Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Πανηγυρίζει ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης

Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν. (Μάρκ. η 34-θ 1)


Πανηγυρίζει
 ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης 
στο κέντρο της Αθήνας
 και σας προσκαλούμε να παρευρεθείτε 
στις λατρευτικές εκδηλώσεις σύμφωνα 
με το ακόλουθο Πρόγραμμα

20 Νοεμβρίου 2017
6.00μ.μ Πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός

21 Νοεμβρίου 2017
6.30 π.μ. Ακολουθία του Όρθρου και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία.

 5.00 μ.μ. Μεθεόρτιος Εσπερινός & Παρακλητικός Κανών 
εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακή 12-11-2017

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Θ´ 6 - 11
6 Τοῦτο δέ, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει. 7 ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. 8 δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, 9 καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. 10 Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· 11 ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ·

  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα

6 Ας γνωρίζετε δε τούτο· ότι εκείνος που στο χωράφι του σπέρνει με τσιγκουνιά λιγοστό σπόρο, θα θερίση και λίγο σιτάρι. Και εκείνος που σπέρνει απλόχερα, θα θερίση πολύν καρπόν. (Ο καθένας δηλαδή θα αμειφθή από τον Θεόν ανάλογα με όσα δίνει, κατά την δύναμίν του πάντοτε). 7 Ο καθένας ας δίδη σύμφωνα με την αγαθήν διάθεσιν της καρδίας του, όχι με λύπην η από ανάγκην. Διότι ο Θεός “αγαπά εκείνον, που δίδει με καλωσύνην και γλυκύτητα”. 8 Είναι δε δυνατόν ο Θεός να σας δώση με το παραπάνω κάθε δωρεάν, ώστε πάντοτε, σε κάθε τι, να έχετε κάθε επάρκειαν εις υλικά αγαθά και έτσι να προθυμοποήσθε με το παραπάνω δια κάθε καλόν έργον. 9 Με τον τρόπον δε αυτόν θα πραγματοποιηθή και εις σας εκείνο που λέγει η Γραφή· “εσκόρπισεν αφθόνως τας ελεημοσύνας του, έδωκεν στους πτωχούς· η αρετή του μένει και διαλαλείται πάντοτε”. 10 Ο δε Θεός, ο οποίος “παρέχει εν αφθονία σπόρον στον γεωργόν που σπέρνει, και ψωμί προς τροφήν όλων μας”, είθε να χορηγήση, να ευλογήση και να πληθύνη την σποράν των χωραφιών σας και τα άλλα υλικά αγαθά σας και να αυξήση έτσι τους καρπούς της αγάπης και της καλωσύνης σας προς τους άλλους. 11 Ετσι δε να γίνεσθε πλούσιοι εις κάθε καλόν έργον, εις κάθε γενναιοδωρίαν, η οποία συνεργεί δια μέσου ημών, που εξυπηρετούμεν αυτήν την διακονίαν, να εκφράζωνται ευχαριστίαι προς τον Θεόν.



ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι´ 25 - 37
 
Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; 27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· 28 εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. 29 ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; 30 ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. 31 κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. 32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. 33 Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, 34 καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· 35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. 36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; 37 ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως. 
 
 
25 Και ιδού, κάποιος νομοδιδάσκαλος εσηκώθηκε και με τον σκοπόν να πειράξη τον Χριστόν και να αποδείξη εις αυτόν ότι δεν γνωρίζει τον νόμον του είπε· “διδάσκαλε, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιωνίαν ζωήν;” 26 Ο Κυριος δε του είπε· “στον νόμον τι είναι γραμμένον; Πως αντιλαμβάνεσαι αυτό που διαβάζεις στον νόμον;” 27 Ο νομικός δε αποκριθείς είπε· “στον νόμον είναι γραμμένον, να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην σου την δύναμιν και με όλον σου τον νουν. (Ολος δε ο ευατός σου, ο νους, η καρδία, η θέλησις, η δραστηριότης σου, το πνεύμα και το σώμα, να πλημμυρίζουν από την αγάπην προς τον Θεόν). Να αγαπάς δε και τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”. 28 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πολύ ορθά απήντησες· έτσι να κάνης και θα κληρονομήσης την αιώνιον ζωήν”. 29 Εντροπιασμένος ο νομικός διότι εφάνηκε εις τα μάτια των άλλων ότι δια ζήτημα πολύ γνωστόν ηρώτησεν τον Χριστόν, ηθέλησε να δικαιολογηθή και είπε προς τον Ιησούν· “και ποιός είναι ο πλησίον μου, που πρέπει να αγαπώ σαν τον ευατόν μου;” 30 Επήρε δε ο Ιησούς, εξ αφορμής αυτής της ερωτήσεως, πάλιν τον λόγον και είπε την παραβολήν· “Ενας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ εις την Ιεριχώ και έπεσε εις τα χέρια ληστών, οι οποίοι, αφού του επήραν τα χρήματα, τον εγύμνωσαν, τον επλήγωσαν και έφυγαν, αφήσαντες αυτόν μισοπεθαμένον. 31 Κατά σύμπτωσιν ένας ιερεύς κατέβαινε στον δρόμον εκείνον και, μολονότι είδε τον τραυματίαν, τον επροσπέρασε, χωρίς να του δώση καμμίαν βοήθειαν. 32 Το ίδιο και κάποιος Λευΐτης, όταν έφθασε στο μέρος εκείνο, επλησίασε τον πληγωμένον, τον είδε, αλλά τον επροσπέρασε ασυγκίνητος. 33 Ενας όμως Σαμαρείτης, ο όποιος περνούσε από τον δρόμον εκείνον, ήλθε στο μέρος, όπου κατέκειτο μισοπεθαμένος ο τραυματίας, τον είδε και τον εσπλαγχνίσθηκε. 34 Επλησίασε κοντά του, έδεσε με προσοχήν πολλήν τα τραύματά του, αφού προηγουμένως τα έπλυνε και τα άλειψε μα λάδι και κρασί, τον ανέβασεν στο ζώον του, τον επήγε εις κάποιο πανδοχείον και τον επεριποιήθηκε ο ίδιος. 35 Την άλλην δε ημέρα εβγήκεν από το δωμάτιον του τραυματίου, όπου είχε διανυκτερεύσει, έβγαλε δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχον και του είπε· Περιποιήσου τον, με όσην επιμέλειαν ημπορείς. Και ο,τι εξοδέψεις παραπάνω, εγώ, όταν επιστρέψω από την πατρίδα μου, θα σου το πληρώσω σαν προσωπικόν μου χρέος. 36 Λοιπόν, ηρώτησε τότε ο Κυριος τον νομοδιδάσκαλον, ποιός από τους τρεις αυτούς νομίζεις, ότι εφάνηκε πραγματικός πλησίον και αδελφός δια τον άνθρωπον αυτόν, που είχε πέσει στα χέρια των ληστών;” 37 Εκείνος δε είπε· “αυτός που έκαμε πράξιν ευσπλαγχνίας και αγάπης προς εκείνον”. Είπε λοιπόν εις αυτόν ο Ιησούς· “πήγαινε και συ και πράττε όμοια με αυτόν. (Κανε το καλόν με αγάπην προς όλους, είτε Ιουδαίοι είναι είτε Σαμαρείται είτε φίλοι είτε εχθροί”).



ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ – 12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  Η´  ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ι΄ 25-37)

Ἡ παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη ποὺ ἀκούσαμε σήμερα νὰ μᾶς διηγεῖται τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχει βαθύ ἐκκλησιολογικό περιεχόμενο, δείχνει τὴν πραγματικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο. Εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ ἀπαντηθεῖ τὸ ἑρώτημα: «καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;», ποὺ διατύπωσε κάποιος νομικὸς, θέλοντας νὰ πειράξει τὸν Ἰησοῦ.
Αὐτὴ ἡ παραβολὴ ὅπως κατανοήθηκε καὶ ἑρμηνεύθηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες, δείχνει τὴν ὑπέρβαση, ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, τῶν στενῶν ἐθνοφυλετικῶν ἀντιλήψεων, ἐπισημαίνει τὶς αἰτίες τῆς διαιρέσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ προτείνει τὴ μέθοδο τῆς θεραπείας τοῦ «ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς», δηλ. τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν τόπο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ποὺ στὴν παραβολή μας εἶναι ἡ Ἰερουσαλήμ, καὶ κατευθύνεται πρὸς τὸν κόσμο τῆς ἀποστασίας, τὴν Ἰεριχώ.
Τὸ ἀρχικὸ ἑρώτημα τοῦ νομικοῦ ἦταν: «τὶ ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». Ἡ ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ δόθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο, ὅταν τὸν προκάλεσε ὁ Χριστὸς λέγοντάς του: «ἐν τῷ νόμῳ τὶ γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;». Ὁ νομικὸς ἀναγκάσθηκε νὰ ὁμολογήσει, ὅτι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, σὰν νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός μας, φέρνει μέσα μας τὴν αἰώνια ζωή· «τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ», τοῦ εἶπε ὁ Χριστός.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ποὺ ζοῦσε μὲ τὸ γράμμα τοῦ νόμου εἶχε δύο βασικὰ προβλήματα. Πρῶτο, δὲν μποροῦσε νὰ κατανοήσει τὴν παγκοσμιότητα τῆς ἀγάπης. Χώριζε τοὺς ἀνθρώπους σὲ Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες, σὲ ἀνθρώπους ποὺ πίστευαν στὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ σὲ ἐθνικοὺς εἰδωλολάτρες, δὲν μποροῦσε νὰ ἐννοήσει ὡς «πλησίον» του τὸν ἀλλόθρησκο ἤ τὸν παραβάτη τοῦ νόμου. Δεύτερο, αἰσθανόταν ἄμεσα τὴν ἀνάγκη νὰ εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, δίκαιος. Διαισθανόταν ὅμως, ὅτι δὲν ἀνταποκρινόταν πλήρως στὴν ἐντολή «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν», καὶ οὔτε μποροῦσε νὰ τὴν ἀπορρίψει, γιατὶ ἦταν ἐντολὴ τοῦ Λευϊτικοῦ. Ἐπιχείρησε ὅμως νὰ στενέψει τὰ ὅριά της. Θέλοντας λοιπὸν νὰ δικαιώσει τὸν ἑαυτό του, ρώτησε: «καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;».
Ἡ ἀπάντηση ποὺ δόθηκε μέσα ἀπὸ τὴν παραβολὴ ἀντέστρεψε τὰ πράγματα καὶ διόρθωσε ἔμμεσα τὴν λανθασμένη διατύπωση τοῦ ἐρωτήματος. Ἡ ἐρώτηση ἔπρεπε νὰ τεθεῖ ἀλλιῶς. Ὄχι ποιὸς εἶναι ὁ «πλησίον» μου, ἀλλὰ «πῶς μπορῶ νὰ γίνω πλησίον τῶν ἄλλων;». Κατόπιν ἔκανε σαφὲς, ὅτι κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει πλησίον μας, γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κλείνουμε τὴν ἀγάπη μας μέσα σὲ φυλετικὰ ἤ ἀκόμη καὶ θρησκευτικὰ πλαίσια. Ὁ ἱερέας καὶ ὁ λευΐτης, ποὺ ἦταν ἄνθρωποι τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, φοβήθηκαν καὶ δὲν πλησίασαν στὸν τραυματισμένο ἀπὸ τοὺς ληστὲς. Ὁ ἀλλογενὴς Σαμαρείτης ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀνῆκε στὸ λαό ποὺ καυχιόταν γιὰ τὴν πιστὴ τήρηση τοῦ νόμου, ἐφάρμοσε μὲ ἀκρίβεια τὸ νόμο, ἔδειξε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του. Ἔτσι «ποιῶν ἔλεος» ἔγινε πλησίον «τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς ληστάς».
Γινόμαστε, λοιπὸν, πλησίον τῶν ἄλλων ἀγαπώντας ἀδιάκριτα. Ὅποιος ἀγαπᾶ μόνο τοὺς φίλους του, τοὺς ὁμοθρήσκους του, τοὺς δικούς του, φέρεται ἀνθρώπινα· ὅποιος ὅμως δὲν γνωρίζει αὐτοὺς τοὺς φραγμούς, φέρεται θεϊκά κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης.
Εἶναι σ᾿ ὅλους εὐχάριστο νὰ μιλοῦν ἤ νὰ ἀκοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη. Θὰ πρέπει ὅμως νὰ εἴμαστε ρεαλιστές. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς δυνατότητες τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ ὅπου ὑπάρχει θάνατος, ἐκεῖ κυριαρχεῖ ἡ ἰδιοτέλεια. Ἡ συντριβὴ τοῦ θανάτου καὶ ἡ κοινωνία μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα ν᾿ ἀγαπᾶμε. Ἡ ἀνάπτυξη αὐτῆς τῆς κοινωνίας, ποὺ πραγματοποιεῖται μέσα στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς ἔντονο προσωπικὸ ἀγώνα.
Ἡ ἐπίγεια δικαιοσύνη, ἀγαπητοί ἀδελφοί,  κυνηγᾶ μιὰ ἰσότητα στὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ὁ πανάρχαιος ὅμως νόμος, ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀποκαλύπτει αὐτὴ τὴν ἰσότητα στὸ χρέος καὶ στὴ δυνατότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου νὰ μοιάσει στὸ Θεό. Κι ἕνα εἶναι τὸ θεϊκὸ χαρακτηριστικὸ, ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει δικό του ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀγάπη. Μονάχα ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ μπορεῖ νὰ μιλᾶ γιὰ ἰσότητα καὶ ἐλευθερία. Γιατὶ μονάχα ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ φανερώνεται κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Καὶ μοιάζει στὸν πλάστη του, γιατὶ ξεπερνᾶ τὰ στενὰ ὅρια τῆς γήινης σφαίρας, μὲ τὰ χωρίσματά της σὲ λαούς, σὲ ἔθνη καὶ φυλές, σὲ πλούσιους και φτωχούς, σὲ δυνατοὺς καὶ ἀδύνατους. Μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης ζυγώνει τὸν οὐρανό, ποὺ δὲν πλησιάζεται οὔτε μὲ τὸ νοῦ, οὔτε μὲ τὴ δύναμη, οὔτε μὲ τὴν περηφάνεια καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ ἀνθρώπου. Τὶ σημαίνει στὴν πράξη ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἄλλους, ὅπως γιὰ τὸν ἑαυτό του, μᾶς δίνει μιὰ ἰδέα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει: «τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τὶς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;». Ἀμήν.

ΑΙΚ.Π.

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ – 5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  Ε´  ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιστ΄ 19-31)

Πολλοὶ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου, δὲν πιστεύουν στὴ μετὰ θάνατο ζωή. Λένε «Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος ἐδῶ καὶ ἡ Κόλαση», ἀκόμη «Ποιὸς γύρισε μετὰ τὸ θάνατό του στὴ ζωὴ νὰ μᾶς βεβαιώσει τί γίνεται, ὅταν πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι;» Καὶ ἀφοῦ δέχονται ὅτι ἡ τελευταία τους κατοικία εἶναι ὁ τάφος τους, λένε «φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριο γὰρ ἀποθνήσκομεν».
Ὅμως, ὁ Χριστὸς πολλὲς φορὲς στὸ Εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γι’ αὐτὲς τὶς μεγάλες ἀλήθειες. Ἰδιαίτερα βέβαια μὲ τὴ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο ἀκούσαμε, μᾶς ἀποκαλύπτει μὲ σαφήνεια ὅτι ὑπάρχει ζωὴ μετὰ τὸ θάνατο, ὅτι ὑπάρχει καὶ Κόλαση καὶ Παράδεισος. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ Παράδεισος, δηλαδὴ ἡ αἰώνια ζωὴ μέσα στὴν παρουσία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅπου οἱ δίκαιοι θὰ βλέπουν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ γεμάτο δόξα καὶ λαμπρότητα. Οἱ ἴδιοι θὰ λάμπουν «ὡς ὁ ἥλιος», συντροφιὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς προφῆτες, τοὺς μάρτυρες, τοὺς Ἁγίους, τὴν Παναγία μας μέσα σὲ μία ἀτέλειωτη εὐτυχία, χαρὰ καὶ μακαριότητα. Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ Κόλαση, ἕνας τρόπος ζωῆς μὲ ψυχικὴ ὀδύνη, ἕνα αἰώνιο μαρτύριο. Ὅποιος βρεθεῖ ἐκεῖ ζεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὡς φωτιὰ ποὺ κατακαίει καὶ δὲ σβήνει ποτέ. Ζεῖ καὶ βασανίζεται ἀπὸ τὴν ἔνοχη συνείδησή του.
Πῶς ὅμως καθορίζεται ἡ κατάσταση στὴν ὁποία θὰ βρεθοῦμε μετὰ τὸ θάνατο; Καθορίζεται ἀπόλυτα καὶ μόνο ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ἂν ζοῦμε μία ζωὴ ἀτομικιστικὴ καὶ ὑλιστική, ἂν ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ δὲ μετανοοῦμε, τότε θὰ ἔχουμε τὴν ἴδια τύχη μὲ τὸν πλούσιό της παραβολῆς. Πῶς ἔζησε ἐδῶ στὴ γῆ ὁ πλούσιος; Εἶχε ἀφθονία ὑλικῶν ἀγαθῶν, ντυνόταν μὲ βασιλικὰ ἐνδύματα, τρωγόπινε καὶ καλοπερνοῦσε κάθε μέρα μέσα σὲ μεγάλη πολυτέλεια καὶ σπατάλη. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε καὶ μία εὐκαιρία ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του, τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἦταν πράγματι μία εὐκαιρία νὰ κάνει τὸ καλό, νὰ εὐσπλαχνιστεῖ τὸ Λάζαρο, νὰ τοῦ δώσει νὰ φάει, νὰ τοῦ φερθεῖ μὲ ἀγάπη καὶ καλοσύνη. Παρόλο ποὺ δὲν τοῦ ἔκανε κακὸ καὶ δὲν τὸν καταδίωκε, τὸν ἀγνοοῦσε καὶ ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν κατάστασή του. Ὁ πλούσιος ζοῦσε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὴ ἡ ἔλλειψη συμπάθειας καὶ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὸν ἄλλον, γιὰ τὸν πλησίον μας, εἶναι ποὺ ἀνοίγει τὸ χάσμα μεταξύ του ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ χάσμα μᾶς συνοδεύει καὶ στὴ μετὰ θάνατον ζωή.
Ἂν ὅμως ἀγωνιζόμαστε νὰ ζήσουμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ἂν ζητοῦμε ταπεινὰ τὸ ἔλεός Του καὶ ὑπομένουμε μὲ πίστη τὰ δεινὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὅπως ὁ Λάζαρος, τότε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε τὴν αἰώνια χαρὰ καὶ εὐτυχία. Πῶς ἔζησε ὁ Λάζαρος τὴν ἐπίγεια ζωή του; Ὄχι μόνο δὲν ἀπόλαυσε, ἀλλὰ στερήθηκε τὰ πάντα, περίμενε τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου γιὰ νὰ χορτάσει τὴν πείνα του. Μόνο τὰ σκυλιὰ εἶχε κοντά του ποὺ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Ὑπέφερε ἀλλὰ δὲ φαινόταν νὰ γογγύζει, δὲν τὰ ἔβαζε μὲ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν κατάστασή του, οὔτε κατηγοροῦσε τὸν πλούσιο. Ὑπέφερε καὶ ὑπέμεινε χωρὶς νὰ παραπονιέται, στερήθηκε ἀλλὰ ζοῦσε μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό.
Τελείωσε καὶ γιὰ τοὺς δύο ἡ ζωή, συνεχίζει ὁ Κύριος στὴν παραβολή Του. Ἦλθε ὁ θάνατος καὶ τὰ πάντα ἄλλαξαν. Τελείωσαν οἱ ἀπολαύσεις καὶ τὰ ξεφαντώματα γιὰ τὸν πλούσιο, τελείωσαν καὶ οἱ ταλαιπωρίες γιὰ τὸ φτωχὸ Λάζαρο. Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ πῆραν τὴν ψυχὴ τοῦ Λαζάρου καὶ τὴν πῆγαν στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἦταν ὁ πλουσιότερος, ὁ δικαιότερος, ἀλλὰ καὶ ὁ πιὸ φιλόξενος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Κάποιοι ἄλλοι ἄγγελοι πῆραν καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ πλουσίου καὶ τὴν ὁδήγησαν σὲ ἄλλο τόπο, σκοτεινὸ καὶ μαῦρο. Ἔβλεπε ὅμως ἀπὸ ἐκεῖ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸ Λάζαρο, ποὺ πρῶτα δὲν τὸν ἔβλεπε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του. Ἐδῶ ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Χριστοῦ μᾶς βεβαιώνει πὼς οἱ ψυχὲς μετὰ τὸ σωματικὸ θάνατο ζοῦν καὶ αἰσθάνονται τὴν κατάστασή τους. Ὁ πλούσιος ζώντας τὴν ἀπόλυτη ἀντίθεση καὶ σκεπτόμενος πὼς τότε εἶχε ἀφθονία ἀγαθῶν, πὼς τότε γλεντοῦσε ὅσο πιὸ καλὰ μποροῦσε, ἐνῶ τώρα τὰ ἔχει χάσει ὅλα στὸν τόπο τῆς βασάνου, ζητάει βοήθεια ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. «Πάτερ Ἀβραὰμ λυπήσου με, στεῖλε τὸ Λάζαρο νὰ βρέξει λίγο τὸ δάχτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὰ χείλη μου, γιατί καίγομαι ἐν τὴ φλογὶ ταύτη.» Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἐπίγεια ζωή του στὴν ὁποία ἀπόλαυσε τὰ πάντα καὶ τώρα ὑποφέρει, ἐνῶ ὁ Λάζαρος βασανίστηκε τότε καὶ τώρα παρηγορεῖται. Ὑπάρχει καὶ τὸ χάσμα μεταξὺ Κολάσεως καὶ Παραδείσου ποὺ δὲν ἐπιτρέπει τὴν ἀλλαγὴ τῆς κατάστασης. Θυμᾶται τώρα ὁ πλούσιος τούς δικούς του καὶ ζητάει νὰ σταλεῖ ὁ Λάζαρος στὴ γῆ, νὰ πειστοῦν καὶ νὰ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς τὰ πέντε ἀδέρφια του. Ὅμως, ὅποιος δὲν πιστεύει στὸ κήρυγμα τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν καὶ σήμερα ὅποιος δὲν πιστεύει στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἀνάστασή Του καὶ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, αὐτὸς δὲ θὰ πιστέψει ἔστω κι ἂν κάποιος γυρίσει ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο.
Φαίνεται καθαρά, ἀγαπητοί μου ἀδερφοί, ἀπὸ τὴ σημερινὴ παραβολὴ ὅτι τὸ αἰώνιο μέλλον μας, ἡ Κόλαση ἢ ὁ Παράδεισος κρίνεται ἀπὸ τὴ σύντομη καὶ πρόσκαιρη ἐπίγεια ζωή μας. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ποῦ θὰ βρεθοῦμε. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ: « Ἄρα οὒν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας», δηλαδή, ὅσο ζοῦμε καὶ ἔχουμε καιρὸ ἂς κάνουμε τὸ καλὸ πρὸς ὅλους γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν κόλαση καὶ νὰ κερδίσουμε τὸν παράδεισο. Ἀμήν.


Π.Κ

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...