…μάλλον και της οικονομίας
συλλήβδην. Οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν εδώ και χρόνια, από άσχετους και
ειδήμονες, από ειδικούς έως πρόχειρους αναλυτές της στιγμής ή περιστασιακούς
λόγω της υπερβάλλουσας ανάγκης. Δεν έχει ωστόσο καμιά σημασία, ως φαίνεται,
ούτε το ποιόν των πλείστων όσων «οικονομολόγων» γεννήθηκαν από τη
μεταπολιτευτική κρίση ούτε, πολύ περισσότερο, αυτό του περιεχομένου των λόγων
τους. Και τούτο διότι η κρίση, ως και κάθε συναφές ιστορικό μέγεθος, απλά μας
ξεπερνάει όλους κατά πάρα πολύ.
Σε μια τέτοια συζήτηση βρέθηκα
αυτές τις μέρες εξ ανάγκης και, ως εικός, ουχί εξ επιθυμίας. Οικονομολόγος δεν
είμαι, αλλά και οι προβληματισμοί και τα ερωτήματα που έθεσα έμειναν
αναπάντητα, ακόμη και από τους πλέον εκεί διακηρύσσοντες τη σχετοσύνη τους επί του θέματος. Θα
αναφέρω ενδεικτικά μια παλαιότερη απλή μαθηματική και άκρως λογική προσωπική
προσέγγιση πάνω στα σχετικά ζητήματα, πριν προχωρήσω στις σκέψεις επί των
σημερινών οικονομικών πραγμάτων. Στις μέρες λοιπόν του χρηματιστηριακού μεσσιανισμού, τον οποίο εισήγαγε με απόλυτα
εγκληματική – τουτέστιν διαβολική – πρόθεση και μαεστρία η εκλεγμένη εγχώρια
πολιτική ηγεσία – ίσως καθ’ υπαγόρευσιν και σε συνεργασία με ξένα κέντρα, αυτό
όμως μένει να το αποδείξει η ιστορία των μεταγενέστερων – την ώρα μάλιστα που
οι προσδοκίες και τα ουτοπικά οράματα της άπληστης μάζας είχαν φτάσει στο
απόγειό τους, η εμή ελαχιστότητα προέβη στην ακόλουθη απλούστατη συλλογιστική:
είναι δυνατόν να κερδίζουν όλοι και να μην χάνει κανείς; Και αν κερδίζουν, από
ποιον (χαμένο ή χορηγό έστω) εισπράττουν τούτο το ευτυχές και επιδιωκόμενο ανά
τους αιώνες και από όλους ζητούμενο; Το
τραγικό και παταγώδες σπάσιμο της χρηματιστηριακής εκείνης φούσκας επικύρωσε
απλά την πραγματικότητα της εικονικής –
φανταστικής – δαιμονικής οικονομίας που ζούμε.
Ας πάμε στο σήμερα. Τα κράτη
χρωστάνε, διότι δανείζονται. Αρχίζουν λοιπόν και πάλι ερωτήματα νηπιακού ίσως
χαρακτήρα, όχι όμως και ανούσια ή επουσιώδη: από ποιον ή ποιους δανείζονται;
Κατά δεύτερον, οι δανειστές αυτοί, εφόσον είναι φυσικά πρόσωπα, ένα ή
περισσότερα, πώς κατόρθωσαν να γίνουν, ατομικά ή έστω και σε σύμπραξη, τόσο
ισχυροί, ώστε να δανείζουν ένα ή περισσότερα ολόκληρα κράτη; Δεν έκανα, εξ όσων θυμάμαι, περισσότερες ερωτήσεις
στους προχθεσινούς συνδαιτυμόνες. Οι απαντήσεις που έλαβα, αναμενόμενα
αόριστες, άστοχες, νεφελώδεις, ανακριβείς και εξάπαντος ανεπαρκείς. Η δική μου
τοποθέτηση ομόλογη με εκείνην που θεωρώ ότι υφίσταται και στην αμέσως
προαναφερθείσα περίπτωση του ελληνικού χρηματιστηριακού κραχ: το λογιστικό
χρήμα, το πάντη εικονικό, καθαρά μεν ανύπαρκτο, υπάρχον δε μέσα στους
ηλεκτρονικούς υπολογιστές οικονομικών τραστ, υπερκρατικών ομώνυμων οίκων και
τραπεζικών επιχειρήσεων, καθιστάμενο (φονικό) όπλο στα χέρια των εκάστοτε
ισχυρών και κρατούντων της γης.
Οι στοιχειώδεις ερωτήσεις που
έθεσα προηγουμένως ίσως είναι αστείες για έναν τελειόφοιτο ή και απλό φοιτητή ενός
οικονομικού πανεπιστημίου. Ωστόσο γιατί δεν απαντιούνται ποτέ, αν είναι τόσο
απλές και αυτονόητες; Και δεν είναι μόνον αυτές. Μια απλή περιήγηση στο
διαδίκτυο μπορεί να συλλέξει πληθώρα σχετικών (ρητορικών εν τέλει) ερωτημάτων,
τα οποία συνηγορούν σε ένα ενιαίο συμπέρασμα, στο οποίο φαίνεται να οδηγούμαστε
αναπόδραστα μέσα από την παρατήρηση των διαχρονικώς τεκταινομένων: σε έναν αποφατισμό του κακού. Η ανυπόστατη
οικονομική ισχύς ενίων – ολίγων ή ελαχίστων σε συγκριτική πάντοτε παγκόσμια
κλίμακα – σε συνδυασμό με τα συμφέροντα και τη στρατιωτική – κρατική δύναμη,
είναι η ερμηνευτική δικλείδα με την οποία, ίσως και εξάπαντος αμυδρώς, θα
μπορούσε κάποιος να αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι της προκείμενης δαιμονικής
Αριάδνης.
Οι απλοί συλλογισμοί, ως οι
ημέτεροι εν προκειμένω, οδηγούν συνήθως στην επίλυση και των πλέον σύνθετων
προβλημάτων και, όπως θα φανεί, είναι πράγματα κοινωνούμενα από πολύ κόσμο,
οπότε μάλλον δεν πρόκειται για περίπτωση εξατομικευμένων προσεγγίσεων ή
μεμονωμένων εξηγητικών ιδιορρυθμιών. Θα αναφέρω ενδεικτικά ένα δυο
παραδειγματάκια από τυχαία αλίευσή τους στο internet: «ερώτηση 1: πώς γίνεται και ενώ το Λουξεμβούργο, η Αγγλία, η
Ελβετία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Δανία και η Αυστρία έχουν μεγαλύτερο ποσοστό
χρέους από εμάς, αυτοί να μην χρειάζονται σώσιμο, αλλά αντίθετα έρχονται να
σώσουν εμάς; Ερώτηση
2: πώς γίνεται το Αφγανιστάν με περίπου μισόν αιώνα συνεχείς πολέμους να
έχει μόνο 23% του ΑΕΠ του χρέος, την στιγμή που ξέρουμε ότι ένας πόλεμος
μερικών ημερών μπορεί να "ξετινάξει" μία χώρα; Ερώτηση 3: πώς γίνεται να χρωστάνε 29%
το Κουβέιτ, 54% το Μπαχρέιν και τα Αραβικά εμιράτα 56% τη στιγμή που είναι
παγκόσμιοι προμηθευτές πετρελαίου; […] Ερώτηση 5:
πώς γίνεται η Νορβηγία με 143% χρέος να μην έχει πρόβλημα και να μην χρειάζεται
σώσιμο ή περικοπές; Ερώτηση 6: γιατί οι παγκόσμιοι
δανειστές δεν ανησυχούν μήπως χάσουν τα 13, 5 τρις που χρωστάνε οι ΗΠΑ, τα 2
τρις που χρωστάει το Λουξεμβούργο, τα 9 τρις που χρωστάει η Αγγλία (κλπ, κλπ)
αλλά ανησυχούν για τα 500 δις που χρωστάμε εμείς; Ερώτηση 7: πώς γίνεται και ολόκληρος ο πληθυσμός της γης χρωστάει
το 98% των χρημάτων του; Ερώτηση 8: ποιοι
έχουν τόσα πολλά ώστε να «αντέχουν» να δανείσουν τόσο πολύ χρήμα; Ερώτηση 9: πού τα βρήκαν τόσα χρήματα;
Ερώτηση 10: γιατί τα χρήματά
τους δεν συμμετέχουν στο ΑΕΠ της χώρας τους»;[1]
Η πλεονάζουσα απορία της
ανθρωπότητας έναντι του υπερβατικού κακού
θα επιτείνεται – δυστυχώς αναπάντητη μέσα στην ανημπόρια του φορέα της - ολοένα
και περισσότερο με την πάροδο των ετών. Η έλευση των εσχάτων, άλλωστε, θα έχει
κατά την ιωάννεια προφητεία και οικονομικό χαρακτήρα (Αποκ. 13:16-17). Σε κάθε
περίπτωση, η μεταφυσική και ο αποφατισμός είναι η βάση στην οποία φαίνεται ότι
πρέπει να εξηγούμε όχι μόνο τα θεία, επουράνια και πνευματικά, αλλά και αυτά τα
απλά, τα καθημερινά, τα ανθρώπινα. Η μεταφυσική τούτη, ωστόσο, διάσταση δεν
έχει την έννοια της αδυναμίας εντοπισμού και περιγραφής των γενετικών και
αιτιακών καταβολών της πολύμορφης κακότητος. Ο προσδιορισμός τους μπορεί βέβαια
να μην είναι ακριβής ή εύκολος, αλλά είναι οπωσδήποτε εφικτός και ορατός στην τραχύτητα, στην επιθετικότητα
και στα επώδυνα αποτελέσματα του φαινομένου. Για την ορθόδοξη παράδοση είναι
δεδομένος παρά την ασαφή και αδιόρατη προσέγγιση των κινήτρων και της
αβυσσαλέας εκπόρευσης του κακού μέσα από τα βάθη των προαιρέσεων των κτιστών
έλλογων όντων. Πρόκειται, για να το πούμε πιο απλά και ξάστερα, για το μυστήριο
της ανομίας (Β’ Θεσ. 2:7), του οποίου φορείς είναι ο Εωσφόρος, οι δαίμονες
και οι συνεργάτες τους άνθρωποι.
Ενδεχομένως για κάποιους τα
παραπάνω ανήκουν στον χώρο της γραώδους μυθολογίας και της συνωμοσιολογίας,
οπότε θα τα αντιπαρέλθουν με σχετική άνεση ή θυμηδία. Τα πράγματα όμως τούτα
δεν είναι τόσο φαντασιώδη ή ανυπόστατα, όχι διότι τα δεχόμαστε σαν δόγμα
απορρέον μέσα από την Γραφή, αλλά επειδή τα βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας,
εκτός και αν είμαστε τυφλοί, γεγονός που ισχύει απόντος του Αγίου Πνεύματος (Ματθ.
15:14). Μιλήσαμε προηγουμένως για χάρτινη
οικονομία. Μέσα από τις ψεύτικες επιταγές και μετοχές του συστήματος
τούτου, του όντως φανταστικού και ανύπαρκτου, οι «άρχοντες» του κόσμου τούτου (Ιω.
12:31) μετέχουν στη διακυβέρνηση των λαών και στην πολυεπίπεδη εξόντωση της
ανθρωπότητας με απώτατο στόχο τον αιώνιο συγκολασμό
τους (Ματθ. 25:41).
Μια και μιλήσαμε για εικονική
και φαντασιακή οικονομία - η φαντασία
κατά τους Πατέρες είναι το γήπεδο του διαβόλου – δεν μπορούμε παρά να τη
βλέπουμε διαρκώς και διαχρονικά να «υλοποιείται» τοιουτοτρόπως μέσα σε
συγκεκριμένες καταστάσεις και ιστορικά δεδομένα. Θα αναφέρω σχετικώς μονάχα ένα
παράδειγμα: ο πλούτος ενός κράτους σήμερα μεταφράζεται σε απόθεμα χρυσού. Ερωτώ
εύλογα: ποιος ορίζει την αξία του χρυσού και την αντίστοιχη ισοτιμία; Αν αυτό
το μεταφέρουμε σε συνθήκες πραγματικής
οικονομίας, θα το καταλαβαίναμε στην περίπτωση ενός παγκόσμιου λιμού ή ενός
πυρηνικού πολέμου: όταν δηλαδή δεν θα υπάρχει δυνατότητα σίτισης και φυσικής επιβίωσης,
τότε θα φάμε χρυσό ή άλλα πολύτιμα μέταλλα και λίθους για να ζήσουμε; Ανάλογη
αντιστοίχως είναι και η αποθεματική ισχύς των Τραπεζών και απάντων των
οικονομικών κολοσσών και οργανισμών. Αέρας κοπανιστός δηλαδή. Μια σύμβαση
αόριστη, αόρατη και μυστηριώδης, η οποία ερείδεται στον φόβο, στην αδυναμία και
στην άγνοια των μαζών.
Στα αμέσως παραπάνω, βέβαια,
πρέπει να προσθέσουμε την εμπλοκή της κρατικής βίας και ισχύος. Επί παραδείγματι
και πάλι, ποιος θα τολμούσε να ελέγξει τις ΗΠΑ για την ανεξέλεγκτη και παράνομη
κοπή χαρτονομίσματος, το οποίο δεν έχει πουθενά αληθινό αντίκρισμα; Για να
επανέλθουμε, όμως, στη φιλοσοφία της ιστορικής οικονομίας της ανθρωπότητας, δεν
μπορούμε παρά να καταλήξουμε σχεδόν αναπόφευκτα στο εξής συμπέρασμα: στη
σχετικότητα των εν λόγω συμβάσεων, οι οποίες έχουν ελάχιστη σύνδεση με τα
ρεαλιστικά δεδομένα των αναγκών της άμεσης επιβίωσης και με εκείνα των πρώτων
υλών, των ενεργειακών αποθεμάτων και της ανθρώπινης εργασίας. Η διάσταση αξίας και τιμής ενός προϊόντος,
εξ ορισμού σχετική και συμβατική, οδήγησε ντετερμινιστικά την ανθρωπότητα σε ομόλογους
ποικιλώνυμους διχασμούς και πολυεπίπεδες διαιρέσεις και - σε αγαστή σύζευξη με
τη στρατιωτική βία και την πολεμική αντιπαράθεση των λαών - στην πλήρη
καθυπόταξή της σε δαιμονικούς νόες, χείρες και σχέδια. Κατά τη γνώμη του
γράφοντος, μέχρι την πρωτοϊστορική περίοδο της ανταλλακτικής οικονομίας (τότε
δηλαδή που έδινες ένα βόδι για να πάρεις τρία τσουβάλια σιτάρι) υπήρχε μια
λογική και μια δικαιοσύνη στην οικονομία. Με την εφεύρεση, όμως, και την είσοδο
του νομίσματος στις συναλλαγματικές διαδικασίες, κυριολεκτικά χάθηκε η μπάλα, ή
μάλλον πιότερο ακριβολογώντας πέρασε στο γήπεδο του διαβόλου και των
υφισταμένων του.
Οι ενστάσεις περί εικονικής οικονομίας
και δαιμονικής χειραγώγησής της εξάπαντος για πολλούς δεν θα μπορούν να πάψουν
υφιστάμενες. Εκείνο όμως που συνηγορεί μάλλον στις δικές μας ερμηνείες – μάλλον
σε αυτές της χριστιανικής Γραφής και Παράδοσης – είναι η ίδια η δυσειδής
πραγματικότητα. Ίσως να μην ισχύει τίποτε από όσα εν προκειμένω αρθρώνουμε,
αλλά σίγουρα γύρω μας άνθρωποι καθημερινά ωθούνται στην κατάθλιψη, στην
απόγνωση και στην αυτοκτονία, για να μιλήσουμε λίγο και για τα πρόσφατα τα δικά
μας. Οι τραγωδίες, επίσης, των πολέμων σε διαχρονικό και παγκόσμιο επίπεδο, σχεδόν
πάντοτε και προπαντός οικονομικού χαρακτήρος, αφήνουν πίσω τους εκατόμβες
θυμάτων αθώων παιδιών και απορούντων για τον απύθμενο παραλογισμό τους ενηλίκων.
Και αυτά είναι γεγονότα, τα οποία φαίνεται δυστυχέστατα να εκπηγάζουν μέσα από τους
ως άνω ανυπόστατους συσχετισμούς και τους σχιζοφρενικούς ψυχισμούς ανθρώπων και
δαιμόνων.
Πριν από δυο χιλιάδες χρόνια ο
ίδιος ο αρχιαποστάτης (πτωχός εξάπαντος και αδύναμος στην κτιστότητα, στην
άγνοια, στην έπαρση και στην ανυπόστατη αυθάδειά του) ζοφερός άγγελος σήκωσε
τον Θεό του – αγνοώντας πως βαστάει στα χέρια του τον ίδιο του τον Δημιουργό, ο
οποίος τον διακρατεί αδιαλείπτως στο είναι·
ω της αφράστου ανοχής και μακροθυμίας σου, Κύριε! – και του έδειξε τα βασίλεια
της γης (Λουκ. 4:5-8). Το περιστατικό τούτο ερμηνεύει σχετικά όλα τα
προηγηθέντα και τη σύνολη ανθρώπινη ιστορία με άκρως περιεκτικό τρόπο,
αποδεικνύοντας περίτρανα του λόγου της Εκκλησίας το αληθές, το οποίο δυστυχώς βλέπουμε
να επαληθεύεται εν τοις πράγμασι με τρόπους αιμάτινους και οδυνηρούς. Εκείνο,
ωστόσο, που δεν πρέπει να μας διαφεύγει ποτέ είναι ότι πίσω από όλα κρύβεται η
απερινόητη πρόνοια του Τριαδικού Θεού, ο οποίος αφήνει (παραχωρεί οικονομικώς στη θεολογική γλώσσα) άκοντα τον δράκοντα να «πειράζει» την ανθρωπότητα και να ετοιμάζει έτσι
τους «αξίους» της αγάπης Του για την είσοδό τους στην εσχατολογική Βασιλεία
Του.
Μια μικρή παρένθεση αναφορικά
με τα δικά μας και πάλι. Πολλοί ρωτούν εναγωνίως για το τέλος της κρίσης με τη
συνειδητή και υποσυνείδητη προσδοκία της εύρεσης διεξόδου και της αναζήτησης
ελπίδας ή έστω ενός παραμυθητικού λόγου. Η απάντηση είναι, κατά τη γνώμη μου
και αυτήν τη φορά, πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να εξέλθουμε άμεσα από αυτήν.
Και τούτο απλούστατα διότι δεν θα έχουμε αφομοιώσει το παιδαγωγικό μήνυμα που
μέσα από τα δεινά που επέτρεψε να μας συμβούν – δικαίως για τις αμαρτίες μας
οπωσδήποτε – θέλει να μας στείλει ο Κύριος και τοιουτοτρόπως να μας καθάρει από
τα πνευματικά αρρωστήματα στα οποία
περιέπεσε ένας ολόκληρος ορθόδοξος λαός και τα οποία θα μπορούσαμε να
συνοψίσουμε σε δυο λέξεις: άκρατος υλισμός και πολύμορφη ειδωλολατρία. Οι
ιατρικές επεμβάσεις και θεραπείες, άλλωστε, ειδικά στις δύσκολες έως ανίατες
ασθένειες, πέρα από κόπο και πόνο, είθισται να χρειάζονται και αρκετό χρόνο.
Ο άνθρωπος μικρός, αδύναμος και
απροστάτευτος στο παγκόσμιο, «παντοδύναμο και ανίκητο» περιεκτικό κακό, ορφανός
μέσα στην προελαύνουσα αθεΐα του και (αυτο)εγκαταλελειμμένος στην υλιστική ή αγνωστικιστική
πίστη του στην τυχαιότητα, έφτασε στο ταβάνι της απελπισίας, στο τέλος
της νοηματοδότησης, την οποία χορηγεί μονάχα ο Χριστός. Αυτός και μόνον Αυτός
μπορεί να συντρίψει τα σκοτεινά και επίβουλα ανθρωποκτόνα παγιδεύματα του
διαβόλου και των δαιμονοκρατούμενων «ισχυρών» της γης και θα το πράξει
ολοκληρωτικά και τελεσίδικα στην οσονούπω ερχόμενη Βασιλεία του. Η προσδοκία των εθνών (Γεν. 49:10), ο
μοναδικός μας λυτρωτής στο οντολογικό, στο οικονομικό και στο κάθε υπαρκτό χάος
που μας απειλεί, είναι ο Χριστός και Θεός μας. Πόσα άλλα ραπίσματα και
τραγωδίες θέλει άραγε να δοκιμάσει ακόμη η ανθρωπότητα, πριν το
συνειδητοποιήσει και στραφεί στη μοναδική της σωτήρια, συμφέρουσα και
πραγματική ελπίδα από τα φαντασιώδη φονικά παίγνια και σχεδιάσματα των φορέων
τού παρυπόστατου (κατά τους αγίους Πατέρες πάντοτε) κακού;
Κ.Ν.
10/2/2014