Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ἄκουσε γιὰ τὸν ἀββᾶ Νισθερώ, ποὺ ἤτανε νέος πλὴν ξακουσμένος γιὰ τὴν ἀπάθειά του, κι ἔγραψε στὸν γέροντά του νὰ τὸν στείλει νὰ τὸν δεῖ. Σὰν ἦρθε λοιπόν, τὸν ρώτηξε ὁ γέροντας:
Ἀββᾶ Νισθερώ, πῶς ἀπόχτησες αὐτὴ τὴν ἀρετή, ὥστε ὅποια στενοχώρια καὶ θλίψη νὰ σοῦ τύχει, νὰ μὴ μιλᾶς καὶ νὰ μὴ ταράζεσαι; Κι ἐκεῖνος δὲν ἔλεγε τίποτα.
Μετὰ πολλά, εἶπε:
-Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ. Στὴν ἀρχὴ ποὺ μπῆκα στὸ κοινόβιο, εἶπα στὸν ἑαυτό μου: ἐσὺ κι ὁ γάϊδαρος εἴσαστε ἕνα· ὅπως λοιπὸν τὸ γαϊδούρι δέρνεται καὶ δὲ μιλᾶ, βρίζεται καὶ δὲν ἀποκρίνεται, ἔτσι θὰ κάνεις κι ἐσύ, κατὰ τὸν ψαλμωδὸ ποὺ λέγει «κτηνώδης ἐγενόμην παρὰ σοί, κἀγὼ διὰ παντὸς μετὰ σοῦ».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου