Τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου
Κανάκη
Τό κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς
τό ὁποῖο ὅλοι μας σήμερα, θεολόγοι καί θεολογοῦντες, δεχόμαστε ὡς δεδομένο εἶχε
τήν δική του περιπέτεια ἐπί πολλούς αἰῶνες. Ἀναμφισβήτητα εἶναι γιά ὅλους μας ἱερό
καί ἀποτελεῖ μαζί μέ τήν Ἱερά Παράδοση τούς δύο πυλῶνες τῆς Πίστεώς μας. Καί τά
δύο μέρη της, ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη, δέν βρίσκονταν πάντοτε μαζί, ὅπως
σήμερα σέ ἕνα βιβλίο. Ὅμως, μέ τό πέρασμα τῶν αἰώνων, ἡ Ἐκκλησία καθόρισε τήν
τελική μορφή τῆς Βίβλου πού ὀνομάζουμε «κανόνα».[1] Γνωρίζοντας ὅτι αὐτό τό κείμενο εἶναι τό κείμενο πού
χρησιμοποιοῦμε στήν λατρεία μας, ἀλλά καί ὡς πηγή τῆς κατήχησης καί ὁδηγό τῆς
πνευματικῆς μας πορείας, ἀξίζει νά γίνει μιά ἀναφορά στό πῶς γίνεται ὁ
σχολιασμός του μέ βάση τίς κριτικές μεθόδους, πού χρησιμοποιοῦν ἀπό παλαιά
μέχρι καί σήμερα οἱ ἐρευνητές τῆς Ἁγίας Γραφῆς στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό.
Γιά νά γίνει κατανοητό αὐτό πού θέλουμε νά ποῦμε θά προσεγγίσουμε ἑρμηνευτικά ἕνα
ἀπό τό κεφάλαια τοῦ προφήτη Ἠσαΐα (Ἠσ.
61).
Ἄς θυμηθοῦμε τί λέει τό κεφάλαιο αὐτό ἀπό τήν μετάφραση τῶν
Ο´:
1 Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ
με· εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμένους τὴν καρδίαν,
κηρύξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, 2 καλέσαι ἐνιαυτὸν Κυρίου
δεκτὸν καὶ ἡμέραν ἀνταποδόσεως τῷ Θεῷ ἡμῶν, παρακαλέσαι πάντας τοὺς πενθοῦντας,
3 δοθῆναι τοῖς πενθοῦσι Σιὼν δόξαν ἀντὶ σποδοῦ, ἄλειμμα εὐφροσύνης τοῖς πενθοῦσι,
καταστολὴν δόξης ἀντὶ πνεύματος ἀκηδίας· καὶ κληθήσονται γενεαὶ δικαιοσύνης, φύτευμα
Κυρίου εἰς δόξαν. 4 καὶ οἰκοδομήσουσιν ἐρήμους αἰωνίας, ἐξηρημωμένας πρότερον ἐξαναστήσουσι·
καὶ καινιοῦσι πόλεις ἐρήμους ἐξηρωμένας εἰς γενεάς. 5 καὶ ἥξουσι ἀλλογενεῖς
ποιμαίνοντες τὰ πρόβατά σου, καὶ ἀλλόφυλοι ἀροτῆρες καὶ ἀμπελουργοί. 6 ὑμεῖς δὲ ἱερεῖς Κυρίου κληθήσεσθε, λειτουργοὶ Θεοῦ·
ἰσχὺν ἐθνῶν κατέδεσθε καὶ ἐν τῷ πλούτῳ αὐτῶν θαυμασθήσεσθε. [ἀντὶ τῆς αἰσχύνης ὑμῶν
τῆς διπλῆς καὶ ἀντὶ τῆς ἐντροπῆς ἀγαλλιάσεται ἡ μερὶς αὐτῶν]. 7 οὕτως ἐκ δευτέρας
κληρονομήσουσι τὴν γῆν, καὶ εὐφροσύνη αἰώνιος ὑπὲρ κεφαλῆς αὐτῶν. 8 ἐγὼ γάρ εἰμι
Κύριος ὁ ἀγαπῶν δικαιοσύνην καὶ μισῶν ἁρπάγματα ἐξ ἀδικίας· καὶ δώσω τὸν μόχθον
αὐτῶν δικαίοις καὶ διαθήκην αἰώνιον διαθήσομαι αὐτοῖς. 9 καὶ γνωσθήσεται ἐν τοῖς
ἔθνεσι τὸ σπέρμα αὐτῶν καὶ τὰ ἔκγονα αὐτῶν ἐν μέσῳ τῶν λαῶν· πᾶς ὁ ὁρῶν αὐτοὺς ἐπιγνώσεται
αὐτούς, ὅτι οὗτοί εἰσι σπέρμα ηὐλογημένον ὑπὸ Θεοῦ 10 καὶ εὐφροσύνῃ εὐφρανθήσονται
ἐπὶ Κύριον. ᾿Αγαλλιάσθω ἡ ψυχή μου ἐπὶ τῷ Κυρίῳ· ἐνέδυσε γάρ με ἱμάτιον σωτηρίου καὶ
χιτῶνα εὐφροσύνης, ὡς νυμφίῳ περιέθηκέ μοι μίτραν καὶ ὡς νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμῳ. 11 καὶ ὡς γῆ αὔξουσα τὸ ἄνθος αὐτῆς καὶ ὡς
κῆπος τὰ σπέρματα αὐτοῦ, οὕτως ἀνατελεῖ Κύριος δικαιοσύνην καὶ ἀγαλλίαμα ἐναντίον
πάντων τῶν ἐθνῶν.
Ἐφαρμόζοντας τήν κριτική
προσέγγιση στό πλαίσιο τοῦ κανόνα (Canonical criticism) θά δοῦμε τή περικοπή ἤ καλύτερα ὁρισμένους στίχους ἤ ἔννοιες
τῆς συγκεκριμένης περικοπῆς ὑπό τό φῶς ἄλλων περικοπῶν ἤ βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Μέ βάση τήν κριτική αὐτή μέθοδο τοῦ κειμένου πρέπει νά ἐρευνηθοῦν τρία σημεῖα,
τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τό ὀνομαζόμενο «ἑρμηνευτικό τρίγωνο».[2] Δηλαδή θά πρέπει α) νά ἐντοπιστοῦν μέ σαφήνεια ποιές ἀναφορές
ἤ νύξεις γίνονται μέσα στό κείμενο, β) ὁ ἀναγνώστης θά πρέπει νά ἐξοικοιωθεῖ
στήν κατάσταση τῆς ἐποχῆς πού ἔχει ὑπόψη του ἤ βιώνει ὁ συγγραφέας καί γ) νά ἀπαντηθεῖ
γιατί ὁ συγγραφέας χρησιμοποιεῖ τούς συγκεκριμμένους ὅρους στό κείμενό του καί
τί σήμαιναν αὐτοί γιά τήν ἐποχή του. Ἀφοῦ ἐφαρμοστεῖ αὐτή ἡ μέθοδος μποροῦμε νά
συγκρίνουμε τό τότε μέ τό τώρα καί νά ἀνιχνεύσουμε πιθανές νοηματικές ἐξελίξεις
τῶν λέξεων καί τῶν ἐννοιῶν.
Ξεκινώντας θά ἀναφερθοῦμε στήν περικοπή Λκ. 4, 16-30 καί αὐτό θά τό κάνουμε
γιατί ἐκεῖ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Χριστός, ὅταν ἐπισκέφθηκε τήν Συναγωγή τῆς Ναζαρέτ,
ἀνέγνωσε τό κεφάλαιο τοῦ Ἠσαΐα πού μελετοῦμε. Τί ἑρμηνεύει ὁ Ἰησοῦς μετά τήν ἀνάγνωση
τοῦ προφητικοῦ κειμένου θά μᾶς τό ποῦν στά κείμενά τους οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλά ἐμεῖς θά δοῦμε, ὅπως προείπαμε, τί μπορεῖ νά μᾶς δώσει στήν ἔρευνά μας ἡ
συγκεκριμένη κριτική τοῦ κειμένου πού ἐφαρμόζουμε.
Κατά βάση πρέπει
νά ἀναρωτηθοῦμε τί σκέπτονταν οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ 1ου αἰώνα ὅταν ἄκουγαν τήν
συγκεκριμένη περικοπή τοῦ Ἠσαΐα καί τί σκέφθηκαν ὅταν ὁ Χριστός τήν ἑρμήνευσε. Ἄν
δοῦμε τήν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς θά ἀντιληφθοῦμε ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι
βρίσκονταν κάτω ἀπό τήν μπότα τοῦ Ρωμαίου κατακτητῆ. Ζοῦσαν τήν καταπίεση καί
τήν ἐπιφυλακτικότητα τῶν κατακτητῶν, διότι εἶχαν προηγηθεῖ ἀπόπειρες ἐπανάστασης
σέ Παλαιστίνη καί Αἴγυπτο. Ἡ καθημερινή ζωή τῶν Ἰουδαίων χαρακτηρίζεται ἀπό ἀπογοήτευση
καί ἔτσι ἐπιζητοῦν ἐλπίδα σέ κάποιον μεσσία πού θά τούς λυτρώσει. Αὐτό ἀναζητοῦν
ἀπό τόν μεσσία καί γι᾽ αὐτό κρέμονται πραγματικά ἀπό τά χείλη του (Λκ.4,21).
Ὁ Χριστός τούς λέει: «Σήμερον
πεπλήρωται ἡ γραφή αὕτη ἐν τοῖς
ὠσίν ὑμῶν». Ὅταν ἄκουσαν καί αὐτήν τήν φράση τό ἐνδιαφέρον τους καί ἡ
ἀγωνία τους κορυφώθηκαν (ἐθαύμαζον ἐπί τοῖς λόγοις τῆς χάριτος…). Ἀποροῦσαν ὅμως γιατί ἤξεραν τήν οἰκογένεια τοῦ
Χριστοῦ καί διερωτοῦνταν γιά τό ἄν ὄντως ἐκεῖνος κόμιζε τήν ἐκπλήρωση τῶν ἱερῶν τους Γραφῶν περί τῆς
θεραπείας τῶν τυφλῶν καί τήν λύτρωση τῶν φυλακισμένων (Λκ. 7,21-23).
῾Η περικοπή τοῦ Λουκᾶ ἀναφέρεται στήν προτροπή-παράκληση ἐκ
μέρους τοῦ λαοῦ νά ἐπιτελέσει κάποιο θαῦμα γιά νά γίνουν δεκτά τά ὅσα τούς ἔλεγε
μέ ἀποδείξεις. Στόν λόγο του χρησιμοποιεῖ τήν λέξη «δεκτός» πού ἀπαντᾶ καί στό Ἡσ. 61,2. Ὁ προφήτης λέει ὅτι ὁ ἀγγελιοφόρος
θά κήρυττε κατά τό «ἀποδεκτό ἔτος», τό ἔτος δηλαδή πού θά ἔκρινε ὡς καλό ὁ Θεός. Στήν εὐαγγελική
περικοπή τοῦ Λουκᾶ ἀναφέρεται ὅτι κανεὶς προφήτης δέν θά εἶναι ἀποδεκτός στήν πατρίδα του.[3] Οἱ ἑρμηνευτές ἀπό αὐτό συμπεραίνουν ὅτι γίνεται μιά
τεχνητή χρήση τοῦ ὅρου «δεκτός», ὅπως συνηθιζόταν στήν ἑλληνική γραμματεία καί τά ἰουδαϊκά midrash.[4] Στίς μεταφράσεις τοῦ βιβλίου Ἡσαΐας ἡ λέξη ἀναφερόταν στό ἰωβηλαῖο ἔτος, τότε δηλαδή
πού θά ἐμφανιζόταν ὁ μεσσίας γιά νά γίνει «δεκτός» ἀπό τόν Θεό. Ἀπό τά παραπάνω
μπορεῖ νά εἰπωθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ξεκαθαρίζει ὅτι οἱ προφῆτες εἶναι «ἀποδεκτοί» ἀπό
τόν Θεό καί ὄχι ἀπό τούς ἀνθρώπους. Σχῆμα πού ὄντως ἐφαρμόστηκε στήν ζωή καί
τήν δράση τῶν γνησίων προφητῶν.[5]
Ὁ ἐνθουσιασμός τῶν ἀκροατῶν τοῦ Χριστοῦ στήν Συναγωγή δέν
θά ἀργήσει νά γίνει ὀργή ἐναντίον Του. Θέλησαν νά τόν ρίξουν ἀπό τόν λόφο.[6] Αἰτία ἦταν ἡ μνεία τῶν περικοπῶν Α´Βασ. 17 καί Β´Βασ. 5,
πού ἀναφέρονται στό Λκ. 4,25-27. Ἡ
πρώτη ἀφορᾶ στήν ἱστορία τοῦ προφήτη Ἠλία μιά μορφή πού γιά τούς Ἰουδαίους συνδεόταν ἄμεσα μέ
τόν ἐρχόμενο μεσσία. Γίνεται ἀναφορά γιά τήν δίωξη τοῦ Ἠλία ἀπό τούς Ἀχαάβ καί Ἰεζάβελ
καί τήν φυγή τοῦ προφήτη σέ ἕνα ποτάμι, πού θά ἐξασφάλιζε νερό καί τροφή ἀπό τά
κοράκια. Ἐδῶ γίνεται σαφές ὅτι γιά τήν διάδοση τῶν μηνυμάτων τοῦ Θεοῦ κινδυνεύει
ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ προφήτη. Ἐπίσης γιά τήν παρηγορία του βοηθός θά σταθεῖ μόνο
μιά ξένη γυναίκα, ἐνῶ γιά νά διασώσει τήν ζωή του θά ἔπρεπε νά βρεθεῖ σέ ξένη
χώρα. Τέτοια περαστατικά ὄχι μόνο ἀπογοήτευαν τόν λαό, ἀλλά τόν ὠθοῦσαν σέ ἐκδίκηση
πρός τόν προφήτη.
Ἀλλά καί στό δεύτερο χωρίο (Β´Βασ. 5) ἔχουμε ἕνα παράλληλο συμπέρασμα. Ὁ Ἐλισσαῖος, ὁ μαθητής
τοῦ προφήτη Ἠλία, λαμβάνει ἐντολή νά
θεραπεύσει ἕναν ξένο Σύριο ἀξιωματοῦχο, δηλαδή ἕναν θανάσιμο ἐχθρό τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Ἔτσι ὅμως δίνεται τό μεγαλύτερο, συγκλονιστικότερο ἀλλά καί περισσότερο
δύσπεπτο μάθημα γιά τούς Ἰουδαίους. Ποιό εἶναι αὐτό; Ὅτι ὁ Θεός δέν ἀφορᾶ μόνο
στόν δικό τους λαό ἀλλά εἶναι Θεός ἀκόμα καί τῶν κατακτητῶν τους Ρωμαίων! Ἐδῶ
δίνεται τό δυνατό μάθημα τῆς μονοθεΐας πού θά ἀποτελέσει τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς
πίστεως στόν Χριστό.
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω οἱ ἀκροατές ἤ ἀναγνῶστες τῶν περικοπῶν
νιώθουν ὅτι κάθε ἐλπίδα γιά μιά ἐθνική ἀπελευθέρωση καί ἀναγέννηση, ὅπως τήν ἐπιθυμοῦσαν,
μέσω τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ ἔχει σκορπίσει.
Μέ βάση τά παραπάνω παρατηροῦμε ὅτι στήν ἐπιστήμη τῆς ἑρμηνευτικῆς
ἀποτελεῖ σημαντικό θέμα ὄχι μόνο τό περιεχόμενο τῶν ἁγιογραφικῶν περικοπῶν, ἀλλά
καί ὁ τρόπος πού συνελάμβαναν τά νοήματα οἱ ἀκροατές τῆς ἐποχῆς.[7] Ἔτσι, ὁ Sanders πιστεύει ὅτι τά κείμενα δέν σημαίνουν πάντοτε τό ἴδιο
πράγμα γιά κάθε ἀκροατήριο.[8] Τό θέμα δέν εἶναι ἁπλό, ἀφοῦ κατά τήν ἄποψη αὐτή εἶναι πολύ δύσκολο νά
γνωρίζει ὁ ἑρευνητής τί ἀκριβῶς ἐννοοῦσε ὁ συγγραφέας στό κείμενό του ἤ τί ἀντιλαμβανόταν
ἀπό αὐτό ὁ ἀναγνώστης κάθε ἐποχῆς.
Στήν Ἐκκλησία ὅμως ἀδιάψευστοι καταγραφεῖς τῶν ἀληθειῶν τῆς
Πίστεως εἶναι οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού μέ θεῖο φωτισμό ἑρμήνευσαν τά ἱερά κείμενα. Τούς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη
γιατί ὡς δοχεῖα τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἑρμήνευσαν ὀρθῶς μέ βάση τό πνεῦμα καί ὄχι
τό γράμμα τοῦ νόμου.[9] Τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα πού ἐνέπνευσε τούς συγγραφεῖς τῶν
κειμένων φώτισε καί φωτίζει καί τούς ἑρμηνευτές τους.[10]
Τήν ἑρμηνεία δύο
σημαντικῶν προσώπων θά παραθέσουμε σχετικά μέ τό προφητικό κείμενο: τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας,
πού βρίσκεται στό ἔργο Ἐξήγησις ὑπομνηματική
εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν
τῆς σειρᾶς PG 70, 1352D-1353B καί τοῦ
Προκοπίου Γάζης στήν Ἐπιτομή τῶν εἰς τόν
Προφήτην Ἡσαΐαν
καταβεβλημένων διαφόρων ἐξηγήσεων τῆς ἴδιας σειρᾶς PG 87B, 2641D-2644B.
Καί οἱ
δύο ἑρμηνεύουν τό κεφάλαιο χριστολογικά. Ἀλλά ἄς ἀναφερθοῦμε πρωτίστως στόν ἅγιο
Κύριλλο. Ἡ ἀναφορά του γιά τό πνεῦμα τοῦ Κυρίου μέ τό ὁποῖο χρίεται εἶναι τό Ἅγιο
Πνεῦμα καί αὐτός πού χρίεται εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦταν καί εἶναι
πάντοτε ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ προσφέρει τήν ἴαση σέ ὅλο
τό ἀνθρώπινο γένος. Ὁ Ἴδιος ἀνοίγει τίς κλεισμένες θύρες τῶν ὀφθαλμῶν (ἐδῶ
κυρίως ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος τούς εἰδωλολάτρες) καί σέ ὅσους τό ἐπιθυμοῦν
προσφέρει τήν χαρά. Σημειώνει ὅτι ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ προσφέρει ἀμέτρητες δωρεές στούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἁγιάζεται ὅλη ἡ κτίση.
Ἀναφέρει: «…πολλά κατά ταὐτόν τῆς ἐνανθρωπήσεως
τοῦ Μονογενοῦς τά περίφανα κατορθώματα…».[11] Ἀξίζει νά καταγραφεῖ τό πρωτότυπο κείμενο: «Ἵνα γάρ κατακτήσηται τήν ὑπ᾽οὐρανόν, καί τούς ἀνά πᾶσαν ὅντας τήν οἰκουμένην
προσκομίση τῷ Θεῷ καί
Πατρί μεταστοιχειώσας τά πάντα πρός τό ἀμεινόνως ἔχειν, καί οἷον ἀνακαινίσας τό
πρόσωπον τῆς γῆς, ἔλαβε δέ δούλου μορφήν, καίτοι κύριος ὑπάρχων τῶν ὅλων».[12]
Ὅμως ὁ ἅγιος
σχολιάζει καί τήν λέξη «δεκτός». Ἐξηγεῖ ὅτι ὅταν ὁ Χριστός λαμβάνει τήν ἀνθρώπινη
φύση καί μάλιστα θυσιάζεται ἐπί τοῦ Σταυροῦ ὑπέρ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τότε: «Δεκτοί γάρ τότε γεγόναμεν τῷ Θεῷ καί Πατρί
καί καρποφορηθέντες δι᾽αὐτόν».[13] Ὁ ἴδιος ἀναφέρει: «Δεκτός οὖν ἐνιαυτός
ἐκεῖνος πού πάντως, καθ᾽ὅν
εἰσεδέχθημεν τήν πρός αὐτόν λαχόντες οἰκείωσιν, ἀπονυψάμενοι τήν ἁμαρτίαν διά
τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τῆς θείας αὐτοῦ φύσεως γενόμενοι κοινωνοί διά μετοχῆς
τοῦ ἁγίου Πνεύματος».[14]
Καί ὁ
Προκόπιος Γάζης προσεγγίζει, ὅπως προείπαμε, χριστολογικά τήν περικοπή.
Σημειώνει τό μοναδικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ
διά τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὁ Ὁποῖος χρίεται «ὑπό τοῦ Πατέρος (δέν λέει τοῦ Πατρός)
τῷ Πνεύματι». Εἶναι δέ Θεός καί ἄνθρωπος. Καί ὡς μέν οὖν Θεός χορηγεῖ τό Πνεῦμα
τῇ κτίσει, ὡς δέ ἄνθρωπος δέχεται».[15] Ὡς πρός τήν ἔννοια «δεκτός» «τόν τῆς ἐνανθρωπήσεως καιρόν οὕτως εἰπών», «μήποτε δέ τόν
μέλλοντα αἰῶνα δηλοῖ…».[16] Ἐπίσης λέει: «Τινές δέ δεκτόν ἐνιαυτόν, καθ᾽ὅν ἐσταυρώθη φασί. Δεκτοί γάρ
τότε γεγόναμεν τῷ Θεῷ καί Πατέρι, καρποφορηθέντες δι᾽αὐτοῦ».[17]
Ἀπό τά
παραπάνω μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἑρμηνεία εἶναι μιά ἰδιαιτέρως ἐπίπονη ἐργασία.
Ἡ ἴδια ἡ λέξη ἑρμηνεία προέρχεται ἀπό τήν λέξη Ἑρμῆς, τόν ἀγγελιοφόρο τῶν Θεῶν.
Τό μήνυμα λοιπόν τῆς κάθε περικοπῆς, τῆς κάθε φράσης ἤ λέξης ἀναζητᾶ ὁ θεολόγος
ὄχι γιά νά τήν κρατήσει γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά νά τήν μοιραστεῖ μέ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας πού
τήν ἀναζητᾶ καί διψᾶ γι᾽αὐτήν. Ὅλα μποροῦμε νά τά διαβάζουμε[18]
γιά τήν διεύρυνση τοῦ νοῦ μας, ἀλλά οἱ πατερικές ἑρμηνευτικές προσεγγίσεις ἀποτελοῦν
τρόπους πού ἀφοροῦν στήν ἴδια τήν ψυχή μας καί τήν σχέση μας μέ τόν Θεό.
[1] Μεγάλου Ἀθανασίου,
39η ἑορταστική ἐπιστολή, PG 26, 1436Β.
[2] Paula Gooder, Ἀναζητώντας τό νόημα, ἐπιμέλεια-μετάτφραση: Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη,
Χαράλαμπος Ἀτματζίδης, Θεσσαλονίκη 2011, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, σελ. 105.
[3] Λκ. 4,24.
[4] Paula Gooder, Ἀναζητώντας τό νόημα, ἐπιμέλεια-μετάτφραση: Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη,
Χαράλαμπος Ἀτματζίδης, Θεσσαλονίκη 2011, Ἐκδ.Πουρναρᾶ, σελ. 105.
[5] Φούντα Ἱερεμίου ἐπισκόπου,
μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Οἱ
Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, Δημητσάνα-Μεγαλόπολη 2009, σελ. 23.
[6] Λκ. 4,29.
[7] Paula Gooder, Ἀναζητώντας τό νόημα, ἐπιμέλεια-μετάτφραση: Αἰκατερίνη Τσαλαμπούνη,
Χαράλαμπος Ἀτματζίδης, Θεσσαλονίκη 2011, Ἐκδ.Πουρναρᾶ, σελ. 213.
[8] Βλ.
Sanders, J.A. (1993) “From Isaiah 61 to Luke 4”, in Craij A. Evans and James A.
Sanders, eds, Luke and scripture. Minneapolis: Fortress, 46-69. Τοῦ
ἰδίου (2006) “The canonical process”, in
Steven T. Katz, ed., the Cambrize history of Judaism, vol. 4: The Leit
Roman-Rabbinic period. Cambrize: Cambrize University press, 230-43.
[9] Ἑβρ. 1,1-2. Βλ.
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως-περί Γραφῆς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.
396.
[10] Πρβλ.
Β’ Πε.
1,20-21.
[11] Κυρίλλου
Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν
, PG 70, 1352D.
[12] Κυρίλλου
Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν
, PG 70, 1352D.
[13] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική
εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν
, PG 70, 1353.
[14] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματική
εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν
, PG 70, 1353.
[15] Προκοπίου Γάζης, Ἐπιτομή τῶν εἰς τόν
Προφήτην Ἡσαΐαν
καταβεβλημένων διαφόρων ἐξηγήσεων, PG 87B,2641D-2644B.
[16] Προκοπίου Γάζης, Ἐπιτομή τῶν εἰς τόν
Προφήτην Ἡσαΐαν
καταβεβλημένων διαφόρων ἐξηγήσεων, PG 87B, 2641D-2644B.
[17] Προκοπίου Γάζης, Ἐπιτομή τῶν εἰς τόν
Προφήτην Ἡσαΐαν
καταβεβλημένων διαφόρων ἐξηγήσεων, PG 87B, 2644.
[18] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ,
Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου
Πίστεως-περί Γραφῆς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 398.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου