Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Το θαύμα της Θείας Λειτουργίας: Η γέννηση του Χριστού συντελείται σε κάθε Θεία Λειτουργία


Και το θαύμα συνεχίζεται. Η γέννηση του Χριστού συντελείται σε κάθε Θεία Λειτουργία. Το θαύμα τελείται στην πιο κατανυκτική ώρα της, την ώρα του Καθαγιασμού, τότε που γονατίζουν οι καρδιές και τα γόνατα και κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα και μεταποιεί τον άρτο σε Σώμα Χριστού και το οίνο σε Αίμα Χριστού. Και κατόπιν με την Θεία Μετάληψη ο Κύριος γεννιέται στην καρδιά του κάθε πιστού. Γεννιέται στην φάτνη της καρδίας του. Ζει το θαύμα προσωπικά και οντολογικά μέσα του. Έτσι  λέγει ο Ιερός Χρυσόστομος  «Άνοιξε τις πύλες του ουρανού και κοίτα εκεί μέσα στην Αγία Τράπεζα και θα ατενίσεις το Σώμα του βασιλέως  Χριστού. Αυτό , το τιμιότερο από καθετί άλλο, το βλέπεις και στην γη. Και δεν το βλέπεις μόνον, αλλά και το ψηλαφείς. Και δεν το ψηλαφείς απλώς.  Αλλά και το εσθίεις και το παίρνεις μαζί σου. Λοιπόν , καθάριζε την ψυχή σου, ετοίμαζε την σκέψη σου προκειμένου να υποδεχθείς το μυστήριο αυτό».

Η γέννηση του Χριστού πρόκειται να τελεστεί στις 25 Δεκεμβρίου , κατά την τέλεση της Θείας  Λειτουργίας στον Ιερό Ναό. Εκεί συνεχίζεται το μεγάλο Θαύμα της Γέννησης του Χριστού, που ξεκίνησε προ αιώνων με την προφητεία για τον ερχομό του και έγινε ιστορικά στην πόλη της Βηθλεέμ. Ο Ιερός Ναός τώρα είναι το σπήλαιο και η Αγία Τράπεζα η φάτνη. Εκεί με την πίστη μας θα δούμε το Βρέφος Χριστό να ανακλίνεται. Εκεί και μείς με καθαρή συνείδηση  θα δεχτούμε στην καρδιά μας το βρέφος Χριστό και θα γεννηθεί μέσα μας. Θα κοινωνήσουμε των Αχράντων Μυστηρίων. Και αν και φέτος ο Χριστός γεννηθεί μέσα μας, σίγουρα θα φέρει την χαρά και την ειρήνη και την αγάπη.

-«Χριστός ετέχθη»!
-«Αληθώς ετέχθη εν ταις καρδίαις ημών»!
  
Αρχ. Σεβαστιανού Τοπάλη
Είς Επίγνωσιν Αληθείας 
Κείμενα πνευματικής επίγνωσης

Καπετάνιος Αγιογράφος

http://www.myriobiblos.gr

Φώτης Κόντογλου

Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β’ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949


ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ χιονιά. Στ’ἀγριεμένο πέλαγο δὲν φαινότανε πουθενὰ πανί. Μοναχὰ ἕνα μικρὸ καΐκι πάλευε μὲ τὸ χάρο ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ἤτανε ἑνὸς καπετὰν Γιώργη ἀπὸ τὴ Νάξο, φορτωμένο κρασιὰ ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ὅλη τὴ μέρα ἀγαντάριζε στὸν ἀγέρα, μὰ σὰν σκοτείνιασε, ὁ βοριὰς σκύλιαξε κ' ἔσπασε τ’ ἄρμπουρο, ἔβγαλε καὶ τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ βελόνια. Οἱ ἄνθρωποι προφτάξανε καὶ ρίξανε τὴ βάρκα στὴ θάλασσα καὶ μπήκανε μέσα. Δὲν εἴχανε ἀλαργάρει ὥς μιὰ τουφεκιὰ τόπο, καὶ βούλιαξε τὸ καΐκι. Τὴ βάρκα τὴν ἅρπαξε τὸ μπουρίνι καὶ τὴν πήγαινε ὅπου ἤθελε μέσα στὴν πίσσα τῆς νύχτας. Οἱ τρεῖς νοματέοι ποὺ βρισκόντανε μέσα, ἤτανε ὁ καπετὰν Γιώργης κι' ἄλλοι δυὸ γεμιτζῆδες, σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο μὲ κεῖνον τὸν χιονιά, πουντιασμένοι ἀπὸ τὸ τάντανο, δίχως καμμιὰν ἐλπίδα πὼς θὰ γλυτώνανε. Πιάσανε καὶ κλαίγανε σὰν τὰ μωρά, καὶ τάξανε κ' οἱ τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ καλογερέψουνε, ἂν λάχαινε νὰ γλυτώσουνε. Κι’ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς φωνὲς ποὺ τὸν παρακαλούσανε γιατί βγαίνανε σὰν τοῦ Ἰωνᾶ μέσα ἀπὸ καρδιὲς ἀπελπισμένες, καὶ κεῖ ποὺ δὲν ξέρανε ποῦ βρισκόντανε, σὰν ξημέρωσε, εἴδανε πὼς ὁ καιρὸς καλωσύνεψε ἀνέλπιστα, καὶ πὼς βρισκόντανε κοντὰ στὴ Σύρα. Ἤβγανε γεροὶ ὄξω καὶ τοὺς μαζέψανε κάτι ψαράδες, δὲν ἀρρώστησε κανένας. Καθίσανὲ δυὸ τρεῖς μέρες στὴ Σῦρα, κ' εἴπανε πὼς ἒχουνε χρέος νὰ κάνουνε τὸ τάξιμό τους. Πουλήσανε τὴ βάρκα, καὶ μὲ κεῖνα τὰ λεφτὰ μπαρκάρανε, καὶ πήγανε ἴσια στ' Ἅγιον Ὄρος καὶ γινήκανε κ' οἱ τρεῖς καλογέροι, δίχως νὰ εἰδοποιήσουνε τὰ σπίτια τους πὼς γλυτώσανε, ἀφοῦ εἴπανε πὼς εἶναι πιὰ πεθαμένοι γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ καπετὰν Γιώργης πῆγε κι' ἀσκήτεψε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κ' ἒφταξε σὲ μεγάλα μέτρα, μὲ προσευχή, μὲ νηστεία καὶ μὲ σκληρὴ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, τόσο, ποὺ ξακούστηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ' ὅλὸ τὸ Ὄρος. Ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα μάστορα, κ' ἒγινε σπουδαῖος ἁγιογράφος. Ἡ γυναῖκα του τὸν εἶχε γιὰ πνιγμένον κ' ἔκανε κάθε χρόνο τὰ κόλυβά του. Δὲν ἒμαθὲ πὼς γλύτωσε καὶ πὼς καλογέρεψε ὁ ἄντρας της. Μαυροφόρεσε αὐτὴ καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ της τὰ πιὸ μεγάλα, γιατί τὸ μικρὸ ἤτανε μωρὸ βυζανιάρικο. Κι' ὁ καπετὰν Γιώργης, ποὺ γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δὲν θέλησε νὰ μάθει τίποτα γιὰ τὸ σπίτι του, μὴν τύχει καὶ τὸν νικήσει ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν του. Ἀλλὰ σὰν περάσανε δυὸ τρία χρόνια, δυνάμωσε ἡ ψυχή του μὲ τὴ θεία χάρη κ' ἤθελε νὰ βγεῖ γιὰ λίγον καιρὸ ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως βγαίνανε κι' ἄλλοι πατέρες γιὰ ἐλέη, καὶ νὰ πάγει στὴ Νάξο νὰ δεῖ τὰ παιδιὰ του καὶ τὴ γυναῖκα του, δίχως νὰ φανερωθεῖ. Μάλιστα, σὰν διάβασε τὸ συναξάρι τ' ἅγιου Γιάννη τοῦ Καλυβίτη, ποὺ ἤτανε μοναχογυιὸς κι’ ἀρχοντόπουλο, καὶ πῆγε κρυφὰ καὶ καλογέρεψε, καὶ γιὰ νὰ πονέσει ἀκόμα πιὸ πολὺ ἡ καρδιά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πῆγε στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι του κ' ἔκανε τὸν ὑπηρέτη δίχως νὰ τὸν ξέρουνε οἱ γονιοί του, κι' ἔτσι παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, σὰν διάβασε λοιπὸν ὁ πάτερ Γεράσιμος τούτη τὴ συγκινητικὴ τὴν ἱστορία, ἀποφάσισε σίγουρα νὰ πάγει στὴ Νάξο. Πῆρε λοιπὸν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν γέροντά του, καὶ μπῆκε σ' ἕνα καΐκι καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν Πάρο. Ἐκεῖ κάθισε κανένα μῆνα, κ' ἐπειδὴς εἶχε πάρει μαζί του καὶ τὰ σύνεργα τῆς ζωγραφικῆς, ζωγράφισε καὶ καμπόσα εἰκονίσματα ποὺ τοῦ παραγγείλανε. Καὶ τόση ἤτανε ἡ εὐλάβειά του κ' ἡ σεβασμιότητα ποὺ εἶχε τὸ παρουσιαστικό του, ποὺ ξακούστηκε στὰ γύρωθε νησιὰ πὼς τὰ εἰκονίσματα ποὺ ζωγράφιζε ἤτανε «ἔθαρμα» (1), γιατί δὲν ἔτρωγε λάδι παρὰ ἔβαζε μονάχα λίγο, μὲ τοῦ φτεροῦ τὴν ἄκρη, στὸ φαγητό του τὴν Κυριακὴ ποὺ δὲν δούλευε, κ' ἔτρωγε καὶ τὸ ψωμὶ μὲ μέτρο, καὶ τὸ νερὸ ἀκόμα ποὔπινε. Τὰ γόνατά του ἤτανε πληγωμένα ἀπὸ τὶς μετάνοιες ποὺ ἔκανε ὅλη τὴ νύχτα, κι' ὁ ὕπνος του ἤτανε μοναχὰ μιὰ δυὸ ὧρες, καὶ τὸν ἔπαιρνε καθιστὸς ἀπάνω στὸ σεντοῦκι ποὖχε τὰ ἐργαλεῖα του, εἴτε πλαγιαστὸς ἀπάνω στὸ χῶμα. Κι' ἀπὸ τὰ λιγοστὰ λεφτουδάκια ποὺ ἔπαιρνε γιὰ τὰ κονίσματα ποὺ ἔκανε, γιὰ τὴ συντήρησή του ξόδευε τὰ πιὸ λίγα, καὶ τ’ἄλλα τἄδινε κρυφὰ στοὺς φτωχούς.

Πήγανε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Νάξο δυὸ τρεῖς εὐλαβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει καὶ στὸ νησί τους. Καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, γιατὶ εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ γένεια κι' ἀπὸ τὰ μαλλιὰ κι’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐγκράτεια, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη. Καὶ κεῖνος χάρηκε πολύ, καὶ σὰν βρέθηκε μοναχός του ἔκλαψε καὶ φχαρίστησε τὸν Θεό, γιατί ἤτανε φανερὸ πὼς θέλημά του ἤτανε νὰ πάγει στὴν πατρίδα του νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη του «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».



Βγῆκε λοιπὸν στὴ Νάξο, ἕξη χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ γίνηκε καλόγερας. Οἱ θεοφοβούμενοι χριστιανοὶ κατεβήκανε καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴ βάρκα, κι' ὁ καθένας ἤθελε νὰ τὸν πάρει στὸ σπίτι του, γιὰ νἄχει τὴν εὐλογία του. Πλὴν ὁ Χριστὸς ἔδειξε πάλι πὼς τὸν θεωροῦσε στερεὸν στὴν πίστη του καὶ ἤρθανε τὰ πράγματα τέτοιας λογῆς, ὥστε νὰ τὸν βάλουνε οἱ πιτρόποι τῆς ἐκκλησίας σ' ἕνα κελλὶ ποὺ ἤτανε ἀντίκρυ στὸ σπίτι του. Δὲν περάσανε δυὸ τρεῖς μέρες καὶ πῆρε παραγγελιὰ νὰ ζωγραφίσει κάμποσες εἰκόνες, κ' ἔπιασε καὶ δούλευε. Τὴ μέρα ἤτανε κλεισμένος στὸ κελλί του καὶ δὲν κύταξε καθόλου ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μοναχὰ τὴ νύχτα, σὰν ἀνάβανε τὴ λάμπα στὸ σπίτι του, καθότανε στὰ σκοτεινὰ δίχως νὰ τὸν βλέπουνε, καὶ κύτταζε μέσα τὴ χήρα τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του μαυροντυμένα, ποὺ καθόντανε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε. Τότες τρέχανε σὰν βρύσες τὰ μάτια του, κ' ἔπεφτε σὲ προσευχὴ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βαστάξει μὲ τὸ δυνατὸ χέρι του γιὰ νὰ μὴν λυγίσει, ὥστε νὰ βγάλει πέρα τοῦτον τὸν μεγάλον ἀγῶνα ποὺ ἤτανε παραπάνω ἀπ' ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει ἄνθρωπος. Γονάτιζε, κ' ἔκλαιγε γονατιστός. Ἔλεγε τὸ ψαλτῆρι κ' ἡ καρδιά του σὰ νἄθελε νὰ βγεῖ
ἀπὸ τὸ στῆθος του, σὰν περιστέρι νὰ πετάξει. Ποῦ νὰ πετάξει; στὸ σπίτι του ἢ στὸ Θεό, ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιός μου; Κ’ ἔλεγε μὲ κλάψιμο: «Ἕως τίνος θήσομαι ὀδύνας ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἡμέρας καὶ νυκτός; Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριος ὁ Θεός μου. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου: Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν. Κύριε, ἐν σοὶ ρυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου, καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. Σύ μου εἴ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με. Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ' ἐμὲ διῆλθον. Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι, καὶ καταπαύσω; Ὁ Θεός, τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου. Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι. "Οτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ τοῦ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων, τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. Ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου». Κι' ἀπὸ τὸν πολὺν ἀγῶνα τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος κατὰ τὰ ξημερώματα. Κι' ἄνοιγε τὰ μάτια του κ' ἔβλεπε τὴ μέρα ποὺ γλυκοχάραζε καὶ στάλαζε εἰρήνη στὴν καρδιά του, σὰν νἄτανε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔβαζε μὲ τὸν νοῦ του τὸ θρῆνο ποὺ ἔκανε τὴ νύχτα, κ' ἔλεγε μὲ σιγανὴ φωνή: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις. Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί• διέρρηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην». Ἔτσι περνούσανε οἱ μέρες. Καὶ δυνάμωνε ἡ ψυχή του, τόσο, ποὺ ἀποροῦσε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Γιατί ἔφταξε νὰ καλημερίζει τ' ἀγοράκι του ποὺ ἔβγαινε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ πάγει νὰ δουλέψει σ' ἕνα τσαγκαράδικο, καὶ τὸ μικρὸ τὸ κοριτσάκι του ποὺ ἤτανε βυζανιάρικο τὸν καιρὸ ποὺ θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στὸ κελλί του καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ κουβεντιάζανε μαζί. Ἤτανε τότε ὡς ἕξη χρονῶν καὶ τὸ λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπὸν ἡ Καλλιοπίτσα, στὸν παποῦ, καὶ τοὔδινε κρύο νερὸ ἀπὸ τὴ στέρνα, καὶ σαπούνιζε καὶ τὶς βροῦτσες ποὺ ζωγράφιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά, σὰ νἄνοιωθε πὼς τὴν τραβοῦσε τὸ αἷμα. Καὶ κεῖ ποὺ μιλούσανε, ὧρες ὧρες γύριζε ὁ Πάτερ Γεράσιμος τὸ πρόσωπό του καὶ σφούγγιζε τὰ μάτια του, κ' ἔλεγε πάλι: «Κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί• κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἤγουν: «Σὰν τ' ἀναίσθητο τὸ ζῶο γίνηκα γιὰ σένα, Θεέ μου, μὰ ἐγὼ παντοτινὰ εἶμαι μαζί σου».

Μιὰ μέρα χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καὶ σὰν ἄνοιξε, βλέπει μπροστά του τὴ γυναῖκα του. Καὶ σὰν νἄτανε ἀπὸ πέτρα κι' ὄχι ἄνθρωπος μὲ κορμί, δὲν ἀπόδειξε τίποτα, κι' οὔτε ταράχτηκε στὸ παραμικρό. Καὶ κείνη δὲν τὸν γνώρισε ὁλότελα, καὶ τοῦ λέγει: «Καλὴ μέρα, γέροντα», καὶ φίλησε τὸ χέρι του. Καὶ κεῖνος τῆς λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, τέκνο μου». Καὶ σὰν μπήκανε μέσα, κάθισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος στὸ σκαμνί του, καὶ κείνη κάθισε ντροπαλὴ καὶ πικραμένη στὸ σεντοῦκι. Καὶ θέλοντας νὰ μιλήσει ἡ κακομοῖρα δάκρυσε. Ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν τὸν γνώρισε τὸν ἄντρα της, δάκρυσε, καὶ κεῖνος ποὺ τὴ γνώρισε, δὲν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα ἀπόδειξε, παρὰ καθότανε μὲ χαροποιὸ πρόσωπο, σὰν τοὺς μάρτυρες τὴν ὥρα ποὺ τοὺς καίγανε καὶ ποὺ ξεσκίζανε τὰ κορμιά τους. Λέγει του ἡ γυναίκα δακρυσμένη: «Ἦρθα, γέροντα νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ φτιάξεις μιὰν εἰκόνα τ' ἅγιου Γιώργη, σὲ μνημόσυνο τοῦ μακαρίτη τ’ἀντρός μου, ποὺ πνίγηκε ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα πρὶν ἀπὸ ἕξη χρόνια». «Μετὰ χαρᾶς», λέγει ὁ καλόγερας. «Βοήθεια σου. Μὰ δὲν εἶναι καλὸ νὰ κλαῖς, γιατί βαραίνεις τὴν ψυχή του. Εἶσαι χήρα γυναῖκα, δὲν θέλω τίποτα γιὰ τὸν κόπο μου». Ἡ γυναίκα τοὔκανε μετάνοια κ' ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ ὁ Πάτερ Γεράσιμος ἔβαλε μπροστὰ τὴν εἰκόνα. Ὅσον καιρὸ τὴ δούλευε, τὰ μάτια του τρέχανε σὰν βρύσες, οἱ μπογιὲς μὲ τὰ δάκρυα ἤτανε ζυμωμένες. Στὸ ἀπάνω μέρος ζωγράφισε τὸν ἅγιο Γιώργη ἁρματωμένον καὶ θλιμμένον καβάλλα στ' ἄλογο, κι' ἀπὸ κάτω τὸ θεριὸ λαβωμένο ἀπὸ τὸ κοντάρι του, κ' ἡ βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' ἔμοιαζε τὴν Καλλιοπίτσα. Καὶ στὸ κάτω μέρος χώρισε ἕνα μέρος, καὶ ζωγράφισε ἕνα καράβι ποὺ βούλιαζε, καὶ τρεῖς ναῦτες ποὺ θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' ἄγρια τὰ κύματα, κ' ἔγραψε: «Τὸ ναυάγιον». Καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγραψε πάλι τοῦτα τὰ λόγια: «Ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γεωργίου Ἀντρῆ ὅν περ κατέπιε ὑδατόστρωτος τάφος, ἐν ἔτει 1864, μηνὶ Δεκεμβρίῳ 25». Κι' ἀπὸ κάτω ἔγραψε «Διὰ χειρὸς Γερασίμου μοναχοῦ του ἁμαρτωλοῦ. Ἔτους 1870».

Ὕστερα ἀπὸ κανέναν μῆνα, ὁ Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε ἀπὸ τὴ Νάξο γιὰ νὰ γυρίσει στὸ Ὅρος. Περνῶντας ἀπὸ τὴ Σύρα ἔγραψε στὴ γυναῖκα του πὼς ἔμαθε ἀπὸ ἕναν ἄλλον καλόγερα πὼς ὁ Καπετὰν Γιώργης ζεῖ καὶ πὼς εἶναι στὸ Ὄρος, καὶ πὼς νὰ στείλει ἐκειπέρα τὸ γυιὸ της τὸν μεγάλο γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς παραγγελιές του. Σὰν γύρισε πίσω στὴ σκήτη τῆς μετανοίας του, πήρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ γυιό του πὼς σὲ λίγες μέρες θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀνταμώσει. Κατέβηκε στὴ Δάφνη καὶ τὸν περίμενε. Σὰν βγῆκε ἀπὸ τὴ βάρκα, τὸν καλωσόρισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε καὶ κουβεντιάζανε γιὰ τὴ Νάξο, γιὰ τὸ σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτοῦσε τὸ παιδί: «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Καὶ κεῖνος τοὔλεγε: «Πῆγε ὡς τοῦ Ξηροποτάμου, κι' ὅπου νἆνε θἄρθει». Πάλι σὲ λίγο ξαναρωτοῦσε : «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Ὅπου σὲ μιὰ στιγμή, τὸν πήρανε τὰ δάκρυα τὸν γέροντα, καὶ λέγει τοῦ παιδιοῦ του: «Ἐγώ εἶμαι, παιδί μου, ὁ πατέρας σου, ἐγὼ ἤμουνα μιὰ φορὰ ὁ καπετὰν Γιώργης. Μὰ θἄμουνα πνιγμένος ἂν δὲ μὲ γλύτωνε ὁ Θεός, κ' ἔταξα νὰ γίνω καλόγερας. Τώρα ἐσὺ δὲν εἶσαι ὀρφανό, μὰ ἐγὼ εἶμαι πιὰ πεθαμένος γιὰ τὸν κόσμο. Ἔτσι θέλησε ὁ Παντοδύναμος ποὺ εἶπε πὼς θὰν ἀφήσει γονιοὺς καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα ὅποιος τὸν ἀγαπᾶ. Γεννηθήτω τὸ θέλημά του».




Σημειώσεις

1. Δηλ. ἔνθερμα, θαυματουργά.

Για να μπορέσει να βοηθήσει ο πνευματικός δύο ανθρώπους που έχουν σχέση, πρέπει να έχει επικοινωνία και με τους δύο


Φωτογραφία: Για να μπορέσει να βοηθήσει ο πνευματικός δύο ανθρώπους που έχουν σχέση,
πρέπει να έχει επικοινωνία και με τους δύο. Όταν ακούει λ.χ. λογισμούς δύο
ανθρώπων που έχουν διαφορές, πρέπει να γνωρίζει και τις δύο ψυχές, γιατί ο
καθένας μπορεί να παρουσιάζει το θέμα, όπως το καταλαβαίνει. Και να δεχθεί να
λύση τις διαφορές τους, μόνον αν δεχθούν να τις λύσει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο,
γιατί όλες οι άλλες λύσεις είναι ένας συνεχής πονοκέφαλος και χρειάζονται
συνέχεια ασπιρίνες. Ύστερα να βάλει τον καθέναν στην θέση του, να μη δικαιώσει   κανέναν.
 Να πει στον καθέναν τα κουσούρια του, οπότε πελεκιέται το ένα στραβό,πελεκιέται και το άλλο, και έτσι συμφωνούν και συνεννοούνται.

Γεροντας  Παισιος  !Για να μπορέσει να βοηθήσει ο πνευματικός δύο ανθρώπους που έχουν σχέση, πρέπει να έχει επικοινωνία και με τους δύο. Όταν ακούει λ.χ. λογισμούς δύο ανθρώπων που έχουν διαφορές, πρέπει να γνωρίζει και τις δύο ψυχές, γιατί ο  καθένας μπορεί να παρουσιάζει το θέμα, όπως το καταλαβαίνει. Και να δεχθεί να λύση τις διαφορές τους, μόνον αν δεχθούν να τις λύσει σύμφωνα με το Ευαγγέλιο,
γιατί όλες οι άλλες λύσεις είναι ένας συνεχής πονοκέφαλος και χρειάζονται  συνέχεια ασπιρίνες. Ύστερα να βάλει τον καθέναν στην θέση του, να μη δικαιώσει κανέναν.
Να πει στον καθέναν τα κουσούρια του, οπότε πελεκιέται το ένα στραβό,πελεκιέται και το άλλο, και έτσι συμφωνούν και συνεννοούνται.

Γεροντας Παισιος !
ΗΛΙΑΣ  ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ  22 ΔΕΚ 2012  

“Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή

ΛΟΓΟΣ Περί Προσευχής
“Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή”
“Όλα τα προβλήματά μας, τα υλικά, τα σωματικά, τα πάντα, να τ΄ αναθέτουμε στον Θεό.
πως λέμε στην Θεία Λειτουργία, “… και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα”.
Όλη τη ζωή μας σ΄ Εσένα, Κύριε, αφήνουμε. Ό,τι θέλεις Εσύ. “Γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης”.
Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Ό,τι και να του τύχει, αμέσως αρχίζει: “Κύριε Ιησού Χριστέ…”. Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά. Για παράδειγμα, πάσχεις από αϋπνία, να μη σκέφτεσαι τον ύπνο. Να 48
σηκώνεσαι, να βγαίνεις έξω και να έρχεσαι πάλι μέσα στο δωμάτιο, να πέφτεις στο κρεβάτι σαν για πρώτη φορά, χωρίς να σκέφτεσαι αν θα κοιμηθείς ή όχι. Να συγκεντρώνεσαι, να λες τη δοξολογία και μετά τρεις φορές το “Κύριε Ιησού Χριστέ…” κι έτσι θα έρχεται ο ύπνος.
Όλα με την προσευχή τακτοποιούνται. Αλλά πρέπει να έχεις αγάπη, φλόγα στην προσευχή. Να μην έχεις άγχος αλλά εμπιστοσύνη στην αγάπη και στην πρόνοια του Θεού. Όλα είναι μέσα στην πνευματική ζωή. Όλα αγιάζονται, και τα καλά και τα δύσκολα και τα υλικά και τα πνευματικά και όσα αν ποιήτε, προς δόξαν Θεού ποιείτε. Πώς το λέει ο Απόστολος Παύλος; “Είτε ούν εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα είς δόξαν Θεού ποιείτε”. Όταν είσαι εν προσευχή, όλα γίνονται όπως πρέπει.
Παραδείγματος χάριν, πλένεις πιάτα και δεν σπάζεις κανένα, δεν κάνεις ζημιές. Έρχεται μέσα σου η χάρις του Θεού.
Όταν έχεις την χάρι, όλα γίνονται με χαρά, χωρίς κόπο.
Όταν κάνουμε συνέχεια προσευχή, θα μας φωτίζει ο Θεός τι να κάνουμε κάθε φορά και στις πιο δύσκολες καταστάσεις.
Θα το λέει ο Θεός μέσα μας. Θα βρίσκει τρόπους ο Θεός. Μπορούμε, βέβαια, να συνδυάζουμε την προσευχή και με νηστεία.
Δηλαδή, όταν έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα ή δίλημμα, να προηγείται πολλή προσευχή και νηστεία. Κι εγώ έτσι έκανα πολλές φορές.
Όταν πάλι έχουμε αιτήματα για τον κόσμο, να τα λέμε μυστικά, με την προσευχή που γίνεται “εν τω κρυπτώ” και δεν φαίνεται.
Η πολλή περίσπαση δεν διευκολύνει την προσευχή. Αφήστε τα τηλέφωνα, τις επικοινωνίες και τα πολλά λόγια με τους ανθρώπους.
Αν ο Κύριος δεν βοηθήσει, τι να κάνουν οι δικές μας προσπάθειες; Άρα προσευχή, προσευχή με αγάπη.
Καλύτερα τους βοηθάμε από μακριά, με την προσευχή. Τους βοηθάμε με τον πιο καλό, με τον πιο τέλειο τρόπο


ΓΕΡΟΝΤΑΣ  ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ  

ΗΛΙΑΣ   ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ   22  ΔΕΚ 2012 

Ἡ Φαρμακολύτρια (1900)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 305-314

Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ

“… Τὴν νύκτα ἐκείνην εἶχον ἀναβῆ καὶ πάλιν εἰς τὸ βουνὸν διὰ νὰ συναντήσω τὴν ἐξαδέλφην Μαχούλαν. Τὴν ἀλήθειαν νὰ εἴπω, δὲν ἤξευρα μετὰ βεβαιότητος ὅτι ἔμελλον νὰ τὴν συναντήσω, ἀλλ᾽ ἠλαυνόμην ἀπὸ τὸ πάθος, ἔφερα τὰ βήματά μου εἰς προσκύνησιν, καὶ ᾐσθανόμην τὴν ἀνάγκην ν᾽ ἀναζωπυρήσω ἀρχαίας ἀναμνήσεις.
Ἦτον ἡ τελευταία φορὰ ὁποὺ θὰ ἔβλεπα εἰς τὰ ἐρημικὰ ἐκεῖνα μέρη τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν. Τὴν πρώτην φοράν, πρὸ ἐτῶν εἴκοσι, τὴν εἶχα συναντήσει εἰς τὸ βάθος δρυμῶνος, πλησίον ἀρχαίου παμμεγέθους σηκοῦ ἢ τεμένους ἐκ γιγαντιαίων μαρμάρων, τὸ ὁποῖον πιθανὸν νὰ ἦτο ναὸς τῶν θεῶν, τῆς πρὸ τοῦ Προμηθέως ἐποχῆς. Σύρριζα εἰς τὸ παράδοξον ἐκεῖνο κτίριον, τὸ προβάλλον ὡς πρόσωπον Σφιγγὸς τὴν πρόσοψίν του τὴν γριφώδη, ἦτο ἓν μεταγενέστερον πενιχρὸν παρεκκλήσιον, τιμώμενον ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀναστασίας. Ἐκεῖ εἶχα συναντήσει πρὸ εἴκοσιν ἐτῶν τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ φθινοπώρου εἶχεν ὑπάγει ὁμοῦ μὲ ἕνα παπάν, διὰ νὰ λειτουργήσῃ τὸν ναΐσκον. Εἶτα ἀφοῦ ἀπέλυσεν ἡ λειτουργία, ὁ παπὰς ἔπιε τὸν καφὲν καὶ τὴν ρακήν του, ἔξωθεν ἀκριβῶς τῆς θύρας τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ ὕπαιθρον, πλησίον τῆς φωτιᾶς τῆς ἀναμμένης διὰ τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ θυμιατηρίου, καὶ διὰ τὸ ζέον, ἀπεχαιρέτισε τὴν γυναῖκα καὶ ἀπῆλθεν. Ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἔμεινε, μαζὶ μὲ τὴν μικρὰν ἑπταετῆ παιδίσκην της, καὶ μὲ δύο ἄλλας γυναῖκας, γειτόνισσές της, αἱ ὁποῖαι τὴν εἶχον συνοδεύσει εἰς τὴν ἐκδρομήν. Αὗται περιήρχοντο εἰς τοὺς λοφίσκους καὶ εἰς τὰ ρεύματα, εἰς τὰ πέριξ τοῦ ναοῦ, συλλέγουσαι ἀγριολάχανα καὶ μανιτάρια. Ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, ἰδοὺ τί ἔκαμεν.
Αὕτη ἤναψεν ἑπτὰ κηρία εἰς τὰ δύο μανουάλια τοῦ ναΐσκου, ἐμπρὸς εἰς τὰς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, καὶ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἐφαίνετο, ὅτι ἤθελε μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ παπᾶ, νὰ τελέσῃ αὐτὴ νέαν λειτουργίαν, πλέον μυστηριώδη. Ἀφοῦ ἤναψε τὰ ἑπτὰ κηρία, ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ παμμέγιστον καλάθιόν της μακρότατον, ὑπὲρ τὰς ἑκατὸν ὀργυιάς, λεπτὸν σχοινίον, ὁλοκίτρινον, εὐωδιάζον, κηρόπλαστον. Ἦτο γιγαντιαῖον φιτίλιον βαμβακερόν, τὸ ὁποῖον εἶχε κλώσει ὅλον μὲ τὰς χεῖράς της, καὶ μὲ τὰς χεῖράς της τὸ εἶχε περιβάλει μὲ μελικήριον πρόσφατον.
Τοῦτο λοιπὸν τὸ τεράστιον κηρίον τὸ ἔδεσεν ἀπὸ τὴν κρικέλλαν τῆς παλαιᾶς σαρακωμένης θύρας τοῦ ναοῦ, εἶτα ἤρχισε νὰ τὸ ἑλκύῃ, καὶ νὰ τὸ ἐκτυλίσσῃ κατ᾽ ὀλίγον ἀπὸ τὸ καλάθιον, ὅπου τὸ εἶχε τυλιγμένον εἰς ἔντεχνον καὶ εὐδιάλυτον κουβάριον, καὶ παραπορευομένη ἐξωτερικῶς τὸν τοῖχον τοῦ ναΐσκου, νὰ τὸ προσαρμόζῃ σύρριζα εἰς τὸν τοῖχον, πρῶτον εἰς τὸ ἥμισυ πλάτος τοῦ δυτικοῦ τοίχου, μέχρι τῆς γωνίας τῆς μεσημβρινοδυτικῆς, εἶτα καθ᾽ ὅλον τὸ μῆκος τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, εἶτα μετὰ τὴν καμπὴν τῆς γωνίας τῆς νοτιανατολικῆς, ἀνὰ τὸν τοῖχον τοῦ πλάτους τὸν ἀνατολικόν, μεθ᾽ ὅλης τῆς καμπύλης τὴν ὁποίαν ἐσχημάτιζεν ἡ χηβάδα τοῦ θυσιαστηρίου, εἶτα ἔκαμψε τὴν ἀριστερὰν γωνίαν, παρεπορεύθη τὸν βορεινὸν τοῖχον, καὶ διὰ τῆς γωνίας τῆς βορειοδυτικῆς ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου. Κατόπιν πάλιν ἔφερε νέαν γύραν, ἀπαράλλακτα ὅπως τὴν πρώτην, καὶ προσήρμοσε τὸ νέον ἔμβολον τοῦ κηρωμένου νήματος, παραλλήλως καὶ ἐγγύτατα ὑπὸ τὸ πρῶτον. Εἶτα τὴν τρίτην γύραν καὶ τετάρτην, καὶ καθεξῆς, μέχρι τῆς ἑβδόμης.
Ἑπτάκις ἔκαμε τὸν γῦρον τοῦ κτιρίου, καὶ μὲ ἑπτὰ ἔμβολα κηρωμένου νήματος περιέζωσεν, ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, ὅλον τὸν ναΐσκον.
Καὶ αἱ γυναῖκες, αἱ ἐπιστρέψασαι ἄρτι μὲ τὰ καλάθια πλήρη ἐκ βοτάνων καὶ ἀμανιτῶν, ἔκαμνον τὸν σταυρόν των, καὶ τὴν ηὔχοντο λέγουσαι:
― Ἂς δείξῃ ἡ Φαρμακολύτρα τὸ θάμα της! Βοήθειά σου!…
*

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Πατέρας Παΐσιος και Πατέρας Πορφύριος. Τί έλεγαν ο ένας για τον άλλο...


Φωτογραφία: Πατέρας Παΐσιος και Πατέρας Πορφύριος. Τί έλεγαν ο ένας για τον άλλο... 

Απόλαυση ήταν να βλέπει κανείς το πώς ο Γέροντας Παΐσιος και ο Γέροντας Πορφύριος σκεφτόντουσαν ο ένας για τον άλλο.

- Γέροντα, είπε κάποιος αδελφός στον Γέροντα Παΐσιο, θέλω να σας δω για κάποιο μου πρόβλημα που το συζήτησα και με τον Γέροντα Πορφύριο.
- Αν το συζήτησες με τον Γέροντα Πορφύριο δεν χρειάζεται και μ' εμένα, γιατί εκείνος είναι έγχρωμη δορυφορική τηλεόραση, ενώ εγώ είμαι ασπρόμαυρη.

Έτσι ταπεινά φρονούσε ο Γέροντας. Ο δε Γέροντας Πορφύριος μάς έλεγε:

- Η Χάρη που έχει ο Γέροντας Παΐσιος έχει μεγαλύτερη αξία από τη δική μου, γιατί αυτή την απέκτησε μετά από κόπο και ασκητικούς ιδρώτες, ενώ εμένα ο Θεός μού την έδωσε εντελώς δωρεάν όταν ήμουν πολύ μικρός, μόνο και μόνο για να βοηθηθούν οι αδελφοί.

yiorgosthalassis.blogspot.com
Σκεύος Εκλογής, σελ 379.Πατέρας Παΐσιος και Πατέρας Πορφύριος. Τί έλεγαν ο ένας για τον άλλο...

Απόλαυση ήταν να βλέπει κανείς το πώς ο Γέροντας Παΐσιος και ο Γέροντας Πορφύριος σκεφτόντουσαν ο ένας για τον άλλο.

- Γέροντα, είπε κάποιος αδελφός στον Γέροντα Παΐσιο, θέλω να σας δω για κάποιο μου πρόβλημα που το συζήτησα και με τον Γέροντα Πορφύριο.
- Αν το συζήτησες με τον Γέροντα Πορφύριο δεν χρειάζεται και μ' εμένα, γιατί εκείνος είναι έγχρωμη δορυφορική τηλεόραση, ενώ εγώ είμαι ασπρόμαυρη.

Έτσι ταπεινά φρονούσε ο Γέροντας. Ο δε Γέροντας Πορφύριος μάς έλεγε:

 Η Χάρη που έχει ο Γέροντας Παΐσιος έχει μεγαλύτερη αξία από τη δική μου, γιατί αυτή την απέκτησε μετά από κόπο και ασκητικούς ιδρώτες, ενώ εμένα ο Θεός μού την έδωσε εντελώς δωρεάν όταν ήμουν πολύ μικρός, μόνο και μόνο για να βοηθηθούν οι αδελφοί.

Σκεύος Εκλογής, σελ 379.
ΗΛΙΑΣ  ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ  2Ι ΔΕΚ 2012  

Θεσσαλονίκη: Διεθνές επιστημονικό συνέδριο "Το Άγιον Όρος στα χρόνια της απελευθέρωσης"

Η απελευθέρωση του Αγίου Όρους από τον ελληνικό στόλο τον Νοέμβριο του 1912 έθεσε τέρμα στην οθωμανική κυριαρχία, που διήρκησε επί μισή χιλιετία. Το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου αυτής, η τέχνη, η αρχιτεκτονική θα απασχολήσουν μεταξύ άλλων, το Ζ’ επιστημονικό συνέδριο της Αγιορείτικης Εστίας με θέμα «Το Άγιον Όρος την εποχή της απελευθέρωσης» που ξεκίνησε σήμερα τις εργασίες του.

Ο δρ. Ιστορίας, Δημήτριος Μουζάκης, υπογράμμισε ότι η απελευθέρωση του Αγίου Όρους στάθηκε αφορμή να αναδειχθούν προβλήματα που υπέφωσκαν τις προηγούμενες δεκαετίες και συνδέονταν με το πολιτικό και διοικητικό καθεστώτος του, τους θεσμούς της πολιτικής και πνευματικής εξουσίας, αλλά και της εσωτερικής αυτοδιοίκησης.

Το Άγιον Όρος έως την απελευθέρωση το 1912 του από τον ελληνικό στρατό υπαγόταν πολιτικά στη κυρίαρχη οθωμανική αυτοκρατορία, εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο καϊμακάμης, πολιτικός διοικητής και πνευματικά υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ήταν αυτοδιοίκητο, διατηρώντας άθικτα τα πανάρχαια έθιμα, δίκαια και προνόμια του και φορείς της αυτοδιοίκησης ήταν η Ιερά Κοινότητα και το εκτελεστικό της όργανο, η Ιερά Επιστασία.

Από την απελευθέρωση του Αγίου Όρους, χρειάστηκε να περάσουν 12 χρόνια για τη σύνταξη και ψήφιση από την Ιερά Κοινότητα νέου Καταστατικού Χάρτη που ανταποκρινόταν πλέον στις νέες συνθήκες και ακόμα 2 χρόνια έως τη νομοθετική κύρωση του από την ελληνική κυβέρνηση. Στην καθυστέρηση αυτή, εκτός των άλλων, κυρίως μετά το 1920 (Συνθήκη των Σεβρών) και παρά την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας στο Άγιον Όρος συνέβαλαν η υπό εξέλιξη μικρασιατική εκστρατεία και η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα έως το 1926. Η κύρωση του καταστατικού χάρτη το 1926 και τα Συντάγματα του 1926 και 1927 έδωσαν ένα τέλος στην πολύχρονη εκκρεμότητα του αδιευκρίνιστου έως τότε καθεστώτος του Αγίου Όρους.

Η μακραίωνη σχέση της χερσονήσου του Άθω με τη θάλασσα αποτυπώνεται στις θαυματουργές παρεμβάσεις της Παναγίας, στους βίους των αγίων, αλλά και στους αρσανάδες και στις παραστάσεις πλεούμενων στα αγιορείτικα χαρακτικά.

Ο αρχιτέκτονας Φαίδων Χατζηαντωνίου, επισήμανε ότι αρχεία και πλήθος μαρτυριών πιστοποιούν τη χρήση πλοίων για τη μεταφορά προϊόντων μεταξύ των μονών και των μετοχίων. Τα περισσότερα μοναστήρια διέθεταν τα δικά τους πλοία, που ναυπηγούνταν στα καρνάγια της Σύρου ή μοιράζονταν την ιδιοκτησία με ιδιώτες καπετάνιους.

Στα τέλη του 19ου αιώνα ρώσικα ατμόπλοια μετέφεραν υλικά από την Οδησσό και τη Μαύρη Θάλασσα και οι οικοδομικές κατασκευές μαρτυρούν την πληθωρική ρωσική παρουσία στο Άγιον Όρος. Μετά την απελευθέρωση, η Αχαϊκή Ατμοπλοΐα συνέδεε τη Δάφνη με τα υπόλοιπα ελληνικά λιμάνια.

Από την πλευρά του, ο δρ. Θεολογίας, τ. πολιτικός διοικητής του Αγίου Όρους, Κωνσταντίνος Παπουλίδης τόνισε ότι κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο ρωσικός κόσμος φρόντισε να αλλάξει την εθνική σύνθεση του Αγίου Όρους, αλλά και να πλουτίσει τις βιβλιοθήκες, τα αρχαία και τα μουσεία της αυτοκρατορικής Ρωσίας με παλαίτυπα, κώδικες, χειρόγραφα, εικόνες και ιερά σκεύη θρησκευτικής λατρείας. Μετά την απελευθέρωση του Αγίου Όρους αγωνίστηκε για τη διεθνοποίηση ή ακόμα και για τη συνδιοίκηση του σε συνεργασία με το ελληνικό κράτος.

Τα ρωσικά σχέδια για το μέλλον του Αγίου Όρους ήταν το θέμα της εισήγησης της Λόρα Γκερντ, από την Ρωσική Ακαδημία. Όπως επισήμανε, μετά την απελευθέρωση της χερσονήσου, το Βασίλειο της Ελλάδας επιδίωξε την ενσωμάτωση της στο ελληνικό κράτος. Ωστόσο, πρόσθεσε, η Ρωσία, σε μια προσπάθεια να προστατεύσει τους 5.000 Ρώσους που ζούσαν στον Άθω, προωθούσε την ανακήρυξη του Αγίου Όρους σε ανεξάρτητο κράτος, υπό τη διοίκηση των έξι ορθόδοξων κρατών, της Ρωσίας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Σερβίας του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας, η οποία συμπεριλήφθηκε με την ελπίδα να αναιρεθεί το σχίσμα.

Τα σχέδια επί χάρτου Ρώσων διπλωματών δεν κατέληξαν σε κάποιο αποτέλεσμα. Τον Σεπτέμβριο του 1913, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, ο υπάλληλος της ρωσικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Μπ. Σεραφίμοφ επισκέφθηκε ανεπίσημα το Άγιο Όρος για να προωθήσει το σχέδιο της διεθνοποίησης. Τον Οκτώβριο Έλληνες μοναχοί υπέγραψαν αίτημα προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο για ένταξη του Αγίου Όρους στο ελληνικό κράτος και ο διπλωμάτης συνειδητοποίησε ότι η Ρωσία είχε λιγότερες πιθανότητες να εφαρμόσει το σχέδιο της.

Το 1917 το θέμα παρέμεινε ανοιχτό και η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων δεν έδειξε ενδιαφέρον για τους εκκλησιαστικούς θεσμούς στο εξωτερικό και γενικότερα για την εκκλησιαστική πολιτική. Σύμφωνα με την κ. Γκερντ, το 1926, οπότε και η ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα ότι όλοι οι μοναχοί πρέπει να έχουν ελληνικό διαβατήριο, μπορεί να θεωρηθεί η χρονιά οριστικής επίλυσης του καθεστώτος του Άγιου Όρους Τα μοναστήρια του Αγίου Όρους φαίνεται ότι εμπιστεύονταν τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τα διαθέσιμα περιουσιακά τους στοιχεία, υπογράμμισε ο οικονομολόγος Ανδρέας Μπουρούτης.

Με βάση τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα, η Τράπεζα της Ανατολής, θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας ήταν ένας από τους δύο κύριους οικονομικούς συνεργάτες των μονών. Το δεύτερο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα με το οποίο συναλλάσσονταν οι μεγαλύτερες μονές ήταν η Τράπεζα της Μυτιλήνης, η έδρα της οποίας βρισκόταν σε οθωμανικό έδαφος, στη Λέσβο, αλλά ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνικών συμφερόντων. Από το 1907 λειτουργούσε πρακτορείο της Τράπεζας εντός του Αγίου Όρους.

Σκληρός ήταν ο ανταγωνισμός των τραπεζών για τα κεφάλαια των μονών. Η μονή Βατοπεδίου διατηρούσε προθεσμιακό λογαριασμό στην Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα με επιτόκιο 2,5%, το οποίο διπλασιάστηκε όταν ο λογαριασμός μεταφέρθηκε στην Τράπεζα της Ανατολής.

Ασφαλή πηγή για την κατανόηση της εποχής αποτελούν τα ραβάσια (η αλληλογραφία) που αντάλλασσαν την περίοδο της απελευθέρωσης του Αγίου Όρους ο αντιπρόσωπος και οι επιτροπές της μονής Μεγίστης Λαύρας, σημείωσε ο δικηγόρος Διογένης Καραγιαννακίδης.

Όπως επισήμανε, αναδύονται σημαντικές ενδείξεις για το έργο του αντιπροσώπου και την καθημερινότητα του Άθω για τις σχέσεις των μοναχών με τις οθωμανικές και κατόπιν τις ελληνικές αρχές.

Προκύπτουν επίσης, η λαχτάρα της απελευθέρωσης και η απήχηση της, αλλά και οι συνέπειες της, όπως η παρουσία και η τροφοδοσία του ελληνικού στρατού.

Ως προέκταση στο χρόνο της Επανάστασης του 1821, όσο και της αποχώρησης του τουρκικού στρατού κατοχής από το Άγιο Όρος, το 1830 εξέλαβαν την απελευθέρωση του Άθωνα οι Αγιορείτες, τόνισε ο μοναχός Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, βιβλιοθηκάριος της σκήτης των Καυσοκαλυβίων.

Οι Αγιορείτες επιφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή στο απελευθερωτικό στρατιωτικό άγημα, ενώ τους κατέλαβε απερίγραπτη χαρά καθώς «οι κώδωνες υπερχιλίων ναών επλήρουν τον αέρα δια των αρμονικών των ήχων και οι τουφεκισμοί αφυπνίζοντας ήχους των δειράδων διαλαλούντες την θριαμβευτική ανάσταση του Γένους».

Γ. Χατζηγεωργίου
News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ - ΑΜΠ

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...