Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ´ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ζ΄ 11-16)
Ὁ Χριστὸς στὴν πύλη τῆς πόλεως Ναΐν
ἀντίκρυσε μία απὸ τὶς τραγικότερες σκηνὲς τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Γυναίκα
χήρα συνόδευε τὸ νεκρὸ μονογενή γιό της στὸν τάφο. Οἱ συνέπειες τῆς
ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ζώντα Θεό στὴ σκληρότερη ἔκφρασή τους.
Βέβαια σ᾽ αὐτὲς τὶς στιγμὲς δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλᾶ κανεὶς στοὺς
θλιμμένους γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τοῦ θανάτου. Ἡ θλίψη τους
εἶναι σὰν ὁλοσώματη πληγὴ ποὺ ὁποιοδήποτε ἄγγιγμα σ᾽ αὐτὴν προκαλεῖ
μεγάλο πόνο.
Παρότι οἱ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων φοβοῦνται
νὰ στέκονται καὶ νὰ μιλοῦν γιὰ θάνατο, εἶναι τὸ πιὸ βέβαιο στὴ ζωή μας.
Γενικὰ οἱ ἄνθρωποι ἀναβάλλουν αὐτὴ τὴ συζήτηση κι ὁρισμένοι ζοῦν ὡς
ἐπιγείως ἀθάνατοι. Ὑπάρχουν, βέβαια, πιστοὶ ποὺ προετοιμάζονται γιὰ τὸν
θάνατο. Ὑπάρχουν μοναχοὶ ποὺ μνημονεύουν καὶ μελετοῦν καθημερινὰ τὸν
θάνατο κι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἀποτελεῖ ψυχωφελῆ μελέτη. Ὑπάρχουν καὶ
νέοι ἄνθρωποι, ὕστερα ἀπὸ κάποιο θανατηφόρο δυστύχημα ἤ τὸν θάνατο
ἀγαπητῶν τους προσώπων, ποὺ δείχνουν ἕνα μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ μετὰ
θάνατο ζωή.
Ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἔξαρση τοῦ
ἐνδιαφέροντος κάποιων γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, νομίζουμε ὅτι
δικαιολογεῖται λόγῳ τῆς μεγάλης ἀνασφάλειας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Ὁ
Χριστὸς ἦλθε γιὰ νὰ νικήσει τὸ κράτος τοῦ θανάτου. Μὲ τὸν θάνατό του
νίκησε τὸν θάνατο «καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος». Ἔτσι δὲν
μιλοῦμε πλέον γιὰ νεκροταφεῖα ἀλλὰ γιὰ κοιμητήρια, γιὰ κοίμηση κι ὄχι
γιὰ θάνατο.
Μιλώντας ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ θάνατο, δὲν
τὸ κάνει γιὰ νὰ τρομοκρατήσει καὶ νὰ πανικοβάλει κανένα, ἀλλὰ γιὰ νὰ
συνδράμει στὴν ὑπέρβασή του, στὴ συναίσθηση τῆς παροδικότητος καὶ
ματαιότητος τῆς παρούσης ζωῆς, δίχως νὰ δημιουργηθεῖ πνεῦμα
ἀπαισιοδοξίας κι ἀπογνώσεως.
Τὸ θέμα τοῦ θανάτου δὲν εἶναι εὔκολο καὶ
τόσο ἁπλό. Εἶναι γεγονὸς ἀδιαμφισβήτητο πὼς ἐρχόμαστε στὸν κόσμο
συνοδευόμενοι ἀπὸ τὴ φθαρτότητα καὶ θνητότητα. Οἱ ἀσθένειες, ἡ γήρανση, ἡ
ἀδυναμία δηλώνουν τὴ φθαρτότητα καὶ ἡ ἁμαρτία τὴ θνητότητα. Ὁ
ἀνθρώπινος βίος στὶς πολλὲς διακυμάνσεις του δίνει πικρὲς γεύσεις
θανάτου. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μιλώντας γιὰ θάνατο δὲν θέλει νὰ μᾶς
ἐκφοβίσει ὁπωσδήποτε, ἀλλὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ προβληματιστοῦμε καὶ ν᾿
ἀγαπήσουμε καὶ νὰ χαιρόμαστε τὴ ζωή, ὡς δῶρο Θεοῦ, προοδεύοντας κι
ἐλπίζοντας, ἀλλ᾿ ὄχι σ᾿ ἐπίγεια ἀθανασία.
Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ σίγουρο τοῦ
θανάτου, ἐν τούτοις ἀκόμη κι ὁ ἡλικιωμένος προσπαθεῖ μὲ διάφορους
τρόπους νὰ τὸν παρακάμψει, νὰ μὴ τὸν σκέφτεται κἄν, θεοποιεῖ τὴν
ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς, θαυμάζοντας τὴν ἐπίτευξη τῆς παράτασης τῆς ζωῆς ἤ
διασκεδάζοντας παράφορα καὶ παράλογα, ξεγελᾶ ἔτσι κάπως τὸν ἑαυτό του.
Ὁ Θεὸς μας εἶναι σίγουρα ὁ Θεὸς τῆς
ζωῆς, ἀφοῦ ἡ Ζωὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ προσφέρει θάνατο. Ἔδωσε ζωὴ στὸν
πρῶτο ἄνθρωπο μὲ δυνατότητα ἰσοθεΐας, ἀθανασίας κι ἀφθαρσίας. Ὅμως ὁ
ἄνθρωπος κάνοντας κακὴ χρήση τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας του, δὲν ἐξέλεξε
τὴ μόνιμη ἕνωσή του μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ πραγματική Ζωή, ἀλλὰ τὸν
χωρισμό του ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν αὐτοθέωσή του, ποὺ τὸν ὁδήγησε στὸν
πνευματικὸ θάνατο καὶ στὴ συνέχεια καὶ στὸν σωματικὸ θάνατο.
Τὴν ψυχὴ προσλαμβάνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ
σύλληψη τοῦ ἐμβρύου κι ἀναχωρεῖ μὲ τὸν βιολογικὸ θάνατο. Τὴν ἀληθινὴ ζωὴ
ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ στὴ σχέση του μὲ τὸν Χριστό. Ἡ αἰώνια ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ
τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τὸν Θεὸ ὡς οὐράνιο Πατέρα, μόνο
καὶ ἀληθινὸ καὶ τὸν Υἱό του Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ τὸν ἔστειλε γιὰ τὴ σωτηρία
τοῦ κόσμου. Ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ δὲν εἶναι ἰδεατή, ἀλλὰ στάση καὶ τρόπος
ζωῆς, ἦθος καὶ ὕφος ὀρθόδοξο, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ
καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦ θείου θελήματος ποὺ φανέρωσε ὁ Χριστὸς στὸν
κόσμο καὶ οἱ πιστοὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζοῦν στὴν Ἐκκλησία Του, ποὺ εἶναι
τὸ σῶμα τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ καὶ βιώνουμε τὴ θριαμβευτικὴ νίκη τοῦ
θανάτου ἐμπειρικὰ πλέον κι ὄχι διανοητικά.
Ἡ καθημερινὴ πάλη τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τῶν
ἀντίθεων καὶ δαιμονοκίνητων παθῶν εἶναι ἕνας ὀδυνηρὸς ἀγώνας ποὺ μᾶς
κάνει μάρτυρες τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεώς μας. Οἱ θλίψεις, οἱ
ἀποτυχίες καὶ οἱ μεγάλες δυστυχίες τῆς ζωῆς γίνονται γνωρίσματα τοῦ
θανάτου, ἀλλὰ καὶ οἱ μυστικὲς χαρὲς τοῦ προσωπικοῦ ἀγώνα καὶ τῆς χάριτος
τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς γιὰ τὸν
πνευματικὸ ἄνθρωπο, ποὺ φέρει μέσα του τήν ἐλπίδα.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς
δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ θίξουμε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θάνατο, καὶ ὁρισμένα θέματα
ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ στάση μας ἀπέναντι στοὺς πενθοῦντες. Ἡ προσέγγιση
τῶν ἀνθρώπων ποὺ πενθοῦν ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς σημαντικότερες πτυχὲς τοῦ
ποιμαντικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἔργο της εἶναι ἡ κατάργηση τοῦ πνευματικοῦ θανάτου
καὶ πίστη της εἶναι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων. Δὲν προσπαθεῖ λοιπὸν
ἡ Ἐκκλησία νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ξεχάσουν τὸ θάνατο, ἀλλὰ τοὺς
βοηθάει νὰ τὸν ὑπερβοῦν. Δὲν ἐπιδιώκει νὰ τοὺς ἰσορροπήσει μόνο
ψυχολογικά, μὲ τὸ νὰ τὸν ἀποδεχθοῦν
μοιρολατρικὰ σὰν κάτι τὸ φυσικό, ἀλλὰ τοὺς δίνει τὴ μέθοδο ποὺ τὸν
ἐξουδετερώνει. Ὁ θάνατος εἶναι ἐχθρός, εἶναι ὁ τελευταῖος ἐχθρός τῆς
ζωῆς μας ποὺ θὰ καταργηθεῖ. Μέσα στὴν Ἐκκλησία εἰσερχόμαστε γιὰ νὰ
ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾽ αὐτόν. Αυτὴ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀρχίζει ἀπὸ τώρα, ἀλλὰ θὰ
ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν κατὰ τὴν ἔνδοξη
Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς «σπλαχνισθεὶς» πλησίασε τὴ
χήρα γυναίκα. Στοὺς πενθοῦντες πλησιάζουμε μὲ ἀγάπη, συμπάσχοντες. Δὲν
πᾶμε γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε ἕνα κοινωνικὸ μας καθῆκον, πᾶμε γιὰ νὰ
μοιραστοῦμε τὴ λύπη, πᾶμε νὰ κλάψουμε μετὰ τῶν κλαιόντων. Ὁ θάνατος
εἶναι ἕνα μυστήριο· «πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς
ἀρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμὸς, θείῳ βουλήματι
ἀποτέμνεται;». Ἀπέναντι στὸ γεγονὸς αὐτὸ, τὸ ἀναπόφευκτο γιὰ ὅλους, ἡ
ψυχοσωματικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου συγκλονίζεται, δειλιάζει. Αὐτὸ εἶναι
κάτι φυσικό, εἶναι ἰδίωμα τῆς φύσης μας ποὺ ἀντιδρᾶ στὴ διάλυσή της.
Τὸ πένθος τὸ συνιστοῦν δύο κυρίως
αἰσθήματα. Ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ ἀγαπημένο πρόσωπο καὶ ἡ αἴσθηση τοῦ
παμφάγου Ἄδη, ἡ συνειδητοποίηση δηλαδὴ ὅτι ὑπάρχει θάνατος καὶ ὅτι ἡ
βιολογικὴ ζωὴ ἔχει τέλος. Ὅλα τότε φαίνονται μάταια, μικρὰ καὶ χωρὶς
νόημα καί τὸ σκηνικὸ τῆς ζωῆς ἀνατρέπεται ὁλόκληρο. Μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴν
κατάσταση οἱ ῥητορίες περὶ θάρρους καὶ ὑπομονῆς δὲ γίνονται πάντα
εὐχάριστα ἀποδεκτὲς, ὁρισμένες φορὲς μάλιστα δημιουργοῦν ἀντίδραση, ποὺ
μπορεῖ νὰ φτάσει μέχρι τὴν ὕβρη ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Σ᾽ αὐτὴ τὴν κατάσταση
μποροῦμε νὰ κάνουμε αἰσθητὴ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στοὺς πενθοῦντες μόνο
μὲ τὴν πίστη ποὺ δὲν ρητορεύει ἀλλὰ ποὺ συμπάσχει. Ἡ ἀγάπη ποὺ γεννᾶ ἡ
ἀληθινὴ πίστη εἶναι κραταιότερη ἀπὸ τὸ θάνατο, καὶ ὁ λόγος της, ὅταν
δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ διατυπωθεῖ, εἶναι λόγος παρηγοριᾶς καὶ ἐλπίδας.
Δὲν προκαλεῖ καὶ δὲν ἐρεθίζει τὶς πληγές, ἀντίθετα τὶς θεραπεύει.
Ὅποιος βρίσκεται κοντὰ στὸν ἀναστημένο
Χριστὸ καὶ ζεῖ τὴν παρουσία του μέσα στὴν Ἐκκλησία, οὐσιαστικὰ βέβαια
καὶ ὄχι τυπικά, αὐτὸς δὲν ἀγωνιᾶ μπροστὰ στὴ σκέψη τοῦ θανάτου, γιατὶ
ξέρει ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ, μιὰ προσφορὰ ἀγάπης, ἕνα δῶρο
αἰώνιο. Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἐλπίδα ἡ ζωὴ στενεύει πολύ, χάνει τὶς πραγματικὲς
διαστάσεις της, ἐκμηδενίζεται· μὲ ἄλλα λόγια κυριαρχεῖται ἐξ ὁλοκλήρου
ἀπὸ τὴν ἀγωνία καὶ τὸν τρόμο τοῦ θανάτου. Ἀντίθετα, μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ ὁ
θάνατος ἀλλάζει ὄψη, χάνει τὶς τρομακτικὲς διαστάσεις του καὶ
παρουσιάζεται σὰν ἕνας συγκλονιστικὸς μὲν, ὄχι ὅμως καὶ τελικὸς σταθμός
τῆς ζωῆς. Διότι «προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ
Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Ἀμήν.
π. Χ.Π.Ζ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως