Δημήτρης Μπαλτᾶς
π. Βαρνάβα Γιάγκου, Ἁμαρτωλῶν Ἐκκλησία, Ἐκδόσεις Ἀρχονταρίκι, Ἀθήνα 2015, σελ. 389
Τό πρόσφατο βιβλίο τοῦ π. Βαρνάβα Γιάγκου εἶναι ἡ καταγραφή ὁμιλιῶν καί
ἑρμηνειῶν τοῦ συγγραφέως πάνω σέ γνωστά εὐαγγελικά ἀναγνώσματα. Ὅμως,
ἐδῶ ὁ κηρυγματικός λόγος ξεφεύγει ἀπό τήν συνήθη καί κουραστική
ἠθικολογία, τίς ἱστορικές ἀναφορές καί τίς ἀποτυχημένες, πολλές φορές,
ἀπόπειρες ρητορικῆς αὐτοπροβολῆς, πού συναντᾶ ὁ κουρασμένος σύγχρονος
ἄνθρωπος. Ἑπομένως πρόκειται γιά μία ἔκπληξη.
Στά βασικά, ἴσως καί τό βασικότερο,
θέματα τοῦ βιβλίου καταγράφεται ἡ ἀστοχία (ἁμαρτία) τοῦ θρησκευτικοῦ
ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ζεῖ ὀχυρωμένος πίσω «ἀπό νόμους, τούς θρησκευτικούς»
(σ. 95). Ἀναζητεῖ ὁ θρησκευτικός ἄνθρωπος τήν αὐτοδικαίωση (σ. 96, σ.
355), μακριά ἀπό τήν «ταπείνωση, τήν ὑπακοή» (σ. 99). Ἀντιθέτως πρός
τήν λογική τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρώπου, ὁ συγγραφέας τονίζει ὅτι «ἡ
Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἠθικούς νόμους, ἀπό καλούς ἀνθρώπους, ἀπό
χαρισματικούς ἤ εὐφυεῖς ἀνθρώπους. Ἔχει ἀνάγκη … νά εἶναι ἡ ζωή μας μιά
Σαρακοστή, ἕνας διαρκής κλαυθμός, μέχρι νά λυγίσει ὁ Θεός στήν ταπεινή
καί ἄθλια ζωή μας καί νά φανερώσει τό ἔλεός Του στή ζωή μας» (σ. 346).
Μία ἄλλη αὐτοδικαίωση τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁποία ἐπισημαίνει καί ἀπορρίπτει ὁ συγγραφέας, ἀφορᾶ τό γεγονός ὅτι αὐτός «βλέπει παντοῦ Ἀντίχριστο, παντοῦ κακό, παντοῦ ἁμαρτία» (σ. 151), γεγονός πού φανερώνει ἔλλειψη ἀγάπης καί ἀνθρωπιᾶς.
Ἕνα ἄλλο, κρίσιμο, γνώρισμα τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι ὀχυρώνει
τήν θρησκευτικότητά του σέ «ἐμπειρίες ἄλλων. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ, γιά νά γίνει ζωντανή, πρέπει νά εἶναι θεμελιωμένη σέ προσωπικά
βιώματα τῶν μελῶν της ἐδῶ καί τώρα» (σ. 30-31).
Ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δεκανίκι
κανενός ἔθνους, δέν εἶναι δεκανίκι καμιᾶς κοινωνικῆς ὁμάδας, ἡ Ἐκκλησία
δέν θέλει ὀπαδούς, δέν θέλει ἀριθμούς» (σ. 192) θά πρέπει νά
κατανοήσει, νομίζω, τόσο ἡ θεσμική-διοικοῦσα Ἐκκλησία ὅσο καί οἱ
χριστιανοί πού εὔκολα ἰδεολογικοποιοῦν τήν Ἐκκλησία καί τόν ρόλο της.
Ἐάν ἡ Ἐκκλησία ἔχει μία σωστική ἀποστολή, αὐτό, κατά τόν π. Β. Γιάγκου,
δέν συμβαίνει διότι «ἔχει καλούς παπάδες … καλή παράδοση καί ἀνέπτυξε
τήν βυζαντινή ἁγιογραφία, τήν βυζαντινή μουσική καί τόν βυζαντινό
πολιτισμό. Σώζει ἡ Ἐκκλησία, διότι κεντρικό γεγονός της ἔχει τήν
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πού δίνει τήν ἐλπίδα τῆς προσωπικῆς μας ἀνάστασης»
(σ. 233).
Εἶναι εὐνόητο ὅτι ἐπειδή πρόκειται γιά ἀπομαγνητοφωνημένο προφορικό
λόγο, ὁ ἀναγνώστης θά συναντήσει στό βιβλίο πολλές ἐπαναλήψεις, οἱ
ὁποῖες πάντως δέν εἶναι καθόλου κουραστικές. Ἀντιθέτως ἡ ἀμεσότητα καί ἡ
εὐθύτητα τοῦ συγγραφέως ὑπερκαλύπτουν τά ἐπαναλαμβανόμενα θέματα καί
κρατοῦν ἀμείωτο τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ. Ἐπίσης ἔχουν
ἀποφευχθεῖ στό βιβλίο οἱ κουραστικές παραπομπές σέ παλαιότερους καί
συγχρόνους συγγραφεῖς. Οἱ ἐλάχιστες ἀναφορές ἐκ μέρους τοῦ συγγραφέως
στόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ τόν Σύρο καί τόν Ἰωάννη τῆς
Κλίμακος συνάπτονται ἁρμονικά μέ τήν σκοποθεσία του.
Σέ μία γενική ἀποτίμηση, θά παρατηρήσω ὅτι τό βιβλίο Ἁμαρτωλῶν Ἐκκλησία ἐκπέμπει ἕναν λόγο εἰλικρινῆ, ἀντίθετο πρός τίς καθιερωμένες κηρυγματικές πρακτικές, καί
ὡς ἐκ τούτου ἕναν λόγο πού μπορεῖ νά ἀγγίξει τόσο τόν θρησκευόμενο πού
ἔχει τήν βεβαιότητα ὅτι κατέχει τήν Ἀλήθεια, ὅσο καί τόν μή θρησκευόμενο
ἄνθρωπο πού ἀναζητεῖ διαρκῶς τήν Ἀλήθεια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου