Τὸ πᾶν εἶναι ἡ καρδιακὴ ταπείνωση .
–Γέροντα, μπορεῖ νὰ ταπεινώνεται κανεὶς σκεπτόμενος λογικά, χωρὶς νὰ ταπεινώνεται καρδιακά;
–Παλιὰ τὰ μοναστήρια καὶ πολλὰ σπίτια εἶχαν πολὺ χαμηλὲς πόρτες καὶ ἔπρεπε κανεὶς νὰ σκύψη, γιὰ νὰ περάση· ἂν δὲν ἔσκυβε, χτυποῦσε τὸ κεφάλι του. Ἔτσι τὸ μπόι του καμπτόταν λίγο καὶ τὸ κεφάλι του ἔβαζε μυαλό, ὥστε νὰ προσέχη ἄλλη φορά, γιὰ νὰ μὴ σακατεύεται καὶ ρεζιλεύεται.
Μ ̓ αὐτὸ τὸ παράδειγμα θέλω νὰ πῶ ὅτι, ὅταν ταπεινώνεται κανεὶς μὲ τὴν λογική, εἶναι ἴσα-ἴσα γιὰ νὰ μὴ σπάζη τὸ κεφάλι του καὶ χάνη τὴν ὑπόληψή του. Νά, προχθὲς ἦρθε μιὰ ἀδελφὴ καὶ μοῦ λέει: «Γέροντα,μοῦ εἶπε ἡ Γερόντισσα ὅτι, ὅταν ψάλλω, καμαρώνω τὴν φωνή μου, καὶ ἀπὸ τότε τὸ ἔχω στὸν νοῦ μου καὶ προσπαθῶ νὰ ψάλλω πιὸ ταπεινά». «Κατάλαβες αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπε ἡ Γερόντισσα; τῆς λέω. Χρειάζεται νὰ αἰσθανθῆς αὐτὴν τὴν ἀδυναμία σου καὶ νὰ θελήσης νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ αὐτήν. Γιατί, ἂν ἡ προσπάθειά σου νὰ μὴν καμαρώνης τὴν φωνή σου εἶναι μόνον ἐξωτερική, ἁπλῶς γιὰ νὰ μὴ σοῦ ξανακάνη παρατήρηση ἡ Γερόντισσα, τότε μπορεῖ νὰ φθάσης νὰ καμαρώνης ὅλον τὸν ἑαυτό σου».
–Γέροντα, ἐνῶ φέρνω ταπεινοὺς λογισμούς, στὸ βάθος,μέσα μου, ὑπάρχει μιὰ αὐτοεκτίμηση. Πῶς συμβιβάζονται αὐτά;
–Ἐσὺ ἁπλῶς φέρνεις στὸν νοῦ σου ταπεινοὺς λογισμούς, ἀλλὰ αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ δὲν ἀγγίζουν τὴν καρδιά σου. Ἂν ἄγγιζαν τὴν καρδιά σου, θὰ σὲ ἀλλοίωναν ἐσωτερικά, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, καὶ θὰ ἤσουν ἄγγελος. Τὸ πᾶν εἶναι ἡ καρδιακὴ ταπείνωση. Τί λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ; «Ὁ ἀληθινὰ ταπεινὸς δὲν ψάχνει μὲ τὸν νοῦ του νὰ βρῆ τρόπους νὰ ταπεινωθῆ, ἀλλὰ εἶναι πραγματικὰ ταπεινὸς κατὰ τὴν καρδίαν»
Γέροντα, ἂν κανεὶς ταπεινώνεται μόνος του κατηγορώντας τὸν ἑαυτό του: «εἶμαι λειψός, χαμένος, κ.λπ.», αὐτὸ τὸν βοηθάει νὰ ἀποκτήση ταπείνωση;
