ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Μτθ. ιε΄ 21-28)
«Ὧ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστης»
Ὁ ἀβάσταχτος πόνος γιὰ τὴν ἀρρώστεια τοῦ
παιδιοῦ της ἔκανε τὴ δυστυχισμένη Μητέρα νὰ πάρει τοὺς δρόμους μακρυὰ
ἀπὸ τὸ χωριὸ της πρὸς ἀναζήτηση τῆς τελευταίας της ἐλπίδος, τοῦ Ἰησοῦ.
Τὸν συνάντησε στὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος καὶ μόλις ἀτένισε τὴν
φιλεύσπλαχνη μορφὴ του ἔβγαλε σπαρακτικὲς φωνὲς καὶ κραυγὲς πόνου: «Ἐλέησόν με Κύριε, υἱὲ Δαβίδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται».
Τὸν παρακαλεῖ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς της. Δὲν ἀντέχει ἄλλο νὰ
βλέπει τὸ κορίτσι της νὰ τυραννεῖται ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Εἶχε γυρίσει ὅλους
τους γιατρούς, εἶχε ξοδέψει ὅλη της τὴν περιουσία μὰ κανεὶς δὲν μπόρεσε
νὰ τὴν βοηθήσει. Ἀπογοητευμένη ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες δυνάμεις καταφεύγει
στὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν βεβαιότητα, ὅτι μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὴν θεραπεύσει.
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως σιωπᾶ. Προσποιεῖται τὸν ἀδιάφορο. Δὲν τῆς δίδει καμμιὰ σημασία. «Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον».
Ἐκείνη ὅμως τρέχει πίσω του καὶ φωνάζει μέχρι τέτοιου σημείου, ὥστε οἱ
μαθηταὶ βλέποντας τὴ σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ νομίζοντας ὅτι προέρχεται ἀπὸ
περιφρόνηση καὶ ἀδιαφορία πρὸς τὴν ἐνοχλητικὴ γυναίκα, τὴν ἐπιτιμοῦν,
τὴν ἐμποδίζουν νὰ τὸν πλησιάσει καὶ μὴ μπορώντας νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν
πεισματικὴ ἐπιμονὴ της καταφεύγουν στὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ λέγουν: «ἀπόλυσον αὐτὴν ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν».
Δὲν μποροῦσαν οἱ ἁπλοϊκοὶ μαθηταὶ νὰ καταλάβουν τὴ στάση τοῦ Ἰησοῦ καὶ
νὰ ἑρμηνεύσουν τὴ σιωπή Του. Καὶ ὁ Ἰησοῦς στὴν ὁρμητικὴ πίστη τῆς
Χαναναίας γίνεται πιὸ σκληρός. Δοκιμάζει τὴν ἀντοχή της. Τὴν ξεχωρίζει
ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους χρησιμοποιώντας τὸ ἴδιο τὸ ἐπιχείρημα τῶν Ἰουδαίων. «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ».
Ἐκείνη δὲν προσβάλλεται, γονατίζει πιὸ βαθειά, τὸν προσκυνεῖ καὶ
ἀναγνωρίζουσα τὴν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς της τὸν παρακαλεῖ νὰ τὴ βοηθήσει: «Κύριε βοήθει μοι»
φωνάζει. Ὁ Ἰησοῦς συνεχίζει νὰ τηρεῖ σκληρὴ στάση ἀπέναντί της. Τὴν
ταπεινώνει. Τὴν ὀνομάζει σκυλί. Ἐκείνη παραδέχεται ὅτι δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν
ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸ λαὸ τῶν Πατριαρχῶν καὶ τῶν δικαίων καὶ
διακηρύττει ὅτι εἶναι ἕνα σκυλί, ἀλλὰ σκυλὶ στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχει
δικαίωμα νὰ τρώει τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ κυρίου της: «Ναὶ Κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν».
Ὅπως τὰ σκυλιὰ ἱκετευτικὰ περιμένουν ψυχία ἀπὸ τὰ πλούσια τραπέζια τῶν
κυρίων τους ἔτσι κι ἡ Χαναναία περιμένει ψίχουλα τοῦ θείου ἐλέους. Τότε ὁ
Ἰησοῦς συγκινημένος ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἐπιμονή της διακόπτει τὴ
σκληρὴ συμπεριφορά του καὶ ἀναφωνεῖ: «Ὧ γύναι μεγάλη σου ἡ πίστις! γεννηθήτω σοι ὡς θέλεις». Καὶ ὅπως καταλήγει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς ἀμέσως θεραπεύθηκε ἡ θυγατέρα της· καὶ «ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης».
Ἡ σημερινὴ Χαναναία τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς
διδάσκει τρόπο προσευχῆς. Ἐκθέτει στὸν ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων
τὸ πρόβλημά της καὶ παρακαλεῖ νὰ τὴν ἐλεήσει. Ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Ἰησοῦς
γνωρίζει τὸν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῆς θλίψεώς της καὶ ἐπαφίεται στὴν
ἀγάπη Του. Δὲν ζητεῖ τὴ θεραπεία τῆς κόρης της. Ζητεῖ τὸ ἔλεος καὶ τὴ
βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στὴ δοκιμασία της. Ἔτσι πρέπει νὰ προσεύχεται κάθε
χριστιανός. Ν’ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ λέγει: «Κύριε ὡς οἶδας καὶ ὡς θέλεις ἐλέησον μέ».
Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἀκόμα κι ἂν δὲν φέρει τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα,
συγκρατεῖ τὸν πιστὸ σὲ πλήρη ἐμπιστοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Μὲ
τὴν προσευχὴ αὐτὴ ζητᾶ ὁ ἄνθρωπος νὰ τοῦ γίνει ὅ,τι κρίνει ὠφέλιμο ὁ
Θεός. Ἐπαφίεται στὰ χέρια του, παραδίνεται στὴν ἀγάπη του καὶ πιστεύει
ὅτι κάθε συνέχεια εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ Ἐκεῖνον καὶ συντελεῖ στὴ σωτηρία.
Ὅταν στὴν ὥρα τῶν δοκιμασιῶν μας λέμε: «Κύριε γενηθήτω τὸ θέλημά σου» πολὺ σύντομα θ’ ἀκούσουμε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό: «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις».
Στὴν προσευχὴ τῆς Χαναναίας ὁ Ἰησοῦς
σιωποῦσε. Ἐδοκίμαζε τὴν πίστη της. Κι ἄλλες φορὲς σὲ ἱκετευτικὲς κραυγὲς
ὁ Θεὸς σιωποῦσε. Στὶς πολύχρονες προσευχὲς τοῦ Ζαχαρία καὶ τῆς
Ἐλισάβετ, τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας ὁ Θεὸς σιωποῦσε. Στὶς ἀγωνιώδεις
ἱκεσίες τῆς διωκόμενης Ἐκκλησίας ὁ Χριστὸς σιωποῦσε. Μὲ τὴ σιγὴ του
προετοίμαζε τὸν θριάμβο τῆς δυνάμεώς του. Καὶ ὅπως τὴ σιγὴ τοῦ τάφου
διεδέχθη ὁ θρίαμβος τῆς Ἀναστάσεως ἔτσι καὶ κάθε περίοδο σιωπῆς του
διαδέχεται μία λαμπρὴ περίοδος δόξης καὶ μεγαλείου. Μὴ ἀδημονοῦμε στὶς
αἰτήσεις μας πρὸς τὸ Θεό. Ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα ὁ Θεὸς θὰ μιλήσει. Ἐμεῖς ἂς
περιμένουμε «διὰ πάσης προσευχῆς καὶ δεήσεως προσευχόμενοι καὶ εἰς αὐτὸ τοῦτο ἀγρυπνοῦντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει…» (Ἐφεσ. στ΄ 18).
Εἴμαστε ὅμως βιαστικοὶ καὶ ἀνυπόμονοι.
Θέλουμε νὰ μᾶς ἀπαντήσει ἀμέσως ὁ Θεός. Κι ἂν περάσει λίγος χρόνος
σιωπῆς Του τὸν ἐγκαταλείπουμε καὶ ἀναζητᾶμε ἄλλους τρόπους θεραπείας τῆς
ἀνάγκης μας. Ἀξιοθρήνητες περιπτώσεις συναντᾶμε καθημερινὰ στὴ ζωή μας.
Ἄνθρωποι ἀπογοητευμένοι ἀπὸ τὴ σιωπὴ τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ δὲν παίρνουν
ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦν, ἐγκαταλείπουν τὴν Ἐκκλησία καὶ καταφεύγουν σ’ ἄλλες
δυνάμεις, στὰ μέντιουμ, στὰ μάγια, στὴν παραψυχολογία, στὸν πνευματισμὸ
προκειμένου ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ μία δοκιμασία. Δὲν προσκαρτεροῦν. Δὲν
περιμένουν μὲ ταπεινοφροσύνη. Τοὺς λείπει ἡ πίστη. Δὲν ἀφήνουν τὴν τύχη
τους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ παγιδεύονται στὰ δίχτυα
τοῦ διαβόλου ἀπὸ τὰ ὁποία γιὰ νὰ βγοῦν χρειάζεται πόνος καὶ κόπος πολύς.
Ἀδελφοί μου,
ὁ καθημερινὸς ἀγώνας μὲ τὸν πόνο γιὰ
κάθε ἄνθρωπο εἶναι μεγάλο μαρτύριο. Στὴ μάχη αὐτὴ πολλὲς φορὲς
γονατίζουμε. Εἴμαστε ἀδύναμοι καὶ πνευματικὰ ἀσθενικοί. Δὲν θὰ πρέπει
ὅμως νὰ ἀπογοητευόμαστε ἀπὸ τὴν ὁρμὴ τῆς καταιγίδας. Ἔχουμε τὴ δύναμη
τῆς προσευχῆς. Ἄς ἀφεθοῦμε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ κι ἄς ἀκολουθήσουμε τὸ
δρόμο ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑποδεικνύει μὲ τὸ στόμα τῶν Ἀποστόλων. Ἀμήν.
π. Δ.Χ.Χ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως