Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Άγιος Αθανάσιος και ο Άρειος

Ο Άρειος πλησίον του αλαζόνα φιλοσόφου ξεκίνησε τη συζήτηση πάντα με το ίδιο τροπάρι.

-Ην ποτέ, ότε ούκ ήν ο Ιησούς και κτίσμα και ποίημα εξ ούκ όντων και εξ ετέρας ουσίας και υποστάσεως εστί (υπήρχε εποχή που δεν υπήρχε ο Ιησούς και κτίσμα και ποίημα του Θεού είναι, από την ανυπαρξία προερχόμενος και από άλλη ουσία και υπόσταση).

Και επεξηγεί.
- Ο Θεός δεν ήταν πάντα Πατέρας ούτε ο Χριστός ήταν πάντα Υιός, γιατί ο Υιός δεν υπήρχε πριν γεννηθεί, αλλά έγινε από το μηδέν. Από τότε που ο Θεός έκτισε τον Υιόν , ονομάστηκε Πατέρας και ο Υιός είναι κτίσμα και ποίημα και επομένως ξένος και ανόμοιος προς την ουσία του Πατρός και βεβαίως δεν είναι Θεός.

Ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, όπως και όλοι εμείς οι άνθρωποι είμαστε παιδιά του Θεού. Κτίσματα είμαστε κι όμως παιδία του Θεού. Κτίσμα ο Χριστός και Υιός του Θεού.

- ‘‘ Ούκ ήν ποτέ, ότε ούκ ή ο Υιός , αντείπε ο Αθανάσιος, αλλ’ εν αρχή ην ο Λόγος και ο λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο λόγος’’ ( δεν υπήρχε εποχή που δεν υπήρχε ο Υιός. Από την αρχή υπήρχε ο Λόγος και ο Λόγος ήταν μαζί με τον Θεό και είναι Θεός ο Λόγος).

Ο Αθανάσιος δεν ήθελε να απευθύνεται στον Άρειο.

Προτιμούσε να αποκρίνεται στο φιλόσοφο, για να μην ακούει ούτε τη φωνή του βλασφήμου.

-Που στηρίζεται , ω φιλόσοφε, η βλάσφημη άποψη ότι ο Υιός είναι κτίσμα και όχι Θεός εκ Θεού αληθινού; Γιατί τότε ονομάζει ο Πατέρας τον Υιό μονογενή , αφού όλοι εμείς μπορούμε να είμαστε παιδιά του Θεού , όπως δέχεστε;

- Ο Ιησούς υπερέχει απ’ όλους εμάς σ’ αυτόν , είπε ο φιλόσοφος, ότι μόνος αυτός έγινε από το Θεό μόνο, ενώ όλα τα άλλα δημιουργήματα και εμείς οι άνθρωποι δημιουργηθήκαμε από το Θεό ε συνεργασία με τον Υιό , γιατί τάχα κουράστηκε ο Θεός μόνος του να δημιουργεί.

-είναι ασεβέστατος ο συλλογισμός, ότι ο Θεός κουράστηκε δημιουργώντας, γατί λέγει ο Ησαΐας ότι ο Θεός είναι αιώνιος, δεν πεινάει ,ούτε κουράζεται . Ούτε πάλι μπορούμε να χωρίσουμε την κτίση και να πούμε αυτό είναι του Πατρός και αυτό είναι του Υιού, διότι λέγει η Γραφή το χέρι του Θεού εποίησε τα πάντα. Ένας είναι ο Θεός , εξ ου τα πάντα και ένας είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, δι’ ου τα πάντα. Επομένως τα πάντα δημιούργησε ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.

-Υπήρχε κάποια εποχή που δεν υπήρχε ο Υιός.

-Πάντα ο Θεός ήταν Πατήρ και πάντα ο Λόγος ήταν Υιός.

Ποιος μπορεί να χωρίσει την ακτινοβολία του ηλίου από τον ήλιο, ή ποιος μπορεί να ονομάσει την πηγή χωρίς να υπάρχει αναβλήζον ύδωρ, γιατί ευθύς με την ύπαρξη του ηλίου υπάρχει και η ακτινοβολία του και με την ανάβλυση του ύδατος ονομάζεται πηγή.

Έτσι προ αιώνων ευθύς με την ύπαρξη του Πατρός υπήρχε ο Υιός.

-Και πως εξηγείτε το χωρίο των Παροιμιών , ΄λεγει ο φιλόσοφος.

‘‘Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού’’;

-Σαν σμήνος βλαβερών κουνουπιών βομβείτε όλοι οι αιρετικοί τριγύρω από το εδάφιο αυτό και είναι τόσο απλή η εξήγησή

Ορθά είπε ο Χριστός ότι ‘‘εκτίσθη’’, αλλά εννοούσε με βεβαιότητα εκείνη τη στιγμή που έγινε επί της γης άνθρωπος. Πάντοτε υπάρχων ο Κύριος γίνεται κατά τους εσχάτους χρόνους άνθρωπος και όντας Υιός του Θεού γίνεται και Υιός του ανθρώπου. Σαν Υιός του Θεού υπάρχει αιωνίως σαν Υιός του ανθρώπου ενηνθρώπησε μέσα στο χρόνο και είπε το έκτισέ με.

-Και εμείς παραδεχόμαστε ότι ο Χριστός είναι όμοιος με το Θεό, είναι ‘‘αεί’’, είναι ‘‘δύναμις’’, είναι ‘‘είκών ‘’, είναι ‘‘η δόξα του Θεού’’. Παρόμοια όμως και όλοι οι χριστιανοί μπορούν να έχουν τα ίδια τα γνωρίσματα σύμφωνα με τα αγιοργαφικά ρητά,
‘‘ο άνθρωπος είναι εικόνα και δόξα Θεού΄΄,
‘‘διότι πάντοτε ημείς οι ζώντες εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν’’.
‘‘ουδέν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού’’.

Από τα χωρία αυτά συνεπάγεται ότι και εμείς οι άνθρωποι, τα δημιουργήματα του Θεού, έχομε τα ίδια γνωρίσματα με το Χριστό.

-Στις καρδιές των ασεβών υπάρχει δόλος, που μηχανεύεται κακά. Αφού θέλετε να προχωρήσομε και στην εξέταση αυτών των χωρίων.

Πράγματι εμείς οι άνθρωποι φθάνομε στην ομοίωση με το Θεό, μπορούμε να γίνομε εικόνες του και να αποκτήσουμε τη δύναμη του και τη δόξα του και να γίνομε υιοί του Θεού κατά χάρη μιμούμενοι το Χριστό. Όλα αυτά όμως τα αποκτούμε τηρώντας τις εντολές του Θεό με πολύ κόπο και αποκτώντας με βία την αρετή και την αγιότητα.

Ο Χριστός όμως είναι Υιός του Θεού ομοούσιος με τον Πατέρα. Έχει την ίδια ουσία με τον Πατέρα χωρίς καμμία προσπάθεια. Είναι το φως, , η δόξα , η αγιότης, ο Θεός.

Επομένως σε τούτο διαφέρομε εμείς τα κτίσματα από τον Υιό του Θεού. Ότι εμείς σαν κτίσματα και μάλιστα εν αποστασία πρέπει να καταβάλομε πολύ κόπο, για να ομοιάσουμε τον Κτίστη και Δημιουργό, αντίθετα ο Υιός του Θεού , ως Κτίστης και Δημιουργός και Θεός κατά συνέπεια δεν χρειάζεται να ομοιάσει το Θεό , αλλά είναι Θεός.
Εμείς δηλαδή με πολλή προσπάθεια μπορούμε να γίνομε εικόνες του Θεού, ενώ ο Χριστός είναι ο ίδιος η εικών του θεού και ‘‘ομοούσιος τω Πατρί’’. Αυτή η αλήθεια αναιρεί όλες τις φλυαρίες σας ότι είναι ο Χριστός κτίσμα , ποίημα, γεννητός, τερπτός και δεν υπήρχε πριν γεννηθεί.
-Και ποια είναι η ουσία του Θεού;
-Δεν μπορούμε να καταλάβουμε άνθρωποι ότνας γήϊνοι , τι ακριβώς είναι η ουσία του Θεό (μη η δυνατόν καταλάβειν ό,τι ποτέ εστίν η του Θεού ουσία).

Πιστεύομεν όμως ότι υπάρχει Θεός, ‘‘εγώ ειμί ο υπάρχων , εγώ ειμί Κύριος ο Θεός’’. Διαβάζοντας αυτά καταλαβαίνομε ότι αναφέρονται στη νακατάληπτη ουσία του Θεού. Απ’ αυτή την ακατάληπτη ουσία του Πατρός είναι και ο Υιός και Λόγος του Θεό , γι’ αυτό λέμε φως εκ φωτός Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού.

Αυτή η άποψη του ομοουσίου Υιού , του πάντοτε υπάρχοντος μετά του Πατρός και μη έχοντος αρχήν, είναι η άποψη των γραφών και των αγίων Πατέρων , που πέρασε και θα περάσει από γενεά σε γενεά.

Που βασίζεστε εσείς τις βλασφημίες σας εκτός από το διάβολο; Γιατί μόνος αυτός είναι ο πατήρ της αποστασίας σας και αυτός έσπειρε από την αρχή μέσα σας την ασέβεια, ώστε να υβρίζετε το Χριστό σαν κτίσμα και ποίημα και να γκρεμίζετε όλο το λυτρωτικό του έργο.
Διότι αν ο Χριστός δεν είναι Θεός δεν μπορεί να θεώσει τον άνθρωπο. Και το οικοδόμημα της Εκκλησίας δεν έχει κανένα στήριγμα. Έπειτα περιφονείτε όλους αυτούς τους μάρτυρες, που κατακρεουργήθηκαν από τους διώκτες για την αγάπη του Χριστού.

Ο Μέγας Εξόριστος
(Αφηγηματική βιογραφία του Μεγάλου Αθανασίου)
Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας
Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου
Ημαθία 2004

Ο Άγιος Βασίλειος και ο ύπαρχος Μόδεστος.

Πως σκέφτηκες εσύ ( ανέφερε το όνομα του χωρίς να τον αξιώσει να τον ονομάσει επίσκοπο) και τολμάς να αντιστέκεσαι εναντίον τόσης εξουσίας , μόνος εσύ από όλους φέρεσαι με τόσην αυθάδεια;

-Γιατί η ερώτηση αυτή; απάντησε ο Βασίλειος. Ποια η απείθεια και η υπεροψία μου; διότι ακόμη δεν μπορώ να εννοήσω;

- Διότι δεν ακολουθείς την θρησκεία του βασιλέως, ενώ όλοι πλέον οι άλλοι υποτάχθηκαν και ηττήθηκαν, λέγει ο ύπαρχος.

- Δεν είναι αρεστά αυτά εις τον δικό μου βασιλιά , απήντησε ο Βασίλειος. Ούτε ενέχομαι να προσκυνώ κάποιο κτίσμα , εφ’ όσον είμαι του Θεού κτίσμα και έχω εντολή, ότι θα είμαι θεός.

- Αλλά εμάς πως μας θεωρείς; Δεν είμαστε τίποτε εμείς που διατάζουμε αυτά; Πως λοιπόν; Δεν θεωρείς μέγα και τιμητικό το να ταχθείς με το μέρος μας και να μας έχεις φίλους και συντρόφους;

-Αναγνωρίζω και δεν αρνούμαι, απάντησε ο Βασίλειος ότι εσείς είστε ύπαρχοι και επιφανείς , ουδόλως όμως ανώτεροι του Θεού. Και θεωρώ σπουδαία μεν τη φιλία σας (πως όχι; πλάσματα Θεού είστε και εσείς), αλλά θεωρώ σπουδαία τη φιλία και των άλλων Χριστιανών, που είναι ταγμένοι υπό την εξουσία σας. Διότι δεν είναι επίσημος ο Χριστιανισμός από την αξία των προσώπων που ανήκουν σ’ αυτόν, αλλά από την Πίστη.

-Πως λοιπόν δεν φοβάσαι την εξουσία ;

-Τι θα μου συμβεί; Τι πρόκειται να πάθω; απάντησε ο Βασίλειος

- Τι θα πάθεις; Ένα από τα πολλά που είναι στην την εξουσία μου.

-Ποια είναι αυτά; Πες μου

-Δήμευση , εξορία, βάσανα, θάνατος.

-Απείλησε με κάτι άλλο, αν υπάρχει. Διότι κανένα από αυτά που ανέφερες δεν μπορεί να με θίξει και να με βλάψει, απάντησε με θάρρος ο Βασίλειος

-Πως είναι δυνατόν και με ποιο τρόπο θα το κατορθώσεις αυτό; ρώτησε ο ύπαρχος

-Διότι, απάντησε ο Βασίλειος, δήμευση περιουσία δεν μπορεί να υποστεί εκείνος που δεν έχει τίποτα, εκτός αν πάρεις τα τρίχινα και φτωχά ενδύματα και τα λίγα βιβλία , από τα οποία αποτελείται ολόκληρη η περιουσία μου. Εξορία δεν γνωρίζω, εφ’ όσον δεν είμαι πουθενά εγκατεστημένος , και ούτε αυτή την πόλη που κατοικώ τώρα θεωρώ δική μου, αλλά θα έχω ως πατρίδα μου κάθε τόπο, στον οποίο θα με ρίξουν. Μάλλον όμως κάθε τόπο τον θεωρώ τόπο του Θεού, στον οποίο εγώ είμαι ξένος και πάροικος. Τα βάσανα όμως τίποτα δεν μπορούν να κάνουν στον άνθρωπο που δεν έχει σώμα, εκτός αν λες βάσανο την πρώτη πληγή , με την οποία θα πέσει αυτό το σώμα. Μόνο της πληγής αυτής είσαι κύριος. Ο θάνατος όμως θα είναι για μένα ευεργεσία. Διότι θα με στείλει ταχύτερα στο Θεό, με τον οποίο ζω και πολιτεύομαι και για χάρη του οποίου νεκρώθηκα κατά το πλείστον και προς τον οποίο από πολλά χρόνια σπεύδω να φτάσω.

-Κανείς , είπε μέχρι σήμερα δεν μίλησε με τέτοιο τρόπο και με τόσο θάρρος σε μένα ( και πρόσθεσε το όνομά του.

-Ίσως δεν συνάντησες ποτέ επίσκοπο απάντησε ο Βασίλειος. Διότι αν συναντούσες πραγματικό επίσκοπο, ο οποίος αγωνίζεται για την πραγματική Πίστη, με αυτόν τον τρόπο θα σου απαντούσε. Και πρόσθεσε με θάρρος. :Εμείς , ύπαρχε, σε όλα τα άλλα ζητήματα είμαστε επιεικείς και ταπεινότεροι από κάθε άλλον άνθρωπο, διότι τέτοια εντολή έχουμε από τον Κύριο. Και όχι μόνο σε τόση μεγάλη εξουσία, όπως η δική σου, αλλά ούτε και στον τυχόντα άνθρωπο σηκώνουμε τα μάτια. Αλλά όπου πρόκειται περί Θεού και τίθεται σε κίνδυνο η Πίστη μας σε αυτόν, όλα τα περιφρονούμε και σε Αυτόν αποβλέπουμε. Φωτιά και ξίφος και θηρία και νύχια που κόβουν τις σάρκες, αυτά για μας είναι μάλλον ευχαρίστηση παρά εκφοβισμός και κατάπληξη. Γι’ αυτό βρίζε και φοβέριζε και κάνε ότι θέλεις και χρησιμοποίησε την εξουσία σου. Ας ακούσει την απάντηση αυτή ο βασιλιάς. Εμένα , πάρε το απόφαση , δεν θα με υποτάξεις ούτε θα με πείσεις να ταχθώ με το μέρος της αιρετικής ασέβειας, έστω και αν απειλήσεις ακόμη με τρομερότερο τρόπο.

Ιωάννης ο Θεολόγος και Κύνωψ ο μάγος

Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ονομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ’ έρημο τόπο από αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγον όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ’ αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακέλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννου , επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναόν του Απόλλωνος και απεμάκρυνε όλους από τον σεβασμό και την Λατρεία των θεών.

Ο Κύμωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθη και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάει στη χώρα. Αφ’ ενός μεν διό τι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ’ έτέρου δε επειδή αυτοί που βρισκόταν στην χώρα της Πάτμου αυτοί πήγαιναν σ’ αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι’ αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα στείλει ένα πονηρόν Άγγελον στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώσει σε καταδίκη αιώνια.

Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήταν ο Ιωάννης.


Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:
- Σου παραγγέλνω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγέις από τον τόπο που στέκεσαι εώς ότου μου φανερώσεις για ποια αιτία ήλθες σε μένα.

Και αμέσως με το λόγο του αποστόλου στάθηκε το δαιμόνιο δεμένο και απήντησε ως εξής πιεζόμενο από τη θεία δύναμι:
Οι ιερέις του Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά εναντίων σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στη χώρα και να σε θανατώσει. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχτηκε λέγοντας. Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα για έναν άνθρωπο μικρό και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω έναν άγγελον πονηρόν για να πάρει την ψυχή του Ιωάννου και να τη φέρει σε μένα και να την παραδόσω σε κρίσιν .

Και ο Ιωάννης του είπε: -Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρεις ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ’ αυτόν;
- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπο, αλλά ψυχή ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλασιν, αποκρίθηκε ο δαίμονας.
-Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; ρώτησε ο Ιωάννης.

-Όλη η δύμαμη του σατανά κατοικεί μέσα σ’ αυτόν. Και έχει συμφωνία αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους δαίμονες, εμείς δε οι δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.

-Άκουσε πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσεις άνθρωπο, ούτε να γυρίσεις στον τόπο σου. Αλλά να φύγεις έξω από αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και κει.

Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακριά από το νησί.

Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψες σ’αυτόν το πρώτο δαιμόνιο έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια έστειλε ακόμη και άλλα δύο δαιμόνια από τα αρχοντικά , για να μπει το ένα στο σπίτι που έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθεί έξω και να ιδή αυτά που γίνοται και να γυρίσει να τα φανερώσει στο Κύνωνα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα δαιμόνιο και διόχθηκε από το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Οργίστηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των δαιμόνων και πήγε στο χώρα. Ηχολόγησε όλη ο χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαό, και κυριεύθηκε από θυμό πολύ και είπε στο λαό.

-Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύσει και σας και εμένα. Αν μπορεί να κάνει εκείνο που θα πω σ’ αυτόν τότε και εγώ θα πιστεύω σε όλα όσα λέγει

Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήταν εκεί του λέγει:
-Νέε, ζεί ο πατέρας σου;
-Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.
Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:
-Να , δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσεις από το βυθό της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ’ όλους μας ζωντνό και υγιή.

Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, , αλλά για να διδάσκω τους πλανεμένους ανθρώπους.

Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς τον λαό.
-Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.

Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννη , άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίστηκε από τα μάτια όλα των ανθρώπων. Αμέσως όμως φώναξαν δυνατά και είπαν : «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζει στο πρόσωπο οου πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν. Έπειτα λέγει προς τον νέον:

-Αυτός είναι ο πατέρας σου;

-Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.

Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δείτε μεγαλύτερα θαύματα απ’ αυτά τότε να τιμωρηθεί όπως του αξίζει».
Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπο του είπε:
-Έχεις υιόν;

-Ναι , κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.

-Θα αναστηθεί ι υιός σου, του είπε ο Κύνοψ.

Και αμέσως κάλεσε με το όνομά και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάστηκαν μπροστά . είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο:

-Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;


-Ναι , Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπο.

Τότε καυχόμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.

-Τι θαυμάζεις , Ιωάννη;

-Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι’ αυτό.

-Όταν δείς μεγαλύτερα θαύματα απ’αυτά τότε θα θαυμάσεις είπε πάλι ο Κύνωψ.

-Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλύθούν, απήντησε ο Ιωάννης.

Όταν άκουσε αυτόν τον λίγο ο όχλος αμέσως όρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγο έλειψε να τον αφήσει νεκρό. Επειδή όμως νόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαό. Αφήστε τον άταφο για να τον φάγουν τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπό όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης , έφυγαν απ’ εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.

Ύστερα απ’ αυτά , όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζει και διδάσκει τον λαό σ’ ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:

-Εγω επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι’ αυτό ως τώρα σε άφησα να ζείς. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δεί την δύναμί μου και θα ντροπιαστείς. Τον ακολούθησαν όμως και οι τρεις δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.

Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότο, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθό της θάλασσα. Οι όχλοι πάλι φώναζαν : «Είσαι μεγάλος Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως εσύ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους δαίμονες , που στεκόταν μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων , να μην κινηθούν απ’ την θέση τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανεί πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.


Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό όμως της Θάλασσα στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγεί από την θάλασσα. Οι Δαίμονες όμως που ήταν μέτο σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ’ τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακριά από την Πάτμο και έγινα άφαντοι.

Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγεί ο Κύνωψ απ’ την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ήλιου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ’ αυτούς ώστε και τρία παιδία πέθαναν. Εξ αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε , τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ’ αυτούς πολλά για την πίστη, τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτιστούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίστηκε πια στη θάλασσα , όπως παλιά ο Φαραώ.

Από το βιβλιαράκι : Άγιος ο Ιωάννης ο Θεολόγος
Έκδοσις Ορθοδοξου Ιδρύματος ο Απόστολος Βαρνάβας».

Άγιος Νικήτας, πολιούχος Σερρών

Γράφει ο μοναχός Μωυσής, αγιορείτης

Το απόγευμα της Μεγάλης Δευτέρας του 1808, στις 30 Μαρτίου, πήγε στην πόλη των Σερρών, για πρώτη φορά, ο άγιος Νικήτας από το Άγιον Όρος.

Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, ξημερώνοντας Πάσχα, μαρτύρησε για το Χριστό από τους Τούρκους. Από τότε κατέστη πολιούχος των Σερρών, προστάτης και φύλακας άγγελος. Η μνήμη του κάθε χρόνο εορτάζεται πανηγυρικά στον νεόδμητο και περικαλλή ναό των Σρρών, που ολοκληρώθηκε πρόσφατα, κάθε Κυριακή του Θωμά.
Νέος ακολούθησε τον μοναχικό βίο κι εκάρη μοναχός στη σκήτη της Αγίας Αννης του Αγίου Όρους. Κατόπιν μετέβη και παρέμεινε στην ιερά μονή Αγίου Παντελεήμονος, όπου και χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς. Η μεγάλη του αγάπη για το Χριστό τον έκανε να φλέγεται από τον πόθο του μαρτυρίου. Μ’ ευχές Γερόντων αναχωρεί από το παμφίλτατο Περιβόλι της Παναγιάς για την πόλη των Σερρών.
Κατευθύνθηκε στη μονή Ηλιοκάλεως, για να παρακολουθήσει την ακολουθία του Νυμφίου. Την ίδια νύχτα εξομολογήθηκε στον εκεί ιερομόναχο Κωνσταντίνο. Το πρωί, κατά την Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων. Κηρύττοντας στους μουσουλμάνους για την αληθινότητα της Ορθόδοξης πίστης, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Όταν τον κάλεσαν να δικαστεί, τον θεώρησαν παράφρονα, παρά τις σοφές απαντήσεις που έδινε, και απορούσαν πολύ για το θάρρος και την τόλμη. Απτόητα, άφοβα και αδείλιαστα μιλούσε για τον Χριστό και παρακινούσε τους Τούρκους να πιστέψουν σε αυτόν. Αποτέλεσμα της επιμονής του ήταν να βασανιστεί για την πίστη του σκληρά και απάνθρωπα. Τελικά διετάχθη να τον κρεμάσουν. Κατά την παράδοση τόπος του μαρτυρίου του είναι ο χώρος που σήμερα είναι κτισμένος ο μητροπολιτικός ναός των Ταξιαρχών, στο κέντρο της πόλεως των Σερρών.
Το σώμα του ένδοξου ιερομάρτυρα έμεινε κρεμασμένο επί τρεις ημέρες, δίχως να πάθει καμία αλλοίωση. Το βράδυ της Τρίτης της Διακαινησίμου επετράπη στους χριστιανούς να θάψουν το μαρτυρικό σώμα του. Τα σημεία της θείας χάριτος ήταν έκδηλα επάνω του, που έκαναν πολλούς να συγκινηθούν και να θαυμάσουν.
Κατά τον ασχοληθέντα με τους νεομάρτυρες Ι.Μ. Περαντώνη: “Η εις Χριστόν πίστις, ίτις ετηρήθη εις τα ψυχάς των χριστιανών, μετά την πτώσιν των τειχών της Βασιλευούσης, σταθερά, ασφαλής και βεβαία, εξεδηλούτο και κατά τις δυσχερείς ταύτας του Έθνους περιστάσεις… ανέτελλεν εν τω σκότει της δουλείας, ως νέον φωτεινόν μετέωρον, το νέφος των Νεομαρτύρων”. Έτσι και ο ιερομάρτυρας Νικήτας. Περιφρόνησε το θάνατο, έμεινε απτόητος, γενναίος και θαρρετός μέχρι τέλους, δίχως να θελήσει να αρνηθεί την πατρώα πίστη. Το μαρτύριό του ενδυνάμωσε την πίστη και άλλων χριστιανών.
Ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης κ. Θεολόγος αφιέρωσε το τρέχον έτος στη μνήμη του αγίου Νικήτα με σειρά πνευματικών εκδηλώσεων, με τη συμπλήρωση διακοσίων ετών από του μαρτυρίου του. Οι μνήμες και οι εορτές αυτές σ’ εποχές ρηχές και φυγόπονες έχουν πολλά να πουν. Θα μπορούσε άνετα ο Νικήτας να παραμείνει στο Άγιον Όρος αγωνιζόμενος και ν’ αποφύγει το μαρτύριο. Η απόφασή του να μαρτυρήσει φαίνεται σήμερα αρκετά παράξενη, παράτολμη και όχι απαραίτητη. Η θερμή πίστη οδηγεί σε μία θεία τρέλα, σε μία υπέρλογη και ανεξήγητη κατάσταση. Σήμερα να διατηρήσει κανείς ειλικρίνεια και τιμιότητα είναι ένα μικρό μαρτύριο. Αυτοί οι κρυφοί μάρτυρες των ημερών μας θα έχουν εκτός από την ήρεμη συνείδηση και πλούσια ευλογία.

Μαι 11, 2008

www.makthes.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...