ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. ιη΄ 23-35)
«οὕτω καὶ ὁ Πατὴρ
μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὑτοῦ ἀπὸ
τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν».
Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ,
ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί, κηρύχθηκε σὲ ὅλα τά ἔθνη τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ
τῆς ἀνεξικακίας. Τὸ μήνυμα αὐτὸ ἔρχεται νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει καὶ ἡ
Ἐκκλησία μας μὲ τήν παραβολὴ τοῦ σκληρόκαρδου δούλου, πού ἀκούσαμε
σήμερα.
Ἀφορμὴ γιὰ νὰ πεῖ ὁ Ἰησοῦς αὐτὴ τὴν
παραβολὴ ἦταν μία ἐρώτηση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «Κύριε πόσες φόρες νὰ
συγχωρήσω τὸν ἀδελφό μου, ἐὰν ἐξακολουθεῖ νὰ μοῦ κάνει κακό;» Τὸ
συνηθισμένο ὅριο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἦταν τρεῖς φορές. Ὁ Πέτρος λοιπόν,
πιστεύοντας ὅτι ξεπερνάει τὸ ὅριο ποὺ ὅριζε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος καὶ πῶς
ἔφτασε σὲ ὕψη μακροθυμίας, τὸ ὑπερδιπλασιάζει προτείνοντας «ἕως ἑπτὰ
φορές». Ἀλλὰ ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται νὰ συντρίψει γιὰ πάντα
ὁποιοδήποτε ὅριο, «ὄχι μόνον ἑπτὰ φόρες ἀλλὰ ἑβδομήντα φορὲς τὸ ἑπτά,
δηλαδὴ ἀπεριόριστα».
Μᾶς διδάσκει λοιπὸν ὁ Χριστὸς
τὸν τρόπο τῆς συγχωρήσεως, ὑποδεικνύοντὰς μας συγχρόνως καὶ τό πῶς αὐτὴ
πρέπει νὰ πραγματοποιεῖται: «ἀπὸ τῶν καρδιῶν ἡμῶν». Τότε μόνον, μᾶς
λέει, ἔχει πραγματικὰ ἀποτελέσματα, ὅταν προέρχεται «ἀπὸ τὰ βάθη τῆς
ψυχῆς μας».
Συγχώρεση καὶ μακροθυμία, δύο
μεγάλες ἀρετὲς, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ καλλιεργοῦμε σὰν πιστοὶ μαθητὲς τοῦ
Κυρίου, γιὰ νὰ ἔχουμε κατόπιν τό θάρρος, ὥστε νὰ ζητοῦμε κι ἐμεῖς ἀπὸ
τὸν Θεὸ τὴν ἄφεση τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν. Διότι ἂν δὲν μάθουμε νὰ
συγχωροῦμε τοὺς ἀδελφούς μας, ὅπως μᾶς τό εἶπε σήμερα ὁ Χριστός, τότε
οὔτε ὁ Θεὸς θὰ συγχωρέσει τὰ δικά μας παραπτώματα, ὅσο μικρὰ κι ἂν
εἶναι αὐτά.
Νὰ συγχωροῦμε τούς ἀδελφούς μας, οἱ
ὁποῖοι εἴτε ἠθελημένα εἴτε ἄθελα τους μᾶς ἔβλαψαν. Ὅμως αὐτὴ ἡ πράξη ἀπὸ
μέρους μας προϋποθέτει μεγάλη ψυχικὴ δύναμη καὶ ἀγάπη, ἀγάπη πρὸς
ὅλους, ἀκόμη καὶ πρὸς τους ἐχθροὺς μας, διότι ἡ ἀγάπη εἶναι καρπὸς τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πλημμυρισμένη ἀπὸ
ἀγάπη, τότε μόνο μπορεῖ νὰ βλέπεῖ καθαρὰ καὶ νὰ τηρεῖ τὶς θεῖες ἐντολές.
Τό αἰώνιο παράδειγμα συγχωρήσεως καὶ
ἀγάπης εἶναι Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος πάνω στὸ σταυρὸ συγχωροῦσε
τοὺς ὑπαιτίους τοῦ μαρτυρίου Του, δείχνοντάς τους ἀγάπη καὶ συμπόνια.
Ἄπειρα ἐπίσης εἶναι καὶ τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ
ὁποῖοι καλλιέργησαν τὴν συγχώρεση, κατορθώνοντας νὰ φτάσουν σὲ μεγάλα
ὕψη ἀρετῆς.
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ζητᾶ νὰ συγχωροῦμε τοὺς
ἀδελφούς μας, τὸ κάνει ὄχι γιὰ τὴ δικὴ Του ἱκανοποίηση, ἀλλὰ γιὰ τὴ δική
μας καταξίωση, ἀφοῦ ἀγαπῶντας τοὺς ἐχθρούς μας ἀποκτοῦμε τὴν καλύτερη
ἐμπειρία τῆς σχέσεώς μας μὲ τὸ Θεό. Τούτη τὴν ἀλήθεια ἐκφράζει ὁ λόγος
τοῦ Χριστοῦ: «Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθροὺς ὑμῶν…ὅπως γένησθε υἱοί τοῦ Πατρὸς
ἡμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας…γιατὶ μόνον ἔτσι
θὰ γίνεται παιδιὰ τοῦ Πατέρα μου ποὺ βρίσκεται στοὺς οὐρανοὺς».
Ἡ συγχώρεση, πέρα ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ
ὑπόσταση, ἔχει καὶ κάποια κοινωνικὴ διάσταση, τὴν ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος τῆς
πρακτικῆς ἐποχῆς μας πρέπει ἰδιαιτέρα νὰ προσέξει. Τά ἀνθρώπινα
προβλήματα, εἴτε ἀτομικὰ εἶναι εἴτε κοινωνικὰ, δὲν λύνονται μὲ τό μῖσος
καὶ τὴν ἐκδίκηση. Ἀντίθετα πολλαπλασιάζονται, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ αὐξάνει ἡ
κακία καὶ ἡ διχόνοια μεταξὺ τῶν ἀτόμων καὶ κατ” ἐπέκταση μεταξὺ τῶν
κοινωνιῶν. Χάνεται ἔτσι καθημερινὰ ἡ φυσικὴ ἁρμόνια στὶς σχέσεις μας καὶ
ἐρχόμαστε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ θεῖο θέλημα, ξεφεύγουμε ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ
προορισμοῦ μας, ποὺ εἶναι ἡ θέωση, καὶ μοιραῖα ὁδηγούμαστε στὸν πόλεμο
καὶ τὴν αὐτοκαταστροφή.
Γιὰ νὰ ἀποκτηθεῖ ἡ ἀρετὴ τῆς συγχώρεσης
χρειάζεται μεγάλος ἀγῶνας καὶ ἡρωϊσμὸς. Γιὰ νὰ μπόρεσεις νὰ συγχώρησεις
τόν ἀδελφὸ σου, πρέπει πρῶτα νὰ νικήσεις τὸν ἑαυτό σου, κι ἐδῶ ἀκριβῶς
χρειάζεται ὁ ἀγῶνας. Ὅταν νικήσουμε τὰ πάθη, τὸ μῖσος, τὸν ἐγωϊσμὸ μας,
τὴν ἐκδίκηση καὶ τήν ὑπερηφάνειὰ μας, τότε μόνο μποροῦμε νὰ συγχωροῦμε
τόν κάθε ἕνα σὲ ὁτιδήποτε κι ἂν μᾶς ἔφταιξε.
Ὁ ἄνθρωπος, πλασμένος «κατ” εἰκόνα» τοῦ
Δημιουργοῦ του, ἔρχεται στὸν κόσμο μὲ προορισμὸ καὶ δυνατότητα νὰ
«ὁμοιωθῆ» μὲ τό Θεὸ. Μὲ τὴν ἀγάπη ἐκπληρώνει τὴν ἀποστολή του καὶ κάνει
αὐτὴ τὴ δυνατότητα πραγματικότητα, ἀφοῦ, σύμφωνα μὲ τήν ὑπέροχη
διατύπωση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶν». Ἂν ἡ
ἀγάπη εἶναι ὁ δρόμος γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς στὸν Θεό, ἡ συγχώρεση εἶναι τό
πρῶτο βῆμα στὸν δρόμο τής ἀγάπης. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀνίκανος νὰ
συγχωρεῖ εἶναι ἀνίκανος καὶ νὰ ἀγαπᾶ.
Δὲν εἶναι ἀφέλεια νὰ συγχωρεῖς, εἶναι
προνόμιο, γιατὶ ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι κοινωνία ἀγάπης. Γιὰ τόν λόγο
αὐτὸ ὁ Χριστὸς καλεῖ τούς μαθητές Του νὰ μὴν κρίνουν τούς ἄλλους, ἀλλὰ
νὰ τούς συγχωροῦν, καὶ ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ ἐπεκτείνεται γενικὰ πρὸς ὅλους
τούς ἀνθρώπους, διότι ὅταν ὁ πιστὸς ξεχωρίζει τούς συνανθρώπους του, κι
ἄλλους ἀγαπᾶ ἐνῶ ἄλλους μισεῖ, δὲν ἔχει τέλεια ἀγάπη.
Στὴν πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ
ἀποστόλου Παύλου διαβάζουμε: «ὅταν μᾶς βρίζουν ἐμεῖς νὰ εὐχόμαστε γι”
αὐτούς, ὅταν μᾶς καταδιώκουν νὰ δείχνουμε ἀνοχή, ὅταν μᾶς συκοφαντοῦν νὰ
προσευχόμαστε γι” αὐτοὺς, διότι αὐτὰ εἶναι βιώματα χριστιανικά». Ὅλα
αὐτὰ τά τήρησαν οἱ ἥρωες τῆς πίστεως μας, οἱ ἅγιοι, καὶ μᾶς προσκαλοῦν
κι ἐμᾶς νὰ μιμηθοῦμε τό παράδειγμα τους βαδίζοντας τόν ἴδιο ἀνηφορικὸ
δρόμο.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ, ὅσο βαθιὲς κι ἂν
εἶναι οἱ πληγές μας, ἂς προσφέρουμε τήν ἀγάπη μας σὲ αὐτοὺς ποὺ μᾶς
ἔκαναν νὰ πονέσουμε. Ἔτσι μόνο θὰ ἔχουμε τό δικαίωμα νὰ ὀνομαζόμαστε
χριστιανοί, φορεῖς καὶ συνεχιστές τῆς συγγνώμης, οἱ ρίζες τῆς ὁποίας
βρίσκονται στὸν Γολγοθᾶ, ποὺ εἶναι ποτισμένος μὲ τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ συγχωρεῖ καί τά δικά μας παραπτώματα. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως