ΚΑΙ ἐλάλησε Κύριος πάντας τοὺς λόγους τούτους λέγων·
2 ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. 3 οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ.
4 οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. 5 οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί με 6 καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου.
7 οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ· οὐ γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ.
8 μνήσθητι τὴν ἡμέρα τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν. 9 ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· 10 τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου, ὁβοῦς σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ πᾶν κτῆνός σου καὶ ὁ προσήλυτος ὁ παροικῶν ἐν σοί. 11 ἐν γὰρ ἓξ ἡμέραις ἐποίησε Κύριος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ· διὰ τοῦτο εὐλόγησε Κύριος τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν.
12 τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι.
13 οὐ μοιχεύσεις.
14 οὐ κλέψεις.
15 οὐ φονεύσεις.
16 οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ.
17 οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου. οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί.
18 Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἑώρα τὴν φωνὴν καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ τὸ ὄρος τὸ καπνίζον· φοβηθέντες δὲ πᾶς ὁ λαὸς ἔστησαν μακρόθεν. 19 καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· λάλησον σὺ ἡμῖν, καὶ μὴ λαλείτω πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, μὴ ἀποθάνωμεν. 20 καὶ λέγει αὐτοῖς Μωυσῆς· θαρσεῖτε, ἕνεκεν γὰρ τοῦ πειράσαι ὑμᾶς παρεγενήθη ὁ Θεὸς πρὸς ὑμᾶς, ὅπως ἂν γένηται ὁ φόβος αὐτοῦ ἐν ὑμῖν, ἵνα μὴ ἁμαρτάνητε. 21 εἱστήκει δὲ ὁ λαὸς μακρόθεν, Μωυσῆς δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὗ ἦν ὁ Θεός
Απόδοση
Και μίλησε ο Κύριος όλους αυτούς τους λόγους και είπε∙
εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, που σε έβγαλα από την γη της Αιγύπτου, από τη δουλεία σας. Δεν θα υπάρχουν για εσένα άλλοι Θεοί εκτός από εμένα.
Δεν θα υπάρχουν για εσένα είδωλα, ούτε οποιοδήποτε ομοίωμα, από όσα είναι στον ουρανό και στη γή και στα ύδατα . Δε θα τα προσκυνήσεις αυτά, ούτε θα τα λατρέψεις. Γιατί εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, Θεός με ζήλο, που αποδίδω αμαρτίες γονέων πάνω στα παιδιά τους, από τρίτη έως τέταρτη γενιά σε αυτούς που με μισούνε και κάνω έλεος σε χιλιάδες που με αγαπούνε και σε αυτούς που φυλάνε τα προστάγματά μου.
Δεν θα λάβεις το όνομά του Κυρίου του Θεού σου μάταια.
Θυμήσου την ημέρα του Σαββάτου να την αγιάζεις. Έξη ημέρες θα εργάζεσαι και θα κάνεις όλα τα έργα σου. Και την ημέρα την έβδομη θα την αφιερώσεις στον Κύριο τον Θεό σου. Δεν θα κάνεις σε αυτή κανένα έργο, εσύ και ο γιός σου και η θυγατέρα σου , ο βοηθός σου και η βοηθός σου, το βόδι και το υποζύγιό σου και κάθε ζώο και ο προσήλυτος που ήρθε να μείνει μαζί σου. Καθώς σε έξη ημέρες κατασκεύασε ο Κύριος τον ουρανό και την γη και την θάλασσα και όλα όσα είναι σε αυτά και σταμάτησε την ημέρα την έβδομη∙ γι’ αυτό ευλόγησε ο Κύριος την έβδομη ημέρα και την αγίασε.
Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου , για να δεις καλά στη ζωή σου και να ζήσεις πολλά χρόνια πάνω στη γη την αγαθή που θα σου δώσει ο Κύριος ο Θεός σου.
Δεν θα μοιχεύσεις.
Δεν θα κλέψεις.
Δεν θα φονεύσεις.
Δεν θα δώσεις ψεύδη μαρτυρία κατά του πλησίον σου.
Δεν θα επιθυμήσεις την γυναίκα του πλησίον σου . Δεν θα επιθυμήσεις το σπίτι του πλησίον σου ούτε το χωράφι του ούτε τον βοηθό του ούτε την βοηθό του ούτε το βόδι του ούτε το υποζύγιο του ούτε κάποιο από τα ζώα του ούτε όσα είναι του πλησίον σου.
Και όλος ο λαός έβλεπε την φωνή και τις λαμπάδες και την φωνή της σάλπιγγας και το όρος που κάπνιζε. Και επειδή φοβήθηκαν στάθηκαν μακριά. Και είπαν στον Μωυσή∙ λάλησε εσύ προς εμάς( τα λόγια του Θεού) , και να μη μας μιλά ο Θεός για να μην πεθάνουμε. Και τους λέει ο Μωυσής∙ πάρτε θάρρος, διότι σας φανερώθηκε Θεός για να σας πειράξει, για να τον φοβηθείτε και για να μην αμαρτάνετε. Και στεκόταν μακριά ο λαός και ο Μωυσής μπήκε μέσα στην ομίχλη που ήταν ο Θεός.