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης και συ δεν βγήκες από την πόλη ούτε ένα μίλι για να με προυπαντήσεις;
Αφού άκουσε αυτά ο Αγιος απάντησε:
— Βασιλιά μου, εγώ τιμώ τη βασιλεία σου, τιμώ όμως περισσότερο άπό εσένα τον Θεό του ουρανού και της γης, ο όποιος είναι βασιλιάς όλου του κόσμου.
— Και ποιος ειναι ο Θεός σου και βασιλεύς;.
Ο Αγιος απάντησε:
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός και Βασιλεύς Παντοκράτωρ.
Ο βασιλιάς του λέγει πάλι:
— Λοιπόν αυτόν πιστεύεις εσύ και γι’ αυτό δεν μας καταδέχεσαι, ανάξιε της τιμής; Και τι καλό είδες άπό τον Χριστό σου και τον έχεις Θεό και Βασιλέα; Δεν είναι θεός ο Δίας, ο Απόλλων και οι υπόλοιποι, αλλ ο Χριστός σου; Δεν σε τίμησα εγώ και σε διόρισα ηγεμόνα της Θεσσαλίας; Αυτά αποδίδεις σε μας αχάριστε άνθρωπε; Τέτοιος φαίνεσαι στους μεγάλους θεούς και μας; Έγώ λοιπόν θα σου ανταποδώσω κατά τη μολυσμένη γνώμη σου. Θα βασανισθείς και θα τιμωρηθείς με πολλά βασανιστήρια για να μάθεις ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι έσύ, και τι μπορεί να κάνει ο Θεός σου για σένα.
Ο Αγιος άποκρίθηκε:
— Βασιλιά, τις τιμωρίες και τα βάσανα με τα όποια με απειλείς, έγώ τα θεωρώ ως χαρά και αγαλλίαση διότι αυτά θα μου χαρίσουν τη βασιλεία των ουρανών και ατελείωτη τιμή.
Ο βασιλιάς θύμωσε υπερβολικά εναντίον του Δημητρίου. Επειτα όμως, θέλοντας να δείξει κάποια υποχωρητικότητα, πρόσταξε να τον φυλακίσουν, συλλογιζόμενος ότι, αν εξευτελισθεί και φυλακισθεί, θ’ αναγκασθεί να αλλάξει γνώμη. Πήραν οι στρατιώτες το Αγιο και τον οδήγησαν σε τόπο ακάθαρτο δηλαδή σε παλαιό λουτρό στα υπόγεια του οποίου χύνονταν απόνερα. Καθώς μπήκε ο Αγιος στον τόπο εκείνο, είδε μπροστά του ένα μεγάλο σκορπιό ο όποιος προσπαθούσε να τον κεντρήσει. Ο Αγιος έκανε το σημείο του Τιμίου Σταύρου και είπε:
— Στο όνομα του Ίησού Χρίστου, ο όποιος είπε να πατάμε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και σ’ όλη τη δύναμη του εχθρού.
Αυτό είπε και πάτησε εκείνο τον σκορπιό, και αμέσως εμφανίσθηκε Αγγελος Κυρίου πάνω του, κρατώντας στεφάνι χρυσό, και του είπε:
— Χαίρε Δημήτριε στρατιώτη του Χριστού, έχε θάρρος, γέμισε με τη δύναμη του Χριστού και νίκα τους εχθρούς σου.
Και έβαλε το στεφάνι στο κεφάλι του μάρτυρα. Ο Αγιος παρέμεινε στον βρωμερό εκείνο τόπο, στερημένος από τη συναναστροφή ανθρώπων, έχοντας όμως την παρηγορία από τον Θεό.
Ο παράνομος βασιλιάς, χαιρόταν να βλέπει στις θυσίες των ειδώλων αιματοχυσίες και φόνους ανθρώπων. Πρόσταξε τότε να εκτελέσουν τον άγωνα του πεντάθλου, διότι οι βασιλείς των Ελλήνων είχαν αυτή την συνήθεια. Σε όποια πόλη πήγαιναν για πρώτη φορά, έβαζαν τους ανθρώπους και έτρεχαν, πάλευαν, έριχναν τον λίθο, πηδούσαν και σκόπευαν με τα δόρατα συγκεκριμένους στόχους. Αυτά τα πέντε αγωνίσματα τα ονόμαζαν πένταθλο και όποιος νικούσε σε ένα άπό αυτά, τον τιμούσαν οι βασιλείς και του πρόσφεραν δώρα. Ο βασιλιάς κάθησε σε τόπο υψηλό για να βλέπει τα αγωνίσματα. Ενας άπό αυτούς που πάλευαν ήταν άνθρωπος του βασιλιά και ονομαζόταν Λυαίος και ήταν από τη Σκυθία. Ηταν ψηλός και δυνατός και ο βασιλιάς τον είχε μαζί του για να του προξενεί τιμή και έπαινο. Ο βασιλιάς για τις νίκες του του χάριζε πλούσια δώρα.
Κάποιος νέος από την Θεσσαλονίκη, ωραίος στην όψη, ο Αγιος Νέστορας, ο όποιος ήταν κρυφός χριστιανός και γνωστός του Αγίου Δημητρίου, βλέποντας τον Λυαιο να σκοτώνει τους ανθρώπους και ο βασιλιάς να ευχαριστείται για τις νίκες του, αλλά και θέλοντας να δει τη δύναμη του αληθινού Χριστού του Θεου, πήγε στο λουτρό που ήταν κλεισμένος ο Αγιος Δημήτριος και του ειπε:
Δούλε του Θεού, του Κυρίου ημων Ιησού Χριστού και αφέντη μου, ο μιαρός βασιλιάς χαίρεται με τις πράξεις του Λυαίου. Η ψυχή μου επιθυμεί να παλέψει μαζί του. Μόνο ευλόγησέ με και ενδυνάμωσέ με να πάω να τον νικήσω. Τότε ο Αγιος Δημήτριος έκανε το σημείο του σταυρού στο μέτωπο του Νέστορος και του είπε:
— Πήγαινε. Και το Λυαίο θα νικήσεις και για τον Χριστό θα μαρτυρήσεις.
Αναχώρησε λοιπόν ο Νέστορας και πήγε στον τόπο που γινόταν ο αγώνας της πάλης και αμέσως φώναξε:
— Ω Λυαιε, έλα να παλέψουμε οι δυο.
Ο βασιλιάς, ο όποιος καθόταν σε ψηλότερο μέρος, μόλις ειδε τον Νέστορα, νέο στην ηλικία, 20 ετων, μήνυσε σ’ αυτόν να πάει μπροστά του και του είπε:
— Νεανία, δεν λυπήθηκες τη ζωή σου, αλλ ήλθες να παλαίψεις με τον Λυαιο; Δεν βλέπεις πόσους νίκησε; Δεν βλέπεις πόσα αίματα έχυσε; Δεν λυπάσαι την ομορφιά και τα νειατα σου; Μήπως αναγκάζεσαι από τη φτώχεια να επιθυμείς τον θάνατο σου; Δεν πρέπει όμως να συμπλακεις με τον Λυαιο για να μη θανατωθείς. Αν δε εισαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ, μόνο να μη χάσεις τη ζωή σου.
Ο Νέστορας απάντησε στο βασιλιά:
— Εγώ πτωχός δεν είμαι, ούτε καταφρονώ τη ζωή μου, άλλα και πλούτο έχω και τη ζωή μου άγαπω. Θέλω όμως να παλέψω με τον Λυαιο για να λάβω τιμή· διότι και αν είμαι πλούσιος, τιμή όμως δεν έχω, επομένως τι θέλω τον άτιμο πλουτο; Αγαπω λοιπόν να τιμηθώ και να φάνω καλύτερος άπό τον Λυαιο, γι’ αυτό αποφασίζω να κινδυνεύσω. Οταν ο βασιλιάς ειδε ότι ο νέος δεν ακούει, τον άφησε.
Ο Αγιος Νέστωρ, αμέσως πλησίασε τον Λυαιο, εριξε το πανωφόρι του και φώναξε:
— Ο Θεός του Δημητρίου, βοήθει μοι.
Αμέσως με το σπαθί του χτύπησε τον Λυαιο στο κέντρο της καρδίας του, οπότε αυτός έπεσε νεκρός. Ο βασιλιάς ταράχθηκε. Κάλεσε τον Νέστορα και του είπε:
— Νέε, με ποιες μαγείες νίκησες τον Λυαιο; Αυτός σκότωσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους άπό εσένα και έσύ πως τον θανάτωσες;
Ο Αγιος Νέστορας αποκρίθηκε:
— Έγώ βασιλιά μου δεν νίκησα το Λυαιο με μαγείες, αλλά με τη δύναμη του Ιησου Χριστού, του αληθινού Θεού.
Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και διέταξε έναν άπό τους άρχοντες, τον Μαρκιανό, να βγάλει τον Νέστορα έξω άπό τη Χρυσή Πύλη και να τον αποκεφαλίσει με το σπαθί του. Και έτσι τελειώθηκε ο Αγιος Νέστωρ κατά τον λόγο του Αγίου Δημητρίου.
Ο βασιλιάς με λύπη αναχώρησε για το παλάτι, μονολογώντας:
— Μα τη δύναμη των μεγάλων θεών, από μαγείες σκοτώθηκε σήμερα ο φίλος μου ο Λυαιος.
Μόλις έμαθε ότι ο Λυαΐος φονεύθηκε με οδηγίες του Δημητρίου, πρόσταξε τους στρατιώτες να πάνε στο λουτρό και να σκοτώσουν τον Αγιο Δημήτριο.
— Οποιος με αγαπά, να φύγει αμέσως να σκοτώσει τον Δημήτριο.
Πήγαν οι στρατιώτες και λόγχευσαν τον Αγιο με τις λόγχες τους σε όλο του το σώμα. Η πρώτη λόγχευση ήταν στη δεξιά του πλευρά, διότι μόλις τους είδε ο Αγιος, ύψωσε μόνος του το δεξί του χέρι για να τον λογχεύσουν. Με αυτό το μαρτύριο τελειώθηκε ο Αγιος Δημήτριος.
Κάποιοι ευλαβείς χριστιανοί ήλθαν στο λουτρό εκείνο κρυφά, επειδή φοβόταν το βασιλιά και ενταφίασαν το λείψανο στο μέρος στο όποιο τελειώθηκε.
Κάποιος φίλος του Αγίου, ο Λούπος, ο όποιος βρισκόταν έκει κατά την ώρα του μαρτυρίου, έβγαλε το δαχτυλίδι του Αγίου άπό το δεξί του δάκτυλο και πήρε το μαντήλι του και το πανωφόρι του από τους ώμους του και τα έβαψε στο αίμα του Μεγαλομάρτυρος και μ αυτά ενεργούσε θαύματα πολλά. Αρρώστους γιάτρευε, δαιμονισμένους θεράπευε.
Ο βασιλιάς, μόλις τα έμαθε αυτά, έστειλε στρατιώτες και αποκεφάλισαν τον Λούπο σε κάποιο τόπο που λεγόταν Τριβουνάλιο.
Μ’αυτό τον τρόπο τελειώθηκε ο Πολιούχος μας, ο θαυματουργός και Μυροβλήτης Δημήτριος. Ο αγαπημένος μαθητής και φίλος του Χριστού, μιμήθηκε πολύ τόν Χριστό στα μαρτυρία τα οποία υπέστη, στην απέραντη καρτερία του και στη διδαχή την οποία έκανε. Ο μαρτυρικός του θάνατος ονομάσθηκε Χριστομίμητος σφαγή.
Από το βιβλίο: Άγιος Δημήτριος Πολιούχος Θεσσαλονίκης,
σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λαγκαδά κ. Ιωάννη
http://www.oikad.gr/BFEF7583.el.aspx
Απολυτίκιον Αγίου Δημητρίου
Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012
τὸ μεγάλο ὅπλο τοῦ Χριστιανοῦ, εἶνε ἡ προσευχή,
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Θέλω νὰ κρατήσετε ἕνα πρᾶγμα. Ὅτι τὸ μεγάλο ὅπλο τοῦ Χριστιανοῦ, εἶνε ἡ προσευχή, κι ὅτι ἡ
προσευχὴ κάνει θαύματα. Ποιά προσευχὴ ὅμως εἰσακούεται; Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔχει τὰ γνωρίσματα τῆς προσευχῆς τῆς Χαναναίας.
⃝ Ἡ Χαναναία τί ἔλεγε; τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ ψάλλουμε κ᾽ ἐμεῖς. Πῶς τὸ λέμε ὅμως ἐμεῖς; Χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται ἡ καρδιά μας. Ἂν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, στὶς ἐκκλησίες λατρεύουν μὲ συναίσθησι. Ἦρθε κάποιος, ποὺ πῆγε ἐκεῖ, καὶ μοῦ εἶπε· Τί νὰ σοῦ πῶ, πάτερ, ὁ ῾Ρωσικὸς λαὸς πιστεύει· ἐνῷ ἐμεῖς χασμουριώμαστε, αὐτοὶ λένε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ κλαῖνε. «Κύριε ἐλέησον», εἶπε ἡ Χαναναία, ἀλλὰ μὲ πίστι. Πίστευε, ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα.
⃝ Ἄλλο γνώρισμα. Ἡ Χαναναία ἔλεγε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ ἐπιμονή. Ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλές. Ὄχι σὰν μερικὰ ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυπᾶνε τὰ κουδούνια τῶν σπιτιῶν μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν γιατὶ φοβοῦνται μήπως κατεβῇ ὁ νοικοκύρης καὶ τὰ κυνηγήσῃ, ἀλλὰ μὲ ἐπιμονή. Ὅταν θέλῃς πολὺ νὰ συναντήσῃς ἢ νὰ μιλήσῃς μὲ κάποιον, χτυπᾷς συνεχῶς τὸ κουδούνι ἢ τὸ τηλέφωνό του, μέχρι ν᾽ ἀπαντήσῃ. Ἔτσι καὶ ἡ Χαναναία· πῆρε τηλέφωνο καὶ χτυποῦσε ἀδιάκοπα. Τηλέφωνο καὶ κουδούνι εἶνε ἡ προσευχή, μία ποθητὴ συνδιάλεξι μὲ τὸ Θεό, καὶ γιὰ νὰ τὴν ἐπιτύχουμε χρειάζεται ἐπιμονή, ὄχι ἀπογοήτευσι. Τότε θὰ λάβουμε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦμε.
⃝ Μὲ πίστι λοιπὸν ἡ προσευχή, μὲ ἐπιμονὴ ἡ προσευχή, καὶ ―τὸ ἀκόμη πιὸ σπουδαῖο― μὲ ταπείνωσι. Εἴδατε τὴ Χαναναία; Σκυλάκι τὴν εἶπε ὁ Χριστός, κι αὐτὴ λέει· Ναί, Κύριε, σκυλάκι εἶμαι, δὲν ἀξίζει νὰ λέγωμαι ἄνθρωπος. Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο ταπεινὸ φρόνημα; Ἂν ψάξῃς, δὲ βρίσκεις ταπεινὸ Χριστιανό. Πολὺ σπάνια. Πενήντα χρόνια κηρύττω, βουνὰ καὶ λαγκάδια περπάτησα, χωριὰ καὶ πολιτεῖες πέρασα, στὴν ἐπαρχία καὶ στὴν πρωτεύουσα. Τί ὑπερηφάνεια ὑπάρχει σὲ γυναῖκες καὶ ἄντρες! Ἐγώ, σοῦ λέει, εἶμαι ὁ καλύτερος χριστιανός!… Ἔ, ἅμα μοῦ λὲς ὅτι εἶσαι ὁ καλύτερος χριστιανός, εἶσαι γιὰ τὴν κόλασι. Κάποτε περιοδεύοντας ἔφθασα σ᾽ ἕνα χωριὸ πέρα ἀπὸ τὸ Κιλκίς. Καθὼς πλησίαζα βλέπω κάποιον καὶ τὸν χαιρετῶ· ―Καλησπέρα, συναμαρτωλέ. ―Τί εἶπες; μοῦ λέει· ἐσεῖς οἱ παπᾶδες εἶστε ἁμαρτωλοί, ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος… Παρὰ λίγο νὰ μὲ σκοτώσῃ στὸ δρόμο. Τὸν σημάδεψα καὶ ρώτησα στὸ χωριὸ. Τί ἔμαθα· ἦταν ὁ χειρότερος· κλέφτης καὶ ἀπατεώνας, δὲν εἶχε ἀφήσει κοττέτσι· κι ὅμως θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τὸν καλύτερο. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία μας. Πότε θὰ εἶσαι Χριστιανός· ὅταν θὰ λές, Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι οὔτε Χριστιανὸς οὔτε ἄνθρωπος. Γέμισε ὁ κόσμος ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, κι ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ τὴ μοιχεία καὶ κάθε ἄλλο. Ταπεινὸς νὰ εἶσαι, σὰν τὴ Χαναναία. Τότε ἔρχεται τὸ ἔλεος. Τὴν ἄλλη Κυριακὴ εἶνε τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου· θὰ δοῦμε ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς τελώνης δικαιώθηκε μὲ τὴν ταπείνωσί του. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔφτασε μέχρι τὰ οὐράνια, τί λέει· ὅτι «Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ πρῶτος εἶμαι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Ἂς ἔχουμε τὴ συναίσθησι καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀδέρφια μου, ―μὴ σᾶς πικράνω― δὲ βλέπω καλὰ τὰ χρόνια· τὰ σημάδια δὲν εἶνε καλά. Ἔρχονται μεγάλα κακὰ στὸν κόσμο. Τέτοιοι ποὺ εἴμαστε (βλάστημοι, ἄδικοι, ἀχάριστοι, πόρνοι, μοιχοί, μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό), πρέπει νὰ φουσκώσουν τὰ ποτάμια καὶ ἡ θάλασσα νὰ μᾶς πνίξουν, νὰ πέσουν τὰ ἄστρα νὰ μᾶς κάψουν, νὰ σειστῇ ἡ γῆ καὶ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ὁλόκληρη ἡ βουλή, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλοι σύμφωνοι, ψηφίζουν νόμους ἀντιχριστιανικούς, ὅπως εἶνε τὸ αὐτόματο διαζύγιο, γιὰ νὰ διαλυθῇ ἡ οἰκογένεια.
Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴν ἀρχιερατικὴ ῥάβδο ποὺ κρατῶ καὶ θὰ προτιμοῦσα νὰ γίνω λοῦστρος γιὰ νὰ ζήσω. Πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σᾶς μιλάω μὲ πόνο γιὰ τὴν πατρίδα μας. Μείνετε πιστοὶ στὶς ἱερὲς παραδόσεις, καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων θά ᾽νε πάντα μαζί σας.
Θέλω νὰ κρατήσετε ἕνα πρᾶγμα. Ὅτι τὸ μεγάλο ὅπλο τοῦ Χριστιανοῦ, εἶνε ἡ προσευχή, κι ὅτι ἡ
προσευχὴ κάνει θαύματα. Ποιά προσευχὴ ὅμως εἰσακούεται; Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔχει τὰ γνωρίσματα τῆς προσευχῆς τῆς Χαναναίας.
⃝ Ἡ Χαναναία τί ἔλεγε; τὸ «Κύριε, ἐλέησον» ποὺ ψάλλουμε κ᾽ ἐμεῖς. Πῶς τὸ λέμε ὅμως ἐμεῖς; Χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται ἡ καρδιά μας. Ἂν πᾶτε στὴ ῾Ρωσία, στὶς ἐκκλησίες λατρεύουν μὲ συναίσθησι. Ἦρθε κάποιος, ποὺ πῆγε ἐκεῖ, καὶ μοῦ εἶπε· Τί νὰ σοῦ πῶ, πάτερ, ὁ ῾Ρωσικὸς λαὸς πιστεύει· ἐνῷ ἐμεῖς χασμουριώμαστε, αὐτοὶ λένε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ κλαῖνε. «Κύριε ἐλέησον», εἶπε ἡ Χαναναία, ἀλλὰ μὲ πίστι. Πίστευε, ὅτι μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνῃ καλὰ τὸ παιδί. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα.
⃝ Ἄλλο γνώρισμα. Ἡ Χαναναία ἔλεγε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» μὲ ἐπιμονή. Ὄχι μιὰ φορὰ ἀλλὰ πολλές. Ὄχι σὰν μερικὰ ἀλητόπαιδα, ποὺ χτυπᾶνε τὰ κουδούνια τῶν σπιτιῶν μιὰ φορὰ καὶ μετὰ φεύγουν γιατὶ φοβοῦνται μήπως κατεβῇ ὁ νοικοκύρης καὶ τὰ κυνηγήσῃ, ἀλλὰ μὲ ἐπιμονή. Ὅταν θέλῃς πολὺ νὰ συναντήσῃς ἢ νὰ μιλήσῃς μὲ κάποιον, χτυπᾷς συνεχῶς τὸ κουδούνι ἢ τὸ τηλέφωνό του, μέχρι ν᾽ ἀπαντήσῃ. Ἔτσι καὶ ἡ Χαναναία· πῆρε τηλέφωνο καὶ χτυποῦσε ἀδιάκοπα. Τηλέφωνο καὶ κουδούνι εἶνε ἡ προσευχή, μία ποθητὴ συνδιάλεξι μὲ τὸ Θεό, καὶ γιὰ νὰ τὴν ἐπιτύχουμε χρειάζεται ἐπιμονή, ὄχι ἀπογοήτευσι. Τότε θὰ λάβουμε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦμε.
⃝ Μὲ πίστι λοιπὸν ἡ προσευχή, μὲ ἐπιμονὴ ἡ προσευχή, καὶ ―τὸ ἀκόμη πιὸ σπουδαῖο― μὲ ταπείνωσι. Εἴδατε τὴ Χαναναία; Σκυλάκι τὴν εἶπε ὁ Χριστός, κι αὐτὴ λέει· Ναί, Κύριε, σκυλάκι εἶμαι, δὲν ἀξίζει νὰ λέγωμαι ἄνθρωπος. Ποιός σήμερα ἔχει τέτοιο ταπεινὸ φρόνημα; Ἂν ψάξῃς, δὲ βρίσκεις ταπεινὸ Χριστιανό. Πολὺ σπάνια. Πενήντα χρόνια κηρύττω, βουνὰ καὶ λαγκάδια περπάτησα, χωριὰ καὶ πολιτεῖες πέρασα, στὴν ἐπαρχία καὶ στὴν πρωτεύουσα. Τί ὑπερηφάνεια ὑπάρχει σὲ γυναῖκες καὶ ἄντρες! Ἐγώ, σοῦ λέει, εἶμαι ὁ καλύτερος χριστιανός!… Ἔ, ἅμα μοῦ λὲς ὅτι εἶσαι ὁ καλύτερος χριστιανός, εἶσαι γιὰ τὴν κόλασι. Κάποτε περιοδεύοντας ἔφθασα σ᾽ ἕνα χωριὸ πέρα ἀπὸ τὸ Κιλκίς. Καθὼς πλησίαζα βλέπω κάποιον καὶ τὸν χαιρετῶ· ―Καλησπέρα, συναμαρτωλέ. ―Τί εἶπες; μοῦ λέει· ἐσεῖς οἱ παπᾶδες εἶστε ἁμαρτωλοί, ἐγὼ εἶμαι ὁ καλύτερος ἄνθρωπος… Παρὰ λίγο νὰ μὲ σκοτώσῃ στὸ δρόμο. Τὸν σημάδεψα καὶ ρώτησα στὸ χωριὸ. Τί ἔμαθα· ἦταν ὁ χειρότερος· κλέφτης καὶ ἀπατεώνας, δὲν εἶχε ἀφήσει κοττέτσι· κι ὅμως θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του τὸν καλύτερο. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἁμαρτία μας. Πότε θὰ εἶσαι Χριστιανός· ὅταν θὰ λές, Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγωμαι οὔτε Χριστιανὸς οὔτε ἄνθρωπος. Γέμισε ὁ κόσμος ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, κι ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ τὴ μοιχεία καὶ κάθε ἄλλο. Ταπεινὸς νὰ εἶσαι, σὰν τὴ Χαναναία. Τότε ἔρχεται τὸ ἔλεος. Τὴν ἄλλη Κυριακὴ εἶνε τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου· θὰ δοῦμε ὅτι ὁ ἁμαρτωλὸς τελώνης δικαιώθηκε μὲ τὴν ταπείνωσί του. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔφτασε μέχρι τὰ οὐράνια, τί λέει· ὅτι «Ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ πρῶτος εἶμαι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Ἂς ἔχουμε τὴ συναίσθησι καὶ ἂς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ἀδέρφια μου, ―μὴ σᾶς πικράνω― δὲ βλέπω καλὰ τὰ χρόνια· τὰ σημάδια δὲν εἶνε καλά. Ἔρχονται μεγάλα κακὰ στὸν κόσμο. Τέτοιοι ποὺ εἴμαστε (βλάστημοι, ἄδικοι, ἀχάριστοι, πόρνοι, μοιχοί, μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό), πρέπει νὰ φουσκώσουν τὰ ποτάμια καὶ ἡ θάλασσα νὰ μᾶς πνίξουν, νὰ πέσουν τὰ ἄστρα νὰ μᾶς κάψουν, νὰ σειστῇ ἡ γῆ καὶ νὰ μᾶς καταπιῇ. Ὁλόκληρη ἡ βουλή, δεξιοὶ καὶ ἀριστεροί, ὅλοι σύμφωνοι, ψηφίζουν νόμους ἀντιχριστιανικούς, ὅπως εἶνε τὸ αὐτόματο διαζύγιο, γιὰ νὰ διαλυθῇ ἡ οἰκογένεια.
Ἂν δὲν πίστευα, θὰ ἔσπαζα τὴν ἀρχιερατικὴ ῥάβδο ποὺ κρατῶ καὶ θὰ προτιμοῦσα νὰ γίνω λοῦστρος γιὰ νὰ ζήσω. Πιστεύω στὸ Θεὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σᾶς μιλάω μὲ πόνο γιὰ τὴν πατρίδα μας. Μείνετε πιστοὶ στὶς ἱερὲς παραδόσεις, καὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων θά ᾽νε πάντα μαζί σας.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου Φλαμπούρου – Φλωρίνης 8-2-1976)
ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 26 ΟΚΤ 2012
Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει μεγάλο ἐγωισμό θέλει νά εἶναι τό ἐπίκεντρο τῆς προσοχῆς ὅλων.
Ὁ
ἄνθρωπος πού ἔχει μεγάλο ἐγωισμό θέλει νά εἶναι τό ἐπίκεντρο τῆς
προσοχῆς ὅλων. Ἐπίσης ζηλεύει ὅταν ἀγαποῦν ἄλλους, αὐτοί, πού περιμένει
νά ἀγαποῦν αὐτόν.
Ὁ σοφός π. Πορφύριος ἔλεγε σέ πνευματική του θυγατέρα, γιά τήν ὁποίαν νόμιζαν ὅτι
Ὁ σοφός π. Πορφύριος ἔλεγε σέ πνευματική του θυγατέρα, γιά τήν ὁποίαν νόμιζαν ὅτι
πάσχει ἀπό κρίσεις ἐπιληψίας: «Ἐσύ ἔχεις μεγάλο ἐγωισμό μέσα σου,
θέλεις νά σ’ ἀγαποῦνε ὅλοι. Καί πολλές φορές, ὅταν δεῖς τούς γονεῖς σου
νά περιποιοῦνται κάποιον ἀδερφό σου, ἔ! Τό κάνεις μόνη σου. Ξεύρεις πῶς
γίνεται αὐτό τά πράγμα, καί κάνεις ἔτσι καί τό κάνεις. Δηλαδή, ἀνοίγεις,
σέ κυριεύει ὁ δαίμονας καί ἀπό κεῖ καί πέρα τά χάνεις. Πέφτεις κάτω,
ἀφρίζεις, χτυπιέσαι, δαγκάνεις τά χείλη σου, γιά θυμήσου το, τῆς λέω, ρέ
κόρη; Ἔ! αὐτό τό κάνω, μοῦ λέει. Λέω, πῶς τό κάνεις, γιατί τό κάνεις;
Νά ὅταν μέ στενοχωρήσουν δέν ἔχω τίποτ’ἄλλο νά κάνω, κάνω αὐτό γιά νά τό
καταλάβουν νά μή μέ στενοχωροῦν, νά μ’ ἀγαποῦν καί νά μοῦ φέρνουνε
ἐκεῖνο πού θέλω»[2]. Οἱ φαινομενικά κρίσεις ἐπιληψίας σ’ αὐτήν τήν
κοπέλα δέν ἦταν παρά ἐκδηλώσεις ζήλειας καί πληγωμένου ἐγωισμοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος δέν τό καταλαβαίνει πολλές φορές, ὅτι ἐνεργεῖ μέ πολύ ἐγωισμό διότι καταλαμβάνεται καί αἰχμαλωτίζεται ἀπό τόν πονηρό. Ἀρχικά ὅμως ἑκούσια ὑποχωρεῖ στόν πονηρό. Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ἀποζητᾶ τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, οὔτε τό ἐνδιαφέρον τους γιαυτόν, ὁπότε καί δέν πάσχει ὅταν ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτόν ἤ ἀκόμη καί ὅταν τόν ἀδικοῦν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ
Ὁ ἄνθρωπος δέν τό καταλαβαίνει πολλές φορές, ὅτι ἐνεργεῖ μέ πολύ ἐγωισμό διότι καταλαμβάνεται καί αἰχμαλωτίζεται ἀπό τόν πονηρό. Ἀρχικά ὅμως ἑκούσια ὑποχωρεῖ στόν πονηρό. Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ἀποζητᾶ τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, οὔτε τό ἐνδιαφέρον τους γιαυτόν, ὁπότε καί δέν πάσχει ὅταν ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτόν ἤ ἀκόμη καί ὅταν τόν ἀδικοῦν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ
HΛΙΑΣ XAINTOYTH Σ 25 ΟΚΤ 2012
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)