–Μόνος του εὔκολα κατηγορεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ δύσκολα δέχεται τὴν κατηγορία τῶν ἄλλων. Μόνος του μπορεῖ νὰ λέη: «εἶμαι ἐλεεινός, ὁ πιὸ ἁμαρτωλός, ὁ χειρότερος ἀπ ̓ ὅλους», ἀλλὰ ἕναν λόγο τοῦ ἄλλου νὰ μὴν τὸν σηκώνη. Βλέπεις, ὅταν κάποιος πέφτη μόνος του καὶ χτυπάη, μπορεῖ νὰ πονέση, ἀλλὰ δὲν δίνει καὶ πολλὴ σημασία. Ἤ, ὅταν τὸν χτυπήση ἕνας ποὺ τὸν ἀγαπάει, λέει: «Ἔ, δὲν πειράζει». Ἂν ὅμως λίγο τὸν γρατζουνίση ἢ τὸν σπρώξη κάποιος ποὺ δὲν τὸν συμπαθεῖ, ὤ, τότε νὰ δῆς! Θὰ βάλη τὶς φωνές, θὰ κάνη πὼς πονάει, πὼς δὲν μπορεῖ νὰ περπατήση!Ὅταν ἤμουν στὸ Σινᾶ, ἦταν ἐκεῖ κι ἕνας λαϊκὸς –Στρατὴ τὸν ἔλεγαν –πού, ἂν τὸν φώναζες: «κύριεΣτρατή», σοῦ ἔλεγε: «Ἁμαρτωλὸ Στρατῆ, νὰ λές, ἁμαρτωλὸ τρατῆ». Ὅλοι ἔλεγαν: «Τί ταπεινὸς ποὺ εἶναι!». Ἕνα πρωὶ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ δὲν κατέβηκε στὴν ἐκκλησία. Πῆγε λοιπὸν κάποιος νὰ τὸν ξυπνήση. «Στρατή, τοῦ λέει, ἀκόμη κοιμᾶσαι; τελείωσε καὶ ὁ Ἑξάψαλμος· δὲν θὰ ̓ρθῆς στὴν ἐκκλησία;». Ὁπότε ἐκεῖνος βάζει κάτι φωνές... «Ἐγὼ ἔχω περισσότερη εὐλάβεια ἀπὸ σένα καὶ ἦρθες ἐσὺ νὰ μοῦ πῆς νὰ κατεβῶ στὴν ἐκκλησία;». Ἔκανε σὰν τρελλός... Μέχρι ποὺ πῆρε τὸ κλειδὶ ἀπὸ τὴν πόρτα –ἦταν ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ κλειδιὰ τὰ μεγάλα–, γιὰ νὰ τὸν χτυπήση, γιατὶ θίχτηκε. Τὰ ἔχασαν οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἄκουσαν ἔτσι νὰ φωνάζη, γιατὶ τὸν εἶχαν γιὰ ὑπόδειγμα, γιὰ πολὺ ταπεινό. Ἔγινε ρεζίλι. Βλέπεις τί γίνεται; Μόνος του ἔλεγε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ἀλλά, μόλις θίχτηκε ὁ ἐγωισμός του, ἔγινε θηρίο!Ἕνας ἄλλος στὴν Ἤπειρο εἶχε ἐπιδιορθώσει μιὰ ἐκκλησία. Μόνος του ἔλεγε ὅτι δὲν ἔκανε τίποτε παρὰ μιὰ ψευτιά. Ὅταν ὅμως τοῦ εἶπα: «ὄχι καὶ ψευτιά, κάτι ἔκανες», ὤ, πῶς θύμωσε! «Ἐσὺ θὰ τὴν διόρθωνες καλύτερα τὴν ἐκκλησία; μοῦ εἶπε. Ἐγὼ ξέρω ἀπὸ οἰκοδομές·δὲν εἶμαι μαραγκὸς σὰν κι ἐσένα. Ὁ πατέρας μου ἦταν ἐργολάβος»! Θέλω νὰ πῶ, μόνος του εὔκολα ταπεινώνεται κανείς, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἔχει πραγματικὴ ταπείνωση.
–Γέροντα, ποιά εἶναι ἡ γνήσια, ἡ πραγματικὴ ταπείνωση;
–Ὅταν σὲ ταπεινώνη ὁ ἄλλος καὶτὸ δέχεσαι, τότε ἔχεις πραγματικὴ ταπείνωση, γιατὶ πραγματικὴ ταπείνωση εἶναι ἡ ταπείνωση στὴν πράξη, ὄχι στὰ λόγια. Μιὰ φορὰ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ρώτησε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῆ γύρω του: «Ποιός ἀπὸ σᾶς δὲν ἔχει ὑπερηφάνεια;». «Ἐγώ», εἶπεκάποιος. «Ἔλα ἐδῶ ἐσὺ ποὺ δὲν ἔχεις ὑπερηφάνεια, τοῦ λέει. Κόψε τὸ μισὸ μουστάκι καὶ πήγαινε στὴν πλατεία». «Ἄ, αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ τὸ κάνω», τοῦ ἀπαντᾶ. «Ἔ, τότε δὲν ἔχεις ταπείνωση», τοῦ λέει. Ἤθελε νὰ πῆ ὁ Ἅγιος ὅτι χρειάζεται ἔμπρακτη ταπείνωση.
–Γέροντα, ἐγώ, ὅταν μὲ πειράζουν, ἀντιδρῶ.
–Δὲν ἔχεις ταπείνωση, γι ̓ αὐτὸ ἀντιδρᾶς. Εἶδες ὁ Ἀββᾶς Μωυσῆς τί ταπείνωση εἶχε; Ὅταν τὸν ἔκαναν ἱερέα, θέλησε ὁ ἀρχιεπίσκοπος νὰ τὸν δοκιμάση καὶ εἶπε στοὺς κληρικούς: «Ὅταν μπῆ στὸ Ἱερὸ ὁ Ἀββᾶς Μωυσῆς, νὰ τὸν διώξετε καὶ μετὰ νὰ πᾶτε ἀπὸ πίσω του νὰ ἀκούσετε τί θὰ πῆ». Μόλις λοιπὸν μπῆκε ὁ Ἀββᾶς Μωυσῆς στὸ Ἱερό, τὸν ἔδιωξαν. «Βρὲ κατάμαυρε, τοῦ εἶπαν, τί ζητᾶς ἐδῶ;». «Ἔχουν δίκαιο, εἶπε ἐκεῖνος· τί δουλειὰ ἔχω ἐδῶ μέσα ἐγὼ ὁ κατάμαυρος; Αὐτοὶ εἶναι ἄγγελοι»! Δὲν πειράχθηκε, δὲν θύμωσε.
–Γέροντα, μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι πρᾶος καὶ νὰ μὴν ἀντιδρᾶ, ὅταν τὸν βρίζουν, ἀλλὰ νὰ μὴν ἔχη ταπείνωση;
–Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος εἶναι καὶ πρᾶος. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ὅσοι εἶναι πρᾶοι εἶναι καὶ ταπεινοί. Στὴν πραότητα πρέπει νὰ ὑπάρχη καὶ ἡ ταπείνωση, γιατί, ἂν δὲν ὑπάρχη, μπορεῖ νὰ φαίνεται κανεὶς ἐξωτερικὰ πρᾶος, ἀλλὰ μέσα του νὰ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ νὰ λέη: «Αὐτοὶ εἶναι βλαμμένοι, ἄσ ̓ τους νὰ λένε!». Σὰν ἐκεῖνον τὸν μοναχὸ ποὺ τὸν ἔβλεπαν οἱ Πατέρες νὰ μὴν ἀντιδρᾶ καθόλου, ὅταν τοῦ ἔκαναν παρατηρήσεις ἢ τὸν μάλωναν, ἀλλὰ ἡ ὅλη ζωή του δὲν τοὺς πληροφοροῦσε. Γι ̓ αὐτὸ μιὰ φορὰ τὸν ρώτησαν: «Καλά, ὅταν σὲ μαλώνουμε,τι λογισμὸ ἔχεις καὶ δὲν μιλᾶς;». Καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: «Λέω ἀπὸ μέσα μου: "Ἄσ ̓ τους, ξόανα εἶναι"»! Τοὺς περιφρονοῦσε δηλαδή.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς» -95-
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου