Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Σήμερον εμού, αύριο ετέρου...




«Να βγω λίγο στο μπαλκόνι, να δω τον ουρανό, τ΄άστρα, τις πλαγιές που φωτίζονται απ΄ το μισό φεγγάρι κι ύστερα να αποσυρθώ στο κελλί μου, το μικρό. Με συγκίνηση πάντα εισέρχομαι σε αυτό, σαν να είναι ξένο σα να με φιλοξενεί μόνο γι΄ απόψε και το ευχαριστώ.
Σήμερον εμού, αύριο ετέρου, ουδέποτε ουδενός».
Από το βιβλίο «Αθωνικό Απόδειπνο», Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου (1952-2014).
 

Το ευαγγέλιο της Κυριακής


Κυριακή 20 Ιουλίου 2014
Το ευαγγέλιο της Κυριακής
Κατά Ματθαίον
Κεφ. θ’  (9)
 Στιχ.: 1-8. Η θεραπεία του παραλύτου της Καπερναούμ.

1 Καί  μβς ες πλοον διεπρασε κα λθεν ες τν δαν πλιν.
2 Κα δο προσφερον ατ παραλυτικν π κλνης βεβλημνον· κα δν ᾿Ιησος τν πστιν ατν επε τ παραλυτικ· θρσει, τκνον· φωντα σοι α μαρται σου.
3 κα δο τινες τν γραμματων επον ν αυτος· οτος βλασφημε.
 4 κα δν ᾿Ιησος τς νθυμσεις ατν επεν· να τ μες νθυμεσθε πονηρ ν τας καρδαις μν;
5 τ γρ στιν εκοπτερον, επεν, φωντα σου α μαρται, επεν, γειρε κα περιπτει;
6 να δ εδτε τι ξουσαν χει υἱὸς το νθρπου π τς γς φιναι μαρτας ττε λγει τ παραλυτικ· γερθες ρν σου τν κλνην κα παγε ες τν οκν σου.
7 κα γερθες πλθεν ες τν οκον ατο.
8 δντες δ ο χλοι θαμασαν κα δξασαν τν Θεν τν δντα ξουσαν τοιατην τος νθρποις.

Σύντομη ερμηνεία
1 Και αφού μπήκε σ’ ένα πλοίο, πέρασε στην απέναντι όχθη της λίμνης, και ήλθε στη δική του πόλη, την Καπερναούμ.
2 Τότε του έφεραν έναν παράλυτο, που τον είχαν βάλει επάνω σ’ ένα κρεβάτι. Και καθώς ο Ιησούς είδε την πίστη που είχε  και ο παράλυτος κι εκείνοι που τον μετέφεραν, είπε στον παράλυτο, o οποίος ανησυχούσε και φοβόταν μήπως οι αμαρτίες του γίνουν εμπόδιο στη θεραπεία του : Έχε θάρρος , παιδί μου∙ σου έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου.
3 Τότε όμως μερικοί από τους γραμματείς είπαν μέσα τους: Αυτός βλασφημεί, διότι σφετερίζεται δικαίωμα που μόνον ο Θεός έχει.
4 Ο Ιησούς την  ίδια στιγμή είδε στα βάθη της καρδιάς τους τις σκέψεις τους και είπε: Γιατί κάνετε μέσα στις καρδιές σας σκέψεις πονηρές και κακοπροαίρετες;
5 Και είναι πράγματι οι σκέψεις σας αυτές κακόγνωμες και κακοπροαίρετες, διότι, τί είναι ευκολότερο : να πει κανείς∙ είναι συγχωρημένες οι αμαρτίες σου, ή να πει, σήκω όρθιος και περπάτα. Εσείς θεωρείτε δυσκολότερο αυτό το τελευταίο.
6 Για να μάθετε λοιπόν τώρα ότι ο υιός του ανθρώπου ο Μεσσίας, ο εκπρόσωπος της ανθρωπότητος και ένδοξος Κριτής της κατά τη Δευτέρα παρουσία του, έχει εξουσία να συγχωρεί στη γη τις αμαρτίες των ανθρώπων, τότε λέει στον παράλυτο: Σήκω όρθιος και πάρε στους ώμους σου το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου.
7 Και πραγματικά εκείνος σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι του.
8 Όταν λοιπόν τα πλήθη του λαού είδαν αυτό που έγινε, θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό , ο οποίος έδωσε διαμέσου του Χριστού στους ανθρώπους τέτοια εξουσία , να συγχωρούνται δηλαδή οι αμαρτίες , και συγχρόνως να γιατρεύονται μ’ ένα λόγο αθεράπευτες ασθένειες του σώματος.

Πηγή: «Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ»
+ΠΑΝ. Ν . ΤΡΕΜΠΕΛΑ

ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ»

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Πώς μπήκαμε στο μοναστήρι




Πραγματικά, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δε φεύγαμε απλώς για το μοναστήρι- το «σκάγαμε» για εκεί. Πιστεύω ότι μας θεωρούσαν λιγάκι τρελούς. Και ενίοτε όχι απλώς λιγάκι. Από πίσω μας έρχονταν δύστυχοι γονείς, απαρηγόρητες αρραβωνιαστικές, εξοργισμένοι καθηγητές του πανεπιστημίου, στο οποίο σπουδάζαμε. Ξοπίσω από ένα μοναχό (το είχε κι αυτός σκάσει, μόλις είχε βγει στη σύνταξη, αφού είχε ενηλικιωθεί και το τελευταίο του παιδί) έφτασαν γιοι και κόρες. Προειδοποιούσαν με ξεφωνητά που ακούγονταν σε όλο το μοναστήρι, ότι ήρθαν να αρπάξουν τον πατερούλη και να τον πάνε σπίτι. Τον κρύβαμε πίσω από τεράστια καλάθια στην παλιά αποθήκη με τις καρότσες. Τα παιδιά του διαβεβαίωναν ότι ο πατέρας τους, άξιος  μεταλλωρύχος, είχε χάσει το μυαλό του. Αυτός απλώς για 30 χρόνια, μέρα-νύχτα , ονειρευόταν πότε θα μπορέσει να αρχίσει να ασκείται στο μοναστήρι.
Τον καταλαβαίναμε πάρα πολύ καλά. Διότι κι εμείς οι ίδιοι είχαμε σπεύσει από ένα δίχως νόημα κόσμο να βρούμε τον Θεό που παρουσιάστηκε αίφνης μπροστά μας, σαν τα αγόρια σχεδόν, που το σκάνε ως ναύτες στα καράβια , δραπετεύοντας για ρότα μακρινή. Μόνο που η κλήση του Θεού ήταν ασύγκριτα πιο δυνατή. Δεν μπορούσαμε να την υπερνικήσουμε. Για την ακρίβεια, είχαμε την ακλόνητη αίσθηση ότι αν δεν ανταποκριθούμε σε αυτή την κλήση, αν δεν εγκαταλείψουμε τα πάντα  και δεν Τον ακολουθήσουμε, θα χάσουμε τον εαυτό μας ανεπιστρεπτί. Κι ακόμα κι αν κερδίζαμε όλο τον υπόλοιπο κόσμο με όλες τις χαρές και τις διασκεδάσεις, ούτε απαραίτητος θα μας ήταν, ούτε ευχάριστος.
Κατ’ αρχήν λυπόμασταν φοβερά τους γονείς- σαστισμένοι μπροστά στη σταθερότητά μας, αδυνατούσαν να καταλάβουν. Έπειτα λυπόμασταν τους φίλους και τις φίλες. Και μετά τους αγαπημένους μας καθηγητές , που δε φείδονταν χρόνου και δυνάμεων προκειμένου  να έρθουν στην Μονή των Σπηλαίων και να μας «σώσουν» . Εμείς ήμασταν έτοιμοι να δώσουμε την ζωή μας γι’ αυτούς. Όχι  όμως να αφήσουμε το μοναστήρι.
Για τους κοντινούς μας όλο αυτό φαινόταν παράλογο και ανεξήγητο. Θυμάμαι, ζούσα ήδη μερικούς μήνες στο μοναστήρι, όταν μας επισκέφθηκε ο Σάσα Σβετσόφ . Ήταν Κυριακή, η μοναδική ελεύθερη μέρα της εβδομάδας . Μετά τη θαυμάσια, κυριακάτικη λειτουργία και το γεύμα στο μοναστήρι, εμείς οι νέοι δόκιμοι ξαπλώσαμε φαρδιά-πλατιά στα κρεβάτια μας, ευτυχισμένοι ,στο μεγάλο και ευήλιο κελί των δοκίμων. Ξαφνικά άνοιξε διάπλατα η πόρτα και στο κατώφλι φάνηκε ένα πανύψηλο παλλικάρι, συνομήλικό μας, γύρω  στα 22,  με επώνυμο τζιν και ακριβούτσικο μπουφάν.
«Α, μ’ αρέσει εδώ!», ανακοίνωσε πριν καν χαιρετίσει.
«Εδώ θα μείνω!».
«Καλά, κάτσε να σε βάλουν αύριο στο βουστάσιο ή στην καθαριότητα των αποχετεύσεων και θα σου πω εγώ αν θα μείνεις εδώ ή όχι», σκέφτηκα ενώ χασμουριόμουν . Φυσικά, το ίδιο λίγο-πολύ πέρασε από το μυαλό όλων, όσοι κοιτάζαμε εξεταστικά τον πρωτευουσιάνο, που είχε προσγειωθεί στο αρχαίο μοναστήρι.
Ο Σάσα αποδείχτηκε ότι ήταν γιος ενός στελέχους κάποιας εμπορικής αντιπροσωπείας . Είχε ζήσει με τους γονείς του στο Πεκίνο, στο Λονδίνο και στη  Νέα Υόρκη, και μόλις πρόσφατα είχε επιστρέψει στη Ρωσία για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο. Για τον Θεό είχε μάθει μισό χρόνο πριν- όχι πολλά, τα βασικά. Κι όπως διαπιστώσαμε, πραγματικά γνώριζε. Επειδή από εκείνη την εποχή άρχισε να βασανίζεται από την πλήρη ματαιότητα της ζωής του και την ανησυχία μέχρι να έρθει στο μοναστήρι. Μόλις κατάλαβε ότι βρήκε αυτό που έψαχνε, έφυγε χωρίς να ενημερώσει τους γονείς του για τον νέο τόπο διαμονής του. Όταν κατηγορήσαμε τον Αλέξανδρο για ασπλαχνία, μας καθησύχασε λέγοντας: «ο μπαμπάς θα με βρει σύντομα με κάθε τρόπο».
Έτσι κι έγινε. Ο πατέρας του Σάσα ήρθε στα Σπήλαια με μια μαύρη λιμουζίνα «Βόλγα» και προκάλεσε πρωτοφανές σκάνδαλο με τη συμμετοχή της αστυνομίας και της ΚαΓκεΜπε, και, με τη συμμετοχή φίλων από το σχολείο και συμφοιτητριών- όλα τα συνήθη και γνωστά «όπλα» που επιστρατεύονταν για να μας αλλάξουν γνώμη. Η πολιορκία διήρκησε πραγματικά πάρα πολύ , ώσπου ο πατέρας με φρίκη πείστηκε ότι όλα ήταν μάταια και ότι ο Σάσα δεν επρόκειτο να κουνήσει ρούπι από δω.
Ο οικονόμος , αρχιμανδρίτης Ναθαναήλ, προσπάθησε παρόλα αυτή κάπως να παρηγορήσει τον μοσχοβίτη επισκέπτη, λέγοντάς του τρυφερά:
«Λοιπόν, θα παραδώσετε τον γιόκα σας θυσία στον Θεό. Θα γίνει ιερομόναχος στη Μονή των Σπηλαίων, και θα είστε περήφανος γι’ αυτόν…».
Ακόμη θυμάμαι τι άγριο ουρλιαχτό πλημμύρισε το μοναστήρι:
«Ποτέ!», ούρλιαξε ο μπαμπάς του Σάσα. Δεν ήξερε τότε ότι ο π. Ναθαναήλ ήταν διορατικός. Αν το ήξερε δε θα θύμωνε τόσο πολύ. Ο Σάσα είναι πράγματι σήμερα ιερομόναχος. Και είναι ο μοναδικός απ’ όλους όσους ήμασταν εκεί την πρώτη μέρα της άφιξής του στο κελί των δόκιμων, που έμεινε να μονάσει τελικά στη μονή των Σπηλαίων. Κι ο πατέρας του Σάσα, ο Αλεξάντρ Μιχαήλοβιτς, μετά από δέκα χρόνια, δούλεψε μαζί μου στη Μόσχα, στο μοναστήρι του Ντονσκόι και μετά στο Σρέτενσκι, ως διευθυντής βιβλιοθηκάριος. Απ’ αυτή την εκκλησιαστική θέση αποδήμησε εις Κύριον, αφού έγινε ο πιο ειλικρινής προσευχητής και αναζητητής του Θεού.

Πηγή: «π. Τύχων Σεβκούνωφ
σχεδόν
άγιοι
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΑΠΌ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Β΄ΈΚΔΟΣΗ

Εκδόσεις «Εν πλω»

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Νίκα το κακό με το καλό



Στη ζωή σου δεν συναντάς μόνο φίλους αλλά και εχθρούς. Κι έχεις υποχρέωση τους εχθρούς σου να τους κάνεις φίλους, για να ‘χεις πάντα ήρεμη τη συνείδησή σου. Το δίκαιο και το σωστό πρέπει να το υπερασπιζόμαστε και να μισούμε την αδικία και την κακία. Τον συνάνθρωπό μας όμως δεν μισούμε ποτέ, ό,τι κι αν μας κάνει. Δεν τον κατηγορούμε , ούτε τον προσβάλλομε, είτε έχομε, είτε δεν έχομε δίκιο.
Οι παρεξηγήσεις και οι διαφωνίες είναι μέσα στο πρόγραμμα της ζωής. Το να τις μεγαλώνεις όμως και να φθάνεις στα δικαστήρια ή στο έγκλημα, αυτό είναι αντιχριστιανικό. Ανθρώπινο είναι να τις μικραίνεις ή καλύτερα να τις σβήνεις , ώστε πάντα να έχεις ειρήνη μέσα σου.
Ο Βαγγέλης, βοσκός, ακαλλιέργητος, βλάστημος. Σ’ Εκκλησία δεν πατούσε, παρά μόνο τις χρονιάρες μέρες ή σε κανένα μνημόσυνο. Πάντα οπλοφορεί, βάζει τα πρόβατά του παντού κι απειλεί τους πάντες. Έφτασε ακόμα και στην κλεψιά, όπως τον συμβούλευσε ο διάβολος. Έτυχε όμως σε μια κλεψιά να του πέσει ένα χαρτί , που  το βρήκε ο Νικολής γυρεύοντας τα κλεμμένα του. Στην αρχή ο Νικολής σκέφτηκε να πάει στη Χωροφυλακή, μετά όμως, σαν άνθρωπος του Θεού που ήταν, πήγε και συμβουλεύτηκε το γερο-παπά του χωριού. Ο παπάς τον συμβούλεψε να μην καταγγείλει τον Βαγγέλη, αλλά να βάλει τους φίλους του και τους συντέκνους του να τον πιάσουν, για να πληρώσει τα κλεμμένα. Αν δεν δεχτεί να τον αφήσουν στα χέρια του Θεού, για να μη φτάσουν στα φονικά, όπως συμβαίνει πολλές φορές στην Κρήτη για ασήμαντες αφορμές.
Στην αρχή ο Βαγγέλης αρνιόταν να πληρώσει κι απειλούσε θεούς και δαίμονες. Σιγά-σιγά όμως οι σύντεκνοί του τον κατάφεραν , γιατί υπήρχε το αποδεικτικό της κλοπής και τα έφτιαξαν με τον  Νικολή. Τελικά πλήρωσε όλα τα κλεμμένα. Ο Νικολής όμως δεν έμεινε εκεί. Την ημέρα του Ευαγγελισμού έστειλε ένα δίσκο γλυκά στο σπίτι του Βαγγέλη και το βράδυ πήγε με την γυναίκα του και του ευχήθηκαν τα χρόνια πολλά ! Έτσι αγαπήθηκαν οι οικογένειές τους κι έγιναν καλοί φίλοι.
Αργότερα ο Νικολής κατάφερε τον Βαγγέλη να πάει να εξομολογηθεί , να σταματήσει τις κλοπές και να γίνει ένας άλλος άνθρωπος, καλός και χρήσιμος στους συγχωριανούς του.
Βλέπετε τί κάνει η χάρη του Θεού, βλέπετε τί καταφέρνει ο άνθρωπος του Θεού;
Νίκα λοιπόν στη ζωή σου το κακό, όχι με αντεκδίκηση, αλλά με το καλό και θα βγαίνεις πάντα κερδισμένος.

Πηγή: ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΤΡΕΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΓΟΝΤΖΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑ ΩΦΕΛΙΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ
ΤΕΥΧΟΣ 13ΟΝ

Αθήνα
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...