Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Θαύματα του προφήτη Ελισαίου

Βασιλειών Δ΄  (4, 1-38)


ΚΑΙ γυνὴ μία ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν προφητῶν ἐβόα πρὸς τὸν ῾Ελισαιὲ λέγουσα· ὁ δοῦλός σου ἀνήρ μου ἀπέθανε, καὶ σὺ ἔγνως ὅτι δοῦλός σου ἦν φοβούμενος τὸν Κύριον· καὶ ὁ δανειστὴς ἦλθε λαβεῖν τοὺς δύο υἱούς μου ἑαυτῷ εἰς δούλους. 2 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· τί ποιήσω σοι; ἀνάγγειλόν μοι τί ἔστι σοι ἐν τῷ οἴκῳ. ἡ δὲ εἶπεν· οὐκ ἔστι τῇ δούλῃ σου οὐδὲν ἐν τῷ οἴκῳ, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ὃ ἀλείψομαι ἔλαιον. 3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· δεῦρο αἴτησαι σεαυτῇ σκεύη ἔξωθεν παρὰ πάντων τῶν γειτόνων σκεύη κενά, μὴ ὀλιγώσῃς. 4 καὶ εἰσελεύσῃ καὶ ἀποκλείσεις τὴν θύραν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ τῶν υἱῶν σου καὶ ἀποχεεῖς εἰς τὰ σκεύη ταῦτα καὶ τὸ πληρωθὲν ἀρεῖς. 5 καὶ ἀπῆλθε παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν καθ᾿ ἑαυτῆς καὶ κατὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς· αὐτοὶ προσήγγιζον πρὸς αὐτήν, καὶ αὐτὴ ἐπέχεεν ἕως ἐπλήσθησαν τὰ σκεύη. 6 καὶ εἶπε πρὸς τοὺς υἱοὺς αὐτῆς· ἐγγίσατε ἔτι πρός με τὸ σκεῦος· καὶ εἶπον αὐτῇ· οὐκ ἔστιν ἔτι σκεῦος· καὶ ἔστη τὸ ἔλαιον. 7 καὶ ἦλθε καὶ ἀπήγγειλε τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· δεῦρο καὶ ἀπόδου τὸ ἔλαιον καὶ ἀποτίσεις τοὺς τόκους σου, καὶ σὺ καὶ οἱ υἱοί σου ζήσεσθε ἐν τῷ ἐπιλοίπῳ ἐλαίῳ. 8 καὶ ἐγένετο ἡμέρα καὶ διέβη ῾Ελισαιὲ εἰς Σωμάν, καὶ ἐκεῖ γυνὴ μεγάλη καὶ ἐκράτησεν αὐτὸν φαγεῖν ἄρτον. καὶ ἐγένετο ἀφ᾿ ἱκανοῦ τοῦ εἰσπορεύεσθαι αὐτὸν ἐξέκλινε τοῦ ἐκεῖ φαγεῖν. 9 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς· ἰδοὺ δὴ ἔγνων ὅτι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἅγιος οὗτος διαπορεύεται ἐφ᾿ ἡμᾶς διὰ παντός. 10 ποιήσωμεν δὴ αὐτῷ ὑπερῷον τόπον μικρὸν καὶ θῶμεν αὐτῷ ἐκεῖ κλίνην καὶ τράπεζαν καὶ δίφρον καὶ λυχνίαν. καὶ ἔσται ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι πρὸς ἡμᾶς καὶ ἐκκλινεῖ ἐκεῖ. 11 καὶ ἐγένετο ἡμέρα καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ καὶ ἐξέκλινεν εἰς τὸ ὑπερῷον καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ. 12 καὶ εἶπε πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· κάλεσόν μοι τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσεν αὐτήν, καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ. 13 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰπὸν δὴ πρὸς αὐτήν· ἰδοὺ ἐξέστησας ἡμῖν πᾶσαν τὴν ἔκστασιν ταύτην· τί δεῖ ποιῆσαί σοι; εἰ ἔστι λόγος σοι πρὸς τὸν βασιλέα ἢ πρὸς τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως; ἡ δὲ εἶπεν· ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ ἐγώ εἰμι οἰκῶ. 14 καὶ εἶπε πρὸς Γιεζί· τί δεῖ ποιῆσαι αὐτῇ; καὶ εἶπε Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· καὶ μάλα υἱὸς οὐκ ἔστιν αὐτῇ, καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς πρεσβύτης. 15 καὶ ἐκάλεσεν αὐτήν, καὶ ἔστη παρὰ τὴν θύραν. 16 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιὲ πρὸς αὐτήν· εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ὡς ἡ ὥρα, ζῶσα σὺ περιειληφυῖα υἱόν. ἡ δὲ εἶπε· μὴ Κύριε, μὴ διαψεύσῃ τὴν δούλην σου. 17 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ γυνὴ καὶ ἔτεκεν υἱὸν εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ὡς ἡ ὥρα, ζῶσα, ὡς ἐλάλησε πρὸς αὐτὴν ῾Ελισαιέ. 18 καὶ ἡδρύνθη τὸ παιδάριον· καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἐξῆλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ πρὸς τοὺς θερίζοντας, 19 καὶ εἶπε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· τὴν κεφαλήν μου, τὴν κεφαλήν μου· καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ· ἆρον αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ. 20 καὶ ᾖρεν αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τῶν γονάτων αὐτῆς ἕως μεσημβρίας καὶ ἀπέθανε. 21 καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν κλίνην τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέκλεισε κατ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε. 22 καὶ ἐκάλεσε τὸν ἄνδρα αὐτῆς καὶ εἶπεν· ἀπόστειλον δή μοι ἓν τῶν παιδαρίων καὶ μίαν τῶν ὄνων, καὶ δραμοῦμαι ἕως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιστρέψω. 23 καὶ εἶπε· τί ὅτι σὺ πορεύῃ πρὸς αὐτὸν σήμερον; οὐ νεομηνία οὐδὲ σάββατον. ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη. 24 καὶ ἐπέσαξε τὴν ὄνον καὶ εἶπε πρὸς τὸ παιδάριον αὐτῆς· ἄγε πορεύου, μὴ ἐπίσχῃς μοι τοῦ ἐπιβῆναι, ὅτι ἐὰν εἴπω σοι· δεῦρο καὶ πορεύσῃ καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ εἰς ὄρος τὸ Καρμήλιον. 25 καὶ ἐπορεύθη καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ὄρος. καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν ῾Ελισαιὲ ἐρχομένην αὐτήν, καὶ εἶπε πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· ἰδοὺ δὴ ἡ Σωμανῖτις ἐκείνη· 26 νῦν δράμε εἰς ἀπαντὴν αὐτῆς καὶ ἐρεῖς· εἰ εἰρήνη σοι; εἰ εἰρήνη τῷ ἀνδρί σου; εἰ εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ; ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη. 27 καὶ ἦλθε πρὸς ῾Ελισαιὲ εἰς τὸ ὄρος καὶ ἐπελάβετο τῶν ποδῶν αὐτοῦ. καὶ ἤγγισε Γιεζὶ ἀπώσασθαι αὐτήν, καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· ἄφες αὐτήν, ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτῆς κατώδυνος αὐτῇ, καὶ Κύριος ἀπέκρυψεν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ οὐκ ἀνήγγειλέ μοι. 28 ἡ δὲ εἶπε· μὴ ᾐτησάμην υἱὸν παρὰ τοῦ Κυρίου μου; ὅτι οὐκ εἶπα· οὐ πλανήσεις μετ᾿ ἐμοῦ; 29 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιὲ τῷ Γιεζί· ζῶσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ λαβὲ τὴν βακτηρίαν μου ἐν τῇ χειρί σου καὶ δεῦρο· ὅτι ἐὰν εὕρῃς ἄνδρα, οὐκ εὐλογήσεις αὐτόν, καὶ ἐὰν εὐλογήσῃ σε ἀνήρ, οὐκ ἀποκριθήσῃ αὐτῷ· καὶ ἐπιθήσεις τὴν βακτηρίαν μου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ παιδαρίου. 30 καὶ εἶπεν ἡ μήτηρ τοῦ παιδαρίου· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἀνέστη ῾Ελισαιὲ καὶ ἐπορεύθη ὀπίσω αὐτῆς. 31 καὶ Γιεζὶ διῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῆς καὶ ἐπέθηκε τὴν βακτηρίαν ἐπὶ πρόσωπον τοῦ παιδαρίου, καὶ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις· καὶ ἐπέστρεψεν εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ λέγων· οὐκ ἠγέρθη τὸ παιδάριον. 32 καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἰδοὺ τὸ παιδάριον τεθνηκὸς κεκοιμισμένον ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ. 33 καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον· 34 καὶ ἀνέβη καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὸ παιδάριον καὶ ἔθηκε τὸ στόμα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ διέκαμψεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ διεθερμάνθη ἡ σάρξ τοῦ παιδαρίου. 35 καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἀνέβη καὶ συνέκαμψεν ἐπὶ τὸ παιδάριον ἕως ἑπτάκις, καὶ ἤνοιξε τὸ παιδάριον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ. 36 καὶ ἐξεβόησε ῾Ελισαιὲ πρὸς Γιεζὶ καὶ εἶπε· κάλεσον τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσε, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν. καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· λάβε τὸν υἱόν σου. 37 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔλαβε τὸν υἱὸν αὐτῆς καὶ ἐξῆλθε.

Απόδοση

Και μια γυναίκα που η οικογένειά της άνηκε στην τάξη των προφητών φώναξε προς τον Ελισαίο. ο δούλος σου, ο άντρας μου, πέθανε και γνωρίζεις ότι ήταν θεοφοβούμενος άνθρωπος. ο δανειστής του ήρθε να πάρει τους δύο γιούς μου  για δούλος του. και είπε ο Ελισαίος. τι να κάνω; πες μου τι έχεις στο σπίτι σου. και είπε. δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο σπίτι μου παρά λίγο λάδι. Και της είπε. πήγαινε και ζήτησε πολλά άδεια σκεύη απο τους γείτονες σου. και μπές στο σπιτι σου, κλείσε τον πόρτα εσύ και τα παιδία σου,  ρίξε το λάδι που έχεις μέσα στα άδεια σκεύη και αυτά που θα γεμίζουν να τα βάζεις στην άκρη. Αυτό και έκανε, τα παιδιά της έφερναν τα δοχεία  ενώ αυτή έριχνε μέσα λάδι. Και όταν τους ζήτησε δοχείο και αυτοί της είπαν ότι δεν έχουμε άλλο δοχείο, τότε  σταμάτησε και  το λάδι. πήγε και το είπε στον άνθρωπο του Θεού  και της είπε ο Ελισαίορς. Πήγαινε πούλησε το λάδι που μάζεψες και δόσε το για τους τόκους σου και εσύ και τα παιδιά σου  ζήστε με το υπόλοιπο που θα μείνει.


Κάποια μέρα περνούσε ο Ελισαίος απο την Σωμάν και εκεί ζούσε μια γυναίκα μεγάλη και τον κράτηε για φαγητό. και καθε φορά που περνούσε απο εκεί, πήγαινε και έτρωγε σε αυτό το σπίτι. και είπε η γυναίκα στον άνδρα της. Γνωρίζω ότι αυτός ο άνδρας που περνάει πάντα απο το σπίτι μας είναι άγιος άνθρωπος  του Θεού. ας του κάνουμε ένα μικρό δωμάτιο στο πάνω μερος του σπιτιού για να κάθεται και ας του βάλουμε εκεί ενα κρεβάτι, τραπέζι, κάθσμα και  μια λυχνία για να κάθεται καθε φορά που έρχεται.

Μια μέρα ήρθε  ο Ελισαιος και ανέβηκε στο δωμάτιο του και κοιμήθηκε εκεί. και είπε στο βοηθό του τον Γιεζί. Φώναξε μου  αυτή την Σωμανίτισσα. Την φώναξε σταθηκε μπροστά του και  είπε. Πες στη γυναίκα. Εσύ μας έκανες αυτό το δωμάτιογια να μένουμε, εμείς τι θέλεις να σου κάνουμε; να μιλήσουμε στον βασιλιά ή στον άρχοντα του στρατού; ζω ανάμεσα στο λαό και τα έχω όλα. Τότε είπε στο Γιεζί. τι να κάνουμε γι' αυτή;  ο Γιαζί ειπε οτι η γυναίκα αυτή δεν έχει καθόλου παιδιά και ο άνδρας της είναι μεγάλος σε ηλικία. Την φώναξαν και αυτή στάθηκε στην πόρτα. Της είπε ο Ελισαίος. Του χρόνου τέτοια ώρα θα έχεις γιο. αυτή είπε. Μη Κύριε, μη λες ψέματα στην δούλη σου. Και γέννησε γιο η γυναίκα στον ίδιο καιρό που της είπε ο Ελισαίος. Και το παιδί έγινε άνδρας. Κάποια μέρα βγήκε με τον πατέρα του για θερισμό. Και είπε στον πατέρα του. Το κεφάλι μου, το κεφάλι  μου. Ο πατέρας του είπε στον βοηθό να τον πάει  στη μητέρα του. όταν φτάσανε , κοιμήθηκε στα γόνατα της μητέρας του ως το μεσημέρα και μετά πέθανε. Τότε εκείνη τον ανέβασε στο δωμάτιο του ανθρώπου του Θεού τον έβαλε στο κρεβάτι του , έκεισε την πόρτα και βγήκε. Μετά φωναξε τον άνδρα της και είπε. Στείλε με με  τον υπηρέτη, ,με ένα γαιδούρι  για να τρέξω ως τον άνθρωπο του Θεου και να επιστρέψω πάλι. Αυτός της είπε. Γιατί θέλεις να πας σε αυτόν σήμερα; δεν είναι  νουμηνία ούτε σάββατο. Να έχεις ειρήνη του απάντησε. Ετοίμασε το γάιδαρο και είπε στον υπηρέτη, μη με σταματήσεις έως ότου σου πω εγώ. Θα ταξιδέψουμε στον άνθρωπο του Θεού στο όρος Καρμήλιο. Και ταξίδεψε και έφτασε τον άνθωπο του Θεού.Μόλις την είδε ο Ελισαίος είπε στον Γιεζί. Κοίταξε η Σωμανίτισσα εκείνη. Τρέξε γρήγορα προς αυτή και ρώτησε την πως έρχεται, αν είναι καλά αυτή , ο άνδρας της και το παιδί.  Αυτή απάντησε έρχομαι  ήρεμη.  Όταν έφτασε τον Ελισαίο έπεσε στα πόδια του ενώ οταν ο Γιεζί προσπάθησε να την απομακρύνει αυτός του είπε.  αφησέ την , γιατί είναι γεμάτη οδύνη και ο Θεός δεν μου το αποκάλυψε. Αυτή του είπε. Ζήτησα  μήπως εγώ γιό απο τον Κύριο; δε  σου είχα πεί μη με πλανήσεις; και είπε ο Ελισαίος στο Γιεζί. Ζώσου με το ζωνάρι σου και πάρε το ραβδί σου στα χέρια σου και πάμε. και αν βρείς άνδρα μη τον ευλογήσεις και αν σε ευλογήσει άνδρας μη του αποκριθείς. Θα τοποθετήσεις το ραβδί σου στο πρόσωπο του παιδιού. και είπε η μητέρα του παιδιού. Ζεί ο Κύριος και ζεί η ψυχή σου και δεν θα σε εγκαταλείψω. και σηκώθηκε ο Ελισαίος και πορεύθηκε πίσω της. και o Γιεζί προχώρησε μπροστά απο αυτήν και έβαλε το ραβδί του στο πρόσωπο του παιδού και δεν έγινε τίποτα.  γύρισε πίσω και είπε ότι δεν σηκώθηκε το παιδί. Μπήκε τοτε ο Ελισαίος στο σπίτι και το παιδί ήταν ακόμα  πεθαμένο στο κρεβάτι του. όταν μπήκε στο σπίτι,  έκλεισε την πόρτα στου άλλους και προσευχήθηκε στο Κύριο . και ανέβηκε και κοιμήθηκε πάνω στο παιδί και έβαλε τι στόμα του στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του στα μάτια του και τα χέρια του στα χέρια του και ζεστάθηκε το σώμα του παιδιού. και σηκώθηκε και γύριζε  μέσα στο σπίτι εδώ κι εκεί και ανέβηκε και έσκυψε στο παιδί ξανά ως επτά φορές και άνοιξε το παιδί τα μάτια του. Και φώναξε  Ελισαίος τον Γεζί και είπε. Καλέσε την Σωμανίτισσα .  Ήλθε η γύναίκα και της είπε ο Ελισαίος . Λάβε τον γιό σου. και ήλθε η γυναίκα και  έπεσε στα πόδια  του και τον προσλυνησε και έλαβε τον γιό της και βγήκε. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου