Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Μια εναλλακτική σελίδα για την ομοφυλοφιλία

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

Χαίρετε!

Επικοινωνούμε μαζί σας, για να σας γνωρίσουμε την ύπαρξη του καινούργιου ιστοτόπου μας Omofylofilia.gr. Πρόκειται για μία ατελή προσωπική προσπάθεια να μιλήσουμε για μία κατηγορία προσώπων, που, ενώ επιθυμούν να ζήσουν εν Χριστώ μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, φέρουν το μεγάλο σταυρό της ομοφυλοφιλίας.

Η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην ομοφυλοφιλία είναι ξεκάθαρη και συνοψίζεται στους λόγους του Αποστόλου Παύλου: «Μην πλανάσθε… Οι άντρες που κοιμούνται με άντρες… δε θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού. Και τέτοιοι ήσασταν κάποιοι από εσάς. Αλλά καθαριστήκατε, αλλά αγιασθήκατε, αλλά δικαιωθήκατε στο όνομα του Κυρίου Ιησού και με το Πνεύμα του Θεού μας» (Α΄ Προς Κορινθίους 6:9-11).

Γνωρίζοντας το θανάσιμο κίνδυνο που αποτελούν για την ψυχή οι ομοφυλοφιλικές πράξεις, αλλά ομολογώντας και το άπειρο έλεος του Θεού που μπορεί να μεταμορφώσει τον άνθρωπο, αποφασίσαμε με την ευλογία του πνευματικού μας να δημιουργήσουμε ένα μικρό ιστολόγιο, όπου θα μιλάμε ακριβώς για αυτό: την υπέρβαση της ομοφυλοφιλίας μέσα από μία αγία ασκητική ζωή εν Χριστώ Ιησού.

Δυστυχώς, η ποιμαντική της Εκκλησίας μας προς τους ομοφυλόφιλους (όπως άλλωστε και προς τους ετεροφυλόφιλους) είναι ελάχιστα γνωστή. Στο πλαίσιο αυτό, θα θέλαμε και εμείς, ως μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, να δώσουμε τη μαρτυρία μας για τη σώζουσα εναλλακτική επιλογή, που υπάρχει για τους ομοφυλόφιλους και ακούει στο όνομα Ιησούς Χριστός. Γράφοντας σχετικά κείμενα, σταχυολογώντας Ορθόδοξα άρθρα ποιμαντικής, αλλά και προσαρμόζοντας στο Ορθόδοξο πνεύμα αντίστοιχα κείμενα ξένων ομολογιών, επιθυμούμε να δώσουμε στους ομοφυλόφιλους αδελφούς μας την ελπίδα μιας νέας ζωής.

Αναγνωρίζουμε ότι η προσπάθειά μας έχει πολλές ελλείψεις και αδυναμίες. Ωστόσο, είναι αυτή τη στιγμή η μόνη οργανωμένη Ορθόδοξη διαδικτυακή προσπάθεια επανευαγγελισμού των ομοφυλοφίλων στο ελληνικό διαδίκτυο. Θα θέλαμε λοιπόν να ζητήσουμε τις προσευχές σας ώστε να μετανοούμε και με τη θεία βοήθεια να κηρύττουμε το έλεος και να μην κρύπτουμε την ευεργεσία της σωστικής δύναμης του Τριαδικού Θεού μας.

Αντιλαμβάνεστε ότι ελπίδα να διαφημιστούμε στην Google ή στα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία δεν υπάρχει. Γι’ αυτό απευθυνόμαστε σε εσάς και σας ζητούμε, στο βαθμό που το κρίνετε σύμφωνο με τους σκοπούς του ιστοτόπου σας, να προσθέστε ένα μικρό σύνδεσμο προς το Omofylofilia.gr και να συμβάλετε έτσι κι εσείς στην προσπάθεια να σωθούν κάποιοι πονεμένοι αδελφοί μας.

Ευχαριστούμε θερμά για τη συμπαράσταση.

Για το Omofylofilia.gr
Ιωάννης Δ.

Ο Απόστολος της Κυριακής 31 Μαΐου 2015 - Της Πεντηκοστής


pentikosti3Καὶ ἔξαφνα
ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν βοή,
σὰν νὰ φυσᾷ
δυνατὸς ἄνεμος,
ὁ ὁποῖος ἐγέμισε
ὅλο τὸ σπίτι
ὅπου ἐκάθοντο.


Πράξεις Αποστόλων (β΄1-11)
Ἐν ταις ημέραις εκείναις, ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό.
Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς
ἀποφθέγγεσθαι.
Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ρωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

Απόδοση σε απλή γλώσσα:
Τις ημέρες ἐκείνες, όταν ἔφθασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦσαν ὅλοι μαζὶ εἰς τὸ ἴδιο μέρος. Καὶ ἔξαφνα ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸν βοή, σὰν νὰ φυσᾷ δυνατὸς ἄνεμος, ὁ ὁποῖος ἐγέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου ἐκάθοντο. Καὶ παρουσιάσθησαν γλῶσσες σὰν φλόγες φωτιᾶς νὰ διαμοιράζωνται εἰς αὐτοὺς καὶ νὰ κάθεται εἰς τὸν καθένα μία, καὶ ἐπληρώθησαν ὅλοι ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ἄλλας γλώσσας καθὼς τὸ Πνεῦμα τοὺς ἔδινε δύναμιν λόγου.
Κατοικοῦσαν δὲ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ κάθε ἔθνος ὑπὸ τὸν οὐρανόν. Ὅταν ἔγινε ἡ βοὴ αὐτή, ἐμαζεύθηκε πλῆθος καὶ ἦσαν ὅλοι κατάπληκτοι, διότι ὁ καθένας τοὺς ἄκουε νὰ μιλοῦν τὴν δικήν του γλῶσσαν. Καὶ ἐξεπλήσσοντο ὅλοι καὶ ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Δὲν εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μιλοῦν Γαλιλαῖοι; Πῶς συμβαίνει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀκοῦμε ὁ καθένας μας εἰς τὴν δικήν μας μητρικὴν γλῶσσαν; Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶ οἱ κατοικοῦντες τῆν Μεσοποταμίαν καὶ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Καππαδοκίαν, τὸν Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν, τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν Παμφυλίαν, τὴν Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης, ἡ ὁποία ἐκτείνεται πρὸς τὴν Κυρήνην, καὶ οἱ ἐδῶ ἐγκατεστημένοι Ρωμαῖοι καὶ Ἰουδαῖοι καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ Ἄραβες, τοὺς ἀκοῦμε νὰ μιλοῦν στὶς δικές μας γλῶσσες διὰ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ».


Ευαγγέλιο της Κυριακής 31 Μαΐου 2015 - Της Πεντηκοστής



pentikosti1Ἐκεῖνος
ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ
δὲν θὰ περπατήσῃ
εἰς τὸ σκοτάδι
ἀλλὰ θὰ ἔχῃ
τὸ φῶς
τῆς ζωῆς.


Κατά Ιωάννην (ζ΄ 37-52, η΄ 12)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες 
εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη.

Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυὶδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυὶδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι' αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας.
Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; Ἀλλ' ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.
Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

Απόδοση σε απλή γλώσσα:
Τόν καιρό ἐκείνο, τὴν τελευταίαν ἡμέραν τὴν μεγάλην τῆς ἑορτῆς, ἐστάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐφώναξε δυνατά, «Ἐὰν κανεὶς διψᾷ, ἂς ἔλθῃ σ’ ἐμὲ καὶ ἂς πιῇ. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ’ ἐμέ, καθὼς εἶπε ἡ γραφή, «Θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλιά του ποταμοὶ νεροῦ ζωντανοῦ». Αὐτὸ τὸ εἶπε διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἔπαιρναν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευαν σ’ αὐτόν· διότι δὲν εἶχε δοθῆ ἀκόμη Πνεῦμα Ἅγιον, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ.
Πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος, ὅταν ἀκουσαν αὐτά, ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Προφήτης», ἄλλοι ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», ἄλλοι ἔλεγαν, «Μήπως ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Δὲν εἶπε ἡ γραφὴ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαυΐδ καὶ ἀπὸ τὴν κωμόπολιν Βηθλεὲμ ὅπου ἦτο ὁ Δαυΐδ;». Ἔγινε λοιπὸν διχασμὸς γι’ αὐτὸν μεταξὺ τοῦ πλήθους. Μερικοὶ ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔβαλε χέρι ἐπάνω του.
Τότε ἐπέστρεψαν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι τοὺς εἶπαν, «Γιατὶ δὲν τὸν ἐφέρατε;». Ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται, «Κανεὶς ἄνθρωπος δὲν ἐμίλησε ποτὲ ὅπως μιλεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος». Οἱ Φαρισαῖοι τοὺς ἀπεκρίθησαν, «Μήπως καὶ σεῖς ἔχετε πλανηθῆ; Ἐπίστεψε σ’ αὐτὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας ἢ τοὺς Φαρισαίους; Ὅσο γι’ αὐτὸν τὸν ὄχλον, ποὺ δὲν ξέρει τὸν νόμον εἶναι καταραμένος». Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Νικόδημος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει εἰς αὐτὸν τὴν νύχτα καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ αὐτούς, «Καταδικάζει ἄνθρωπον, ὁ νόμος μας ἐὰν δὲν τὸν ἀκούσῃ προηγουμένως καὶ μάθῃ τί ἔκανε;». Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν, «Μήπως καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν; Ἐρεύνησε καὶ θὰ ἰδῇς, ὅτι δὲν ἔχει ἔλθει προφήτης ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν».
Πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐμίλησε καὶ εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ δὲν θὰ περπατήσῃ εἰς τὸ σκοτάδι ἀλλὰ θὰ ἔχῃ τὸ φῶς τῆς ζωῆς».


Τὸ κούρσεμα τῆς Πόλης, Φώτης Κόντογλου


 

            Σὰν πατήθηκε πειὰ ἡ πόρτα τοῦ Ῥωμανοῦ καὶ σκοτώθηκε ὁ βασιλιᾶς, οἱ Τοῦρκοι γιουργιάρανε μέσα στὴν Πόλη σὰν τ᾿ ἀγριεμένο ξεροπόταμο ποὺ κατεβαίνει στενεμένο ἀνάμεσα στ᾿ ἀψηλὰ βράχια, ὓστερ᾿ ἀπὸ νεροποντή. Δὲ μπαίνανε ἑκατὸ-ἑκατό, μηδὲ διακόσιοι, μὰ χιλιάδα ἀπάνω στὴ χιλιάδα. Τέτοια ἤτανε ἡ μανία τους μὴ δὲν προφτάξουνε νὰ κουρσέψουνε, ποὺ ἀπ᾿ τὸ στρίμωγμα λαβωνόντανε συναμεταξύ τους καὶ πολλοὶ σκάσανε ποδοπατημένοι ἀπ᾿ τοὺς δικούς τους. Καὶ σὰ μπαίνανε μέσα στὸ κάστρο, σκορπίζανε ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, κοπάδια-κοπάδια, σφάζοντας ὅποιον βρίσκανε μπροστά τους, εἴτε γυναίκα, εἴτε παιδί, εἴτε ἄντρα.
            Τὸ μεγάλο μακελειὸ βάσταξε ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἴσαμε τὸ μεσημέρι. Πολλοὶ χριστιανοὶ κρυφτήκανε μέσα σὲ λαγούμια καὶ σὲ σπηλιὲς κ᾿ ὕστερά τους βρήκανε καὶ τοὺς σκλαβώσανε.
             Φτάνοντας οἱ Τοῦρκοι στὴν πλατεία, ἀνεβήκανε στὸν πύργο καὶ κατεβάσανε τὴ βυζαντινὴ σημαία καὶ τὴ σημαία τ᾿ ἁγίου Μάρκου καὶ ἰσάρανε στὸν τόπο τους τὸ σαντάρδο τοῦ σοῦλτάνου. Τὰ κάστρα ἀπὸ τὴ μιὰν ἄκρη ἴσαμε τὴν ἄλλη πέσανε στὰ χέρια τοῦ Τούρκου. Μονάχα οἱ Κρητικοί, ποὺ βρισκόντανε μέσα στοὺς πύργους τοῦ Λέοντα καὶ τοῦ Βασιλείου, βαστήξανε τὸν πόλεμο ἴσαμε τὸ μεσημέρι. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης σὰν τἄκουσε θαύμασε τὴν παλληκαριά τους καὶ τοὺς ἄφησε νὰ φύγουνε στὴν πατρίδα τους, παίρνοντας μαζί τους ὅ,τι εἴχανε ἀπάνω τους.
           Ὅπως εἶπα πρωτύτερα, πολὺς κόσμος ἔτρεξε στὴ θάλασσα νὰ γλυτώσῃ, μὰ ἔπεσε μαζεμένος στὰ καράβια καὶ πολλὰ βουλιάξανε καὶ πνιγήκανε πολὺς λαός. Οἱ πορτιέρηδες, βλέποντας τὸν κόσμο ποὺ ὡρμοῦσε ὄξ᾿ ἀπὸ τὶς πόρτες, θυμηθήκανε ἕνα παλιὸ ρητὸ πὤλεγε πῶς ἡ πόλη θὰ ξαναπαιρνότανε ἀπ᾿ τὰ χέρια τῶν Τούρκων ἂν γυρίζανε πίσω οἱ Χριστιανοί, κλειδώσανε τὶς πόρτες καὶ ρίξανε τὰ κλειδιὰ ὄξ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάστρο. Τότε δὰ φούντωσε ἡ σφαγή, ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ χωρέσῃ τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσοι γλυτώσανε χάσανε τὰ φρένα τους καὶ τρέχανε νὰ κλειστοῦνε στὴν Ἁγια-Σοφιά. Κείνη τὴν ὥρα ἤτανε πὤχαν᾿ ἡ μάννα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάννα. Θεὲ μεγαλοδύναμε, ἀπάνω σ᾿ αὐτοὺς τοὺς συμφοριασμένους ἔπεσε ὅλη ἡ ὀργή σου! Μερμηγκιὰ ἀμέτρητη πλημμύρισε τὴν ἐκκλησιά, ἀπάνω, κάτω, στὸ νάρθηκα, στ᾿ ἅγιο βῆμα, σὲ κάθε μεριά. Σφαλίξανε τὶς πόρτες καὶ παρακαλούσανε μὲ μεγάλες φωνὲς τὸ Θεὸ νὰ τοὺς λυπηθῇ. Οἱ κουμπέδες κ᾿ οἱ θεόρατες καμάρες ἀντιβουίζανε καὶ ρίχνανε πιὸ πολλὴ τρομάρα στὶς καρδιὲς τῶν κοριτσιῶν· τὰ μικρὰ παιδάκια ξεψυχούσανε ἀπ᾿ τὸ φόβο τους. Σὲ λίγο φτάξανε οἱ Τοῦρκοι καὶ πιάσανε νὰ βαρᾶνε μὲ τοὺς μπαλτάδες τὶς πόρτες. Τὸ κοπάδι, ποὺ ἤτανε μαντρισμένο μέσα βέλαζε λυπητερὰ σὲ κάθε τσεκουριά.
          Ποιὰ γλώσσα μπορεῖ νὰ πῇ τί γίνηκε σὰν μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι, βαστώντας στὰ χέρια τους ἄλλοι ματωμένα μαχαίρια μιὰ ὀργυιὰ μάκρος, ἄλλοι πελέκια ἀκονισμένα, ἄλλοι κοντάρια, π᾿ ἀστράφτανε οἱ σουβλερὲς μύτες τους. Ἡ ἐκκλησιὰ πιτσιλίστηκε ἀπ᾿ τὰ αἵματα σὲ δυὸ μπόγια ὕψος, πὤλεγες πὼς ἤτανε χασάπικο. Ὅσοι ἀπομείνανε ζωντανοὶ εἴχανε τρελλαθῆ. Οἱ Τοῦρκοι δένανε τοὺς ἄντρες μὲ σκοινιά, τὶς γυναῖκες μὲ τὶς ζῶνες τους. Ἔβλεπες ἀφεντάδες δεμένους πιστάγκωνα μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες, κυράδες μὲ τὶς δοῦλες, παπάδες μὲ γρηές, δεσποτάδες, παλληκάρια βουτημένα στὸ αἷμα. Ὁ ἕνας μπροστὰ στὸν ἄλλον βιάζανε τὶς γυναῖκες, ἀνάμεσά σε κουφάρια καὶ σὲ λαβωμένους ποὺ μουγκρίζανε.᾿Ἄλλοι πάλι ἀπὸ κεῖνα τ᾿ ἀγρίμια ξεγυμνώνανε τὴν ἐκκλησιά. Μέσα σὲ μιὰ ὥρα ἀπομείνανε μονάχα οἱ τοῖχοι. Δὲν ἀφήσανε μηδὲ καντήλι, μηδὲ δισκοπότηρο, μηδὲ βαγγέλιο, μηδὲ εἰκόνα, μηδὲ ροῦχα, τίποτα! Πῶς περνᾶ ἡ ἀκρίδα ἀπὸ νὰ καταπράσινο περιβόλι κ᾿ ὕστερα, σὰν κάνῃ φτερά, ἀφήνει χῶμα μοναχό, ἔτσι ἀπόμεινε κ᾿ ἡ Ἁγια-Σοφιὰ ξεγυμνωμένη.
           Τὸ μαχαίρι κ᾿ ἡ φωτιὰ βάσταξε τρία μερόνυχτα, ὅπως εἶχε ταμένο στοὺς στρατιῶτες του ὁ σουλτάνος. Ἡ ἀπέραντη Κωνσταντινούπολη ἀντιλαλοῦσε μέρα νύχτα. Τί αἷμα καὶ τί δάκρυα χυθήκανε! Χιλιάδες καρδιὲς χτυπούσανε, τέτοια συμφορὰ δὲ μπορεῖ νὰ τὴ συλλογισθῇ ἄνθρωπος. Ἄλλοι σφαζόντανε πρὶν πᾶνε στὰ σπίτια τους, ἄλλοι καταφέρνανε νὰ φτάξουνε στὰ δικά τους μὰ δὲ βρίσκανε τὰ παιδιά τους καὶ τὶς γυναῖκες τους. Ἀντρόγυνα χωριζόντουσαν, ὁ ἕνας Τοῦρκος ἔσερνε τὸν ἄντρα κι᾿ ὁ ἄλλος τὴ γυναίκα. Τὰ παιδιὰ τὰ ξεκολλούσανε ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ τῆς μάννας, τὰ κορίτσια τὰ σέρνανε ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ μέσα στὸ δρόμο. Πεινασμένα σκυλιὰ πίνανε τὸ αἷμα π᾿ ἄχνιζε μέσα στὰ χαντάκια. Πειὸ πολλὰ ἤτανε τὰ κομμένα κεφάλια, ποὺ κειτόντανε στὸ χῶμα, παρὰ οἱ πέτρες τῆς γῆς. Φρόνιμες νοικοκυράδες, ποὺ δὲν τὶς εἶχε δῆ ὁ ἥλιος, ἀτιμαζόντανε γυμνὲς μέσα στὶς πλατεῖες. Παπάδες περπατούσανε βιαστικά, φορτωμένοι μὲ βαρειὰ σεντούκια, ποὺ τοὺς τἄχανε φορτωμένα οἱ ζεμπέκηδες καὶ τοὺς δέρνανε σὰν γαϊδούρια καὶ τοὺς τραβούσανε μὲ τὸ καπίστρι ποὔχανε περασμένο στὸ λαιμό τους. «Καὶ ἦν ἰδεῖν ὁρμαθοὺς ἐξερχομένους ἄπειρους ὥσπερ ἀγέλας».
         Στὰ καράβια δὲν εἶχε ἀπομείνει μηδὲ ἕνας Τοῦρκος, γιατὶ ριχτήκανε στὸ πλιάτσικο. Μὲ μεγάλη μανία γυρεύανε νὰ βροῦνε τὰ γυναικεῖα μοναστήρια, τὰ πατούσανε καὶ κουβαλούσανε τὶς καλογρηὲς μέσα στὰ καράβια κ᾿ ἐκεῖ ὁ διάβολος πειὰ μπορεῖ νὰ πῇ τὸ τί γίνηκε. Πολλὲς γυναῖκες, γιὰ νὰ ξεφύγουνε τὴν ἀτιμία, πέσανε καὶ πνιγήκανε στὴ θάλασσα καὶ στὰ πηγάδια.
           Οἱ Τοῦρκοι εἴχανε τούτη τὴ συνήθεια· ἅμα μπαίνανε μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι γιὰ νὰ κουρσέψουνε, στήνανε μιὰ σημαία ἀπάνω στὰ κεραμίδια. Οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι, βλέποντας τούτη τὴ σημαία, δὲ μπαίνανε ποτὲ μέσα, μὰ τραβούσανε πάρα πέρα, νἄβρουνε ἄλλο σπίτι λεύτερο. Ἴσαμε διακόσες χιλιάδες τέτοια κουρέλια σαλεύανε ἀπάνω στὴν Πόλη, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βάζανε πολλὲς παντιέρες στὸ ἴδιο σπίτι γιὰ νὰ κάνουνε πανηγύρι.
          Ὅλη τὴ μέρα σφάζανε. Τόσο μουσκεμένη ἤτανε ἡ γῆς, πὤλεγες πὼς ἔβρεξε αἷμα, κι᾿ ὅπου ἔβρισκε χαντάκι τὸ αἷμα ἔτρεχε σὰ νἄτανε βροχονέρι. Τὰ κουφάρια τὰ ρίχνανε στὸ μπουγάζι τοῦ Βοσπόρου, καὶ τὸ ρέμα τὰ κατρακυλοῦσε σὰ νἄτανε πεπόνια, Χριστιανοὶ-Τοῦρκοι ἀνακατεμένοι.
            Ὁ σουλτάνος δὲ μπῆκε μέσα στὴν Πόλη μὲ τὸ στρατό, παρὰ ἀπόμεινε στὸ στρατόπεδο. Κατὰ τὸ μεσημέρι οἱ πασάδες τοῦ πήγανε τὰ κλειδιά, σημάδι πὼς ἤτανε πειὰ δική του ἡ Κωνσταντινούπολη. Τότε καβαλλίκεψε καὶ μπῆκε μὲ τὴ συνοδειά του μέσα στὸ κάστρο καὶ τράβηξε ἴσια στὴν Ἅγια-Σοφιά. Δὲ μπῆκε μέσα στὴν ἐκκλησιὰ μὲ τἄλογο, παρὰ ξεπέζεψε καὶ μπαίνοντας μέσα θαύμασε πολλὴν ὥρα καὶ περιεργάσθηκε τὸ χτίριο. Ὕστερα φώναξε ἕναν χότζα καὶ τοῦπε ν᾿ ἀνεβῇ ἀπάνω στὸν ἄμβωνα καὶ νὰ φωνάξῃ τὴν προσευχή τους «Ἀλλάχου ἐκπέρ, Ἀλλάχου ἐκπέρ, Μουχαμετοὺλ ρεσοὺλ Οὐλλάχ.» Σὰν τελείωσε ὁ χότζας, ἀνέβηκε ὁ ἴδιος στὴν Ἅγια Τράπεζα καὶ τὸ ξανάπε.
         Τὴν ὥρα πὤβγαινε ἔξω, εἶδε ἕναν Τοῦρκο ποὺ τσάκιζε τὰ μάρμαρα. Ὁ Μεμέτης τὸν βάρεσε μὲ τὸ καμουτσὶ λέγοντάς του: «Κιοπέκ, σᾶς ἄφησα τὸ θησαυρὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, μὰ τὰ χτίρια εἶνε δικά μου!»
          Ἀπὸ κεῖ τράβηξε μὲ τοὺς πασάδες καὶ ρώτηξε γιὰ τὸ βασιλιᾶ τῆς Πόλης, ζῆ ἢ πέθανε. Καὶ σὰν τοὔπανε πὼς σκοτώθηκε, πρόσταξε καὶ πλύνανε πολλὰ κεφάλια στὸ μέρος ποὺ χάθηκε, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουνε, μὰ δὲ μπορέσανε μέσα σὲ τέτοιο πλῆθος. Σὲ λίγο ὅμως βρέθηκε τὸ κορμί του καὶ τὸ γνωρίσανε ἀπ᾿ τὰ κόκκινα ποδήματά του μὲ τοὺς κεντημένους ἀητούς. Κόψανε τὸ κεφάλι καὶ τὸ βάλανε σὲ μιὰ πλατεία κοντὰ στ᾿ ἄγαλμα τοῦ Γιουστινιανοῦ καὶ κεῖ στάθηκε ἴσαμε τὸ βράδυ. Ὕστερα τὸ μπαλσαμώσανε καὶ τὤστειλε ὁ σουλτάνος στὴν ἀνατολὴ ἀπὸ χώρα σὲ χώρα, γιὰ νὰ δῇ ὁ κόσμος τὴ νίκη του. Τὸ σῶμα τὸ πήρανε οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ θάψανε.
          Τὰ πλιάτσικα κ᾿ οἱ σκλάβοι, ἄλλα στοιβαχθήκανε στὶς τέντες, ἄλλα φορτωθήκανε στὰ καράβια καὶ τραβήξανε νὰ τὰ πουλήσουνε, ὅπως ἔστερξε ὁ σουλτάνος. Κάθε Τοῦρκος ἤτανε φορτωμένος. Τί μαλάματα, τί ἀσήμια, τί χαλκώματα, τί ροῦχα μεταξωτά, τί βιβλία! Καράβια ὁλάκερα γεμίσανε καλογέρους καὶ καλογρηές. Ἔβλεπες ζεϊμπέκια ψειριασμένα νἆνε ντυμένα μὲ ροῦχα δεσποτικά, ἄλλοι φοράγανε χρυσὰ πετραχήλια, ἄλλοι κορῶνες καὶ καλυμμαύχια στὸ κεφάλι. Σκυλιὰ δεμένα μὲ ζῶνες κεντημένες, ἐπιγονάτια καὶ φελόνια γιὰ σαγὴ στ᾿ ἄλογα. Μέσα στοὺς ἀσημένιους δίσκους βάζανε ντομάτες καὶ κρέατα, πίνανε κρασὶ μέσα στὰ δισκοπότηρα. Φορτώσανε στὶς καρότσες βιβλία, ποὺ δὲν εἴχανε μετρημὸ καὶ τὰ σκορπίσανε σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύση. Γιὰ ἕνα γρόσι πουλιόντανε ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Πλάτωνας κ᾿ οἱ ἄλλοι ξακουσμένοι σοφοὶ τῆς ἀρχαιότητας, γραμμένοι σὲ πετσί, μὲ χρυσοκοντυλιὲς καὶ μὲ χρυσὰ δεσίματα. Τὰ εἰκονίσματα τὰ σκίζανε μὲ τὸ τσεκούρι καὶ βράζανε κρέας μέσα στὰ καζάνια.
           Τὴ δεύτερη μέρα, δηλαδὴ στὶς 30 Μαγιοῦ, ξαναμπῆκε στὴν Πόλη ὁ σουλτάνος, μὲ πολλὴ παράταξη, κι᾿ ἀφοῦ τριγύρισε σὲ διάφορα μέρη, πῆγε καὶ στὸ παλάτι. Καὶ βλέποντάς το ἔρημο εἶπε ἕναν στίχο κάποιου Πέρση ποιητὴ γιὰ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου.
           Ἤτανε πειὰ πεθαμένη καὶ θαμμένη ἡ ξακουσμένη Κωνσταντινούπολη, ἡ Θεοσκέπαστη, ἡ Νέα Σιών, ἡ Ἑφτάλοφη, τὸ καμάρι τῆς Ἀνατολῆς, πὤβρισκε ἄνθρωπος καὶ τοῦ πουλιοῦ τὰ γάλα. Ποὖχε τὸ κάστρο μὲ τοὺς τρακόσους πύργους, τὰ παζάρια, τὰ ἀρτοπρατεῖα, τὰ χαλκοπρατεῖα, τὰ ἀργυροπωλεῖα, τὰ βλατοπωλεῖα, τὰ κηροπωλεῖα, τὰ λουτρά, τὰ συντριβάνια, τὶς βρύσες, τὶς δεκαεννιὰ στέρνες, τὰ ἱπποδρόμια, τὰ παλάτια, τὶς τρακόσες ἐκκλησιὲς καὶ τὰ διακόσια μοναστήρια, τ᾿ ἀμέτρητα τ᾿ ἀγάλματα κι᾿ ὅ,τι μπορεῖ νὰ βάλῃ ὁ νοῦς τ᾿ ἀνθρώπου. «Τῇ δευτέρᾳ δὲ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, εἰσελθὼν ὁ Μεχμέτης, περιόδευσε τὴν πόλιν· καὶ ἦν ἡ πᾶσα ἄοικος, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε κτῆνος, οὔτε ὄρνεον κραυγάζον ἢ λαλοῦν ἐντός.»
          Κοντὰ στὸ παλάτι ἑτοιμάσανε ἕνα μεγάλο τραπέζι γιὰ τὸ σουλτάνο, κι᾿ ἀφοῦ ἔφαγε, ἤπιε πολὺ κρασὶ καὶ μέθυσε. Τότε πρόσταξε νὰ τοῦ πᾶνε τὸ ναύαρχο Νοταρᾶ μὲ τὰ παιδιά του καὶ νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουνε. Πρῶτα σφάξανε τὰ παιδιὰ μπροστὰ στὸ συμφοριασμένον τὸν πατέρα, πὤλεγε ὁλοένα «δίκαιος εἶ, Κύριε!», κ᾿ ὕστερα τὸν ἴδιον. Δὲν περάσανε λίγες μέρες καὶ πρόσταξε νὰ κόψουνε καὶ τὸ Χαλὶλ πασᾶ, ποὺ τὸν ὑπωπτευότανε πὼς εἶχε προδώσει τὰ μυστικά του στοὺς γραικούς.
        Τὸ τέλος τῆς Πόλης φαίνεται ἀκόμα πειὸ λυπητερὸ ἅμα συλλογισθῇ κανένας πῶς χαλάσθηκε τὸ μήνα Μάη, τὶς μέρες ποὺ μοσκοβολούσανε οἱ πασκαλιὲς κ᾿ οἱ τριανταφυλλιές. Ἀνήμερα ποὺ σκλαβώθηκε ἡ Πόλη ἤτανε τῆς Ἁγίας Θεοδοσίας, ποὺ τὴ γιορτάζανε πάντα οἱ Πολίτες στὶς 29 Μαγιοῦ μὲ μεγάλη δόξα στὴν ἐκκλησιά της, ποὺ γίνηκε ὕστερα τζαμί. Μ᾿ ὅλη τὴν ἀγωνία ποὺ περνούσανε, οἱ γυναῖκες τὴν εἴχανε στολισμένη, κατὰ τὰ συνηθισμένα, μὲ στεφάνια καὶ μὲ περιπλοκάδες ἀπὸ τριαντάφυλλα. Τὴν ὥρα, ποὺ μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι, ψέλνανε ἀκόμα οἱ ψαλτάδες. Τοὺς περάσανε ὅλους ἀπ᾿ τὸ μαχαίρι, κι᾿ ἀπὸ τότε βαστᾷ ἡ ὀνομασία «Γκιοὺλ Τζαμί», δηλαδὴ «Τὸ Τζαμὶ μὲ τὰ τριαντάφυλλα», καὶ μ᾿ αὐτὸ τὄνομα στέκει ὡς τὰ σήμερα. Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιὰ λένε πὼς ὑπάρχει κ᾿ ἕνα μνημόρι, ὁπὤχει ἀπάνω στὴν πλάκα τούρκικα γράμματα, ποὺ λένε «Ἐδῶ κείτεται ἕνας μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ» καὶ πῶς αὐτὸς εἶνε ὁ τάφος τοῦ βασιλιὰ Παλαιολόγου.
          Τοὺς Γενοβέζους τοῦ Γαλατᾶ ὁ σουλτάνος δὲν τοὺς πείραξε, γιατὶ σταθήκανε φίλοι του στὸν πόλεμο, τοὺς χάρισε μάλιστα καὶ προνόμια. Τὸ φιρμάνι ποὺ τοὺς ἔδωσε ἀρχίζει μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Ἐγὼ ὁ μέγας αὐθέντης καὶ μέγας Ἀμηρᾶς σουλτάνος ὁ Μεχμὲτ Μπέης, ὁ υἱὸς τοῦ μεγάλου αὐθέντου Ἀμηρᾶ Σουλτάνου τοῦ Μουρὰτ Μπέη. Ὀμνύω εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ εἰς τὸν μέγαν ἡμῶν προφήτην Μωάμεθ, καὶ εἰς τὰ ἑπτὰ μουσάφια ὁποὺ ἔχομεν καὶ ὁμολογοῦμεν, καὶ εἰς τὰς ρκδ´ (124) χιλιάδας προφήτας τοῦ Θεοῦ καὶ πρὸς τὰς ψυχὰς τοῦ πάππου μου καὶ τοῦ πατρός μου, καὶ πρὸς ἐμαυτὸν καὶ πρὸς τὰ παιδιά μου, καὶ στὸ σπαθὶ ὁποὺ ζώννομαι...».
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...