Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

''Ετοιμάζεται προγκρόμ εναντίον κάθε ελεύθερου πολίτη που έχει άποψη''

Του Σεβ. Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Παύλου

Νά λοιπόν πού μιά καινούρια λέξη πέρασε στό ἑλληνικό λεξιλόγιο. Μιά λέξη γεμάτη δυναμισμό καί μέ τήν ἀπειλή νά ἐκτοπίσει πολλές ἄλλες λέξεις πού τώρα πιά πρέπει νά πεταχτοῦν στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων.



Πρόκειται γιά τίς λέξεις ὁμοφοβία καί ὁμοφοβικός. Τώρα πιά οἰ λέξεις καλό καί κακό, ἁμαρτία καί ἁγνότητα, ἀρετή καί κακία, ἀλλά καί πολλές ἄλλες εἶναι περιττές καί ἴσως καί ἐπικίνδυνες γιατί προκαλοῦν διακρίσεις.

Θαυμᾶστε λοιπόν καί ὑποδεχθεῖτε τήν καινούρια λέξη, μιά λέξη πού μπορεῖς νά τήν κολλήσεις σέ ὁποιονδήποτε δέν σοῦ ἀρέσει καί νά τόν ἐξοντώσεις. Μιά λέξη στιλέτο.

Ὁ ἐκφασισμός πλέον τῆς δημόσιας ζωῆς ἀλλά καί ἡ καλλιέργεια τοῦ φόβου γιά νά ἐκφράσεις τήν γνώμη σου καί τήν ἀποψή σου εἶναι σέ ἐξέλιξη.

Ἐπί τῇ εὐκαιρία ὅμως νά ἐρωτήσω τόν κ.Πρωθυπουργό καί τόν κ. Ὑπουργό τῆς Δικαιοσύνης, τό παραλήρημα ἐκείνου τοῦ θλιβεροῦ προσώπου, τοῦ βουλευτή τοῦ ΣΥΡΙΖΑ κ. Καραγιαννίδη ἐναντίον μιᾶς ἀπό τίς πλέον πολύτιμες ὁμάδες τοῦ λαοῦ μας, αὐτῆς τῶν Πολυτέκνων ἐντάσσεται ἤ ὄχι στήν ὁμοφοβία;

Αὐτές οἰ λέξεις «ἀπεχθάνομαι» καί «βδελύσσομαι» τούς Πολυτέκνους δέν θεωροῦνται ρατσιστικές; δέν προκαλοῦν τήν ἐχθρότητα καί τό μῖσος;

Μήπως ὁ ἐν λόγῳ κύριος ἀνεκλήθη ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Βουλῆς στήν τάξη, μήπως τόν ἐπέπληξε δημοσίως ὁ κ. Πρωθυπουργός (μιά καί τόν δημοσίως ἁμαρτάνοντα, δημοσίως δεῖ καί ἐλέγχεσθαι) ἤ μήπως ἀπεδοκιμάσθη δημοσίως ἀπό τό κόμμα του καί δέν τό ἀντελήφθην;

Μήπως συνῆλθε ἡ κοινοβουλευτική ὁμάδα τοῦ κυβερνῶντος κόμματος καί διέγραψε αὐτόν τόν κύριο πού ἐκφράζει τόσο μίσος ἀπέναντι στά παιδιά;

Γιατί προφανῶς ἡ ὀργή τοῦ ἀπαράδεκτου αὐτοῦ κυρίου ἀπέναντι στούς Πολυτέκνους εἶναι ἀκριβῶς γιατί ἔχουν πολλά τέκνα, πολλά παιδιά τά ὁποῖα ἀσφαλῶς καί θέλουν νά ζήσουν.

Μήπως λοιπόν ἑτοιμάζεται ἕνα προγκρόμ ἐναντίον τοῦ κάθε ἐλεύθερου πολίτη πού ἔχει δικαίωμα στήν γνώμη, τήν ἄποψη, τήν διαφορά μέ στόχο τήν ἀπόλυτη ἐπιβολή καί τόν ἀπόλυτο ἐκφοβισμό;

Μἠπως ἐν μέσῳ δημοκρατίας ἐπανερχόμεθα σέ ἀλήστου μνήμης σταλινικές πρακτικές;

Προσπάθησα νά βρῶ μιά ἑρμηνεία γιά τήν λέξη ὁμοφοβία καί τουλάχιστον στό διαδίκτυο δέν βρῆκα.

Ἡ μόνη ἑρμηνεία ἀφορᾶ τήν ἀπόρριψη τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Δέν νομίζω ὅμως ὅτι ταιριάζει μιά τέτοια λέξη σέ ἕνα τέτοιο θέμα.

Ἔχει ὁ κάθε πολίτης τό δικαίωμα καί τήν ἐλευθερία νά διαφωνεῖ μέ τήν ὁμοφυλοφιλία σάν τρόπο ζωῆς καί σάν σχέση καί νά τήν ἀπορρίπτει. Καμμιά διαφωνία δέν καλλιεργεῖ τό μῖσος.

Τότε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά ἔπρεπε νά εἴμαστε τό ἀποτέλεσμα ἑνός καρμπόν. Ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων εἶχε, ἔχει καί θά ἔχει ξακάθαρη ἄποψη, ἄποψη διαχρονική διά τήν φυσιολογία τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων.

Ἡ μεγάλη πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων ἐπίσης σέβεται τό δικαίωμα τοῦ καθενός νά ζεῖ μέ τό δικό του τρόπο τήν ἰδιωτική του ζωή.

Τό ἐρώτημα εἶναι γιατί ἡ Πολιτεία μιά προσωπική σχέση καί ἐπιλογή τήν ἀνάγει σέ δημόσιο ἀγαθό καί τήν ἐξισώνει μέ τόν εὐλογημένο θεσμό τῆς Οἰκογένειας.

Ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Κουμουνιστικοῦ κόμματος στήν ἁρμόδια ἐπιτροπή τῆς Βουλῆς ἀπεκάλυψε, αὐτό μέ τό ὁποῖο ὁ ἁρμόδιος Ὑπουργός ἐπεχείρησε νά ἐξαπατήσει τόν ἑλληνικό λαό.

Μᾶς εἶπε: Ψηφίζουμε τό νομοσχέδιο γιατί καταδικασθήκαμε ἀπό τό εὐρωπαϊκό Δικαστήριο.

Ἀλλά ἀπό τό εὐρωπαϊκό δικαστήριο καταδικασθήκαμε ὄχι γιατί δέν ψηφίσαμε αὐτό καθ’ἑαυτό τό νομοσχέδιο, ἀλλά γιατί νομοθετήσαμε ἤδη τό σύμφωνο συμβίωσης τῶν ἑτερόφυλων καί ἄρα κάναμε διάκριση εἰς βάρος τῶν ὁμοφυλόφιλων.

Ἐτόνισε λοιπόν ὅτι ἄν δέν εἴχαμε ψηφίσει τό πρῶτο ΔΕΝ θά καταδικαζόμασταν γιά τίποτα. Διερωτήθηκε δέ καί δικαίως, σέ τί χρειάζεται τό σύμφωνο συμβίωσης, τήν στιγμή πού ὑπάρχει ὁ πολιτικός Γάμος;

Ἀπό ὅλα αὐτά ὅμως ἀποδεικνύεται ἀκόμη ἕνα κρίσιμο σημεῖο τό ὁποῖο προσεπάθησε νά διασκεδάσει ὁ κ. Ὑπουργός τῆς Δικαιοσύνης καί νά ἀποκρύψει τήν παγίδα πού κρύβει.

Ἐνῶ λοιπόν μᾶς εἶπε ὅτι νομοθετεῖ τίμια, βαρειά ἡ λέξη κ. Ὑπουργέ, καί ὅτι δέν νομοθετεῖται ἡ τεκνοθεσία παιδῶν σέ ὁμόφυλα ζευγάρια,Κάνει πώς δέν καταλαβαίνει ὅτι θά τό νομοθετήσει καί αὐτό, ἀφοῦ αὐτό ἐπιτρέπεται σέ ἑτερόφυλα ζευγάρια; Ἀφήνει δηλαδή νά προκύψει ἡ τεκνοθεσία πάλι ὡς καταδίκη ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς διάκρισης. Ἀπό τό νομοσχέδιο λοιπόν αὐτό, ἐφόσον ψηφισθεῖ, ἡ τεκνοθεσία εἶναι δεδομένη. Ἄς τό ἔχουν καλά ὑπ’ ὄψη τους οἱ κ. Βουλευτές καί ἄς μή παριστάνουν μετά τόν ἐξαπατημένο.

Τό μόνο πού θέλω νά συγχαρῶ τόν κ. Ὑπουργό εἶναι γιά τήν ἐπιλογή τῆς λέξης «τεκνοθεσία» ἀντί γιά τήν λέξη «υἱοθεσία».

Ἡ υἱοθεσία προϋποθέτει ἀνδρόγυνη σχέση. Ἡ λέξη ὅμως «τεκνοθεσία» σημαίνει τοποθέτηση παιδιοῦ καί αὐτό σημαίνει ὅτι τό παιδί τοποθετεῖται σέ μιά τέτοια σχέση, ὅπως τοποθετεῖται ἕνα ἔπιπλο σέ ἕνα δωμάτιο.

Νά λοιπόν πού ξαναζοῦμε τήν ἱστορία τῶν Χριστουγέννων μέ ἕνα ἀλλόκοτο τρόπο. «Φωνή ἐν Ραμᾶ ἠκούσθη. Θρῆνος, κλαυθμός καί ὀδυρμός. Ραχήλ κλαίουσα τά τέκνα αὐτῆς καί οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι ὅτι οὑκ εἰσί».
 
 http://www.romfea.gr/epikairotita-xronika/5275-siatistis-paulos-etoimazetai-progkrom-enantion-kathe-eleutherou-politi-pou-exei-apopsi

NARSES: Χαρτογραφήθηκαν, για πρώτη φορά, οι σχέσεις Ορθοδοξίας και Επιστημών στη ΝA Ευρώπη

 
Eνα σημαντικό έργο στον τομέα των σχέσεων Επιστήμης και Θρησκείας ολοκληρώθηκε πρόσφατα από το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Σκοπός του έργου NARSES, που χρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Αριστεία (ΕΣΠΑ), ήταν η χαρτογράφηση των σχέσεων επιστημών και θρησκείας από τον 4ο αιώνα μ.Χ. μέχρι τον 20ό αιώνα στις περιοχές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου. Συγκεκριμένα, το έργο μελέτησε τις σχέσεις αυτές σε κοινωνικοπολιτικά μορφώματα όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν, κατά περιόδους, είτε κυρίαρχο είτε μείζον δόγμα.
Η ιστορική μελέτη των σχέσεων θρησκείας και επιστήμης είναι απαραίτητη για την κατανόηση των σχέσεων κοινωνίας και επιστήμης. Το "ερώτημα του Needham" (γιατί κάποιες κοινωνίες αναπτύσσουν μια συγκεκριμένη επιστημονική πρακτική) είναι στενά δεμένο με αυτές τις σχέσεις.
Το έργο NARSES κάλυψε ένα κενό στην ιστοριογραφία: παρά το γεγονός ότι μια εκτεταμένη βιβλιογραφία ασχολείται με τις σχέσεις επιστημών και χριστιανισμού στη Δύση, αντίστοιχες μελέτες για τις περιοχές του Βυζαντίου, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των Βαλκανίων, οι οποίες ανήκαν στη σφαίρα επιρροής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Η διεπιστημονική έρευνα του έργου φιλοδοξεί να αποκαλύψει άγνωστες πτυχές των σχέσεων επιστημών και θρησκείας, με σημαντικές επιπτώσεις στην ανάλογη βιβλιογραφία η οποία αναπτύχθηκε σε σχέση με τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες.
Το έργο NARSES ανέδειξε την πολυπλοκότητα των σχέσεων ορθοδοξίας - επιστημών. Από τον 3ο έως τον 8ο αιώνα οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι βυζαντινοί θεολόγοι επιχείρησαν να μελετήσουν τη Δημιουργία με τη βοήθεια των φιλοσοφικών εργαλείων των αρχαίων Ελλήνων. Όμως, από την εικονομαχία (711-843 μ.Χ.) και μετά, ένα μέρος των θεολόγων θα παραμερίσουν τις επιστήμες και την κοσμική γνώση καθώς η εστίαση μετατοπίζεται από τον φυσικό κόσμο ως εικόνα της θείας δημιουργίας, στην εσωτερική ζωή του ανθρώπου ως εικόνα του Θεού. Η στάση αυτή ενισχύθηκε από το κίνημα των Ησυχαστών του 14ου αιώνα, που προώθησε την ιδέα της άμεσης επαφής μεταξύ του πιστού και της Δημιουργίας του Θεού, τον Κόσμο, χωρίς τη μεσολάβηση της ορθολογικής σκέψης, δηλαδή της επιστήμης. Παρόλα αυτά, την ίδια περίοδο οι επιστήμες ανθούν στο κόσμο του Βυζαντίου.
Το NARSES ανέδειξε επίσης τις δυσκολίες της μετάβασης της Ανατολικής Ορθόδοξης εκκλησίας από την προ-νεωτερικότητα στη νεωτερικότητα. Καθώς οι ορθόδοξοι λαοί δεν μετείχαν άμεσα στην Αναγέννηση τον 15ο αι. και στην ανάδειξη των νέων επιστημών τον 16ο-17ο αι., ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός προκάλεσε τον 18ο αι. αντιπαραθέσεις που ενισχύθηκαν από την παραδοσιακή αντιπαλότητα μεταξύ της Καθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η διαμάχη για το πού ανήκει η Ορθοδοξία, στην ευρωπαϊκή Δύση ή στην ασιατική Ανατολή, έχει τις ρίζες της σε αυτή την περίοδο. Η συζήτηση αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, καθώς το ζήτημα της ευρωπαϊκής ταυτότητας είναι και πάλι στην επικαιρότητα.
Τα αποτελέσματα του NARSES θα διατίθενται με ανοικτή πρόσβαση στον ιστότοπο και περιλαμβάνουν:
  • Ανοικτή βάση δεδομένων η οποία συγκεντρώνει, αποδελτιώνει και σχολιάζει τα θρησκευτικά κείμενα περί φύσης, τα επιστημονικά κείμενα περί θεολογίας και τις εκκλησιαστικές εγκυκλίους περί γνώσης και επιστήμης. Πρόκειται για τα σχετικά κείμενα σε ελληνική γλώσσα από τον 4ο αιώνα ως το 1960 (Βυζάντιο, ορθόδοξες κοινότητες της οθωμανικής αυτοκρατορίας και των ενετικών κτήσεων, ελληνικό κράτος).
  • Βιβλιογραφία για τις σχέσεις Ορθοδοξίας-Επιστημών.
  • Κείμενα ανάλυσης και παρουσίασης των σχέσεων Ορθοδοξίας-Επιστημών από τον 4ο ως τον 20ό αιώνα.
  • Πρακτικά των συνεδρίων, συμποσίων και workshops του Narses.
Εκτός του ιστότοπου, θα δημοσιευτεί ένας θεματικός τόμος στα αγγλικά σε διεθνή εκδοτικό οίκο και τα βασικά αποτελέσματα του έργου θα παρουσιαστούν στο επιστημονικό περιοδικό ISIS (University of Chicago Press) τον Σεπτέμβριο 2016.
Με το έργο NARSES εγκαινιάστηκε ένα νέο ερευνητικό πεδίο, που θα αποτελέσει το υπόβαθρο για τη διαθεματική συγκριτική έρευνα περί θρησκείας και επιστήμης μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Θα συνεισφέρει συνεπώς στον διάλογο μεταξύ θρησκείας και επιστήμης, καθώς και στον διάλογο κοινωνιών με διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις και ιστορίες.

Τα Τίμια Δώρα των Μάγων έφθασαν στη Μητρόπολη Δημητριάδος

TIMIADWRA_2
Ιστορικό γεγονός για την προσφυγική Νέα Ιωνία και όλη την Τοπική Εκκλησία συνιστά η ευλογητή έλευση των Τιμίων Δώρων στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας. Τα Τίμια Δώρα θα ενισχύσουν την πνευματική προετοιμασία Κλήρου και λαού για την Μητρόπολη των εορτών, τα Χριστούγεννα αναφέρει το Dogma.gr.
Τα Τίμια Δώρα, που φυλάσσονται από αιώνων πολλών στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου Αγίου Όρους, αφίχθησαν χθες, Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου, συνοδεία αντιπροσωπείας Αγιοπαυλιτών Πατέρων, με επικεφαλής τον Γέροντα Ιωάσαφ και τα υποδέχθηκε πανεπισήμως ο Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, πολλοί Κληρικοί μας και πλήθος ευλαβούς λαού. Στην υποδοχή παρέστησαν, επίσης, ο Δήμαρχος Βόλου κ. Θάνος Θεοδώρου, εκπρόσωποι των Αρχών και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ο Αστυνομικός Δ/ντής Μαγνησίας κ. Ιωάννης Τόλιας και εκπρόσωποι των Στρατιωτικών Σωμάτων.
Μετά τη Δέηση, τελέστηκε Πανηγυρικός Εσπερινός, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου κ. Ιγνατίου, στο τέλος του οποίου ο Προϊστάμενος του Ι. Ναού Ευαγγελιστρίας Πρωτ. Κων/νος Αυγέρης, με ιδιαίτερη συγκίνηση, αναφέρθηκε στο σπουδαίο γεγονός, διερμηνεύοντας τα αισθήματα του λαού της πόλης: «Αισθανόμαστε», τόνισε, «δέος, κατάνυξη, ευλάβεια, ατενίζοντες το ύψιστο αυτό κειμήλιο της πίστεώς μας. Το αδιάψευστο τεκμήριο ότι Χριστός ετέχθη για τον κάθε άνθρωπο και για τη σωτηρία του! Τα φετινά Χριστούγεννα, όχι μόνο για την ενορία μας, αλλά και για την Τοπική μας Εκκλησία, είναι μοναδικά και ιστορικά, καθίστανται, έτι περισσότερο, ευλογημένα. Ήρθαν από το Άγιον Όρος τα Τίμα Δώρα, που προσεφέρθησαν, κατά την παράδοση, από τους εξ Ανατολών Μάγους στον τεχθέντα Κύριό μας…».
TIMIADWRA_5
Εκ μέρους της Ιεράς Μονής, τον λόγο έλαβε ο Ιερομόναχος Βασίλειος Αγιοπαυλίτης, ο οποίος αναφέρθηκε στο ιστορικό των Τιμίων Δώρων, τα οποία δωρήθηκαν στη Μονή το 1470, από την Χριστιανή Μητέρα του Μωάμεθ του Πορθητή, Βασιλομήτορα Μάρω.
Τον λόγο, στη συνέχεια, έλαβε ο Μητροπολίτης κ. Ιγνάτιος, ο οποίος τόνισε ότι «η υποδοχή των Τιμίων Δώρων στη Μητρόπολη, ανάγει την σκέψη μας στο γεγονός της Ενανθρωπήσεως, στο μέγα προσκύνημα των σοφών της Ανατολής… Το γεγονός αυτό είναι ευλογία Θεού, γιατί θα στερεώσει και αναπτερώσει την πίστη μας, θα δώσει ελπίδα στις καρδιές μας και θα μας προετοιμάσει, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για να γευθούμε την χαρά των Χριστουγέννων…».
TIMIADWRA_3
Ο Σεβασμιώτατος συνεχάρη όλους όσοι συνέβαλαν στην πραγματοποίηση του προσκυνήματος και εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου, Αρχιμ. Παρθένιο, ο οποίος έδωσε την ευλογία του για την ολιγοήμερη έξοδο του ιερώτατου κειμηλίου από την Μονή.
Αναφερόμενος στο γεγονός της προσκύνησης των Μάγων, ο κ. Ιγνάτιος επεσήμανε ότι «αυτό συνιστά απόδειξη ότι η Γέννηση του Χριστού δε συνιστούσε υπόθεση μόνο των Εβραίων, αλλά αφορούσε όλα τα έθνη, που εκπροσωπούσαν οι Μάγοι. Αποδεικνύει, επίσης, ότι ο Θεός ομιλεί στους ανθρώπους με τον τρόπο και τη γλώσσα που ο καθένας γνωρίζει. Έτσι μίλησε στους σοφούς της Ανατολής, μέσα από τα σημεία του ουρανού, με το περίλαμπρο άστρο, που έδειξε ότι γεννιέται ο Βασιλεύς των βασιλέων…».
Τα Τίμια Δώρα θα παραμείνουν στην Ευαγγελίστρια έως τις 28/12 και κατά τη διάρκεια της εδώ παραμονής τους, θα τελούνται πλήθος ιερών Ακολουθιών.
25
Τα δώρα των Μάγων

«Και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν» (Ματθ. β’ 11).
Τρία δώρα έφεραν στο νεογέννητο Βασιλιά. Και χωρίς να το θέλουν συμβόλισαν την αγία και ζωοποιό Τριάδα, στο όνομα της οποίας ήρθε στον κόσμο το παιδί Ιησούς, αλλά και την τριπλή διακονία του Κυρίου: τη βασιλική, την ιερατική και την προφητική, γιατί ο χρυσός συμβολίζει την αυτοκρατορική, το λιβάνι την ιερατική και η σμύρνα την προφητική ή τη θυσιαστική. Το νεογέννητο βρέφος θα γινόταν ο Βασιλιάς του αθάνατου βασιλείου, ο αναμάρτητος ιερέας και προφήτης και, όπως οι περισσότεροι προφήτες πριν απ’ Αυτόν, θα θανατωνόταν.
Όλοι το γνωρίζουν πως ο χρυσός μαρτυρεί κάποιον βασιλιά και τη βασιλεία του. Όλοι γνωρίζουν πως το λιβάνι μαρτυρεί ιερωσύνη και προσευχή. Κι επίσης όλοι γνωρίζουν από την Αγία Γραφή πως το λιβάνι μαρτυρεί τη θνητότητα. Ο Νικόδημος άλειψε το σώμα του νεκρού Ιησού με μύρα (πρβλ. Ιωάν. ιθ’ 39-40). Άλειφαν τα σώματα για να τα διατηρήσουν κάπως περισσότερο από τη φθορά του θανάτου. Ο κόσμος φωτίστηκε από τον Χριστό, που έλαμψε σαν χρυσός. Και γέμισε από προσευχές και θυμιάματα, όπως ένας ναός. Η οικουμένη ολόκληρη γέμισε από το άρωμα της διδασκαλίας Του.
Τα τρία δώρα όμως συμβολίζουν επίσης την καρτερία και το αμετάβλητο. Ο χρυσός παραμένει χρυσός, το λιβάνι παραμένει λιβάνι και το μύρο παραμένει μύρο. Κανένα απ’ αυτά δε χάνει την ιδιότητά του όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μετά από χίλια χρόνια ο χρυσός εξακολουθεί να λάμπει, το λιβάνι να καίει και το μύρο διατηρεί το άρωμά του. Δε θα μπορούσαν να βρεθούν άλλα πιο αντιπροσωπευτικά αντικείμενα στη γη που να συμβολίζουν τόσο πιστά την επίγεια αποστολή του Χριστού ή να δείχνουν πιο καθαρά και εκφραστικά τον αιώνιο χαρακτήρα του έργου Του στη γη, καθώς και όλες τις πνευματικές και ηθικές αξίες που έφερε από τον ουρανό στον κόσμο. Έφερε την αλήθεια, την προσευχή, την αθανασία.
Με ποιο άλλο αντικείμενο στη γη, εκτός από το χρυσό, θα μπορούσε να συμβολιστεί καλύτερα η αλήθεια; Ό,τι και να κάνεις στο χρυσό, αυτός θα εξακολουθεί να λάμπει.
Με ποιό άλλο αντικείμενο θα μπορούσε να συμβολιστεί καλύτερα η προσευχή αν όχι με το λιβάνι; Όπως ο καπνός από το λιβάνι γεμίζει την εκκλησιά ολόκληρη, έτσι γεμίζει κι η προσευχή ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Όπως ο καπνός ανεβαίνει ψηλά, έτσι ανεβάζει η προσευχή την ψυχή του ανθρώπου στο Θεό. «Κατευθυνθήτω ή προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου», λέει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. ρμα’ 2). Είναι γεγονός πως κι άλλα πράγματα βγάζουν καπνό, μα κανένας καπνός δεν εμπνέει την ψυχή για προσευχή.
Ποιό άλλο επίγειο αντικείμενο θα μπορούσε να συμβολίσει καλύτερα την αθανασία από το μύρο; Η θνητότητα αποπνέει δυσωδία, ενώ η αθανασία έχει μια διαρκή ευωδία.
Οι μάγοι από την Ανατολή συμβόλισαν έτσι έστω κι ανεπίγνωστα ολόκληρη τη χριστιανική πίστη. Ξεκίνησαν από την Αγία Τριάδα κι έφτασαν ως την Ανάσταση και την αθανασία του Κυρίου Ιησού και των πιστών Του. Δεν είναι απλοί προσκυνητές, μα πραγματικοί προφήτες. Προφήτες τόσο της χριστιανικής πίστης όσο και της ζωής και του έργου του Χριστού. Από μόνοι τους, με τη δική τους αντίληψη και γνώση, δε θα τα ήξεραν όλα αυτά. Ήταν η πρόνοια του Θεού που τους έστειλε στη Βηθλεέμ και τους έδωσε το παράξενο αυτό άστρο να τους οδηγεί.

Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 305-314

“… Τὴν νύκτα ἐκείνην εἶχον ἀναβῆ καὶ πάλιν εἰς τὸ βουνὸν διὰ νὰ συναντήσω τὴν ἐξαδέλφην Μαχούλαν. Τὴν ἀλήθειαν νὰ εἴπω, δὲν ἤξευρα μετὰ βεβαιότητος ὅτι ἔμελλον νὰ τὴν συναντήσω, ἀλλ᾽ ἠλαυνόμην ἀπὸ τὸ πάθος, ἔφερα τὰ βήματά μου εἰς προσκύνησιν, καὶ ᾐσθανόμην τὴν ἀνάγκην ν᾽ ἀναζωπυρήσω ἀρχαίας ἀναμνήσεις.
Ἦτον ἡ τελευταία φορὰ ὁποὺ θὰ ἔβλεπα εἰς τὰ ἐρημικὰ ἐκεῖνα μέρη τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν. Τὴν πρώτην φοράν, πρὸ ἐτῶν εἴκοσι, τὴν εἶχα συναντήσει εἰς τὸ βάθος δρυμῶνος, πλησίον ἀρχαίου παμμεγέθους σηκοῦ ἢ τεμένους ἐκ γιγαντιαίων μαρμάρων, τὸ ὁποῖον πιθανὸν νὰ ἦτο ναὸς τῶν θεῶν, τῆς πρὸ τοῦ Προμηθέως ἐποχῆς. Σύρριζα εἰς τὸ παράδοξον ἐκεῖνο κτίριον, τὸ προβάλλον ὡς πρόσωπον Σφιγγὸς τὴν πρόσοψίν του τὴν γριφώδη, ἦτο ἓν μεταγενέστερον πενιχρὸν παρεκκλήσιον, τιμώμενον ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀναστασίας. Ἐκεῖ εἶχα συναντήσει πρὸ εἴκοσιν ἐτῶν τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ φθινοπώρου εἶχεν ὑπάγει ὁμοῦ μὲ ἕνα παπάν, διὰ νὰ λειτουργήσῃ τὸν ναΐσκον. Εἶτα ἀφοῦ ἀπέλυσεν ἡ λειτουργία, ὁ παπὰς ἔπιε τὸν καφὲν καὶ τὴν ρακήν του, ἔξωθεν ἀκριβῶς τῆς θύρας τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ ὕπαιθρον, πλησίον τῆς φωτιᾶς τῆς ἀναμμένης διὰ τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ θυμιατηρίου, καὶ διὰ τὸ ζέον, ἀπεχαιρέτισε τὴν γυναῖκα καὶ ἀπῆλθεν. Ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἔμεινε, μαζὶ μὲ τὴν μικρὰν ἑπταετῆ παιδίσκην της, καὶ μὲ δύο ἄλλας γυναῖκας, γειτόνισσές της, αἱ ὁποῖαι τὴν εἶχον συνοδεύσει εἰς τὴν ἐκδρομήν. Αὗται περιήρχοντο εἰς τοὺς λοφίσκους καὶ εἰς τὰ ρεύματα, εἰς τὰ πέριξ τοῦ ναοῦ, συλλέγουσαι ἀγριολάχανα καὶ μανιτάρια. Ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, ἰδοὺ τί ἔκαμεν.
Αὕτη ἤναψεν ἑπτὰ κηρία εἰς τὰ δύο μανουάλια τοῦ ναΐσκου, ἐμπρὸς εἰς τὰς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, καὶ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἐφαίνετο, ὅτι ἤθελε μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ παπᾶ, νὰ τελέσῃ αὐτὴ νέαν λειτουργίαν, πλέον μυστηριώδη. Ἀφοῦ ἤναψε τὰ ἑπτὰ κηρία, ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ παμμέγιστον καλάθιόν της μακρότατον, ὑπὲρ τὰς ἑκατὸν ὀργυιάς, λεπτὸν σχοινίον, ὁλοκίτρινον, εὐωδιάζον, κηρόπλαστον. Ἦτο γιγαντιαῖον φιτίλιον βαμβακερόν, τὸ ὁποῖον εἶχε κλώσει ὅλον μὲ τὰς χεῖράς της, καὶ μὲ τὰς χεῖράς της τὸ εἶχε περιβάλει μὲ μελικήριον πρόσφατον.
Τοῦτο λοιπὸν τὸ τεράστιον κηρίον τὸ ἔδεσεν ἀπὸ τὴν κρικέλλαν τῆς παλαιᾶς σαρακωμένης θύρας τοῦ ναοῦ, εἶτα ἤρχισε νὰ τὸ ἑλκύῃ, καὶ νὰ τὸ ἐκτυλίσσῃ κατ᾽ ὀλίγον ἀπὸ τὸ καλάθιον, ὅπου τὸ εἶχε τυλιγμένον εἰς ἔντεχνον καὶ εὐδιάλυτον κουβάριον, καὶ παραπορευομένη ἐξωτερικῶς τὸν τοῖχον τοῦ ναΐσκου, νὰ τὸ προσαρμόζῃ σύρριζα εἰς τὸν τοῖχον, πρῶτον εἰς τὸ ἥμισυ πλάτος τοῦ δυτικοῦ τοίχου, μέχρι τῆς γωνίας τῆς μεσημβρινοδυτικῆς, εἶτα καθ᾽ ὅλον τὸ μῆκος τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, εἶτα μετὰ τὴν καμπὴν τῆς γωνίας τῆς νοτιανατολικῆς, ἀνὰ τὸν τοῖχον τοῦ πλάτους τὸν ἀνατολικόν, μεθ᾽ ὅλης τῆς καμπύλης τὴν ὁποίαν ἐσχημάτιζεν ἡ χηβάδα τοῦ θυσιαστηρίου, εἶτα ἔκαμψε τὴν ἀριστερὰν γωνίαν, παρεπορεύθη τὸν βορεινὸν τοῖχον, καὶ διὰ τῆς γωνίας τῆς βορειοδυτικῆς ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου. Κατόπιν πάλιν ἔφερε νέαν γύραν, ἀπαράλλακτα ὅπως τὴν πρώτην, καὶ προσήρμοσε τὸ νέον ἔμβολον τοῦ κηρωμένου νήματος, παραλλήλως καὶ ἐγγύτατα ὑπὸ τὸ πρῶτον. Εἶτα τὴν τρίτην γύραν καὶ τετάρτην, καὶ καθεξῆς, μέχρι τῆς ἑβδόμης.
Ἑπτάκις ἔκαμε τὸν γῦρον τοῦ κτιρίου, καὶ μὲ ἑπτὰ ἔμβολα κηρωμένου νήματος περιέζωσεν, ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, ὅλον τὸν ναΐσκον.
Καὶ αἱ γυναῖκες, αἱ ἐπιστρέψασαι ἄρτι μὲ τὰ καλάθια πλήρη ἐκ βοτάνων καὶ ἀμανιτῶν, ἔκαμνον τὸν σταυρόν των, καὶ τὴν ηὔχοντο λέγουσαι:
― Ἂς δείξῃ ἡ Φαρμακολύτρα τὸ θάμα της! Βοήθειά σου!…
*
* *
Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια εἶν᾽ ἐκείνη, ἥτις χαλνᾷ τὰ μάγια, ἤτοι λύει πᾶσαν γοητείαν καὶ μεθοδείαν πονηρὰν ὑπ᾽ ἐχθρῶν γινομένην. Εἰς ἐμέ, παρευρεθέντα κατὰ τύχην ἐκεῖ, τὸ πρᾶγμα ἐφαίνετο παράξενον, ὅσον ἤθελε φανῆ εἰς μαθητὴν τῆς γ´ τάξεως ἐπαρχιακοῦ γυμνασίου, δραπετεύσαντα ἅμα τῇ ἐνάρξει τῶν μαθημάτων, εἰς τὸ μέσον τοῦ ἔτους. Ἀλλ᾽ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἤξευρε τί ἔκαμνεν.
Ἕνα υἱόν, μονάκριβον, τὸν εἶχε. Καὶ εἶχε τέσσαρας κόρας μικράς, τῶν ὁποίων ἡ μεγαλυτέρα ἦτον ἤδη δεκαὲξ χρόνων. Καὶ ὁ υἱός της, πρωτότοκος, ἤγγιζεν ἤδη τὸ εἰκοστὸν ἔτος. Καὶ ἤδη ἔχανε τὸν νοῦν του κ᾽ ἐζητοῦσε νὰ νυμφευθῇ.
Τοῦ εἶχαν κάμει μάγια, αἱ γυναῖκες, ἀπὸ τὸν Πέρα Μαχαλάν. Καὶ τοῦ εἶχαν σηκώσει τὰ μυαλά του. Ποῖος ἠξεύρει τί μαγγανείας τοῦ ἔκαμαν, καὶ τί τοῦ ἔδωκαν νὰ πίῃ. Ἐγνώριζαν ἐκεῖναι ἀπὸ μαγείας…
Κι ἀγάπησε μίαν κόρην, ἥτις ἦτον μεγαλυτέρα ἀπ᾽ αὐτὸν στὰ χρόνια, καὶ ἤθελε νὰ τὴν λάβῃ σύζυγον.
«Ἢ θὰ τὴν πάρω, μάννα, ἢ θὰ σκοτωθῶ». Τὸ εἶχε πάρει κατάκαρδα. Ἦτον «ἐρωτοχτυπημένος». Τώρα, τί νὰ κάμῃ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν᾽ ἀφήσῃ τὸν υἱόν της νὰ ἐμβῇ στὰ βάσανα, τόσον νέος, κι αὐτὴ νὰ ἔχῃ τέσσαρας κόρας ἀνυπάνδρους, νὰ τὰς καμαρώνῃ; Καὶ ποιὸς γονιὸς τὸ δέχεται, αὐτό;
Λοιπὸν ἔπεσε στὰ θεοτικὰ πράγματα. Ἔκαμε λειτουργίας πολλάς, καὶ ἁγιασμούς, καὶ παρακλήσεις. Ἐπῆρε τὰ ροῦχα τοῦ γυιοῦ της, καὶ τὰ ἔβαλε νὰ λειτουργηθοῦν ὑπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν. Ἐπαίδευσε τὸν ἑαυτόν της μὲ πολλὰς νηστείας, ἀγρυπνίας, καὶ γονυκλισίας.
Τελευταῖον προσέφυγεν εἰς τὴν χάριν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Αὕτη εἶχε παρὰ Θεοῦ τὸ χάρισμα νὰ διαλύῃ τὰς μαγείας καὶ γοητείας. Ἐπῆγε, τὴν ἐλειτούργησεν, ἔζωσε τὸν ναόν της ἑπτὰ φοράς (τελοῦσα μόνη της ἰδιαιτέραν λειτουργίαν περιπαθῆ ἐκ μητρικῆς στοργῆς) μὲ κηρίον ἑκατονταόργυιον, τὸ ὁποῖον ἡ ἰδία εἶχε παρασκευάσει μὲ τὰς χεῖράς της, καὶ παρεκάλει τὴν Ἁγίαν νὰ χαλάσῃ τὰ μάγια, νὰ ἔλθῃ στὸν νοῦν του ὁ υἱός της, ὁ ἐρωτοχτυπημένος καὶ ποτισμένος ἀπὸ κακὰς μαγγανείας, καὶ νὰ μὴ χάνῃ τὰ μυαλά του ἄδικα…
*
* *
Ὅλ᾽ αὐτὰ τ᾽ ἀνεπόλουν καὶ τ᾽ ἀναπαρίστων μὲ τὸν νοῦν μου, ὡς νὰ εἶχαν συμβῆ χθές, καὶ εἶχαν παρέλθει ἤδη περισσότερα τῶν εἴκοσιν ἐτῶν ἀπὸ τότε. Εἶχον ἐξέλθει τῆς πολίχνης ἅμα τῇ δύσει τοῦ ἡλίου, καὶ εἶχον πορευθῆ μὲ τὴν ἀμφιλύκην ἕως τοῦ Δράκου τὸ ρέμα, ἐκεῖ ὁπόθεν ἀρχίζει ὁ ὑψηλός, κάθετος ἀνήφορος τοῦ Βαραντᾶ. Ἡ σελήνη δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη, ἐπειδὴ ἦτο δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὴν πανσέληνον. Μέσα εἰς τὸ ρέμα, βαθιὰ κάτω, ἀντήχει ὁ ρόχθος τοῦ χειμάρρου, τοῦ σχηματιζομένου ἀπὸ τὰς χιόνας τὰς λυομένας. Καὶ εἷς ὑψηλὸς μαῦρος βράχος ἵστατο ἀπέναντί μου, μυστηριώδης εἰς τὸ σκότος.
Ἦτο κατὰ Μάρτιον μῆνα. Ὁ χείμαρρος ἐρρόχθει, ἔβρυχε, καὶ κατεφέρετο μετὰ κρότου, κ᾽ ἐκυλίετο σχηματίζων δύο καταρράκτας, κυρίαρχος εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτός. Ὁ κρότος ἐκεῖνος ἐνέσπειρε φόβον εἰς τὴν ψυχήν μου, ἥτις ἀνεγνώριζε παρ᾽ ἑαυτῇ ὁμοιότητα μὲ τὸ ρεῦμα ἐκεῖνο. Ἐδεσπόζετο ὅλη ἀπὸ ἓν ὕπουλον πάθος, καθὼς τὸ βαθὺ ρεῦμα καὶ ἡ σιγὴ τῆς νυκτὸς ἐδεσπόζοντο ἀπὸ ἕνα δοῦπον ὑπόκωφον.
Μετὰ δυσκολίας διέκρινα τὸ μονοπάτι τὸ χαρασσόμενον ἀνὰ μέσον βρύων καὶ θάμνων πυκνῶν. Εἶτα, ἀντικρύ μου, εἰς τὴν κλιτὺν τὴν κρημνώδη, ἤρχισα νὰ βλέπω μίαν ἀνταύγειαν. Αἱ πρῶται ἀκτῖνες τῆς σελήνης ἐπηργύρωνον τὰς κορυφὰς τῶν δένδρων. Ἔφθασα εἰς τὴν βάσιν τοῦ ὄρους, καὶ ἤρχισα ν᾽ ἀνέρχωμαι τὸν ἀνήφορον. Ἀφοῦ ἀνέβην ὑπὲρ τὰ δισχίλια βήματα, σπεύδων καὶ ἀσθμαίνων, εἶδα πέραν ἀντικρὺ τὴν σελήνην, ἐκεῖθεν τοῦ συνδένδρου λόφου τοῦ κρύπτοντος ὄπισθέν μου τὸν ὁρίζοντα, εἶδα τὴν σελήνην ἀπαλλαγεῖσαν τῆς λοφιᾶς τοῦ ἀντικρινοῦ, μεμακρυσμένου βουνοῦ, ὅπου ἐπί τινα λεπτὰ ἐφαίνετο ὡς νὰ εἶχε βάλει φωτιὰν εἰς ἓν δένδρον μεμονωμένον, ὄρθιον ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὑψηλοῦ λόφου, τοῦ φράσσοντος τὸν λιμένα· τὸ δένδρον ἐφαίνετο ὡς νὰ καίεται· εἶτα ἡ Ἑκάτη, ἀφήσασα τὸ δένδρον μαῦρον καὶ σκοτεινὸν ἀπόκαυμα, ἀνῆλθε βραδεῖα, ἐν ἀγλαΐᾳ καὶ ἀποθεώσει φαεινῇ, ὕπερθεν τῆς λοφιᾶς τοῦ ὄρους.
Μετὰ ὥραν ἔφθασα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, εἶτα ὥδευσα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ἐν παμφαεῖ σελήνῃ. Εἶτα ἔφθασα εἰς τὴν ἀντίθετον κλιτύν, ὅπου πάλιν εὗρον σκιὰς καὶ σύνδενδρα μέρη καὶ φόβητρα ἐμπρός μου. Ἐκεῖ παρακάτω ἦτον ἡ μικρὰ ἔπαυλις τοῦ Γιάννη τοῦ Στόγιου, ἀγρότου ἁπλοϊκοῦ φίλου μου. Ὑπερέβην τὸν χαμηλὸν φράκτην, εἰσῆλθον εἰς τὴν αὐλὴν κ᾽ ἔκρουσα τὴν θύραν.
Ὁ Στόγιος δὲν εἶχε κοιμηθῆ ἀκόμη, φῶς ἔλαμπε διὰ τοῦ φεγγίτου. Τὸν ἐκάλεσα ὀνομαστί. Ἐγνώρισε τὴν φωνήν μου, καὶ ἐλθὼν μοῦ ἤνοιξε. Μοὶ παρέσχε πρόθυμον ξενίαν καὶ στέγην.
Ἐγὼ ἐντούτοις δὲν ἤξευρα διατί εἶχα κρούσει τὴν θύραν του, ἀφοῦ δὲν εἶχα ὕπνον οὔτε νυσταγμόν. Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἀπεκοιμήθη, ἔλαβα τὴν ράβδον καὶ τὸν πῖλόν μου καὶ ἐξῆλθον κράξας πρὸς αὐτὸν νὰ κλείσῃ, ἂν ἤθελε, τὴν θύραν· ἐκεῖνος, ἐπειδὴ «ἐλαγοκοιμᾶτο», πολὺ ἐλαφρά, μοῦ ἀπήντησε δι᾽ ἠρέμου γογγυσμοῦ, μέσα εἰς τὸν ὕπνον του.
Κατέβην ἀκόμη χαμηλότερα τὸ βουνόν. Ἡ σελήνη ἐμεσουράνει ἤδη, κ᾽ ἔφεγγεν εἰς ὅλην τὴν κλιτύν. Εἰς τὰς ποιμενικὰς ἐπαύλεις οἱ πετεινοὶ εἶχον λαλήσει. Κατῆλθον εἰς σύνδενδρον στενωπόν, ἐστράφην ἀριστερά, καὶ ἔφθασα εἰς τὸν ἔρημον ναΐσκον τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας.
… Καὶ τώρα, μετὰ εἴκοσιν ἔτη, ὅταν ἤρχισα ἤδη νὰ φθίνω, ἀφοῦ κατὰ κόρον ἐγεύθην τῆς ζωῆς ὅλην τὴν τρύγα καὶ τὴν πικρίαν, ἐὰν ἐγὼ ἐζήτουν νὰ ζώσω μὲ κηρίον τὸν ναὸν τῆς Μάρτυρος, οὔτε κηρίον πλέον ἁγνὸν θὰ ἠδυνάμην νὰ εὕρω, διότι ἀπὸ πολλοῦ ὅλοι οἱ κηροπλάσται ἐπώλουν νοθευμένα κηρία, καὶ οἱ μελισσοτρόφοι αὐτοὶ εἶχον μάθει νὰ νοθεύωσι τὸ κηρίον πρὶν τὸ πωλήσουν. Καὶ ὁ ναΐσκος τῆς Ἁγίας εἶχε περιέλθει εἰς παρακμὴν καὶ ἀτημελησίαν οἰκτράν, διότι ἡ θρησκευτικὴ εὐλάβεια μεγάλως εἶχεν ἐκπέσει ἐν τῷ μεταξύ. Δύο εἰκόνες λαδωμέναι καὶ φθαρμέναι ὑπῆρχον μόνον εἰς τὸ τέμπλον τὸ σαπρόν, ἡ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δεξιά, καὶ ἀριστερὰ ἡ εἰκὼν τῆς ἀμνάδος του, τῆς στρεφούσης πρὸς αὐτὸν τὸ πρόσωπον, καὶ φαινομένης ὡς νὰ ἔκραζε μεγάλῃ τῇ φωνῇ: «Σέ, νυμφίε μου, ποθῶ!» Αἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας καὶ τοῦ τιμίου Προδρόμου εἶχον γίνει ἄφαντοι. Ἴσως εἶχον ἀφαιρεθῆ ἀπὸ τὰς χεῖρας φιλαρχαίων ἢ ἐραστῶν τῆς Βυζαντινῆς τέχνης…
Ὑπῆρχον μόνον δυὸ κανδήλια ἡμιθραυσμένα ἢ ραγισμένα, ἡ βορεία πύλη τοῦ ἱεροῦ ἦτο ἄνευ θυρίδος, τὸ μόνον παράθυρον τὸ μεσημβρινὸν τοῦ ναοῦ ἄνευ παραθυροφύλλου, τὸ Θυσιαστήριον καὶ ἡ προσκομιδή, γυμνὰ καὶ ἀνεπίστρωτα, ἦσαν πλήρη κονιορτοῦ… Ὁ ναΐσκος ὁ ἑπταζωσμένος καὶ ἁγιασμένος δὲν ἐλειτουργεῖτο πλέον.
«Οὐ θυσία, οὐχ ὁλοκαύτωμα, οὐ τόπος τοῦ καρπῶσαι». Καὶ ἡ μυστικὴ λειτουργία, τὴν ὁποίαν ἐτέλει πρὸ χρόνων πολλῶν περὶ τοὺς τοίχους του ἡ φιλόστοργος Μαχούλα, ἡ ἐξαδέλφη μου, δὲν θὰ εἶχε ξαναγίνει πλέον ἀπὸ πολλοῦ.
*
* *
Ὤ! ἑπτάκις μόνον;… Ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ θὰ εἶχον τώρα ἀνάγκην νὰ περιζώσω τὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας!… Τοσάκις εἶχε περιεζωσμένην τὴν καρδίαν μου ἡ ἄκανθα τῆς πικρᾶς ἀγάπης, τοσάκις τὴν εἶχε περισφίγξει τὸ ἑρπετὸν πάθος, τὸ δολερόν… εὐλαβούμην νὰ εἴπω εἰς τὴν Ἁγίαν, ᾐσχυνόμην νὰ ὁμολογήσω πρὸς ἐμαυτόν, ὅτι ἤμην, ὀψὲ ἤδη τῆς ἡλικίας, λεία τοῦ πάθους καὶ ἕρμαιον…
Ἀλλὰ πρὸς τί νὰ προσφέρω λαμπάδας καὶ μοσχολίβανον, πρὸς τί νὰ περιζώσω μὲ κηρία τὸν ναόν; Ἡ Ἁγία ἠδύνατο ἴσως νὰ μὲ θεραπεύσῃ, ἀλλ᾽ ἐγὼ δὲν ἐπεθύμουν νὰ θεραπευθῶ. Θὰ ἐπροτίμων νὰ καίωμαι εἰς τὴν φλόγα τὴν βραδεῖαν… Ὑπάρχουν εἰς τὸν Παράδεισον Ἅγιοι δεχόμενοι τὰς εὐχὰς τῶν ἐρώντων;… Τάχα ἐκεῖ, δίπλα εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Φαρμακολυτρίας, εἰς τὸ παλαιὸν ἐκεῖνο μεγαλομάρμαρον κτίριον τὸ αἰνιγματῶδες, νὰ ὑπῆρχε τὸ πάλαι ἱερὸν τῆς Ἀφροδίτης, νὰ ὑπῆρχε βωμὸς τοῦ Ἔρωτος;
Ὤ! καὶ ὅμως ἐτηκόμην… ὥρας-ὥρας ἐπεθύμουν, εἰ δυνατόν, νὰ ἰατρευθῶ. Βοήθει, Ἁγία Ἀναστασία!
*
* *
Καθὼς εἶχα περιεργασθῆ τὸν ναΐσκον, εἶχεν ἐξημερώσει ἤδη. Αἱ ὧραι εἶχον παρέλθει χωρὶς νὰ τὰς αἰσθανθῶ, κ᾽ ἐγὼ ἐν τῇ νάρκῃ καὶ τῇ ρέμβῃ τῆς νυκτός, χωρὶς νὰ αἰσθάνωμαι τὸ ψῦχος, εἶχον διέλθει ὅλην σχεδὸν τὴν νύκτα τοῦ Μαρτίου ἐκείνην εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἀπεμακρύνθην τοῦ παρεκκλησίου αἰσθανόμενος ἀκουσίαν ἀνακούφισιν ὅτι, ἔρημον καθὼς ἦτο τὸ ἱερόν της, ἡ Ἁγία δὲν θὰ ἤθελε πλέον νὰ μὲ θεραπεύσῃ.
Ἐκεῖ, παρ᾽ ἐλπίδα, συναντῶ τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν… Ἦτο τοιαύτη ὁποία καὶ πρὸ εἴκοσι χρόνων, σχεδὸν δὲν εἶχε μεταβληθῆ τὸ πρόσωπόν της οὔτε λευκὴν τρίχα εἶχεν εἰς τὴν κόμην, οὔτε ρυτίδα εἰς τὸ μέτωπον. Ἦτον ἐκ τῶν γυναικῶν ἐκείνων τῶν ἐχουσῶν δευτέραν νεότητα, ἀνθηροτέραν τῆς πρώτης. Ὠχρὰ καὶ ἀφελὴς καὶ ἄπλαστος, ἐφαίνετο ἄσχημη ἐκ πρώτης ὄψεως, ἀλλὰ μετὰ δεύτερον βλέμμα ἀνεκάλυπτέ τις εἰς τὸ πρόσωπόν της ἄφατον γλυκύτητα. Ἦτο νύμφη καὶ ἱέρεια καὶ γυνή.
― Ποῦ σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐξάδελφε; μοῦ λέγει.
Ἡ ἐξαδέλφη Μαχούλα εἶχεν ἐλαιῶνα εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα. Τὴν χρονιὰν ἐκείνην ἦτο πλουσιωτάτη ἐλαιοφορία, καὶ ἂν καὶ ἦτο Μάρτιος ἤδη, τὸ μικρὸν καλάθιον, τὸ ὁποῖον ἐκράτει περὶ τὸν ἀγκῶνά της τὸν ἀριστερόν, ἦτο γεμᾶτον ἀπὸ ἐλαίας χαμάδας (ἢ θροῦμπες) ὡραίας καὶ στιλβούσας· αἱ τελευταῖαι ἐλαῖαι ἔπιπτον ἀπὸ τὰ δένδρα ἀκόμη περὶ τὴν ἄνοιξιν. Ἐθεώρει τὴν ἐξοχὴν ἐκείνην ὡς γειτονίαν ἰδικήν της, καὶ δι᾽ αὐτὸ ἔλεγε: «Ποῦ σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο».
Ἐγὼ τὴν ἐχαιρέτισα κ᾽ ἐκάθισα ἐπί τινος ὄχθου, ὑπὸ δένδρον ἐλαίας, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ ἐλαιῶνος. Ἐκείνη ἐλθοῦσα ἀπέθεσε τὸ καλάθιόν της πλησίον μου, καὶ περιστείλασα ἐπιμελῶς μὲ τὰς δύο χεῖρας τὰ κράσπεδα τῆς ἐσθῆτός της, ἐκάθισεν ὀλίγον παραπέρα.
― Τρῷς χαμάδες, νὰ σὲ φιλέψω, ἐξάδελφε;
―Ἐξαδέλφη Μαχούλα, ἤρχισα ἐγώ, χωρὶς ἄλλως ν᾽ ἀπαντήσω εἰς τὴν φιλόφρονα προσφοράν της, θυμᾶσαι, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅταν ἤμουν ἐγὼ παιδί, ποὺ ἔζωνες μὲ κηρὶ τὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας;
― Θυμοῦμαι, ἀπήντησε.
― Πές μου, σὰν νὰ μὴ ξέρω, γιατί τὸ ἔκανες;
― Τὸ εἶχα τάξιμο, γιατὶ ὁ Μανωλάκης ἦτον ἐρωτοχτυπημένος· κ᾽ ἐπειδὴς ἡ Ἁγία Ἀναστασία εἶναι ποὺ λύνει τὰ μάγια, μεγάλ᾽ ἡ χάρη της, ἔζωσα τὸ κλησιδάκι της, καὶ τὴν ἐπερικαλοῦσα, μὴν τυχὸν ἦτο μαγεμένο τὸ παιδί μου, γιὰ νὰ χαλάσῃ τὰ μάγια.
― Κ᾽ ὕστερα, τί ἀπόγινε; Πές μου τα ὅλα, σὰν νὰ εἶμαι πνεματικός, γιατὶ ἐγώ, ξέρεις, τὸν περισσότερον καιρὸ ἔλειπα ἀπ᾽ τὴν πατρίδα, καὶ δὲν τὰ παρηκολούθησα καλά.
― Φαίνεται ὅτι δὲν τοῦ εἶχαν καμωμένα μάγια, μόνο ὁ ἴδιος εἶχε πέσει στὸν ἔρωτα, κ᾽ ἡ Ἁγία, σὰν δὲν ἦτον ἀπὸ μάγια, δὲν μποροῦσε μὲ τὸ στανιὸ νὰ τοῦ ἀλλάξῃ τὰ μυαλά, γιατὶ μοναχός του καὶ θέλοντας ἔβαλε σεβντὰ μέσα του. Τὸ λοιπὸν ἡ Ἁγία ἔδειξε τὸ θάμα της μὲ ἄλλον τρόπο· σὰν ἐτέλεψα τὸ τάξιμό μου, στὸν μῆν᾽ ἀπάνω, τὸ κορίτσι ἀρρεβωνιάστηκε μὲ ἄλλον καὶ σ᾽ ὀλίγον καιρὸ ἔγινεν ὁ γάμος. Τότε, ἐπειδὴ ἦτον φόβος νὰ τρελαθῇ ἢ νὰ χτικιάσῃ τὸ παιδί μου, ἀπ᾽ τὸ κακό του, τὸν ἔταξα στὴν Παναγιὰ τὴν Κουνίστρα, μεγάλ᾽ ἡ χάρη της, γιὰ νὰ τὸν γλυτώσῃ ἀπ᾽ τὴν τρέλα κι ἀπ᾽ τὴν ἀρρώστια… Τοῦ κόστισε πολύ, ἐπόνεσε, ἔχασε τὴν ὄρεξή του, κιτρίνισε σὰν τὸ κερί, ἔλυωσε στὸν ἀπάν᾽ κόσμο… Ὣς τόσο, ἡ Παναγία ἔδειξε τὸ θάμα της, καὶ τὸ παιδὶ δὲν ἐτρελάθη οὔτε χτίκιασε… Σ᾽ ὀλίγον καιρό, ἦρθε στὸν ἑαυτό του.
― Καὶ τώρα τί γίνεται;
― Τώρα ταξιδεύει μὲ τὴ γολέτα μας, στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς… Ἐπῆρε δίπλωμα πλοιαρχίας καὶ τὴν κυβερνᾷ ὁ ἴδιος, ἐπειδὴ ὁ πατέρας του γέρασε κ᾽ ἐκάθισε ἔξω… Φαίνεται πὼς τὸ ἔρριξε λιγάκι στὸ πιόμα, ὁ Μανωλάκης, μὰ δὲν τὸ παρακάνει πιστεύω… Ἄσπρισε, καὶ δὲν θέλει νὰ παντρευτῇ… Καλύτερα γιὰ μένα νὰ σοῦ πῶ, ἐξάδελφε. Μ᾽ ἐβοήθησε κ᾽ οἰκονόμησα τὰ δυὸ κορίτσια· τώρα ἔχω ἀκόμα ἄλλα δυό. Καλύτερα ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὰ βάσανα… Δὲν συμφέρει νὰ παραπληθαίνῃ καὶ πολὺ ὁ κόσμος. Ὁ γείτονάς μου ὁ Κωσταντὴς ὁ Ρήγας, ἔξυπνος καὶ κοσμογυρισμένος ἄνθρωπος, ἅμα ἰδῇ νὰ γεννηθῇ κανέν᾽ ἀγόρι στὴ γειτονιά, καὶ βλέπῃ τὶς γυναῖκες κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς νά ᾽χουνε χαρές, συνηθίζει νὰ λέῃ: «Χαρῆτε, βρὲ παιδιά· γεννήθηκε κι ἄλλος χαμάλης!»
Ἀκολούθως ἠρώτησα τὴν ἐξαδέλφην μου ἂν τυχὸν συνέβησαν καὶ ἄλλα τινὰ περίεργα ἐν σχέσει μὲ τὴν ὑπόθεσιν ταύτην. Ἡ Μαχούλα ἀπήντησεν:
― Ἕνα βράδυ, σ᾽ ἐκείνην τὴν ἐποχή, ἐνῷ ἐγύριζα ἀπὸ τὸν ἐλαιῶνα, κ᾽ ἐπέρασα ἀπ᾽ τὴν Ἁγία Ἀναστασία νὰ κάμω τὸν σταυρό μου, καὶ νὰ ἀνάψω τὰ καντήλια, καθὼς ἐνύχτωνε, ἄκουσα κάτι κρότους, μὰ κρότους παράξενους πολύ, σ᾽ ἐκεῖνο τὸ διπλανὸ τὸ χτίριο μὲ τὰ μάρμαρα, ποὺ λένε πὼς εἶναι στοιχειωμένο… Πάλι μιὰ νύχτα, ἔβλεπα στ᾽ ὄνειρό μου πὼς βρισκόμουν στὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας, κ᾽ ἐκεῖ εἶδα τάχα ἕνα πρᾶμα παράξενο πολύ, νὰ προβάλῃ καὶ νὰ βγῇ ἔξω καὶ νὰ κυλιστῇ, ἀπὸ κεῖνο τὸ στοιχειωμένο χτίριο… Καὶ μοῦ ἐφάνη τάχα, πὼς ἦρθ᾽ ἕνα κορίτσι ὄμορφο, μὰ ὄμορφο πολύ, ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του, καὶ μοῦ ἔδωκε ἕνα λουλουδάκι λευκό, μοσχομυρωδᾶτο, καὶ μοῦ εἶπε: «Νά, δῶσ᾽ το αὐτὸ τοῦ γυιοῦ σου, νὰ μυριστῇ· εἶναι ἄνθος τῆς Ἐδέμ». Ἔξαφνα, γυρίζει πίσω ἐκεῖνο τὸ πρᾶμα, τὸ παράξενο, τὸ μαῦρο καὶ κατακόκκινο, ποὺ εἶχε πηδήσει ἀπὸ τὸ χτίριο τὸ παλιό, γυρίζει πίσω θεριωμένο καὶ ρίχνετ᾽ ἐπάνω μου κ᾽ ἐζητοῦσε νὰ μοῦ ἁρπάξῃ ἀπ᾽ τὰ χέρια τὸ λουλούδι ποὺ μοῦ εἶχε δώσει ἡ ὄμορφη κοπέλα, ποὺ φαίνεται νὰ ἦτον ἡ Ἁγία Ἀναστασία… Στὴν ἴδια στιγμὴ ἡ Ἁγία φαίνεται πάλι, σὰν νά ᾽βγαινε ἀπ᾽ τὴν Ἁγία Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, καὶ μ᾽ ἕνα κλωναράκι ἀπὸ βάια ποὺ βαστοῦσε στὰ χέρια, δίνει μιὰ καὶ τοῦ κόφτει τὸ χέρι, τοῦ τρισκατάρατου, ποὺ γύρευε νὰ μοῦ ἁρπάξῃ τὸ λουλούδι… Αὐτὰ εἶδα.
*
* *
Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπλανώμην εἰς τὰ ρεύματα καὶ τοὺς αἰγιαλούς, ἀνὰ τὴν ἀγρίαν ἀκτήν, τὴν βορεινὴν καὶ θαλασσοπλῆγα, καὶ μόνον τὸ δειλινὸν ἐπανῆλθον εἰς τὴν ἔπαυλιν τοῦ Στόγιου διὰ νὰ κοιμηθῶ ὀλίγας ὥρας. Ὅταν ἐξύπνησα, ἡ σελήνη εἶχεν ἀνατείλει, ἀλλ᾽ εἶχα χάσει τὸν ὕπνον μου δι᾽ ὅλην τὴν νύκτα.
Τὰ βήματά μου μ᾽ ἔφεραν καὶ πάλιν πρὸς τὸν ναΐσκον τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἤναψα τεμάχιον λαμπάδος ἐκ κηροῦ μετρίως νοθευμένου, τὴν ὁποίαν εἶχον ἀγοράσει τὴν προτεραίαν εἰς τὴν πολίχνην, τὴν εἶχα δὲ κόψει εἰς τέσσαρα τεμάχια χάριν εὐκολίας, καὶ περιτυλίξας εἰς χαρτίον, τὴν εἶχα βάλει εἰς τὸ θυλάκιόν μου. Τὴν προλαβοῦσαν νύκτα εἶχα λησμονήσει εἰς τὸ θυλάκιόν μου τὰ τεμάχια τῆς λαμπάδος.
Ἐκόλλησα τὸ κηρίον τοῦτο εἰς τὸ μανουάλιον, κ᾽ ἐκάθισα εἰς ἓν τῶν δύο ἢ τριῶν στασιδίων, ὅσα ὑπῆρχον διὰ νὰ ξεκουρασθῶ… Εἶτα ἠθέλησα νὰ γονυπετήσω, καὶ προσεπάθησα νὰ δεηθῶ ἀλλ᾽ ἐρρέμβαζον. Ἔκλεισα τὰ ὄμματα, ἐπαιτῶν ἕνα ὕπνον, ἀλλ᾽ ὁ πόνος ἠγρύπνει ἐντός μου.
Εἰς τὰς ὥρας τῆς μοναξίας τῆς νυκτὸς ἐκείνης, τῶν ἀσυναρτήτων προσευχῶν καὶ τῶν ἀκουσίων βλασφημιῶν, ἔπλεον ὡς ἐν ὀνείρῳ εἰς ἄλλον κόσμον. Ἤκουον ἤχους, ψιθύρους καὶ φωνάς. Μοῦ ἐφαίνετο ὅτι αἱ ἀναμνήσεις καὶ αἱ εἰκόνες, αἱ πολιορκοῦσαι τὸν νοῦν μου, ἐλάμβανον μορφὴν καὶ σῶμα, ἐβόμβουν περὶ τὰ ὦτά μου ὡς σμῆνος ἀπειράριθμον πτερωτῶν ψυχῶν, προσέβλεπον τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας, καὶ μοῦ ἐφαίνετο τόσον ὡραία, ὅσον ἐφάνη ἐν ὀνείρῳ εἰς τὴν ἐξαδέλφην Μαχούλαν. Εἶτα μία ἄλλη μορφὴ μοῦ ἐφάνη ὅτι ἐστάθη ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος, καὶ τὴν ἀπέκρυψε.
Τὴν στιγμὴ ἐκείνην ἤκουσα μέγαν θόρυβον ἔξω, δεξιόθεν τοῦ ναοῦ, εἰς τὸ μέρος ὅπου ἦτο τὸ παλαιὸν κτίριον, τὸ «στοιχειωμένον». Πάραυτα ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μου ἡ διήγησις τῆς ἐξαδέλφης Μαχούλας. Ἔλαβον τὴν λαμπάδα, καὶ ἔτρεξα ἔξω τῆς θύρας.
Αὔρα ἔπνεε ψυχρά, καὶ ἠπείλει νὰ σβήσῃ τὴν λαμπάδα. Ἐπειδὴ ἐδέησε νὰ περιστεγάσω τὸ φῶς διὰ τῆς παλάμης, δὲν ἔβλεπον τίποτε πέραν τοῦ τοίχου τοῦ ναοῦ. Ἡ σελήνη εἶχε περικαλυφθῆ εἰς νέφη. Διέκρινον εἰς τὸ σκιόφως τὸ μαρμάρινον κτίριον, καὶ δὲν ἐνόουν τίποτε. Μοῦ ἐφάνη ὅτι πρᾶγμά τι ἐξεπήδησεν ἐκεῖθεν τοῦ τοίχου καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν· ἴσως ἦτον ἀγριόγατος ἢ νυφίτσα θηρεύουσα εἰς τὸ σκότος.
Ἐπανῆλθον εἰς τὸν ναόν, κ᾽ ἔκαμα τὸν σταυρόν μου. Ἐκάθισα πάλιν εἰς τὸ στασίδιον. Ἡ μορφὴ ἥτις μοῦ ἐφαίνετο παρεστῶσα ἐκεῖ, ἡ φέρουσα τὴν ἁγνότητα εἰς τὰ ὄμματα τὰ κάτω νεύοντα, καὶ τὸν γλυκασμὸν περὶ τὰ χείλη τὰ ἁβρὰ καὶ μελιχρά, μοῦ ἐφάνη ὅτι ἀντήλλασσε νεύματα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας. Μοῦ ἐφάνη ὅτι τὰ χείλη της ἐψιθύριζον ἱκεσίαν, καὶ τὸ βλέμμα τῆς εἰκόνος ἔνευε συγκατάθεσιν…
Ὕπνος τότε μὲ κατέλαβεν, εἰς τὸ στασίδιον ὅπου ἐκαθήμην. Ὁ ὕπνος ἦτον ἄνευ ὀνείρων, ὅλα τὰ ὄνειρα τοῦ τὰ εἶχεν ἀφαιρέσει ἡ ἐγρήγορσις. Μόνον ἐνδομύχως εἰς τὸ βάθος τῆς συνειδήσεως μου, μία φωνή, ἥτις ὡμοίαζε μὲ χρησμόν, ἠκούσθη ἀμυδρῶς νὰ ψιθυρίζῃ: «Ὕπαγε, ἀνίατε· ὁ πόνος θὰ εἶναι ἡ ζωή σου…»
Ἐξύπνησα. Ἐσηκώθην καὶ ἔφυγα. ᾘσθανόμην ἀγρίαν χαράν, διότι ἡ Ἁγία δὲν εἶχεν εἰσακούσει τὴν δέησίν μου.”
(Διὰ τὴν ἀντιγραφήν)
(1900)

 http://papadiamantis.org/index.php/works/58-narration/322-03-31-h-farmakolytria-1900
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...