Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Η Παναγία των κυνηγημένων



Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για παιδιά και εφήβους. Οι μικροί ήρωες αφού επιβιώσουν από την καταστροφή της Σμύρνης προσπαθούν να εκπληρώσουν μία υπόσχεση που τους οδηγεί στο πανέμορφο νησί της Αμοργού.

Μέσα από τα μάτια πέντε μικρών παιδιών περιγράφονται όλα τα γεγονότα, που σημάδεψαν την ελληνική Ιστορία την περίοδο πριν και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ήρωας και πρωταγωνιστής ο Σμυρνιός Γιώργος Σεϊζάνης, που, μεγάλος πια σε ηλικία, αποφασίζει να περιγράψει στα εγγόνια του τα γεγονότα, όπως ο ίδιος τα έζησε.
Όλα ξεκινούν στη Σμύρνη, όταν τυχαία τα παιδιά μαθαίνουν για ένα μυστικό, υπόγειο εκκλησάκι, που βρίσκεται κάτω από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. Εκεί φυλασσόταν από παλιά και η εικόνα της Παναγιάς της Κυνηγημένης. Κι όταν οι εχθροί μπαίνουν στη Σμύρνη και τα παιδιά χάνονται από τους γονείς τους, βρίσκουν καταφύγιο στην υπόγεια εκκλησία. Μόνα τους αναζητούν τρόπο να φύγουν για την Ελλάδα και όταν, μετά από πολλές περιπέτειες φτάνουν εκεί, ψάχνουν τους δικούς τους.
Μαζί τους έχουν και κάτι πολύτιμο, που τους δίνει δύναμη και ελπίδα, την ίδια την εικόνα της Παναγιάς της Κυνηγημένης, που θέλουν να τη μεταφέρουν στο μοναστήρι της Παναγιάς της Χοζοβιώτισσας, στην Αμοργό, όπου και η παράδοση αναφέρει ότι είναι το σπίτι της.
Ο αγώνας επιβίωσης των παιδιών στέλνει ένα βαθιά αντιπολεμικό μήνυμα: το μήνυμα της ελπίδας και της ανάδειξης του ανθρώπινου μεγαλείου, που, όσο και αν η ψυχή υποφέρει, όποιες συνθήκες και αν αντιμετωπίζει, όσο και αν είναι «κυνηγημένη», έχοντας βαθιά πίστη και συνεχή αγώνα καταφέρνει να ξεπερνά τα πάντα.

Απόσπασμα από το βιβλίο

Η κυρα-Βέρα κάθε πρωί φαρµακωνόταν, όταν µας έβλεπε να ανεβαίνουµε στο κάρο.
– Θα πάω εγώ, έλεγε.
Μα δε θέλανε γυναίκες για τη δουλειά και κυρίως µεγάλες σε ηλικία. Μόνο εµάς, που ήµασταν παιδιά και είχαµε γοργά χέρια.
– Εσύ να κοιτάς τα κορίτσια µας, της απαντούσε ο Χριστόφορος.
– Δεν είναι και δύσκολη δουλειά, της έλεγα εγώ, περνάµε και την ώρα µας.
– Τότε να έρθουµε και εµείς, πετάγονταν τα κορίτσια.
– Πρέπει εσείς να µείνετε στο σπίτι και να προσέχετε την κυρα-Βέρα, τους έλεγα.
– Εκεί είναι κούραση. Εσείς δεν αντέχετε, έλεγε η κυρα-Βέρα και τις έκανε να σωπάσουν.
– Κουράζεσαι; µε ρωτούσε η Άννα και µε κοίταζε στα µάτια.
– Όχι, όχι, της απαντούσα.
Ψέµατα της έλεγα. Η δουλειά ήταν δύσκολη και το βράδυ, όταν γυρνούσαµε πίσω, τα χέρια µου πόναγαν και πρήζονταν. Τα σκισίµατα από το δέντρο της µαστίχας έτσουζαν και δεν µπορούσα ούτε να πλύνω τα χέρια µου. Ο Σίµος είχε γεµίσει φουσκάλες και στα πόδια. Τα παπούτσια του είχαν από κάτω φθαρεί τόσο, που στο ένα µάλιστα φαίνονταν και τα δάχτυλα. Ο Χριστόφορος είχε ξεκολληµένες τις σόλες του και κάθε τόσο τις έβαζε στη θέση τους και έπειτα συνέχιζε τη δουλειά. Όσο για µένα πήρα από µόνος µου ένα µαχαίρι και έκοψα µπροστά το δέρµα από τα παπούτσια και τα έκανα πέδιλα. Δεν άντεχα άλλο. Νοµίζω πως τα πόδια µου από το πρήξιµο και την ορθοστασία µεγάλωσαν και δε χωρούσαν πια µέσα.
Τα ρούχα µας ήταν και αυτά σκισµένα και λερά. Μαυρίλα και λεκέδες παντού. Όσο και να τα έτριβε η κυρα-Βέρα, δεν µπορούσε να τα ξασπρίσει. Ο Σίµος γελώντας την παρότρυνε να µην παιδεύεται άλλο µε το τρίψιµο.
– Ασ’ τα, κυρα-Βέρα. Αυτή η βρωµιά δε φεύγει. Είναι από όσα περάσαµε, σαν αποτύπωµά τους. Μου θυµίζουν ένα βιβλίο που είχα µε τον Ροβινσώνα Κρούσο. Έτσι ήταν και τα δικά του ρούχα. Σκισµένα και σηµαδεµένα. Και έλεγα, ο χαζός, από µέσα µου, όταν διάβαζα το βιβλίο, «δεν θα ζήσω και εγώ καµιά τέτοια συναρπαστική περιπέτεια!». Και να τώρα εγώ ναυαγός!

, από τις εκδόσεις Άθως Εφηβικά.



Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Από το Γεροντικό

Επισκέφτηκαν αδελφοί τον αββά Ποιμένα και του είπαν. Θέλεις, εάν δούμε τους αδελφούς να νυστάζουν στη σύναξη να τους σκουντάμε , για να γρηγορούν στην αγρυπνία;
Και τους λέγει. εγώ μέχρι τώρα, εάν δω τον αδελφό να νυστάζει , βάζω το κεφάλι του στα γόνατά μου και τον αναπαύω.

Από το Γεροντίκο

Ρωτησε αδελφός τον αββά Ποιμένα λέγοντας, εάν δω πταίσμα του αδελφού μου, καλό είναι να το σκεπάσω αυτό;
του λέγει ο γέροντας. όποια ώρα  θα σκεπάσουμε  το πταίσμα του αδελφού μας  , ο Θεός θα σκεπάσει το δικό μας. Και την ώρα που θα φανερώσουμε το πταίσμα του αδελφού μας, και ο Θεός θα φανερώσει το δικό μας.

Από το Γεροντίκο

Είπε ο αββάς Ποιμήν.Έχει γραφεί, να γίνεσαι μάρτυρας σε ότι βλέπουν τα μάτια σου. εγώ όμως σας λέγω, ότι ακόμη και εάν ψηλαφίσετε με τα χέρια σας, μη δώσετε μαρτυρία. Γιατί κάποιος αδελφός κοροϊδεύτικε από τέτοιο τρόπο.
Και έφτασε να δει ακόμη και τον αδελφό του να αμαρτάνει με γυναίκα, και αφού πολεμήθηκε, καθώς έφευγε τους ένυξε με το πόδι του , νομίζοντας ότι είναι αυτοί , λέγοντας, "σταματήστε λοιπόν,  έως πότε;" και να βρέθηκαν να είναι βλαστοί σιταριού. Γι' αυτό σας είπα, ακόμη και εάν ψηλαφίσετε με τα χέρια σας, μην ελέγχετε.

Δύο απαντήσεις στον εχθρό.

«Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς.»
 Η απάντηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρύσανθου όταν του ζητήθηκε να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου το 1941

 "Οι Ιεράρχες της Ελλάδος, στρατηγέ Στρόοπ, δεν τουφεκίζονται, απαγχονίζονται. Σας παρακαλώ να σεβασθήτε αυτήν την παράδοσιν".
Η απάντηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού στον γερμανό στρατηγό Στρόοπ όταν τον απείλησε με τουφεκισμό γιατί υπερασπίζονταν την Ιουδαική κοινότητα και τους αθίγγανους.

Η συγκλονιστική μαρτυρία της Γυναίκας της Πίνδου-Ολα όσα έζησε στον πόλεμο του 1940

Η συγκλονιστική μαρτυρία της Γυναίκας της Πίνδου-Ολα όσα έζησε στον πόλεμο του 1940
Η προσφορά των γυναικών της Πίνδου στο δύσκολο πόλεμο εναντίον του Ιταλικού Φασισμού είναι ανεκτίμητη. Για όλες αυτές τις γυναίκες ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1911 - 1991) έγραφε: « Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν. Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιό πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε, μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ' την άλλη .»
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από την ομιλία – διάλεξη που έδωσε η Φρόσω Ιωαννίδη(1896-1986), μία από τις γυναίκες της Πίνδου όπως καθιερώθηκαν να λέγονται, το Μάρτη του 1975.
«Είναι μεγάλο το χάσμα του χρόνου. Μια 35ετία. Μεγάλο και το χάσμα της ζωής, (από μια κρίσιμη κι επικίνδυνη πλέον φάση της), για μια αποτύπωση, στο χαρτί, βιωμάτων-γεγονότων, όσο το δυνατόν ακριβέστερη. Κι είναι πολύ δύσκολο για μάς, με την ψυχρή τώρα λειτουργία της μνήμης, να πετύχουμε ώστε το παρελθόν, δραματικό και ιερό παρελθόν, να φωτίσει, έστω και για λίγο, τους ακροατές μας, γεφυρώνοντας αυτό το διπλό χάσμα, που προαναφέραμε.
Μα είναι καυτά τα γεγονότα, που θέλομε να ιστορήσουμε. Κι η μέθοδος απλή, που θ' ακολουθήσουμε.
Η μεθοδολογία, η τεχνοτροπία, που ακολουθούν οι ιστορικοί και οι νοσταλγοί διαφέρει, όσον και η φύσις των, οι σκοποί των, οι εποχές.
Υπάρχει όμως, πάντα εύγλωττη και απλή, ανά τους αιώνες μέθοδος, η από προσωπικής σκοπιάς διήγηση των γεγονότων — βιωμάτων, σίγουρος τρόπος για να διατηρηθούν και αυτά και η αρχική συγκίνησης, που τα περιβάλλει.

Αυτή την απλή, την ταπεινή μέθοδο, ακολουθούμε και μείς με την ελπίδα, ότι αποτίομε φόρον τιμής και —κατά δύναμιν— προσθέτομε, έστω και μίαν φτωχήν εικόνα, στο κεφάλαιο του παγκοσμίου πολέμου που αναφέρεται στην επίθεσιν της Φασιστικής Ιταλίας κατά της Ελλάδος και την συμβολήν της γυναίκας και του Ηπειρωτικού λαού εις την άμυναν της Πατρώας γης.
Έχουν γραφή πολλά για το θέμα. Ημείς δεν έχομε την πρόθεσιν ν' αναλύσωμε ή να σχολιάσωμε. Θα περιοριστούμε μόνον στη γυναίκα και στον πληθυσμό του τόπου μας.
Πολλές, αναρίθμητες οι περιπτώσεις, που η Ελληνίδα, σαν μάνα, σαν αδελφή, σαν γυναίκα, σαν στρατιώτης ακόμα, πολεμώντας πλάι στον άνδρα, έδωσε ζωντανό παρόν, στους αγώνες του Έθνους.
Η μνεία μόνον μερικών ονομάτων, της Μπουμπουλίνας, της Δέσπως, της Μαντώς Μαυρογένους, της Μεσολογγίτισσας, της Σουλιώτισσας, αρκεί για να μας φέρει στο νου γεγονότα παλαιοτέρων εποχών.
Μ' ας προχωρήσουμε, για να θυμηθούμε, την επάρατη εποχή του πολέμου του '40 και τη συμμετοχή της Ηπειρώτισσας στον αγώνα και να σταθούμε, αποκλειστικά, στη Γυναίκα της Πίνδου, όπως την είδαμε με τα μάτια μας στο Ζαγόρι, τις πρώτες μέρες του πολέμου...

Αναθυμιέμαι, με τι ενθουσιασμό και προθυμία, έσπευσαν όλες οι Γιαννιώτισσες, από την πρώτη κι όλας μέρα, να παρακολουθήσουν τα μαθήματα εθελοντριών νοσοκόμων, από την Ελένη Πετραλιά και την Αθηνά- Μεσολωρά, στο σπίτι μου, πού το είχα παραχωρήσει, γι' αυτόν τον σκοπόν.
Με τι λαχτάρα, ύστερα, τρέχαν στα νοσοκομεία να βοηθήσουν όλες τους πρώτους τραυματίες μας! Να ξενυχτάν, πάνω στο κεφάλι, των βαριά πληγωμένων, να τους περιποιούνται, να τους παρηγορούν, να τους παραχαϊδεύουν (και πρώτη η μάνα Καλλιόπη Λύκα). Να τους γράφουν τα γράμματα για τους δικούς των, να τους τα διαβάζουν και με κάθε τρόπο να προσπαθούν ν' αλαφρύνουν τον πόνο τους.
Χρειάστηκε να πάω στο Ζαγόρι, να δω τους γονείς μου (η μάνα μου ήταν άρρωστη) κι άφησα τα δύο παιδιά μου, με μια Γυναίκα στην Κορίτιανη, στα Κατσανοχώρια. Ξεκινώ με τ' αυτοκίνητο, ως τη Δοβρά, Εκεί μαθαίνω ότι η παραπέρα συγκοινωνία κόπηκε. Οι Ιταλοί, έφθασαν απ' τον Αώο στο Βρυσοχώρι κι ότι είναι επικίνδυνο να προχωρήσω. Ούτε μέσον υπήρχε.
Τους βλέπω όλους ανάστατους, ξεσηκωμένους, να τραβάν άλλοι κατά δω, άλλοι κατά κει. Όμως δε βλέπω γυναίκες.

Πού ναι οι γυναίκες; ρωτάω. Οι γυναίκες! μου λέει ο ανθυπασπιστής της Δοβράς Σιμιτζής: Κουβαλάνε πολυβόλα και πολεμοφόδια και τ' ανεβάζουν στη Γκαμήλα και Αστράκα.
Τ' ακούω και δεν το πιστεύω. Πως είναι δυνατόν; Πως μπορούν ν' ανεβούν γυναίκες φορτωμένες, σ' αυτά τ' απάτητα βουνά, π' ανεβαίνουν μόνο τα ζαρκάδια;!! Πρωτάκουστο!
Μα πως ανεβαίνουν; ρωτάω πάλι.
Τις δένουμε, μου λέει ο Σιμιτζής, με χονδρές τριχιές, από τη μέση και οι χωροφύλακες, από την κορυφή, τις τραβάνε...
Κι αυτές βαρυφορτωμένες, σκαρφαλώνουν, σαν τα κατσίκια, πιασμένες, πότε από τις πέτρες, που προεξέχουν, πότε από ρίζες, γονατίζοντας και καμιά φορά από το βάρος, με κίνδυνο να γλιστρήσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα βάραθρα που χαίνουν μπροστά τους. Ανεβαίνουν, κατεβαίνουν αδιάκοπα και ρίχνουν και τίποτε κοτρώνια στον εχθρό κάτω, πόχει φθάσει στα Τσερβαριώτικα καλύβια....

Μου πιάνεται η αναπνοή, σαν τ' ακούω αυτά... Σαλεύει ο νους μου, θέλοντας ν' αναπαραστήσει αυτή τη σκηνή! Μήπως ονειρεύομαι; Μήπως δεν ακούω σωστά;...
Ακούω κι ένα φτωχό δίστιχο. «Τις Ηπειρώτισσες για δες, στης Πίνδου τα βουνά, πως πολεμάν με πετριές, για την Ελευθέρια»!...
Επάνω σ' αυτό, ας σας πω τι έλεγε μετά, ένας Ιταλός αξιωματικός στα Γιάννινα, στο σπίτι του γιατρού Λάππα:
«Δεν είχε φοβηθεί το μάτι μου ποτέ, σας βεβαιώνω. Μα σαν είδα γυναίκα, σκαρφαλωμένη στην κορυφή του τρομερού βουνού, να μας κατρακυλάη κοτρώνια και να μας πολυβολή (φαντασία του αυτό) τρόμαξα, ομολογώ, και αφού την πολυβόλησα και την έριξα κάτω (κι αυτό φαντασία του) έσπευσα ν' απομακρυνθώ» κ.λ.π....

Μετά από λίγο, εκλιπαρώ να μου δοθεί ένα στρατιωτικό άλογο, αφού δεν υπήρχε άλλο μέσον, και προχωρώ. Πως να εφοδιαστή το 15ο Σύνταγμα ενώ το πυροβολικό σφυροκοπούσε;....
Πρόβλημα τρομερό!! Πρόβλημα, πού απασχολούσε όλους...
Το μεγάλο αυτό πρόβλημα, το έλυσαν οι πλάτες των γυναικών και κοριτσιών του Ζαγορίου, που καθιερώθηκε πλέον επισήμως, ως μόνιμο μεταφορικό μέσον. Οι πλάτες αυτές, που έπρεπε ν' αποθανατιστούν, έσωσαν την κατάστασιν...

Κουμπούνια, κουμπούνια, πηγαινοέρχονται, φορτωμένες πολεμοφόδια, ασταμάτητα και γυρίζουν, κουβαλώντας τραυματίες δικούς μας, που και πού και Ιταλούς, που παραξενεύονται και μένουν μ' ανοιχτό το στόμα, σαν βλέπουν όλον αυτόν τον συναγερμό!...
Όλα ξεχάστηκαν, όπως έχουν ξεχαστεί κι άλλα προηγούμενα. Το Ζαγόρι, ιδίως, γνώρισε την εξαθλίωση, εγκαταλελειμμένο και παραγκωνισμένο απ' όλους.
Οι δρόμοι, ακόμα, ελεεινοί, οι περισσότεροι, όπως τους είδε ο Γκόλτς – Πασάς. Αντικρίζεις, απ' το ένα χωριό, ένα άλλο, ιδίως στο Ανατ. Ζαγόρι και νομίζεις πως απέχει μισή ώρα και όμως θέλεις μιας μέρας κυκλωτική διαδρομή, για να το πλησίασης!....

Σας κούρασα ίσως. Σχωρνάτε με. Σχωρέστε την αδυναμία του γελασμένου άνθρωπου, που όσο κι αν θέλει, δεν μπορεί να ξεφύγει από τα περασμένα. Όσο κι αν πασχίζει ν' άνοιξη τα φτερά της φαντασίας του ν' απλωθεί, να πετάξει ψηλά (όπως σαν ήταν νιος), να πιάσει τα μεγάλα, τ' άπιαστα, μοιραίως θα χαμηλώσει για να κουρνιάσει στη φτωχή φωλιά του και ν' αράξει σα σ' απάνεμο λιμάνι, ευλαβικός προσκυνητής, στ' άγια χώματα που τον γέννησαν.»
Ολο το κείμενο –μαρτυρία δημοσιεύεται στο βιβλίο του Κώστα Λαζαρίδη «Το Ζαγόρι και η Γυναίκα της Πίνδου».

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Διδαχές Οσίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτη




• Να γεμίσεις την ψυχή σου με Χριστό, με θείο έρωτα, με χαρά. Η χαρά του Χριστού θα σε γιατρέψει.


Ο Θεός φροντίζει ακόμη και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας. Δεν αδιαφορεί για μας, δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο.


• Ο Θεός μας αγαπάει πολύ, μας έχει στο νού Του κάθε στιγμή και μας προστατεύει. Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό και να μη φοβούμαστε τίποτε.


• Μόνο η χάρη του Θεού, μόνο η αληθινή αγάπη μας, που θυσιάζεται μυστικά για τους άλλους, μπορεί να σώσει και τους άλλους και μας.


• Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού.

Κριτική τοῦ κειμένου- Ἑρμηνεία στό 61ο κεφάλαιο τοῦ Ἠσαΐα





                                                                        Τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Τό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς τό ὁποῖο ὅλοι μας σήμερα, θεολόγοι καί θεολογοῦντες, δεχόμαστε ὡς δεδομένο εἶχε τήν δική του περιπέτεια ἐπί πολλούς αἰῶνες. Ἀναμφισβήτητα εἶναι γιά ὅλους μας ἱερό καί ἀποτελεῖ μαζί μέ τήν Ἱερά Παράδοση τούς δύο πυλῶνες τῆς Πίστεώς μας. Καί τά δύο μέρη της, ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη, δέν βρίσκονταν πάντοτε μαζί, ὅπως σήμερα σέ ἕνα βιβλίο. Ὅμως, μέ τό πέρασμα τῶν αἰώνων, ἡ Ἐκκλησία καθόρισε τήν τελική μορφή τῆς Βίβλου πού ὀνομάζουμε «κανόνα».[1] Γνωρίζοντας ὅτι αὐτό τό κείμενο εἶναι τό κείμενο πού χρησιμοποιοῦμε στήν λατρεία μας, ἀλλά καί ὡς πηγή τῆς κατήχησης καί ὁδηγό τῆς πνευματικῆς μας πορείας, ἀξίζει νά γίνει μιά ἀναφορά στό πῶς γίνεται ὁ σχολιασμός του μέ βάση τίς κριτικές μεθόδους, πού χρησιμοποιοῦν ἀπό παλαιά μέχρι καί σήμερα οἱ ἐρευνητές τῆς Ἁγίας Γραφῆς στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό. Γιά νά γίνει κατανοητό αὐτό πού θέλουμε νά ποῦμε θά προσεγγίσουμε ἑρμηνευτικά ἕνα ἀπό τό κεφάλαια τοῦ προφήτη Ἠσαΐα (Ἠσ. 61).
Ἄς θυμηθοῦμε τί λέει τό κεφάλαιο αὐτό ἀπό τήν μετάφραση τῶν Ο´:
1 Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με· εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμένους τὴν καρδίαν, κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, 2 καλέσαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτὸν καὶ ἡμέραν ἀνταποδόσεως τῷ Θεῷ ἡμῶν, παρακαλέσαι πάντας τοὺς πενθοῦντας, 3 δοθῆναι τοῖς πενθοῦσι Σιὼν δόξαν ἀντὶ σποδοῦ, ἄλειμμα εὐφροσύνης τοῖς πενθοῦσι, καταστολὴν δόξης ἀντὶ πνεύματος ἀκηδίας· καὶ κληθήσονται γενεαὶ δικαιοσύνης, φύτευμα Κυρίου εἰς δόξαν. 4 καὶ οἰκοδομήσουσιν ἐρήμους αἰωνίας, ἐξηρημωμένας πρότερον ἐξαναστήσουσι· καὶ καινιοῦσι πόλεις ἐρήμους ἐξηρωμένας εἰς γενεάς. 5 καὶ ἥξουσι ἀλλογενεῖς ποιμαίνοντες τὰ πρόβατά σου, καὶ ἀλλόφυλοι ἀροτῆρες καὶ ἀμπελουργοί. 6 ὑμεῖς δὲ ἱερεῖς Κυρίου κληθήσεσθε, λειτουργοὶ Θεοῦ· ἰσχὺν ἐθνῶν κατέδεσθε καὶ ἐν τῷ πλούτῳ αὐτῶν θαυμασθήσεσθε. [ἀντὶ τῆς αἰσχύνης ὑμῶν τῆς διπλῆς καὶ ἀντὶ τῆς ἐντροπῆς ἀγαλλιάσεται ἡ μερὶς αὐτῶν]. 7 οὕτως ἐκ δευτέρας κληρονομήσουσι τὴν γῆν, καὶ εὐφροσύνη αἰώνιος ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτῶν. 8 ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ ἀγαπῶν δικαιοσύνην καὶ μισῶν ἁρπάγματα ἐξ ἀδικίας· καὶ δώσω τὸν μόχθον αὐτῶν δικαίοις καὶ διαθήκην αἰώνιον διαθήσομαι αὐτοῖς. 9 καὶ γνωσθήσεται ἐν τοῖς ἔθνεσι τὸ σπέρμα αὐτῶν καὶ τὰ ἔκγονα αὐτῶν ἐν μέσῳ τῶν λαῶν· πᾶς ὁ ὁρῶν αὐτοὺς ἐπιγνώσεται αὐτούς, ὅτι οὗτοί εἰσι σπέρμα ηὐλογημένον ὑπὸ Θεοῦ 10 καὶ εὐφροσύνῃ εὐφρανθήσονται ἐπὶ Κύριον. ᾿Αγαλλιάσθω ἡ ψυχή μου ἐπὶ τῷ Κυρίῳ· ἐνέδυσε γάρ με ἱμάτιον σωτηρίου καὶ χιτῶνα εὐφροσύνης, ὡς νυμφίῳ περιέθηκέ μοι μίτραν καὶ ὡς νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμῳ. 11 καὶ ὡς γῆ αὔξουσα τὸ ἄνθος αὐτῆς καὶ ὡς κῆπος τὰ σπέρματα αὐτοῦ, οὕτως ἀνατελεῖ Κύριος δικαιοσύνην καὶ ἀγαλλίαμα ἐναντίον πάντων τῶν ἐθνῶν.
 Ἐφαρμόζοντας τήν κριτική προσέγγιση στό πλαίσιο τοῦ κανόνα (Canonical criticism) θά δοῦμε τή περικοπή ἤ καλύτερα ὁρισμένους στίχους ἤ ἔννοιες τῆς συγκεκριμένης περικοπῆς ὑπό τό φῶς ἄλλων περικοπῶν ἤ βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Μέ βάση τήν κριτική αὐτή μέθοδο τοῦ κειμένου πρέπει νά ἐρευνηθοῦν τρία σημεῖα, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τό ὀνομαζόμενο «ἑρμηνευτικό τρίγωνο».[2] Δηλαδή θά πρέπει α) νά ἐντοπιστοῦν μέ σαφήνεια ποιές ἀναφορές ἤ νύξεις γίνονται μέσα στό κείμενο, β) ὁ ἀναγνώστης θά πρέπει νά ἐξοικοιωθεῖ στήν κατάσταση τῆς ἐποχῆς πού ἔχει ὑπόψη του ἤ βιώνει ὁ συγγραφέας καί γ) νά ἀπαντηθεῖ γιατί ὁ συγγραφέας χρησιμοποιεῖ τούς συγκεκριμμένους ὅρους στό κείμενό του καί τί σήμαιναν αὐτοί γιά τήν ἐποχή του. Ἀφοῦ ἐφαρμοστεῖ αὐτή ἡ μέθοδος μποροῦμε νά συγκρίνουμε τό τότε μέ τό τώρα καί νά ἀνιχνεύσουμε πιθανές νοηματικές ἐξελίξεις τῶν λέξεων καί τῶν ἐννοιῶν.
Ξεκινώντας θά ἀναφερθοῦμε στήν περικοπή Λκ. 4, 16-30 καί αὐτό θά τό κάνουμε γιατί ἐκεῖ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Χριστός, ὅταν ἐπισκέφθηκε τήν Συναγωγή τῆς Ναζαρέτ, ἀνέγνωσε τό κεφάλαιο τοῦ Ἠσαΐα πού μελετοῦμε. Τί ἑρμηνεύει ὁ Ἰησοῦς μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ προφητικοῦ κειμένου θά μᾶς τό ποῦν στά κείμενά τους οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐμεῖς θά δοῦμε, ὅπως προείπαμε, τί μπορεῖ νά μᾶς δώσει στήν ἔρευνά μας ἡ συγκεκριμένη κριτική τοῦ κειμένου πού ἐφαρμόζουμε.
 Κατά βάση πρέπει νά ἀναρωτηθοῦμε τί σκέπτονταν οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ 1ου αἰώνα ὅταν ἄκουγαν τήν συγκεκριμένη περικοπή τοῦ Ἠσαΐα καί τί σκέφθηκαν ὅταν ὁ Χριστός τήν ἑρμήνευσε. Ἄν δοῦμε τήν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι βρίσκονταν κάτω ἀπό τήν μπότα τοῦ Ρωμαίου κατακτητῆ. Ζοῦσαν τήν καταπίεση καί τήν ἐπιφυλακτικότητα τῶν κατακτητῶν, διότι εἶχαν προηγηθεῖ ἀπόπειρες ἐπανάστασης σέ Παλαιστίνη καί Αἴγυπτο. Ἡ καθημερινή ζωή τῶν Ἰουδαίων χαρακτηρίζεται ἀπό ἀπογοήτευση καί ἔτσι ἐπιζητοῦν ἐλπίδα σέ κάποιον μεσσία πού θά τούς λυτρώσει. Αὐτό ἀναζητοῦν ἀπό τόν μεσσία καί γι᾽ αὐτό κρέμονται πραγματικά ἀπό τά χείλη του (Λκ.4,21).

Ὁ Χριστός τούς λέει: «Σήμερον πεπλήρωται ἡ γραφή αὕτη ἐν τοῖς ὠσίν ὑμῶν». Ὅταν ἄκουσαν καί αὐτήν τήν φράση τό ἐνδιαφέρον τους καί ἡ ἀγωνία τους κορυφώθηκαν (ἐθαύμαζον ἐπί τοῖς λόγοις τῆς χάριτος…).  Ἀποροῦσαν ὅμως γιατί ἤξεραν τήν οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ καί διερωτοῦνταν γιά τό ἄν ὄντως ἐκεῖνος κόμιζε τήν ἐκπλήρωση τῶν ἱερῶν τους Γραφῶν περί τῆς θεραπείας τῶν τυφλῶν καί τήν λύτρωση τῶν φυλακισμένων (Λκ. 7,21-23).
῾Η περικοπή τοῦ Λουκᾶ ἀναφέρεται στήν προτροπή-παράκληση ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ νά ἐπιτελέσει κάποιο θαῦμα γιά νά γίνουν δεκτά τά ὅσα τούς ἔλεγε μέ ἀποδείξεις. Στόν λόγο του χρησιμοποιεῖ τήν λέξη «δεκτός» πού ἀπαντᾶ καί στό Ἡσ. 61,2. Ὁ προφήτης λέει ὅτι ὁ ἀγγελιοφόρος θά κήρυττε κατά τό «ἀποδεκτό ἔτος», τό ἔτος δηλαδή  πού θά ἔκρινε ὡς καλό ὁ Θεός. Στήν εὐαγγελική περικοπή τοῦ Λουκᾶ ἀναφέρεται ὅτι κανεὶς προφήτης δέν θά εἶναι ἀποδεκτός στήν πατρίδα του.[3] Οἱ ἑρμηνευτές ἀπό αὐτό συμπεραίνουν ὅτι γίνεται μιά τεχνητή χρήση τοῦ ὅρου «δεκτός», ὅπως συνηθιζόταν στήν ἑλληνική γραμματεία καί τά ἰουδαϊκά midrash.[4] Στίς μεταφράσεις τοῦ βιβλίου Ἡσαΐας ἡ λέξη ἀναφερόταν στό ἰωβηλαῖο ἔτος, τότε δηλαδή πού θά ἐμφανιζόταν ὁ μεσσίας γιά νά γίνει «δεκτός» ἀπό τόν Θεό. Ἀπό τά παραπάνω μπορεῖ νά εἰπωθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ξεκαθαρίζει ὅτι οἱ προφῆτες εἶναι «ἀποδεκτοί» ἀπό τόν Θεό καί ὄχι ἀπό τούς ἀνθρώπους. Σχῆμα πού ὄντως ἐφαρμόστηκε στήν ζωή καί τήν δράση τῶν γνησίων προφητῶν.[5]
Ὁ ἐνθουσιασμός τῶν ἀκροατῶν τοῦ Χριστοῦ στήν Συναγωγή δέν θά ἀργήσει νά γίνει ὀργή ἐναντίον Του. Θέλησαν νά τόν ρίξουν ἀπό τόν λόφο.[6] Αἰτία ἦταν ἡ μνεία τῶν περικοπῶν Α´Βασ. 17 καί Β´Βασ. 5, πού ἀναφέρονται στό Λκ. 4,25-27. Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στήν ἱστορία τοῦ προφήτη Ἠλία μιά μορφή πού γιά τούς Ἰουδαίους συνδεόταν ἄμεσα μέ τόν ἐρχόμενο μεσσία. Γίνεται ἀναφορά γιά τήν δίωξη τοῦ Ἠλία ἀπό τούς Ἀχαάβ καί Ἰεζάβελ καί τήν φυγή τοῦ προφήτη σέ ἕνα ποτάμι, πού θά ἐξασφάλιζε νερό καί τροφή ἀπό τά κοράκια. Ἐδῶ γίνεται σαφές ὅτι γιά τήν διάδοση τῶν μηνυμάτων τοῦ Θεοῦ κινδυνεύει ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ προφήτη. Ἐπίσης γιά τήν παρηγορία του βοηθός θά σταθεῖ μόνο μιά ξένη γυναίκα, ἐνῶ γιά νά διασώσει τήν ζωή του θά ἔπρεπε νά βρεθεῖ σέ ξένη χώρα. Τέτοια περαστατικά ὄχι μόνο ἀπογοήτευαν τόν λαό, ἀλλά τόν ὠθοῦσαν σέ ἐκδίκηση πρός τόν προφήτη.
Ἀλλά καί στό δεύτερο χωρίο (Β´Βασ. 5) ἔχουμε ἕνα παράλληλο συμπέρασμα. Ὁ Ἐλισσαῖος, ὁ μαθητής τοῦ προφήτη Ἠλία, λαμβάνει ἐντολή  νά θεραπεύσει ἕναν ξένο Σύριο ἀξιωματοῦχο, δηλαδή ἕναν θανάσιμο ἐχθρό τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἔτσι ὅμως δίνεται τό μεγαλύτερο, συγκλονιστικότερο ἀλλά καί περισσότερο δύσπεπτο μάθημα γιά τούς Ἰουδαίους. Ποιό εἶναι αὐτό; Ὅτι ὁ Θεός δέν ἀφορᾶ μόνο στόν δικό τους λαό ἀλλά εἶναι Θεός ἀκόμα καί τῶν κατακτητῶν τους Ρωμαίων! Ἐδῶ δίνεται τό δυνατό μάθημα τῆς μονοθεΐας πού θά ἀποτελέσει τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς πίστεως στόν Χριστό.
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω οἱ ἀκροατές ἤ ἀναγνῶστες τῶν περικοπῶν νιώθουν ὅτι κάθε ἐλπίδα γιά μιά ἐθνική ἀπελευθέρωση καί ἀναγέννηση, ὅπως τήν ἐπιθυμοῦσαν, μέσω τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ ἔχει σκορπίσει.
Μέ βάση τά παραπάνω παρατηροῦμε ὅτι στήν ἐπιστήμη τῆς ἑρμηνευτικῆς ἀποτελεῖ σημαντικό θέμα ὄχι μόνο τό περιεχόμενο τῶν ἁγιογραφικῶν περικοπῶν, ἀλλά καί ὁ τρόπος πού συνελάμβαναν τά νοήματα οἱ ἀκροατές τῆς ἐποχῆς.[7] Ἔτσι, ὁ Sanders πιστεύει ὅτι τά κείμενα δέν σημαίνουν πάντοτε τό ἴδιο πράγμα γιά κάθε ἀκροατήριο.[8] Τό θέμα δέν εἶναι ἁπλό, ἀφοῦ κατά τήν ἄποψη αὐτή εἶναι πολύ δύσκολο νά γνωρίζει ὁ ἑρευνητής τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσε ὁ συγγραφέας στό κείμενό του ἤ τί ἀντιλαμβανόταν ἀπό αὐτό ὁ ἀναγνώστης κάθε ἐποχῆς.
Στήν Ἐκκλησία ὅμως ἀδιάψευστοι καταγραφεῖς τῶν ἀληθειῶν τῆς Πίστεως εἶναι οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού μέ θεῖο φωτισμό ἑρμήνευσαν τά ἱερά κείμενα. Τούς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη γιατί ὡς δοχεῖα τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἑρμήνευσαν ὀρθῶς μέ βάση τό πνεῦμα καί ὄχι τό γράμμα τοῦ νόμου.[9] Τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα πού ἐνέπνευσε τούς συγγραφεῖς τῶν κειμένων φώτισε καί φωτίζει καί τούς ἑρμηνευτές τους.[10]
Τήν ἑρμηνεία δύο σημαντικῶν προσώπων θά παραθέσουμε σχετικά μέ τό προφητικό κείμενο: τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, πού βρίσκεται στό ἔργο Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν τῆς σειρᾶς PG 70, 1352D-1353B καί τοῦ Προκοπίου Γάζης στήν Ἐπιτομή τῶν εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν καταβεβλημένων διαφόρων ἐξηγήσεων τῆς ἴδιας σειρᾶς PG 87B, 2641D-2644B.
            Καί οἱ δύο ἑρμηνεύουν τό κεφάλαιο χριστολογικά. Ἀλλά ἄς ἀναφερθοῦμε πρωτίστως στόν ἅγιο Κύριλλο. Ἡ ἀναφορά του γιά τό πνεῦμα τοῦ Κυρίου μέ τό ὁποῖο χρίεται εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα καί αὐτός πού χρίεται εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦταν καί εἶναι πάντοτε ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ προσφέρει τήν ἴαση σέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Ἴδιος ἀνοίγει τίς κλεισμένες θύρες τῶν ὀφθαλμῶν (ἐδῶ κυρίως ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος τούς εἰδωλολάτρες) καί σέ ὅσους τό ἐπιθυμοῦν προσφέρει τήν χαρά. Σημειώνει ὅτι ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ προσφέρει  ἀμέτρητες δωρεές στούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἁγιάζεται ὅλη ἡ κτίση. Ἀναφέρει: «…πολλά κατά ταὐτόν τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς τά περίφανα κατορθώματα…».[11] Ἀξίζει νά καταγραφεῖ τό πρωτότυπο κείμενο: «Ἵνα γάρ κατακτήσηται τήν ὑπ᾽οὐρανόν, καί τούς ἀνά πᾶσαν ὅντας τήν οἰκουμένην προσκομίση τῷ Θεῷ καί Πατρί μεταστοιχειώσας τά πάντα πρός τό ἀμεινόνως ἔχειν, καί οἷον ἀνακαινίσας τό πρόσωπον τῆς γῆς, ἔλαβε δέ δούλου μορφήν, καίτοι κύριος ὑπάρχων τῶν ὅλων».[12]
Ὅμως ὁ ἅγιος σχολιάζει καί τήν λέξη «δεκτός». Ἐξηγεῖ ὅτι ὅταν ὁ Χριστός λαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί μάλιστα θυσιάζεται ἐπί τοῦ Σταυροῦ ὑπέρ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τότε: «Δεκτοί γάρ τότε γεγόναμεν τῷ Θεῷ καί Πατρί καί καρποφορηθέντες δι᾽αὐτόν».[13] Ὁ ἴδιος ἀναφέρει: «Δεκτός οὖν ἐνιαυτός ἐκεῖνος πού πάντως, καθ᾽ὅν εἰσεδέχθημεν τήν πρός αὐτόν λαχόντες οἰκείωσιν, ἀπονυψάμενοι τήν ἁμαρτίαν διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τῆς θείας αὐτοῦ φύσεως γενόμενοι κοινωνοί διά μετοχῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος».[14]
Καί ὁ Προκόπιος Γάζης προσεγγίζει, ὅπως προείπαμε, χριστολογικά τήν περικοπή. Σημειώνει  τό μοναδικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ διά τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὁ Ὁποῖος χρίεται «ὑπό τοῦ Πατέρος (δέν λέει τοῦ Πατρός) τῷ Πνεύματι». Εἶναι δέ Θεός καί ἄνθρωπος. Καί ὡς μέν οὖν Θεός χορηγεῖ τό Πνεῦμα τῇ κτίσει, ὡς δέ ἄνθρωπος δέχεται».[15] Ὡς πρός τήν ἔννοια «δεκτός» «τόν τῆς ἐνανθρωπήσεως καιρόν οὕτως εἰπών», «μήποτε δέ τόν μέλλοντα αἰῶνα δηλοῖ…».[16] Ἐπίσης λέει: «Τινές δέ δεκτόν ἐνιαυτόν, καθ᾽ὅν ἐσταυρώθη φασί. Δεκτοί γάρ τότε γεγόναμεν τῷ Θεῷ καί Πατέρι, καρποφορηθέντες δι᾽αὐτοῦ».[17]
Ἀπό τά παραπάνω μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἑρμηνεία εἶναι μιά ἰδιαιτέρως ἐπίπονη ἐργασία. Ἡ ἴδια ἡ λέξη ἑρμηνεία προέρχεται ἀπό τήν λέξη Ἑρμῆς, τόν ἀγγελιοφόρο τῶν Θεῶν. Τό μήνυμα λοιπόν τῆς κάθε περικοπῆς, τῆς κάθε φράσης ἤ λέξης ἀναζητᾶ ὁ θεολόγος ὄχι γιά νά τήν κρατήσει γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά νά τήν μοιραστεῖ μέ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας πού τήν ἀναζητᾶ καί διψᾶ γι᾽αὐτήν. Ὅλα μποροῦμε νά τά διαβάζουμε[18] γιά τήν διεύρυνση τοῦ νοῦ μας, ἀλλά οἱ πατερικές ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις ἀποτελοῦν τρόπους πού ἀφοροῦν στήν ἴδια τήν ψυχή μας καί τήν σχέση μας μέ τόν Θεό.




[1] Μεγάλου Ἀθανασίου, 39η ἑορταστική ἐπιστολή, PG 26, 1436Β.
[2] Paula Gooder, Ἀναζητώντας τό νόημα, ἐπιμέλεια-μετάτφραση: Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη, Χαράλαμπος Ἀτματζίδης, Θεσσαλονίκη 2011, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, σελ. 105.
[3] Λκ. 4,24.
[4] Paula Gooder, Ἀναζητώντας τό νόημα, ἐπιμέλεια-μετάτφραση: Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη, Χαράλαμπος Ἀτματζίδης, Θεσσαλονίκη 2011, Ἐκδ.Πουρναρᾶ, σελ. 105.
[5] Φούντα Ἱερεμίου ἐπισκόπου, μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Δημητσάνα-Μεγαλόπολη 2009, σελ. 23.
[6] Λκ. 4,29.
[7] Paula Gooder, Ἀναζητώντας τό νόημα, ἐπιμέλεια-μετάτφραση: Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη, Χαράλαμπος Ἀτματζίδης, Θεσσαλονίκη 2011, Ἐκδ.Πουρναρᾶ, σελ. 213.
[8] Βλ. Sanders, J.A. (1993) “From Isaiah 61 to Luke 4”, in Craij A. Evans and James A. Sanders, eds, Luke and scripture. Minneapolis: Fortress, 46-69. Τοῦ ἰδίου (2006) “The canonical process”, in Steven T. Katz, ed., the Cambrize history of Judaism, vol. 4: The Leit Roman-Rabbinic period. Cambrize: Cambrize University press, 230-43.
[9] Ἑβρ. 1,1-2. Βλ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως-περί Γραφῆς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 396.
[10] Πρβλ. ΒΠε. 1,20-21.
[11] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν , PG 70, 1352D.
[12] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν , PG 70, 1352D.
[13] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν , PG 70, 1353.
[14] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν , PG 70, 1353.
[15] Προκοπίου Γάζης, Ἐπιτομή τῶν εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν καταβεβλημένων διαφόρων ἐξηγήσεων, PG 87B,2641D-2644B.
[16] Προκοπίου Γάζης, Ἐπιτομή τῶν εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν καταβεβλημένων διαφόρων ἐξηγήσεων, PG 87B, 2641D-2644B.
[17] Προκοπίου Γάζης, Ἐπιτομή τῶν εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν καταβεβλημένων διαφόρων ἐξηγήσεων, PG 87B, 2644.
[18] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως-περί Γραφῆς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 398.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...