Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ – 10 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  Ι΄  ΛΟΥΚΑ
Λουκ. ιγ΄, 10-17

«Ἐκεῖνο τὸν καιρό, δίδασκε ὁ Ἰησοῦς κάποιο Σάββατο σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγές. Καὶ νά! Ἔρχεται μία γυναίκα ποὺ εἶχε πνεῦμα ἀσθένειας δεκαοκτὼ χρόνια, καὶ ἦταν συγκύπτουσα, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σηκώση καθόλου τὸ κεφάλι της. Καὶ ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴ φώναξε καὶ τῆς εἶπε· γυναίκα, ἐλευθερώνεσαι ἀπὸ τὴν ἀσθένεια σου· καὶ ἔβαλε τὰ χέρια του ἐπάνω της· καὶ ἀμέσως στάθηκε ὄρθια, καὶ δόξαζε τὸ Θεό. Ἀποκρίθηκε δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος γεμάτος ἀγανάκτηση, διότι θεράπευσε ὁ Ἰησοῦς τὸ Σάββατο, καὶ εἶπε στὸν ὄχλο· ἕξι μέρες εἶναι, ποὺ πρέπει νὰ ἐργάζεσθε· σ᾽ αὐτές, λοιπόν, νὰ ἔρχεστε καὶ νὰ θεραπεύεσθε καὶ ὄχι τὴ μέρα τοῦ Σαββάτου. Ἀποκρίθηκε τότε σ᾽ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· ὑποκριτή, ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς τὸ Σάββατο δὲν λύνει τὸ βόδι του ἤ τὸ γαϊδούρι του ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ πηγαίνει νὰ τὸ ποτίση; Αὐτὴ ἐδῶ ποὺ εἶναι ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, καὶ τὴν ἔδεσε ὁ σατανᾶς, ἐδῶ καὶ δεκαοκτὼ χρόνια, δὲν πρέπει νὰ λυθῆ ἀπὸ τὸ δέσιμο αὐτὸ τὴ μέρα τοῦ Σαββάτου; Καὶ ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ καταντροπιάζονταν ὅλοι ποὺ ἦταν ἀντίθετοι σ᾽ αὐτόν, καὶ ὅλος ὁ ὄχλος χαιρόταν γιὰ ὅλα τὰ ἔνδοξα ποὺ γινόταν ἀπ᾽ αὐτόν».
* * *
Μὲ τὴ θεραπεία τῆς συγκύπτουσας γυναίκας τὴ μέρα τοῦ Σαββάτου, ποὺ ἔκαμε σήμερα ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς δίδαξε τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ποὺ εἶναι ἡ ἀγαθοεργία καὶ ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Τὸ Σάββατο ἦταν γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες ἡμέρα ἀργίας, ὅπως εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς ἡ ἡμέρα της Κυριακῆς. Ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς εἶναι ἀφιερωμένη στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Κυριακή. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια, τὰ χρόνια τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ σταματοῦσαν ἀπὸ κάθε ἐργασία, συνάγονταν στοὺς ἱεροὺς Ναοὺς καὶ ἔκαμαν ἱερὴ σύναξη, δηλαδὴ τελοῦσαν τὴ θεία Λειτουργία. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Κύριο, καὶ ὅποιος τὴ μέρα αὐτὴ, τῆς Κυριακῆς, ἐργάζεται, λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, τὸ κέρδος αὐτὸ εἶναι τοῦ διαβόλου. Ὁ πιστὸς καὶ καλὸς χριστιανὸς ἀργεῖ τὴ μέρα τῆς Κυριακῆς ἀπὸ κάθε ὑλικὸ ἔργο καὶ πηγαίνει στὴν Ἐκκλησία νὰ λειτουργηθῆ. Μὲ τὴ θεία Λειτουργία ὁ χριστιανὸς γίνεται μέτοχος καὶ κοινωνὸς τοῦ ὑπερτάτου μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας· τελεῖ μαζὶ μὲ τὸν Ἱερουργὸ Ἱερέα τὴν ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ τελέστηκε ἐπάνω στὸ Γολγοθᾶ, καὶ συνεχίζεται ἀπαράλλακτα μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ θεῖο Λειτουργὸ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἐδῶ στὸν Ἱερὸ Ναό, κάθε φορά, ποὺ τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία, στὴ μέση τῆς Ἱερῆς Σύναξης, στέκει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καθὼς μᾶς τὸ εἶπε: «ο γρ εσι δο  τρες συνηγμνοι ες τ μν νομα, κε εμι ν μσ ατν». Αὐτὸς εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος, ὁ Λειτουργὸς καὶ θυσιαζόμενος Ἀμνὸς γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Ἐμεῖς βλέπουμε ἄνθρωπο, τὸν Ἱερέα νὰ τελῆ τὴ Θεία Λειτουργία, ὁμοιοπαθῆ σὰν καὶ μᾶς, ἤ καὶ πολλὲς φορὲς καὶ πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει ὁ πονηρὸς νὰ δοῦμε τὴν ἱερωσύνη τοῦ Λειτουργοῦ Ἱερέα, ποὺ καίει μέσα σὰν γλώσσα φωτιᾶς, καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ φλόγα τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς, ποὺ ἄναψε τὴ μέρα τῆς χειροτονίας του καὶ δὲν σβήνει ποτέ. Αὐτὴ ἡ φωτιὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι σὲ κάθε Ἱερέα τελεῖ τὰ θεῖα μυστήρια.
Εἶναι ἀλήθεια ἀδιάψευστη τῆς πίστης μας, ὅτι τώρα, ποὺ εἴμαστε στὴν Ἐκκλησία καὶ τελοῦμε τὴ θεία Λειτουργία, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄλλη φορὰ ποὺ τελεῖται τὸ Θεῖο αὐτὸ μυστήριο, ὁ Χριστὸς εἶναι ἀνάμεσα μας· αὐτὸς λέει μὲ τὸ στόμα τοῦ λειτουργοῦ Ἱερέα: «λβετε, φγετε …», καθὼς καὶ τὸ «πετε ξ ατο πντες …». Ἐρχόμαστε κάθε Κυριακὴ στὴ Θεία Λειτουργία, γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, καὶ ὅσοι ἔχουν καθαρὴ καρδιὰ τὸν βλέπουν. Αὐτὸ θὰ πῆ Θεία Λειτουργία, πραγματικὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ εἶπε στοὺς μαθητές του λίγο πρὶν ἀναληφθῆ στοὺς οὐρανούς: «κα δο γ μεθ μν εμι πσας τς μρας ως τς συντελεας το αἰῶνος». Καὶ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Κυρίου δὲν πρόκειται νὰ διαψευσθοῦν ποτέ.
Ὁ Χριστὸς εἶναι πάντα μαζί μας, σὲ κάθε ἱερὴ σύναξη, ὅπου τελοῦμε τὴ Θεία Λειτουργία. Καὶ ὅπως τότε ἀνόρθωσε μὲ τὰ θεϊκά του χέρια τὴ συγκύπτουσα γυναίκα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀσθένειας, ποὺ ἦταν δεμένη δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια, ἔτσι καὶ μεῖς τώρα ἀνορθωνόμαστε πνευματικά, καθὼς παίρνουμε ἀπὸ τὰ ἅγια χέρια τοῦ Λειτουργοῦ Ἱερέα τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πραγματικὰ ὅταν κοινωνοῦμε τὰ ἄχραντα μυστήρια λαμβάνουμε μέσα μας ὅλο τὸ Χριστό· γινόμαστε κοινωνοὶ θείας φύσης· γινόμαστε χριστοφόροι· γινόμαστε μέτοχοι τῆς αἰώνιας ζωῆς. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ Θεία Κοινωνία γίνεται κληρονόμος τῆς αἰώνιας Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


π. Γ.Δ.Σ.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ – 3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΔ΄  ΛΟΥΚΑ
Λκ. ιη΄, 35-43

Ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή, πού διαβά­στηκε στούς Ἱερούς Ναούς, ἀναφέρεται στήν θεραπεία ἑνός τυφλοῦ ἀπό τόν Χριστό στήν Ἱεριχώ. Ὅταν ὁ τυφλός πλησίασε τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν ρώτησε: «Τί σοι θέλεις ποιῆσαι;». Ἡ ερώτηση τοῦ Χριστοῦ μᾶς βάζει σε σκέψεις. Δέν γνωρίζει ὁ Χρι­στός τί θέλει ἔνας τυφλός, πού ἀπεγνωσμένα τόν παρακαλεῖ: «Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Δαυΐδ, ἐλέησόν με»; Γνω­ρίζει πολύ καλά καί τίς σκέψεις καί τίς ἐπιθυμίες μας ὁ Χριστός, σάν Θεός. Ἀλλά θέλει ἀπό τόν άνθρωπο νά τίς ἐκφράσει καί νά τίς ὁμολογήσει μπρο­στά του. Ὅταν, λοιπόν, ὁ τυφλός ὁμολογεῖ «ἵνα ἀναβλέψω», ὁ Χριστός, γιά νά δείξει στούς ανθρώ­πους πώς εἶναι ὁ δημιουργικός Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἔν, ὅ γέγονεν» (Ἰωάν. Α΄ 2), ἀπαντᾶ στόν τυφλό: «Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Τό θαῦμα, λοιπόν, τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστης τοῦ τυφλοῦ. Πάντα, σάν ἀπαραίτητος ὄρος, για νά εκδηλωθεῖ ἡ εὐεργετική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ζητεῖται ἡ πίστη.
Ἡ πίστη εἶναι ἡ θύρα, πού ἀνοίγεται κι ἐπιτρέπει στόν Θεό νά μπεῖ στόν ἄνθρωπο, σάν ἐλεύθερη καί ὑπεύθυνη προσωπικότητα. Ὅταν ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο, δίνει ἕνα πρόσταγμα: «γεννηθήτω φῶς» καί ὁ λόγος ἀμέσως γίνεται ἔργο. Μά ὅταν πρόκειται νά θαυματουργήσει ἐπάνω στόν ἄνθρωπο ἐρωτᾶ: «Θέλεις;». Ἡ ὕλη εἶναι τυφλή καί ἀνελεύθερη, ὑποταγμένη σέ φυσικούς νόμους πού ὁ Θεός, πού τούς ἔθεσε, μπορεῖ καί νά τούς ἀναστέλλει. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐνσυνείδητη καί αὐτοδιάθετη προσωπικότητα. Ἐλεύθερη, πού, ἄν θέλει, ἄνοίγει καί κλείνει τήν θύρα στό Θεό. Ἡ ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων εἶναι σάμ­πως νά δεσμεύει τή θεία δύναμη. Τό ἀντίθετο συμ­βαίνει μέ τήν πίστη. Τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ στήν Ἰεριχώ εἶναι αποτέλεσμα τἡς θείας δύ­ναμης καί τῆς πίστης τοῦ τυφλοῦ.
Ἡ πίστη εἶναι δύναμη. Οὔτε στήν σωματική ῥώμη, οὔτε στήν ὀξύτητα τῆς διάνοιας, οὔτε στήν ἀντοχή τῶν μηχανῶν εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά στήν πίστη του. Στήν ἀόρατη ἐκείνη δύναμη, πού κινεῖ τό σῶμα καί τό ρίχνει στούς ἀγῶνες, πού ξυπνάει τήν σκέψῃ καί θέτει σ’ αὐτόν σκοπούς, πού μεταβιβάζει στήν ἀδράνεια τῶν μηχανῶν τήν ἀνθρώ­πινη θέληση.
Τίποτε δέν γίνεται στόν βίο χωρίς πίστη. Καί ὁ γεωργός, πού πετάει τόν σπόρο στό χῶμα, καί ὁ ναυτικός, πού ξεκινάει σ’ ἄγνωστο ταξίδι, καί ὁ στρατηγός, πού μπαίνει σέ ἀβέβαιη μάχη, ὅλοι ξεκινούν μέ τήν πίστη. Μέχρι σ’ ἕνα σημεῖο ἔχουν τά δεδομένα τῆς πεί­ρας καί τά ὀρθά συμπεράσματα, στά ὁποῖα κατα­λήγει ὁ λογισμός. Μά δέν εἶναι αὐτές ἀρκετές προϋποθέσεις γιά νά στηριχθεῖ ἐπάνω τους μία με­γάλη καί γενναία ἀπόφαση. Τή ζωή δέν τήν διέπουν μόνο φυσικοί νόμοι καί λογικές σχέσεις, μά καί αὐ­θόρμητοι ἄλλοι παράγοντες. Ἄν ἦταν νά κινεῖται ὁ ἄνθρωπος μόνο μέ τόν λογισμό, τότε δέν θά ἀποφά­σιζε τίποτε μεγάλο στή ζωή του, γιατί ὅπως τό εἶπε ὁ ἀρχαῖος: «λογισμός ὅκνον φέρει». Ὅ,τι λοιπόν δίνει στόν ἄνθρωπο ἀξία καί τόν κάνει ἔλεύθερο, ἔξω καί ἐπάνω ἀπό τά ἔργα τῶν χειρῶν του, κυρίαρχο τῆς ὑλικῆς φύσης μέσα στήν ὁποία ζεῖ καί τήν ὁποία κατακτᾶ, εἶναι ἡ πίστη του: Ἡ ἐσωτερική ἐκείνη ἐνέργεια, πού τόν φωτίζει καί τόν θερμαίνει, πού τοῦ γεννᾶ τήν συνείδηση καί τήν θέληση τοῦ ἑαυτοῦ του καί τήν εὐθύνη τῶν πράξεών του. Ἡ δύ­ναμη ἐκείνη, πού τόν κινεῖ καί τόν κάνει νά ἀγωνί­ζεται καί νά νικᾶ, νά πάσχει καί νά θυσιάζεται. Ὄντως, «μεγάλα τά τῆς πίστεως κατορθώματα»! Ὅ,τι ἔχει σήμερα ἡ ζωή μας, για τό ὁποίο καυχώμαστε, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστης, πού ἐμπνέει τόν ἄν­θρωπο καί τόν κινεῖ σέ ἐργασία καί δικαιώνει τόν μόχθο του καί προάγει τόν βίο του καί νικᾶ τόν κόσμο καί τόν θάνατο.
Ἅς ἐντοπίσουμε τό λόγο στή θρησκευτική πίστη, σ’ ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἐκτός ἀπό ὅ,τι μέ φυσικό τρόπο ἀποκαλύπτει ὁ Θεός στόν ἔξω κόσμο καί μέσα στόν ἄνθρωπο, οἱ ἄλλες θρησκευτικές ἀλήθειες, πού ἀποκαλύπτονται ὑπερφυσικά, γίνονται δεκτές μόνον μέ τήν πίστη. Ἡ νόηση, σάν ψυχική λειτουργία, δέν φτάνει τίς ἀλή­θειες τῆς Ἀποκάλυψης καί ἡ λογική, σάν ὄργανο, δέν τίς συλλαμβάνει. Ἀλλιῶς δέν θά ἦσαν ἀλήθειες «ἐξ ἀποκαλύψεως Θεοῦ» ἀλλά, «ἐξ ἀνακαλύψεως» ἀνθρώπου. Τότε δέν θά μιλούσαμε γιά πίστη καί θρησκεία, μά γιά γνώσῃ καί ἐπιστήμη. Πέρα ἀπό τήν ἐπιστήμη εἶναι ἡ θρησκεία, ἔνας κόσμος ὁλόκληρος.
Κάτι, ὄχι μόνον ἀσυγκρίτως πολύ περισσότερο, μά τελείως διαφορετικό εἶναι ἡ πίστη ἀπό τήν γνώσῃ. Ἄλλης τάξεως, πνευματικῆς καί ἠθικῆς, ἀξία. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι, πού προσκρούουν, ὅσοι περιορίζονται νά βλέπουν μόνον μέ τήν λογική γνώση καί ἀκόμη περισσότερο, ὅσοι μένουν στήν «κατ’ αἴσθηση ἀντίληψη».
Ἡ θρησκευτική πίστη, ἡ πεποίθηση δηλαδή στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ κι ἡ ἐμπιστοσύνη στό λόγο του, εἶναι ἡ μεγάλη καί ἀκατανίκητη ἠθική δύναμη μέσα στόν ἄνθρωπο. Ἡ δύναμη, πού κάνει τόν άνθρωπο μέσα στήν ὑλική δημιουργία. Γιατί βέβαια πίσῳ ἀπό τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνική, μέ τίς ὁποίες ὁ ἄνθρωπος ἐπιβάλλει τή θέλησή του στόν υλικό κόσμο, πίσω ἀπό τίς ὑλικές δυνάμεις καί τίς ποσότητες, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, σάν δύναμη ἠθική καί σαν ποιότητα. Εἶναι ἡ πίστη καί τό ἦθος τοῦ ἀνθρώπου. Μέ τήν αἴσθηση, τήν λογική καί τήν γνώσῃ ὁ ἄνθρωπος συνδέεται, κατά τόν νόμο τῆς αἰτιότητας καί τῆς ἀνάγκης, μέ τόν υλικό κόσμο. Μέ τήν πίστη συνά­πτεται, κατά τόν νόμο τοῦ πνεύματος καί τῆς ἐλευ­θερίας, με τόν Θεό.
Ὁ καρπός ὅμως τῆς πίστης εἶναι τά καλά ἔργα. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι θεωρία καί φιλοσοφικό σύ­στημα. Εἶναι πίστη καί ζωή, ἀλήθεια καί ἁγιότητα. Ὁ Χριστός εἶπε «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ἡ ὁδός, πού οδηγεῖ στήν σωτηρία, ἡ σωτηρία, πού ὑπάρχει στήν ἀλήθεια, ἡ ἀλήθεια, πού εἶναι πίστη καί ζωή. Ὁ Ἀπόστολος Παύλος ἀριστοτεχνικά σέ μία φράση ἐκφράζει τή σχέση, πού ὑπάρχει ἀνά­μεσα στήν πίστη καί τά ἔργα τοῦ χριστιανοῦ. «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης», λέει καί ἐννοεῖ πώς χριστιανισμός θά πεῖ νά πιστεύει κανείς στήν ἀλήθεια και να πραγματώνει τἡν πίστἡ του σε ἔργα ἀγάπης.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Ἀπό αὐτή τήν πίστη, πού ὁλοκληρώνεται σέ ἔργα ἀγάπης, ἔχουμε ἰδιαίτερη ἀνάγκη σήμερα, πού καί οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἔχουν παγώσει ἀπό τόν ἐγωισμό καί ἡ ἀπιστία καί ὁ θεωρητικός καί πρακτι­κός ὑλισμός ἔχουν κυριολεκτικά κυριαρχίσει στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων. Ἀμήν.


π. Δ.Χ.Δ.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής 26 Νοεμβρίου 2017





ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 1 - 7
1 Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ, ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, 2 μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πρᾳότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, 3 σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης. 4 ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· 5 εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· 6 εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων, καὶ ἐν πᾶσιν ὑμῖν. 7 Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.

  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα


ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 1 - 7
1 Σας παρακαλώ, λοιπόν, και σας εξορκίζω εγώ, ο οποίος είμαι φυλακισμένος και αλυσοδεμένος δια το όναμα του Κυρίου, να ζήτε και να συμπεριφέρεσθε, όπως ταιριάζει εις την υψηλήν κλήσιν, με την οποίαν έχετε προσκληθή από τον Θεόν. 2 Δηλαδή να ζήτε και να φέρεσθε με κάθε ταπεινοφροσύνην και πραότητα, με ανοχήν απέναντι των άλλων και μεγαλοκαρδίαν, ανεχόμενοι ο ένας του άλλου τας αδυναμίας με αγάπην, 3 να επιμελήσθε και να αγωνίζεσθε να διατηρήτε την ενότητα, με την οποίαν το Πνεύμα το Αγιον σας έχει συνδέσει, έχοντες ως σύνδεσμον την ειρήνην, η οποία θα βασιλεύη μεταξύ σας και θα σας ενώνη εις ένα πνευματικόν σώμα. 4 Είσθε ένα πνευματικόν σώμα και έχετε ένα και το αυτό Πνεύμα Αγιον, που σας ζωογονεί, καθώς επίσης έχετε κληθή όλοι εις μίαν και την αυτήν ελπίδα της κλήσεώς σας. 5 Ενας και μόνος είναι ο Κυριος, μία είναι η πίστις όλων των Χριστιανών, ένα το βάπτισμα που έχουν λάβει. 6 Ενας και μόνος ο Θεός και Πατήρ όλων, αυτός ο οποίος κυριαρχεί επί όλων ανεξαιρέτως και δια μέσου όλων ενεργεί και φανερώνει την αγαθήν του πρόνοιαν, και μέσα εις όλους μας κατοικεί. 7 Εις τον καθένα δε από ημάς εδόθη η χάρις, τα χαρίσματα και αι δωρεαί, σύμφωνα με το μέτρον, με το οποίον δικαίως και σαφώς μοιράζει ο Χριστός τας δωρεάς του. (Ας μη υπάρχουν, λοιπόν, ζηλοφθονίαι μεταξύ σας, διότι τα χαρίσματα είναι δώρα του Θεού, δια την εξυπηρέτησιν όλων).



ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΗ´ 18 - 27
18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς, ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.

  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα

18 Και τον ηρώτησε κάποιος άρχων, λέγων· “Διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω, δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” 19 Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς· “εφ' όσον με θεωρείς απλούν άνθρωπον, διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανένας δεν είναι απολύτως αγαθός, στον οποίον και να ταιριάζη πλήρως το όνομα αυτό, ει μη μόνον ο Θεός. 20 Γνωρίζεις τας εντολάς· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. 21 Εκείνος δε είπε· “όλα αυτά τα εφύλαξα εκ νεότητός μου”. 22 Οταν ήκουσε τα λόγια αυτά ο Ιησούς του είπε· “ένα ακόμα σου λείπει· όλα όσα έχεις πώλησέ τα και μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης έτσι θυσαυρόν στον ουρανόν και εμπρός ακολούθησέ με ως πιστός και υπάκουος μαθητής μου”. 23 Εκείνος, όταν ήκουσε αυτά, ελυπήθηκε βαθύτατα· διότι ήτο πολύ πλούσιος και είχε προσκόλλησιν εις τα πλούτη του. 24 Οταν δε τον είδε ο Ιησούς καταλυπημένον να φεύγη, είπε στους μαθητάς του· “πόσον δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν εις την βασιλείαν του Θεού! 25 Διότι είναι ευκολώτερον να περάση μια γκαμήλα από την μικρή τρύπα που ανοίγει ένα βελόνι, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26 Εκείνοι δε που τον ήκουσαν είπαν· “και ποιός είναι δυνατόν να σωθή, αφού λίγο-πολύ όλοι ανακατευόμεθα με τα χρήματα και ελκυόμεθα από τα χρήματα; 27 Ο δε Κυριος είπεν· “τα αδύνατα δια τους ανθρώπους είναι κατορθωτά και δυνατά στον Θεόν”.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ – 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2017

imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ  ΙΓ΄  ΛΟΥΚΑ
Λουκ. ιη΄, 18-27

Ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε σήμερα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μᾶς ἀναγκάζει νά μιλήσουμε πάλι γιά τό πάντα ἐπίκαιρο ἀλλά καί πολύ δύσκολο θέμα τοῦ πλούτου. Καί εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού δημιούργησαν τό θέμα τοῦ πλούτου καί τό ἔκαναν τό δυσκολότερο ἴσως πρόβλημα, μέ τόσες διαφορετικές γνῶμες πού περιέπλεξαν τή διαχείρισή του.
Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή μᾶς διηγεῖται ἕνα γεγονός ἀπό τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Πλησίασε τό Χριστό ἕνας νέος ἄνθρωπος καί τόν ρώτησε: «Ἅγιε διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάνω, γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;» Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· «Γιατί μέ λές ἅγιο; Κανένας δέν εἶναι ἅγιος παρά μόνο ἕνας, ὁ Θεός. Τίς ἐντολές τίς ξέρεις. Τήρησε τίς ἐντολές». Κι ὁ ἄνθρωπος ἀπάντησε: «Ὅλ᾽  αὐτά τά ἐτήρησα πιστά ἀπό τό μικρά μου χρόνια». «Ἕν᾽ ἀκόμα σοῦ λείπει» συνεχίζει ὁ Ἰησοῦς: «ὅλα ὅσα ἔχεις, πούλησέ τα, μοίρασέ τα στούς φτωχούς καί θά ’χεις θησαυρό στόν οὐρανό˙ ὕστερα ἔλα κι ἀκολούθα με». Μά ὅταν ἄκουσε αὐτά, ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε σέ μεγάλη λύπη, γιατί ἦταν πολύ πλούσιος. Ὅταν τόν εἶδε τόσο λυπημένο, ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Δύσκολα ἐκεῖνοι πού ἔχουν τά χρήματα θά μποῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί εἶναι πιό εὔκολο νά περάσει ἡ τριχιά ἀπό τήν τρύπα τῆς βελόνας, παρά πλούσιος νά μπεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Καί ποιός λοιπόν μπορεῖ νά σωθεῖ ἀποροῦν ὅσοι τόν ἄκουσαν. Κι ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Τά ἀδύνατα γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι δυνατά γιά τό Θεό».
Τό εὐαγγελικό αὐτό κείμενο εἶναι μιά σαφής ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στό σύνθετο ἐρώτημα πού βασανίζει τόν κόσμο: Τί εἶναι ὁ πλοῦτος γιά τόν ἄνθρωπο, πῶς συνδέεται μέ τούς βαθύτερους πόθους του καί πῶς μπορεῖ νά λυτρωθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ πλούτου; Τί εἶναι λοιπόν ὁ πλοῦτος γιά τόν ἄνθρωπο; Εἶναι ὅλα ὅσα μᾶς δίνει ἡ γῆ γιά νά ζήσουμε. Ὅ,τι ἔχουμε, ἡ γῆ μᾶς τό δίνει καί μέ ὅ,τι μᾶς δίνει ἡ γῆ ζοῦμε. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού σκέφτονται ἀνθρώπινα κι ἑρμηνεύουν τά πράγματα σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους. Καί ὅπως φυσικό εἶναι ἡ γῆ νά παράγει, ἔτσι φυσικό εἶναι νά ζοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ὑπάρχουν ὅμως καί ἄνθρωποι πού σκέφτονται ὅπως τούς ὑπαγορεύει ἡ ὑγειής συνείδηση καί ὅπως τούς ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν, τό γνωρίζουν καλύτερα, ὅτι πίσω ἀπό τούς φυσικούς νόμους εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει καμία φυσική τάξη, πού νά χωρίζει τούς ἀνθρώπους σέ πλούσιους καί φτωχούς, χορτάτους καί πεινασμένους. Ἔτσι χωρίζονται οἱ ἄνθρωποι, γιατί ἐλπίζουν καί ἐπενδύουν στόν πλοῦτο τους. Αὐτά πού μᾶς δίνει ἡ γῆ δέν ἀνήκουν μόνο σέ κάποιους, πού τά μαζεύουν μέ ὅποιο τρόπο μποροῦν.
Ὁ Χριστός καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά ξεπεράσει στή σκέψη του τά ὅρια τῶν φυσικῶν νόμων. Τόν καλεῖ νά καταλάβει, ὅτι αὐτό πού διέπει τήν κίνηση τοῦ κόσμου καί τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι ἡ τυφλή φυσική ἀνάγκη, ἀλλά ὁ φωτισμένος νοῦς καί ἡ ἐλεύθερη συνείδηση. Ὅταν τό καταλάβει αὐτό, τότε μόνο θά μπορέσει νά δεῖ τά πράγματα διαφορετικά. Τότε θά δεῖ, πώς ἡ χορτασιά ἡ δική του δέν εἶναι τό σωστό καί τό δίκαιο, ἡ χορτασιά ἡ δική του εἶναι ἡ πείνα τοῦ φτωχοῦ συνανθρώπου του. Τότε θά δεῖ, πώς ἡ γῆ δέν εἶναι μόνο γι’ αὐτόν, ἀλλά γιά ὅλους ὅσους ζοῦν καί θά ζήσουν πάνω στή γῆ.
Οἱ ἄνθρωποι μιλοῦμε γιά δικαιοσύνη, γιά ἐλευθερία καί εἰρήνη καί πιστεύουμε ὅτι ὅλα αὐτά, πού εἶναι οἱ ἀκοίμητοι πόθοι τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν λαῶν, μποροῦμε νά τά ἐξασφαλίζουμε διεκδικώντας τα καί στηριζόμενοι στούς δικούς μας ἀγῶνες καί στίς δικές μας δυνάμεις. Πιστέψαμε πώς χωρίς τήν πρόνοια καί τό λόγο τοῦ  Θεοῦ, πού μᾶς ἔμαθε αὐτά τά πράγματα, μποροῦμε νά τά ἀποκτήσουμε. Χωρίς Θεό ὁ ἄνθρωπος δουλεύει, ἡ γῆ παράγει καί ὑπάρχουν ὑλικά ἀγαθά ὅσα ποτέ ἄλλοτε, εἶναι ὅμως ὅσο ποτέ ἄλλοτε ἄδικα μοιρασμένα. Χιλιάδες ἄνθρωποι καθημερινά, πεθαίνουν ἀπό τήν πείνα καί ὁ πλοῦτος τῆς γῆς ξοδεύεται γιά πολεμικούς ἐξοπλισμούς ἤ συγκεντρώνεται στά χέρια μερικῶν.
Ὁ Θεός ἀνατέλει τόν ἥλιο καί βρέχει γιά ὅλους. Ἡ γῆ γεννάει γιά νά τρέφονται ὅλοι. Ἡ πνευματική ἀναπηρία τοῦ ἀνθρώπου ὅμως καί ἡ ἠθική τους ἀνικανότητα κάνει τόν πλοῦτο ἐμπόδιο γιά νά ζήσουν οἱ ἄνθρωποι καλύτερα. Ἐξαιτίας του κινδυνεύουν νά χαθοῦν.
Τά ἀγαθά τῆς γῆς δέν τά διαχειριζόμαστε χάριν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά μέ βάση κάποιους νόμους καί κανόνες τῆς οἰκονομικῆς ἐπιστήμης, πού βλέπει τόν ἄνθρωπο σὰν οἰκονομική μονάδα καί σάν μέσον. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος εἶναι Πρόσωπο στόν κόσμο, εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς. Σάν πρόσωπο εἶναι μέλος τοῦ κοινωνικοῦ σώματος, ἐργάζεται, ὄχι γιά νά παράγει καί νά σωρρεύει ὑλικό πλοῦτο, ἀλλά γιά νά χαίρεται τόν κόπο του. Γιά τόν κοινωνικό καί ἐλεύθερο ἄνθρωπο χαρά εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἐργασία, ὁ κόπος του γυρίζει σ’ αὐτόν σάν δίκαιη πληρωμή καί σάν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἐργάζεται, οἰκονομεῖ τόν κόπο του καί ξέρει, πώς ὅσα ἔχει δέν εἶναι δικά του, εἶναι καί γι’ αὐτούς πού θέλουν μά δέν μποροῦν νά ἐργαστοῦν. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀρχίσει νά ὑπηρετεῖ τόν πλοῦτο, ὅταν ζεῖ γιά νά δουλεύει καί νά ἀποθηκεύει τόν πλοῦτο, καί δέν ἐργάζεται γιά νά ζεῖ, ὅταν ἐξαρτᾶ τήν ὕπαρξή του ἀπό τά ἀγαθά του καί ὑποδουλώνεται σ’ αὐτά, τότε χάνει τόν προορισμό του. Τότε ταυτίζει τό «ἔχειν» μέ τό «εἶναι».
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι πλασμένος γιά νά ζήσει, νά ζήσει αἰώνια. Τό ζήτημα εἶναι, τί νομίζουμε πώς εἶναι ζωή. Ὁ πειρασμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά βλέπει γιά ζωή τόν θάνατο. Νά ἀναφέρεται καί νά προσκολλᾶται στά πράγματα καί ὄχι στό Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς. Ὁ νέος τοῦ εὐαγγελίου μέ τό ἐρώτημά του στόν Ἰησοῦ Χριστό ἐκφράζει τήν ἀγωνία καί τόν πόθο κάθε ἀνθρώπου: «Τί νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ εἶναι συγκλονιστικά ἀπόλυτη. Νά ξεχωρίσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τά πράγματα, νά ἐλευθερωθεῖς ἀπό τόν ὑλικό πλοῦτο. Αὐτό εἶναι δύσκολο, ἀκατόρθωτο γιά τόν ἄνθρωπο. Γιά ’κεῖνον ὅμως πού τό θέλει πραγματικά, τό μπορεῖ ὁ Θεός. Ἀμήν.


Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Αποστολικό και Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακή 19-11-2017

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Β´ 14 - 22
14 αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, 15 τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, 16 καὶ ἀποκαταλλάξῃ τοὺς ἀμφοτέρους ἐν ἑνὶ σώματι τῷ Θεῷ διὰ τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τὴν ἔχθραν ἐν αὐτῷ· 17 καὶ ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, 18 ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ Πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα. 19 ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, 20 ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, 21 ἐν ᾧ πᾶσα ἡ οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ· 22 ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἐν Πνεύματι.

Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα


14 Διότι αυτός είναι η ειρήνη όλων μας, ο οποίος τον Ιουδαϊσμόν και τον Εθνισμόν, τα δύο αυτά τα έκαμεν ένα, εκρήμνισε και διέλυσε το μεσότοιχον του Νομου, που σαν ανυπέρβλητος φραγμός εχώριζε τους δύο λαούς· 15 δηλαδή κατέλυσε και εξηφάνισε την έχθραν, που εχώριζε τους δύο λαούς, αφού κατήργησε με την θυσίαν της σαρκός αυτού τον νόμον των εντολών, ο οποίος έδιδε διαταγάς, που εδέσμευαν τον άνθρωπον. Και κατήργησε τον παλαιόν Νομον, δια να αναδημιουργήση και ενώση τους δύο αυτούς λαούς δια του εαυτού του εις ένα νέον άνθρωπον, χαρίζων τοιουτρόπως ειρήνην μεταξύ των· 16 και να συμφιλιώση προς τον Θεόν τους δύο λαούς, ενωμένους εις ένα πνευματικόν σώμα δια της σταυρικής του θυσίας, θανατώσας εν τω προσώπω του και εξαφανίσας την εχθράν και το μίσος. 17 Και αφού κατέβη εις την γην, εκήρυξε το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης εις σας που εζούσατε μακράν από τον Θεόν, και εις ημάς που ήμεθα κοντά του. 18 Διότι δια του Χριστού οδηγούμεθα και πλησιάζομεν προς τον Θεόν Πατέρα και οι δύο λαοί με το αυτό Αγιον Πνεύμα. 19 Αρα δεν είσθε πλέον ξένοι, όπως προηγουμένως, και προσωρινοί πολίται της Εκκλησίας του Χριστού, αλλ' είσθε συμπολίται όλων των αγίων, και οικιακοί του Θεού. 20 Εχετε δε κτισθή επάνω στον πνευματικόν θεμέλιον των Αποστόλων και των προφητών εις μίαν πνευματικήν οικοδομήν, την Εκκλησίαν, της οποίας ακρογωνιαίος και θεμελιακός λίθος είναι αυτός ούτος ο Ιησούς Χριστός. 21 Επάνω δε εις αυτόν και με την δύναμιν αυτού όλη η οικοδομή συναρμολογείται και αυξάνεται κατά τρόπον αρμονικόν, ώστε να γίνη ναός άγιος, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου. 22 Εις αυτόν δε τον ναόν δια του Ιησού Χριστού οικοδομείσθε και σεις μαζή με τους άλλους πιστούς, δια να γίνετε κατοικία, εις την οποίαν θα μένη ο Θεός με το Πνεύμα του.



ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ´ 16 - 21
16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· Ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γεννήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν.


  Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα


16 Είπε δε προς αυτούς και την εξής παραβολήν· “κάποιου πλουσίου ανθρώπου εσημείωσαν εξαιρετικήν ευφορίαν τα χωράφια του. 17 Και αυτός έπεσεν αμέσως εις αγωνιώδην συλλογήν και μέριμναν, λέγων· Τι να κάμω, διότι δεν έχω που να συγκεντρώσω και αποθηκεύσω τους καρπούς των χωραφιών μου; 18 Και ύστερα από μεγάλην σκέψιν είπε· τούτο θα κάμω· Θα κρημνίσω τας αποθήκας μου και θα οικοδομήσω άλλας μεγαλυτέρας, και θα συγκεντρώσω εκεί όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου. 19 Και θα πω εις την ψυχήν μου· Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα για έτη πολλά· απόλαυσε την ζωήν, αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου. 20 Αφού δε ετοίμασε όλα και πριν προλάβη τίποτε από αυτά να απολαύση, του είπεν ο Θεός· ανόητε από την κακίαν σου άνθρωπε και απερίσκεπτε, αυτήν την νύκτα, που επίστευσες ότι θα αρχίση η απολαυστική ζωη σου, απαιτούν να πάρουν από σε χωρίς αναβολήν την ψυχήν σου· αυτά δε που έχεις ετοιμάσει, εις ποίον τώρα ανήκουν; 21 Ετσι παθαίνει και αυτό το τέλος έχει εκείνος, που εγωϊστικά θησαυαρίζει δια τον ευατόν του και δεν προσπαθεί να αποκτήση τον πλούτον των καλών έργων, εις τα οποία ευχαριστείται ο Θεός”.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...