Από τα παλιά χρόνια έχουμε το έθιμο να γιορτάζουμε την πρώτη μέρα του χρόνου, δηλαδή την Πρωτοχρονιά. Ο τρόπος που γιορτάζεται σε κάθε μέρος της πατρίδας μας είναι διαφορετικός. Το τραπέζι του κάθε σπιτιού την Πρωτοχρονιά είναι γεμάτο καλούδια, φαγητά και γλυκά συνήθως με μέλι: μελομακάρονα, τηγανόπιτες, λουκουμάδες, δίπλες, ανάλογα με τον τόπο. Πρωτοχρονιά χωρίς βασιλόπιτα δε γίνεται, έχει την πρώτη θέση στο τραπέζι. Στα χωριά και στις επαρχίες τη ζυμώνουν με αλεύρι, ζάχαρη, μυρωδικά και τη στολίζουν με διάφορα στολίδια, Μέσα στη βασιλόπιτα βάζουν ένα νόμισμα. Όταν έρθει η ώρα για το κόψιμο της πίτας, συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια. Ο αρχηγός της οικογένειας αρχίζει με επισημότητα το κόψιμο της πίτας. Πρώτο κομμάτι του Αϊ-Βασίλη, ύστερα του νοικοκύρη, της νοικοκυράς και των υπολοίπων μελών της οικογένειας. Στα χωριά δεν αφήνουν παραπονεμένα μήτε τα ζώα μήτε τα χωράφια. Έχουν κι αυτά το κομμάτι τους. Αν υπάρχει βάρκα ή καΐκι, παίρνει κι αυτό το μερίδιό του. Δεν ξεχνάνε και το κομμάτι του φτωχού.
Γιατί όμως βάζουμε φλουρί στη βασιλόπιτα;
Υπάρχουν δύο παραδόσεις για το έθιμο αυτό. Η πρώτη λέει ότι ο Άγιος Βασίλειος σκέφτηκε το τέχνασμα αυτό: Ήθελε, βλέπετε, να προσφέρει χαρά, χωρίς να ακούει ούτε ένα ευχαριστώ. Του ήταν αρκετό να βλέπει τα φωτισμένα από χαρά πρόσωπά τους. Έπαιρνε, λοιπόν, λίρες, τις έβαζε στις πίτες και τις μοίραζε στους φτωχούς. Αυτοί, τρώγοντας τις πίτες, έβρισκαν το δώρο του Αγίου Βασιλείου και περνούσαν άνετα τις γιορτινές μέρες. Κι έτσι έμεινε η παράδοση να βάζουμε κι εμείς φλουρί και για να τιμήσουμε τον Άγιο Βασίλειο, τη λέμε βασιλόπιτα.
Η δεύτερη παράδοση έχει να κάνει με μια ιστορία που συνέβηκε πριν από εκατοντάδες χρόνια, πριν από 1500 χρόνια περίπου, στην πόλη Καισάρεια της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισάρειας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια.
Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισάρειας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει. Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισάρεια. Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη.
Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό. Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακρυά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.
Οι χριστιανοί της Καισάρειας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης. Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ό,τι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι.
Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά, έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισάρειας. Τότε όμως, ο δεσπότης της, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά
ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισάρειας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί.
Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου. Σε πολλά μέρη, εκτός από το νόμισμα βάζουν κλαδάκια, ελιάς, στάχυα ή και καρύδια για να έχουν πλούσια σοδιά.
(στοιχεία του κειμένου πήραμε από το βιβλίο της δασκάλας Αγγελικής Μαστρομιχαλάκη "Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά-Θεοφάνεια")