Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Ἡ Ζωὴ τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ
Ἀπὸ τὸ «Ἅγιον Ὄρος». Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἐστία, 1934.
Φτάσαμε στὸ Βατοπέδι τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου, στὶς δυὸ τὸ ἀπόγεμα. Ἡ μονὴ ἡσυχάζει. Τὸ κῦμα τοῦ μεγάλου του κόλπου νανουρίζει τὴν ἀπραξία της, σβήνοντας ἀπάνω στὰ χαλίκια ρυθμικὸ καὶ ἤρεμο. Εἴμαστε μπροστὰ στὸ θολωτὸν πυλώνα, ποὺ κρύβει στὴν κοιλότητά του ζωγραφισμένη τὴν Παρθένο, καθὼς ὅλοι οἱ πυλῶνες τῶν μοναστηριῶν, καὶ περιμένομε νὰ προβάλη ὁ πορτάρης. Ἔρχεται μὲ τὴν ἀπροθυμία καὶ τὴν ἀπεριέργεια—δυὸ χαρακτηριστικὰ τοῦ καλόγερου. Τὸ πρόσωπὸ του τραχύ, τὰ γένεια του σὰ μοῦσκλα σὲ δέντρο, τὰ πολλὰ μαλλιά του στενοχωρημένα μέσα στὸ στενὸ κυλινδρικὸ καλυμαύχι. Οὔτε μᾶς κοιτάζει. Ἁπλώνει μόνο τὸ χέρι του γιὰ τὸ διαμονητήριο. Τὸ διαβάζει μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δυσπιστία, ἔπειτα τὸ στέλνει στὸν ἀρχοντάρη γιὰ τὸν ἔλεγχο. Ὁ ἀρχοντάρης τὸ πηγαίνει στὴν ἐπιτροπή. Ἡ ἐπιτροπή μας δίνει τὴν ἄδεια. Ἀνεβαίνουμε μιὰ σκάλα ὁλόρθη, σχεδὸν κάθετη, καὶ πέφτομε κατάκοποι στὸ ἀρχονταρίκι. Αὐτὸ τὸ ἀρχονταρίκι δὲ διαψεύδει καθόλου τὴν ὀνομασία του. Δωμάτια ὕπνου ἄνετα, κρεβάτια ποὺ κοιμίζουν, καναπέδες ποὺ ξεκουράζουν, τὸ γαλάζιο τῆς θάλασσας κι ὁ ἀέρας της μέσα στὸν ξενώνα, ἠλεκτροφωτισμός,—νὰ ἡ νεωτεριστικὴ ἀνορθογραφία ποὺ κάνει τὸ Βατοπέδι μέσα στὴν παρελθοντικὴν αὐτὴ πολιτεία. Πῶς ἐπῆρε τέτοιο χαρακτήρα, δὲν τὸ ξέρει καὶ τὸ ἴδιο τὸ μοναστήρι. Ἕνας ὑπηρέτης λαϊκός, ξυρισμένος, μὲ τακουνάτες παντοῦφλες, σήκωσε τὰ πράγματά μας. Ἕνας νεαρὸς καλόγερος μὲ τὸν κοντὸ στρογγυλὸ θάμνο τῆς μαύρης του γενειάδας γύρω στὸ ροδαλὸ πρόσωπό του, μᾶς καλημέρισεν ἀγγλικὰ μὲ τέλεια προφορά. Ὅταν εἶδε πὼς ἔκαμε λάθος, μεταχειρίστηκε τὰ ἑλληνικά του. Ἦταν ὁ καλόγερος ποὺ ὁρίστηκε καμαριέρης μας. Δύσκολα στὰ ξενοδοχεῖα θὰ βρίσκαμε ἕναν τόσο γοργὸ καὶ ἐξασκημένον ὑπάλληλο. Εἶχε κάμει στρατιώτης στοὺς τελευταίους πολέμους, ὑπηρέτησε πέντε χρόνια στὸ Λονδΐνο σ' ἕνα διπλωμάτη, κι ὕστερα ἦρθε στὸ Βατοπέδι, ντύθηκε τὸ ράσο κι ἔγινε κωδωνοκρούστης. Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ξαναπῆγα στὸ Ὄρος, δὲν τὸν ξαναβρῆκα. Εἶχε αὐτοκτονήσει. Ποιός, θὰ τὰ ἐξηγήση αὐτά;
Ἡ λέξη μοναστήρι φέρνει σ' ἐμᾶς τοὺς ὀρθόδοξους μιὰν ὁρισμένη ἀρχιτεκτονικὴν εἰκόνα: μεγάλο τετράγωνο ἀπὸ ἑνωμένα κελλιά, ἡ αὐλὴ κλεισμένη μέσα στὰ κελλιά, καὶ στὴ μέση τῆς αὐλῆς ἡ ἐκκλησία. Ἄν σ' αὐτὰ προσθέσωμε τὰ θεμελιώδη μοτίβα τοῦ μοναστηριοῦ, τὸν ξύλινο ἐξώστη ποὺ ἁπλώνεται ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη στὸ ἐξωτερικὸ τῶν κελλιῶν, τὰ τόξα καὶ τὸ κυπαρίσσι, ἔχομε τὸ μοναστῆρι, τὴν κοινὴ ἀντικειμενικὴν εἰκόνα, τὸ ρωμαντικὸ σκιαγράφημα ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ νοῦ τῶν Ἑλλήνων. Πόσα ὅμως νέα σχήματα δημιουργεῖ ἐπάνω σ' αὐτὸν τὸ θεμελιώδη τύπο τοῦ μοναστηριοῦ ὁ καιρός, ποιοὺς πλουτισμοὺς μπορεῖ νὰ πάρη ὁ ρυθμός, τὸ βλέπομε στὸ Βατοπέδι. Ἐδῶ ὁ καιρὸς εἶχε φαντασία. Προσθέτοντας ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη, ἔφτιασε μία πόλη ὁλόκληρη, ὅπου τίποτε δὲν εἶναι βαρύ, δυσαρμονικό, βιαστικὸ ἢ ξένο. Καμινάδες, μπαλκόνια, πύργοι, παρεκκλήσια, καμπαναριά, χαγιάτια, λιθόστρωτα, κολῶνες, χωνεύουν τὰ ἀνώμαλα σχήματά τους μέσα σὲ μιὰ γενικὴν ἁρμονία, σ' ἕναν, ἂς τὸν ποῦμε ἔτσι, ἁγιορειτικὸ ρυθμό. Ὁ Καιρὸς ἔχει τὴν αἰσθητική του. Καὶ τὴν ἐπιβάλλει. Πόσο αὐτὰ τὰ σχήματα βοηθοῦνε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο! Πῶς βρίσκομε τὴν ἑνότητα σὲ τόσο πλῆθος μορφῶν! Πόσο ἄνετα, μέσα στὴν ἀπέραντην αὐλή, ὑψώνεται τὸ πάμπυκνο τοῦτο δάσος τῶν κτιρίων, καὶ πῶς ὅλὸ ἔξαφνα ζωντανεύει, ὅταν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἀρχαίου καμπαναριοῦ ἡ μελωδικὴ κωδωνοκρουσία καλεῖ τοὺς μοναχοὺς στὴν προσευχή!
Εἶναι δειλινό. Κατεβαίνουν μέσα στὸν ἥλιο ἕνας-ἕνας καὶ πηγαίνουν στὸ Καθολικό, ποὺ στέκει μὲ τὸ βαθὺ κόκκινο χρῶμα του στὴν αὐλή. Ἡ πυκνὴ μοναστικὴ πόλη ξύπνησεν ἀπὸ τὴ νάρκη τοῦ μεσημεριοῦ. Ἑσπερινός. Πρῶτα, φαίνονται οἱ γέροι. Τοὺς χρειάζεται ὥρα νὰ φτάσουν, καὶ ξεκινοῦν νωρίς. Ἔπειτα ἀκούγεται τὸ στερεὸ καὶ γρήγορο βῆμα τῶν νέων. Τὰ νιάτα τους δὲν ξεχνοῦν τὸ λύγισμά τους μέσα στὸ ράσο. Μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς εἶναι ἀνήσυχες σερπαντίνες, ἄλλοι κρατοῦν τὸ παράστημα ὁλόϊσο, λεπτὸ καὶ σεμνὸ κιονίσκο βυζαντινοῦ τρούλλου. Ἡ φορεσιὰ τους περιποιημένη. Τὸ ράσο κατακαίνουργο. Τὸ ἐπανωκαλύμαυχον ἄψογο. Εἶναι αὐστηρὸ τὸ πρωτόκολλο στὸ Βατοπέδι. Ὅταν μπῆκα στὸ Καθολικὸ κι εἶδα τοὺς μαύρους των ἴσκιους νὰ γεμίζουν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ κρυμμένοι στὰ στασίδια, ἐντοιχισμένοι, θἄλεγε κανείς, δίστασα νὰ πάρω τὴ θέση πού μοῦ ἔδωκαν σ’ ἕνα στασίδι. Ἐκτελοῦσαν τὴν ἀκολουθία τοῦ ἐσπερινοῦ μὲ σοβαρότητα, ὅπως ὁ καλὸς τεχνίτης τὸ ἔργο του. Ἔνιωθα λοιπὸν πὼς κανένας λαϊκὸς δὲν ἔχει δουλειὰ ἐκεῖ. Ἐζήτησα κάποια γωνιά. Ὅλες οἱ γωνιὲς ἦταν πιασμένες. Ὅλα τὰ σκοτάδια εἶχαν καλόγερους. Μὲ δυσκολία βρῆκα ἕνα ἀπόμακρο στασίδι γιὰ νὰ παρακολουθήσω ὅλην αὐτὴ τὴν τελετικὴν αὐστηρότητα. Οἱ καλόγεροι εἶναι τοποθετημένοι, ὅπως πάντα, κατὰ τάξιν ἱεραρχίας καὶ ἀξίας. Λάθη στὸ πρωτόκολλο δὲν ἐπιτρέπονται. Ὄρθιοι κρατοῦν τὰ στασίδια τους. Τὸ κανονάρχημα γίνεται σύμφωνα μὲ τὴ μοναστηριακὴ παράδοσή του. Ὁ κανονάρχης, ποὺ εἶναι πάντα καλόγερος, πηγαίνει ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸ δεξιὸ στὸν ἀριστερὸ ψάλτη, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ κανοναρχήση καὶ στοὺς δυό. Ἥσυχα ἀνεμίζεται στὶς πλάτες του τὸ εἰδικό του ἔνδυμα, μαῦρος αὐλακωτὸς μανδύας, προωρισμένος μόνο γι' αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία. Στὸν πρῶτο νάρθηκα, στὴ «λιτή», στέκουν οἱ κουρασμένοι, οἱ ὀλιγώτερο χρήσιμοι γιὰ τὴν ἀκολουθία. Στὸν ἐξωνάρθηκα, οἱ ἐντελῶς γέροι. Δὲ θέλω νὰ κρίνω τὴν ψαλμῳδία. Ἡ μουσικὴ αὐτή, μὲ τὴν ἀνατολική της τεχνοτροπία, ποὺ δὲν ὑπακούει σὲ κανόνα, ὅπως ὅλὲς οἱ ἀνατολικές, εἶναι μιὰ παράδοση καὶ ἔχει τὴν ἀξία τῶν παλιῶν πραγμάτων. Ἂς μὴ ζητοῦμε τὴ μουσικὴ ἀξία τῆς βυζαντινῆς ψαλμῳδίας, τουλάχιστον στὸ Ἅγιον Ὄρος. Περιπλεγμένη μὲ τὰ ἐλαττώματα ποὺ βλασταίνουν ἄφθονα μὲ τὸν καιρὸ γύρω στὶς ἀκαλλιέργητες παραδόσεις, ἔγινε μιὰ λαϊκὴ τέχνη, χωρὶς σχεδὸν μελωδικὴ γραμμή, φορτωμένη κεντήματα, ἐκτελεσμένη μὲ ἀτημελησία, ποὺ τὴν κάνει πιὸ ἄμορφη καὶ σκοτεινή. Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι κάτι παλιό, καὶ σὰν παλιὸ νὰ ἔχη τὸ μοναστηριακό του χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὶς μαῦρες σκιὲς τῶν καλογέρων, μὲ τὶς ἄσπρες γενειάδες, μὲ τὸ αὐστηρὸ τυπικό, συντελεῖ γιὰ νὰ διεγείρη τὸ μυστήριο. Ὅλα εἶναι μοναστηρήσια, ὅλα αὐστηρὰ καὶ θλιβερὰ ἐκεῖ μέσα. Δειλινό. Ἂς λάμπη ἔξω ὁ ἥλιος, ἂς πρασινίζουν οἱ ράχες, ἂς πηδάη τὸ κῦμα. Τὸ μοναστήρι ἔχει τὴν ἐργασία του. Ὁ ἑσπερινὸς κρατεῖ ὥρα πολλή. Ἐνῷ οἱ καλόγεροι διαβάζουν καὶ ψέλνουν, ὁ μετέωρος Παντοκράτορας, ἀπὸ τὸ ὕψος ὅπου τὸν ἀνέβασαν οἱ ἀρχιτέκτονες τῶν πεταχτῶν τρούλλων, ἀγρυπνεῖ σὲ ὅλην αὐτὴ τὴν τυπικότητα, ἀκούει, βλέπει, καὶ εἶναι αὐστηρὸς γιὰ κάθε παράλειψη, γιὰ κάθε μετάνοια ποὺ δὲν ἦταν τόσο βαθειὰ ὥστε νὰ πονέσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονάτων!
Πηγή:http://ellas60.blogspot.com
Το βρήκαμε στο :
http://klision.blogspot.com
Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010
Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010
Θλίψη και κατάθλιψη
Γράφει ο μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
Ο γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης συχνά έλεγε πως η σήμερα τόσο διαδομένη κατάθλιψη συχνά και κύρια οφείλεται στον μεγάλο εγωισμό. Από μικροί μεγαλώνουμε με μια λαθεμένη αγωγή. Των περισσότερων η ανατροφή από μικρά παιδιά είναι μία επιμελής καλλιέργεια ενός λίαν εγωιστικού πνεύματος. Γεννιέται από νωρίς η σφοδρή επιθυμία για διάκριση, έπαινο, εντυπωσιασμό και πρωτοκαθεδρία. Γεννιέται ένα υπερβολικό ενδιαφέρον για την ενδυμασία, την κόμμωση και την επίδοση σε ανάξια λόγου πράγματα. Ο πολύς εγωισμός οδηγεί στον πρωταγωνιστισμό, την απόρριψη των άλλων, τη χρησιμοποίηση υπερβολών, ψευδών και ύβρεων. Ορισμένοι φθάνουν μάλιστα να υπηρετούν το άσχημο και το κακό μόνο και μόνο για να συζητιούνται και να προβάλλονται.
Με μια τέτοια πλεύση και προοπτική τι συμβαίνει; Πολύ συχνά, επειδή τα πράγματα δεν μας έρχονται όπως ακριβώς θέλουμε, αμέσως στεναχωριόμαστε, ταραζόμαστε, αγχωνόμαστε, απογοητευόμαστε και κλεινόμαστε στον εαυτό μας, Παρουσιάζεται μια βαθιά θλίψη μέσα μας ότι δεν μας προσέχουν πολύ, δεν μας αγαπάνε όσο θέλουμε, δεν αναγνωρίζουν την αξία μας και δεν εκτιμούν τα προσόντα και τις δυνατότητές μας. Μία λοιπόν μη αναγνώριση, μια παρατήρηση, μια επίπληξη μας θυμώνει, μας ντροπιάζει, μας αναστατώνει, μας θλίβει. Τούτο συμβαίνει γιατί έχει θιγεί ο εγωισμός, έχει ανατραπεί η ωραία ιδέα που υπήρχε για τον εαυτό μας, την οποία επιθυμούμε να έχουν οπωσδήποτε και οι άλλοι.
Είναι μεγάλη λύπη άξιοι νέοι άνθρωποι να φθάνουν και σ’ αυτήν την αποτρόπαιη αυτοχειρία, γιατί δεν αντέχουν μία αποτυχία, μία απογοήτευση, μία υποτίμηση, μία προσβολή, μία ξαφνική πτώχευση. Ένας ταπεινός, ένας αληθινός Χριστιανός, όλα αυτά τα πικρά γεγονότα τα αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα, πιο αισιόδοξα, πιο καρτερικά και πιο ελπιδοφόρα. Μάλιστα, μερικές φορές μπορούν να γίνουν δυνατές αφορμές πνευματικής ωρίμανσης και ψυχικής καλλιέργειας.
Μια παρατεινόμενη στενοχώρια φέρνει θλίψη και αυτή πάλι τη φοβερή κατάθλιψη, που σήμερα μαστίζει πολλούς. Η κατάθλιψη μπορεί να αδρανοποιήσει τον άνθρωπο κουραστικά. Η κατάθλιψη έχει συνήθη αιτία τον άφθονο εγωισμό. Ο ταπεινός έχει ισχυρά αντισώματα, δεν είναι εύκολο να κυριευθεί από την κατάθλιψη. Τελικά, πιστεύουμε πως ο υπερβολικός εγωισμός είναι μια σκέτη ανοησία και η γνήσια ταπείνωση μια επιλογή ενός υψηλού πνευματικού κέρδους. Ο εγωιστής είναι πάντοτε αχόρταγος, ανικανοποίητος, ανασφαλής και αγχώδης. Αντίθετα, ο ταπεινός είναι ήσυχος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, άφοβος και ήρεμος. Ο εγωιστής πάσχει να ξέρει πώς τον βλέπουν, πώς τον εκτιμούν και πόσο τον θαυμάζουν. Έτσι είναι συνεχώς ανήσυχος. Αυτό σημαίνει ότι του λείπει η αυτοεκτίμηση και εναγώνια την αποζητά από τους άλλους. Οι άλλοι όμως έχουν τα δικά τους προβλήματα και δεν ασχολούνται τόσο μ’ αυτόν. Αυτοβασανιζόμενος και ταλαιπωρούμενος από νοσηρές επιθυμίες, φαντασίες και ιδέες πονά πολύ. Μην αντέχοντας, καταφεύγει σε διάφορα χάπια, ακόμη και σε αλκοόλ και ναρκωτικά, για να αποφύγει τον εσωτερικό πόλεμο.
Είναι γεγονός πως καταναλώνονται τεράστιες ποσότητες και μεγάλα ποσά για αντικαταθλιπτικά φάρμακα, αλλά και σε προγράμματα αποτοξινώσεως. Το πρόβλημα όμως δεν θεραπεύεται στη ρίζα του, γιατί παραμένει ισχυρός ο εγωισμός, που δημιουργεί όλα αυτά τα προβλήματα. Το αταπείνωτο φρόνημα των καιρών μας, οι συγκρούσεις, η μη αγωνιστικότητα, η νωχέλεια, οι συχνές απογοητεύσεις οδηγούν στην κατάθλιψη. Ευγενείς, ευαίσθητοι, αδύναμοι και αδρανείς νέοι μπορεί να κυριευθούν από την κατάθλιψη. Θεωρήσαμε την ταπείνωση ολέθριο ελάττωμα.
Αγωνιστήκαμε για άλλα πολλά που δεν ήταν ουσιαστικά και πρωτεύοντα. Μπερδέψαμε την ταπείνωση με την κακομοιριά και την απλοϊκότητα. Μόνο όμως ο αληθινά ταπεινός μπορεί να είναι πραγματικά χαρούμενος, αστεναχώρητος, νηφάλιος, γαλήνιος και υπερβολικά ειρηνικός. Οι ημέρες μας έχουν ιδιαίτερη ανάγκη πνευματικής ενισχύσεως.
Με μια τέτοια πλεύση και προοπτική τι συμβαίνει; Πολύ συχνά, επειδή τα πράγματα δεν μας έρχονται όπως ακριβώς θέλουμε, αμέσως στεναχωριόμαστε, ταραζόμαστε, αγχωνόμαστε, απογοητευόμαστε και κλεινόμαστε στον εαυτό μας, Παρουσιάζεται μια βαθιά θλίψη μέσα μας ότι δεν μας προσέχουν πολύ, δεν μας αγαπάνε όσο θέλουμε, δεν αναγνωρίζουν την αξία μας και δεν εκτιμούν τα προσόντα και τις δυνατότητές μας. Μία λοιπόν μη αναγνώριση, μια παρατήρηση, μια επίπληξη μας θυμώνει, μας ντροπιάζει, μας αναστατώνει, μας θλίβει. Τούτο συμβαίνει γιατί έχει θιγεί ο εγωισμός, έχει ανατραπεί η ωραία ιδέα που υπήρχε για τον εαυτό μας, την οποία επιθυμούμε να έχουν οπωσδήποτε και οι άλλοι.
Είναι μεγάλη λύπη άξιοι νέοι άνθρωποι να φθάνουν και σ’ αυτήν την αποτρόπαιη αυτοχειρία, γιατί δεν αντέχουν μία αποτυχία, μία απογοήτευση, μία υποτίμηση, μία προσβολή, μία ξαφνική πτώχευση. Ένας ταπεινός, ένας αληθινός Χριστιανός, όλα αυτά τα πικρά γεγονότα τα αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα, πιο αισιόδοξα, πιο καρτερικά και πιο ελπιδοφόρα. Μάλιστα, μερικές φορές μπορούν να γίνουν δυνατές αφορμές πνευματικής ωρίμανσης και ψυχικής καλλιέργειας.
Μια παρατεινόμενη στενοχώρια φέρνει θλίψη και αυτή πάλι τη φοβερή κατάθλιψη, που σήμερα μαστίζει πολλούς. Η κατάθλιψη μπορεί να αδρανοποιήσει τον άνθρωπο κουραστικά. Η κατάθλιψη έχει συνήθη αιτία τον άφθονο εγωισμό. Ο ταπεινός έχει ισχυρά αντισώματα, δεν είναι εύκολο να κυριευθεί από την κατάθλιψη. Τελικά, πιστεύουμε πως ο υπερβολικός εγωισμός είναι μια σκέτη ανοησία και η γνήσια ταπείνωση μια επιλογή ενός υψηλού πνευματικού κέρδους. Ο εγωιστής είναι πάντοτε αχόρταγος, ανικανοποίητος, ανασφαλής και αγχώδης. Αντίθετα, ο ταπεινός είναι ήσυχος, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, άφοβος και ήρεμος. Ο εγωιστής πάσχει να ξέρει πώς τον βλέπουν, πώς τον εκτιμούν και πόσο τον θαυμάζουν. Έτσι είναι συνεχώς ανήσυχος. Αυτό σημαίνει ότι του λείπει η αυτοεκτίμηση και εναγώνια την αποζητά από τους άλλους. Οι άλλοι όμως έχουν τα δικά τους προβλήματα και δεν ασχολούνται τόσο μ’ αυτόν. Αυτοβασανιζόμενος και ταλαιπωρούμενος από νοσηρές επιθυμίες, φαντασίες και ιδέες πονά πολύ. Μην αντέχοντας, καταφεύγει σε διάφορα χάπια, ακόμη και σε αλκοόλ και ναρκωτικά, για να αποφύγει τον εσωτερικό πόλεμο.
Είναι γεγονός πως καταναλώνονται τεράστιες ποσότητες και μεγάλα ποσά για αντικαταθλιπτικά φάρμακα, αλλά και σε προγράμματα αποτοξινώσεως. Το πρόβλημα όμως δεν θεραπεύεται στη ρίζα του, γιατί παραμένει ισχυρός ο εγωισμός, που δημιουργεί όλα αυτά τα προβλήματα. Το αταπείνωτο φρόνημα των καιρών μας, οι συγκρούσεις, η μη αγωνιστικότητα, η νωχέλεια, οι συχνές απογοητεύσεις οδηγούν στην κατάθλιψη. Ευγενείς, ευαίσθητοι, αδύναμοι και αδρανείς νέοι μπορεί να κυριευθούν από την κατάθλιψη. Θεωρήσαμε την ταπείνωση ολέθριο ελάττωμα.
Αγωνιστήκαμε για άλλα πολλά που δεν ήταν ουσιαστικά και πρωτεύοντα. Μπερδέψαμε την ταπείνωση με την κακομοιριά και την απλοϊκότητα. Μόνο όμως ο αληθινά ταπεινός μπορεί να είναι πραγματικά χαρούμενος, αστεναχώρητος, νηφάλιος, γαλήνιος και υπερβολικά ειρηνικός. Οι ημέρες μας έχουν ιδιαίτερη ανάγκη πνευματικής ενισχύσεως.
Το μουσείο κέρινων ομοιωμάτων Π.Βρέλλη στα Ιωάννινα
Ο (Αρχι)μάστορας, ενδυματολόγος, συλλέκτης και αρχιτέκτονας Παύλος Βρέλλης
Έργο ζωής ενός και μόνο ανθρώπου, του καλλιτέχνη- εικαστικού Παύλου Βρέλλη, αποτελεί το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας στο Μπιζάνι Ιωαννίνων, όπου ο επισκέπτης έρχεται σε επαφή με την ιστορία, μέσα από κέρινα ομοιώματα, ξακουστών, αλλά και αφανών ηρώων, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην Ελλάδα, από την προεπαναστατική περίοδο έως και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μουσείο, που φέρει το όνομα του Παύλου Βρέλλη, μετρά ήδη 15 χρόνια ζωής: άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό στις 31 Ιουλίου 1995 κι έκτοτε, το επισκέπτονται, σε ετήσια βάση, περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι, Έλληνες στην πλειοψηφία τους. Ο καλλιτέχνης είχε πρωτοπαρουσιάσει τα κέρινα ομοιώματά του ήδη από το 1975, στο χωριό Μουζακαίοι.Έχοντας αποσυρθεί από τη μέση εκπαίδευση, με το βαθμό του γυμνασιάρχη, αγόρασε μια πετρώδη έκταση γης, 17 στρέμματα, τον Φλεβάρη του 1983, κοντά στο χωριό Μπιζάνι (απέχει 12 χλμ. από τα Γιάννενα και βρίσκεται πολύ κοντά στα ιστορικά πεδία μαχών, που σημάδεψαν τις μάχες των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-'13). Για τα επόμενα 12 χρόνια, δούλεψε πάρα πολύ σκληρά, δεδομένου ότι άρχισε όλο το εγχείρημά του, σε ηλικία 60 χρονών. Ευτύχησε να έχει την αμέριστη βοήθεια πρώην μαθητών και πιστών του φίλων και την υποστήριξη ατόμων, οι οποίοι γνώριζαν τη δουλειά του και πίστευαν στην καλλιτεχνική του φλέβα.
(Αρχι)μάστορας, ενδυματολόγος, συλλέκτης
Δούλεψε ασταμάτητα ως εργάτης, (Αρχι)μάστορας, ενδυματολόγος, συλλέκτης κι αρχιτέκτονας, προκειμένου να δώσει μορφή και ζωή, τόσο στον περιβάλλοντα χώρο όσο και στο εσωτερικό του κτιρίου που "φιλοξενεί" τα κέρινα ομοιώματά του. Κύριος σκοπός του ήταν να μπορέσει να κερδίσει τον επισκέπτη μ' έναν ενδιαφέροντα τρόπο, ώστε να τον κάνει, σταδιακά, να αισθανθεί ο ίδιος υποκείμενο της Ιστορίας και μέσα από τη διαδικασία του "να ανακαλύπτει και να αποκαλύπτει" τα θέματα, να αποκτήσει μια πρωτόφαντη εμπειρία, διευρύνοντας τα όσα γνώριζε σχετικά με πρόσωπα και γεγονότα. Η Ελληνική Ιστορία ήταν η μόνη πηγή απ' την οποία άντλησε τα θέματά του. Με ιδιαίτερη φροντίδα χάραξε δρόμους, διαμόρφωσε πλατείες, έφτιαξε, με τα χέρια του καλντερίμια και βραχόκηπους, μετασχημάτισε το φυσικό περιβάλλον γύρω από το μουσείο και φύτεψε αμέτρητα δέντρα και φυτά. Στο κτιριακό συγκρότημα, που περιλαμβάνει το Μουσείο, τη βιβλιοθήκη, το γραφείο και το χώρο εργασίας του, έδωσε μορφή Αστικής Φρουριακής Αρχιτεκτονικής, που συναντάται μόνο στην ενδοχώρα της Ηπείρου κατά τον 18ο αιώνα.Πάντα, σεβόμενος "τα μορφολογικά και ρυθμολογικά στοιχεία που η ίδια η παράδοση τού έχει υπαγορεύσει".
Με απλά υλικά...
Ο εσωτερικός χώρος του Μουσείου διαμορφώθηκε έπειτα από την κατάτμησή του, σύμφωνα με παράλληλα, συνάλληλα, διάλληλα επίπεδα. Οι κατατμήσεις αυτές οριοθετούν, ταυτόχρονα, τους χώρους-θέματα, που παρουσιάζονται (όχι πάντοτε με αυστηρή χρονολογική σειρά). Οι καλλιτεχνικοί μετασχηματισμοί του εσωτερικού χώρου έγιναν με δική του, προσωπική, εργασία. Αρχικά, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα απλό ντουβάρι με υποτυπώδεις τοίχους και ανοίγματα. Πάντα, με απλά υλικά (όπως, τζίβα, λινάτσα, τσιμέντο, γύψο, νευρομετάλ), άνοιξε ουρανούς, χάρισε πτυχώσεις σε βράχια, απέδωσε υγρούς-μουχλιασμένους τοίχους, οδήγησε τα σοκάκια του στο να παραπέμπουν σε γεγονότα ξεχασμένα από πολλούς… Κάποια από τα αντικείμενα που εκτίθενται, αποτέλεσαν την προσωπική του συλλογή από παλαιοπωλεία και παλιατζίδικα, απ' όλη την Ελλάδα, για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Άλλα, όπως τα καριοφίλια, τα τσαρούχια και κάποια μοναδικά "φρούτα" και "βιβλία" αποτελούν δικές του δημιουργίες. Κάποια εξαιρετικής ομορφιάς και τέχνης ρούχα και φορέματα, όπως και κουστούμια και στολές, αποκτήθηκαν από διάφορα μέρη ή σώθηκαν από βέβαιο αφανισμό, ενώ άλλα μεταποιήθηκαν από τον ίδιο. Μας διαφωτίζουν για την ύπαρξη μιας άλλης όψης του καλλιτέχνη: αυτή ενός μοναδικού συλλέκτη-δημιουργού. Συμπληρωμένα με προσφορές φίλων και γνωστών του, όπως και δωρεές της VIII Μεραρχίας και του Σώματος Υλικού Πολέμου, ολοκληρώνουν το έργο, δίνοντας χαρακτήρα και προσωπικότητα στον εσωτερικό χώρο και τα εκθέματά του. Ο Παύλος Βρέλλης αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία το 1947 και συνέχισε τις σπουδές του, αποφοιτώντας από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, το 1954 (με πρακτικό και θεωρητικό πτυχίο). Η δουλειά του είναι αυτή ενός γλύπτη με κλασική παιδεία, χρησιμοποιώντας μόνο πηλό, κατά το πρώτο στάδιο της κατασκευής της προτομής, την οποία δουλεύει. Όπως συνηθίζει να λέει ο ίδιος: "η Ανατομία είναι η ορθογραφία της δουλειάς μου". Ακολουθεί η κοπιώδης εργασία της χύτευσης ενός γύψινου εκμαγείου, σε δυο μέρη, βασισμένο στο πήλινο πρότυπο. Το μόνο που μένει είναι η χύτευση κεριού στο προαναφερθέν καλούπι. Πρώτιστο κριτήριο για την επιλογή των προσώπων και των γεγονότων που παρουσιάζονται, ήταν η επιρροή που άσκησε κάθε μορφή στην ψυχή του καλλιτέχνη και η πίστη του σ' αυτό που συνοψίζεται μέσω του αξιώματος: "η Ελληνική Ιστορία έχει γραφεί όχι μόνο από επώνυμους, αλλά και από ανώνυμους". Στον εσωτερικό χώρο του μουσείου, που έχει συνολικό όγκο 2.500 κυβικά μέτρα, η πρώτη ενότητα εκθεμάτων αφορά την προεπαναστατική περίοδο, η δεύτερη την Επανάσταση του 1821, η τρίτη τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ το μουσείο κλείνει με αναφορές και υπενθυμίσεις (Κυρά της Ρω, Γερμανικοί Φούρνοι, Αναφορά στην τραγωδία της Κύπρου, Ξεριζωμός των Ελλήνων από την Μικρά Ασία, Αναφορά στο Βυζάντιο και την Αρχαία Ελλάδα κ.ά). Σήμερα, ο Παύλος Βρέλλης ζει κι εργάζεται στα Ιωάννινα
http://epirusgate.blogspot.com
Έργο ζωής ενός και μόνο ανθρώπου, του καλλιτέχνη- εικαστικού Παύλου Βρέλλη, αποτελεί το Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας στο Μπιζάνι Ιωαννίνων, όπου ο επισκέπτης έρχεται σε επαφή με την ιστορία, μέσα από κέρινα ομοιώματα, ξακουστών, αλλά και αφανών ηρώων, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην Ελλάδα, από την προεπαναστατική περίοδο έως και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μουσείο, που φέρει το όνομα του Παύλου Βρέλλη, μετρά ήδη 15 χρόνια ζωής: άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό στις 31 Ιουλίου 1995 κι έκτοτε, το επισκέπτονται, σε ετήσια βάση, περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι, Έλληνες στην πλειοψηφία τους. Ο καλλιτέχνης είχε πρωτοπαρουσιάσει τα κέρινα ομοιώματά του ήδη από το 1975, στο χωριό Μουζακαίοι.Έχοντας αποσυρθεί από τη μέση εκπαίδευση, με το βαθμό του γυμνασιάρχη, αγόρασε μια πετρώδη έκταση γης, 17 στρέμματα, τον Φλεβάρη του 1983, κοντά στο χωριό Μπιζάνι (απέχει 12 χλμ. από τα Γιάννενα και βρίσκεται πολύ κοντά στα ιστορικά πεδία μαχών, που σημάδεψαν τις μάχες των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-'13). Για τα επόμενα 12 χρόνια, δούλεψε πάρα πολύ σκληρά, δεδομένου ότι άρχισε όλο το εγχείρημά του, σε ηλικία 60 χρονών. Ευτύχησε να έχει την αμέριστη βοήθεια πρώην μαθητών και πιστών του φίλων και την υποστήριξη ατόμων, οι οποίοι γνώριζαν τη δουλειά του και πίστευαν στην καλλιτεχνική του φλέβα.
(Αρχι)μάστορας, ενδυματολόγος, συλλέκτης
Δούλεψε ασταμάτητα ως εργάτης, (Αρχι)μάστορας, ενδυματολόγος, συλλέκτης κι αρχιτέκτονας, προκειμένου να δώσει μορφή και ζωή, τόσο στον περιβάλλοντα χώρο όσο και στο εσωτερικό του κτιρίου που "φιλοξενεί" τα κέρινα ομοιώματά του. Κύριος σκοπός του ήταν να μπορέσει να κερδίσει τον επισκέπτη μ' έναν ενδιαφέροντα τρόπο, ώστε να τον κάνει, σταδιακά, να αισθανθεί ο ίδιος υποκείμενο της Ιστορίας και μέσα από τη διαδικασία του "να ανακαλύπτει και να αποκαλύπτει" τα θέματα, να αποκτήσει μια πρωτόφαντη εμπειρία, διευρύνοντας τα όσα γνώριζε σχετικά με πρόσωπα και γεγονότα. Η Ελληνική Ιστορία ήταν η μόνη πηγή απ' την οποία άντλησε τα θέματά του. Με ιδιαίτερη φροντίδα χάραξε δρόμους, διαμόρφωσε πλατείες, έφτιαξε, με τα χέρια του καλντερίμια και βραχόκηπους, μετασχημάτισε το φυσικό περιβάλλον γύρω από το μουσείο και φύτεψε αμέτρητα δέντρα και φυτά. Στο κτιριακό συγκρότημα, που περιλαμβάνει το Μουσείο, τη βιβλιοθήκη, το γραφείο και το χώρο εργασίας του, έδωσε μορφή Αστικής Φρουριακής Αρχιτεκτονικής, που συναντάται μόνο στην ενδοχώρα της Ηπείρου κατά τον 18ο αιώνα.Πάντα, σεβόμενος "τα μορφολογικά και ρυθμολογικά στοιχεία που η ίδια η παράδοση τού έχει υπαγορεύσει".
Με απλά υλικά...
Ο εσωτερικός χώρος του Μουσείου διαμορφώθηκε έπειτα από την κατάτμησή του, σύμφωνα με παράλληλα, συνάλληλα, διάλληλα επίπεδα. Οι κατατμήσεις αυτές οριοθετούν, ταυτόχρονα, τους χώρους-θέματα, που παρουσιάζονται (όχι πάντοτε με αυστηρή χρονολογική σειρά). Οι καλλιτεχνικοί μετασχηματισμοί του εσωτερικού χώρου έγιναν με δική του, προσωπική, εργασία. Αρχικά, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα απλό ντουβάρι με υποτυπώδεις τοίχους και ανοίγματα. Πάντα, με απλά υλικά (όπως, τζίβα, λινάτσα, τσιμέντο, γύψο, νευρομετάλ), άνοιξε ουρανούς, χάρισε πτυχώσεις σε βράχια, απέδωσε υγρούς-μουχλιασμένους τοίχους, οδήγησε τα σοκάκια του στο να παραπέμπουν σε γεγονότα ξεχασμένα από πολλούς… Κάποια από τα αντικείμενα που εκτίθενται, αποτέλεσαν την προσωπική του συλλογή από παλαιοπωλεία και παλιατζίδικα, απ' όλη την Ελλάδα, για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Άλλα, όπως τα καριοφίλια, τα τσαρούχια και κάποια μοναδικά "φρούτα" και "βιβλία" αποτελούν δικές του δημιουργίες. Κάποια εξαιρετικής ομορφιάς και τέχνης ρούχα και φορέματα, όπως και κουστούμια και στολές, αποκτήθηκαν από διάφορα μέρη ή σώθηκαν από βέβαιο αφανισμό, ενώ άλλα μεταποιήθηκαν από τον ίδιο. Μας διαφωτίζουν για την ύπαρξη μιας άλλης όψης του καλλιτέχνη: αυτή ενός μοναδικού συλλέκτη-δημιουργού. Συμπληρωμένα με προσφορές φίλων και γνωστών του, όπως και δωρεές της VIII Μεραρχίας και του Σώματος Υλικού Πολέμου, ολοκληρώνουν το έργο, δίνοντας χαρακτήρα και προσωπικότητα στον εσωτερικό χώρο και τα εκθέματά του. Ο Παύλος Βρέλλης αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία το 1947 και συνέχισε τις σπουδές του, αποφοιτώντας από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, το 1954 (με πρακτικό και θεωρητικό πτυχίο). Η δουλειά του είναι αυτή ενός γλύπτη με κλασική παιδεία, χρησιμοποιώντας μόνο πηλό, κατά το πρώτο στάδιο της κατασκευής της προτομής, την οποία δουλεύει. Όπως συνηθίζει να λέει ο ίδιος: "η Ανατομία είναι η ορθογραφία της δουλειάς μου". Ακολουθεί η κοπιώδης εργασία της χύτευσης ενός γύψινου εκμαγείου, σε δυο μέρη, βασισμένο στο πήλινο πρότυπο. Το μόνο που μένει είναι η χύτευση κεριού στο προαναφερθέν καλούπι. Πρώτιστο κριτήριο για την επιλογή των προσώπων και των γεγονότων που παρουσιάζονται, ήταν η επιρροή που άσκησε κάθε μορφή στην ψυχή του καλλιτέχνη και η πίστη του σ' αυτό που συνοψίζεται μέσω του αξιώματος: "η Ελληνική Ιστορία έχει γραφεί όχι μόνο από επώνυμους, αλλά και από ανώνυμους". Στον εσωτερικό χώρο του μουσείου, που έχει συνολικό όγκο 2.500 κυβικά μέτρα, η πρώτη ενότητα εκθεμάτων αφορά την προεπαναστατική περίοδο, η δεύτερη την Επανάσταση του 1821, η τρίτη τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ το μουσείο κλείνει με αναφορές και υπενθυμίσεις (Κυρά της Ρω, Γερμανικοί Φούρνοι, Αναφορά στην τραγωδία της Κύπρου, Ξεριζωμός των Ελλήνων από την Μικρά Ασία, Αναφορά στο Βυζάντιο και την Αρχαία Ελλάδα κ.ά). Σήμερα, ο Παύλος Βρέλλης ζει κι εργάζεται στα Ιωάννινα
http://epirusgate.blogspot.com
Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010
Θαύματα του προφήτη Ελισαίου
Βασιλειών Δ΄ (4, 1-38)
ΚΑΙ γυνὴ μία ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν προφητῶν ἐβόα πρὸς τὸν ῾Ελισαιὲ λέγουσα· ὁ δοῦλός σου ἀνήρ μου ἀπέθανε, καὶ σὺ ἔγνως ὅτι δοῦλός σου ἦν φοβούμενος τὸν Κύριον· καὶ ὁ δανειστὴς ἦλθε λαβεῖν τοὺς δύο υἱούς μου ἑαυτῷ εἰς δούλους. 2 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· τί ποιήσω σοι; ἀνάγγειλόν μοι τί ἔστι σοι ἐν τῷ οἴκῳ. ἡ δὲ εἶπεν· οὐκ ἔστι τῇ δούλῃ σου οὐδὲν ἐν τῷ οἴκῳ, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ὃ ἀλείψομαι ἔλαιον. 3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· δεῦρο αἴτησαι σεαυτῇ σκεύη ἔξωθεν παρὰ πάντων τῶν γειτόνων σκεύη κενά, μὴ ὀλιγώσῃς. 4 καὶ εἰσελεύσῃ καὶ ἀποκλείσεις τὴν θύραν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ τῶν υἱῶν σου καὶ ἀποχεεῖς εἰς τὰ σκεύη ταῦτα καὶ τὸ πληρωθὲν ἀρεῖς. 5 καὶ ἀπῆλθε παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν καθ᾿ ἑαυτῆς καὶ κατὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς· αὐτοὶ προσήγγιζον πρὸς αὐτήν, καὶ αὐτὴ ἐπέχεεν ἕως ἐπλήσθησαν τὰ σκεύη. 6 καὶ εἶπε πρὸς τοὺς υἱοὺς αὐτῆς· ἐγγίσατε ἔτι πρός με τὸ σκεῦος· καὶ εἶπον αὐτῇ· οὐκ ἔστιν ἔτι σκεῦος· καὶ ἔστη τὸ ἔλαιον. 7 καὶ ἦλθε καὶ ἀπήγγειλε τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· δεῦρο καὶ ἀπόδου τὸ ἔλαιον καὶ ἀποτίσεις τοὺς τόκους σου, καὶ σὺ καὶ οἱ υἱοί σου ζήσεσθε ἐν τῷ ἐπιλοίπῳ ἐλαίῳ. 8 καὶ ἐγένετο ἡμέρα καὶ διέβη ῾Ελισαιὲ εἰς Σωμάν, καὶ ἐκεῖ γυνὴ μεγάλη καὶ ἐκράτησεν αὐτὸν φαγεῖν ἄρτον. καὶ ἐγένετο ἀφ᾿ ἱκανοῦ τοῦ εἰσπορεύεσθαι αὐτὸν ἐξέκλινε τοῦ ἐκεῖ φαγεῖν. 9 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς· ἰδοὺ δὴ ἔγνων ὅτι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἅγιος οὗτος διαπορεύεται ἐφ᾿ ἡμᾶς διὰ παντός. 10 ποιήσωμεν δὴ αὐτῷ ὑπερῷον τόπον μικρὸν καὶ θῶμεν αὐτῷ ἐκεῖ κλίνην καὶ τράπεζαν καὶ δίφρον καὶ λυχνίαν. καὶ ἔσται ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι πρὸς ἡμᾶς καὶ ἐκκλινεῖ ἐκεῖ. 11 καὶ ἐγένετο ἡμέρα καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ καὶ ἐξέκλινεν εἰς τὸ ὑπερῷον καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ. 12 καὶ εἶπε πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· κάλεσόν μοι τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσεν αὐτήν, καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ. 13 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰπὸν δὴ πρὸς αὐτήν· ἰδοὺ ἐξέστησας ἡμῖν πᾶσαν τὴν ἔκστασιν ταύτην· τί δεῖ ποιῆσαί σοι; εἰ ἔστι λόγος σοι πρὸς τὸν βασιλέα ἢ πρὸς τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως; ἡ δὲ εἶπεν· ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ ἐγώ εἰμι οἰκῶ. 14 καὶ εἶπε πρὸς Γιεζί· τί δεῖ ποιῆσαι αὐτῇ; καὶ εἶπε Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· καὶ μάλα υἱὸς οὐκ ἔστιν αὐτῇ, καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς πρεσβύτης. 15 καὶ ἐκάλεσεν αὐτήν, καὶ ἔστη παρὰ τὴν θύραν. 16 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιὲ πρὸς αὐτήν· εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ὡς ἡ ὥρα, ζῶσα σὺ περιειληφυῖα υἱόν. ἡ δὲ εἶπε· μὴ Κύριε, μὴ διαψεύσῃ τὴν δούλην σου. 17 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ γυνὴ καὶ ἔτεκεν υἱὸν εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ὡς ἡ ὥρα, ζῶσα, ὡς ἐλάλησε πρὸς αὐτὴν ῾Ελισαιέ. 18 καὶ ἡδρύνθη τὸ παιδάριον· καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἐξῆλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ πρὸς τοὺς θερίζοντας, 19 καὶ εἶπε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· τὴν κεφαλήν μου, τὴν κεφαλήν μου· καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ· ἆρον αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ. 20 καὶ ᾖρεν αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τῶν γονάτων αὐτῆς ἕως μεσημβρίας καὶ ἀπέθανε. 21 καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν κλίνην τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέκλεισε κατ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε. 22 καὶ ἐκάλεσε τὸν ἄνδρα αὐτῆς καὶ εἶπεν· ἀπόστειλον δή μοι ἓν τῶν παιδαρίων καὶ μίαν τῶν ὄνων, καὶ δραμοῦμαι ἕως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιστρέψω. 23 καὶ εἶπε· τί ὅτι σὺ πορεύῃ πρὸς αὐτὸν σήμερον; οὐ νεομηνία οὐδὲ σάββατον. ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη. 24 καὶ ἐπέσαξε τὴν ὄνον καὶ εἶπε πρὸς τὸ παιδάριον αὐτῆς· ἄγε πορεύου, μὴ ἐπίσχῃς μοι τοῦ ἐπιβῆναι, ὅτι ἐὰν εἴπω σοι· δεῦρο καὶ πορεύσῃ καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ εἰς ὄρος τὸ Καρμήλιον. 25 καὶ ἐπορεύθη καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ὄρος. καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν ῾Ελισαιὲ ἐρχομένην αὐτήν, καὶ εἶπε πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· ἰδοὺ δὴ ἡ Σωμανῖτις ἐκείνη· 26 νῦν δράμε εἰς ἀπαντὴν αὐτῆς καὶ ἐρεῖς· εἰ εἰρήνη σοι; εἰ εἰρήνη τῷ ἀνδρί σου; εἰ εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ; ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη. 27 καὶ ἦλθε πρὸς ῾Ελισαιὲ εἰς τὸ ὄρος καὶ ἐπελάβετο τῶν ποδῶν αὐτοῦ. καὶ ἤγγισε Γιεζὶ ἀπώσασθαι αὐτήν, καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· ἄφες αὐτήν, ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτῆς κατώδυνος αὐτῇ, καὶ Κύριος ἀπέκρυψεν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ οὐκ ἀνήγγειλέ μοι. 28 ἡ δὲ εἶπε· μὴ ᾐτησάμην υἱὸν παρὰ τοῦ Κυρίου μου; ὅτι οὐκ εἶπα· οὐ πλανήσεις μετ᾿ ἐμοῦ; 29 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιὲ τῷ Γιεζί· ζῶσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ λαβὲ τὴν βακτηρίαν μου ἐν τῇ χειρί σου καὶ δεῦρο· ὅτι ἐὰν εὕρῃς ἄνδρα, οὐκ εὐλογήσεις αὐτόν, καὶ ἐὰν εὐλογήσῃ σε ἀνήρ, οὐκ ἀποκριθήσῃ αὐτῷ· καὶ ἐπιθήσεις τὴν βακτηρίαν μου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ παιδαρίου. 30 καὶ εἶπεν ἡ μήτηρ τοῦ παιδαρίου· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἀνέστη ῾Ελισαιὲ καὶ ἐπορεύθη ὀπίσω αὐτῆς. 31 καὶ Γιεζὶ διῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῆς καὶ ἐπέθηκε τὴν βακτηρίαν ἐπὶ πρόσωπον τοῦ παιδαρίου, καὶ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις· καὶ ἐπέστρεψεν εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ λέγων· οὐκ ἠγέρθη τὸ παιδάριον. 32 καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἰδοὺ τὸ παιδάριον τεθνηκὸς κεκοιμισμένον ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ. 33 καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον· 34 καὶ ἀνέβη καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὸ παιδάριον καὶ ἔθηκε τὸ στόμα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ διέκαμψεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ διεθερμάνθη ἡ σάρξ τοῦ παιδαρίου. 35 καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἀνέβη καὶ συνέκαμψεν ἐπὶ τὸ παιδάριον ἕως ἑπτάκις, καὶ ἤνοιξε τὸ παιδάριον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ. 36 καὶ ἐξεβόησε ῾Ελισαιὲ πρὸς Γιεζὶ καὶ εἶπε· κάλεσον τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσε, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν. καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· λάβε τὸν υἱόν σου. 37 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔλαβε τὸν υἱὸν αὐτῆς καὶ ἐξῆλθε.
Απόδοση
Και μια γυναίκα που η οικογένειά της άνηκε στην τάξη των προφητών φώναξε προς τον Ελισαίο. ο δούλος σου, ο άντρας μου, πέθανε και γνωρίζεις ότι ήταν θεοφοβούμενος άνθρωπος. ο δανειστής του ήρθε να πάρει τους δύο γιούς μου για δούλος του. και είπε ο Ελισαίος. τι να κάνω; πες μου τι έχεις στο σπίτι σου. και είπε. δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο σπίτι μου παρά λίγο λάδι. Και της είπε. πήγαινε και ζήτησε πολλά άδεια σκεύη απο τους γείτονες σου. και μπές στο σπιτι σου, κλείσε τον πόρτα εσύ και τα παιδία σου, ρίξε το λάδι που έχεις μέσα στα άδεια σκεύη και αυτά που θα γεμίζουν να τα βάζεις στην άκρη. Αυτό και έκανε, τα παιδιά της έφερναν τα δοχεία ενώ αυτή έριχνε μέσα λάδι. Και όταν τους ζήτησε δοχείο και αυτοί της είπαν ότι δεν έχουμε άλλο δοχείο, τότε σταμάτησε και το λάδι. πήγε και το είπε στον άνθρωπο του Θεού και της είπε ο Ελισαίορς. Πήγαινε πούλησε το λάδι που μάζεψες και δόσε το για τους τόκους σου και εσύ και τα παιδιά σου ζήστε με το υπόλοιπο που θα μείνει.
Κάποια μέρα περνούσε ο Ελισαίος απο την Σωμάν και εκεί ζούσε μια γυναίκα μεγάλη και τον κράτηε για φαγητό. και καθε φορά που περνούσε απο εκεί, πήγαινε και έτρωγε σε αυτό το σπίτι. και είπε η γυναίκα στον άνδρα της. Γνωρίζω ότι αυτός ο άνδρας που περνάει πάντα απο το σπίτι μας είναι άγιος άνθρωπος του Θεού. ας του κάνουμε ένα μικρό δωμάτιο στο πάνω μερος του σπιτιού για να κάθεται και ας του βάλουμε εκεί ενα κρεβάτι, τραπέζι, κάθσμα και μια λυχνία για να κάθεται καθε φορά που έρχεται.
Μια μέρα ήρθε ο Ελισαιος και ανέβηκε στο δωμάτιο του και κοιμήθηκε εκεί. και είπε στο βοηθό του τον Γιεζί. Φώναξε μου αυτή την Σωμανίτισσα. Την φώναξε σταθηκε μπροστά του και είπε. Πες στη γυναίκα. Εσύ μας έκανες αυτό το δωμάτιογια να μένουμε, εμείς τι θέλεις να σου κάνουμε; να μιλήσουμε στον βασιλιά ή στον άρχοντα του στρατού; ζω ανάμεσα στο λαό και τα έχω όλα. Τότε είπε στο Γιεζί. τι να κάνουμε γι' αυτή; ο Γιαζί ειπε οτι η γυναίκα αυτή δεν έχει καθόλου παιδιά και ο άνδρας της είναι μεγάλος σε ηλικία. Την φώναξαν και αυτή στάθηκε στην πόρτα. Της είπε ο Ελισαίος. Του χρόνου τέτοια ώρα θα έχεις γιο. αυτή είπε. Μη Κύριε, μη λες ψέματα στην δούλη σου. Και γέννησε γιο η γυναίκα στον ίδιο καιρό που της είπε ο Ελισαίος. Και το παιδί έγινε άνδρας. Κάποια μέρα βγήκε με τον πατέρα του για θερισμό. Και είπε στον πατέρα του. Το κεφάλι μου, το κεφάλι μου. Ο πατέρας του είπε στον βοηθό να τον πάει στη μητέρα του. όταν φτάσανε , κοιμήθηκε στα γόνατα της μητέρας του ως το μεσημέρα και μετά πέθανε. Τότε εκείνη τον ανέβασε στο δωμάτιο του ανθρώπου του Θεού τον έβαλε στο κρεβάτι του , έκεισε την πόρτα και βγήκε. Μετά φωναξε τον άνδρα της και είπε. Στείλε με με τον υπηρέτη, ,με ένα γαιδούρι για να τρέξω ως τον άνθρωπο του Θεου και να επιστρέψω πάλι. Αυτός της είπε. Γιατί θέλεις να πας σε αυτόν σήμερα; δεν είναι νουμηνία ούτε σάββατο. Να έχεις ειρήνη του απάντησε. Ετοίμασε το γάιδαρο και είπε στον υπηρέτη, μη με σταματήσεις έως ότου σου πω εγώ. Θα ταξιδέψουμε στον άνθρωπο του Θεού στο όρος Καρμήλιο. Και ταξίδεψε και έφτασε τον άνθωπο του Θεού.Μόλις την είδε ο Ελισαίος είπε στον Γιεζί. Κοίταξε η Σωμανίτισσα εκείνη. Τρέξε γρήγορα προς αυτή και ρώτησε την πως έρχεται, αν είναι καλά αυτή , ο άνδρας της και το παιδί. Αυτή απάντησε έρχομαι ήρεμη. Όταν έφτασε τον Ελισαίο έπεσε στα πόδια του ενώ οταν ο Γιεζί προσπάθησε να την απομακρύνει αυτός του είπε. αφησέ την , γιατί είναι γεμάτη οδύνη και ο Θεός δεν μου το αποκάλυψε. Αυτή του είπε. Ζήτησα μήπως εγώ γιό απο τον Κύριο; δε σου είχα πεί μη με πλανήσεις; και είπε ο Ελισαίος στο Γιεζί. Ζώσου με το ζωνάρι σου και πάρε το ραβδί σου στα χέρια σου και πάμε. και αν βρείς άνδρα μη τον ευλογήσεις και αν σε ευλογήσει άνδρας μη του αποκριθείς. Θα τοποθετήσεις το ραβδί σου στο πρόσωπο του παιδιού. και είπε η μητέρα του παιδιού. Ζεί ο Κύριος και ζεί η ψυχή σου και δεν θα σε εγκαταλείψω. και σηκώθηκε ο Ελισαίος και πορεύθηκε πίσω της. και o Γιεζί προχώρησε μπροστά απο αυτήν και έβαλε το ραβδί του στο πρόσωπο του παιδού και δεν έγινε τίποτα. γύρισε πίσω και είπε ότι δεν σηκώθηκε το παιδί. Μπήκε τοτε ο Ελισαίος στο σπίτι και το παιδί ήταν ακόμα πεθαμένο στο κρεβάτι του. όταν μπήκε στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα στου άλλους και προσευχήθηκε στο Κύριο . και ανέβηκε και κοιμήθηκε πάνω στο παιδί και έβαλε τι στόμα του στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του στα μάτια του και τα χέρια του στα χέρια του και ζεστάθηκε το σώμα του παιδιού. και σηκώθηκε και γύριζε μέσα στο σπίτι εδώ κι εκεί και ανέβηκε και έσκυψε στο παιδί ξανά ως επτά φορές και άνοιξε το παιδί τα μάτια του. Και φώναξε Ελισαίος τον Γεζί και είπε. Καλέσε την Σωμανίτισσα . Ήλθε η γύναίκα και της είπε ο Ελισαίος . Λάβε τον γιό σου. και ήλθε η γυναίκα και έπεσε στα πόδια του και τον προσλυνησε και έλαβε τον γιό της και βγήκε.
ΚΑΙ γυνὴ μία ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν προφητῶν ἐβόα πρὸς τὸν ῾Ελισαιὲ λέγουσα· ὁ δοῦλός σου ἀνήρ μου ἀπέθανε, καὶ σὺ ἔγνως ὅτι δοῦλός σου ἦν φοβούμενος τὸν Κύριον· καὶ ὁ δανειστὴς ἦλθε λαβεῖν τοὺς δύο υἱούς μου ἑαυτῷ εἰς δούλους. 2 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· τί ποιήσω σοι; ἀνάγγειλόν μοι τί ἔστι σοι ἐν τῷ οἴκῳ. ἡ δὲ εἶπεν· οὐκ ἔστι τῇ δούλῃ σου οὐδὲν ἐν τῷ οἴκῳ, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ὃ ἀλείψομαι ἔλαιον. 3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· δεῦρο αἴτησαι σεαυτῇ σκεύη ἔξωθεν παρὰ πάντων τῶν γειτόνων σκεύη κενά, μὴ ὀλιγώσῃς. 4 καὶ εἰσελεύσῃ καὶ ἀποκλείσεις τὴν θύραν κατὰ σοῦ καὶ κατὰ τῶν υἱῶν σου καὶ ἀποχεεῖς εἰς τὰ σκεύη ταῦτα καὶ τὸ πληρωθὲν ἀρεῖς. 5 καὶ ἀπῆλθε παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν καθ᾿ ἑαυτῆς καὶ κατὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς· αὐτοὶ προσήγγιζον πρὸς αὐτήν, καὶ αὐτὴ ἐπέχεεν ἕως ἐπλήσθησαν τὰ σκεύη. 6 καὶ εἶπε πρὸς τοὺς υἱοὺς αὐτῆς· ἐγγίσατε ἔτι πρός με τὸ σκεῦος· καὶ εἶπον αὐτῇ· οὐκ ἔστιν ἔτι σκεῦος· καὶ ἔστη τὸ ἔλαιον. 7 καὶ ἦλθε καὶ ἀπήγγειλε τῷ ἀνθρώπῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· δεῦρο καὶ ἀπόδου τὸ ἔλαιον καὶ ἀποτίσεις τοὺς τόκους σου, καὶ σὺ καὶ οἱ υἱοί σου ζήσεσθε ἐν τῷ ἐπιλοίπῳ ἐλαίῳ. 8 καὶ ἐγένετο ἡμέρα καὶ διέβη ῾Ελισαιὲ εἰς Σωμάν, καὶ ἐκεῖ γυνὴ μεγάλη καὶ ἐκράτησεν αὐτὸν φαγεῖν ἄρτον. καὶ ἐγένετο ἀφ᾿ ἱκανοῦ τοῦ εἰσπορεύεσθαι αὐτὸν ἐξέκλινε τοῦ ἐκεῖ φαγεῖν. 9 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς· ἰδοὺ δὴ ἔγνων ὅτι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἅγιος οὗτος διαπορεύεται ἐφ᾿ ἡμᾶς διὰ παντός. 10 ποιήσωμεν δὴ αὐτῷ ὑπερῷον τόπον μικρὸν καὶ θῶμεν αὐτῷ ἐκεῖ κλίνην καὶ τράπεζαν καὶ δίφρον καὶ λυχνίαν. καὶ ἔσται ἐν τῷ εἰσπορεύεσθαι πρὸς ἡμᾶς καὶ ἐκκλινεῖ ἐκεῖ. 11 καὶ ἐγένετο ἡμέρα καὶ εἰσῆλθεν ἐκεῖ καὶ ἐξέκλινεν εἰς τὸ ὑπερῷον καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ. 12 καὶ εἶπε πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· κάλεσόν μοι τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσεν αὐτήν, καὶ ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ. 13 καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰπὸν δὴ πρὸς αὐτήν· ἰδοὺ ἐξέστησας ἡμῖν πᾶσαν τὴν ἔκστασιν ταύτην· τί δεῖ ποιῆσαί σοι; εἰ ἔστι λόγος σοι πρὸς τὸν βασιλέα ἢ πρὸς τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως; ἡ δὲ εἶπεν· ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ ἐγώ εἰμι οἰκῶ. 14 καὶ εἶπε πρὸς Γιεζί· τί δεῖ ποιῆσαι αὐτῇ; καὶ εἶπε Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· καὶ μάλα υἱὸς οὐκ ἔστιν αὐτῇ, καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς πρεσβύτης. 15 καὶ ἐκάλεσεν αὐτήν, καὶ ἔστη παρὰ τὴν θύραν. 16 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιὲ πρὸς αὐτήν· εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ὡς ἡ ὥρα, ζῶσα σὺ περιειληφυῖα υἱόν. ἡ δὲ εἶπε· μὴ Κύριε, μὴ διαψεύσῃ τὴν δούλην σου. 17 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ γυνὴ καὶ ἔτεκεν υἱὸν εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ὡς ἡ ὥρα, ζῶσα, ὡς ἐλάλησε πρὸς αὐτὴν ῾Ελισαιέ. 18 καὶ ἡδρύνθη τὸ παιδάριον· καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἐξῆλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ πρὸς τοὺς θερίζοντας, 19 καὶ εἶπε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· τὴν κεφαλήν μου, τὴν κεφαλήν μου· καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ· ἆρον αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ. 20 καὶ ᾖρεν αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τῶν γονάτων αὐτῆς ἕως μεσημβρίας καὶ ἀπέθανε. 21 καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν κλίνην τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέκλεισε κατ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε. 22 καὶ ἐκάλεσε τὸν ἄνδρα αὐτῆς καὶ εἶπεν· ἀπόστειλον δή μοι ἓν τῶν παιδαρίων καὶ μίαν τῶν ὄνων, καὶ δραμοῦμαι ἕως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιστρέψω. 23 καὶ εἶπε· τί ὅτι σὺ πορεύῃ πρὸς αὐτὸν σήμερον; οὐ νεομηνία οὐδὲ σάββατον. ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη. 24 καὶ ἐπέσαξε τὴν ὄνον καὶ εἶπε πρὸς τὸ παιδάριον αὐτῆς· ἄγε πορεύου, μὴ ἐπίσχῃς μοι τοῦ ἐπιβῆναι, ὅτι ἐὰν εἴπω σοι· δεῦρο καὶ πορεύσῃ καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ εἰς ὄρος τὸ Καρμήλιον. 25 καὶ ἐπορεύθη καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ὄρος. καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν ῾Ελισαιὲ ἐρχομένην αὐτήν, καὶ εἶπε πρὸς Γιεζὶ τὸ παιδάριον αὐτοῦ· ἰδοὺ δὴ ἡ Σωμανῖτις ἐκείνη· 26 νῦν δράμε εἰς ἀπαντὴν αὐτῆς καὶ ἐρεῖς· εἰ εἰρήνη σοι; εἰ εἰρήνη τῷ ἀνδρί σου; εἰ εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ; ἡ δὲ εἶπεν· εἰρήνη. 27 καὶ ἦλθε πρὸς ῾Ελισαιὲ εἰς τὸ ὄρος καὶ ἐπελάβετο τῶν ποδῶν αὐτοῦ. καὶ ἤγγισε Γιεζὶ ἀπώσασθαι αὐτήν, καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· ἄφες αὐτήν, ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτῆς κατώδυνος αὐτῇ, καὶ Κύριος ἀπέκρυψεν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ οὐκ ἀνήγγειλέ μοι. 28 ἡ δὲ εἶπε· μὴ ᾐτησάμην υἱὸν παρὰ τοῦ Κυρίου μου; ὅτι οὐκ εἶπα· οὐ πλανήσεις μετ᾿ ἐμοῦ; 29 καὶ εἶπεν ῾Ελισαιὲ τῷ Γιεζί· ζῶσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ λαβὲ τὴν βακτηρίαν μου ἐν τῇ χειρί σου καὶ δεῦρο· ὅτι ἐὰν εὕρῃς ἄνδρα, οὐκ εὐλογήσεις αὐτόν, καὶ ἐὰν εὐλογήσῃ σε ἀνήρ, οὐκ ἀποκριθήσῃ αὐτῷ· καὶ ἐπιθήσεις τὴν βακτηρίαν μου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ παιδαρίου. 30 καὶ εἶπεν ἡ μήτηρ τοῦ παιδαρίου· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ἐγκαταλείψω σε· καὶ ἀνέστη ῾Ελισαιὲ καὶ ἐπορεύθη ὀπίσω αὐτῆς. 31 καὶ Γιεζὶ διῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῆς καὶ ἐπέθηκε τὴν βακτηρίαν ἐπὶ πρόσωπον τοῦ παιδαρίου, καὶ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις· καὶ ἐπέστρεψεν εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ λέγων· οὐκ ἠγέρθη τὸ παιδάριον. 32 καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἰδοὺ τὸ παιδάριον τεθνηκὸς κεκοιμισμένον ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ. 33 καὶ εἰσῆλθεν ῾Ελισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον· 34 καὶ ἀνέβη καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὸ παιδάριον καὶ ἔθηκε τὸ στόμα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ διέκαμψεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ διεθερμάνθη ἡ σάρξ τοῦ παιδαρίου. 35 καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἀνέβη καὶ συνέκαμψεν ἐπὶ τὸ παιδάριον ἕως ἑπτάκις, καὶ ἤνοιξε τὸ παιδάριον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ. 36 καὶ ἐξεβόησε ῾Ελισαιὲ πρὸς Γιεζὶ καὶ εἶπε· κάλεσον τὴν Σωμανῖτιν ταύτην· καὶ ἐκάλεσε, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν. καὶ εἶπεν ῾Ελισαιέ· λάβε τὸν υἱόν σου. 37 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔλαβε τὸν υἱὸν αὐτῆς καὶ ἐξῆλθε.
Απόδοση
Και μια γυναίκα που η οικογένειά της άνηκε στην τάξη των προφητών φώναξε προς τον Ελισαίο. ο δούλος σου, ο άντρας μου, πέθανε και γνωρίζεις ότι ήταν θεοφοβούμενος άνθρωπος. ο δανειστής του ήρθε να πάρει τους δύο γιούς μου για δούλος του. και είπε ο Ελισαίος. τι να κάνω; πες μου τι έχεις στο σπίτι σου. και είπε. δεν υπάρχει τίποτε άλλο στο σπίτι μου παρά λίγο λάδι. Και της είπε. πήγαινε και ζήτησε πολλά άδεια σκεύη απο τους γείτονες σου. και μπές στο σπιτι σου, κλείσε τον πόρτα εσύ και τα παιδία σου, ρίξε το λάδι που έχεις μέσα στα άδεια σκεύη και αυτά που θα γεμίζουν να τα βάζεις στην άκρη. Αυτό και έκανε, τα παιδιά της έφερναν τα δοχεία ενώ αυτή έριχνε μέσα λάδι. Και όταν τους ζήτησε δοχείο και αυτοί της είπαν ότι δεν έχουμε άλλο δοχείο, τότε σταμάτησε και το λάδι. πήγε και το είπε στον άνθρωπο του Θεού και της είπε ο Ελισαίορς. Πήγαινε πούλησε το λάδι που μάζεψες και δόσε το για τους τόκους σου και εσύ και τα παιδιά σου ζήστε με το υπόλοιπο που θα μείνει.
Κάποια μέρα περνούσε ο Ελισαίος απο την Σωμάν και εκεί ζούσε μια γυναίκα μεγάλη και τον κράτηε για φαγητό. και καθε φορά που περνούσε απο εκεί, πήγαινε και έτρωγε σε αυτό το σπίτι. και είπε η γυναίκα στον άνδρα της. Γνωρίζω ότι αυτός ο άνδρας που περνάει πάντα απο το σπίτι μας είναι άγιος άνθρωπος του Θεού. ας του κάνουμε ένα μικρό δωμάτιο στο πάνω μερος του σπιτιού για να κάθεται και ας του βάλουμε εκεί ενα κρεβάτι, τραπέζι, κάθσμα και μια λυχνία για να κάθεται καθε φορά που έρχεται.
Μια μέρα ήρθε ο Ελισαιος και ανέβηκε στο δωμάτιο του και κοιμήθηκε εκεί. και είπε στο βοηθό του τον Γιεζί. Φώναξε μου αυτή την Σωμανίτισσα. Την φώναξε σταθηκε μπροστά του και είπε. Πες στη γυναίκα. Εσύ μας έκανες αυτό το δωμάτιογια να μένουμε, εμείς τι θέλεις να σου κάνουμε; να μιλήσουμε στον βασιλιά ή στον άρχοντα του στρατού; ζω ανάμεσα στο λαό και τα έχω όλα. Τότε είπε στο Γιεζί. τι να κάνουμε γι' αυτή; ο Γιαζί ειπε οτι η γυναίκα αυτή δεν έχει καθόλου παιδιά και ο άνδρας της είναι μεγάλος σε ηλικία. Την φώναξαν και αυτή στάθηκε στην πόρτα. Της είπε ο Ελισαίος. Του χρόνου τέτοια ώρα θα έχεις γιο. αυτή είπε. Μη Κύριε, μη λες ψέματα στην δούλη σου. Και γέννησε γιο η γυναίκα στον ίδιο καιρό που της είπε ο Ελισαίος. Και το παιδί έγινε άνδρας. Κάποια μέρα βγήκε με τον πατέρα του για θερισμό. Και είπε στον πατέρα του. Το κεφάλι μου, το κεφάλι μου. Ο πατέρας του είπε στον βοηθό να τον πάει στη μητέρα του. όταν φτάσανε , κοιμήθηκε στα γόνατα της μητέρας του ως το μεσημέρα και μετά πέθανε. Τότε εκείνη τον ανέβασε στο δωμάτιο του ανθρώπου του Θεού τον έβαλε στο κρεβάτι του , έκεισε την πόρτα και βγήκε. Μετά φωναξε τον άνδρα της και είπε. Στείλε με με τον υπηρέτη, ,με ένα γαιδούρι για να τρέξω ως τον άνθρωπο του Θεου και να επιστρέψω πάλι. Αυτός της είπε. Γιατί θέλεις να πας σε αυτόν σήμερα; δεν είναι νουμηνία ούτε σάββατο. Να έχεις ειρήνη του απάντησε. Ετοίμασε το γάιδαρο και είπε στον υπηρέτη, μη με σταματήσεις έως ότου σου πω εγώ. Θα ταξιδέψουμε στον άνθρωπο του Θεού στο όρος Καρμήλιο. Και ταξίδεψε και έφτασε τον άνθωπο του Θεού.Μόλις την είδε ο Ελισαίος είπε στον Γιεζί. Κοίταξε η Σωμανίτισσα εκείνη. Τρέξε γρήγορα προς αυτή και ρώτησε την πως έρχεται, αν είναι καλά αυτή , ο άνδρας της και το παιδί. Αυτή απάντησε έρχομαι ήρεμη. Όταν έφτασε τον Ελισαίο έπεσε στα πόδια του ενώ οταν ο Γιεζί προσπάθησε να την απομακρύνει αυτός του είπε. αφησέ την , γιατί είναι γεμάτη οδύνη και ο Θεός δεν μου το αποκάλυψε. Αυτή του είπε. Ζήτησα μήπως εγώ γιό απο τον Κύριο; δε σου είχα πεί μη με πλανήσεις; και είπε ο Ελισαίος στο Γιεζί. Ζώσου με το ζωνάρι σου και πάρε το ραβδί σου στα χέρια σου και πάμε. και αν βρείς άνδρα μη τον ευλογήσεις και αν σε ευλογήσει άνδρας μη του αποκριθείς. Θα τοποθετήσεις το ραβδί σου στο πρόσωπο του παιδιού. και είπε η μητέρα του παιδιού. Ζεί ο Κύριος και ζεί η ψυχή σου και δεν θα σε εγκαταλείψω. και σηκώθηκε ο Ελισαίος και πορεύθηκε πίσω της. και o Γιεζί προχώρησε μπροστά απο αυτήν και έβαλε το ραβδί του στο πρόσωπο του παιδού και δεν έγινε τίποτα. γύρισε πίσω και είπε ότι δεν σηκώθηκε το παιδί. Μπήκε τοτε ο Ελισαίος στο σπίτι και το παιδί ήταν ακόμα πεθαμένο στο κρεβάτι του. όταν μπήκε στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα στου άλλους και προσευχήθηκε στο Κύριο . και ανέβηκε και κοιμήθηκε πάνω στο παιδί και έβαλε τι στόμα του στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του στα μάτια του και τα χέρια του στα χέρια του και ζεστάθηκε το σώμα του παιδιού. και σηκώθηκε και γύριζε μέσα στο σπίτι εδώ κι εκεί και ανέβηκε και έσκυψε στο παιδί ξανά ως επτά φορές και άνοιξε το παιδί τα μάτια του. Και φώναξε Ελισαίος τον Γεζί και είπε. Καλέσε την Σωμανίτισσα . Ήλθε η γύναίκα και της είπε ο Ελισαίος . Λάβε τον γιό σου. και ήλθε η γυναίκα και έπεσε στα πόδια του και τον προσλυνησε και έλαβε τον γιό της και βγήκε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)