Της Αγγελικής Μπολουδάκη
Οι έφηβοι χρειάζονται όρια, τα οποία θα αποτελέσουν προστατευτικά
πλαίσια για εκείνους. Η περίοδος της εφηβείας μοιάζει με άγνωστη
διαδρομή. Όσο έχουν κοντά τους ένα χάρτη, τόσο πιο εύκολα θα την
διανύσουν. Καθετί, που δεν είναι χαρτογραφημένο, θα αποτελέσει πρόκληση
με οδυνηρές επιπτώσεις για τους ίδιους, αλλά και για τους γονείς.
Για παράδειγμα, οι έφηβοι χρειάζεται να γνωρίζουν τις ώρες που θα
πρέπει να επιστρέψουν στο σπίτι. Ακόμα κι αν υπάρξουν παραβιάσεις από
κείνους, τους είναι αναγκαίο να γνωρίζουν ότι οι γονείς τους έχουν βάλει
ένα πλαίσιο, αλλιώς θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ώστε να
συγκρουστούν μαζί τους και να δημιουργήσουν το δικό τους πλαίσιο, που θα
βασίζεται βέβαια σε μια επιλογή της αρεσκείας τους. Η περίοδος της
εφηβείας είναι μια δύσβατη περιοχή για τους εφήβους, εξαιτίας των
συγκρούσεων που τους ταλανίζουν. Έχουν ανάγκη περισσότερο από ποτέ
γονείς, που να διακρίνονται από συνέπεια και σταθερότητα, για να
αναπτύξουν και εκείνοι τις σταθερές τους αξίες.
Εάν για παράδειγμα βλέπουμε έναν έφηβο να αναπτύσσει υπερβολικές
ταχύτητες με τη μηχανή του και εμείς εναντιωνόμαστε σε αυτό, αλλά
παράλληλα θαυμάζουμε όσους καταρρίπτουν ρεκόρ σε αγώνες ταχύτητας, τότε
βάζουμε σε κίνδυνο τον έφηβο μας, γιατί θα προσπαθήσει να μιμηθεί αυτό
που θαυμάζουμε. Η στάση μας στη ζωή, ο τρόπος που προστατεύουμε το σώμα
μας, την ψυχή μας και το πνεύμα μας, θα αποτελέσουν το καλύτερο
παράδειγμα για εκείνον, ώστε να εδραιώσει τα δικά του ιδεώδη. Ο έφηβος
για να δημιουργήσει τα δικά του ιδανικά μιμείται τις δικές μας πράξεις
και υιοθετεί την κουλτούρα μας, αν αισθάνεται περήφανος για μας.
Η περίοδος της εφηβείας αποτελεί πρόκληση για κάθε νέο άνθρωπο να
αυτονομηθεί. Δεν είναι πάντα εύκολο βέβαια αυτό, γιατί οι συγκρούσεις
του εσωτερικού του κόσμου τον κάνουν να φοβάται πως δεν θα τα καταφέρει
και εξαρτάται από τους γονείς του, προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση.
Εκείνο που χρειάζεται είναι να πιστέψουμε στον ίδιο και να τον
αποδεχτούμε, ακόμα κι αν κάνει λάθη, ώστε κι εκείνος να αποκτήσει το
αίσθημα πως αξίζει να χαράξει το δικό του δρόμο στη ζωή.
Συχνά στην προσπάθειά του να μην αυτονομηθεί επιζητά όλο και
περισσότερα πράγματα από τους γονείς του, επιστρέφοντας στην παιδική του
ηλικία που οι γονείς του, πάντα παρόντες, ικανοποιούσαν όλες του τις
ανάγκες. Αυτό όμως που πραγματικά έχει ανάγκη είναι να συναισθανθούν οι
γονείς του την αβεβαιότητά του και με διακριτικούς τρόπους να κόψουν τον
ομφάλιο λώρο που τον κρατά καθηλωμένο και να τον εισάγουν στην ενήλικη
ζωή με εμπιστοσύνη σε αυτήν.
Τα όρια που θέτουν οι γονείς τον εισάγουν στην πραγματικότητα και τον
προσγειώνουν ομαλά σε αυτήν. Ένας νέος άνθρωπος είναι σε επαφή με τα
όνειρά του και συνδέεται με την υλοποίησή τους, αν βιώσει ότι η
πραγματικότητά του, που την αποτελούν αρχικά οι γονείς του και στη
συνέχεια ο υπόλοιπος κόσμος, τον αποδέχεται αλλά χρειάζεται και εκείνος
να την αποδεχτεί και να σεβαστεί τον δικό του ρόλο σε αυτήν. Οι
ματαιώσεις δηλαδή που δοκιμάζει από γονείς με σταθερή και συνεπή
συμπεριφορά, με την έννοια πως δεν μπορεί να τα έχει όλα στη ζωή του ή
να κάνει τα πάντα στον κόσμο του, τον εισάγουν στην έννοια ενός ηθικού
νόμου που θα είναι αυτονόητο ότι θα τον ακολουθήσει, όχι για τους άλλους
αλλά γιατί χάρη σε αυτόν η δική του ζωή θα είναι καλύτερη.
Οι γονείς δεν πρέπει να ικανοποιούν όλες τις ανάγκες του εφήβου,
γιατί με αυτόν τον τρόπο τον εισάγουν σε μια ψευδαίσθηση ότι όλες οι
επιθυμίες πρέπει να ικανοποιούνται αυτόματα. Έτσι βέβαια δεν βιώνει την
ματαίωση που θα την συναντήσει στη ζωή του και εάν δεν έχει αναμετρηθεί
με αυτήν σε μια περίοδο της ζωής του, που οι σημαντικοί άνθρωποι της
ζωής του θα είναι δίπλα του να τον στηρίξουν συναισθηματικά, μπαίνει
απροετοίμαστος σε μια ψυχική πραγματικότητα, που οι συγκυρίες που θα
τύχουν στο δρόμο του θα τον βρουν ευάλωτο και εύθραυστο και θα καταφύγει
σε ψευδαισθήσεις για να λυτρωθεί.
Ο έφηβος χρειάζεται όρια. Όσο κι αν δυσανασχετεί κι αν αντιδρά στο
άκουσμα τους. Οτιδήποτε παρέχει ασφάλεια είναι αποδεκτό για εκείνον και
το έχει ανάγκη για να φτιάξει το δικό του χάρτη ως ενήλικας, που θα
πρέπει να μην είναι κενός, αλλά να έχει σημεία από τους γονείς του, στα
οποία θα πορευτεί για να χαράξει τον δικό του δρόμο. Για να σεβαστεί
αυτά τα όρια, χρειάζεται να τοποθετηθούν με τρόπο σεβασμού προς εκείνον,
κάτι που θα τον κάνει να αισθανθεί πως αγαπιέται από τους γονείς του
και ότι είναι αποδεκτός, ακόμα κι εάν κάποιες φορές υιοθετεί
συμπεριφορές που δεν τους βρίσκει σύμφωνους.
Ένας γονιός δηλαδή χρειάζεται να εστιαστεί στην συμπεριφορά του
παιδιού του: «το να τρέχεις με τη μηχανή σου είναι επικίνδυνο», στα
συναισθήματα που νιώθει για το παιδί του: «ανησυχώ μήπως κινδυνεύσεις
επειδή σε αγαπώ», στα όρια που θα βάλει για να τον προστατέψει από το
αίσθημα παντοδυναμίας του: «αν τρέχεις, σημαίνει πως δεν είσαι αρκετά
ώριμος να διαχειριστείς με υπευθυνότητα τις ευθύνες σου προς τον εαυτό
σου, οπότε μέχρι να το καταφέρεις αυτό, δεν θα οδηγάς τη μηχανή σου.»
Οι γονείς συχνά κάνουν το εξής λάθος: Δεν εστιάζονται στη συμπεριφορά
του παιδιού, αλλά κατηγορούν τον ίδιο και στρέφονται με αρνητικούς
χαρακτηρισμούς στο σύνολο της προσωπικότητάς του: «είσαι ανόητος»,
εστιάζονται στα δικά τους συναισθήματα με εγωιστικό τρόπο: «θα με
πεθάνεις», τον ταυτίζουν με πρόσωπα που είναι θυμωμένοι μαζί τους:
«είσαι σαν…», χρησιμοποιούν την εικόνα τους: «τι θα πει ο κόσμος», και
βέβαια τα όρια που βάζουν εκφράζουν εκδίκηση: «αν το κάνεις αυτό, θα
δεις τι θα πάθεις». Έτσι όμως ο έφηβος αισθάνεται πως τα όρια
τοποθετούνται για να εξυπηρετήσουν τις προσδοκίες των γονιών και όχι για
να διασφαλίσουν το αίσθημα προστασίας του.
Οι έφηβοι, αν αισθανθούν αποδοχή και σεβασμό από τους γονείς τους,
που και εκείνοι αποδέχονται και σέβονται τον εαυτό τους, θα δεχτούν τα
πλαίσια προστασίας ως δικά τους, θα τα εσωτερικεύσουν στο ψυχικό τους
σύστημα και θα πορευτούν στη ζωή τους, σε καταστάσεις και σε σχέσεις,
όπου ενώ θα αισθάνονται ελεύθεροι, παράλληλα θα προστατεύουν σθεναρά τον
εαυτό τους.
——
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός
στα Χανιά, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων
ουσιών Ν.Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του
βιβλίου ‘Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα’, Εκδόσεις Αραξοβόλι