Η ιστορία μπορεί να είναι ή να μην είναι αληθινή... κάποιοι ιστορικοί τέχνης την αποδίδουν στον Da Vinci και στο Μυστικό Δείπνο του στο αρχονταρίκι της Santa Maria delle Grazie, μα είναι ανεπιβεβαίωτο αν πράγματι ήταν εκείνος που άθελά του προκάλεσε αυτή την ιστορία: την ιστορία του Ιησού και του Ιούδα:
Ο τελευταίος Δείπνος του Ιησού πριν τη θυσία ήταν πρόσκληση για κάθε ζωγράφο. Εκείνο το μυστικό τραπέζι όπου συναντήθηκε ο Θεάνθρωπος με εκπροσώπους όλων των χαρακτήρων, δεν ήταν μικρή πρόκληση. Ο καθένας έπρεπε να καθρεφτίζει το χαρακτηριστικό του - ο Ιωάννης την Αγάπη, ο Θωμάς την αβεβαιότητα, ο Πέτρος την ορμή, ο Ανδρέας τη σταθερότητα... και φυσικά ο Ιησούς και ο Ιούδας έπρεπε να αποτελούν το Ζενίθ και το Ναδίρ του Ανθρώπου: ο πρώτος την απόλυτη Ομορφιά, ο δεύτερος την απόλυτη Ασχήμια... Μπροστά σ΄αυτή την πρόκληση ο ζωγράφος άρχισε να σχεδιάζει και να αναζητά μοντέλα... την αρχή έκρινε πως έπρεπε να την κάνει με τον Ιησού: να ξεκινήσει με τον Άνθρωπο στη θεϊκή του τελειότητα κι έπειτα να κατηφορίσει το δρόμο της φθοράς ως να φτάσει στην παρακμή και την κατάντια...
Ο Ιησούς λοιπόν... πώς έπρεπε να είναι ο Ιησούς στο εργαστήρι ενός ζωγράφου: νέος αλλά ώριμος, μεγαλοπρεπής αλλά ταπεινός, καλόκαρδος αλλά δυνατός, στοργικός αλλά αποφασιστικός... ο Ιησούς έπρεπε να εκπέμπει την τελειότητα... κι αυτή την τελειότητα στην όψη την ανακάλυψε κάποτε ο ζωγράφος, στο πρόσωπο εκείνου του νεαρού... δεν ήταν πλούσιο το αγόρι. Ήταν ο γιος ενός φούρναρη - όπως ο Ιησούς είχε γήινο κηδεμόνα του έναν μαραγκό... κι ήταν όμορφος, αγνός και αθώος, με πρόσωπο καθάριο και μάτια όλο φωτιά... Ναι, εκείνο το αγόρι θα γινόταν το μοντέλο για τον πίνακά του... θα γινόταν ο Χριστός του...
Η προσφορά του δε σήκωνε αντιρρήσεις: ένα σακούλι χρυσά φλουριά εγγυόντουσαν από μόνο τους την απάντηση του νεαρού κι έτσι ο ζωγράφος χωρίς πολλά παζάρια άρχισε να αφήνει πινελιά την πινελιά το πρόσωπο του αγοριού στο κέντρο του καμβά... ήταν στ’ αλήθεια έργο τέχνης το νεανικό πρόσωπο, αψεγάδιαστο, φωτεινό, χωρίς σημάδια, χωρίς σκιές... και ο ζωγράφος απολάμβανε να ζωγραφίζει την ομορφιά... γιατί η ομορφιά είναι η έμπνευση και ο προορισμός...
Σαν ολοκληρώθηκε η μορφή του Χριστού πάνω στον πίνακα, ο νεαρός πληρώθηκε κι έφυγε... και ο ζωγράφος άρχισε να αναζητά μοντέλα για τους υπόλοιπους χαρακτήρες... δεν ήταν δύσκολο αυτό το έργο... με μικρή εξαίρεση τον Ιωάννη – πώς να βρει κανείς αποτυπωμένη την ανθρώπινη αγάπη ανάμεσα σε ανθρώπους;- όλοι οι άλλοι μαθητές ήταν εύκολοι στην αναζήτηση: ο θυμός, η ορμή, η απιστία, η δειλία, η σύνεση, η υπομονή βρίσκονται διάσπαρτα σε πόλεις και χωριά, αιώνες τώρα... κομμάτι, κομμάτι συμπληρωνόταν ο Μυστικός Δείπνος, κομμάτι κομμάτι έφτανε ο ζωγράφος εκεί όπου δεν ήθελε να φτάσει... στον Ιούδα... πόσο δύσκολο και βασανιστικό έργο είναι να απεικονίσει κανείς τον Ιούδα; Πώς να βρεις πρόσωπο που να συγκεντρώνει όλες τις ρωγμές της ανθρώπινης ψυχής; Την αχαριστία, το φθόνο, την απληστία, την προδοσία... ο ζωγράφος σκεφτόταν μέρες και νύχτες το θέμα του Ιούδα... έπρεπε να είναι ένας άνθρωπος άσχημος, ρυτιδιασμένος, αγριωπός στην όψη, πονηρός στο βλέμμα... έπρεπε να είναι ένα ρεμάλι... ένα ρεμάλι... Ναι, ο ζωγράφος ήξερε πολύ καλά που να αναζητήσει το μοντέλο του: στα σκοτεινά σοκάκια της νυχτερινής πόλης, στη γωνιά κάποιου καπηλειού, σε καμιά λασπωμένη λακκούβα... σεργιάνι στο σεργιάνι, κάποτε ανακάλυψε τον Ιούδα του... και τον ανακάλυψε εκεί όπου φανταζόταν ότι θα τον έβρισκε: στο πιο σκοτεινό δρομάκι, έξω από το πιο κακόφημο καπηλειό, κουλουριασμένο στην πιο λασπωμένη λακκούβα... πεινασμένος ήταν ο Ιούδας του, βρώμικος, κουρελής, χωρίς διάθεση για κουβέντα, με διάθεση για καυγά και μάτια όλο τρόμο...
Η προσφορά του ζωγράφου διέλυσε τις αντιρρήσεις: ένα πιάτο φαΐ για όσο διαρκούσε το έργο, εγγυόταν από μόνο του την απάντηση του ζητιάνου... ο ζωγράφος του επανέλαβε πολλές φορές τη διεύθυνση του εργαστηρίου κι απομακρύνθηκε λέγοντάς του ότι θα τον περίμενε την επόμενη μέρα...Κι η επόμενη μέρα έφτασε και μαζί της έφτασε και το ρεμάλι... μόνο που ο ζωγράφος δεν είχε προετοιμαστεί για την αντίδρασή του. Σαν αντίκρισε ο ζητιάνος τον πίνακα με το στρωμένο τραπέζι, το Χριστό και τους 11 μαθητές ολόγυρα, λύγισε κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Έκλαιγε, έκλαιγε και ο θρήνος του σταματημό δεν είχε. Ο ζωγράφος πάγωσε σαν κατάλαβε το μέγεθος της προσβολής: ο δύσμοιρος ζητιάνος είχε λοιπόν καταλάβει ποιόν μαθητή θύμισε στον καλλιτέχνη; Ντράπηκε ο ζωγράφος που άθελά του είχε φέρει έναν άνθρωπο σε τόσο δύσκολη θέση και θέλησε να απαλύνει το κακό: «συγγνώμη», άρχισε να ψελλίζει, χαϊδεύοντας αμήχανα την πλάτη του... «δεν ήθελα να σε προσβάλω. Δε σημαίνει κάτι αυτό... μια δουλειά είναι... δεν υπονοώ κάτι για σένα...» έλεγε και ξανάλεγε ανοησίες για να δικαιολογήσει την επιλογή, μπροστά σε ένα ζητιάνο που έκλαιγε...
Και ξαφνικά ο ζητιάνος τον σταμάτησε: « δεν καταλαβαίνεις" τον διέκοψε μέσα στους λυγμούς του. δεν κλαίω που σήμερα θέλεις να ποζάρω μπροστά σου σαν Ιούδας...κλαίω που πριν από δυο χρόνια είχα ποζάρει μπροστά σου σα Χριστός...»
Είναι αληθινή αυτή η ιστορία; Είναι παραμύθι; Στ' αλήθεια δεν έχει σημασία... ότι κι αν είναι, κρύβει ένα τεράστιο μήνυμα που σαν είναι αληθινό, είναι ελπίδα και βάρος μαζί... είναι αυτό που η θεολογία ονομάζει «Κατ΄ εικόνα και καθ’ ομοίωση»: γεννηθήκαμε όλοι όμορφοι και καθάριοι για να μοιάσουμε στο Χριστό... οι δικές μας επιλογές και οι συνθήκες μας κάνουν να μοιάζουμε στον Ιούδα.
ΤΗΣ ΜΑΡΩ ΣΙΔΕΡΗ, ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