imsk.gr
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ
(Λουκ. ιη΄, 10-14)
(Ἡ καθαρή καί ἡ ἀκάθαρτη προσευχή)
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Ἡ Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου,
στὴν ὁποία μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιωθήκαμε νὰ φθάσουμε σήμερα, εἶναι ἡ
πύλη γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὸ ἁγιασμένο καὶ κατανυκτικὸ Τριώδιο, ποὺ
διαρκεῖ δέκα ἑβδομάδες. Τὶς τρεῖς πρῶτες ἑβδομάδες γίνεται ἡ
προετοιμασία, ἡ προθέρμανση, καὶ τὶς ἄλλες ἑπτὰ διεξάγονται τὰ
πνευματικὰ ἀγωνίσματα.
Σήμερα, πρώτη ἡμέρα τῆς εὐλογημένης
αὐτῆς περιόδου, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς μαθαίνει τὴ χρήση ἑνὸς
ἀπαραίτητου μέσου γιὰ τὴν ἐπιτυχία στὰ πνευματικὰ ἀθλήματα. Κι αὐτὸ τὸ
μέσο εἶναι ἡ προσευχή.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης παρομοιάζει
τὴν προσευχὴ μὲ τὸν ἀσύρματο, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στὶς μέρες του στὴν
πρώτη γραμμὴ οἱ στρατιωτικὲς μονάδες. Σήμερα χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς
στρατοὺς πολὺ ἐκσυγχρονισμένα μέσα ἐπικοινωνίας καὶ οἱ μάχες κρίνονται
κυρίως ἀπὸ αὐτά. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ τελειότερο καὶ πιὸ ἀπαραίτητο μεσο
ἐπικοινωνίας γιὰ τὸν χριστιανὸ στρατιώτη, ποὺ μάχεται πνευματικὰ στὴν
πρώτη γραμμή. Αὐτὴ τοῦ δίνει τὴν δυνατότητα νὰ ἐπικοινωνῆ μὲ τὸ
Στρατηγεῖό του, μὲ τὸν Ἀρχηγὸ καὶ τὸ ἐπιτελεῖό του, ποὺ κατευθύνει τὸν
ἀγώνα του. Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ κάθε συνειδητὸ χριστιανό, ποὺ
θέλει νὰ νικήση καὶ νὰ φθάση νικητὴς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχει
οὔτε ἕνας ἄγιος τῆς Ἐκκλησίας μας χωρὶς προσευχή.
Ὅμως δὲν φθάνει ἁπλῶς ἡ προσευχή. Ὅπως
ἀκριβῶς δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ ἕνα στρατιώτη νὰ κρατάη ἁπλῶς ἕνα μέσο
ἐπικοινωνίας τελευταίας τεχνολογίας. Εἶναι ἀπαραίτητο τὸ μέσο αὐτὸ νὰ
μὴν εἶναι χαλασμένο, ἤ ἀφόρτιστο, ἀλλὰ καὶ ὁ κάτοχός του νὰ εἶναι καλὸς
χειριστής. Διότι ὑπάρχει καὶ ἀδέξιος καὶ ἀνεκπαίδευτος χειριστής, ἀλλὰ
καὶ χαλασμένο τηλέφωνο. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν προσευχή. Ὑπάρχει ἡ
καθαρή, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀκάθαρτη προσευχή. Ἡ σημερινὴ παραβολὴ τοῦ τελώνου
καὶ τοῦ φαρισαίου μᾶς δείχνει πολὺ καλὰ ποιὰ εἶναι ἡ ἀκάθαρτη καὶ ποιὰ
προσευχὴ ἡ καθαρὴ.
Ἡ ἀκάθαρτη προσευχή
εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ φαρισαίου. Αὐτὴ ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό. Ὁ
προσευχόμενος φαρισαῖος ἔχει ὡς κέντρο ὅλου τοῦ κόσμου τὸν ἑαυτό του.
Κι αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸν τρόπο ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς
του. Γιὰ νὰ προσευχηθῆ στέκεται καμαρωτὸς στὸ μέσον τοῦ ναοῦ. Ὅλη δὲ ἡ
φαρισαϊκὴ προσευχὴ περιέχει τρία μεγάλα καυχήματα, ποὺ στηρίζονται μόνον
στὴν δική του πλανεμένη κρίση. α) «Οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί». «Δὲν εἶμαι ὅπως εἶναι οἱ ἄλλοι», λέγει. Ποιὸς; Ἐγώ! β) «Νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου». «Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα». Ποιὸς; Ἐγώ! γ) «ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι».
«Δίνω ἐλεημοσύνη τὸ δέκατο ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου». Ποιὸς; Ἐγώ! Μὲ ὅλα
αὐτὰ, ποὺ ἐκφράζουν τὸν ἄκρατο ἐγωϊσμό, ξεχωρίζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ
ὅλους τοὺς ἄλλους. Τοὺς συγκρίνει μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς κατακρίνει.
Μὲ τὸν τρόπο ὅμως αὐτὸ δημιουργεῖ ἐμπλοκὴ στὴν ἀληθινὴ ἐπικοινωνία του
μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ κατάκριση εἶναι ἡ ἀκαθαρσία, ποὺ
ἀχρηστεύουν τὸν πνευματικὸ ἀσύρματο, τὴν προσευχὴ καὶ διακόπτουν τὴν
ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Ἡ καθαρὴ προσευχή εἶναι
ἡ προσευχὴ τοῦ τελώνου. Αὐτὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τὴν ταπείνωση.
Προσευχόμενος ὁ τελώνης δὲν παρουσιάζεται νὰ εἶναι τὸ κέντρο τῶν πάντων.
Ἀντίθετα, κέντρο ἔχει τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ ἴδιος στέκεται κρυμμένος στὴν
ἄκρη, στὴ γωνιὰ τοῦ ναοῦ, ἐπειδὴ πιστεύει ταπεινὰ ὅτι εἶναι ὁ τελευταῖος
ἀπὸ ὅλους. Καὶ ἀρχίζει τὴν προσευχή του ὄχι μὲ τὸ δικό του «ἐγώ», ἀλλὰ
μὲ τὸν Θεό. «Ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Ὁ τελώνης στὴν
προσευχή του δὲν κρίνει, δὲν κατακρίνει κανένα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.
Τὸν ἀπασχολοῦν τόσο ἔντονα οἱ δικές του ἁμαρτίες, ὥστε δὲν μπορεῖ νὰ
ἀσχοληθῆ μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων. Ἀναγνωρίζει τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ
ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ καθαρὴ προσευχή, ἡ ταπεινὴ προσευχή. Αὐτὴν τὴν ταπεινὴ προσευχή εἶχαν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀξίζει νὰ ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ ἕνα
χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀπὸ τὸ Γεροντικό: Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος πειράχθηκε
ἀπὸ τὸν λογισμὸ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μάθη σὲ τὶ μέτρα
πνευματικότητας ἔφθασε. Ὁ Θεὸς τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ἀνώτερός του ἦταν ἕνας
τσαγκάρης στὴν Ἀλεξάνδρεια. Σύντομα ὁ ἅγιος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τὸν
ρώτησε τί κάνει στὴ ζωή του. Ἐκεῖνος μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι ἐπάνω στὰ
παπούτσια ποὺ διόρθωνε τοῦ εἶπε: -Δὲν ξέρω, ἀββᾶ μου, νὰ ἔχω κάνει ποτὲ
κανένα καλό. Κάθε πρωῒ σηκώνομαι, κάνω τὴν προσευχή μου καὶ ἀρχίζω τὴ
δουλειά μου. Λέω ὅμως πρῶτα στὸν λογισμό μου, πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σ’
αὐτὴ τὴν πόλη, ἀπὸ τὸν πιὸ μικρὸ ὡς τὸν πιὸ μεγάλο, θὰ σωθοῦν καὶ μόνον
ἐγὼ θὰ καταδικασθῶ γιὰ τὶς πολλὲς μου ἁμαρτίες. Κι ὅταν τὸ βράδυ πάω νὰ
πλαγιάσω, πάλι τὸ ἴδιο συλλογίζομαι.
Αὐτὴ ἦταν ἡ ταπεινή προσευχή, ποὺ ἔκανε ὁ
τσαγκάρης τῆς Ἀλεξάνδρειας. Κι ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος,
σηκώθηκε γεμάτος θαυμασμό, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τοῦ εἶπε μὲ συγκίνηση.
-Ἐσύ, ἀδελφέ μου σὰν καλὸς ἔμπορος κέρδισες τὸν πολύτιμο μαργαρίτη μὲ
πολὺ μικρὸ κόπο.
Κι ἐμεῖς, οἱ χριστιανοὶ τοῦ 21ου
αἰώνα, τὶ νὰ κάνουμε; Νὰ ἐφαρμώσουμε τὴν συμβουλὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς
τὴν δίνει μὲ τὴ παραβολή τοῦ τελώνου καὶ του φαρισαίου. Κι αὐτὴ
διασώζεται στὴ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μὲ τὸν ἰδιόμελο τοῦ Ἑσπερινοῦ μᾶς
προτρέπει: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί. Ὁ γὰρ ἑαυτὸν ὑψῶν
ταπεινωθήσεται. Ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τελωνικῶς διὰ νηστείας
κράζοντες, Ἱλάσθητι ἡμῖν ὁ Θεός τοῖς ἁμαρτωλοῖς». Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Α. Γ. Μ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως