Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Το πλύσιμο του ποτηριού.

Διήγηση στάρετς Βαρσανούφιου

Δόκιμος ακόμα, μια καλοκαιριάτικη νύχτα περπατούσα ανάμεσα στους κήπους της Σκήτης. Μόνος με μόνο τον Θεό. Πλησιάζοντας την μεγάλη λίμνη βλέπω τον μεγαλόσχημο π. Γεννάδιο. Από τότε πού πέρασε τον κατώφλι της Σκήτης είχαν περάσει 62 ολόκληρα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έβγαινε καθόλου από την Σκήτη. Είχε λησμονήσει εντελώς τον κόσμο. Στεκόταν ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο νερό. Με τρόπο διακριτικό, για να μην τον τρομάξω, έκαμα αισθητή την παρουσία μου. Τον πλησίασα, και τον ερώτησα:
- Τί κάνεις εδώ, πάτερ;
- Κοιτάζω τον νερό.
- Και τί βλέπεις;
- Εσύ, δεν βλέπεις τίποτα;
- Απολύτως, τίποτα.
- Μέσα από τον νερό βλέπω την σοφία του Θεού. Γνωρίζεις πολύ καλά, πώς είμαι άνθρωπος ολιγογράμματος. Το μόνο πού κατάφερα και έμαθα στην ζωή μου είναι να διαβάζω τον Ψαλτήρι. Ό Κύριος όμως, δεν με αφήνει στο σκοτάδι, αλλά μου φανερώνει τον άγιο θέλημά Του· σε μένα, τον ταπεινό δούλο Του. Πολλές φορές εκπλήσσομαι πού άνθρωποι μορφωμένοι δεν κατανοούν μερικά άπλα θέματα της πίστεως. Βλέπεις; Όπως όλος αυτός ό ουρανός με τα άστρα αντικαθρεφτίζεται μέσα στο νερό, έτσι και ό Κύριος, όχι μόνο αντικαθρεφτίζεται μέσα στην καθαρή καρδιά, αλλά την κάνει και κατοικία Του. Ένα πράγμα σουλέω. Ή χαρά και ή μακαριότητα πού αισθάνεται ή ψυχή του ανθρώπου πού φρόντισε να καθαρίσει την καρδιά του, δεν περιγράφεται. Τα λόγια τού Χριστού «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» δεν είναι τυχαία! Ανάμεσα και γνωρίζω πόσο απαραίτητο είναι στον άνθρωπο να έχει καρδιά καθαρή, όμως, τόσα χρόνια αγωνίζομαι και ακόμη δεν τον έχω κατορθώσει. Μήπως, μπορείς εσύ να μού εξηγήσεις, τί σημαίνει καρδιά καθαρή;
- Πάτερ, τί υψηλά πράγματα ζητάς από εμένα; Τέτοιες εμπειρίες δεν έχω! Το μόνο πού έχω καταλάβει, και αυτός μόνο από διάβασμα, είναι, πώς ή καθαρότητα της καρδιάς ταυτίζεται με την πλήρη απάθεια. Όποιος την έχει κάνει κτήμα του είναι ξένος σε κάθε πάθος.
- Όχι! Αυτός πού λες δεν επαρκεί. Δεν φτάνει να πλύνεις τον ποτήρι. Πρέπει και να τον γεμίσεις με νερό, διαφορετικά δεν έχει καμία άξια. Όταν ό άνθρωπος αγωνιστεί να ξεριζώσει από μέσα του τα πάθη, οφείλει να γεμίσει τον χώρο της καρδιάς του με τις αντίστοιχες αρετές. Μόνο τότε μπορεί να λέει ότι απέκτησε καθαρή καρδιά.
- Πάτερ Γεννάδιε, πιστεύεις ότι θα πας στον παράδεισο;
- Σε ένα μόνο πιστεύω και ελπίζω: στο έλεος του Θεού- είπε με βεβαιότητα ό π. Γεννάδιος.
- Μα σύ λες, πώς μόνο οι καθαροί στην καρδιά θα δουν τον Θεό· και σύ ό ίδιος τον ομολογείς, ότι καθαρή καρδιά δεν έχεις. Τί μου λες τώρα;
- Εγώ καλά σου τα λέω. Σύ δεν κατάλαβες σωστά. Ξεχνάς τον έλεος του Θεού. Το έλεος του Θεού τα αναπληρώνει όλα. Είναι απέραντο και ανεξάντλητο. Πιστεύω ακράδαντα, ότι ό πολυεύσπλαχνος Κύριος δεν θα με απορρίψει και εμένα, πού είμαι και καλόγηρος. Πίστη. Πίστη μας χρειάζεται. Πίστη και ελπίδα σε Εκείνον πού σταυρώθηκε για μας· αντί για μας· στην θέση μας. Ό Θεός Πατέρας πού από απέραντη αγάπη μας έδωσε τον Υιό Του, δεν θα μας δώσει και τον παράδεισο;
Ω, πόσοι αδελφοί, με τέτοια βαθειά πίστη, ζουν ανάμεσα μας, κρυμμένοι από τα μάτια των πολλών χωρίς ποτέ να δίνουν την παραμικρή εντύπωση «χαρισματούχου» γέροντα. Και όμως έχουν τόσο βαθειά πνευματική ζωή. Και μόνο με την συνομιλία μαζί τους, ανακαλύπτεις την ομορφιά της καλλιεργημένης ψυχής τους.

ΟΣΙΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ ΤΕΥΧΟΣ Γ ΕΚΔΟΣΗ Ι.Μ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΠΡΕΒΕΖΗΣ

http://proslalia.blogspot.com/

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΑΚΙ

ΤΟ ΚΟΜΠΟΣΧΟΙΝΑΚΙ

Πολύμοχθο και σπλαχνικό κομποσχοινάκι.
...Δική
σου γλώσσα της χαρμολύπης η ηχώ.
Να
μου παρασταθείς.
Να
ξεδυαλύνω το μυστήριο, του να σκιρτάς το ίδιο,
σε
χέρια αγίων, και τεταπεινωμένων καθαρμάτων.

Πολύμοχθο σεμνό κομποσχοινάκι.
με
την εξεγερμένη σου σιωπή.
Με
τρείς χαντρούλες ουρανό,
στα
σταυροδρόμια ξεναγείς του Παραδείσου.

Πολύμοχθο και ταπεινό κομποσχοινάκι.
πώς
ανεβαίνουν κλίμακα τα σταυρουλάκια

αψηφώντας τον ύστατο σταυρό, τον μπιγμένο στο χώμα.

Πολύμοχθο πονετικό κομποσχοινάκι,
που
σταυρολύνεις στοργικά τα βάσσανα του κόσμου.
Να
μου παρασταθείς.
Στο
δάκρυ γιαυτόν, που έχασε την πίστη του.
για
τον τυφλό, τον ματωμένο, και τον άσιτο.

Γιαυτούς που κλαίνε στα χωριά της φρίκης,
με
τ΄ ασυνόδευτα παιδιά, και τα μνημούρια.
Να
μου παρασταθεις.
Στη
λιτανεία του δρόμου, κάτω απ' τα λάβαρα των φτωχών και των προσφύγων .
Κάτω
απ' τις σνυπεράσπιστες σημαίες των αδικημένων.
Να
μου παρασταθείς.

 ΕΛΣΑ ΧΙΟΥ

Το βρήκαμε  https://www.facebook.com/profile.php?id=100002087506714&sk=info

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Πρεσβεία Θερμή

-Δέξαι δέησιν της μητρός σου Οικτίρμον.
-Τι μήτερ, αιτείς;
-Την βροτών σωτηρίαν.
-Παρώργισάν με.
-Συμπάθησον ,Υιέ μου.
-Αλλ' ουκ επιστρέφουσι.
-Και σώσον χάριτι.
-Έξουσι λύτρον.
-Ευχαριστώ σοι, Λόγε.

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Άγιοι Επτά Παίδες εν Εφέσω

Τὸν ἑπτάριθμον τιμῶ χορὸν Μαρτύρων,
Δείξαντα Ἀνάστασιν νεκρῶν τῷ κόσμῳ
Τῇ δὲ τετάρτῃ νεκροέγερτοι ξύνθανον ἑπτά.
Βιογραφία
Οι Άγιοι Επτά Παίδες, τα ονόματα των οποίων είναι: Μαξιμιλιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Αντωνίνος (ή Ιωάννης), Κωνσταντίνος και Εξακουστοδιανός, έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου (249 - 251 μ.Χ.).

Όταν ξέσπασαν απηνείς διωγμοί κατά των Χριστιανών, οι επτά παίδες μοίρασαν την περιουσία τους στους πτωχούς, εγκατέλειψαν την πόλη και κρύφτηκαν σε μία σπηλιά μέχρι να τελειώσει ο διωγμός. Έτσι δεν θα αναγκάζονταν να αρνηθούν την πίστη τους. Όταν όμως αντιλήφθηκαν ότι οι διώκτες τους πλησίαζαν στο καταφύγιό τους, προσευχήθηκαν στο Θεό κατά την διάρκεια της νύχτας να πεθάνουν για να μην πέσουν στα χέρια των διωκτών τους. Ο Θεός εισάκουσε τη δέηση τους και το πρωί κοιμήθηκαν χωρίς να ξυπνήσουν. Ο βασιλιάς ανακάλυψε την κρυψώνα τους και διέταξε να φραγεί με μία μεγάλη πέτρα η είσοδος της σπηλιάς.

Μετά από 194 χρόνια (περί το 446 μ.Χ.), επί Θεοδοσίου του Μικρού, έκανε την εμφάνισή της στην Έφεσο κάποια αίρεση που δίδασκε κατά της ανάστασης νεκρών. Εκείνη, λοιπόν, την εποχή, κάποιο παιδί στην αγορά της Εφέσου αγόρασε ψωμί με το νόμισμα της εποχής του Δεκίου , γεγονός ανεξήγητο. Ανέκριναν το παιδί, που ήταν ο Iάμβλιχος και τους οδήγησε στη σπηλιά και βρήκαν ζωντανά και τα υπόλοιπα παιδιά. Ήταν θαύμα Θεού που αποδείκνυε το αληθές της Αναστάσεως των νεκρών.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, ἀφθαρτισθέντες, πολυχρόνιον, ἤνυσαν ὕπνον, οἱ ἐν Ἐφέσῳ ἐπτάριθμοι Μάρτυρες, καὶ ἀναστάντες πιστοὺς ἐβεβαίωσαν, τὴν τῶν ἀνθρώπων κοινὴν ἐξανάστασιν ὅθεν ἅπαντες, συμφώνως τούτους τιμήσωμεν, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.
 
http://www.saint.gr/

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Απο τον Παρακλητικό Κανόνα στην Παναγία

Τῶν λυπηρῶν ἐπαγωγαί χειμάζουσι,
τήν ταπεινήν μου ψυχήν·
καί συμφορῶν νέφη, τήν ἐμήν καλύπτουσι,
καρδία Θεονύμφευτε·
ἀλλ' ἡ Φῶς τετοκυῖα, τό θεῖον καί προαιώνιον,
λάμψον μοι το φῶς τό χαρμόσυνον.

...

Τά νέφη τῶν λυπηρῶν ἐκάλυψαν,
τήν ἀθλίαν μου ψυχήν καί καρδίαν,
καί σκοτασμόν ἐμποιοῦσί μοι, Κόρη,
ἀλλ' ἡ γεννήσασα Φῶς τό ἀπρόσιτον,
ἀπέλασον ταῦτα μακράν,
τῇ ἐμπνεύσει τῆς θείας πρεσβείας σου.

...

Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι,
ὥσπερ μέλισσαι κηρίον Παρθένε,
καί τήν ἐμήν κατασχοῦσαι καρδίαν,
κατατιτρώσκουσι βέλει τῶν θλίψεων·
ἀλλ' εὕροιμί σε βοηθόν,
καί διώκτην καί ῥύστην Πανάχραντε.

...

Περιστάσεις, καί θλίψεις καί ἀνάγκαι,
εὕροσάν με Ἁγνή, καί συμφοραί τοῦ βίου,
καί πειρασμοί με πάντοθεν ἐκύκλωσαν·
ἀλλά πρόστηθί μοι, καί ἀντιλαβοῦ μου
τῇ κραταιᾷ σου σκέπη.

...

Πρός τίνα καταφύγω ἄλλην, Ἁγνή;
ποῦ προσδράμω λοιπόν, καί σωθήσομαι;
ποῦ πορευθῶ; ποίαν δέ ἐφεύρω καταφυγήν;
ποίαν θερμήν ἀντίληψιν;
ποίαν ἐν ταῖς θλίψεσι βοηθόν;
Εἰς σέ μόνην ἐλπίζω, εἰς σέ μόνην καυχῶμαι,
καί ἐπί σέ θαῤῥῶν κατέφυγον.
 https://www.facebook.com/synaxari
 

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΟ ΟΡΟΣ



Του Φώτη Κόντογλου

Στ' Άγιον Όρος πήγα πολλές φορές. Την πρώτη φορά κάθησα παραπάνω από δυο μήνες κ' έκανα γνωριμία με πολλούς πατέρες και λαϊκούς, γιατί υπάρχουνε εκεί πέρα και αγωγιάτες αρβανίτες, παραγυιοί και γεμιτζήδες πού φορτώνουνε κερεστέ1 στα καράβια. Στη Δάφνη, που είναι η σκάλα που πιάνουνε τα βαπόρια, βρισκόντανε και κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ' εκεί γνωρίσθηκα με τρείς Αϊβαλιώτες και περάσαμε πολύ έμορφα. Από κει πήγα στις Καρυές, μα δεν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα. Πήγα στο μοναστήρι των Ιβήρων μαζί με ένα γέροντα που πουλούσε βιβλία στις Καρυές και που τον λέγανε Αβέρκιον Κομβολογάν. Σ' αυτό το μοναστήρι κάθησα κάμποσο. Πιο πολύ με τραβούσε ο αρσανάς, δηλαδή το μέρος που βάζουνε τις βάρκες και τα σύνεργα της ψαρικής.

Άφησα τα γένεια μου, τα ξέχασα όλα και γίνηκα ψαράς. Έτρωγα, έπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζί με τους ψαράδες που ήτανε όλο καλόγεροι, οι πιο πολλοί Μπουγαζιανοί, δηλαδή από τα μπουγάζια της Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωή που πέρασα! Ιδιαίτερη φιλία έδεσα με τρεις. Ό ένας ήτανε ως εικοσιπέντε χρονώ, καλή ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στο κάθε τι κ' είχε καλογερέψει από μικρός: τον λέγανε Βαρθολομαίο. Ο άλλος ήτανε ως σαράντα χρονών, ψαράς από το χωριό του, κοντόφαρδος, απλός, ήσυχος, λιγομίλητος, άκακος, «πτωχός τω πνεύματι», ταπεινός και τον λέγανε Βασίλειο. Ο άλλος ήτανε γέρος σον τον άγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζής και τον λέγανε Νικάνορα.

Ο Βαρθολομαίος διάβαζε και βιβλία με ταξίδια θαλασσινά. Ανάμεσα σε άλλα είχε στο κελλί του και δυο τρία βιβλία του Ιουλίου Βερν. Μ' αυτόν ψαρεύαμε αστακούς. Έβγαζε και κοράλλια και μου έδειχνε πώς να τα ψαρεύω. Ο αρσανάς ήτανε ένα σπίτι μακρύ, χτισμένο απάνω στη θάλασσα μέσα σ' έναν κόρφο που τον αποσκέπαζε ένας κάβος και για κεραμίδια είχε μαύρες πλάκες. Μπροστά είχε κάτι ξέρες που σκάζανε οι θάλασσες όποτε έπερνε βοριάς, κι από πάνω κατεβαίνανε τα βράχια φυτρωμένα με μυρσίνες, με πουρνάρια και κάθε άγριο χαμόδεντρο. Ο αρσανάς είχε πεντέξι κάβιες2 αραδιασμένες και μπροστά είχε ένα χαγιάτι που ακουμπούσε σε κάτι δοκάρια από αγριόξυλα. Εκεί μέσα κοιμόμαστε. Από κάτω είχε κάτι χαμηλές καμάρες και μέσα στις καμάρες τραβούσανε τις βάρκες. Τα δίχτυα τα απλώνανε απάνω στα μπαρμάκια3 του χαγιατιού. Εκεί που κοιμόμαστε ακούγαμε από κάτω μας τη θάλασσα που έμπαινε μέσα στις καμάρες και κυλούσε τα χαλίκια και μας νανούριζε. Παλιά εικονίσματα ήτανε κρεμασμένα μέσα στον αρσανά κ' έκαιγε ακοίμητο καντήλι.


 « ... » Είχε έρθει μια μέρα στα Καψοκαλύβια ένας καλόγερος από κάποιο ψαραδόσπιτο που ήταν ανάμεσα στον κάβο Σμέρνα και στα Καψοκαλύβια, και τον φιλοξένησε ο πάτερ Ισίδωρος και γνωρισθήκαμε. Τον λέγανε Νείλο, κ΄ ήτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας με προσκάλεσε να πάγω στο κελί του. Σε δύο τρεις μέρες, πήγα. Στο Όρος βλέπει κανείς πολλά ασυνήθιστα πράγματα και χτίρια, πλην το κελί του πάτερ Νείλου ήτανε από τα πιο παράξενα. Σε αυτό το μέρος κατεβαίνανε δύο ραχοκοκαλιές από βράχια και κάνανε δύο κάβους που τραβούσανε βαθιά στην θάλασσα, ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τόσο, που έλεγες πως το νερό που βρισκότανε ανάμεσα τους ήτανε ποτάμι κι όχι θάλασσα. Εκεί που έσμιγε ο ένας κάβος με τον άλλον, σηκωνόντανε δυό ράχες από βράχια κι ήτανε τόσο κοντά, που σκοτείνιαζε εκείνο το μέρος, ας έλαμπε ο ήλιος το καλοκαίρι. Σ΄ αυτό το μέρος, μέσα σ΄ αυτή την τρύπα, ήτανε χτισμένος ο αρσανάς του πάτερ Νείλου. Τα νερά ήτανε άπατα και σκοτεινά μέσα σε κείνο το κανάλι. Το σπίτι το χανε χτισμένο λίγο παραπάνω από την θάλασσα, θεμελιωμένο στο βράχο, με χαγιάτια και με καμάρες, όπως συνηθίζεται στο Όρος από τα παλιά χρόνια, με μαύρες πλάκες αντί για κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ήτανε χτισμένη η εκκλησιά, μικρή, με σκαλιστό τέμπλο και με όλα τα καθέκαστα. Από πάνω κρεμότανε ένα βουνό δασωμένο και στην κορφή είχε ένα βράχο απότομο, μ΄ ένα σπήλαιο. Σ΄ αυτό το σπήλαιο ασκήτευε προ λίγα χρόνια ένας γέροντας που στάθηκε στα νιάτα του οπλαρχηγός στην Μακεδονία. Τώρα είχανε φωλιάσει όρνια μέσα στην σπηλιά και τά βλεπα που πέρνανε βόλτες γύρω στη ράχη.


Ο Νείλος και η συνοδεία του είχανε δυό τράτες και δυό βάρκες. Ήτανε εφτά - οχτώ νοματέοι, πέντε μεγάλοι και δυό τρία καλογέρια. Όλοι τους ήτανε ηλιοκαμένοι, μαύροι σαν αραπάδες. Ο πάτερ Νείλος είχε απάνω του μια ησυχία και μιαν απλότητα που σε έκανε να τον αγαπήσεις και να τον σεβαστείς. Λιγόλογος, μα ολοένα ήτανε χαμογελαστό το πρόσωπο του, με κάτι χείλια χοντρά σαν του αράπη, με μαύρα και πυκνά γένεια, που φυτρώνανε κάτω από τα μάτια του και σκεπάζανε τα μάγουλα του. Με τη σκούφια που φορούσε ήτανε ίδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, όπως δα ήτανε όλοι τους, φορούσε απάνω ένα σκούρο πουκάμισο και κάτω ένα βρακί ανατολίτικο ίσαμε τα γόνατα. Τις μέρες που κάθησα εκεί πέρα, ο Νείλος κ΄ ένας δόκιμος δεν πηγαίνανε με την τράτα για να μου κρατήσουνε συντροφιά. Ήτανε κ΄ ένας γέρος, πάτερ Αθανάσιος, που φύλαγε πάντα το σπίτι. Σαν γυρίζανε από το ψάρεμα βγάζανε τα ψάρια έξω και αφού διαλέγανε λίγα χοντρά για να φάμε, κι άλλα για πάστωμα, τα ψιλά τα κάνανε ένα σωρό και τα αφήνανε να σιτέψουνε για να τα αλατίσουνε. Από τα χοντρά παστώνανε πολλούς ροφούς, να χουνε το χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα και σαρδέλα, παστώνανε πολλά βαρέλια και τα στέλνανε στη Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στο σωρό και παστώνανε. Όλο το σπίτι μύριζε μια τέτοια ψαρίλα, που στην αρχή γυρίζανε άνω κάτω τα στομάχια μου. Μα σιγά σιγά συνήθισα και δεν καταλάβαινα την ψαρίλα σχεδόν ολότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πως έτσι θα μυρίζανε κι ο Χριστός κ΄ οι απόστολοι. Οι άνθρωποι κ΄ ότι έπιανες, όλα μυρίζανε ψαρίλα. Ακόμα και μέσα στην εκκλησιά ένοιωθες αυτή τη μυρουδιά.


Τις ώρες που λείπανε οι άλλοι στο ψάρεμα, κουβεντιάζαμε με τον πάτερ Νείλο για θρησκευτικά και για τα ιστορικά του σπιτιού του, τι φουρτούνες περάσανε, τι θεριόψαρα συναντήσανε, τι καΐκια βουλιάξανε από τότες που κάθησε σ΄ αυτό το μέρος κι άλλα λογιώ λογιών. Άλλη φορά πάλι, εκεί που καλαφάτιζε μια βάρκα τραβηγμένη έξω, έψελνε με τη γλυκειά φωνή του, κ΄ έκανε τον δεξιό ψάλτη κι εγώ τον αριστερόν. Λέγαμε τις Καταβασίες της Μεταμορφώσεως (γιατί ήτανε εκείνες οι μέρες του Αυγούστου) «Χοροί Ισραήλ αήκμοις ποσί, πόντον ερυθρόν και υγρόν βυθόν διελάσαντες», τα Πασαπνοάρια με το δοξαστικό «Παρέλαβεν ο Χριστός τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην», κι ύστερα λέγαμε αργώς και μετά μέλους το Κοινωνικό «Εν τω φωτί της δόξης του προσώπου σου, Κύριε, πορευόμεθα εις τον αιώνα». Στο τέλος όμως ψέλναμε πάντα το «Ευλογητός ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας, καταπέμψας αυτοίς το πνεύμα το άγιον, και δι΄ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δεν μπορώ να παραστήσω το πόσο συγκινημένη ήτανε η καρδιά μου σαν άκουγα να ψέλνει ο ψαράς ο πάτερ Νείλος, ξυπόλητος, με το κατραμωμένο βρακί, με τα φύκια κολλημένα πάνω στα γυμνά ποδάρια του, να ψέλνει με κείνη την αρχαία μελωδία και να λέγει στίχους Ιαμβικούς, και παραπέρα ν΄ αφρίζουνε τα παμπάλαια ελληνικά κύματα κι ο αγέρας να βουΐζει πανηγυρικά απάνω στα θεόχτιστα βράχια και στα δέντρα! Μα η πιο βαθειά κι η πιο παράξενη συγκίνηση μ΄ έπιανε την Κυριακή και τις άλλες γιορτινές μέρες που λειτουργούσε ο πάτερ Νείλος ο ψαράς και γινότανε ιερέας του Υψίστου, αυτός που τον έβλεπα τις άλλες μέρες ν΄ αλατίζει ψάρια, να καλαφατίζει βάρκες, να ματίζει σκοινιά, να γραντολογά καραβόπανα, να βολεύει άγκουρες, να μπαλώνει δίχτυα, μαζί με τη συνοδεία του!


Και στη λειτουργία γινότανε σαν πατριάρχης, με το επανωκαλύμμαυχο, με το χρυσό φελόνι, με τα επιμάνικα, με το επιγονάτιο, και δεότανε μυστικώς μπροστά στην αγία Τράπεζα «υπέρ των του λαού αγνοημάτων», «ως ενδυόμενος την της ιερατείας χάριν». Ω! Τι εξαίσια και φρικτά μυστήρια έχει η ταπεινή ορθοδοξία μας! Μα η καρδιά μου δάκρυζε αληθινά από άγια χαρά κι από κατάνυξη, σαν στρώνανε για να φάμε και ευλογούσε την τράπεζα ο πάτερ Νείλος με τα θαλασσοψημένα δάχτυλα του, ενώ γύρω στεκότανε με σταυρωμένα χέρια εκείνοι οι απλοί ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι από τον κόσμο μέσα σε κείνη την καταβόθρα. Κι έλεγε με την ταπεινή φωνή του ο πάτερ Νείλος «Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου, ότι άγιος ει πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», ενώ μας απόσκιαζε η 
πλώρη του τρεχαντηριού κ΄ η αρμύρα ερχότανε από το βουερό το πέλαγο ΄΄.

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ


Το 1919, ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, πέρασε από τη Ρωσία, όπου και επισκέφθηκε διάφορες μονές. Σ’ ένα από τα ταξίδια του με τραίνο, καθόταν απέναντι από ένα έμπορο. Αυτός άνοιξε μπροστά του μια ταμπακιέρα και του προσέφερε τσιγάρο «φιλικά», ίσως ειρωνικά, αφού ο άθεος κομμουνισμός είχε ήδη επικρατήσει, μα πάνω απ’ όλα δοκιμαστικά για το φρόνημα του ασκητού.
Ο άγιος Σιλουανός ευχαρίστησε το συνεπιβάτη  του και αρνήθηκε την προσφορά.
Τότε ο έμπορος ρώτησε αν ο λόγος της άρνησης ήταν η θεώρηση του καπνίσματος ως «αμαρτία». Πρόσθεσε δε, ότι κατ’ αυτόν το κάπνισμα βοηθάει στην πολυάσχολη ζωή, αφού είναι αναγκαίο να σταματάει κανείς την ένταση στην εργασία και να αναπαύεται για λίγα λεπτά. Επίσης ανέφερε ότι διευκολύνει την επαγγελματική ή τη φιλική συνομιλία και γενικά τη ροή της ζωής. Συνέχισε δε, να προσθέτει  και άλλα πλεονεκτήματα του καπνίσματος για να πείσει τον ασκητή.
Ο άγιος άκουγε αμίλητος και κάποια στιγμή είπε στο συνεπιβάτη του· «Κύριε πριν καπνίσετε προσευχηθείτε κάθε φορά λέγοντας το ‘Πάτερ ημών’».
Ο έμπορος απάντησε ότι αυτό φαινόταν σ’ αυτόν ανάρμοστο.
Ο άγιος Σιλουανός τότε είπε· «Κάθε έργο προ του οποίου δεν αρμόζει η ατάραχος προσευχή καλύτερα να μη γίνεται». 

Από το βιβλίο του Κων/νου Μαμμά, ιατρού χειρούργου, «Κάπνισμα; Οι επιπτώσεις του στην υγεία και οι τρόποι διακοπής του», Αθήνα 2009, σελ. 93

http://www.pmeletios.com

Από πότε λέμε «γεια σου»;


 
Πώς μίλαγαν οι Έλληνες του 14ου αιώνα;
Σπανιότατη αναφορά  σε Ιταλικό ποίημα

http://www.24grammata.com
Γράφει ο Νίκος Σαραντάκος* (www.sarantakos.com)
Ο φλωρεντινός διδακτικός ποιητής Fazio degli Uberti (1305- περ. 1369) μπορεί να μην είναι γνωστός παρά σε ελάχιστους, αλλά αξίζει την προσοχή μας από σπόντα. Ήταν γόνος παλιάς φλωρεντινής οικογένειας (του κλάδου των Γιβελίνων) που μνημονεύεται στην Κόλαση του Δάντη, και η οποία είχε εξοριστεί για πολιτικούς λόγους από τη γενέθλια πόλη. Έτσι, ο ποιητής γεννήθηκε στην Πίζα και έζησε σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας επιδιώκοντας πάντα να επιστρέψει στη Φλωρεντία. Μάταια, αφού πέθανε στη Βερόνα.
Το έργο της ζωής του ήταν ένα μεγάλο διδακτικό ποίημα, Il Dittamondo (από το Λατινικό “dicta mundi”, Ιταλικά “detti del mondo”), σαφώς επηρεασμένο από τον Δάντη. Το δούλευε είκοσι χρόνια χωρίς να το τελειώσει και σ’ αυτό αφηγείται τις περιπλανήσεις του σε όλα τα μέρη του γνωστού τότε κόσμου.
Στο τρίτο βιβλίο και στο 23ο κεφάλαιο υπάρχει το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει. Γιατί μας ενδιαφέρει; Διότι μας διασώζει, σε προφορικό λόγο, φράσεις ελληνικές που δεν έχουν καταγραφεί σε ελληνικά κείμενα παρά πολύ αργότερα –ας όψεται η διγλωσσία που ταλανίζει τον τόπο από τους ελληνιστικούς χρόνους και μετά. Έτσι, στο ποίημα αυτό που ξεκίνησε να γράφεται το 1346, βρίσκουμε τις ελληνικότατες φράσεις Γεια σου, Καλώς ήρθες, Ξεύρεις φραγκικά; Είμαι Ρωμαίος και ξεύρω γλώσσες, Παρακαλώ σε φίλε μου, Μετά χαράς.
Το απόσπασμα του ποιήματος που μας ενδιαφέρει είναι:
E giunto a lui, de la bocca m’uscio
“Jiá su” e fu greco il saluto,
perché l’abito suo greco scoprio.  30
Ed ello, come accorto e proveduto,
Calós írtes allora mi rispose,
allegro piú che non l’avea veduto,
Cosí parlato insieme molte cose
ípeto: xéuris franchicá? Ed esso   35
Ime roméos e xéuro plus glose.
E io: Paracaló se, fíle mu; apresso
mílise franchicá ancor gli dissi.
Metá charás, fu sua risposta adesso.
Πρόχειρη μετάφραση (διορθώσεις καλοδεχούμενες):
Φτάνοντας κοντά του, από το στόμα μου βγήκε
ένα «Γεια σου», που είναι ελληνικός χαιρετισμός,
γιατί τα ρούχα του φανέρωναν τον Έλληνα.
Κι εκείνος, όπως ταίριαζε κι όπως περίμενα
«Καλώς ήρθες», μου απαντάει τώρα
χαρούμενος όσο ποτέ άλλοτε δεν τον είχα δει.
Κι έτσι κουβεντιάσαμε πολλά και διάφορα
και του είπα: «Ξεύρεις φραγκικά;» Κι εκείνος:
«Είμαι Ρωμαίος και ξεύρω πολλές γλώσσες».
Κι εγώ: «Παρακαλώ σε φίλε μου, μετά
μίλησέ μου φραγκικά», του είπα.
«Μετά χαράς», απάντησε αμέσως.
Και λίγους στίχους πιο κάτω, όταν τον ρωτάει πού πηγαίνει, ο ρωμιός του απαντάει χρησιμοποιώντας μια ακόμα ελληνική λέξη:
“Qui presso a una chora, dove il re Pirro anticamente stava”, δηλαδή «Εδώ κοντά σε μια χώρα όπου παλιά ήταν ο βασιλιάς ο Πύρρος».
Στο υπόλοιπο έργο, απ’ όσο κοίταξα, δεν υπάρχουν άλλες ελληνικές λέξεις –αλλά και πάλι, νομίζω πως η ανακάλυψη είναι εντυπωσιακή. Ώστε πριν από εφτά αιώνες, οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ αυτό τον τόπο χρησιμοποιούσαν φράσεις πολύ όμοιες με τις σημερινές!
Για να μη βλογάω τα γένια μου: το εύρημα δεν είναι δικό μου. Ο γλωσσολόγος Νίκος Νικολάου το βρήκε, ο Nick Nicholas δηλαδή, ο ελληνοαυστραλός μάγος του TLG και μεταφραστής (μαζί με τον Γιώργο Μπαλόγλου) της Παιδιοφράστου διηγήσεως των τετραπόδων ζώων στα αγγλικά. Μου το είχε στείλει σε ανύποπτο χρόνο, που λένε· σε κάποια αλλαγή υπολογιστή έχασα το ηλεμήνυμα αλλά τελικά ξαναβρήκα το κείμενο χάρη στο γκουγκλ που βλέπει τα πάντα.
* Ο Νίκος Σαραντάκος, Αθήνα 1959,  είναι συγγραφέας και λογοτέχνης. Έχει γράψει τα βιβλία : “Για μια πορεία” (1984), έκδ. Σύγχρονη Εποχή, “Μετά την αποψίλωση” (1987), έκδ.: Σύγχρονη Εποχή, “Αλληλογραφία του Μότσαρτ” (1991), “Αλφαβητάρι ιδιωματικών εκφράσεων” (1997), έκδ.: Δίαυλος,  “Γλώσσα μετ’ εμποδίων” (2007), έκδ.: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. “Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία” (2009), έκδ.: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Ποιήματα του Καβάφη

Όσο μπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την,

στων σχέσεων και των συναναστροφών

την καθημερινήν ανοησία,

ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.


Che fece...il gan rifiuto


Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα

που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι

να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει

έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.

Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,

όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει

εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.


Ιθάκη


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι

που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,

να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,

σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.

Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.

Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει

και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,

πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.


Σην εκκλησία


Την εκκλησία αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της,

τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,

τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών·

με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,

με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,

τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες

και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό-

λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό-

ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,

στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.


Ούκ έγνως


Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες -

ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Ανέγνων, έγνων,

κατέγνων». Τάχατες μας εκμηδένισε

με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος.

Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι δεν έχουνε σ' εμάς

τους Χριστιανούς. «Ανέγνως, αλλ' ουκ έγνως· ει γαρ έγνως,

ουκ αν κατέγνως» απαντήσαμεν αμέσως.


Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης


Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,

τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,

ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Αριστομένης, υιός του Μενελάου.

Ως τ' όνομά του, κ' η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.

Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά

δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.

Αγόραζε βιβλία ελληνικά,

ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.

Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.

Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,

κ' οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.

Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.

Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,

έμαθ' επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·

κ' έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν

χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι

μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,

κ' οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,

ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι' αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,

προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·

κ' έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας

κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.


Μανουήλ Κομνηνός


Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός

μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου

αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι

(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν

που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.

Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος

παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,

κι απ' τα κελλιά των μοναχών προστάζει

ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,

και τα φορεί, κ' ευφραίνεται που δείχνει

όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.

Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,

και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν

ντυμένοι μες την πίστι των σεμνότατα.


Ιουλιανός εν τοις Μυστηρίοις


Πλην σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος,

μέσα στης γης τα φοβερά τα βάθη,

συντροφευμένος μ' Έλληνας αθέους,

κ' είδε με δόξαις και μεγάλα φώτα

να βγαίνουν άϋλαις μορφαίς εμπρός του,

φοβήθηκε για μια στιγμήν ο νέος,

κ' ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων

επέστρεψε, κ' έκαμε τον σταυρό του.

Αμέσως η Μορφαίς αφανισθήκαν·

η δόξαις χάθηκαν - σβύσαν τα φώτα.

Οι Έλληνες εκρυφοκυτταχθήκαν.

Κι' ο νέος είπεν· «Είδατε το θαύμα;

Αγαπητοί μου σύντροφοι, φοβούμαι.

Φοβούμαι, φίλοι μου, θέλω να φύγω.

Δεν βλέπετε πως χάθηκαν αμέσως

οι δαίμονες σαν μ' είδανε να κάνω

το σχήμα του σταυρού το αγιασμένο;»

Οι Έλληνες εκάγχασαν μεγάλα·

«Ντροπή, ντροπή να λες αυτά τα λόγια

σε μας τους σοφιστάς και φιλοσόφους.

Τέτοια σαν θες εις τον Νικομηδείας

και στους παππάδες του μπορείς να λες.

Της ένδοξης Ελλάδος μας εμπρός σου

οι μεγαλείτεροι θεοί φανήκαν.

Κι' αν φύγανε να μη νομίζης διόλου

που φοβηθήκαν μια χειρονομία.

Μονάχα σαν σε είδανε να κάνης

το ποταπότατον, αγροίκον σχήμα

συχάθηκεν η ευγενής των φύσις

και φύγανε και σε περιφρονήσαν».

Έτσι τον είπανε κι' από τον φόβο

τον ιερόν και τον ευλογημένον

συνήλθεν ο ανόητος, κ' επείσθη

με των Ελλήνων τ' άθεα τα λόγια.
Και συλλογιέμαι την ώρα του Κυρίου.
Πονηρός δούλος, το τάλαντο το προσφερόμενο δαπάνησα στην άγονη πείρα , στη στεγνή σοφία και σε τούτη δω την ακατανόητη συγκομιδή της θερμής καμπύλης
Κύριε των οικτιρμών επίβλεψε στην ασωτία μου!

Ι.Μ Παναγιωτόπουλου, Τα ποιήματα, "Οι εκδόσεις των φίλων", Αθήνα , 1970, σελ.170

-


Αισθάνομαι την παρουσία σου γύρω μου.
Ο λόγος σου γίνεται στεναγμός μου,
ο θρήνος σου γίνεται τύψη μου-
και δε μπορώ να ξεχωρίσω την τιμωρία σου
απο τη θλίψη που επιβάλλω στον εαυτό μου.

Είσαι το πρόσωπο που γεμίζει τη νύχτα μου,
ένας ίσκιος μακρύς και βαθύς,
ένα πρόσωπο που δεν το'χω γνωρίσει
ανερμήνευτε Κύριε!

Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Τα Ποιήματα "Οι εκδόσεις των φίλων", Αθήνα ,1970,σσ 202-203

-

Η ψυχή μου κυμάτιζε σαν το φλούδι καταμεσίς σου, σε περίζωνε, σ' αναζητούσε, πάσκιζε παράφορα να σ'αγγίξει, ανερμήνευτε Κύριε!

Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Τα Ποιήματα "Οι εκδόσεις των φίλων", Αθήνα ,1970,σσ 204

Κυκλοφόρησε το τεύχος Ιουνίου της «Εξωτερικής Ιεραποστολής»




Πατήστε επάνω στην εικόνα για να ανοίξει σε πλήρης οθόνη και μετά επιλέξτε σελίδες για να διαβάσετε.
Επίλεξτε τα μικρά κυκλάκια για να μεταβείτε σε άλλη ομάδα σελίδων του περιοδικού
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...