Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Άπλωσε και ο Κύριος το χέρι του…



Κάποτε που βάδιζα με τον άγιο στην πλατεία της πόλεως, βλέπω δεξιά μου έναν άνθρωπο κάτι να ψιθυρίζει. Τον ακολουθούσαν πολλοί φτωχοί ζητώντας του βοήθεια. Κι εκείνος κάνοντας τάχα ότι τους διώχνει, τους έβαζε στο χέρι την ελεημοσύνη του. Έτσι κρυβόταν από τους ανθρώπους. Μόλις το πρόσεξα, σκούντησα τον όσιο και του είπα για την αρετή του ανθρώπου αυτού. Κι εκείνος μού λέει:
- Στα μάτια του Θεού είναι μέγας. Τον ξέρω, γιατί αρκετές φορές βρεθήκαμε μαζί.
Ύστερα από μερικές ημέρες τον ρώτησα σχετικά με αυτή την αρετή και μου διηγήθηκε ένα παράδοξο θαύμα.
- Ήμουνα τότε, μού είπε, μικρό παιδί, δώδεκα χρονών περίπου, και είχα πάει στην εκκλησία του αποστόλου Θωμά να προσευχηθώ.
Βρήκα εκεί ένα γέροντα να διδάσκει το λαό. Μεταξύ άλλων, μίλησε και για την ελεημοσύνη. Είπε ότι αυτός που δίνει κάτι στους φτωχούς είναι σαν να το καταθέτει στα χέρια του Κυρίου. Όταν το άκουσα αυτό παραξενεύθηκα και κατέκρινα τον άνθρωπο του Θεού ότι ήταν ψεύτης. Γιατί έλεγα μέσα μου: αφού ο Κύριος είναι στους ουρανούς στα δεξιά του Πατέρα του, πώς θα βρεθεί στη γη, για να πάρει αυτά που δίνουμε στους φτωχούς;
Καθώς όμως βάδιζα και συλλογιζόμουν όσα άκουσα, βλέπω κατά σύμπτωση ένα κουρελιάρη φτωχό που πάνω από το κεφάλι του -τι θαύμα!- στεκόταν η μορφή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Εκεί που προχωρούσε ο φτωχός τον συνάντησε κάποιος ελεήμων και του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί. Μόλις λοιπόν άπλωσε το χέρι του ο φιλόπτωχος εκείνος προς το ζητιάνο, άπλωσε και ο Κύριος το χέρι του από την εικόνα, πήρε το ψωμί και τον ευχαρίστησε. Έπειτα το έδωσε στον φτωχό. Ούτε αυτός όμως ούτε κι ο ελεήμων κατάλαβαν τίποτε.
Θαύμασα και πίστεψα. Από τότε ήξερα ότι όποιος δίνει στους αδελφούς ό,τι έχουν ανάγκη, το βάζει πραγματικά στα χέρια του Χριστού. Αυτή την εικόνα του Χριστού τη βλέπω να στέκεται πάνω απ’ όλους τους φτωχούς και γι’ αυτό με δέος ασκώ όσο μπορώ, την αρετή της ελεημοσύνης που τόσο ευχαριστεί τον Κύριο.
(Άγιος Νήφων Κωνσταντιανής)
Πηγή: vatopaidi

Το βρήκαμε:  
http://iliaxtida.wordpress.com

Να παντρευτείς! Και θα σου πω τι θα κοιτάξεις να έχει μια γυναίκα.
Πρώτον, να έχει την αλήθεια στην καρδιά και στα χείλη. Δηλαδή ότι σου λέει να είναι αληθινό. Γιατί κάτω απ’ το ψέμα δεν στεριώνει η οικογένεια.
Δεύτερον να μην παίζει το μάτι της. Όταν είναι μαζί σου μην κοιτάζει άλλον.
Τρίτον, να είναι λιγάκι χριστιανή. Να ξέρει ότι είναι Χριστούγεννα, ότι είναι Τετάρτη, ότι είναι Παρασκευή, ότι είναι Κυριακή.
Και ένα τέταρτο, να σ’ αρέσει και λιγάκι.
Άμα βρεις μια τέτοια, πάρ’ την αμέσως.
Πηγή: Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης, ο πνευματικός της Μονής Δαδίου, σελ. 212-3

http://istologio.org

Η ευλάβεια στους Αγίους

Για τους αγίους της Εκκλησίας μας ακούσαμε σε μια χριστιανική συζήτηση ότι τους αρέσει να τους τιμούμε ιδιαίτερα. Γιατί υπάρχουν , σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, πολλές μονές στους ουρανούς, με πολλές αναβαθμίσεις, και τιμές.

Σε ένα κήρυγμα ενός αγιορείτη πατέρα που έγινε πρόσφατα ακούσαμε μια ιστορία για τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο που γιορτάζει στις 29 Φεβρουαρίου, μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια.

Όπως πρόσφατα διαδόθηκε για τον άγιο Ιούδα τον Απόστολο που εορτάζει στις 19 Ιουνίου,  για το παράπονο που έκανε σε ευλαβείς χριστιανούς οτι  δεν τον τιμούμε όσο πρέπει εμείς  οι χριστιανοί ούτε φέρουμε το όνομά του,   επειδή το  ονόμα του που είναι το ίδιο με του προδότη Ιούδα του Ισκαριώτη, το ίδιο λένε έγινε με τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο .

Παραπονέθηκε κάποτε ο άγιο Κασσιανός στον Χριστό , ανέφερε  ο αγιορείτης στην  διδακτική ιστορία,   ότι δεν τον τιμούνε όσο πρέπει οι χριστιανοί, όσο τιμούνε  τον Άγιον Νικόλαο.
Τότε παρουσιάστηκε ο άγιος Νικόλαος και  κάθισε  στη θέση του μουσκεμένος , ιδρωμένος, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος.

-Μόλις έσωσα ένα καράβι με το πλήρωμα του στον Ειρηνικό, είπε.

Οι άγιοι που τους καλούμε συνέχεια σε παρουσία και   βοήθεια τελικά  δεν βρίσκουν ανάπαυση ούτε στον Παράδεισο.

Τα συμπεράσματα δικά μας.

Το βασίλεμα του Ήλιου-Μέρος 1ο

Φώτη Κόντογλου

Γιατί άραγε μου φέρνουνε βαθεία συγκίνηση , και φυλάγω κρυφά μέσα στην καρδιά μου κάποια πράγματα, που δεν τα παρατηρεί κανένας; Κι αν βρεθεί κανείς να τα προσέξει και να νοιώσει κάτι απ' αυτά , ωστόσο δεν το φανερώνει, για να μην τον λογαριάζουν για άνθρωπο που χάνει τον καιρό με κάποια πράγματα που δεν είναι σοβαρά, προπάντων στην εποχή μας, που θέλει να είναι οι άνθρωποι δραστήριοι  σε χεροπιαστά πράγματα , προ πάντων σε ό, τι βγάζει χρήματα: "λεφτά, πολλά λεφτά!" ακούω συχνά να λένε δίπλα μου , κι ανατριχιάζω, αν τύχει να κα΄θησω σε καμία καρέκλα, κι ας βρίσκουμαι και μίλια μακρυά απο την Αθήνα. Εδώ πιά , μέσα στη νέα ελληνική Βαβυλών, όπου να σταθεί κανένας δεν ακούγει τίποτ' άλλο απο κουβέντες για λεφτά. Κι αν τύχει να ακούσει κανείς και καμιά άλλη ομιλία, πάλι, σαν συλλογισθεί λίγο, θα δεί πως κ' εκείνη η κουβέντα στα λεφτά καταλήγει και στα λεφτά αποβλέπει.

Τόσο πολύ έχουνε ζαλισθεί οι άνθρωποι απο το χρήμα, που τους βλέπω σαν να είναι άρρωστοι τόσο πολύ, που αυτά τα λεφτα΄, που τα λατρεύουνε όπως προσκυνούσανε οι Οβραίοι το Μαλαματένιο το Μοσχάρι , σαν τα αποχτήσουνε, απο την πολλή χαρά τους δεν είναι σε θέση να τα χαρούνε, οι δυστυχισμένοι , σαν εκείνον τον φλογερό εραστή , που απο το πολύ το αίσθημα, σαν βρεθεί τέλος πάντων κοντά στην αγαπημένη του, τα χάνει , χλωμιάζει , και δεν τολμά να της μιλήσει!

Με πάθος μιλούνε όλοι για το χρήμα, κι αυτοί που δεν το έχουνε και το ποθούνε μέρα νύχτα, κ' εκείνοι που το έχουνε. Οι πρώτοι παραμιλούνε κι ολοένα κάνουνε συνέχεια με τι τρόπο να τ'αποχτήσουνε, οι δεύτεροι κάνουνε κι αυτοί σχέδια απάνω σε σχέδια με τι τρόπο θα το πληθύνουνε και θ α το ασφαλίσουνε. Το χρήμα είναι ο θεός και των φτωχών και των πλουσίων, των αρσενικών και των θυλικών των παιδιών και των γέρων. Τούτη η θρησκεία είναι παγκόσμια, κι όχι ο Χριστιανισμός, ή ο Βουδδισμός, ή ο μωχαμετανισμός! Γιατί το χρυσάφι  το προσκυνούνε κ' οι άσπροι, κ' οι μαύροι , κ' οι κίτρινοι , κ' οι κάθε φυλής άνθρωποι, κ' οι κάθε θρησκείες.

Είπε, λέγει ο Χριστός, πως με το Ευαγγέλιο θα γίνει "μία ποίμνη και είς ποιμήν". Αυτό δέν θα γίνει ποτέ, γιατί ο Χριστός το είπε με άλλη έννοια: Εννοούσε πως όσοι πιστέψουνε αληθινά σ΄αυτόν , θα είναι ενωμένες οι ψυχές τους πνευματικά, κι ας βρίσκεται ο ένας εδώ  κι ο άλλος στην άλλη άκρη του κόσμου, κι όχι πως θα γίνουνε Χριστιανοί  όλοι οι άνθρωποι. Ίσα-ίσα είπε, πως οι δικοί του θα είναι λίγοι: "το μικρόν ποίμνιο" και μάλιστα πως θα ε΄νιαι καταδιωγμένοι και "μισούμενοι υπό πάντων δια το όνομά του".

Αυτός που έστησε κιόλας το θρόνο του απάνω στην οικουμένη, κ' είναι ο "εις ποιμήν", που εξουσιάζει την παγκόσμια στάνη, είναι ο Θεός τους Χρυσαφιού , ο Μαμωνάς. Μονάχα πως η στάνη του, αντί να έχει μέσα αθώα πρόβατα, έχει λογιών - λογιών αγρίμια και θηρία, που κατασπαράζουνε το ένα τ'άλλο, γιατί όποιος αγαπά πολύ το χρήμα, δεν αγαπά τον αδερφό του , αλλά είναι έτοιμος να τον βλάψει για το συμφέρον του.

Κ' εκείνος που αμφιβάλλει γι' αυτά που λέμε, ας κοιτάξει τι λέγει το Ευαγγέλιο: "Δε μπορείτε να δουλεύετε(να είσαστε δούλοι) σε δυό αφεντικά, στον Θεό και στον Μαμωνά. Ή τον ένα θα αγαπήσετε, ή τον άλλον". 

Το χρήμα , βέβαια, είναι ένα πράγμα χρειαζούμενο για να ζήσουν οι άνθρωποι, εξυπηρετώντας ο ένας τον άλλον. Αλλά η φιλαργυρία, απο υπηρέτη του ανθρώπου, το κάνει τύραννό του. Είναι σαν το κρασί, που είναι καλό σαν πίνεται με μέτρο, μα γίνεται φαρμάκι σαν πίνεται με αχορταγία. Το χρήμα, σαν γίενι πάθος είναι το πιό τρομερό και καταραμένο πράγμα. Όλα τα εγκλήματα, όλα τα φονικά, όλες οι αιματοχυσίες και οι άλλες αμέτρητες δυστυχίες της ανθρωπότητας, αιτία έχουνε το χρήμα , το συμφέρον.

Πάντα οι άνθρωποι αγαπούσαν το χρήμα. Σήμερα όμως η αγάπη αυτή έχει γίνει μια τυραννία φρικτή. Ο βαρύς ίσκιος του σκέπασε ολότελα την ψυχή των ανθρώπων , και δεν άφησε κανένα μέρος της έξω απο το φαρμακερόν ίσκιο του. Σπάνιο πράγμα είναι να ακούσει κανένας κάποια συνομιλία που να μην έχει σχέση με το χρήμα , σαν να μην υπάρχει πιά τίποτ' άλλο στον κόσμο. Το χρήμα είναι μιά σφήνα, μπηγμένη στο μυαλό του ανθρώπου, που τον βασανίζει μέρα-νύχτα.

Μέσα σε τέτοιον κόσμο, λοιπόν, σε βλέπουν όλοι σαν χασομέρη, αν τύχει να μιλήσεις για κάποια αισθήματα και για κάποιες συγκινήσεις που βρίσκουνται μακρυά απο τη μόνη και μοναδική κι αδιάκοπη συγκίνηση των λεφτών , που τη νοιώθει όλος ο κόσμος. Κι αν τύχει  μάλιστα αυτά τα αισθήματα να έχουνε σχέση με τη θρησκεία, εκείνον που τα έχει και που θαρρεύτηκε να τα πει κιόλας, θα τον πούνε, όπως είπα στην αρχή, χασομέρη, ανόητον , όσο και βλαμμένον.

Ωστόσο, εμένα δεν με φοβερίζουνε αυτές οι προσβλητικές ονομασίες, γιατί τις συνήθισα και γιατί τις ακούσαμε κι άλλοι πιό σπουδαίοι απο μένα,αλλά και γιατί δεν έχω πολλή εκτίμηση σε όσα εκτιμουν οι σημερινοί άνθρωποι. Και γι' αυτό, όπως πάντα, φανερώνω τι έχω μέσα στην καρδιά μου, κι όποιος θέλει ας τ' ακούσει.

Μερός 2ο

 Φώτης Κόντογλου
Βιβλίο: Ευλογημένο Καταφύριο
Καιφάλαιο :Το βασίλεμα του ήλιου Εκδόσεις -ΑΚΡΙΤΑΣ

"Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Ευχαριστίας"

http://www.i-m-patron.gr

Ομιλία Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. ΙΩΑΝΝΟΥ

επί τη "εξηκονταετηρίδι"
Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου

Διακίδειος Σχολή Λαού, 15 Ιανουαρίου 1999


Σεβασμιώτατε Άγιε Πατρών, Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, κύριοι βουλευταί, κύριε Νομάρχα, κύριε Δήμαρχε, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
Με πολλήν συγκίνησιν και χαράν συμμετέχω στην αποψινή εκδήλωση προς τιμήν του πολιού και διακεκριμένου Ιεράρχου της κατά την Ελλάδα Εκκλησίας, προέδρου και ποιμενάρχου της ιστορικής και Αποστολικής Εκκλησίας των Πατρών κ. Νικοδήμου, ο οποίος συμπληρώνει σήμερα εξηκονταετίαν όλην εν τη διακονία του Θυσιαστηρίου και του οποίου η μακρά και πλουσία προσφορά αναγνωρίζεται την εσπέραν αυτήν πανηγυρικώς και επισήμως και υπό της Εταιρίας Πελοποννησιακών Σπουδών διά της επιδόσεως ειδικού τιμητικού τόμου.
Η χαρά και η συγκίνησίς μου επί τη τιμητική αυτή εκδηλώσει, οφείλονται πρώτον μεν εις τον ιδιάζοντα ιερόν δεσμόν μεταξύ της Εκκλησίας των Πατρών και του πανσέπτου Οικουμενικού Θρόνου, του οποίου ταπεινός Ιεράρχης τυγχάνω, δεσμόν οφειλόμενον εις τον κοινόν ιδρυτήν των δύο Εκκλησιών, Βυζαντίου Κωνσταντινουπόλεως και Πατρών, Άγιον Απόστολον Ανδρέαν, δεύτερον δε εις τον βαθύ σεβασμόν τον οποίον προσωπικώς τρέφω προς τον τιμώμενον σήμερον Ιεράρχην, όχι μόνο διά την πλουσίαν εκκλησιαστικήν διακονίαν του αλλά και διά την γόνιμον προσφοράν του εις τα θεολογικά γράμματα, προσφοράν η οποία τον έχει ήδη αναδείξει εξέχοντα εκπρόσωπον της μακράς παραδόσεως των λογίων Αρχιερέων του Γένους. Η προσφορά αυτή καλύπτει ευρύ φάσμα τόσον του προφορικού όσον και του γραπτού λόγου, τον οποίον ο Σεβασμιώτατος συνδυάζει με υποδειγματικήν χρήσιν της ελληνίδος φωνής, της οποίας το ύφος καλλιεργεί και χρησιμοποιεί με αρχοντικήν λιτότητα, ακρίβειαν και γλαφυρότητα, χωρίς ρητορικές υπερβολές, ξένες προς την φύσιν του εκκλησιαστικού λόγου.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ. Νικόδημος είναι ευρέως γνωστός διά τα δημοσιεύματά του, τα οποία καλύπτουν εκτός των άλλων και τον χώρον του θείου κηρύγματος, της Αγιολογίας, της Ιεράς Υμνογραφίας - δείγμα της οποίας απηλαύσαμε προ ολίγου - και το εκκλησιαστικόν τυπικόν. Γνώστης της βυζαντινής μουσικής εκ των ολίγων και προικισμένος από τον Θεόν με το χάρισμα της καλλιφωνίας εξέχει ως λειτουργός εις όλας τας εκδηλώσεις της Θείας Λατρείας, μάλιστα δε ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας. Τα σημειώματά του εις τα επίσημα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελούν θεολογικώς και λειτουργικώς τεκμηριωμένα κείμενα και οδηγόν πολύτιμον εις την λατρευτικήν ζωήν της Εκκλησίας. Η σημασία την οποίαν αποδίδει ο Σεβασμιώτατος εις την ορθήν τέλεσιν της Λατρείας και κυρίως της Θείας Λειτουργίας αποτελεί χαρακτηριστικόν της όλης προσωπικότητος και προσφοράς του. Αυτό το χαρακτηριστικό παρέχει και το έναυσμα για την επιλογή του θέματος της ομιλίας μου, της οποίας τίτλος είναι: "Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας".
Το θέμα αυτό έκρινα ότι αρμόζει κατεξοχήν στον τιμώμενο σήμερα Ιεράρχη, διότι τόσον εκείνος όσον και η ταπεινότης μου προσωπικώς θεωρούμε ότι το κύριον, το κατεξοχήν έργον του Επισκόπου είναι η προεδρία της Θείας Ευχαριστίας. Από αυτήν πηγάζει όλη η εξουσία του Επισκόπου, όχι μόνον η αγιαστική αλλά και η ποιμαντική και η λεγομένη διοικητική. Ευχαριστία χωρίς Επίσκοπον δεν υπάρχει, αλλ' ούτε και Επίσκοπος χωρίς Ευχαριστίαν. Τα δύο αυτά είναι αλληλένδετα και συνιστούν τον άξονα αυτού τούτου του Μυστηρίου της Εκκλησίας : "όπου αν φανεί ο Επίσκοπος, εκεί και το πλήθος- δηλαδή ο λαός - έστω, ώσπερ όπου αν είη Χριστός Ιησούς εκεί και η καθολική Εκκλησία" γράφει ο Ιερομάρτυς Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ήδη στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνος. Και σε άλλο σημείο τονίζει ότι "αύτη βεβαία Ευχαριστία ηγείσθω, η υπό τον Επίσκοπον ούσα". Η Ορθόδοξος Εκκλησία διαμέσου των αιώνων παρέμεινε πιστή στην αρχή αυτή και δεν μπορεί να αποστή από αυτήν αν θέλει να παραμείνει ορθόδοξος. Καταστρατηγήσεις της αρχής αυτής από όσους τελούν τη Θεία Ευχαριστία χωρίς την άδεια του τοπικού Επισκόπου ή το φοβερότερο, χωρίς το μνημόσυνο του ονόματος του Επισκόπου, όπως συμβαίνει με μερικούς λεγομένους ζηλωτάς εις το Άγιον Όρος, με καμία δικαιολογία δεν επιτρέπεται εφόσον ο τοπικός Επίσκοπος δεν επάφθη ή αντικατεστάθη από άλλον, πάντοτε και μόνον υπό Επισκοπικής Συνόδου, γι' αυτό και κάτι τέτοιο αποτελεί εκτροπή σοβαρότατη από την Ορθόδοξη Εκκλησία, μεγίστη αίρεση εν τη πράξει έστω και αν την καλύπτει ο μανδύας του ζήλου υπέρ της Ορθοδοξίας.
Ο Επίσκοπος, λοιπόν, έχει ως κύριον έργον του και πρωταρχικόν το να ηγείται της Θείας Ευχαριστίας. Όλα τα άλλα έργα του είναι δευτερεύοντα γιατί όλα τα άλλα νοηματίζονται από τη σχέση τους με τη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο το ότι στην Αρχαία Εκκλησία όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας ετελούντο μέσα στη Θεία Ευχαριστία. Όπως έδειξε με μια μελέτη του ο αείμνηστος διδάσκαλός μας διαπρεπής λειτουργιολόγος Παναγιώτης Τρεμπέλας το Βάπτισμα, το Χρίσμα, ο Γάμος κ.λ.π. ετελούντο εντός της Θείας Λειτουργίας. Για το λόγο αυτό ο Επίσκοπος απέκτησε την εξουσία να παρέχει την άδεια για την τέλεση όχι μόνο της Θείας Λειτουργίας αλλά και όλων των Μυστηρίων. Την εξουσία αυτή την άντλησε από το γεγονός, ότι αυτός προΐστατο της Θείας Ευχαριστίας και κατά συνέπειαν και όλα όσα ετελούντο εντός της Ευχαριστίας ετελούντο με την ευλογίαν του.
Ο Επίσκοπος συνεπώς όταν διοικεί δεν ασκεί διοίκησιν, όπως λέμε, αλλά προεκτείνει σε όλους τους τομείς της ζωής της Εκκλησίας τη χάρη και την ευλογία της Θείας Ευχαριστίας της οποίας προΐσταται. Χωρίς τη Θεία Ευχαριστία δεν υπάρχει αγιασμός και ευλογία στη ζωή των πιστών. Κανείς δεν μπορεί να γίνει άγιος χωρίς τη συμμετοχή του στον Ένα Άγιον, Ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του λύτρον αντί πολλών εις τη Θεία Ευχαριστία. Ακριβώς διότι μόνον στη Θεία Ευχαριστία υπάρχει το Σώμα και το Αίμα του Χριστού όλη η χάρις και ο αγιασμός στη ζωή μας πηγάζουν από εκεί. Δεδομένου, όμως, ότι η Θεία Ευχαριστία χωρίς Επίσκοπον είναι αδιανόητη, ούτε χάρις και αγιασμός στη ζωή μας είναι δυνατή χωρίς την ευλογία του Επισκόπου.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον όλα στην Εκκλησία γίνονται με την ευλογία του Επισκόπου. Είναι η θέση του στη Θεία Ευχαριστία και τίποτε άλλο. Ο Επίσκοπος στην ουσία δεν είναι διοικητής, είναι λειτουργός. Αυτό πρέπει να το κατανοήσουν πρώτα οι ίδιοι οι Επίσκοποι και κατόπιν όλος ο κλήρος και ο λαός για να μην παρεισφρύουν στην Εκκλησία αντιλήψεις κοσμικές περί διοικήσεως, εξουσίας και τα τοιαύτα. Αλλά τι σημαίνει ότι ο Επίσκοπος είναι πρώτιστα πάντων και κατεξοχήν λειτουργός και προεστώς της Ευχαριστίας; Ποιο είναι το βαθύτερο θεολογικό νόημα αυτής της αλήθειας και πώς εκδηλώνεται στην πράξη; Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, στον οποίον αναφερθήκαμε ήδη, βλέπει τον Επίσκοπο μέσα στη Θεία Ευχαριστία ως καθήμενον εις τόπον ή τύπον Θεού περιστοιχούμενον από τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι λειτουργούν εις τύπον των Αποστόλων. Η εικόνα αυτή επεκράτησε σε όλη τη διαδρομή της Ορθοδόξου Εκκλησίας διαμέσου των αιώνων και εκφράζεται με τη δομή των ιερών ναών καθώς και τη δομή της Θείας Λειτουργίας. Αξίζει να τα δούμε αυτά από πιο κοντά.
Η Θεία Ευχαριστία είναι εικόνα της Βασιλείας του Θεού. Στη Θεία Λειτουργία βιώνουμε και προγευόμεθα της καταστάσεως στην οποία θα ζει ο κόσμος όταν επικρατήσει η Βασιλεία του Θεού την οποίαν όλοι οι πιστοί προσδοκούμε και για τον ερχομό της οποίας προσευχόμεθα κάθε φορά που λέμε στην Κυριακή Προσευχή "ελθέτω η Βασιλεία σου". Τα χαρακτηριστικά της Βασιλείας του Θεού περιλαμβάνουν όλα όσα παρατηρούμε στην Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία, δηλαδή
α) τη σύναξη του διεσκορπισμένου κόσμου επί τω αυτώ. Στους Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης κ.α., η Θεία Ευχαριστία είχε ένα μόνο όνομα: Σύναξις. Και τούτο διότι στη Βασιλεία του Θεού ο διηρημένος και κατατεμαχισμένος κόσμος μας, η φθορά και ο θάνατος που δεν είναι τίποτε άλλο από διαίρεση και κατατεμαχισμό της υπάρξεώς μας θα παραχωρήσουν τη θέση του στην ενότητα και την αγάπη, που είναι συνώνυμα με την αιώνια, την αληθινή ζωή. Αυτός είναι και ο βαθύτερος θεολογικός λόγος για τον οποίο η Εκκλησία μας έχει απαγορεύσει την τέλεση περισσοτέρων της μιας Θείων Λειτουργιών στην ίδια ενορία. Ως εικόνα της Βασιλείας του Θεού, η Θεία Ευχαριστία συνάγει όλον τον λαόν εντός ενός τόπου επί τω αυτώ.
β) Η σύναξη του διασκορπισμένου κόσμου επί τω αυτώ στη Βασιλεία του Θεού θα έχει ένα συγκεκριμένο κέντρο και μια συγκεκριμένη κεφαλή, τον Βασιλέα Ιησού Χριστόν, ο οποίος καθήμενος επί θρόνου εις τύπον και τόπον Θεού θα συναγάγει τα διασκορπισμένα εις εν και θα θρέψει τον κόσμον με την αιώνια ζωή που πηγάζει από το Σώμα Του.
Αυτόν τον Βασιλέα Χριστόν, όπως θα έλθει στη Βασιλεία Του, εικονίζει στην Εκκλησία ο προεστώς της Ευχαριστίας Επίσκοπος. Γι' αυτό και κάθεται επί θρόνου, όχι βέβαια αυτό που λέμε σήμερα Δεσποτικό Θρόνο, αλλά αυτό που είναι πίσω από την Αγία Τράπεζα και λέγεται Σύνθρονο, κάτι που στην αρχαία Εκκλησία ήταν εκ των ων ουκ άνευ στους ναούς και που έχει ατυχώς σήμερα ατονήσει. Ο θρόνος του Επισκόπου στο Σύνθρονο είναι εικόνα της εγκαθιδρύσεως του Χριστού στη Βασιλεία Του, με τους δώδεκα Αποστόλους να τον περιστοιχούν καθήμενοι και αυτοί κατά τη φράση του Κυρίου "επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ", κάτι που εικονίζεται από τους πρεσβυτέρους στην Εκκλησία κατά τον Άγιο Ιγνάτιο, όπως είδαμε προηγουμένως.
Δεν είναι συνεπώς χωρίς σημασία το ότι ο Επίσκοπός και οι λειτουργοί στη Θεία Ευχαριστία φέρουν λαμπρές στολές. Κακώς σκανδαλίζονται πολλοί σήμερα από τη λαμπρότητα των αμφίων της Εκκλησίας μας και θέλουν δήθεν να τα απλοποιήσουν. Όλα στη Θεία Ευχαριστία είναι λουσμένα στο φως και τη λαμπρότητα γιατί μ' αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία μας θέλησε να δείξει ότι στη Θεία Λειτουργία ζούμε στη Βασιλεία του Θεού. Όταν ήμαστε παιδιά στα χρόνια μου, θυμούμαι ότι ήταν αδιανόητο να πάμε στη Λειτουργία αν δε φορούσαμε τα καλύτερά μας ρούχα. Και στο Άγιον Όρος, την πιο αυθεντική έκφραση του Ορθοδόξου Μοναχισμού, εκεί όπου η στέρηση, η άσκηση και η απλότητα του βίου βιώνονται στο έπακρον δεν είναι τυχαίο το ότι βρίσκονται τα πολυτελέστερα άμφια των λειτουργών. Η ταπείνωση και απλότητα του καθημερινού βίου των μοναχών δεν μπορεί να συνεχιστεί και επεκταθεί στη Θεία Ευχαριστία. Γιατί στη Θεία Ευχαριστία ζούμε την υπέρβαση του Σταυρού και το δοξασμό του στη Βασιλεία του Θεού. Γι' αυτό και η Εκκλησία έχει απαγορεύσει την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας σε ημέρες νηστείας, με δύο μόνον εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ευχαριστία και νηστεία είναι ασυμβίβαστα, ακριβώς διότι η Ευχαριστία είναι χαρά και πανηγύρι, "κλάσις του Άρτου εν αγαλλιάσει" κατά τους πρώτους Χριστιανούς. Όλα στη Θεία Ευχαριστία και στον ναό είναι λαμπρά. Οι εικόνες έχουν φόντο χρυσό, οι πολυέλαιοι είναι αναμμένοι, τα πρόσωπα των πιστών λάμπουν από χαρά και αγαλλίαση και φυσικά ο προεστώς της Ευχαριστίας Επίσκοπος, ως εικών του Βασιλέως Χριστού, τι φυσικότερον από το να έχει λαμπρά στολή και αμφίεση.
Ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ.Ιωάννης στην εκδήλωση προς τιμήν του Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ.Νικοδήμου.
Όλα αυτά ακούγονται σήμερα κάπως περίεργα. Και τούτο διότι χάσαμε πλέον τη γλώσσα της εικόνας στην εκκλησιαστική ζωή μας. Έτσι, όταν λέμε ότι ο Επίσκοπος είναι στη Θεία Ευχαριστία εικών Χριστού δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε. Η Θεία Λειτουργία είναι όμως εντελώς αδιανόητη χωρίς την έννοια του εικονισμού. Τι είναι εικόνα και πώς εφαρμόζεται στη Θεία Ευχαριστία; Ο εικονισμός είναι πρώτα απ' όλα διάχυτος στον Ορθόδοξο ναό ήδη από την εποχή της εικονομαχίας. Έτσι στη βυζαντινή εικονογραφία ο τρούλος είναι ο χώρος όπου παριστάνεται η Ουράνια Εκκλησία ενώ η αμέσως από κάτω ζώνη διακόσμησης είναι αφιερωμένη στην εξεικόνιση της επί γης Εκκλησίας. Ένας χορός από Αγίους, όπως και η ημερολογιακή σειρά της μνήμης τους είναι κατανεμημένος σ' ολόκληρο το ναό. Οι πατριάρχες, οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας και οι ιερείς έχουν θέση στην κύρια αψίδα, στο ιερό βήμα και στους παραπλεύρους χώρους, ή στους αμέσως κάτω από τον τρούλο ευρισκομένους θόλους. Οι Άγιοι Μάρτυρες σε ομαδική διάταξη σκεπάζουν τα κύρια τόξα του τρούλου, τους τοίχους, τις κολώνες και τους υπόλοιπους θολωτούς χώρους του ναού, ενώ οι ασκητές, οι απλοί μοναχοί και οι τοπικοί Άγιοι καταλαμβάνουν τελικά το δυτικό τμήμα του ναού δίπλα στην είσοδο. Όλα αυτά σημαίνουν ένα πράγμα : ότι στη Θεία Λειτουργία οι πιστοί πρέπει να αισθάνονται ότι βρίσκονται στην κοινωνία των Αγίων, στην οποία βασιλεύει ο Χριστός, όπως θα συμβεί ακριβώς στη Βασιλεία του Θεού.
Αλλά ο εικονισμός δεν περιορίζεται στον ναό και τις εικόνες που τον διακοσμούν. Επεκτείνεται και στα τελούμενα εν τω ναώ και σε εκείνους που τα τελούν, δηλαδή στους λειτουργούς. Έτσι, ακολουθώντας πιστά τον Άγιο Μάξιμο και απηχώντας τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, ο Άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τον 8ο αιώνα, στο ερμηνευτικό του υπόμνημα στη Θεία Λειτουργία γράφει για το Σύνθρονο του Επισκόπου ότι είναι "τόπος και θρόνος εν όπερ ο Παμβασιλεύες Χριστός προκάθηται μετά των αυτού Αποστόλων". Υποδεικνύει δε και την Δευτέραν Αυτού Παρουσίαν "καθ' ην ελθών εν δόξη" - σημειώστε το στοιχείο της δόξας και λαμπρότητος - "αποδούς εκάστω κατά το έργον αυτού και πάντα κόσμον κρίνει".
Όλα λοιπόν και όλοι μέσα στη Θεία Ευχαριστία εικονίζουν κάτι. Ο λαός τον κόσμο ολόκληρο, ο Επίσκοπος τον Χριστό Βασιλέα, οι ιερείς του Αποστόλους, οι διάκονοι τους Αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα "τα εις δικανονίαν αποστελλόμενα" κατά την έκφραση της Γραφής. Η αναπαράσταση της Θείας Λειτουργίας με τον Επίσκοπο ως Χριστό Βασιλέα, τους διακόνους ως Αγγέλους κλπ. είναι εμφανής στη βυζαντινή αγιογραφία των ναών. Όποιος αρνείται τον εικονισμό στην Εκκλησία, αρνείται όλη την ιστορία της Σωτηρίας, ισχυρίζεται ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
Αλλά τί ακριβώς είναι η εικόνα μέσα στη θεολογία της Λειτουργίας και γιατί είναι απαραίτητη; Τι σημαίνει ως προς το θέμα μας ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού και γιατί δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την εικόνα και να φθάσουμε απευθείας στο πρωτότυπο; Γιατί με άλλα λόγια δεν μπορούμε να προσευχόμεθα απευθείας στο Χριστό, αλλά πρέπει να παρεμβάλλεται η εικόνα του, ο Επίσκοπος; Μάλιστα, πολλοί θα προτιμούσαν να μην παρεμβάλλεται το ανθρώπινο στοιχείο, το οποίο ενίοτε μας εμποδίζει να προσευχηθούμε νοερά και πνευματικά, όπως λέμε, όχι σπάνια ακριβώς εξαιτίας της λαμπράς αμφίεσης. Τέτοιες σκέψεις οδήγησαν τον προτεσταντισμό στην απόρριψη του εικονισμού, τόσο στη διακόσμηση του ναού όσο και στην αντίληψη περί λειτουργών και ιεροσύνης. Το ίδιο έκανε περίπου και η δευτέρα Σύνοδος του Βατικανού κάτω από την επίδραση του προτεσταντισμού και λόγω του ότι στους Ρωμαιοκαθολικούς η έννοια της εικόνας είχε προ πολλού μετατραπεί σε απλή διακοσμητική τέχνη χωρίς εσχατολογικό και οντολογικό περιεχόμενο.
Μεταξύ των ορθοδόξων επεκράτησε στον καιρό μας σύγχυση και αντιφατικότητα σε βαθμό άκρως επικίνδυνο. Έτσι από το ένα μέρος οι πιστοί μας δέχονται τον εικονισμό ως προς τις ιερές εικόνες τις οποίες προσκυνούν με ευλάβεια αλλά από το άλλο μέρος διστάζουν να προσεγγίσουν με τον ίδιο λατρευτικό ρεαλισμό, με την ίδια ευλάβεια, τους λειτουργούς και τον Επίσκοπο. Υπάρχουν, βέβαια, ακόμη πολλοί που βλέπουν στο πρόσωπο του Επισκόπου τον ίδιο τον Χριστό αλλά ο αριθμός τους μειώνεται διαρκώς και περισσότερο και χάνεται η εικονολογική αντίληψη των δρωμένων της Θείας Ευχαριστίας. Πόσοι βλέπουν πλέον τον προεστώτα της Ευχαριστίας Επίσκοπο ως εικόνα Χριστού; Ο λόγος για τον οποίον αρχίζει να εκλείπει η αντίληψη αυτή είναι διττός. Από το ένα μέρος οφείλεται στο ότι αγνοούμε το τί σημαίνει "εικόνα", "εικονισμός" και "εικονίζω" στη γλώσσα της Εκκλησίας. Από το άλλο μέρος δεν φαίνεται να κατανοούμε πια την ανάγκη του εικονισμού στη λατρεία.
Ας αναλύσουμε σύντομα αυτά τα δύο στοιχεία. Εικόνα είναι, θα μπορούσε να πει κανείς επιγραμματικά, η προσωπική ή υποστατική παρουσία χωρίς την παρουσία της ουσίας ή φύσεως. Έτσι, ο Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ο υπέρμαχος των ιερών εικόνων είναι σαφής : "Ούχ άλλο τι εστίν η του Χριστού εικών, ή Χριστός", παρά το της ουσίας, δηλαδή, διάφορον. Γι' αυτό και δεν διστάζει να γράψει : "και Χριστόν την του Χριστού εικόνα λέγομεν". Με άλλα λόγια στην εικόνα υπάρχει προσωπικά το πρωτότυπο γι' αυτό και η προσκύνησίς της "επί το πρωτότυπον διαβαίνει" κατά την γνωστήν φράσιν του Μ. Βασιλείου. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς θεολογία του προσώπου δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την έννοια της εικόνας. Ο σύγχρονος άνθρωπος τείνει προς την ατομοκρατία και δυσκολεύεται να κατανοήσει την εικόνα. Έτσι βλέπει τον άλλον ως άτομο, παρασύρεται από τις φυσικές του ιδιότητες και αδυνατεί να αναχθεί πέρα από αυτές σε κάτι που παραπέμπει προσωπικά η εικόνα. Για να περιορίσουμε το πρόβλημα στο θέμα της ομιλίας μας, το να λέμε ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού ξενίζει τον άνθρωπο σήμερα, ο οποίος συνηθίζει να βλέπει όλα και τον συγκεκριμένο Επίσκοπο ως άτομο, οι φυσικές ιδιότητες του οποίου, το σώμα, η μορφή, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητός του, θετικά ή αρνητικά, εγκλωβίζουν τη σκέψη του και δεν του επιτρέπουν να αναχθεί προς κάτι πέρα από το ορώμενο άτομο.
Γιατί όμως είναι απαραίτητη η έννοια της εικόνας στη Θεία Ευχαριστία; Ο Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης δίνουν στην εικόνα το προβάδισμα έναντι του λόγου για δύο κυρίως λόγους. Ο ένας είναι ότι, ο λόγος μπορεί να οδηγήσει σε παρανοήσεις ενώ η εικόνα δυσκολότερα. Ο άλλος, ο και κυριότερος κατ' αυτούς, είναι διότι η εικόνα προσεγγίζει περισσότερο προς το εσχατολογικό όραμα. Γι' αυτό και η θέα της εικόνας του Χριστού αποτελεί πρόγευση της εσχατολογικής θέας. "Ήτις ού προσκυνεί την εικόνα του Σωτήρος Χριστού, μη ίδει εν τη Δευτέρα Παρουσία την Τούτου μορφήν". Αν δεν έχουμε έννοια εικόνας τότε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πώς η Βασιλεία του Θεού μπορεί να μας προσεγγίσει διαμέσου της ιστορίας, παραμένουμε εγκλωβισμένοι στην ιστορία, σ' αυτό που βλέπουμε με τις αισθήσεις μας. Ο Επίσκοπος είναι για μας ο κύριος τάδε με τις ιδιότητες της ατομικής υπάρξεώς του, καλές ή κακές, χωρίς να μπορούμε να αναχθούμε διαμέσου του προς την Βασιλεία. Η επικοινωνία μας με το Θεό παρακάμπτει έτσι τον άνθρωπο και πραγματοποιείται μέσω της φαντασίας. Ο πιστός που πηγαίνει στην Θείαν Ευχαριστία και κλείνει τα μάτια του ή διαβάζει το βιβλίο της Θείας Λειτουργίας επικοινωνεί - μάλλον νομίζει πως επικοινωνεί - νοερά με το Θεό και θεωρεί τους ανθρώπους δίπλα του εμπόδιο στην επικοινωνία του αυτή. Ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να καθίσει στο σπίτι του και να προσευχηθεί νοερά - τώρα μάλιστα έχει στη διάθεσή του και τη ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση της Θείας Λειτουργίας - χωρίς να ενοχλείται από το διπλανό του ή να σκανδαλίζεται από το λειτουργό.
Η εικόνα μας προσφέρει παραδόξως τόσο μια καταξίωση της ιστορίας και του πλησίον μας, όσο και μια υπέρβαση και αναφορά τους στη Βασιλεία του Θεού. Η θεώρηση του Επισκόπου ως εικόνος του Χριστού έχει σπουδαίες συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο τελεί τη Θεία Λειτουργία. Εκτός από την αμφίεση για την οποίαν ήδη έγινε λόγος υπάρχουν μέσα στο τυπικό της τελέσεως της Θείας Λειτουργίας από τον Επίσκοπο, σημαντικά στοιχεία που εικονίζουν την έλευση και εγκαθίδρυση της Βασιλείας του Θεού διαμέσου της Θείας Ευχαριστίας. Θα περιορισθώ σε μερικά από αυτά.
α) Η είσοδος του Επισκόπου. Στις αρχαίες λειτουργίες η είσοδος αυτή ταυτίζεται με τη λεγομένη Μικρά Είσοδο. Πριν από αυτήν ο Επίσκοπος δεν ευρίσκετο στον ναό. Ενεδύετο τα άμφιά του στο σκευοφυλάκιο και εισήρχετο στον ναό όπου τον ανέμενεν ο λαός για να τον υποδεχθεί ως τον ίδιο το Χριστό. Εντεύθεν και η ψαλμωδία "δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ" συνοδευόμενη προφανώς από μια προσκύνηση του λαού προς τον εικονίζοντα τον Χριστόν Αρχιερέα. Σήμερα η συνήθεια των Επισκόπων, μόνο στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη - ευτυχώς - να ενδύονται τα άμφιά των εντός του ιερού γελοιοποιεί, αν δεν εξαφανίζει, την έννοια της εισόδου αφού ο Επίσκοπος ξαναμπαίνει εκεί που ήδη είχε εισέλθει. Τούτο συντελεί στην απώλεια του εικονισμού του Χριστού ως ερχομένου στον κόσμο, όπως την έβλεπεν ο Άγιος Μάξιμος, ο Άγιος Γερμανός κ.α.
β) Η εγκατάστασις του Επισκόπου εις το Σύνθρονον, βασική όπως είδαμε εικόνα του εσχατολογικού Χριστού στην οποία τόσο πολύ επέμειναν οι Πατέρες που ερμήνευσαν τη Θεία Λειτουργία. Και αυτό τείνει να ατονήσει. Σημειωτέον ότι μόνον ο τοπικός Επίσκοπος κάθεται εις το Σύνθρονόν του διότι μόνον αυτός είναι κεφαλή της συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας.
γ) Το κήρυγμα του λόγου μόνον ευθύς μετά τα αναγνώσματα, διότι, όπως εξηγεί ο Άγιος Μάξιμος, "μετά ταύτα όλα πλέον συντελούνται στα έσχατα", στη Βασιλεία του Θεού, όπου το κήρυγμα είναι αδιανόητο. Και αυτό δυστυχώς πολύ συχνά πλέον καταστρατηγείται και έτσι ανατρέπεται η έννοια της Ευχαριστίας ως εικόνα της Βασιλείας.
δ) Η Μεγάλη Είσοδος αποδεικνύει ότι ο Επίσκοπος είναι εικών Χριστού, διότι μόνον αυτός δεν λαμβάνει μέρος στην ιεράν πομπή των Τιμίων Δώρων και αναμένει προς της Αγίας Πύλης για να τα παραλάβει. Είναι άκρως σημαντική αυτή η λεπτομέρεια όταν μάλιστα ληφθεί υπόψιν ότι στην Αρχαία Εκκλησία ο Επίσκοπος δεν επλησίαζε καθόλου στην Πρόθεση και δεν μετείχε στην Προσκομιδή, όπως συμβαίνει σήμερα. Ως εικών Χριστού παραλαμβάνει τα δώρα διά να τα ανφέρει εις τον θρόνο του Θεού και να τα αγιάσει. Πρόκειται για μια κατεξοχήν χριστολογική πράξη.
ε) Η ευχή της Αναφοράς, η οποία αρχίζει με το "Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω" και τελειώνει με τα Δίπτυχα λέγεται όλη από τον προεστώτα Επίσκοπο διότι είναι ενιαίο και αδιάσπαστο όλον. Τα Δίπτυχα, που αποτελούσαν άλλοτε ουσιαστικό στοιχείο της Θείας Λειτουργίας είναι διπλά : των κεκοιμημένων και των ζώντων · και των μεν κεκοιμημένων έχουν επικεφαλής την Παναγίαν, "εξαιρέτως", των δε ζώντων τον προεστώτα Επίσκοπον, "εν πρώτοις". Το σημείον αυτό αποδεικνύει ότι χωρίς το μνημόσυνον του Επισκόπου η Ευχαριστία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος. Πρόκειται για το πλέον καίριο στοιχείο, που αναδεικνύει την Θεία Ευχαριστία επισκοποκεντρικό γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας. Όλοι οι ζώντες αναγνωρίζουν με αυτόν τον τρόπο ως κεφαλή τους εν πρώτοις τον Επίσκοπο. Γι' αυτό και ενέχει αποφασιστική σημασία για την εγκυρότητα της Θείας Ευχαριστίας η ορθή μνημόνευση τη στιγμή εκείνη του κανονικού Επισκόπου ή εκείνου "ο αν αυτός επιτρέψει" κατά την φράσιν του Αγίου Ιγνατίου. Όταν της Θείας Λειτουργίας προΐσταται Αρχιερεύς αναγινώσκονται τα Δίπτυχα με τα ονόματα των κεφαλών όλων των ανά την οικουμένην Εκκλησιών μετά των οποίων ευρίσκεται σε ευχαριστιακή κοινωνία. Τούτο είναι σημαντικό, και κακώς κατά την ταπεινή μου γνώμη έχει πλέον περιορισθεί μόνον κατά τις μεγάλες πανηγύρεις. Διότι το νόημά του δεν είναι τελετουργικό αλλά βαθύτατα εκκλησιολογικό. Με αυτό δηλώνεται ότι κάθε Θεία Ευχαριστία, η υπό τον Επίσκοπον ούσα, δεν είναι αληθινή και έγκυρη αν δεν αποτελεί κοινωνίαν με την Ευχαριστίαν όλων των άλλων τοπικών Εκκλησιών. Ο Επίσκοπος, ως προεστώς της τοπικής Ευχαριστίας αποτελεί κρίκον ενότητος της Εκκλησίας αυτής με όλες τις ανά τον κόσμον Εκκλησίες. Ο Επίσκοπος δεν είναι μόνον το κέντρο ενότητος της δικής του τοπικής Εκκλησίας αλλά και ο κρίκος που συνδέει μεταξύ τους όλες τις τοπικές Εκκλησίες σε μία ανά την οικουμένην Εκκλησία. Για το λόγο άλλωστε αυτό και υπάρχει το συνοδικό σύστημα στην Εκκλησία, στο οποίο μετέχουν μόνον Επίσκοποι. Πρόκειται για ένα σύστημα ενότητος όλων των τοπικών Εκκλησιών διαμέσου των προεστώτων της Θείας Ευχαριστίας κάθε Εκκλησίας. Έτσι, εμμέσως, κάθε Σύνοδος αποτελεί ευχαριστιακό γεγονός, έκφραση της μιας ανά την οικουμένην Θείας Ευχαριστίας. Στο σημείο αυτό, της εκφωνήσεως δηλαδή των Διπτύχων πρέπει να σημειωθεί ότι τούτο αποτελεί σημείο ουσιαστικό της Ευχαριστίας, διότι έχει σχέση με την Ευχαριστία ως ανάμνηση, ως μνημόσυνο ενώπιον του θρόνου του Θεού στη Βασιλεία Του. Την ώρα εκείνη της φρικτής Αναφοράς ο λειτουργός μνημονεύει όλων εκείνων, νεκρών και ζώντων, τους οποίους η Εκκλησία θέλει να θυμηθεί ο Θεός στη Βασιλεία Του : "Μνήσθητι Κύριε" τούτων ή εκείνων των προσώπων. Για το λόγο αυτό, ορθώς ο Σεβασμιώτατος Άγιος Πατρών, ο τιμώμενος απόψε, εισηγείται να απαλειφθεί από τα Δίπτυχα η φράση "πολλά τα έτη" η οποία παρεισέφρησε προφανώς εξ' επιδράσεως των αρχιερατικών φημών. Πρόκειται για σημαντική πρόταση, η οποία ελπίζω να ληφθεί υπόψιν από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες πρωτοστατούντος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Δεν θα αναφερθούμε σε άλλες πτυχές της Θείας Λειτουργίας, οι οποίες καταδεικνύουν τη θέση του Επισκόπου στη Θεία Ευχαριστία. Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς πολλές λειτουργικές λεπτομέρειες, σημαντικές από εκκλησιολογικής απόψεως. Το γεγονός ότι ο ιερεύς όταν πρόκειται να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία λαμβάνει καιρόν όχι μόνον από τις ιερές εικόνες του εικονοστασίου, αλλά και από τον θρόνον του Επισκόπου, έστω και αν αυτός είναι κενός - έτσι τουλάχιστον έκαναν οι παλαιοί ιερείς - και ότι δεν μπορεί να τελέσει τη Θεία Ευχαριστία παρά επάνω σε Αντιμήνσιο υπογεγραμμένο από τον Επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, όλα αυτά μαζί με το μνημόσυνο του Επισκόπου την ώρα της Αναφοράς μαρτυρούν ότι και όταν ακόμη δεν λειτουργεί ο Επίσκοπος, αυτός είναι το κέντρον της Θείας Ευχαριστίας.
Σεβασμιώτατοι και αγαπητοί αδελφοί. Ο αιών ο οποίος δύει έχει χαρακτηρισθεί ως αιώνας της εκκλησιολογίας. Πράγματι, πολλές μελέτες έχουν γραφεί για την Εκκλησία στην εποχή μας. Αλλά, η εκκλησιολογική συνείδηση, ακόμη και των Ορθοδόξων, έχει πολλήν ανάγκη καλλιεργείας. Στην ομιλία μου αυτή θέλησα να υπογραμμίσω ιδιαιτέρως το βαθύτερο νόημα του λειτουργικού τυπικού σε ότι αφορά στη θέση του Επισκόπου εν τη Θεία Ευχαριστία. Συνηθίζομε να θεωρούμε το τυπικό ως κάτι δευτερεύον, αλλά στην Εκκλησία μας την Ορθόδοξο δεν υπάρχουν τύποι και τυπικόν χωρίς βαθύ εκκλησιολογικό περιεχόμενο. Το λειτουργικό μας τυπικό πηγάζει από τη θεολογική συνείδηση της Εκκλησίας μας. Δεν είναι νεκρόν γράμμα, ούτε τυπολατρία. Ο σεβασμός του αποτελεί καθήκον ισάξιο προς το σεβασμό που οφείλουμε προς τα δόγματα της Εκκλησίας μας. Ο τιμώμενος απόψε Ιεράρχης, ως πιστός τηρητής και διδάσκαλος του λειτουργικού τυπικού και υποδειγματικός προεστώς της Θείας Ευχαριστίας συνεχίζει την μακράν παράδοσιν της Εκκλησίας μας, η οποία έχει τις καταβολές της στην Ορθόδοξο εκκλησιολογία. Του οφείλομε χάριτας διά τούτου καθώς και διά την όλην πλουσιοτάτην εκκλησιαστικήν διακονίαν του, την οποίαν ευχόμεθα να συνεχίσει επί έτη ακόμη πολλά, μαζί με την συνεισφοράν του εις τα γράμματα, η οποία είναι πραγματικά πολύτιμος. Είησαν τα έτη σας Σεβασμιώτατε Άγιε Πατρών πολλά και ευλογημένα.

Η ελληνική γλώσσα ως όχημα διάδοσης της χριστιανικής διδασκαλίας

 Ομιλία στην Ορθόδοξη Ακαδημίας Κρήτης, 10 Μαΐου 2008.
 Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διάλογοι καταλλαγής», αρ. φύλλ. 89, Απρ.-Μάιος-Ιούν. 2008
    Η Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, μέσα στην ευρύτερη δραστηριότητά της, έχει και ιεραποστολικό χαρακτήρα, αφού με ποικίλες δράσεις της καλλιεργεί, ενισχύει, προβάλλει και διαδίδει την ορθόδοξη χριστιανική πίστη μας. Δεν είναι τυχαίο ότι το παρεκκλήσι τής Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης είναι αφιερωμένο στους ιεραποστόλους Κύριλλο και Μεθόδιο. Με αφορμή το έργο των δύο μεγάλων ιεραποστόλων και το έτος (2008) τού Αποστόλου Παύλου θα ήθελα να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις ως προς τον ρόλο τής γλώσσας σε σχέση με τις προσωπικότητες που αναφέραμε. Θέμα μου: «Η γλώσσα ως όχημα διάδοσης τής χριστιανικής διδασκαλίας».
    Σπάνια μια γλώσσα έχει συνδεθεί τόσο με μια θρησκεία όσο η ελληνική γλώσσα με τη χριστιανική διδασκαλία. Θα σταθώ σε μερικά σημεία-σταθμούς για τη σύνδεση τής ελληνικής γλώσσας με τη χριστιανική διδασκαλία και ευρύτερα με τη θρησκεία, με την Εκκλησία, με τη λατρεία, με την ιεραποστολή, με τον Ελληνισμό.
Γλώσσα και θρησκεία
    Επιτρέψτε μου, πρώτα, μερικές γενικές σκέψεις για το θέμα που συζητούμε. Δεν μπορείς να διδάξεις μια οποιαδήποτε θρησκεία, χωρίς να μιλήσεις ζωντανά, πειστικά, λογικά μαζί και βιωματικά, με πάθος, με έμπνευση, με ενθουσιασμό για την πίστη σου. Για να «κοινωνήσεις», όμως, την πίστη σου, πρέπει να επι-κοινωνήσεις με τους ανθρώπους, που θέλεις να καταστήσεις κοινωνούς τής πίστης σου. Πρέπει η πίστη να γίνει «κοινωνία». Η σκέψη να γίνει γλώσσα. Η διδασκαλία να γίνει επι-κοινωνία. Το συναίσθημα και το βαθύτερο βίωμα να γίνουν γλωσσική έκφραση. Πρέπει όλα να κατατείνουν σε μια συνάντηση με τον άλλον. Συνάντηση ουσίας, συνάντηση αγάπης, συνάντηση ζωής. Συνάντηση που θα ξεκινήσει, θα εστιασθεί και θα επιτευχθεί με τη γλώσσα. Το Ευαγγέλιο είναι –μη το ξεχνάμε– «η καλή αγγελία», «το καλό γλωσσικό μήνυμα», «η αγγελία που οδηγεί στη σωτηρία τού ανθρώπου» ως «νέα συμφωνία», ως «νέα καθοδήγηση τού ανθρώπου», ως «Καινή Διαθήκη». Είναι τόσο σημαντική η γλωσσική ανακοίνωση και επικοινώνηση τής χριστιανικής πίστης, ώστε –για να ξεπερασθούν τα εμπόδια που θέτει η γλωσσική επικοινωνία (οι διαφορετικές γλώσσες που μιλούν οι άνθρωποι)– δόθηκε άνωθεν ακόμη και το χάρισμα τής γλωσσολαλίας, τού να γίνεται δηλ. κατανοητός ο κηρύττων τη νέα πίστη, ο κηρύττων το μήνυμα τού Ευαγγελίου, από ανθρώπους που μιλούν άλλες γλώσσες αλλά που με το χάρισμα τής γλωσσολαλίας κατανοούν τα λεγόμενα σαν να λέγονται στη γλώσσα τους.
    Εν ολίγοις, κάθε μορφή διδασκαλίας τής πίστης, εν προκειμένω τής χριστιανικής πίστης, δεν κοινωνείται ερήμην τής γλώσσας, πραγματώνεται ως γλωσσική επικοινωνία, μέσα από την οποία περνούν η διδασκαλία και τα μηνύματα. Είναι δε τόσο σημαντική η γλωσσική διατύπωση των κειμένων, όπως παραδίδονται, ώστε ενίοτε ένα και, ένα ή (διαζευκτικό), μια αντωνυμία, ένα ρήμα, η θέση μιας λέξης, να καθορίζουν ερμηνευτικά, όπως είναι γνωστό, διαφορετικές δογματικές θέσεις, ακόμη και διαφορετικές ομολογίες. Όπου δε το ιερό κείμενο παίζει και τον ρόλο τού νόμου (Π. Διαθήκη, Κοράνι κ.ά.), η γλωσσική διατύπωση και ερμηνεία καθορίζουν και την ίδια τη ζωή των ανθρώπων, όχι απλώς τη θρησκευτική τους πίστη.
Χριστιανική θρησκεία και ελληνική γλώσσα
    Η σχέση αυτή πήρε πολλαπλές μορφές και προεκτάσεις. Η απλοποιημένη εξελικτική μορφή τής αρχαίας αττικής διαλέκτου αποτέλεσε ό,τι ονομάζεται Αλεξανδρινή Κοινή, γιατί διαμορφώθηκε στα χρόνια τού Μ. Αλεξάνδρου και, μέσω των κατακτήσεων τού Αλεξάνδρου, αναδείχθηκε σε γλώσσα ευρύτερης χρήσης, από την Ελλάδα έως τις Ινδίες. Μιλήθηκε δηλ. κυρίως αλλά και γράφτηκε ως δεύτερη –ενίοτε και ως πρώτη– γλώσσα και από μη Έλληνες. Και γιατί υπήρξε προϊόν μακράς εξελίξεως και γιατί χρησιμοποιήθηκε από ομιλητές που δεν είχαν τα Ελληνικά ως μητρική γλώσσα, η Ελληνική ως Αλεξανδρινή Κοινή πήρε μια αρκετά απλουστευμένη μορφή στην προφορά τής γλώσσας πρώτα και πάνω απ’ όλα, αλλά και στη δομή –γραμματική και συντακτική– και, αναπόφευκτα, στο λεξιλόγιο. Σ’ αυτή τη γλώσσα γράφτηκαν τα κείμενα τής Καινής Διαθήκης. Σ’ αυτή τη γλώσσα μεταφράστηκε (από τους Εβδομήκοντα) και η ίδια η Παλαιά Διαθήκη, σε μετάφραση που καθιερώθηκε περισσότερο και από το πρωτότυπο! Η μετάφραση δε αυτή έγινε, διότι οι «Ελληνιστές» (οι Εβραίοι δηλ. που μιλούσαν Ελληνικά) ήταν τόσο πολλοί που χρειάστηκε να έχουν την Παλαιά Διαθήκη στη γλώσσα που καταλάβαιναν και με την οποία επικοινωνούσαν. Η γλώσσα των κανονικών Ευαγγελίων τής Κ. Διαθήκης ποικίλλει, βεβαίως, υφολογικά από Ευαγγέλιο σε Ευαγγέλιο. Άλλοτε είναι πιο απλή, άλλοτε πιο λόγια. Πάντοτε όμως βρίσκεται εντός των ορίων τής Αλεξανδρινής Κοινής και, οπωσδήποτε, είναι έτσι γραμμένη, ώστε να είναι κατανοητή στους απλούς ανθρώπους, όπως ξέρουμε ότι ήταν και ο ίδιος ο λόγος τού Χριστού. Με παρομοιώσεις και παραδείγματα από την καθημερινή απλή, και μάλιστα αγροτική, ζωή. Με χρήση τού προφορικού λόγου και μάλιστα, πολύ συχνά, τού άμεσου λόγου –όχι τού έμμεσου, που είναι πιο επεξεργασμένος– και επίσης με ευρεία χρήση των ρηματικών προτάσεων, . στις οποίες κυριαρχεί το ζωντανό, προσωπικό, βιωματικό ύφος αντί τού περιγραφικού-διαπιστωτικού αποστασιοποιημένου ύφους των ονοματικών προτάσεων.
    Αξίζει να σημειωθεί ότι οσάκις μιλούμε για το ποια ήταν η μορφή και η δομή τής Αλεξανδρινής Κοινής, η γλώσσα τού Ευαγγελίου είναι εκείνη που θεωρείται ως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα. Βέβαια, από τον 1ο αιώνα π.Χ. είχε αρχίσει να έχει απήχηση στους λογίους και γενικότερα στους μορφωμένους το κίνημα τού Αττικισμού. Με την εμφάνισή του μάλιστα διαμορφώθηκε, όπως είναι γνωστό, μια διπλή παράδοση στη χρήση τής Ελληνικής: Αφ’ ενός μεν χρησιμοποιήθηκε η «αττικιστική» μορφή, που εμιμείτο την αρχαία αττική διάλεκτο και αποτέλεσε τη γραπτή γλώσσα, την ονομαζόμενη λόγια παράδοση η οποία εξελίχθηκε σε ό,τι είναι γνωστό ως καθαρεύουσα. Παράλληλα όμως συνέχισε να χρησιμοποιείται, διαρκώς εξελισσόμενη προς απλούστερες μορφές, η Αλεξανδρινή Κοινή ή Κοινή τού Ευαγγελίου, που αποτέλεσε την προφορική Ελληνική και μετεξελίχθηκε σε ό,τι ονομάζουμε δημοτική. Την περίοδο που αναδεικνύεται ο Χριστιανισμός σε επίσημη γλώσσα τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλ. τού Βυζαντίου, εννοώ τον 4ο μ.Χ. αιώνα, οι Μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας μας, ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης, υιοθετούν στον λόγο τους την αττικιστική παράδοση, δηλ. απομακρύνονται από την απλή γλώσσα τού Ευαγγελίου, από την Κοινή, διαμορφώνοντας έτσι την επίσημη μορφή λόγου των πατερικών κειμένων και τής Εκκλησίας μας γενικότερα. Τολμώ να υποστηρίξω πως, αν οι τρεις Μεγάλοι Ιεράρχες μας είχαν υιοθετήσει την Κοινή τού Ευαγγελίου, τότε πιθανότατα –με τη δύναμη τού παραδείγματός τους και τού λόγου τής Εκκλησίας– θα είχε γενικευθεί η Κοινή και δεν θα υπήρχε στην Ελληνική πρόβλημα γλωσσικής διμορφίας. Οπωσδήποτε, οι Μεγάλοι Πατέρες προτίμησαν τη λόγια γλώσσα τής εποχής τους, την αττικιστική, για συγκεκριμένους λόγους : για να μιλήσουν για τη νέα θρησκεία με μια καλλιεργημένη ήδη γλώσσα που παρείχε λεπτές γλωσσικές διακρίσεις καίριων εννοιών• για να χρησιμοποιήσουν τη μορφή γλώσσας που επικρατούσε μεταξύ των μορφωμένων τής εποχής και μάλιστα των ελληνικής μορφώσεως, που υποτιμούσαν τους Χριστιανούς ως απαίδευτους• για να αντιμετωπίσουν με γλωσσική επάρκεια τα προβλήματα των πολλών αιρέσεων που τις περισσότερες φορές ακροβατούσαν στη λέξη.
    Τη λόγια μορφή τής εκκλησιαστικής γλώσσας ενίσχυσε καθοριστικά η γλώσσα τής λατρείας. Η γλώσσα τής Θ. Λειτουργίας τού Ιωάννη τού Χρυσοστόμου και τής Θ. Λειτουργίας τού Μ. Βασιλείου έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό. Το ίδιο και η γλώσσα των Ύμνων τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τής Υμνολογίας όλων των χρόνων τού Βυζαντίου με τους μεγάλους Βυζαντινούς ορθόδοξους υμνογράφους.
Έτσι, η ελληνική γλώσσα όχι μόνο συνδέθηκε με την ορθόδοξη πίστη και την ορθόδοξη λατρεία, αλλά ανατροφοδότησε γλωσσικά την Ελληνική, αφού οι λέξεις τής λόγιας παράδοσης γίνονταν κτήμα και τού απλού λαού και επηρέαζαν τη γλωσσική του έκφραση. Ένα πλήθος εκκλησιαστικών φράσεων από το Ευαγγέλιο, τη Θ. Λειτουργία και την Υμνογραφία (ιδίως τής Μ. Εβδομάδος) έχουν περάσει στην καθημερινή γλώσσα τού λαού.(Μερικά παραδείγματα : αγρόν ηγόρασε, αντί τού μάννα χολήν, άξιος ο μισθός του, από καταβολής κόσμου, από τον Άννα στον Καïάφα, άρον-άρον, άρρητα ρήματα, ας όψεται, άσωτος υιός, διά το θεαθήναι τοις ανθρώποις, διά τον φόβον των Ιουδαίων, δόξα σοι ο Θεός, είπα και ελάλησα,εκ τού πονηρού, επί ξύλου κρεμάμενος, να θέσω τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων, ζωή χαρισάμενη κ.λπ.) Για πολλούς αιώνες, μέχρι τις αρχές τού 19ου αιώνα, η διπλή γλωσσική παράδοση ήταν ευρύτερα αποδεκτή και μόλις περί το 1800, με τη διαμάχη τού Ευγένιου Βούλγαρι με τον Ιώσηπο Μοισιόδακα και τους υποστηρικτές τής μιας και τής άλλης πλευράς, ανακύπτει το γνωστό γλωσσικό ζήτημα. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι όταν χρειάστηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία να αντιμετωπίσει το κύμα τού προσηλυτισμού που πήγε να περάσει στον λαό από ιερωμένους άλλων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τη δημοτική για να προσελκύσουν απλούς λαϊκούς ανθρώπους, τότε και οι Ορθόδοξοι ιερωμένοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την απλούστερη Ελληνική, τη δημοτική γλώσσα, για να στηρίξουν τον λαό στην ορθόδοξη πίστη του με το κήρυγμά τους, εισάγοντας μια μορφή γλώσσας που έχει χαρακτηρισθεί ως εκκλησιαστικός δημοτικισμός. Ας μη ξεχνάμε ότι στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, σ’ αυτό το εθνικο-πνευματικό κίνημα παιδείας που προετοίμασε ιδεολογικά την Ελληνική Επανάσταση τού ’21, οι ορθόδοξοι ιερωμένοι (από απλοί διάκονοι έως διακεκριμένοι επίσκοποι) είναι αυτοί που χρησιμοποίησαν την απλή ελληνική γλώσσα για να μεταφράσουν και να σχολιάσουν τα αρχαία κείμενα, αυτά που χρησίμευσαν ως βάση για την τόνωση τού εθνικού φρονήματος τού υπόδουλου Ελληνισμού.
Κύριλλος και Μεθόδιος: Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων
    Η κορύφωση τής αξιοποίησης τής γλώσσας στην ιεραποστολή είναι έκγλυφη στην περίπτωση τού ιεραποστολικού έργου των αδελφών Κωνσταντίνου (μετέπειτα Κυρίλλου, όταν εκάρη μοναχός στα τέλη τού βίου του) και Μεθοδίου, που κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Λόγιος ο Κωνσταντίνος/Κύριλλος, σπουδασμένος, καθηγητής, προστατευόμενος τού διαπρεπούς λογίου Πατριάρχη Φωτίου. Μοναχός από νωρίς ο Μεθόδιος, οργανωτικός, δημιουργικός, στα βήματα τού Κυρίλλου, με συμπληρωματικό ρόλο, επίσης προστατευόμενος από τον Φώτιο.
Κύριλλος και Μεθόδιος είναι αυτοί που εκχριστιάνισαν τη Μοραβία (σημερ. Τσεχία και Σλοβακία) και μετέπειτα την Παννονία (σημερ. Ουγγαρία). Έλληνες και Σλάβοι μαθητές τους συνέχισαν το έργο τους αργότερα στη Βουλγαρία και σε άλλες χώρες των Βαλκανίων, φθάνοντας μέχρι την Πολωνία και αργότερα μέχρι τη Ρωσία.
    Οι δύο Βυζαντινοί ιεραπόστολοι τού 9ου αιώνα βρέθηκαν σε λαούς που θρησκευτικά δεν είχαν σχέση με τον Χριστιανισμό και γλωσσικά διέθεταν μόνο προφορικό λόγο. Δεν είχαν γραφή. Έτσι οι δύο ιεραπόστολοι, με προεξάρχοντα τον λόγιο Κύριλλο (Κωνσταντίνο τότε ακόμη), χρειάστηκε πρώτα απ’ όλα να δημιουργήσουν, να εφαρμόσουν και να διδάξουν ένα σύστημα γραφής στο οποίο θα έγραφαν μεταφρασμένη τη χριστιανική διδασκαλία τού Ευαγγελίου (αρχικά τα αποσπάσματα που διαβάζονταν στη Θ. Λειτουργία) και την ίδια τη Θ. Λειτουργία. Αυτό που έκαναν στη πράξη –σαν να ήταν γλωσσολόγοι και όχι απλοί ιεραπόστολοι– ήταν να παραστήσουν με γράμματα τού ελληνικού αλφαβήτου τις φωνητικές αξίες των φθόγγων τής Σλαβικής, γεγονός που απαιτούσε γνώσεις και φαντασία. Έτσι δημιούργησαν αρχικά το γλαγολιτικό αλφάβητο, το οποίο αργότερα χρειάστηκε να απλοποιηθεί αρκετά και να αποτελέσει το σημερινό κυριλλικό αλφάβητο (από το όνομα τού Κυρίλλου που τού έδωσε την πρώτη μορφή, μολονότι αργότερα απλοποιήθηκε σημαντικά από τον Μεθόδιο). Ας θυμίσουμε εδώ ότι αυτό ήταν το δεύτερο αλφάβητο, που προήλθε από το αλφάβητο τής Ελληνικής, επαυξημένο με έναν αριθμό παραγώγων γραμμάτων, για να αποδώσει τους φθόγγους τής Σλαβικής (γλώσσα η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία ουρανικών συμφώνων). Το πρώτο αλφάβητο που προήλθε από την Ελληνική είναι, ως γνωστόν, το λατινικό αλφάβητο, δηλ. το ελληνικό δυτικό (όπως λεγόταν) αλφάβητο τής Εύβοιας (Χαλκίδος), που μεταφέρθηκε από τους Έλληνες εποίκους στην Κάτω Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα) απ’ όπου και γενικεύθηκε στον αρχαίο ιταλικό χώρο.
    Αξίζει να τονισθεί ότι με τη δημιουργία –μέσω τού κυριλλικού αλφαβήτου– γραπτού λόγου τής αρχαίας Σλαβικής (τής λεγόμενης Σλαβονικής) όχι μόνο διαδόθηκαν μέσω αυτής τα κείμενα τής Θ. Λειτουργίας, τα αναγνώσματα τού Ιερού Ευαγγελίου και ολόκληρη η Κ. Διαθήκη (μεταφράστηκε από τον Μεθόδιο και τους μαθητές του) καθώς και κείμενα των Πατέρων, αλλά η απόκτηση γραφής και η δημιουργία γραπτού λόγου έκαναν ώστε να αναπτυχθεί και σλαβονική φιλολογική γλώσσα που επέδρασε γενικότερα στην πολιτιστική ανάπτυξη των Σλάβων. Με το εξελιγμένο και εξειδικευμένο για τη γλώσσα τους αλφάβητο οι Σλάβοι εκφράστηκαν γραπτώς και δημιούργησαν αργότερα μεγάλα κείμενα λογοτεχνίας αλλά και ορθόδοξης θεολογίας.. Εις αναγνώριση αυτού τού σημαντικού έργου για τον Χριστιανισμό και τής περαιτέρω προσφοράς τους στην πολιτιστική ανάπτυξη των νέων σλαβικών λαών, ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ στα νεότερα χρόνια (το 1981) ανακήρυξε τους Θεσσαλονικείς ιεραπόστολους Κύριλλο και Μεθόδιο «αγίους προστάτες τής Ευρώπης»..
    Ας σημειωθεί, τέλος, ότι οι δύο ιεραπόστολοι ήταν γλωσσομαθείς, γνώριζαν δε τη Σλαβική από την εποχή που ο πατέρας τους ως δρουγγάριος τού Θέματος τής Θεσσαλονίκης είχε αρμοδιότητα και επί των Σλάβων. Ο Κύριλλος μάλιστα γνώριζε επιπλέον Αραβικά και Εβραϊκά. Η επιμονή των Θεσσαλονικέων ιεραποστόλων να τελείται η Λειτουργία στη Σλαβονική –και όχι στη Λατινική, όπως υποστήριζαν οι δυτικοί ιερείς– εδραίωσε τη σλαβική γλώσσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία των διαφόρων σλαβικών χωρών και απέτρεψε τη διά τής Λατινικής κατίσχυση τής Δυτικής Ρωμαιοκαθολικής ομολογίας.
Γλωσσολογία και μετάφραση τής Αγίας Γραφής
    Το πρόβλημα που αντιμετώπισαν εξ αρχής οι ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος –εκτός των άλλων– ήταν το οξύ πρόβλημα τής γλώσσας στην οποία θα διδασκόταν το Ευαγγέλιο και τα κείμενα τής Θ. Λειτουργίας εν συνεχεία και τα πατερικά, ώστε να γίνουν κατανοητά από τους Σλάβους και να πιστέψουν στη διδασκαλία τού Ευαγγελίου. Ορθώθηκε, λοιπόν, και πάλι το εμπόδιο κάθε ιεραποστολικής προσπάθειας, το εμπόδιο τής γλώσσας. Στην περίπτωση μάλιστα των Σλάβων, που δεν είχαν γραφή, το εμπόδιο ήταν ακόμη μεγαλύτερο, γιατί για να υπάρξει μετάφραση τού Ευαγγελίου και τής Θ. Λειτουργίας, ώστε να διαβάζονται οι αρχές τής διδασκαλίας τού Χριστού και να τελείται η Θ. Λειτουργία, έπρεπε πρώτα να δημιουργηθεί ένα σύστημα γραφής και να διδαχθεί η γραφή αυτή στους νεήλυδες στη χριστιανική πίστη. Αυτό και έγινε, όπως είδαμε, με την επινόηση τού κυριλλικού αλφαβήτου, τροποποίηση και προσαρμογή τού ελληνικού αλφαβήτου στις ανάγκες παράστασης τής σλαβικής γλώσσας.
    Με την ευκαιρία αυτή συνειδητοποιούμε ότι το έργο τής ιεραποστολής σε νεοφώτιστους Χριστιανούς οι οποίοι δεν διαθέτουν γραφή (συνέβη, στην πράξη, με την ιεραποστολή σε Αφρικανούς και σε διάφορες φυλές τού Ειρηνικού και τής Ασίας) περιλαμβάνει δύο γλωσσικά στάδια: α) τη δημιουργία γραφής και β) τη μετάφραση τού Ευαγγελίου στη γλώσσα των προσερχομένων στη χριστιανική πίστη. Βεβαίως, προϋποτίθεται ένα προγενέστερο ακόμη στάδιο: η εκμάθηση τής γλώσσας των προσηλυτιζομένων από τον ασκούντα το ιεραποστολικό έργο. Για να διδάξεις το Ευαγγέλιο τής νέας θρησκείας, πρέπει πρώτα να μάθεις ο ίδιος τη γλώσσα των μελλοντικών πιστών.
    Η ανάγκη αυτή απασχόλησε τη γλωσσική επιστήμη και οδήγησε σε σημαντικές αρχές ανάλυσης και μετάφρασης σε διάφορες γλώσσες. Από τους πιο γνωστούς γλωσσολόγους που ασχολήθηκαν με τη μετάφραση είναι ο Kenneth Pike, Αμερικανός στρουκτουραλιστής γλωσσολόγος, πρωτοπόρος σε θέματα φωνολογικής και μορφολογικής (γραμματικής) ανάλυσης.
    Ειδικότερα ως προς τη μετάφραση (όταν είχε λυθεί το πρόβλημα τής γραφής), προέκυψε το μείζον θέμα πώς μεταφράζεις το Ευαγγέλιο σε πολιτισμούς τελείως διαφορετικούς και σε γλώσσες επίσης τελείως διαφορετικές ως δομή από τις ινδοευρωπαϊκές. Ό,τι προκρίθηκε γενικότερα ήταν η ελεύθερη νοηματική μετάφραση (αντί τής πιστής κατά λέξιν μεταφράσεως που συχνά ήταν αδύνατη έως κωμική!) Προκρίθηκε δηλ. η μετάφραση που απέδιδε τα νοήματα τής διδασκαλίας τού Ευαγγελίου, ξεπερνώντας τη δυσκολία από την έλλειψη λέξεων που θα απέδιδαν τις έννοιες τής χριστιανικής διδασκαλίας –ιδίως σε δογματικό επίπεδο– με τη χρήση περιφραστικών δηλώσεων και με τη δημιουργία νεολογισμών, όσο το δυνατόν με μεγαλύτερη ετυμολογική διαφάνεια. Ανάλογα προβλήματα ξεπεράστηκαν και στον τομέα τής Γραμματικής (χρόνοι και ποιόν ενεργείας ρημάτων, αντωνυμίες προσωπικές, μετοχές κ.ά.) και, βεβαίως, τής Σύνταξης.
    Τελικά, αναπτύχθηκε μια ολόκληρη θεωρία και τεχνική τής μετάφρασης για ιεραποστολικούς σκοπούς που χρησιμοποίησε κυρίως η προτεσταντική και η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ορισμένες μάλιστα τεχνικές ανάλυσης τής γλώσσας (σε φωνήματα, μορφήματα κ.λπ.) βοήθησαν στην ανάπτυξη τού αμερικανικού στρουκτουραλισμού, τής Σχολής που επικράτησε στην Αμερική πριν από τη Γενετική – Μετασχηματιστική γλωσσολογία τού Noam Chomsky.
    Επ’ ευκαιρία θα ήθελα να αναφερθώ, δι’ ελαχίστων μόνο, στο θέμα τής γλώσσας τελέσεως τής Θ. Λειτουργίας στις Ορθόδοξες Εκκλησίες που λειτουργούν σε ξένες χώρες (Αμερική, Αυστραλία, Καναδά, Ευρώπη κ.ά.).Το πρόβλημα που αναφύεται μονίμως είναι κατά πόσον πρέπει η Θ. Λειτουργία να τελείται στην ξένη γλώσσα (δηλ. από μετάφραση) ή στην Ελληνική τού πρωτοτύπου; Και οι δύο πρακτικές ακολουθούνται. Ωστόσο, θεωρώ προσωπικά ότι η Θ. Λειτουργία, εκ τής φύσεώς της, έχει τελετουργικό χαρακτήρα (δεσπόζει ο ευχαριστιακός χαρακτήρας, η τέλεση τού μυστηρίου τής Θ. Ευχαριστίας), γι’ αυτό και πρέπει να τελείται στη γλώσσα τού πρωτοτύπου, ο δε πιστός να παρακολουθεί τα δρώμενα με εγκόλπιο που θα περιέχει αντικρυστά πρωτότυπο και μετάφραση (και μάλιστα σε μετάφραση ενισχυμένη με λίγα επεξηγηματικά σχόλια ως προς τα στάδια τής τέλεσης τού μυστηρίου). Το κήρυγμα μπορεί να γίνεται στην ξένη γλώσσα, όπως και ορισμένες ευχές ή και ύμνοι μπορεί να εκφωνούνται και στην ξένη γλώσσα, που για τους περισσότερους Ομογενείς (τρίτης και πλέον γενιάς) είναι και η μητρική τους γλώσσα. Όμως η ελληνική γλώσσα τού πρωτοτύπου, με το τελετουργικό της ύφος και περιεχόμενο, δεν πρέπει να υποκαθίσταται εξ ολοκλήρου από μετάφραση, γιατί οι λέξεις στο πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη γλώσσα χάνουν σε σημαντικό βαθμό το σημασιολογικό τους περιεχόμενο και το βιωματικό τους φορτίο, στοιχεία απαραίτητα στον μυστηριακό χαρακτήρα τής Θ. Λειτουργίας.
    Άλλο είναι, νομίζω, το εγχείρημα που έγινε στην Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία επί τού μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, μετά το Ευαγγέλιο στο πρωτότυπο, να αναγιγνώσκεται και η απόδοσή του σε έγκυρη νεοελληνική μετάφραση, για να γίνεται περισσότερο κατανοητό και από πιστούς που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν εύκολα έστω και την απλή (αλλά πάντως αρχαία) γλώσσα τού Ευαγγελίου. Στο κάτω-κάτω η διπλή προσέγγιση (όταν δηλ. συνυπάρχει η ανάγνωση τού πρωτοτύπου κειμένου) εντυπώνεται καλύτερα στη μνήμη κάθε πιστού. Προσωπικά, πιστεύω ότι μια τέτοια δεύτερη ανάγνωση θα ωφελούσε ευρύτερα, δοθέντος ότι στις 2.000 χρόνια που μάς χωρίζουν από την αρχική διατύπωση τού Ευαγγελίου σημειώθηκαν και γλωσσικές μεταβολές, έτσι ώστε κάποια χωρία τού Ευαγγελίου, ιδίως δε των επιστολών τού Παύλου, να γεννούν –όπως είναι φυσικό– περιορισμένης εκτάσεως δυσκολίες στην κατανόηση, λόγω κυρίως τής αλλαγής των σημασιών ή τής αχρησίας λέξεων που χρησιμοποιούνταν στην Ελληνική των χρόνων τού Χριστού αλλά και λόγω τής μειωμένης επαφής των μαθητών μας στο Σχολείο με «τα παλιότερα Ελληνικά» μας (τον αρχαίο λόγο και τη λόγια παράδοση).
Η γλώσσα τού Αποστόλου Παύλου
    Η τελευταία παρατήρηση μάς φέρνει στη μεγαλύτερη μορφή τής πρώιμης χριστιανικής ιεραποστολής, στον Απόστολο των Εθνών Παύλο, στη μνήμη τού οποίου είναι αφιερωμένο το τρέχον έτος 2008.
    Στις λίγες σκέψεις που θα θέσω υπό την κρίση σας θα ήθελα να αρχίσω με την παρατήρηση ότι «τύχη αγαθή» το έτος 2008 έχει ανακηρυχθεί και έτος διαπολιτισμικού διαλόγου και έτος τού Παύλου. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως η ιεραποστολή τού Παύλου, αν την δει κανείς στην ευρύτερή της έννοια, ήταν μαζί και η διάδοση μιας νέας μορφής πολιτισμού, αυτής που υπαγόρευε ο Χριστιανισμός και που έφερνε ο Παύλος να συναντήσει άλλους μεγάλους πολιτισμούς, άλλα δηλ. συστήματα αξιών, όπως ο ελληνικός πολιτισμός, ο ιουδαϊκός, ο ρωμαϊκός, ο ανατολικός. Έργο τού Παύλου ήταν να μυήσει ανθρώπους που προέρχονταν από πολιτισμούς που είχαν άλλη σύλληψη τής ζωής και άλλη θέση σ’ αυτή για τον άνθρωπο και για ό,τι υπάρχει –αν δέχονταν ότι υπάρχει– πέρα από τον άνθρωπο και την επίγεια ζωή του. Με τον Παύλο πραγματώνεται –σε σμικρογραφία αρχικά για να γιγαντωθεί αργότερα– μια συνάντηση πολιτισμών και ίσως, αν το δει κανείς διαφορετικά, και μια «σύγκρουση πολιτισμών», αιώνες πριν διατυπωθεί ως θεωρία στον αιώνα μας από τον Hattington! Βέβαια, ο Παύλος θα πει εδώ, στον δικό μας τόπο, στην Ελλάδα, και μάλιστα στην Πνύκα των Αθηνών μπροστά στον βωμόν «τω αγνώστω θεώ» ότι η διδασκαλία τού Χριστού έρχεται να συμπληρώσει και να δείξει ποιος είναι αυτός ο άγνωστος Θεός. Δεν προβάλλει δηλ. τη σύγκρουση, αλλά τη συμπληρωματικότητα των θρησκευτικών αξιών που συνιστούσαν, εν προκειμένω, τους δύο πολιτισμούς. Άλλωστε, η βαθιά ελληνική μόρφωση τού Παύλου, η γνώση τής ελληνικής γλώσσας, κοινής τότε γλώσσας των μορφωμένων –και όχι μόνον–, τού επέτρεπε να κάνει τέτοιες συγκρίσεις και συνδέσεις. Ακόμη – μη το ξεχνάμε – η Ταρσός τής Κιλικίας, όπου γεννήθηκε και μορφώθηκε ο Παύλος κατά τη μαρτυρία τού Στράβωνος «υπερβέβληται και Αθήνας και Αλεξάνδρειαν».
    Θα ήμουν πολύ θρασύς –και ανάξιος συνάμα– να επιχειρήσω να αποτιμήσω εγώ –ένας μη θεολόγος– το έργο και την προσφορά τού Παύλου, τής μεγαλύτερης ίσως μεταχριστιανικής προσωπικότητας που γνώρισε ο Χριστιανισμός και που οδήγησε σταθερά τα βήματα τής ορθόδοξης πατερικής θεολογίας. Δεν θα το αποτολμήσω. Επιτρέψτε μου μόνο να εκφράσω μερικές σκέψεις για μια διάσταση τού Παύλου που ίσως μπορώ κι εγώ –ως γλωσσολόγος– να εκτιμήσω: για τη γλώσσα των επιστολών τού Παύλου.
    Τα κείμενα τού Παύλου συνιστούν ένα γλωσσικό συνεχές (continuum) στο οποίο αξιοποιείται μια σειρά εκφραστικών μέσων : από το λογικό επιχείρημα ώς την προσωπική μαρτυρία και τη βιωματική προσέγγιση. Με το λογικό επιχείρημα αποσκοπεί στην πειθώ για την αλήθεια τής διδασκαλίας τού Χριστού και στο να δείξει το βαθύτερο νόημα τής θείας οικονομίας που επιτελείται με την παρουσία τού Υιού τού Θεού επί τής γης ως σωτήρος τού γένους των ανθρώπων. Μεταφέρει το μήνυμα τής βασιλείας τού Θεού και τής πίστης στον τριαδικό Θεό. Με τη «βιωματική έκρηξη» («ζω δε ουκέτι εγώ• ζη δ’ εν εμοί ο Χριστός»), εκφράζοντας την αγωνία και τον αγώνα της αναζήτησης του Θεού, της «θέωσης», ο Παύλος συνεπαίρνει τον αναγνώστη όχι πια σε λογικό αλλά σε βιωματικό-συγκινησιακό επίπεδο. Η αναφορά στην αγάπη, στην απόλυτη αγάπη (το κατ’ εξοχήν μήνυμα τού Χριστού) σε συνδυασμό με την πίστη και την ελπίδα, αλλά με την αγάπη –στον γνωστό «Ύμνο τής αγάπης»– να υπερέχει («νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη τα τρία ταύτα• μείζων δε τούτων η αγάπη») και το μήνυμα ότι είναι ένας ο Χριστός και μία η σωτηρία για κάθε άνθρωπο τής γης πέρα από διακρίσεις εθνικότητας, κοινωνικής θέσης ή φύλου («ουκ ένι Ιουδαίος, ουδέ Έλλην• ουκ ένι δούλος, ουδέ ελεύθερος• ουκ ένι άρσεν ή θήλυ• πάντες γαρ υμείς είς εστε εν Χριστώ»), η περίφημη οικουμενικότητα τής παύλειας χριστιανικής διδασκαλίας, όλα έχουν την έκφραση και την απήχησή τους στη γλώσσα τού Παύλου. Γλώσσα δυναμική, πειστική, ελκυστική, επαναστατική, κριτική, λογική αλλά και συναισθηματική, με δυο λόγια γλώσσα συναρπαστική. Στο κείμενο τού Παύλου, όπως συμβαίνει με όλα τα μεγάλα κείμενα μεγάλων διανοητών, βιώνεις την εκφραστική δύναμη, την ένταση που μπορεί να σηκώσει η ελληνική γλώσσα όταν η έκφραση ακολουθεί τα πετάγματα τής σκέψης και τον εσωτερικό παλμό που την δονεί. Στο κείμενο των Επιστολών αξιοποιούνται όλες οι επιλογές που παρέχει η γλώσσα γενικά και η καλλιεργημένη ελληνική γλώσσα ειδικότερα, ώστε να χτίζεται δημιουργικά από «μάστορες» τού λόγου όπως ο Παύλος το οικοδόμημα ενός δυνατού και επιβλητικού γραπτού κειμένου. Αναφέρομαι στις επιλογές που παρέχουν το λεξιλόγιο, η γραμματική, η σύνταξη, η θέση των λέξεων, οι νεολογισμοί, οι συνειρμικές συνδέσεις, οι αντιθέσεις, τα μέρη τού λόγου, οι παραλληλισμοί (παρηχήσεις, λεξιλογικές επαναλήψεις και, κυρίως, όμοιες συμμετρικές συντακτικές και γραμματικές δομές), γιατί βέβαια ένα μεγάλο κείμενο είναι «μεγάλο» ανάλογα με το πόσο αξιοποιεί τις δυνατότητες που παρέχει η γλώσσα. Ειδικότερα, η γλώσσα τού Παύλου έχει τον δυναμισμό τής πειθούς και τη συγκίνηση τής αγωνίας για το πόσο θα καταφέρει να βοηθήσει τον αναγνώστη με τον λόγο του. Έχεις συχνά την αίσθηση –που αναδύεται μέσα από τη γραφή του– ότι τη γραφή του Παύλου την βασανίζει η αίσθηση της προσωπικής ευθύνης και ο φόβος μήπως δεν μπορέσει να «αναπαύσει» τον αναγνώστη. Κάτι ακόμη. Ενώ η γλώσσα των Ευαγγελίων είναι συγκριτικά απλή, περιγραφική τής διδασκαλίας των λόγων, των θαυμάτων και τού όλου έργου τού Χριστού συμπεριλαμβανομένων τής θυσίας και τού πάθους Του (με εξαίρεση το Ευαγγέλιο τού Ιωάννη που επιμένει στα πνευματικά θέματα τής διδασκαλίας τού Χριστού), η γλώσσα τού Παύλου έχει τελείως διαφορετικό ύφος: Φέρει το βάρος τής προσωπικής μαρτυρίας, αναλύει την ουσία και το μήνυμα τής διδασκαλίας τού Χριστού, κρίνει, σχολιάζει, εμπνέει, διδάσκει, ψέγει, ανοίγει την καρδιά του, παραπονείται, κατανοεί, συγχωρεί, συμβουλεύει, πάσχει και συμπάσχει, πονάει και συμπονεί, αγαπάει. Ως ύφος και ως πρόθεση οι Επιστολές τού Παύλου επιτελούν διαφορετικό ρόλο, αυτόν τής ιεραποστολής και τής προσωπικής μαρτυρίας, και φυσικά υπαγορεύουν διαφορετική χρήση τής γλώσσας.
    Το βέβαιο είναι ότι, όπως συμβαίνει με τα μεγάλα πνεύματα, η γλώσσα τού Παύλου ακολούθησε το σπάνιο πνεύμα του, πέταξε εξίσου ψηλά με τη σκέψη του, την αποκάλυψε, μάς τη φανέρωσε. Έτσι μάς συγκινεί, μάς πείθει, μάς συνεπαίρνει. Θα μπορούσε, αλήθεια, να σκεφθεί κανείς μεγαλύτερη αξιοποίηση τού προνομίου τής ελληνικής γλώσσας από το να γίνει το όχημα μετάδοσης τής σκέψης τού Παύλου και μαζί το όχημα διάδοσης τής χριστιανικής διδασκαλίας με την οικουμενική διάσταση που πήρε ;
    Προσπάθησα να δώσω μερικές πτυχές τού θέματος τής γλώσσας στην ευρύτερη λειτουργία τής ιεραποστολής. Ελπίζω να μπόρεσα να δείξω έστω και αμυδρά τη στενότερη ιστορική σχέση που συνδέει την ελληνική γλώσσα και την ελληνική γραφή με τη χριστιανική διδασκαλία και τη χριστιανική ιεραποστολή. Μη ξεχνάμε ποτέ ότι το όνομα του Χριστού που σηματοδοτεί την πίστη και τη θρησκεία μας και οι λέξεις-έννοιες που χρησιμοποιούνται καθολικά για να δηλώσουν την Εκκλησία είναι ελληνικές : Christ και christian και église ή church ή Kirche αλλά και apostle και bishop και clergy και clerical είναι διεθνείς ελληνικές λέξεις και έννοιες. ΄Όλα αυτά δεν σηματοδοτούν μια ιδιαίτερη σχέση που αξίζει να την νιώσουμε πρώτοι εμείς και να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία τους ;



www.babiniotis.gr

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Εφραίμ του Σύρου- Ασκητικά

Εφραίμ του Σύρου- Ασκητικά

Του οσίου πατρός μας Εφραίμ επιστολή προς Ιωάννη μοναχό, σχετικά με την υπομονή, και περί του να μη απατάται κανείς από τους λογισμούς με πρόφαση δικαιολογίες, και να λέγει , ότι ως βοσκός πορεύομαι. Και περί σωφροσύνης.

Υπομνηστικό δηλαδή επιστολή.

Κάθε ώρα έχω στο νου μου, αδελφέ, την οπτασία που μου διηγήθηκες∙ γι’ αυτό αγωνίσου να ζεις άξια του προορισμού σου, για να αρέσεις στον Χριστό, ο οποίος σε στρατολόγησε. Διότι γνωρίζω την προθυμία και τον ζήλο σού προς τον Θεό∙ , έτσι , επειδή έχεις σκοπό να σωθείς, είσαι όμως άπειρος στη ενάρετη ζωή, σε συμβουλεύω να ακολουθείς τα ίχνη των αγίων και τελείων αδελφών και πατέρων, και να μαθαίνεις απ’ αυτούς πως πρέπει να φέρεται ο δούλος του Θεού, το οποίο και πάντοτε σου έλεγα, για να θεωρείς την διαγωγή του καθενός και να μιμείσαι την πολιτεία του, πως δηλαδή ο καθένας οπλισμένος με την ευσέβειά, βιάζεται να λάβει το βραβείο του επουράνιου προορισμού του∙ και να παρατηρείς ακριβώς , άλλου την ελπίδα στο Θεό, άλλου την διπλή αγάπη, δηλαδή προς τον Κύριο και τον πλησίον, και πως άλλος για το φόβο του Θεού φρουρεί την ψυχή του, και φυλάσσεται από κάθε πονηρό πράγμα∙ ζώντας βίο άμεμπτο και ακατηγόρητο, περισσότερο όμως και επαινούμενος από όλους για την αγιότητα του βίου του∙ διότι είναι πολλοί τέτοιοι, για τους οποίους σου έλεγα, σε εκείνους να προσέχεις, και όχι σ’ εμένα τον οκνηρό. Λοιπόν γίνε μιμητής αυτών , οι οποίοι είναι ως φωστήρες ανάμεσά μας, και βλέπε πως καθένας πολεμούμενος από τον εχθρό με ποικίλα πάθη , προσφεύγει με την προσευχή προς τον Θεό, και αφού προσκολληθεί σ’ αυτόν με κατάνυξη και πόθο, λαμβάνει την βοήθεια της χάριτος, απομακρύνει τους άτοπους και ακάθαρτους λογισμούς, μετανοεί για τα όσα έπραξε με κλάμα και δάκρυα και στεναγμούς, πενθώντας με κατήφεια τις αμαρτίες του, και εξομολογούμενος με προσευχές και αγρυπνίες∙ κακοπαθώντας με νηστεία και εγκράτεια και θλίψη, και αγωνιζόμενος να σωθεί με αυτά τα όπλα.


Λοιπόν αγωνίσου και εσύ να πολεμήσεις μέχρι θανάτου, ως αληθινός στρατιώτης ∙ διότι η άσκηση, παιδί μου, δεν είναι παιχνίδι, αλλά απαιτείται καρτερία και πολλή ακρίβεια για να κατορθωθεί η σωτηρία της ψυχής. Γι’ αυτό δεν παρέλειψα να φανερώσω εγγράφως καμία από τις αρετές, για να μην πεις ότι δεν γνώριζα τι να κάνω. Έτσι λοιπόν αγωνίσου με κάθε σεμνότητα και συνετή διαγωγή, για να αρέσεις και στον Θεό και στους ανθρώπους. Διότι ,αν με τέτοιο τρόπο κυβερνήσεις τον εαυτό σου, παρατηρώντας με προσοχή την τέλεια αποχή του καθενός από τα γήϊνα, και την ενάρετη πολιτεία προς τον Θεό, εύκολα και συ θα μπορέσεις να ελκύσεις τον εαυτό σου στο ύψος των αρετών∙ και αυτό το κατορθώνεις βλέποντας πως άλλος άφησε τα πάντα και ενώ έγινε ακτήμονας αγωνίζεται με κάθε τρόπο να καταστήσει το νου του αμέριμνο, για να προσεύχεται με ησυχία, και να μην έχει λογισμό ή φροντίδα η οποία τον εμποδίζει να προσεύχεται, ή τα δάκρυα, ή την προς τον Θεό θερμή και τέλεια αγάπη. Διότι και συ γνωρίζεις , αγαπητέ, ότι εάν κάποιος με πόθο και δάκρυα προσεύχεται με καθαρή καρδιά, αυτόν ο Θεός τον θεωρεί στη διάνοιά του, σαν σε καθρέπτη. Γι’ αυτό με πολλή φτώχεια και πείνα και πολλή στενοχώρια τρέχει ο καθένας προς τα αγαθά, που έχουν υποσχεθεί στους δίκαιους∙ διότι είναι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός, η οποία οδηγεί στη ζωή. Γι’ αυτό σου υποδεικνύω την οδό αυτή, στην οποία ακόμη εγώ δεν μπήκα, για να προσέξεις και να μιμηθείς την διαγωγή των αγίων∙ άλλου την ευλάβεια , και άλλου την αρετή, άλλου την ευσχημοσύνη και την τάξη στη θρησκεία, και άλλου την κατάσταση, άλλου την ταπεινοφροσύνη, και άλλου την τιμή∙ και άλλος απ’ αυτούς κατηγορείται από μόνος, και άλλος εξουθενώνεται και εξευτελίζεται ίδιος∙ βλέπε αυτού την επειμέλεια και εκείνου την ησυχία∙ άλλου την πραότητα, και άλλου την μακροθυμία, και άλλου την ανεξικακία, άλλου το ειρηνικό , άλλου το προσφιλές, άλλου την ομόνοια, άλλου την συμφωνία, άλλου την σύνεση , άλλου την φρόνηση , άλλου την εγκράτεια, άλλου τη σοφία, άλλου την ευκολία στη συμβουλή.∙ άλλου την διάκριση, άλλου την μυστικότητα, άλλου την ιλαρότητα, άλλου το χαριτωμένο, άλλου το ευπροσήγορο, άλλο το ευδιάλλακτο, άλλου το συγκαταβατικό, άλλου το συγχωρητικό, άλλου την ανδρεία και το θάρρος στις κακουχίες∙ άλλου τους αγώνες, άλλου την υπακοή, άλλου την εργασία, άλλου τον έπαινο, άλλου την προθυμία, άλλου την διακονία στους αδελφούς, άλλου τον ζήλο, άλλου την θερμότητα, άλλου την υποταγή, άλλου την παντελή καταφρόνηση της ζωής που να πεθαίνει κάθε μέρα όπως ο εσταυρωμένος μας Χριστός∙ άλλου την υπομονή, άλλου το καρτερικό∙ άλλου την αλήθεια, άλλου την παρρησία, άλλου τον έλεγχο, άλλου τον λαμπρό και σε όλους φανερό βίο, άλλου την ακρίβεια, την επιτηδειότητα, την παιδία, την σωφροσύνη, την αγιότητα, την αγνότητα, την πνευματικότητα. Και του ενός παρατήρησε την ελεημοσύνη, και εκείνου το βοηθητικό, άλλου την χρηστότητα, άλλου την αγαθότητα, άλλου την ευσπλαχνία άλλου τον οικτιρμό, άλλου την φιλαδελφία, άλλου το χαρακτηριστικό, άλλου την ισότητα, άλλου την δικαιοκρισία, άλλου την συγγνώμη, άλλου την συμπάθεια, άλλου την φιλοξενία, άλλου την αφέλεια, άλλου την ακακία, την απάθεια, την ακεραιότητα, την αυτάρκεια, την συμμετρία, την ευχαριστία, την απλότητα, την παράκληση, την προθυμία, την επίσκεψη στους ασθενείς, την ευθύτητα και το προτρεπτικό∙ και άλλων τέλος την ανελλιπή προσευχή και ψαλμωδία, και τα αυλάκια των δακρύων , και γενικά την ένθεη πολιτεία όλων. Ενώ κατοικείς εν μέσω τόσου θησαυρού, φρόντισε να πλουτήσεις και να συζήσεις μετά των φρονίμων παρθένων, και να μην συγκαταριθμηθείς με τις μωρές. Έχεις τόσους φωστήρες, ο οποίοι καταφωτίζουν τους οφθαλμούς σου κάθε ημέρα και νύκτα, πορεύσου στο φως τους, και ακολούθησε τα ίχνη τους, δια να μπεις μαζί τους στις αιώνιες σκηνές. Με ταχύτητα περπάτησε στα βήματά τους, για να μπορέσεις να φτάσεις κάποιους από αυτούς. Γιατί γνωρίζω αν θέλεις μπορείς. 

Λοιπόν περίζωσε τη μέση σου , και άναψε τη λαμπάδα της δικαιοσύνης, και πρόσμενε τον Κύριο σου, για να βρεθείς έτοιμος στη συνάντηση μαζί του. Δεν θα παύσω να σου γράφω για τέτοια πράγματα∙ διότι γνωρίζω, ότι με ακούς προσεκτικά∙ αλλά πρόσεχε, και προσπάθησε να προφυλαχτείς μέχρι θανάτου, για να προϋπαντήσεις τον αθάνατο Νυμφίο με θάρρος και χαρά. Τίμα την παρθενία, και αυτή θα σε οδηγήσει στον ουράνιο νυμφικό θάλαμο. Γι’ αυτό είπε ο Απόστολος Παύλος∙ σας αρραβώνιασα με έναν άνδρα, για να σας παραστήσω στο Χριστό ως αγνή παρθένος. Τώρα λοιπόν αγαπητέ μου, σου έγραψα τις αρετές των αγίων ανδρών, και τις ενέδρες του Εχθρού, για ν’ απαλλαγείς από τις παγίδες εκείνου, και να μπορέσεις να σώσεις την ψυχή σου. Γιατί μη πεις, ότι εισήλθα σε μοναστήρια, και φόρεσα το αγγελικό σχήμα, κα σώθηκα∙ διότι όχι μόνο οι άνθρωποι αλλά και αυτός ο Θεός δεν ευχαριστούνται στο εξωτερικό, αλλά επιζητούν τους καρπούς των αγαθών πράξεων. Στάσου λοιπόν, ως δέντρο ευθαλές, φυλάσσοντας τους καρπούς των αρετών σου, μήπως έλθει το σκουλήκι της υπερηφάνειας και σου διαφθείρει τον καρπό της ταπεινοφροσύνης∙ μήπως το ψεύδος σου κλέψει την αλήθεια∙ μήπως η κενοδοξία σκεπάσει την ευλάβειά σου∙ μήπως η οργή σου αρπάξει την πραότητα∙ μήπως ο θυμός σου αδειάσει τη μακροθυμία∙ μήπως η μάχη σου καταστρέψει την ειρήνη∙ μήπως η έχθρα σου εμποδίσει τη φιλία∙ μήπως η μνησικακία αποκόψει την συνδιαλλαγή της αγάπης∙ μήπως η καταισχύνη απομακρύνει την τιμή∙ μήπως η φιλονικία χωρίσει την αρμονία∙ μήπως η ταραχή διώξει την ησυχία∙ μήπως η γαστριμαργία εμποδίσει τη νηστεία∙ μήπως η αδηφαγία αποκόψει την εγκράτεια∙ μήπως η αμέλεια υποσκελίσει τη δραστηριότητα∙ μήπως ο ύπνος κοιμίσει την αγρυπνία∙ μήπως η αφροντησία καταβαρύνει την προθυμία∙ μήπως η οκνηρία διακωλύσει τη διακονία∙ μήπως η παρακοή αποκλείσει την υπακοή∙ μήπως η αργολογία νικήσει την ψαλμωδία∙ μήπως η αστειότητα υπερισχύσει της δοξολογίας∙ μήπως το γέλιο κατισχύσει το πένθος∙ μήπως η αυστηρότητα εξαχρειώσει τη συγκατάβαση∙ μήπως η πορνεία διαφθείρει τη σωφροσύνη∙ μήπως η απιστία καταργήσει την πίστη∙ μήπως η φιλαργυρία προτιμηθεί της ακτημοσύνης∙ μήπως ο κόσμος σου γίνει αρεστότερος της βασιλείας των ουρανών∙ μήπως ο πλούτος σου ονειδίσει τη φτώχεια∙ μήπως η καταλαλιά σου ερεθίσει τη γλώσσα∙ μήπως η διαβολή σε καταστήσει αδελφοκτόνο∙ μήπως ο ψυθιρισμός σου μολύνει τη ψυχή∙ μήπως ο φθόνος σε καταβαρύνει εναντίον κάποιου∙ μήπως ο δόλος σου μιάνει την καθαρότητα της καρδιάς∙ μήπως η υποκρισία σου στερήσει των ουρανίων αγαθών∙ μήπως η συκοφαντία σε παραστήσει προδότη∙ μήπως η ψευδομαρτυρία σου προξενήσει τιμωρία∙ μήπως η κλοπή σε αποξενώσει της βασιλείας∙ μήπως η αφροντισά σου αποκλείσει τον παράδεισο∙ μήπως η ανθρωπαρέκεια σου διασκορπίσει τα οστά∙ μήπως η προσωποληψία σου αποκόψει την θάρρος∙ μήπως η φιληδονία σε κατασύρει από τη φιλοθεΐα∙ μήπως η επιθυμία σου τυφλώσει την κατάνυξη∙ μήπως η ηδονή σκοτίσει τον πόθο σου για το Θεό∙ μήπως η ηδονή των φαγητών σε ζημιώσει από τη τρυφή του παραδείσου. Μην αποστραφείς άνθρωπο, για να μην παροργίσεις αυτόν που τον έπλασε∙ μη μεμφθείς ανόητα για να μη πέσεις σε κατάκριση∙ μην κατηγορήσεις κανένα, διότι δεν γνωρίζεις τι θα σου συμβεί. Μην υπερηφανευτείς, για να μη πέσεις και επιφέρεις εναντίων σου την ατιμία. Ας μη σου εμποδίσει η θρασύτητα την επιείκεια∙ ας μην υπερισχύσει η δειλία από το θάρρος∙ ας μην σου εξαφανίσει η καταφρονηση τον φόβο∙ ας μη σε αποχωρίσει ο ρεμβασμός από τη συνοδία σου, και ας μη σου τραυματίσει την ψυχή η υπερηφάνεια∙ μην κηλιδώσεις την ψυχή σου με την ακοή∙ μη συζήσεις με κακούς μήτε να συσκεφτείς μαζί τους, μήπως η κακία σου σκοτίσει την ακακία, μήπως η πονηριά νικήσει την αγαθότητα σου, μήπως ο φθόνος υπερισχύσει της απάθειας. Μη γίνεσαι αυθάδης για να μη μισηθείς από όλους∙ μήπως η αυθάδειά σου προξενήσει πληγές∙ μη δώσεις ανάπαυση ποτέ στη σάρκα σου, για να μη βαρυνθεί η ψυχή σου∙ ας μην αρπάξει η βλασφημία την σεμνολογία∙ ας μη σε κατεβάσει η απονοιά από τους ουρανούς∙ ας μη σου αποκόψει τον θησαυρό η καύχηση∙ ας μη θριαμβεύσει η μεγελορημοσύνη για τα κρυφά σου∙ ας μην αμαυρώσει κανένα η βασκανία για σένα∙ ας μη τυφλώσει η αφροσύνη τη σύνεσή σου∙ ας μη σκοτίσει η μωρία την φρόνησή σου∙ ας μη κυριεύσει η ανοησία το νου σου∙ ας μη αλλοιώσει η αδιακρισία τη διάκρισή σου∙ ή κάτι άλλο, το οποίο λησμόνησα τώρα, ας μην εισέλθει κρυφά στη καρδιά σου , και σε αιχμαλωτίσει από τη βασιλεία των ουρανών∙ αλλά αγρύπνα , όπως λέγει ο Δαβίδ, μελετώντας ημέρα και νύχτα στο λόγο του Κυρίου , επειδή ο Εχθρός δεν παύει από του να πολεμά μέρα και νύκτα, μήπως και βρει το νου εσύ αργό από τη μελέτη των εντολών του Θεού, και σπείρει τα ζιζάνια του, και κάνει τα τελευταία χειρότερα από τα πρώτα, και ενώ στερηθείς από τα επίγεια να ζημιωθείς και στα ουράνια∙ «Διότι κανένας άνθρωπος, αφού βάλει τα χέρια του στο άροτρο και προσέχει πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία των ουρανών». «Κανένας στρατιώτης δεν μπλέκεται στις βιοτικές υποθέσεις για να αρέσει σ’ αυτόν που τον στρατολόγησε. Αφού λοιπόν εξήλθες από τον κόσμο, και ακολούθησες τον Χριστό, με τέτοιο τρόπο τρέξε για να λάβεις το βραβείο». Μην εκκλίνεις δεξιά και αριστερά, δηλαδή στα αναφερόμενα πάθη , για να μην πέσεις σε κρημνό αμαρτίας , και νεκρώσεις την ψυχή σου∙ αλλά τρέξε στη βασιλική οδό των εντολών του Θεού, και βάδιζε κατ’ ευθεία στην ουράνια βασιλεία∙ συγχρόνως όμως προσευχήσου και για μένα τον αμαρτωλό, ώστε κι εγώ ο ανάξιος να γίνω συμμέτοχος των αγίων, και να καταξιωθώ μαζί σας ν’ απολαύσω τα αιώνια αγαθά, δια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
Αυτά σου τα έγραψα, αγαπητέ μου, όχι ότι εγώ φύλαξα κανένα από αυτά ,αλλά για να τα φυλάξεις εσύ και να ευχαριστήσεις τον Θεό∙ διότι ο Κύριος είπε∙ «Όποιος πιστεύει σε εμένα, θα κάνει τα έργα που κάνω κι εγώ». Και εσύ αγαπητέ, πιστεύω, ότι θα κάνεις μεγαλύτερα από τους προηγούμενους σου , εάν φυλάξεις τα πράγματα καθώς τα παρέλαβες. Μη γίνεσαι λοιπόν κριτής των ξένων πραγμάτων, αλλά εσύ να αγωνίζεσαι να διορθώσεις κάθε μέρα τη ζωή σου∙ γιατί ο καθένας από εμάς και όλοι μας πρόκειται να δώσουμε λόγο για τις δικές μας πράξεις. Εσύ λοιπόν συνέχεια εξέταζε τους λογισμού σου, και λέγε στον εαυτό σου∙ έχω ευλάβεια; έχω κατάνυξη; έχω ταπεινοφροσύνη και τα υπόλοιπα που περιγράψαμε παραπάνω; Πάλι εξέταζε και λέγε στον εαυτό σου∙ μήπως τάχα αδιαφορώ; μήπως άρα αργολογώ; Μήπως άρα οργίζομαι, μήπως επιθυμώ κάτι από τα γήινα; Και έτσι κάθε μέρα εξετάζοντας τα προειρημένα , και αποσκορακίζοντας το κακό, προσκολλήσου στο αγαθό∙ γιατί κανείς άλλους δεν είναι αγαθός παρά ένας ο Θεός, ο οποίος σώζει όλους με την χάρη του με τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Σου παραγγέλλω στο όνομα του Ιησού Χριστού παιδί μου ώστε να φυλάξεις την επιτολή αυτή∙ να τη διαβάζεις συνέχεια, και πάλι να τη θέτεις σε φύλαξη∙ και όταν την μάθεις ολόκληρη να μη την παραμελήσεις∙ διότι σου έγραψα με πολλή ακρίβεια για όλα τα πάθη, για να τα μελετάς και να φυλάγεσαι με ακρίβεια. Διότι λέει ο Δαβίδ, «με ποιόν τρόπο θα κατορθώσει ο νέος να καθαρίσει την πορεία του στη ζωή , παρά μόνο με τη φύλαξη των νόμων του Κυρίου;» Μέχρι τώρα αυτά σου τα έκανα φανερά, και τα οποία εύκολα μπορείς να τα φυλάξεις. Όταν όμως τα κατορθώσεις αυτά, τότε θα σου υποστηρίξω το νου με περισσότερη ακρίβεια στη τελειότητα, μέσω του Ιησού Χριστού, στον οποίο καθώς και στον Πατέρα και στο άγιο Πνεύμα πρέπει τιμή και δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Περί αγάπης

Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος έχει την αγάπη του Θεού∙ διότι έχει μαζί του το Θεό∙ «Διότι ο Θεός είναι αγάπη, και όποιος μένει στην αγάπη , μένει με το Θεό.» Αυτός που έχει αγάπη, υπερνικά τα πάντα με το Θεό∙ αυτός που έχει αγάπη δεν φοβάται∙ διότι η αγάπη βγάζει έξω τον φόβο. Αυτός που έχει αγάπη δεν αποστρέφεται κανένα, ούτε μεγάλο, ούτε ένδοξο, ούτε άδοξο, ούτε φτωχό ούτε πλούσιο∙ αλλά γίνεται παρικάθαρμα όλων των ανθρώπων∙ σε όλα συναινεί, τα πάντα υπομένει. Αυτός που έχει αγάπη δεν αλαζονεύεται σε κανένα. Δεν κομπάζει δεν καταλαλεί κανένα, αλλά αποστρέφεται αυτούς που καταλαλούν. Αυτός που έχει αγάπη δεν περπατά με δόλο, δεν παραγκωνίζει τον αδελφό του, ούτε παραγκωνίζεται. Αυτός που έχει αγάπη δεν φθονεί, δεν συκοφαντεί, δεν χαίρεται με τα σφάλματα των άλλων, δεν διασύρει τον φταίχτη, αλλά τον συλλυπείται και τον βοηθά∙ δεν παραβλέπει τον αδελφό του στην ανάγκη, αλλά τον υπερασπίζεται και συμπάσχει μέχρι θανάτου. Αυτός που έχει την αγάπη κάνει το θέλημα του Θεού, και είναι μαθητής του∙ διότι αυτός ο καλός Δεσπότης μας είπε « από αυτό θα γνωρίσου όλοι ότι είστε μαθητές μου , αν έχετε αγάπη μεταξύ σας». Αυτός που έχει αγάπη ποτέ δεν βλέπει ή λέει κάτι σαν να είναι δικό του, αλλά όσα έχει τα παρουσιάζει κοινά σε όλους. Αυτός που έχει την αγάπη κανένα δεν θεωρεί ως ξένο, αλλά όλους οικείους. Αυτός που έχει την αγάπη δεν παροξύνεται , δεν κομπάζει , δεν εξάπτεται σε θυμό, δεν χαίρεται για τις αδικίες, δεν καταγίνεται συνέχεια σε ψεύδη, δεν έχει για εχθρό κανένα, παρά μόνο τον Διάβολο. Αυτός που έχει την αγάπη υπομένει τα πάντα, πολιτεύεται ενάρετα και μακροθυμεί. Λοιπόν μακάριος είναι όποιος έχει την αγάπη και αναχωρεί από τον κόσμο προς τον Κύριο μαζί της∙ διότι γνωρίζει τον οικείο της και θα γίνει δεκτή στην αγκαλιά του∙ διότι θα συνφάγει με τον Χριστό ο εργάτης της αγάπης∙ διότι με αυτήν ήλθε πάνω στη γη ο Θεός, με αυτή ανοίχτηκε ο παράδεισος και φάνηκε σε μας κλίμακα προς τον ουρανό. Και ενώ υπάρχουμε εχθροί του Θεού , με αυτή συμφιλιωθήκαμε μαζί του . Λοιπόν πρέπει να πούμε, ότι « η αγάπη είναι ο Θεό, και αυτός που μένει στην αγάπη μένει με το Θεό».

Προς καθαίρεση υπερηφάνειας.

Κάθε άσκηση , κάθε εγκράτεια, κάθε ακτημοσύνη και κάθε πολυμάθεια είναι μάταιη για τον άνθρωπο, όταν είναι στερημένος από την ταπεινοφροσύνη. Διότι καθώς η αρχή και το τέλος των αγαθών είναι η ταπεινοφροσύνη, έτσι η αρχή και το τέλος των κακών είναι η υψηλοφροσύνη. Πανούργο και πολύμορφο είναι το ακάθαρτο αυτό πνεύμα της υπερηφάνειας∙ Λοιπόν και αγωνίζεται να τους υποδουλώσει όλους , και στον καθένα στήνει ξεχωριστή παγίδα∙ τον σοφό ζητά να τον παγιδεύσει με την σοφία∙ τον ισχυρό με την ισχύ∙ τον πλούσιο με τον πλούτο∙ τον όμορφο με την ομορφιά∙ τον εύγλωττο , με την ευγλωττία∙ τον καλλίφωνο, με την καλλιφωνία∙ τον επιτήδειο τεχνίτη, με την επιτειδιότητα∙ τον εύστροφό , με την ευστροφία. Παρόμοια δεν σταματά από το να πειράζει και αυτούς που καταγίνονται στα πνευμτικά∙ τον αποτακτικό του κόσμου, με την αποταγή∙ τον εγκρατή, με την εγκράτεια∙ τον ήσυχο, με την ησυχία∙ τον ακτήμονα , με την ακτημοσύνη∙ τον πολυμαθή, με την πολυμάθεια∙ τον ευλαβή , με την ευλάβεια∙ τον έμπειρο στη σοφία, με τη γνώση και την εμπειρία∙ η γνώση όμως είναι παντρεμένη αληθινά με την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό και ο Κύριος, επειδή γνωρίζει το δεινό αυτό πάθος(διότι όπου και να ριζώσει , εξαχρειώνει τον άνθρωπο εκείνο και όλη του την εργασία) μας έδωσε την ταπεινοφροσύνη, ως τρόπαιο, λέγοντας∙ «όταν κάνετε όλα αυτά που έχετε διαταχτεί, να λέτε, ότι είμαστε αχρείοι δούλοι». Γιατί λοιπόν επισύρουμε στους εαυτόυς μας την κενότητα και την φρενοβλάβεια; Καθώς λέει ο Απόστολος Παύλος∙ « εάν όμως νομίζει κάποιος ότι είναι κάτι, ενώ είναι μηδέν, εξαπατά τον εαυτό του∙ αλλά ο καθένας ας εξετάζει το έργο του, και τότε ας έχει καύχημα στον εαυτό του, και όχι στον άλλο.» Γιατί λοιπόν εξαπατούμε τους εαυτούς μας, και υπερηφανευόμαστε μεταξύ μας, και ταλαιπωρούμε τους κατώτερους; Ο Κύριος μας διδάσκει με τον Ευαγγελιστή Λουκά, «ότι όσα μεταξύ των ανθρώπων είναι υψηλά, είναι βδελυκτά μπροστά στο Θεό.» Αλλά επαιρόμαστε ως εγκρατείς ενάντια στους ασθενέστερους; Πάλι ελεγχόμαστε από τον Παύλο που λέει∙ « δεν είναι δόκιμος, όποιος προβάλλει τον εαυτό του, αλλά εκείνος ο οποίος προβάλλεται από τον Θεό». Αλλά μεγαλοφρονούμε ενάντια σε αυτούς που ησυχάζουν, ότι εμείς κοπιάζουμε περισσότερο στη διακονία; ο Κύριος όμως επαινεί μάλλον την Μαρία , διότι εξέλεξε την αγαθή μερίδα. Αλλά επαιρόμαστε ως ήσυχοι ενάντια σε εκείνους, οι οποίοι ασχολούνται στα διακονήματα; βρίσκουμε πάλι τον Κύριο να λέει∙ «Δεν ήλθα να υπηρετηθώ αλλά να υπηρετήσω, και να δώσω την ψυχή μου λύτρο αντί πολλών∙» ώστε πρέπει να παραιτηθούμε εντελώς από την υψηλοφροσύνη. Αλλά μεγαλοφρονούμε ότι καθόμαστε σε τόπους έρημους; Ο τόπος όμως δεν μας ωφελεί χωρίς την ταπεινοφροσύνη, καθώς λέει ο απόστολο Παύλος∙» μη κοιτάτε σε αυτά που βλέπονται∙ διότι αυτά που βλέπονται είναι πρόσκαιρα, αυτά όμως που δεν βλέπονται είναι αιώνια.» Αλλά αλαζονευόμαστε ότι κατοικούμε σε λάκκο ή σπηλιά; αυτά είναι σύμβολα νεκρώσεως των παθών, και αφροντησία για τα γήϊνα πράγματα. Αλλά ότι εσύ τα εξέλεξες αυτά τα πράγματα για να κατορθώσεις την αρετή, ας μη σου γίνουν αφορμή για υπερηφάνεια, και μοιάσεις με ανόητο σιδηρουργό, ο οποίος χωρίς να γνωρίζει την τέχνη του, προσπαθεί να πυρώσει το ξύλο αντί τον σίδηρο∙ πρέπει λοιπόν ισχυρά να κρατήσουμε την ταπεινοφροσύνη. Αλλά είσαι πλούσιος κι θεωρείσαι δίκαιος; Μην απομακρύνεσαι από τα μέτρα του Αβραάμ, που ονόμαζε τον εαυτό του γη και στάκτη∙ σου ανατέθηκε φροντίδα λαού∙ αλλά και ο Μωϋσής δέχθηκε φροντίδα λαού….και ενώ μίλησε μαζί με τον Θεό, και είδε τη δόξα του Κυρίου, δεν υψώθηκε στη καρδιά του, ούτε αμέλησε την ταπεινοφροσύνη. Γι’ αυτό και η Αγία Γραφή μαρτυρεί λέγοντας∙ «Και ο άνθρωπος ο Μωϋσής ήταν πράος περισσότερο από όλους τους ανθρώπους, που υπάρχουν στη γη». Αλλά είσαι ωραίος και ισχυρός, και φοράς βασιλικό διάδημα στο κεφάλι σου; μιμήσου τον βασιλιά Δαβίδ, που έλεγε ταπειονοφρονώντας∙ «Εγω όμως είμαι σκουλήκι και όχι άνθρωπος.» Αλλά έχεις γνώση και σοφία και εγκράτεια; Μιμήσου τους τρεις παίδες και τον προφήτη Δανιήλ∙ που έλεγαν∙ «Σε εσένα, Κύριε, είναι η δικαιοσύνη, και σε μας η ντροπή του προσώπου έως την σημερινή ημέρα,»και ο προφήτης « με ψυχή συντετριμμένη και με πνεύμα ταπεινώσεως θα γίνουμε δεκτοί». Και αν οι δίκαιοι έδειξαν τόση ταπείνωση , τι πρέπει να είμαστε εμείς οι αμαρτωλοί; διότι το να καυχάται κάποιος και να μεγαλοφρονεί είναι σαρκικό, σύμφωα με το ρητό του αποστόλου Παύλου∙ «εάν ζείτε κατά τη σάρκα, πρόκειται να πεθάνετε∙ αλλά ένα με το Πνεύμα θανατώνετε τις πράξει της σάρκας, θα ζήσετε». Και δεν είναι δυνατό να νικήσουμε τα πάθη ,εάν πρώτοι δεν κατορθώσουμε την αρετή.


-- -

Ο ταπεινός δεν κενοδοξεί, δεν υπερηφανεύεται να δουλεύει στον Κύριο, από φόβο προς αυτόν. Ο ταπεινός δεν υποστηρίζει το δικό του θέλημα αντιλέγοντας στην αλήθεια, αλλά πείθεται στην αλήθεια. Ο ταπεινός δεν φθονεί για την προκοπή του πλησίον, ούτε χαίρει για τη δυστυχία των άλλων , χαίρεται όμως μάλλον με αυτούς που χαίρονται και κλαίει με αυτούς που κλαίνε. Ο ταπεινός δεν ταπεινώνεται μόνο όταν είναι φτωχός και δυστυχής, ούτε πάλι υπερηφανεύεται στη δόξα και την ευτυχία, αλλά μένει συνεχώς σε αυτή την αρετή. Ο ταπεινός δεν διαβάλλει τον αδελφό του , το οποίο είναι Σατανικό, αλλά αγαπά να ειρηνεύει τις διαφορές, και δεν ανταποδίδει κακόν αντί κακού. Ο ταπεινός δεν τιμά μόνο τους ανωτέρους του , αλλά και τους μικρότερους. Ο ταπεινός με όλη του τη δύναμη ζητά την ευλάβεια. Ο ταπεινός δεν παρασύρεται από τον θυμό, δεν βρίζει ούτε κραυγάζει , αλλά τα φοβάται όλα για χάρη της ευλαβείας. Ο ταπεινός δεν έχει κακό ήθος ούτε τεμπελιάζει, και αν ακόμα προσκληθεί σε εργασία μεσάνυχτα, διότι παρέδωσε τον εαυτό του ως υπήκοος στις εντολές του Κυρίου. Ο ταπεινός δεν πονηρεύεται , αλλά δουλεύει τον Κύριο με απλότητα και ακακία, με αγιασμό και ειρήνη και χαρά πνευματική. Ο ταπεινός δεν μεθάει από τον οίνο, ούτε είναι κοιλιόδουλος, φοβούμενος της εντολή του Κυρίου. Ο ταπεινός εάν υβριστεί , δεν γογγύζει , ούτε εάν λάβει ράπισμα αγανακτεί∙ διότι είναι μαθητής αυτού που υπέμεινε σταυρό για μας. Ο ταπεινός μισεί την φιλαυτία, ούτε φιλονικεί για τα πρωτεία, αλλά ως επιβάτης πλοίου νομίζει τον εαυτό του μέσα στο βίο του. Ο ταπεινός αγαπά να ακούει λόγια πνευματικά, και δεν απομακρύνει το νου του από τις εντολές του Κυρίου∙ διότι απαρνήθηκε τον εαυτό του , για την αληθινή ελπίδα που έχει προς τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Μακάριοι είναι αυτοί , διότι προς αυτούς θα πει ο Κύριος, δεν θα σας καλέσω πλέον δούλους αλλά φίλους και αδελφούς. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...