Δαμασκηνός ο Στουδίτης
Διότι μία είναι η στράτα του θανάτου, και πλέον άλλη δεν είναι· εις όλους είναι η απόφασις του θεού δοσμένη ίσια. Ο θάνατος βασιλέα δεν φοβάται, αρχιερέα δεν τιμά, γέροντα δεν λυπείται, ευμορφίαν δεν ζηλεύει, μονογενή δεν σπλαγχνίζεται, μηδέ δάκρυα βλέπει, άρχοντας δεν τρέμει, αφεντάδες δεν τους βάνει εις τον νουν του, πρόσωπον δεν κοιτάζει, αλλά εις όλους έρχεται.
Ο θάνατος είναι των δικαίων ανάπαυσις. Ο θάνατος είναι των μικρών παιδίων παρηγορία· ο θάνατος είναι των δούλων ελευθερία· ο θάνατος είναι των εννοιασμένων λύτρωσις. Εάν δεν ήτον ο θάνατος, ηθέλαμεν τρώγη αλλήλους μας· εάν δεν ελπίζαμεν να κριθώμεν, μηδέ να αναστηθώμεν ελπίζαμεν. [...] Εάν ήτον ότι ημείς απομέναμεν εδώ, δικαίως ηθέλαμεν κλαίη και τους αποθαμένους. Ει δε ότι όλοι μας εκεί υπάγωμεν, ας μην κλαίωμεν έτζι απαρηγόρητα...
«Διδασκαλία προτρεπτική περί του μη σφοδρώς θρηνείν τους τελευτούντας». Θησαυρός, 1528. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ.297 και 298.
Δούκας [Μιχαήλ]
Ω Πόλις, Πόλις, πόλεων πασών κεφαλή· Ω Πόλις, Πόλις κέντρον των τεσσάρων του κόσμου μερών· Ω Πόλις, Πόλις, χριστιανών καύχημα και βαρβάρων αφανισμός· Ω Πόλις, Πόλις, άλλη παράδεισος φυτευθείσα προς δυσμάς, έχουσα ένδον φυτά παντοία βρίθοντα καρπούς πνευματικούς. Πού σου το κάλλος παράδεισε;
Βυζαντινοτουρκική ιστορία, 41.1-2. Εκδόσεις Κανάκη, 1997. 574, 576.
Ανωνύμου.
Εγώ είμαι η Μετάνοια· όντα κτυπώ το στήθος,
συντρίβγω μονοκοπανιάς χίλιων διαβόλων πλήθος.
Κι όταν στραφώ στον ουρανόν με μάτι δακρυωμένο,
αλυσιδώνω τον Θεόν τέλεια νικημένο.
Και μ’ έναν αναστενασμό άπειρα διασκορπίζω
φουσάτα των αμαρτιών και όλα τ’ αφανίζω.
Του Παραδείσου ανοίγω εγώ τις διαμετάνοιες θύρες,
τα Τάρταρα κλειδώνουσι οι εδικές μου κλήρες.
Όσους κρατεί ο Σατανάς ανθρώπους σκλαβωμένους,
θέλει δεν θέλει αφήνει τους διά μένα λυτρωμένους.
Δαβίδ, 135-144. Αγνώστου Χίου ποιητή, Δαβίδ. Ανέκδοτο διαλογικό στιχούργημα. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1979. 9
Δροσίνης Γεώργιος
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
Σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο.
Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
Που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρι.
Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου,
Κι ας είμαι κι ένα ταπεινό λυχνάρι.
[Δε θέλω του κισσού]. Φωτερά σκοτάδια. Ι.Ν. Σιδέρης, 1915. 78.
Εγγονόπουλος Νίκος
ευτύχησα
―κατά τον ρουν της ζωής μου―
να γνωρίσω πλήθος
ανθρώπων τέλειων
όσο κι αλάνθαστων
ίσως τώρα να ήσανε κάπως υπέρ το δέον αυστηροί
ίσως ―πώς ναν το πω― λίγο σκληροί ακόμη
αλλά κι αυτό δεν είναι το δικαίωμα
όσων γνωρίζουν
―και γνωρίζουν και να κρίνουνε―
τα πάντα;
η δυσκολία ενέκειτο στ’ ότι κανένας
απ’ αυτούς τους δίκαιους δεν παραδέχουνταν τους άλλους δίκαιους
τι λέω
ποσώς δεν αλληλοεκτιμιόνταν
«Δυσκολία». Η κοιλάδα με τους ροδώνες. Ίκαρος, 1978. 86.
Ελύτης Οδυσσέας
Μια «κατεψυγμένη» αλήθεια για την Ελλάδα π.χ. είναι η ιστορία της όπως την ερμηνεύουν οι επίσημοι Έλληνες. Μια άλλη «κατεψυγμένη» επίσης, είναι η ιστορία της, όπως την παρουσιάζουν οι Ευρωπαίοι. Η ζωντανή αλήθεια, πιστεύω, βρίσκεται πάλι στην ιστορία της, όπως την ανακαλύπτεις ν’ αναδύεται μέσα σου, από την προσωπική σου εμπειρία και που, τα γεγονότα ή τα μνημεία της τέχνης, απλά και μόνο την υπομνηματίζουν και την εικονογραφούν.
«Πρώτα-πρώτα», Γ. Ανοιχτά Χαρτιά. Αστερίας, 1974. 24-25.
Δέλτα Πηνελόπη
Η αγάπη της μητέρας πρέπει να είναι ακούραστη, δυνατή, υπομονετική, ατέλειωτη. Μαλακιά όμως όχι.
Αληθινή αγάπη δεν είναι εκείνη που βγάζει από το δρόμο του παιδιού κάθε δυσκολία, αλλά εκείνη που του μαθαίνει πώς να υπερνικά τις δυσκολίες.
Τ’ ανεύθυνα - Στοχασμοί, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και Σιας Α.Ε., 1961. 219 και 219.
Καβάφης Κ.Π.
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι ―το σωστό― εις όλην την ζωή του.
«Che fece.... Il gran rifiuto». Τα ποιήματα, Α΄. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1991. 108.
Κλίνω υπέρ της συχνοτέρας παρουσίας των ιερέων ανάμεσό μας. Σε πολλά ταραγμένα σπίτια η παρουσία των φέρνει κάτι από την παρηγορητικήν Εκκλησία.
[ Εκκλησία και Θέατρον ], 1918. Τα πεζά. Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 2003. 142.
Να βλέπουμε κι αθώα κάποτε τα πράγματα, και ήπια.
«Μεγάλη εορτή στου Σωσιβίου», 5. Κρυμμένα ποιήματα. Ίκαρος, 1993. 103.
Καραγάτσης Μ.
Μολονότι οι Έλληνες κατάλαβαν και πραγματοποίησαν την εθνική τους ενότητα, δεν κατάφεραν ποτέ να συλλάβουν την ιδέα της πολιτικής τους ένωσης. Επιμένουν πεισματικά στο ιδεώδες της πόλης-κράτους, του νοσηρού αυτού τοπικισμού που ―εφτάψυχος― έφτασε ως τις μέρες και δολοφόνησε τον Καποδίστρια. Οι Έλληνες διατηρούν με θρησκευτική επιμονή την παράδοση των ελαττωμάτων τους...
Η Ιστορία των Ελλήνων. Aετός A.E., 1952. 80.
Κολοκοτρώνης Θεόδωρος
Οι Έλληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν Θεόν φρόνιμον.
Γιάννης Bλαχογιάννης, Iστορική Aνθολογία, 1927. 210.
Ο Θεός, έλεγε, έδωσε την υπογραφή του για την ελευθερία της Ελλάδος, δεν την παίρνει οπίσω.
Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836. 1846. Γιάννης Bλαχογιάννης, Iστορική Aνθολογία, 1927. 191.
Κόντογλου Φώτης
Στο αίστημα του λαού τ’ Ανάπλι είναι το παλικάρι ανάμεσα σ’ ούλες τις χώρες και τις πολιτείες, το ίδιο όπως η Πόλη είναι η βασίλισσα, η Βενετιά η αρχοντοπούλα, η Σμύρνη η αγαπητικιά κι η Καλαμάτα η νοικοκυρά.
«Τ’ Ανάπλι». Ταξείδια. Εκδότης Χ. Γανιάρης, 1928. 12.
Κοραής Αδαμάντιος
Δράξασθε παιδείας.
[Ψαλμός 2, 12]. Διάλογος δεύτερος περί των ελληνικών συμφερόντων, 1827. 74.
Ο πλούτος χωρίς παιδείαν και αρετήν τόσον είναι μακράν από το να στολίση τον έχοντα, ώστε και κάμνει φανερωτέραν αυτού την γυμνότητα.
[1802]. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Β΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 274
Η φιλαρχία είναι το αληθινόν προπατορικόν αμάρτημα, φυτευμένον εις όλων τα ψυχάς· αυτή εκίνησε τους πρωτοπλάστους ν’ ακούσωσι την συμβουλήν του όφεως «Έσεσθε ως θεοί».
[1824]. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Β΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 27
[Η θρησκεία πρέπει να στέκει] μακράν και από την Σκύλλαν της απιστίας και από την Χάρυβδιν της δεισιδαιμονίας.
Επιστολή προς τον μητροπολίτη Σμύρνης Γρηγόριο, 20 Νοεμβρίου 1785. Αλληλογραφία, Α΄. Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, 1964. 61, 21-22.
Όταν ο λόγος είναι περί πατρίδος, ό,τι μου λείπει από την κεφαλήν, το αναπληρώνει η καρδία.
Επιστολή προς τους Χίους, 12 Οκτωβρίου 1822. Αλληλογραφία, Δ΄. Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, 1982. 371, 13-15.
Μακρυγιάννης Γιάννης
Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από ’μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν· κι’ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού ειμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.
Απομνημονεύματα, Α΄, η΄. Αρχείον του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Β΄. Αθήναι, 1907. 170-171.
Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι’ από τα καλά του έργα.
Απομνημονεύματα, Α΄, θ΄. Αρχείον του Στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, Β΄. Αθήναι, 1907. 200.
Μηνιάτης Ηλίας
Των πονηρών εγχειρημάτων το τέλος είναι η συμφορά.
«Περί Κολάσεως». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 225.
Η συνήθεια με την ανάγκην είναι ωσάν δυναστικός τύραννος, οπού ωσάν πάρη την εξουσίαν διά μίαν φοράν, θέλει να την κρατήση διά πάντα.
«Περί μετανοίας». Διδαχαί, 1717. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 583.
Ημείς ευκολώτερα παραδίδομεν εις άλλα χέρια την ζωήν, παρά την εξουσίαν.
«Περί μετανοίας». Διδαχαί, 1717. Μιχ. Περάνθης, Ελληνική πεζογραφία, Α΄. Εκδόσεις έργων Περάνθη, χ.χ. 583.
Δεν είναι πράγμα ούτε πλέα υπερήφανον, ούτε πλέα περίεργον από τον ανθρώπινον νουν. Μ’ όλον οπού η αμαρτία τον εκατέστησε πολλά αδύνατον, μ’ όλον οπού η πίστις τον θέλει ολότελα τυφλόν, αυτός εξαπλώνει εκατόν πτέρυγας, διά να πετάξη εις τα πλέα υψηλά· αυτός ανοίγει εκατόν μάτια, διά να εξετάση τα πλέα απόκρυφα.
«Περί προορισμού». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 207.
Εγώ δεν ηξεύρω, αν δυνηθώ να σας κάμω να καταλάβετε, τι άραγε είναι η αμαρτία. Κανένα πράγμα δεν γίνεται ευκολώτερα, και κανένα δεν καταλαμβάνεται δυσκολώτερα. Και αυτή είναι η αφορμή, οπού εύκολα αμαρτάνομεν, και δύσκολα μετανοούμεν.
«Περί του τι είναι αμαρτία». Διδαχαί, 1717. Βασίλειος Τατάκης (επιμ.), Σκούφος, Μηνιάτης, Βούλγαρης, Θεοτόκης. Βασική Βιβλιοθήκη, 8. «Αετός» Α.Ε., 1953. 190.
Μαυροκορδάτος Αλέξανδρος ο εξ απορρήτων
Εικότως οι άνθρωποι τας μεν προδοσίας αγαπώσι, τους δε προδότας μισούσι. Το γαρ έργον ως επωφελές αποδέχονται, ως επιβλαβή δε τον εργασάμενον αποστρέφονται. Αλλ’ ω της ανοίας και αφελείας των προδιδόντων.
«Περί προδοσίας». Φροντίσματα, 1805. Γεώργιος Κουρνούτος (επιμ.), Λόγιοι της Τουρκοκρατίας, β. Βασική Βιβλιοθήκη, 5. Εκδοτ. οίκος Ιωάννου Ν. Ζαχαροπούλου, 1956. 66.
[Όποιος αναλαμβάνει δημόσια υπηρεσία] τυφλός εισίτω και κωφός εξίτω.
Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ίκαρος, 1985. 101.
Μυρτιώτισσα
Σ’ αγαπώ· δεν μπορώ
τίποτ’ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!
«Σ’ αγαπώ», 1-4. Κίτρινες φλόγες, 1925. Άπαντα. Alvin Redman Hellas, 1965. 63
Ξενόπουλος Γρηγόριος
Είναι λόγια των παλαιϊκών, του Θεού λόγια, όχι παραμύθια. Κάθε μνήμα, και ας το βλέπουμε κλειστό, έχει δυο πόρτες αθώρητες· μια μέσα, που βγαίνει στον κάτου κόσμο· μια όξω που βγαίνει στον απάνου.
Ψυχοσάββατο, [1911]. Γιάννης Σιδέρης (επιμ.), Νεοελληνικό θέατρο (1795-1929). Βασική Βιβλιοθήκη, 40. «Αετός» Α.Ε., 1953. 321
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος
Όσοι αξιούσιν ότι μόναι αληθείς απολαύσεις του κόσμου τούτου είναι αι υλικαί απολαύσεις, ημπορούν μεν να είναι απόγονοι τελειότατοι των πιθήκων ους οι φυσιοδίφαι αξιούσι να παραστήσωσιν ως προγόνους και αρχηγέτας του ανθρωπίνου γένους, αλλά ουδέν κοινόν έχουσι προς το γένος των ανθρώπων οίτινες εκλέϊσαν τας πατρίδας αυτών και ους οι γνήσιοι ημών προπάτορες ωνόμαζον «ανδρών ηρώων θείον γένος, οί καλέονται ημίθεοι».
«Αι περιπέτειαι της υστεροφημίας». Ιστορικαί πραγματείαι. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1889. 197.
Πολλοί δεν πιστεύουσιν εις τα διδάγματα της ιστορίας· εγώ πιστεύω εις αυτά, διότι διαγαγών τον βίον άπαντα εις το να τα μελετώ, είδον πολλάκις την κύρωσιν των διδαγμάτων τούτων εν τω καθ’ ημάς αιώνι. Λέγω λοιπόν ότι η τύχη της Ανατολής κείται εν ταις χερσί των λαών αυτής ουδέν ήττον ή των πανισχύρων ηγετών της Ευρώπης.
«Ο Ελληνισμός από των Μέσων χρόνων μέχρι της σήμερον εκ περιωπής θεωρούμενος». Ιστορικαί πραγματείαι. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1889. 139.
Πολέμης Ιωάννης
Στης ζωής το μονοπάτι
μόν’ η μάγισσα η Απάτη
οδηγεί τον ποιητή,
και βαδίζει πλάι-πλάι
κι όλο τού γλυκογελάει
κι απ’ το χέρι τον κρατεί.
[...]
Και του λέει: «δικά σου είν’ όλα
τα χρυσά, τα μυροβόλα,
όσα θέλεις κι αγαπάς.
Βάδιζε να μη τα χάσεις·
λίγο ακόμα και θα φθάσεις,
λίγο ακόμα και θα πας.
[...]
Και βαδίζει νύκτα-μέρα
και κολλά τα μάτια πέρα,
[...]
Κι αντηχούν τα βήματά του
ώσπου να βρεθεί μπροστά του
ένας λάκκος ―ο στερνός·
και να πέσει και να μείνει...
Θα ’ν’ ο λάκκος που θα γίνει
τάφος του παντοτινός.
Και στον τάφο καθισμένη
θα ’ν’ η Απάτη και θα φαίνει
σάβανα, και θα γελά·
και θα λέει: Αυτός που εχάθη,
έπεσε σε μαύρα βάθη
γιατί κοίταζε ψηλά.
«Επίλογος», 1-6, 19-24, 31-32, 43-54. Κειμήλια, 1904. Γ. Θέμελης (επιμ.), Προβελέγγιος, Δροσίνης, Πολέμης, Στρατήγης, Καμπάς. Βασική Βιβλιοθήκη, 24. «Αετός» Α.Ε., 1953. 281-282.
Παλαμάς Κ
Δεν είναι μόνο των γυναικών αρχόντισσα η μόδα· είναι του κόσμου αρρώστια· δεν περιορίζεται μόνο στη φορεσιά· και σ’ άλλα ανακατώνεται πολλά. Όπου δεν έχουμε δικές μας γνώμες κι αγάπες δικές μας (και μες το δικές μας δε θέλω να ειπώ πράγματα βγαλμένα με το έτσι θέλω από το κεφάλι μας μόνο για να φαινόμαστε πως είμαστε πρωτότυποι και πως δε μοιάζουμε τους άλλους, αλλά πράματα που τα νιώθουμε καλά καλά και τα πιστεύουμε σωστά σωστά)· όπου δεν έχουμε γνώμες κι αγάπες δικές μας, εκεί δε ντυνόμαστε μόνο, μα και συλλογιζόμαστε και μιλούμε και γράφουμε και ζούμε, όχι με το λόγο, αλλά με τη μόδα.
«Η μόδα». Πεζοί δρόμοι, Α΄. 1928. Άπαντα, Ι΄. Mπίρης-Γκοβόστης, [1966]. 56.
Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τούς χτίζει παλάτια· τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής τα παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει.
Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, «Πρόλογος». 1907. Άπαντα, Γ΄. Μπίρης-Γκοβόστης, [1963]. 296.
Ψαθάς Δημήτρης
Γλωσσούδες γυναίκες σπάνια είναι κακές. Όπως κι άντρες πολυλογάδες. Η κακία είναι σιωπηλή, γεμάτη ευγένεια πολλές φορές και μαεστρία διπλωματική.
«Πτωχοί άνθρωποι!...». Μαντάμ Σουσού. Εκδόσεις Μαρή, 1956. 45
Δεν θέλω βέβαια να με μάθετε γαλλικά, αστείο πράγμα, αλλά να μου τα υπενθυμίσετε.
«Η μεγάλη εξόρμηση». Μαντάμ Σουσού. Εκδόσεις Μαρή, 1956. 130.
Ρίτσος Γιάννης
[...] Το κέρδος
είναι αμφίβολο πάντα μα η ζημιά βέβαιη.
«Σαββατόβραδο στη συνοικία του φθινοπώρου». Δοκιμασία, 1943. Ποιήματα, Α΄. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 424
Πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.
«Το νόημα της απλότητας», 8. Παρενθέσεις (1946-1947). Ποιήματα, Β´. Εκδόσεις «Κέδρος», 1961. 453.
Απο:
http://www.snhell.gr/references/quotes/writers.asp