Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Ο λόγος του Γέροντος Αρσενίου καρπός εμπειρίας




Εκείνο που διαπιστώσαμε όσοι εζήσαμε κοντά στον παππού είναι ότι, επειδή αυτά τα απλά που μας εδίδασκε δεν ήσαν απλώς λόγια διανοητικά, αλλά κάτι που εφάρμοζε και το ζούσε, γι’ αυτό κι εύκολα μετέδιδε από το περίσσευμά του και σ’ εμάς.
Όταν ο π. Π. πρωτοήλθε ως δόκιμος στο Μπουραζέρι , τον έπιασαν οι λογισμοί σε τέτοιον βαθμόν, ώστε στην αγρυπνία δεν μπορούσε να πη την ευχήν. Τρέχει στον παππούν και ζητά βοήθεια∙ και ο παππούς του απαντά: «Μη στεναχωριέσαι∙ θα κάνω κι εγώ προσευχή και απόψε δεν θα ‘χης λογισμούς». Πράγματι , όπως διαβεβαίωσε ο αδελφός , εκείνη την νύκτα ούτε ένας λογισμός δεν πλησίασε, σε βαθμόν ώστε να θαυμάζη για την τόσην δύναμιν της προσευχής του παππού. Όταν σήμανε πια την καθιερωμένη Θ. Λειτουργία τρέχει ο δόκιμος να ευχαριστήση τον παππούν . Και αυτός με απλότητα του απαντά: « Γι’ αυτό , απόψε μου τους έστειλες όλους εμένα!».
Άλλος αδελφός βρέθηκε κάποτε σ’ ένα απρόοπτον πειρασμόν από μιαν παρεξήγησιν και τον έκλεισαν στο αστυνομικό τμήμα δυο βραδυές. Προ της μεγάλης εκείνης ανάγκης επικαλέστηκε από ψυχής την ευχήν του παππού. «Τότε- λέει- άναψε μέσα μου αμέσως μια φλόγα, σε σημείον ώστε επί δύο εικοσιτετράωρα ούτε έφαγα, ούτε ήπια, ούτε κάθισα, ούτε κοιμήθηκα, αλλά σαν δύο ξύλα τα πόδια μου με κρατούσαν όρθιο και προσευχόμενο αδιαλείπτως».
Αυτό, διαβεβαιώνει ο αδελφός, ήταν ένα μεγάλο δώρο του παππού. Έδειξε λίγο στα τέκνα του εκείνο που είχε όταν βρισκόταν ακόμα σ’ αυτήν την ζωήν.


Παρ’ όλα αυτά, συγκρίνοντας τον εαυτόν του με τον μεγάλον Γέροντα έβλεπε, από ταπεινοφροσύνη, πολύ χαμηλά τον εαυτό του.



Από το βιβλίο: «Ιωσήφ Μ.Δ.
Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ
Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ
(1886-1983)
Συνασκητής
Γέροντος Ιωσήφ
Του Ησυχαστού»
Δ΄ΕΚΔΟΣΙΣ

Σε μια εποχή που ο Σατανάς οργιάζει, οι Έλληνες βρίσκονται σε νάρκη{ Γέροντας Παΐσιος}

  Σε μια εποχή που ο Σατανάς οργιάζει, οι Έλληνες βρίσκονται σε  νάρκη» Ο Γέροντας Παΐσιος στα θέματα της Πατρίδος δεν ήθελε οι Χριστιανοὶ να είναι αδιάφοροι. Πολὺ λυπόταν που έβλεπε πνευματικοὺς θρώπους νὰ επιζητούν να βολευθούν οι ίδιοι και να μην ενδιαφέρωνται για την Πατρίδα.
Έλεγε:«Σε μια εποχή που ο Σατανάς οργιάζει και οι άνθρωποί του οργανώνονται, οι Έλληνες βρίσκον...
ται σε νάρκη. Τον εαυτό του μόνο κοιτάει να βολέψη ο καθένας και τίποτε περισσότερο. Και ό,τι να τους κάνεις, όσο κι αν τους κουνήσης, με τίποτε δεν ξυπνούν».
Ο καημός του και η απορία του ήταν πως οι υπεύθυνοι δεν αντιλαμβάνονται που ὁδηγούμαστε. Ο ίδιος από παλαιά διέβλεπε την σημερινή κατάσταση και ανησυχούσε, αλλά δεν διέσπειρε τις ανησυχίες του στον κόσμο. Έδινε ελπίδα και αισιοδοξία. Έλεγε: «Απὸ το κακό που επικρατεί σήμερα θὰ βγει μεγάλο καλό. Βλέπω μια ελιά. Το ένα της κλωνάρι έχει ξεραθεί, το άλλο το τρώγει η κάμπια και θα ξεραθή και αυτό. Αλλά πετιέται ένα άλλο βλαστάρι από κάτω που έχει πολύ θυμό (δύναμη) και αναπτύσσεται γρήγορα»...
Πονούσε για την πνευματική κατάπτωση των πολιτών. Έλεγε: «Η Ελλάδα έχασε τον δρόμο της. Η αμαρτία και η ασωτία βασιλεύουν στους ανθρώπους, αλλά μας αγαπά ο Θεός και περιμένει την μετάνοιά μας». Μιλούσε αυστηρά για αυτούς που ψήφιζαν αντιχριστιανικούς νόμους…
Κάποιος Πρωθυπουργός, του οποίου κατεδίκαζε δημοσίως ενέργειες επιζήμιες για το Έθνος και την Εκκλησία, ζήτησε να τον συναντήση στην Σουρωτή. Ο Γέροντας απάντησε: « Ας έρθη, θα του τα ψάλω και μπροστά του». Είχε το ψυχικό σθένος αυτός ο πτωχός καλυβίτης να υψώνη την φωνή του άφοβα μπροστά στους ισχυρούς της ημέρας.

Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελ. 741-743/

ΗΛΙΑΣ ΧΑΙΝΤΟΥΤΗΣ 26 ΙΟΥΛ 2012

Ο απλοϊκός ιερέας


Ένας επίσκοπος κάποτε, περιοδεύοντας τα χωριά της επαρχίας του , έφτασε σ’ ένα πολύ μακρινό χωριουδάκι. Ζήτησε  να δει τον ιερέα. Ύστερα από αρκετή  ώρα παρουσιάστηκε μπροστά του ένας απλοϊκός  χωρικός ,που μόλις είχε γυρίσει από το χωράφι του και φορούσε τα ρούχα της δουλειάς. Ήταν ο ιερέας του χωριού! Ο επίσκοπος δεν έμεινε ικανοποιημένος. Ήθελε πιο ευπαρουσίαστο τον λειτουργό του Υψίστου.
Η άλλη μέρα ήταν Κυριακή. Ο ιερέας ετοιμάστηκε να λειτουργήσει κι ο επίσκοπος δεν τον άφησε από τα μάτια του. ήθελε να τα παρακολουθήσει όλα. Θα έβρισκε ίσως πολλά σφάλματα στον αγροίκο εκείνο χωρικό.
Παράδοξο όμως! Από τη στιγμή που άρχισε η θεία λειτουργία, ο  ιερέας κυκλώθηκε από μια θεϊκή φλόγα που τον θέρμαινε και τον λάμπρυνε χωρίς να τον καίει! Κι αυτός κράτησε ως το τέλος της λειτουργίας.
Αφού  μοίρασε ο ιερέας το αντίδωρο στους χωρικούς, τον φώναξε ο επίσκοπος στο άγιο βήμα και πέφτοντας στα γόνατα, του ζήτησε να τον ευλογήσει. Ο ταπεινός κληρικός σάστισε.
-Πως είναι δυνατόν ο ανώτερος να ευλογηθεί από τον κατώτερο του; Εσύ ευλόγησε με, άγιε δέσποτα.
-Αδύνατον να ευλογήσω εκείνον που στέκεται μέσα σε θεϊκή φλόγα και προσφέρει την αναίμακτη θυσία. «Το έλαττον υπό του κρείττονος ευλογείται».
-Υπάρχει τάχα, άγιε δέσποτα, επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή και διάκονος ακόμη, που να πλησιάζει το άγιο θυσιαστήριο και να μην περικυκλώνεται από ουράνιο φώς; Είπε με απορία ο απλοϊκός ιερέας.
Τι ν’ απαντήσει ο επίσκοπος σ’ εκείνον που έβλεπε το υπερφυσικό σαν το φυσικότερο πράγμα του κόσμους; Θαύμασε την καθαρότητα της καρδιάς του κι έφυγε από το μικρό χωριό ωφελημένος
(Γεροντικόν)

Ο ιερέας και οι επίτροποι

Την ημέρα των εγκαινίων του ναού του αγίου Ιωάννου, στον  οποίο συχνά λειτουργούσε ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς(1851-1932), ο συλλειτουργός του και οι επίτροποι αποφάσισαν να τον στείλουν σ’ έναν άλλο ναό, στον άγιο Γεώργιο , στο Κουκάκι.
Ενώ λοιπόν διάβαζε την ακολουθία του όρθρου , τον πλησίασαν και του είπαν:
-Πάτερ Νικόλαε, να πας να λειτουργήσεις πάνω, στον άγιο Γεώργιο
-Μετά χαράς, απάντησε ο ταπεινός  λεϋίτης,και συνέχισε την ακολουθία του όρθρου. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη.
Έπειτα από μια ώρα έρχεται ένας επίτροπος και του λέει:
-Πάτερ Νικόλαε, αλλάξαμε γνώμη . Θα λειτουργήσεις εδώ.
-Μετά χαράς, απάντησε πάλι.
Πέρασε ακόμη μια ώρα. Έπειτα από θορυβώδεις συζητήσεις, έρχονται πάλι στον παππού:
-Πάτερ Νικόλαε, το σκεφθήκαμε καλύτερα και αποφασίσαμε να πας πάνω, στον άγιο Γεώργιο.
-Μετά χαράς, απάντησε πάλι.
Πλησίαζε  τώρα να ξημερώσει. Έρχονται ακόμη μια φορά οι επίτροποι:
-Πάτερ Νικόλαε, τελευταία απόφαση: Θα λειτουργήσεις εδώ.
-Νάναι ευλογημένο, απάντησε ταπεινά.
Οι ευλαβείς χριστιανοί που παρακολουθούσαν τις αλλεπάλληλες αποφάσεις, κόντευαν  να ξεσπάσουν σε έντονες διαμαρτυρίες. Γιατί άραγε οι επίτροποι δεν έπαιρναν μια οριστική απόφαση, αλλά ταλαιπωρούσαν έτσι τον σεβαστό γέροντά τους;
Τέλος , μόλις ο παπα-Νικόλας άρχισε να ντύνεται, έρχονται και του λένε:
-Εμπρός , πάτερ Νικόλαε. Θα πας επάνω.
Κανείς δεν μπορεί να πει αν κουράστηκε ή αν πικράθηκε τότε. Δεν είπε λέξη…πήρε σιωπηλός τον δρόμο για τον άγιο Γεώργιο.

Μόλις ντύθηκε τα ιερατικά άμφια και ετοιμάστηκε ν ’αρχίσει τη θεία λειτουργία ,καταφθάνει τρέχοντα ένας αγγελιοφόρος και του λέει πως πρέπει  οπωσδήποτε να επιστρέψει και να λειτουργήσει στον άγιο Ιωάννη!...
Τι είχε συμβεί; Είχε έρθει στην εκκλησία κάποια μεγάλη αριστοκράτισσα και απορημένη που δεν είδε τον ευλαβή ιερέα, ρώτησε τους επιτρόπους:
-Που είναι ο παπα-Νικόλας;
-Μα...τον στείλαμε πάνω…στον άγιο Γεώργιο , να λειτουργήσει εκεί.
-Τι λέτε; Τέτοια μέρα τον στείλατε στο άγιο Γεώργιο; Να πάτε να τον φέρετε πίσω αμέσως.
Και μ’ αυτά τα λόγια, άφησε στον δίσκο ένα χιλιάρικο, ποσό σημαντικό την εποχή εκείνη.
Οι επίτροποι, που στο βάθος εκτιμούσαν και αγαπούσαν τον παππού, και μόνον ενδοιασμούς είχαν για την εμφάνιση και την απαγγελία του, έσπευσαν να τον φέρουν πίσω.
Επέστρεψε κατηφής και κατάκοπος. Εν τούτοις έγινε στον άγιο Ιωάννη την επίσημη εκείνη ημέρα η πιο μεγαλοπρεπής λειτουργία!
(Παπα-Νικόλας ο Πλανάς)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...