Ὁ ἀείμνηστος Ἱεροκήρυξ
Ἀρχιμ. π. Συμεών Κραγιόπουλος (1926-2015)
Ἐν
πρώτοις εὐχαριστῶ ἐκ βαθέων τόν Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμο
γιά τήν πολλή του ἀγάπη καί τήν εὐλογία του νά συμπεριληφθῶ εἰς τούς εἰσηγητάς
τῆς παρούσης ἡμερίδος, τήν ὁποία διοργανώνει ὁ Σύλλογος Ὀρθοδόξων Φοιτητῶν τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, θέλοντας νά προβάλη καταξιωμένες καί ἁγιασμένες
Ἱερατικές μορφές τῶν δυσχειμέρων καιρῶν μας. Γι’ αὐτό καί συγχαίρω ἀπό καρδίας
τούς ἐκλεκτούς αὐτούς καί εὐλογημένους φοιτητάς, τούς εὐέλπιδες νέους τῆς Ἐκκλησίας
μας, πού ἀποτελοῦν πνευματικά κοσμήματα τῆς ἁγιοτόκου Θεσσαλονίκης.
Ἀπεδέχθην
εὐχαρίστως τήν εὐγενῆ πρόσκλησι τῶν ἀγαπητῶν μας φοιτητῶν νά παρευρεθῶ στήν σπουδαία
καί πολύ ἐνδιαφέρουσα αὐτή ἡμερίδα καί νά παρουσιάσω τήν χαριτωμένη μορφή καί
τό ἀπαράμιλλο γιά τά σημερινά δεδομένα πνευματικό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ μου
πατρός τῶν ἐδῶ πανεπιστημιακῶν μου χρόνων Ἀρχιμ. π. Συμεών Κραγιοπούλου.
Ὁμολογῶ
ὅτι δέν τό ἐθεώρησα ἁπλό αὐτό τό ἐγχείρημα διά τούς ἐξῆς λόγους: 1. Πῶς θά
δυνηθῶ νά παρουσιάσω μία ἀφανῆ προσωπικότητα, ὅπως ἦταν ἡ τοῦ π. Συμεών; καί 2.
Μήπως θεωρηθῶ, ὁμιλῶν γιά τόν πολυσέβαστό μας π. Συμεών, ὑπεράγαν τολμηρός ὡς
«κομίζων γλαῦκα» στήν συμπρωτεύουσα Θεσσαλονίκη, ἐνῶ ἄλλα πνευματικά τέκνα τοῦ ἀειμνήστου
ἀπό τό ἀνδρῷο καί τό γυναικεῖο Ἠσυχαστήριο, πού τόν ἔζησαν περισσότερον ἔμοῦ ἐπί
συναπτές δεκαετίες καί μέχρι τῆς τελευτῆς του, θά ἔπρεπε νά ὁμιλήσουν ἀντί ἐμοῦ,
διά νά εἶναι πιο πλήρης, μεστός καί περισσότερο προσηρμοσμένος εἰς τά γεγονότα ὁ
λόγος τους;
Πρός
θεραπείαν αὐτοῦ τοῦ πράγματος ἐσκέφθην νά θέσω σέ ἐφαρμογή τά ἀκόλουθα:
Ι. Νά παραθέσω σύντομο βιογραφικό σημείωμα διά
τόν ἀείμνηστο Γέροντα, πού προετοίμασαν οἱ Ἀδελφοί τοῦ Ἀνδρῲου Ἡσυχαστηρίου τοῦ
Πανοράματος.
ΙΙ. Νά ἐπικαλεσθῶ σύντομες μαρτυρίες, τόσο τοῦ
Παναγιωτάτου ἁγίου Θεσσαλονίκης, ὅσον
καί ἐκ μέρους τῶν Ἀδελφῶν ἀμφοτέρων τῶν Ἡσυχαστηρίων, καί κυρίως ἐξ ὅσων ἐλέχθησαν
ἤ ἐγράφησαν κατά τήν ἡμέρα τῆς ἐξοδίου Ἱερᾶς Ἀκολουθίας καί
ΙΙΙ. Νά ἐπικαλεσθῶ ὅσα κατά τήν μετά τόν ἐνταφιασμό
τοῦ σκηνώματος τοῦ σεπτοῦ Γέροντος, παρατεθεῖσαν τράπεζαν εἰς τό Γυναικεῖο Ἡσυχαστήριο
ἐν συγκινήσει κατέθεσα ἀπό καρδίας διά τόν πολυσέβαστο Γέροντά μας καί νά ὁλοκληρώσω
τήν παροῦσα εἰσήγησι μέ τήν ἀποκρυσταλλωμένη προσωπική μου πεποίθησι καί ἐμπειρία
ἀπό τήν μαθητεία μου πλησίον τοῦ μακαρίου αὐτοῦ Πατρός.
Ι. Τά βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ ἀειμνήστου π.
Συμεών.
Ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Συμεών, κατά
κόσμον Κωνσταντῖνος Κραγιόπουλος τοῦ Ἰωάννου καί τῆς Ἑλένης, γεννήθηκε στη Ρητίνη
τῆς Κατερίνης στίς 9.3.1926. Ἔλαβε τό πτυχίο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στίς 13.6.1950 καί ἔκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη
Γαλλία. Ἐκάρη Μοναχός στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ὁσίου Δαβίδ στίς 16.4.1954.
Χειροτονήθηκε Διάκονος στίς 17.4.1954 καί Πρεσβύτερος στίς 27.7.1954 ἀπό τόν
Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κυρό Παντελεήμονα τόν Α΄. Ἀπό τόν ἴδιο χειροθετήθηκε Ἀρχιμανδρίτης
καί Πνευματικός.
Ὑπῆρξε
πιστό καί ἀφοσιωμένο πνευματικό τέκνο τοῦ ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου - Ἱεροκήρυκος
π. Τιμοθέου Παπαμιχαήλ, Πνευματικοῦ Καθοδηγητοῦ τῆς Ἀδελφότητος «Ἀπολύτρωσις»
καί τοῦ «Σχολείου τοῦ Χριστοῦ», τόν ὁποῖο καί διεδέχθη στη διεύθυνσί του.
Μέ τήν φροντίδα του ἐξεδόθησαν ἔντυπα μέ
Ἁγιογραφικά θέματα καί ἄλλα βιβλία ἐποικοδομητικοῦ περιεχομένου. Τά πνευματικά
τέκνα – μαθηταί τοῦ «Σχολείου τοῦ Χριστοῦ», μαζί μέ τό ὅλο πρόγραμμα πνευματικῆς
ζωῆς καί πορείας, ἐμελετοῦσαν καθημερινά ἕνα κεφάλαιο τήν ἡμέρα ἀπό τήν Καινή
Διαθήκη, τό ὁποῖο ἐτηροῦσαν ὁ ἀείμνηστος Γέροντας καί τά πνευματικά του παιδιά
μέχρι τῶν δυσμῶν τοῦ βίου του (ἀλλά καί συνεχίζουν ἐκεῖνα τό πνευματικό τους αὐτό
πρόγραμμα).
Τά
πρῶτα χρόνια ὑπηρέτησε ὡς Ἱεροκήρυκας τῶν Ἱερῶν Ναῶν Παναγούδας καί Ἁγίου
Κωνσταντίνου Ἱπποδρομίου καί γιά ἕνα διάστημα (ἀπό τό 1970) διετέλεσε
Προϊστάμενος καί Πρόεδρος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου,
ἐπί τῆς ὁδοῦ Ἐγνατίας. Ἐπίσης ὑπηρέτησε ὡς Καθηγητής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς
Λαμίας καί Διευθυντής τῆς τότε Ἀνωτέρας Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης. Ἔχοντας
θέσι Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ἐργάσθηκε πνευματικά κυρίως
στόν Ιερό Ναό Ἁγίου Ἀθανασίου, ἀλλά καί στόν Ἱερό Ναό Ἀχειροποιήτου καί
Λαοδηγητρίας. Τό κηρυκτικό του ἔργο ἄρχισε στόν μικρό Ναό τοῦ Ἁγίου
Παντελεήμονος (Καμάρα) καί καθώς μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου εἶχε μεγάλη αὔξησι ὁ ἀριθμός
τῶν ἀκροατῶν οἱ ὁμιλίες συνεχίσθησαν στήν αἴθουσα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἀναλήψεως,
μετά στήν αἴθουσα τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, καί ἀπό τό 1977 στη μεγαλύτερη
αἴθουσα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Ἀπό τό 1990 οἱ ὁμιλίες συνεχίσθησαν
στήν ἰδιόκτητη πλέον καί πολύ μεγαλύτερη αἴθουσα «Ἀρχιμ. Τιμόθεος Παπαμιχαήλ» ἐπί
τῆς ὁδοῦ Γούναρη (περιοχή Ἁγίου Γεωργίου – Ροτόντα).
Ἀπό
τό 1974 ἕδρα τοῦ πνευματικοῦ ἔργου του ἔγινε τό νῦν Ἱερό Ἀνδρῷο Ἡσυχαστήριο «Ἡ Ἁγία Τριάς», πού ἑδρεύει στό
Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Στήν ἴδια περιοχή ἵδρυσε τό Ἱερό Γυνακεῖο Ἡσυχαστήριο «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου» πού ἀριθμεῖ
περίπου 50 Μοναχές. Συνταξιοδοτήθηκε
στίς 28.2.1997, χωρίς νά διακόψει τό πνευματικό του ἔργο, τό ὁποῖο
συνεχίσθηκε τουλάχιστον καί τό 2012.
Τό
βασικό πνευματικό ἔργο του ἦταν λατρευτικές συνάξεις, ὁμιλίες πρός ὅλες τίς ἡλικίες
καί ἡ ἐξομολόγησι. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ Τετάρτη 30.9.2015.
ΙΙ. Μαρτυρίες περί τοῦ πολυσεβάστου Πατρός.
α) Ὁμολογία τοῦ Παναγιωτάτου
Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ἀνθίμου.
«Θά ἤθελα ἐνώπιον ὅλων ὑμῶν ἀδιακρίτως νά πῶ ὅτι τό ἱερώτερο καί τό
ὡραιότερο ἀποτέλεσμα γιά μένα μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τοῦ π. Συμεών εἶναι ὁ
τρόπος μέ τόν ὁποῖον συνειργάζετο μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού συνηλλάσετο, ἀλλά
καί μέ τήν προϊσταμένην του πνευματικήν καί διοικητικήν ἀρχήν, δηλαδή τόν Ἐπίσκοπον
τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐκάναμε
μαζί συνολικά περίπου δώδεκα χρόνια. Ἀλλά καί ἡ προγενεστέρα ἱστορία του καί τά
ἀτελείωτα κηρύγματά του στήν καρδιά τῆς πόλεως τῆς Θεσσαλονίκης ἐφανέρωσαν καί ἀπέδειξαν
ἕναν ἱερό ἄνδρα πού εἴχε πλήρη συνείδησιν τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ
Χριστοῦ, ἑντός τοῦ ὁποίου τελεσιουργεῖται ἡ σωτηρία τοῦ καθενός ἀπό μᾶς μέ ὅπλα
τήν μετάνοιαν καί τήν ἀφοσίωσιν καί τήν πίστιν εἰς τόν ἅγιον Θεόν».
β) Μαρτυρία τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Ἐμμανουήλ
Βασιλειάδη.
«…Τό
πολύπαθο ἀπό νεαρᾶς ἡλικίας σῶμα τοῦ Γέροντός μας, καθώς ὁδεύει πρός ἐνταφιασμό
του, ἐπανέρχεται στήν γῆ, προκειμένου νά ἀναπαυθῆ στήν εὐλογημένη αὐτή γωνιά τοῦ
χώρου τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου της. Εὐκαιρία, λοιπόν, ἀντικρύζοντας ξανά τίς
κτιριακές ἐγκαταστάσεις του καί τήν χλωρίδα του, νά θυμηθοῦμε ὅλοι μας Μοναχοί
καί λαϊκοί, ὅτι ὁ χῶρος αὐτός ἔχει διαμορφωθῆ ἔτσι, γιατί δέχθηκε τόν ἱδρῶτα τῆς
χειρωνακτικῆς ἐργασίας καί ἐπιμελείας τοῦ π. Συμεών, τοῦ Γέροντός μας, ἀπό τό
1974 καί μετά. Πράγματι, χρειάσθηκε μιά
πολύμοχθη καί πολύωρη ἐργασία μέ πολύ ἐνθουσιασμό καί ὁραματισμό γιά πολλά
χρόνια, ἀποτέλεσμα τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἡ μεταμόρφωσι μιᾶς ἄγονης περιοχῆς σέ ἰδιαιτέρως
παραγωγική γιά ὅλα τά εἴδη τῶν φυτῶν, πού οἱ κλιματολογικές συνθῆκες ἐπέτρεψαν
καί ἐπιτρέπουν νά ἀναπτυχθοῦν, μέ τήν ἐλιά μέν νά ἔχη τήν πρώτη θέσι, ἀλλά μέ
τό πεῦκο καί τήν τούγια νά τήν συντροφεύουν παντοῦ.
Ὁ
Γέροντάς μας θυμούμαστε νοσταλγικά, ὅτι ὡς γνώστης τῶν γεωργικῶν ἐργασιῶν, μέ
τίς ὁποῖες λόγῳ καταγωγῆς του ἀπό τό χωριό Ρητίνη τοῦ νομοῦ Κατερίνης, ἀσχολήθηκε
κατά τά παιδικά του καί γυμνασιακά του χρόνια, εἶχε τήν εὐλογημένη συνήθεια νά
κάνη τόν εὐαγγελικό καί πατερικό του λόγο ἰδιαιτέρως πειστικό καί εὐχάριστο μέ
συχνή ἀναφορά του σέ πράγματα καί γεγονότα τῆς ἀγροτικῆς ζωῆς, κατά τήν
διάρκεια τῆς Ἐξομολογήσεως, τῶν κηρυγμάτων του στούς Ἱερούς Ναούς καί μάλιστα
στό Καθολικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας, τῶν ὁμιλιῶν του σέ χώρους αἰθουσῶν, ἀλλά καί
στίς συνομιλίες μας καί κατ’ ἰδίαν, ἤ καί στίς τακτικές Μοναστικές συνάξεις
πρός ὅλους μας. μεγάλη σημασία ἔδινε στήν ἀξία τοῦ νεροῦ, μέ τήν ὑπογράμμισι, ὅτι
τό εὐλογημένο αὐτό στοιχεῖο μπορεῖ νά βοηθήση τόν ἄνθρωπο, ψυχῇ τε καί σώματι. Ἔτσι,
μιλοῦσε γιά τό νερό, πού γίνεται ὁρμητικό ποτάμι, ἀποκτώντας άναπόφευκτα τήν
δύναμι νά καθαρίζη τήν κοίτη του ἀπ’ ὅλα τά περιττά καί ἄχρηστα ἀντικείμενα, οἱουδήποτε
μεγέθους καί βάρους, φθάνοντας μέ τόν παραστατικό αὐτό τρόπο στό σημεῖο νά μᾶς
κάνη λόγο γιά τήν καθαρτική καί ἀναγεννητική δύναμι τῆς μετανοίας. Μποροῦσε, ὅμως,
ὁ Γέροντάς μας νά ἐπικεντρώση τήν προσοχή του πάλι στό νερό, στήν ἥσυχη ὅμως
καί ζωηφόρο μορφή του, πού μέσα ἀπό αὐλάκια ποτίζει τά φυτά, κοντά ἀπό τά ὁποία
διέρχεται, χαιρετώντας τα φιλικά, θέλοντας ἔτσι νά μᾶς μιλήση γιά τήν ἀνορθωτική
ἐργασία τῆς Θ. Χάριτος, πού ἀξιοποιεῖ στό ἔπακρο τίς κατά Χριστόν δικές μας
πτωχές προσπάθειες. Μ’ ὅλα αὐτά ἤθελε ὁ Γέροντάς μας νά βοηθήση τίς ἀγωνιζόμενες
«τόν καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως» (Α΄Τιμ.
στ΄12) ψυχές μας, νά ἰδῆ ὁ καθένας μας τήν πορεία τῆς ζωῆς του χωρίς προφάσεις
καί δικαιολογίες. Γι’ αὐτό ἔμπαινε πολύ μαλακά καί ἀπαλά μέχρι τά μύχια τῶν
σκέψεων, ἀποφάσεων καί πράξεών μας, προκειμένου νά μᾶς ὑποδείξη μέ μεγάλη ἀκρίβεια,
ἀποτελέσματα τῶν πνευματικῶν του ἐμπειριῶν καί ἀναλόγων ἐπιστημονικῶν του
γνώσεων, πολλές παρενέργειες τοῦ ἀνθρωπίνου ὑποσυνειδήτου, ἀλλά καί ἀσυνειδήτου,
ἐκεῖ πού ἐμεῖς νομίζαμε, ὅτι πορευόμασταν κατά Χριστόν, καί ὄχι κατά τίς ὑποδείξεις
τοῦ ἐγώ μας. Ἔβλεπε, π.χ., πολλές φορές κατά τήν διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως ὅλων
μας Κληρικῶν, Μοναχῶν, λαϊκῶν, ὅτι ἡ μετάνοιά μας παρουσίαζε μιά εὐκαιριακή
διάθεσι πρός ἀπαλλαγήν μας άπό τύψεις καί ἐνοχές, καί ὄχι διάθεσι γιά ὁριστική ἀποκοπή
καί ἀπομάκρυνσί μας ἀπό τίς ἐξομολογούμενες ἁμαρτίες, καί παρέβαινε
συμβουλευτικά, γιά νά ὑπογραμμίση τήν ἀνάγκη νά εἴμαστε εὐάρεστοι στόν Κύριο,
καί ὄχι στόν ματαιόφρονα ἑαυτό μας.
γ) Μαρτυρία τῆς Ὁσιολογιωτάτης
Καθηγουμένης Φιλοθέης Μοναχῆς.
«…Κέντρο καί στόχος τῆς ζωῆς τοῦ Πατρός, ὅπως εἶναι γνωστό σέ ὅλους
μας, ἦταν ὁ Χριστός. Ἦταν ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ ζωή, πού πιστεύουμε ὅτι διά τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος τήν ἀφομοίωνε σέ τέλειο βαθμό. Πιστεύουμε ὅτι στήν ψυχή του ἀναπαυόταν
τό Ἅγιο Πνεῦμα, δεδομένου ὅτι μέλημά του καθημερινό ἦταν νά εὐαρεστεῖ, ὅσο ἦταν
δυνατόν, κατά πάντα στόν Θεό. Καί αὐτό πάσχιζε μέ ὅλη του τήν καρδιά νά μεταδώσει
καί στούς πιστούς.
Ὁ
διακαής πόθος του καί ὁ βαθύς καημός του νά διδάξει καί νά μυήσει τούς πιστούς
στό μυστήριο τῆς σωτηρίας, νά ζοῦν, δηλαδή, ὄχι ἀνεύθυνα - ὅσα πᾶνε κι ὅσα ἔρθουν,
ὡς ἐλεύθεροι, ὅπως ἔλεγε, σκοπευτές - ὄχι ἁπλῶς ὡς κοσμικοί ἄνθρωποι, ἀλλά ὡς
βαπτισμένοι, μέσα στή συγκεκριμένη μαθητεία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στή λατρεία τοῦ
θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ζοῦσε καί ὁ ἴδιος, κατέφαγε κυριολεκτικά τήν
καρδιά του ἀπό τόν πόνο καί ἁγία ἀγωνία. Καί ἐκεῖνο πού ἔκανε τήν ψυχή νά
ματώνει ἦταν, ὅταν ὡς ἐκ τῆς θέσεώς του διαπίστωνε ὅτι οἱ χριστιανοί, ἐπηρεασμένοι
καί αὐτοί ἀπό τό σύγχρονο κοσμικό ἰσοπεδωτικό πνεῦμα τῆς κοινωνίας, ἁμάρταναν
θανάσιμα, χωρίς νά ἔχουν κἄν τήν αἴσθηση ὅτι ἁμαρτάνουν.
Ἀμφιβάλλω
ἄν μπόρεσε ποτέ κανείς νά συλλάβει κάτι ἀπό τούς θρήνους τῆς ψυχῆς του, ἀπό τόν
πόνο αὐτό καί τήν ἀγωνία πού κατέτρωγαν τήν καρδιά του, καί νά ἀφουγκραστεῖ
κάτι ἀπό τούς ἐσωτερικούς καημούς του καί τούς κρυφούς ἀναστεναγμούς του. Ὁ π.
Συμεών, ὅπως τό ὁμολογοῦσε καί ὁ ἴδιος, ἦταν πράγματι πολύ πονεμένος ἄνθρωπος`
γι’ αὐτό καί πονοῦσε πολύ γιά ὅλες τίς ψυχές. Πονοῦσε γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο
τόν βασανισμένο ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά ὅλο τό ποίμνιό του καί γιά ὅλους τούς
πιστούς. Πονοῦσε, γιατί πόνεσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τόν ἔνιωθες σάν μιά λαμπάδα
πού ἔλιωνε συνεχῶς ἀπό πόνο καί ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Καί
ὅπως ὁ πνευματικός του πατέρας. ὁ π. Τιμόθεος, τοῦ ὁποίου τό πνεῦμα μιμήθηκε
καί ἀντέγραψε σέ τέλειο βαθμό, ἔτσι καί ὁ ἴδιος «ποτέ δέν ἀγάπησε τόν Χριστό
χωρίς τήν Ἐκκλησία του καί τήν Ἐκκλησία χωρίς τόν Χριστό». Ἡ ὑπακοή του στήν Ἐκκλησία
καί στίς ἑκάστοτε ὑποδείξεις καί παρατηρήσεις τῶν Προϊσταμένων της ἦταν ἀπόλυτη.
Τό τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου «ὅπου Ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία» καί τό «μηδείς
χωρίς τοῦ Ἐπισκόπου τι πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν Ἐκκλησίαν» ἦταν ἡ
κεντρική καί ἀπαράβατη θέση τοῦ Πατρός, γύρω ἀπό τήν ὁποία ἐκινεῖτο καί ἐνεργοῦσε
ὡς μέλος, ἀλλά καί ὡς ὁμάδα μαζί μέ ἄλλους πιστούς πού τοῦ ἐμπιστευόταν ὁ
Κύριος, μέσα στήνἘκκλησία του…».
δ) Κατάθεσις ψυχῆς τοῦ ὁμιλοῦντος διά τό
σεπτόν Γέροντα.
Δέν
θέλω νά παραβῶ, εἶπα στήν Τράπεζα τοῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου, μετά τόν ἐνταφιασμό
τοῦ ἀειμνήστου Γέροντα, αὐτό τό ὁποῖο ἤθελε ὁ π. Συμεών γι’ αὐτή τή μεγάλη
μέρα, πού εἶναι ἡ γενέθλιος ἡμέρα του διά τήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ Γέροντας
μεσουρανεῖ. Ἄν μπορούσαμε, ἄν εἴχαμε μάτια πνευματικά νά βλέπαμε τήν οὐρανοδρόμο
πορεία του, θά θαυμάζαμε τήν ψυχή του νά ἀνέρχεται ἀπό δόξης εἰς δόξαν καί αὐτό τό ὁποῖο ἐπόθησε σέ ὅλη
του τή ζωή νά τό ἀπολαμβάνει σιγά – σιγά` νά βρίσκεται σέ ἕναν ἄλλο κόσμο τῆς αἰωνιότητος,
καί νά ἀγάλλεται ἡ ἁγία του ψυχή, ἡ ὁποία ἐδῶ στόν κόσμο αὐτό δέν ἀναπαυόταν μέ
τίποτε ἄλλο, παρά μέ τή συνομιλία μέ τόν Θεόν, μέ τήν ἁγιοπνευματική ζωή.
Σ’
αὐτά πού εἶπε ὁ Παναγιώτατος θά ἤθελα ἐγώ νά προσθέσω ἐπιγραμματικά δυό λόγια.
Δέν θέλω νά ὑπερβοῦμε τήν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντα. Θά ἔρθει καί ἄλλη φορά εὐκαιρία
καί θά τά ποῦμε. Θά ἤθελα νά πῶ ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν διδάσκαλος, ὄχι γιατί ἤθελε
νά κάνει τόν διδάσκαλο, ἀλλά γιατί τόν ἀξίωσε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, γιατί ἦταν
δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ξεχείλιζε ἀπό τήν καρδιά του αὐτή ἡ διδασκαλία,
τά βιώματα τῆς πίστεως, καθώς κατά γράμμα ἀκολουθοῦσε τά λόγια τοῦ Κυρίου μας
στή ζωή του. Καί ἦταν αὐτός, ὁ ὁποῖος ὁμοίαζε κατά πολύ καί πρός τόν προστάτη
του, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο – εἶχε μάλιστα βάλει ὡς στόχο στή ζωή του ἀπό
τά νεανικά του χρόνια νά μελετήσει τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο – καί ἕβλεπε
κανείς, διαβάζοντας τόν ἅγιο Συμεών καί ζώντας μέ τόν π. Συμεών, ὅτι ἐδῶ εἴχαμε
ἕναν ἅγιο Συμεών στήν ἐποχή μας.
Ἑπομένως,
τό ἕνα ἦταν αὐτό, ὅτι ἦταν ὁ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ γνήσιος διδάσκαλος, ὁ
ταπεινός, ὁ αὐθεντικός διδάσκαλος, αὐτός ὁ ὁποῖος ἀπό τά βιώματά του καί ἀπό τή
ζωή του, ἀπό τή μετοχή του στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς σωτηρίας ἔλεγε ὅλα
αὐτά τά ὁποία ἔλεγε. Ἀλλά περισσότερο ἔβλεπε κανείς, περισσότερο διέκρινε στή
ζωή του ὅλα ἐκεῖνα πού ἔλεγε` μέ τά λόγια βέβαια τά ἔλεγε, διότι ἔπρεπε νά
κάνει τή διδασκαλία καί νά καθοδηγήσει τά πνευματικά του παιδιά.
Τό
ἕνα λοιπόν ἦταν αὐτό, ὅτι ἦταν ἀτόφιος, γνήσιος διδάσκαλος, καί τό ἄλλο, ὅτι ἦταν
στοργικός πατέρας γιά τόν καθένα, γιά τήν καθεμιά ἀπό μᾶς ἐδῶ πέρα. Πιστεύω πώς
ὅσοι τόν γνωρίσαμε, νιώσαμε αὐτόν τόν πατέρα, αὐτόν τόν στοργικό ἄνθρωπο, πού
δέν τόν εἶδα, ποτέ νά θυμώνει. Νά ὁμιλεῖ σοβαρά τόν εἶδα, νά ἐφιστᾶ τήν προσοχή
τόν εἶδα, ἀλλά νά ταράσσεται καί νά θυμώνει δέν τόν εἶχα δεῖ ποτέ. Ἦταν γαλήνια
ἡ ψυχή του, καί ἡ ζωή του ἦταν εὐλογημένη ζωή, καί ἔτσι μέ αὐτό τό παράδειγμα
μιλοῦσε καί μᾶς γοήτευε πνευματικά ὅλους.
Ἐγώ
δοξάζω τόν Θεό, γιατί, ὅταν νέος στήν ἡλικία
ἤρθα στή Θεσσαλονίκη ὡς νεαρός Διάκονος νά σπουδάσω Θεολογία, εἶχα μιά δίψα
μέσα μου, ἤθελα νά βρῶ ἕναν διδάσκαλο, ἕναν πνευματικό ἐδῶ. Καί ἀπό τή δεύτερη
μέρα πού ἦρθα συνεδέθην μέ τόν Γέροντα. Ἤμασταν τέσσερις διάκονοι, ὁ
συμφοιτητής μου ὁ π. Μεθόδιος Ἀλεξίου – εἶναι ἐδῶ, νομίζω - ὁ π. Κύριλλος καί ὁ
μακαριστός π. Εἰρηναῖος. Ὅλοι ἤμασταν κοντά στόν Γέροντα, ὁ ὁποῖος ἔδειξε ὅλη
τήν ἀγάπη, ὅλη τή στοργή καί τήν πατρικότητα, ὅλη τή διάθεσί του καί τό ἐνδιαφέρον
του νά μᾶς βοηθήσει. Καί πράγματι, κατάλαβα ὅτι ἐδῶ στή Θεσσαλονίκη πού εἶχα ἔρθει,
θά ἔπρεπε βέβαια νά διαβάζω τά μαθήματα, ὅλα αὐτά πού σπουδάζαμε, ἀλλά ἔδινα
μεγαλύτερη σημασία στά κηρύγματα τοῦ π. Συμεών, στίς ἀγρυπνίες, στίς ἑσπερινές ὁμιλίες,
στά λειτουργικά κηρύγματα, ὅλα αὐτά. Δέν ἁφήναμε τίποτα. Καί ἕναν κύκλο πού εἶχε
γιά τούς ἱερεῖς στήν Ἁγία Θεοδώρα, καί ἐκεῖνον πάλι τόν παρακολουθούσαμε, καί αὐτό
μᾶς ἔτρεφε ἰδιαίτερα. Ἦταν κάτι τό πολύ ἐνισχυτικό, καί βοήθησε βεβαίως γιά νά
γίνουν καί οἱ θεολογικές μας σπουδές.
Θυμᾶμαι,
ὅταν πήραμε τό πτυχίο, μᾶς εἶπε ὁ π. Συμεών δύο λόγια: «Οἱ πατέρες ἀπό σήμερα
εἶναι θεολόγοι. Ἄν ταπεινοφρονοῦν, ἔχει ἀξία τό πτυχίο. Ἄν δέν ταπεινοφρονοῦν,
δέν ἔχει καμιά ἀξία». Αὐτά τά λόγια μίλησαν στίς καρδιές μας, γιατί τό πᾶν αὐτό
εἶναι. «Εἰ θεολόγος εἶ, ἀληθῶς προσεύχῃ` καί εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ».
Καί αὐτά βέβαια ἦταν τά βιώματα τοῦ Γέροντα, τά ὁποῖα μᾶς τά μετέδιδε μέ πολλή ἁπλότητα,
χωρίς νά κάνει καμία προσπάθεια. Γιατί, ὅταν ζεῖ κανείς κάτι, ξεχειλίζει ἀπό
τήν καρδιά, καί ὁ ἄλλος τό εἰσπράττει` δέν χρειάζονται λόγια. Ἔλεγε ὁ Γέροντας:
«Δέν δίνω σημασία στό τί εἶπε κάποιος, ἀλλά στό ποιός εἶναι αὐτός καί γιατί τό
εἶπε». Εἶναι βασικό αὐτό, δηλαδή νά ξέρει κανείς στή ζωή του νά πορεύεται ἔτσι.
Δοξάζω
τόν Θεό, δοξάζω τόν Θεό, γιατί πάρα πολλά ὠφεληθήκαμε. Καί μπορεῖ νά μην ἤμασταν
πάντοτε κοντά, διότι βρέθηκαν αὐτές οἱ ἄλλες συγκυρίες στή ζωή, ἀλλά πάντα
μένουν μέσα μας ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μᾶς ἐδίδαξε ὁ π. Συμεών μέ κάθε τρόπο καί
κυρίως μέ τό παράδειγμά του, μέ τή σεμνότητά του, μέ τή σοφία του, μέ τήν ἀγάπη
του, μέ τό δόσιμο τῆς καρδιᾶς στόν Θεό – γιατί αὐτό ἐτόνιζε πάντοτε. Νέοι ἄνθρωποι
ἤμασταν, νέα παιδιά, καί τοῦ λέγαμε βέβαια τίς ἐλλείψεις μας. «Ταπείνωση,
πάτερ, ταπείνωση» ἦταν ἡ ἀπάντησή του. «Μά…», ἀντιλέγαμε. «Ταπείνωση καί πάλι
ταπείνωση». «Ἔχω θυμό». «Ταπεινώσου». «Ἔχω ἐγωισμό». «Ταπεινώσου». «Ἔχω αὐτό, ἐκεῖνο».
«Ταπεινώσου». Γιατί, ἄν ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, τότε βρίσκει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως
ἀκούσαμε νά τό λέει στήν ὁμιλία ἀπό τό βιβλίο: Τό Μυστήριο τῆς Σωτηρίας, πού
διάβασε ἡ ἀδελφή κατά τή διάρκεια τοῦ γεύματος…
Ὅλες
αὐτές οἱ μαρτυρίες πού ἐμνημονεύσαμε εἶναι νωπές καταθέσεις καρδιᾶς στόν ἀπέριττο
τάφο τοῦ σεπτοῦ μας Γέροντα τήν ἡμέρα τοῦ ταξιδίου του γιά τήν αἰώνια ποθεινή
πατρίδα.
Συνοψίζοντας
ὅλα τά προελεχθέντα ἐπισημαίνουμε καί ὑπογραμμίζουμε ὅτι ὁ π. Συμεών ἦταν ὁ ἄνθρωπος
τοῦ Θεοῦ, ὁ ἠλεημένος δοῦλος τοῦ Κυρίου, ὁ «μύρῳ θείῳ τῆς Ἱερωσύνης χρισθείς», ὁ
κεκτημένος τό ἱερόν περιδέραιον τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν καί μάλιστα τῆς ἀγάπης,
τῆς ταπεινώσεως, τῆς ἀφανείας καί τῆς σιωπῆς, ὁ πρᾶος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, ὁ
κεχαριτωμένος πνευματικός πατήρ, ποιμήν καί διδάσκαλος, ὁ σοφός καί διακριτικός
χειραγωγός πρός σωτηρίαν τῶν ψυχῶν, ὁ πολύαθλος καί τήν Ἰώβειον χάριν καί ὑπομονήν
κεκτημένος, ὁ σύγχρονος νηπτικός καί μυστικός Θεολόγος, «ὁ πάντων χωρισθείς καί
πᾶσι συνηρμοσμένος», ὁ τῆς νοερᾶς καί καρδιακῆς εὐχῆς θεόφρων καί θεῖος
λειτουργός, ὁ ἀσυμβίβαστος μέ τό ἴδιον θέλημα, τήν φιλαυτία, τήν ἰδιοτέλεια,
τήν ἀνηκοΐα καί τήν καθόλου ἁμαρτία, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς καί τό δοχεῖον τῆς
χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Εἶπε
ἕνας σεπτός Ἁγιορείτης Γέροντας (τήν δεκαετία τοῦ 70): «ὁ π. Συμεών εἶναι ὁ ὀφθαλμός,
δι’ οὕ ἡ Θεσσαλονίκη ὁρᾶ τόν Θεόν».
Κατά
τήν ἱερή Ὁλονυκτία, πού προηγήθηκε τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας πέρασαν ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ
οἱ ἅγιες καί περιπόθητες ἀναμνήσεις ἀπό τήν ἁγιασμένη ζωή τοῦ θεοφόρου Γέροντά
μας: Ἡ κατανυκτική καί εὐλαβεστάτη στάσις του ἐνώπιον τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου, ὅταν
Ἱερουργοῦσε, ὁ ἐπικοδομητικός του λόγος, εἴτε ἐν ὥρᾳ Θείας Λατρείας, εἴτε στήν
αἴθουσα ὁμιλιῶν, πού ἔπιπτε στίς καρδιές μας «ὡς δρόσος Ἀέρμων», ἡ ἐμπνευσμένη
πνευματική καθοδήγησις ἑκατοντάδων φοιτητῶν καί φοιτητριῶν «ζητούντων τόν
Κύριον», ἀλλά καί τῶν λοιπῶν χριστιανῶν, ἡ χριστομίμητη στάσις του ἑντός τοῦ ἱεροῦ
ἐξομολογητηρίου, ἐνῶ μέ ἀπέραντη γαλήνη χειραγωγοῦσε τόν ἐξομολογούμενο, ἡ
γλυκειά μορφή του σέ ὧρες συνάξεως ἤ τραπέζης, ἡ φιλοπονία του σέ ὧρες
χειρωνακτικῆς ἐργασίας στούς κήπους, παρ’ ὅτι εἶχε ἐνίοτε προβλήματα ὑγείας, ἡ ἀναστροφή
του σέ ὧρες ἱερῶν Προσκυνημάτων κ.ἄ.
Δέν
ἔχουμε ἄλλον χρόνο νά διεισδύσωμε περαιτέρω εἰς τήν ἁγίαν καί ὁλοκληρωμένη κατά
Θεόν προσωπικότητα τοῦ μακαρίου Γέροντος π. Συμεών, διό καί περαίνοντες τόν
λόγον ἀναφωνοῦμεν` «αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀξιομακάριστε καί ἀείμνηστε Πατέρα, Ἀδελφέ
καί Συλλειτουργέ ἡμῶν», ἀοίδιμε καί καταξιωμένε ἅγιε Γέροντα. Ἀμήν.