«Καί ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον.»
Εἴμαστε τόσο ἀπορροφημένοι, ἀγαπητοί μου
ἀδελφοί, τόσο βουτηγμένοι στά πράγματα τοῦ κόσμου, στίς φροντίδες τῆς
ζωῆς, ὥστε πολύ λίγο σκεπτόμαστε ὅτι κάποτε -ὅταν θελήση ὁ Θεός- θά
δώσουμε λόγο τῶν πράξεών μας. Ἀλλ’ ὅσον καί ἄν λησμονοῦμε τήν ἀλήθεια
αὐτή ἤ ὅσον καί ἄν φαίνεται ἐνοχλητική πολλές φορές καί θέλομε νά τήν
λησμονήσωμε, τό ἀλάνθαστο στόμα τοῦ Κυρίου μᾶς δίδει τήν διαβεβαίωση ὅτι
«θά ἔλθῃ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» γιά νά κρίνῃ τίς γενεές
τῶν ἀνθρώπων.
Τότε θά ἔλθῃ ὁ Χριστός «μετά δυνάμεως
καί δόξης πολλῆς» γιά νά ἐπισφραγίσῃ μέ τήν δίκαιη κρίση του καί μέ τήν
τελευταία καί ἔνδοξη ἐνέργειά του τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας.
Τότε, ὅπως ὁ ἥλιος λιώνει τά χιόνια καί ἀποκαλύπτει τά σπήλαια καί τίς
χαράδρες τῶν βουνῶν, ἔτσι καί ἡ παρουσία τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης θά
φωτίσει καί τά πιό κρυφά μέρη τῶν συνειδήσεων. Ἀλλοίμονο σ’ ἐκείνους πού
πέρασαν τή ζωή τους στό ψέμα καί στήν ὑποκρισία˙ θά ἐξευτελισθοῦν στά
μάτια ἀγγέλων καί ἀνθρώπων. Καί χαρά σ’ ἐκείνους πού φρόντισαν νά
φωτίσουν μέ τό φῶς τῆς ζωῆς τους˙ θά ἐπιβραβευθοῦν γιά τήν ἐντιμότητα
καί τήν καθαριότητά τους.
Τό γλυκύ καί φιλάνθρωπο πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ θά γίνῃ τήν ἡμέρα ἐκείνη δικαιόκριτο καί παντοκρατορικό. Στήν
ἐμφάνισή Του θά συντριβοῦν ἡ γῆ καί ὁ οὐρανός, ὅπως μᾶς λέγει ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν Ἀποκάλυψη: «Καί θρόνον μέγαν λευκόν καί τόν
καθήμενον ἐπ’ αὐτῷ οὗ ἀπό προσώπου ἔφυγεν ἡ γῆ καί ὁ οὐρανός, καί τόπος
οὐχ εὑρέθη αὐτοῖς» (Ἀποκ., κ΄ 11). Θά ἠχήσουν οἱ ἄγγελοι τίς σάλπιγγες
τους καί θά σεισθοῦν τά θεμέλια τῆς γῆς ἀπό τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ
ἀνθρώπου, πού αὐτή τή φορά δέν θά ἔλθῃ ἀδύναμος καί ταπεινός, ἀλλά «μετά
δυνάμεως καί δόξης πολλῆς». Καί δέν θά ζητήσῃ ὁ Χριστός ἀπό τούς
κρινομένους νηστεῖες, οὔτε ἀγρυπνίες, οὔτε γονυκλισίες. Πάντα ταῦτα καλά
καί ὠφέλιμα, στήν ψυχή μόνον, ὅταν ἔχουν ἀφετηρία καί τέλος τήν
κορωνίδα τῶν ἀρετῶν, τήν ἀγάπη. Χωρίς αὐτήν καταντοῦν τύποι ἀνώφελοι,
πού καταπονοῦν μέν, ἀλλά δέν ἀγιάζουν τόν πιστό. Δέν ἀπορρίπτει ὁ Κύριος
καμμιά ἀρετή. Ἀναφέρεται μόνο στήν ἐλεήμονα καρδιά, γιατί ἀπ’ αὐτήν
ἐξαρτῶνται οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές. Ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἐκεῖνος τόν
λατρεύει νύκτα καί ἡμέρα, ἀποφεύγει τή λατρεία παντός κτίσματος, ἀπέχει
ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν δοξολογεῖ. Ὅποιος ἁγαπᾶ τόν πλησίον του προσφέρει
τιμή, σέβεται τούς γονεῖς, ἀποφεύγει τήν μοιχεία, τήν κλοπή, τόν φόνο,
τήν ψευδομαρτυρία, οὐδέποτε ἐπιθυμεῖ ξένο πράγμα. Ὁ ἐλεήμων εἶναι
δίκαιος καί ἐνάρετος, ὁ δέ ἀνελεήμων παραβάτης καί ἁμαρτωλός. Γι’ αὐτό ὁ
Κύριος ἔθεσε ὡς κριτήριο τήν ἀγάπη, γιατί ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό
καί τόν πλησίον «….ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆται κρέμανται».
Μέ βάση, λοιπόν, τήν ἀγάπη θά μᾶς κρίνῃ
κατά τήν ἡμέρα τῆς δικαίας ἀνταποδόσεως. Σ’ ἐκείνους πού ἀπέδειξαν
ἐλεήμονη συμπεριφορά θά εἴπῃ: «ἐπείνασα, ἐδίψασα, ξένος ἤμουν, γυμνός
ἄρρωστος, φυλακισμένος καί μέ διακονήσατε μέ ἀγάπη. Γι’ αὐτό
κληρονομήσατε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Στούς ἄλλους πού ἔζησαν ἐγωϊστικά,
κλεισμένοι ἐρμητικά στούς ἑαυτούς τους καί ἕμειναν ἀσυγκίνητοι στόν
πόνο καί στήν δοκιμασία τοῦ πλησίον θά εἴπη: «Φύγετε ἀπό μπροστά μου
καταραμένοι ἄνθρωποι καί πηγαίνετε στό πῦρ τῆς κολάσεως˙ ἐπείνασα,
ἐδίψασα, ξένος ἤμουν, γυμνός, ἄρρωστος, φυλακισμένος καί σεῖς δέν μοῦ
συμπαρασταθήκατε».
Εἶναι δυνατόν νά σκεφθεῖ κανείς καί νά
ἐρωτήση: Ὁ κώδικας μέ τόν ὁποῖο θά κριθοῦμε εἶναι μόνον ἡ φιλανθρωπία;
Σέ τίποτα δέ θά λογισθῇ ἡ πίστη πρός τόν Ἰησοῦ; Πρίν ἀπαντήσωμε στό
ἐρώτημα, ἄς φέρωμε πάλι μπροστά μας τήν εἰκόνα τῆς κρίσεως. Ποιός εἶναι
τό κεντρικό πρόσωπο; Ὁ Χριστός. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού χωρίζει τόν
κόσμο σέ δύο στρατόπεδα; Ὁ Χριστός. Ἡ στάση μας πρός ποῖον μᾶς καθιστᾶ
πρόβατα ἤ ἐρίφια; Ἡ πρός τόν Χριστό. Ὁ Χριστός, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος
πού δίδει αἰτία στήν ἀγάπη μας. Μακρυά καί χωρίς τόν Χριστό σωτηρία δέν
ὑπάρχει. Αὐτός εἶναι ἡ πύλη, ἀπό τήν ὁποῖα ὅποιος εἰσέλθη σώζεται καί
εὐρίσκει τήν νομή τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἄν ὁ Χριστός, περιγράφοντας
τήν μέλλουσα κρίση, ἐξῆρε περισσότερο τά ἀγαθά ἔργα, τό ἔπραξε διότι
ἤθελε νά πατάξη τήν ἀκαρπία πολλῶν χριστιανῶν καί νά μᾶς διδάξη ὅτι ἡ
πίστη μαζί μέ τά ἔργα σώζουν τόν πιστό.
Ἡ μέλλουσα κρίση καί ἀνταπόδοση εἶναι
συνέπεια καί ἀπόρροια τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, τῆς δικαιοσύνης ἐκείνης ἡ
ὁποία θά τιμωρήσῃ ἀσφαλῶς ὅ,τι κακό δέν ὑπέπεσε στήν ἀντίληψη τῶν
ἀνθρώπων ἤ ὅ,τι δέν κατόρθωσε ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων νά τιμωρήσῃ.
Ἀλλ’ εἶναι καί ἀπαίτηση τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, πού θά ἀνταμείψῃ τούς
ἀνθρώπους ἐκείνους, τούς ὁποίους ὄχι μόνον δέν κατόρθωσε νά ἀνταμείψῃ ἡ
δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἴσως καί νά ἀδίκησε.
Εἶναι ὁπωσδήποτε ἀτελής ἡ ἀπονομή τῆς
ἀνθρώπινης δικαιοσύνης. Κατ’ ἀρχήν δέν ὑπάρχουν νόμοι ἀνθρώπινοι, τόσοι
ὥστε νά προβλέπουν τήν τιμωρία ὅλων τῶν κακῶν. Πόσες περιπτώσεις
ἀνηθικότητος μένουν ἀτιμώρητες ἀπό τούς νόμους τῶν ἀνθρώπων! Ποιός
πατέρας τιμωρήθηκε, γιατί παραμέλησε τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν του! Καί
ἀντιθέτως, πόσοι δίκαιοι, πόσοι ἐργάτες τῆς ἀρετῆς, πόσοι ἀθλητές τῆς
ἠθικῆς ἔμειναν ἀφανεῖς ἥρωες καί, ἀντί ἀμοιβῆς, πληρώθηκαν μέ τό νόμισμα
τῆς ἀχαριστίας! Ἀλλ’ ὑπάρχουν καί νόμοι πού ἔρχονται σέ πλήρη ἀντίθεση
μέ τήν ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ πλέον ἀνήθικες πράξεις θεσπίζονται σέ
ὡρισμένα τοὐλάχιστον κράτη ὡς νόμιμες καί δέν τιμωροῦνται ἑπομένως. Ἀλλ’
ὑπάρχουν καί περιπτώσεις, ἴσως ἀμέτρητες, κατά τίς ὁποῖες μεγάλα
ἐγκλήματα παραμένουν ἀτιμώρητα, χωρίς καμμιά δίκη, γιατί δέν κατέστη
δυνατόν νά ἀνακαλυφθοῦν οἱ δράστες, ἀλλά καί περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες
συνελήφθησαν μέν οἱ δράστες, ἀλλ’ ἀθωώθηκαν ἐλλείψει μαρτύρων καί
ἐνοχοποιητικῶν στοιχείων ἤ καί γιά διαφόρους λόγους. Καί ὅμως, ὅλα αὐτά
περνοῦν ἀπαρατήρητα σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Πρέπει, ἐν τούτοις, νά εἴμαστε
βέβαιοι ὅτι δέν θά περάσουν ἀπαρατήρητα στό κριτήριο τοῦ Θεοῦ.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, αὐτή τήν ἡμέρα τῆς
κρίσεως μᾶς ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία τίς ἡμέρες αὐτές. Ὅσες καί ἄν εἶναι
οἱ δυσκολίες τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς, ὅση καί ἄν εἶναι ἡ ζάλη τῶν
μεριμνῶν τοῦ βίου, ἄς ἀφήνωμε κάποτε νά ἔρχεται στή σκέψη μας ἡ
πραγματικότης τῆς κρίσεως καί τῆς μετά ταύτην αἰωνίου ζωῆς, ὥστε τίς
σκέψεις μας, τίς ἀποφάσεις μας καί τίς πράξεις μας νά ρυθμίζωμε μέ τήν
προοπτική τῆς αἰωνιότητος, γιά νά βρεθοῦμε στή μερίδα, ἡ ὁποία θά ἀκούσῃ
τήν φωνή τοῦ Κυρίου: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου κληρονομήσατε
τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν Βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου». Ἀμήν.