Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

«Ὁ ὅσιος Πορφύριος καὶ οἱ νέοι»





Πρωτ. Γεωργίου Χρ. Εὐθυμίου
τ. Ἐπικούρου Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Ε.Κ.Π.Α.

Πρόλογος
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει, φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε΄, 20). Ὁ λόγος του ἐπαληθεύεται γιὰ μία ἀκόμη φορὰ καὶ κατὰ τὸν 20ὸν αἰῶνα, τὸν πολυδιαφημισμένο καὶ ἀντιφατικό, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου ἐσημειώθησαν μεγάλες ἐπιστημονικὲς καὶ τεχνολογικὲς πρόοδοι, ἐνῷ συγχρόνως ἔρρευσαν ποταμοὶ αἵματος, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν εὐτελισμὸ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καὶ τὴν ἀπαξίωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.
Σ’ αὐτὸν τὸν αἰῶνα ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἀνέδειξε φωτεινοὺς ἀστέρες πρώτου μεγέθους στὸ ἐκκλησιαστικὸ στερέωμα. Αὐθεντικοὺς ἀνθρώπους «πλήρεις πίστεως καὶ δυνάμεως» (Πράξ. στ΄, 8), οἱ ὁποῖοι ἐλευθέρως καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀκολούθησαν τὸν Χριστό, ἔζησαν ἑδραῖοι καὶ ἀμετακίνητοι «ἐν οἷς ἔμαθον καὶ ἐπιστώθησαν» (Β΄ Τιμ. γ΄, 14) καὶ ἐπορεύθησαν «δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ» (Ἐφεσ. ε΄, 10).
Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρακάμπτοντες τὶς ψευδαισθήσεις καὶ τὶς αὐταπάτες τοῦ πεπτωκότος κόσμου, ποὺ «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄ Ἰω. ε΄, 19), ἔζησε αὐθεντικὰ «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (πρβλ. Α΄ Πέτρ. β΄, 21) εἶναι καὶ ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, στὸν ὁποῖον ἀναφέρεται ἡ παροῦσα ὁμιλία.
***
Τὸν ὅσιο Πορφύριο συνήντησα γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1974 στὸ μονύδριο τοῦ Ἁγ. Νικολάου στὰ Καλλίσια, ὅπου ἐγκαταβιοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, μέχρι τὸ ἔτος 1978. Ἡ μορφή του καὶ οἱ λόγοι του μὲ συνεκλόνισαν καὶ ἔκτοτε ἐπὶ σειρὰν ἐτῶν ἔγινε ὁ πνευματικός μου πατέρας. Ἀναπολῶ τὴν «χρυσῆν ἐποχὴν» τῆς μετὰ τοῦ Γέροντος ἐπικοινωνίας εἰς τὰ Καλλίσια κατὰ τὰ χρόνια τῆς νεότητός μου, ἡ ὁποία -Χάριτι Θεία- συνετέλεσε τὰ μέγιστα εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς προσωπικότητός μου, εἰς τὸν Γάμον μου μετὰ πνευματικῆς του κόρης, εἰς τὴν ἀνατροφὴν τῶν τέκνων, τὰ ὁποῖα μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεός, εἰς τὴν Πανεπιστημιακήν μου διακονίαν καὶ μάλιστα εἰς τὴν Ποιμαντικήν μου διακονίαν, ὅπου μετὰ τῶν ἁγίων Γερόντων Ἰακώβου Τσαλίκη καὶ Παϊσίου Ἁγιορείτου ἀποτελοῦν τὰ πρότυπα καὶ τοὺς ὁδηγούς μου μὲ τὶς ὑπέροχες ὑποθῆκες, τὶς ὁποῖες μοῦ κατέλειπαν.
***
Χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ ὁσίου Πατρός, τὰ ὁποῖα προσήλκυαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὴ τοὺς νέους.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος ὑπῆρξε αὐθεντικὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἐδέχθη παιδιόθεν τὴν θείαν κλῆσιν καὶ ἀνταπεκρίθη ἐλευθέρως εἰς αὐτὴν «ὅλῃ ψυχῇ καὶ διανοίᾳ καὶ καρδίᾳ …». Ἐπορεύθη διὰ βίου τὴν ἀσφαλῆ τρίβον, τὴν ὁποίαν ἐβάδισαν ὅλοι οἱ αὐθεντικοὶ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ἑπόμενοι «τοῖς ἴχνεσιν» τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ ἀρρενωπὸν φρόνημα καὶ ἀταλάντευτον σταθερότητα.
Ὡς διὰ βίου ἀσκητής, ἔτρεχεν «ὡς οὐκ ἀδήλως, οὕτω πυκτεύων, ὡς οὐκ ἀέρα δέρων, ἀλλ’ ὑποπιάζων τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶν, μήπως ἄλλοις κηρύξας, αὐτὸς ἀδόκιμος γένηται» καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, χάριτι θείᾳ, ἀντεμάχετο νικηφόρως τοὺς τρεῖς ἐχθροὺς τοῦ ἀνθρώπου, «τὸν κόσμον, τὴν σάρκα καὶ τὸν διάβολον». Ἀνταπεκρίνετο εἰς τὴν προτροπὴν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «πρόσεχε σεαυτῷ, ἵνα προσέχῃς τῷ Θεῷ» καὶ εἰς τὸν θεμελιώδη ὅρον ἐπιτυχοῦς ποιμαντικῆς διακονίας, τὸν ὁποῖον θέτει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι˙ σοφισθῆναι καὶ οὕτω σοφίσαι˙ γενέσθαι φῶς καὶ φωτίσαι˙ ἐγγίσαι Θεῷ καὶ προσαγαγεῖν ἄλλους˙ ἁγιασθῆναι καὶ ἁγιάσαι˙ χειραγωγῆσαι μετὰ χειρῶν, συμβουλεῦσαι μετὰ συνέσεως».
Ἡ ἀγάπη τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος πρὸς τὸν Χριστόν, ὁ Ὁποῖος «εἶναι τὸ πᾶν», ἦτο αὐθεντική. Εἰς Αὐτὸν προσέφερε τὴν ζωήν του «κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα», ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων ἢ «ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ του καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ του καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ του».
Ἐκ τῆς πρὸς τὸν Χριστὸν ἀγάπης ἐξεπορεύετο ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸν «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ κτισθέντα ἄνθρωπον. Ἡ ἀγάπη αὐτή, ἡ ὁποία ἐνέπνεε ὅλην τὴν ποιμαντικήν του διακονίαν, ἐξεδηλοῦτο πολυτρόπως καὶ ἦτο ἰδιαιτέρως αἰσθητὴ εἰς τὴν ἀποδοχὴν τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὴν ὑπὲρ αὐτῶν ὁλοκάρδιον προσευχήν, εἰς τὴν συμμετοχὴν εἰς τὰ προβλήματα αὐτῶν, εἰς τὴν τηλεφωνικὴν ἐπικοινωνίαν μαζί τους, ὅταν τοὺς ἐκύκλωναν «περιστάσεις καὶ θλίψεις καὶ ἀνάγκαι».
Δὲν θὰ λησμονήσω ποτὲ κάποια χαρακτηριστικὰ τηλεφωνήματα –διότι … ἀσκοῦσε τὴν ποιμαντικὴ καὶ διὰ τοῦ τηλεφώνου– σὲ στιγμὲς πραγματικὰ κρίσιμες καὶ πολὺ δύσκολες γιὰ ἐμένα. Τότε, χωρὶς νὰ τοῦ ἔχω θέσει τὸ πρόβλημα, μ’ ἔπαιρνε στὸ τηλέφωνο –καὶ μάλιστα σὲ ἀπίθανες ὧρες, ὅπως μιὰ φορὰ πού, θυμᾶμαι, ἦταν ἕξι τὸ πρωί– μὲ ρωτοῦσε γιὰ τὸ συγκεκριμένο πρόβλημά μου καὶ μοῦ ἔδινε μιὰ σημαντικὴ συμβουλή. Καὶ πραγματικά, ὁ λόγος του ἦτο βάλσαμο, ἐνῶ συγχρόνως λειτουργοῦσε καὶ ὡς καταλύτης γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ συγκεκριμένου προβλήματος».
Ἡ ταπείνωσις, ὡς παράγων ἰσορροπίας καὶ αὐτογνωσίας τοῦ ἐν ἐπιγνώσει κατὰ Χριστὸν ζῶντος ἀνθρώπου, ἦτο πολύτιμον κόσμημα τοῦ Γέροντος. Εἶχεν συνείδησιν τῆς ταυτότητος, τῶν ὁρίων του, τοῦ ὅτι «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι, καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων». Δι’ αὐτὸ εἶχε διαρκῆ αὐτομεμψίαν καὶ ἔκαμε διακριτικὴν χρῆσιν τῶν θείων χαρισμάτων, τῆς προοράσεως καὶ διοράσεως, μετὰ φόβου καὶ τρόμου οἰκονομῶν αὐτά, «ὡς λόγον ἀποδώσων».
Ὁ Γέρων εἶχε σαφῆ συνείδησιν ὅτι ἡ ποιμαντικὴ ἀντιμετώπισις τοῦ ἀνθρώπου «τέχνη τις εἶναι τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν». Ἐπίσης, εἶχε μάθει νὰ σέβεται τὸν κάθε ἄνθρωπον ὡς μοναδικὴν καὶ ἀνεπανάληπτον προσωπικότητα ἀπείρου ἀξίας. Δι’ αὐτὸ εἰς τὴν ποιμαντικήν του διακονίαν ἐφήρμοζε τὴν ἀρχὴν τῆς ἐξατομικεύσεως μετὰ διακρίσεως, ἡ ὁποία εἶναι «μείζων πασῶν τῶν ἀρετῶν», προσφέρων κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον «ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν».
«Γι’ αὐτό, πολλὲς φορὲς σὲ δύο ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν τὸ ἴδιο ἐκ πρώτης ὄψεως πρόβλημα ὁ ὅσιος Πορφύριος ἔλεγε διαφορετικὰ πράγματα, διότι ὑπῆρχαν διαφορετικὲς προϋποθέσεις καὶ ὁ κάθε ἕνας ἐχρειάζετο ἕνα διαφορετικὸ φάρμακο γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματός του. Ἔτσι, γιὰ τὸν λόγο αὐτό, συχνὰ μᾶς ἔλεγε: «Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, νὰ μὴ τὰ λέτε καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, διότι αὐτὰ εἶναι τὰ κατάλληλα φάρμακα γιὰ ἐσᾶς, γιὰ τὴν περίπτωσή σας. Τὰ ἴδια πράγματα σ’ ἕνα ἄλλον ἄνθρωπο, ἔστω κι ἂν ἔχει ἐξωτερικῶς τὰ ἴδια μ’ ἐσᾶς συμπτώματα, δὲν θὰ φέρουν τὰ ἴδια εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα».
«Πολλὲς φορὲς ἐθαύμασα γιὰ τὶς ἀπαντήσεις τοῦ ἀγάμου, πλὴν ἔχοντος τὴν ἄνωθεν σοφία, ὁσίου Πορφυρίου σὲ θέματα γάμου, συζυγικῶν σχέσεων, τεκνογονίας κ.λπ. Δὲν ἦταν ἀπαντήσεις «κλισέ», ἄτεγκτες, σκληρές, μονοκόμματες, «ἀντικειμενικές». Ἦταν ἀπαντήσεις μεστὲς ἀληθείας, ἀγάπης, στοργῆς καὶ διακρίσεως, ἀνάλογες μὲ τὴν κατάσταση, τὴ χρεία καὶ τὴ δεκτικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου τὴ δεδομένη στιγμή. Ἀποβλέπων στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, δὲν ἐπεδίωκε νὰ βἀλει αὐτοὺς σ’ ἕνα «καλούπι» καὶ νὰ δημιουργήσῃ ὁμοιόμορφα ἄτομα, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπος πλήρης Πνεύματος Ἁγίου ἐχειραγώγει τὸν καθένα κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ δίδοντος «ἑκάστῳ … κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς», πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του».
«Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιθυμῶ νὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα περιστατικό, τὸ ὁποῖο μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἐξατομικευμένη διακριτικὴ ποιμαντικὴ ποὺ ἀσκοῦσε, τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν εὐρύτητα τοῦ πνεύματος τοῦ ὁσίου Γέροντος. Μιὰ μέρα, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐγκαταβιοῦσε στὸν Ἅγιο Νικόλαο Καλλισίων, εἶχε πάει μὲ κάποιο πνευματικό του παιδὶ στὸ παρακείμενο δάσος καὶ συνομιλοῦσε μαζί του. Ἐν τῷ μεταξύ, ἦλθαν καὶ μπῆκαν στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ προσκυνήσουν ἕνας νέος καὶ μία νέα ποὺ φοροῦσαν σόρτς. Καθὼς ὁ Γέροντας ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ δάσος, τοὺς συνήντησε τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαιναν ἔξω ἀπὸ τὴ σιδερένια πόρτα τῆς αὐλῆς, τοὺς χαιρέτησε καὶ στάθηκε ἐκεῖ ἀρκετὴ ὥρα συνομιλῶν μαζί τους μὲ πολλὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη. Δὲν ἄκουσα τί τοὺς εἶπε, ἀλλὰ τὸ εὐλαβικὸ χειροφίλημά τους ἦταν πολὺ εὔγλωττο γιὰ τὴν ἐντύπωση καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ τοὺς προκάλεσε ἡ στάση καὶ τὰ λόγια του».
Ἐκτὸς τῶν ἀνωτέρω, ὁ ὅσιος Γέρων προσείλκυε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἁπλότητα, λιτότητα βίου καὶ καταδεκτικότητα, αἱ ὁποῖαι τὸν διέκριναν. Ἐδέχετο τοὺς πάντας, οὐδένα ἀπωθοῦσε. Δημιουργοῦσε εἰς τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπλησίαζαν, ἀτμόσφαιραν ἀνέσεως καὶ ἐμπιστοσύνης, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐδυσκολεύοντο νὰ ὁμολογήσουν ἐνώπιον ἄλλων Πνευματικῶν διάφορα ἁμαρτήματα, ἐνώπιον τοῦ ὁσίου Γέροντος ᾐσθάνοντο ἄνετα καὶ ἐξωμολογοῦντο αὐτά.
Ἐξ ὅσων λέγει ὁ ἴδιος περὶ μετανοίας, ἐξομολογήσεως καὶ πνευματικοῦ πατρός, ἀντιλαμβανόμεθα τὴν στάσιν του κατὰ τὴν τέλεσιν τοῦ μυστηρίου. Λέγει: «Δὲν ὑπάρχει ἀνώτερο πράγμα ἀπ’ αὐτὸ ποὺ λέγεται μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση. Αὐτὸ τὸ μυστήριο εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Μ’ αὐτὸν τὸν τέλειο τρόπο ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ τὸ κακό. Πηγαίνομε, ἐξομολογούμαστε, αἰσθανόμαστε τὴ συνδιαλλαγὴ μετὰ τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ἡ χαρὰ μέσα μας, φεύγει ἡ ἐνοχή. Στὴν Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχει ἀδιέξοδο. Δὲν ὑπάρχει ἀδιέξοδο, γιατὶ ὑπάρχει ὁ ἐξομολόγος, ποὺ ἔχει τὴν χάρι νὰ συγχωρεῖ. Μεγάλο πράγμα ὁ πνευματικός».
Ὁ ὅσιος εἶχε τὸ χάρισμα τῆς ποιμαντικῆς ἀκροάσεως. Κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως, ἀφωσιοῦτο εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο ἐνώπιόν του. Τὸν ἤκουε μετὰ προσοχῆς καὶ κατόπιν ὡμίλει μὲ λόγον λιτόν, εὐθύν, ἐπιγραμματικόν, βασισμένον εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τὴν ἐν γένει ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, τὸν ἁρμόζοντα εἰς τὴν χρείαν ἑκάστου.
Ἔχων βαθεῖαν συνείδησιν ὅτι ἐνήργει «ὡς ὑπηρέτης Χριστοῦ καὶ οἰκονόμος μυστηρίων Θεοῦ, οὐχὶ ὡς ἰδίαν τινὰ ἐπιστήμην ἐξ αὐθεντίας οἰκονομῶν, ἀλλ’ ὡς Θεοῦ ὑπηρεσίαν ἐν ἐπιμελείᾳ ψυχῶν αἵματι Χριστοῦ ἐξηγορασμένων», εἶχεν ὑψηλὸν αἴσθημα εὐθύνης καὶ προσηύχετο κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ μυστηρίου, ἐπιζητῶν τὸν φωτισμὸν τοῦ Θεοῦ. Καὶ τοῦτο, διότι τὸν συνεῖχεν ὁ λόγος: «Δεῖ τοὺς ἐξουσίας λύειν καὶ δεσμεῖν παρὰ Θεοῦ λαβόντας σκοπεῖν τὴν τῆς ἁμαρτίας ποιότητα καὶ τὴν τοῦ ἡμαρτηκότος πρὸς ἐπιστροφὴν ἑτοιμότητα, καὶ οὕτω κατάλληλον τὴν θεραπείαν προσάγειν τῷ ἀρρωστήματι, ἵνα μὴ τῇ ἀμετρίᾳ καθ’ ἑκάτερον χρώμενος, ἀποσφαλείη πρὸς τὴν σωτηρίαν τοῦ κάμνοντος». Διὰ τὸν ἴδιον λόγον, δὲν ἔσπευδε νὰ κάμῃ βεβιασμένας διαγνώσεις, διὰ νὰ κερδίσῃ ἐντυπώσεις. Μάλιστα, ὡρισμένες φορὲς ἔλεγε: «Δὲν ἔχω αὐτὴ τὴ στιγμὴ πληροφορία, δὲν μπορῶ νὰ σᾶς πῶ». Καὶ ἐπανήρχοντο οἱ ἄνθρωποι δευτέραν ἢ καὶ τρίτην φοράν, διὰ νὰ λάβουν τὴν ἀπάντησιν, καρπὸν τῶν ἀδιαλείπτων προσευχῶν τοῦ ὁσίου Γέροντος ὑπὲρ τῶν πνευματικῶν του τέκνων.
Εἰς τὴν ποιμαντικὴν θεραπευτικήν του ἐνηλλάσσετο ἡ ἀκρίβεια μὲ τὴν οἰκονομίαν καὶ ἡ αὐστηρότης μὲ τὴν ἐπιείκειαν κατὰ περίπτωσιν, πάντοτε πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ οὐδέποτε ἐξ ἀνθρωπαρεσκείας. Ἠκολούθει καὶ ἐν προκειμένῳ τὴν ποιμαντικὴν θεραπευτικὴν τοῦ συνόλου τῶν αὐθεντικῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνοψίζεται διὰ τῶν ἑξῆς: «Ἡ πᾶσα φροντὶς καὶ σπουδὴ τῷ τε Θεῷ καὶ τῷ ψυχῶν ποιμένι, τοῦτό ἐστι˙ τὸ τὸ πλανώμενον πρόβατον ἐπαναγαγεῖν καὶ τὸ φαρμαχθὲν ὑπὸ τοῦ ὄφεως ἐξιάσασθαι καὶ μήτε διὰ τῆς αὐστηρίας ὠθῆσαι κατὰ κρημνοῦ τῆς ἀπογνώσεως, μήτε διὰ χαυνότητος καὶ τῶν ἁπαλωτέρων φαρμάκων ἐνδοῦναι αὐτῷ τὸν χαλινόν, ὡς ἵππον, ὥστε σκιρτᾶν καὶ βίον ἔκλυτον ζῆν, ἀλλὰ σπεύδειν ἀντιστῆναι τῷ πάθει, εἴτε δι’ αὐστηρίας, εἴτε διὰ πρᾳότητος, ὡς ἂν διαθέσεως ἔχῃ πρὸς αὐτὰ ὁ θεραπευόμενος».
Ὁ ὅσιος ἀκόμη, «ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον ὡς ψυχοσωματικὴν ὀντότητα, ἐφ’ ὅσον κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν ἅμα τῇ συλλήψει τοῦ ἐμβρύου ἔχομεν ψυχοσωματικὴν ὕπαρξιν, ἤτοι «ἅμα τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ πέπλασται, οὐ τὸ μὲν πρότερον, τὸ δὲ ὕστερον». Ἑπομένως, μακρὰν πάσης ἀποχρώσεως μανιχαϊσμοῦ, ἐβοήθει μὲ ἀγάπην καὶ στοργὴν εἰς τὴν ἀντιμετώπισιν τῶν ὑλικῶν καὶ πνευματικῶν ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἀσκοῦσε, δηλαδή, τὴν ποιμαντικὴν θεραπευτικὴν τοῦ ὅλου ἀνθρώπου καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξαρτήτως φύλου, ἡλικίας, καταστάσεως, καταγωγῆς, γραμματικῶν γνώσεων κ.λπ., συμφώνως πρὸς τὴν προτροπὴν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, «τὸ πεπλανημένον ἐπίστρεφε, τὸ συντετριμμένον ἐπίδησον, τὸ νοσοῦν ἴασαι», καὶ τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἔργου καὶ τοῦ σκοποῦ τῆς ποιμαντικῆς, κατὰ τὸν ἅγιον Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, «τῇ δὲ (ποιμαντικῇ) τὸ προκείμενον πτερῶσαι ψυχήν, ἁρπάσαι κόσμου καὶ δοῦναι Θεῷ καὶ τὸ κατ’ εἰκόνα ἢ μένον τηρῆσαι ἢ κινδυνεῦον χειραγωγῆσαι ἢ διαρρυὲν ἀνασώσασθαι εἰσοικίσαι τε τὸν Χριστὸν ἐν ταῖς καρδίαις διὰ τοῦ Πνεύματος˙ καὶ τὸ κεφάλαιον, Θεὸν ποιῆσαι καὶ τῆς ἄνω μακαριότητος, τὸν τῆς ἄνω συντάξεως».
Ἐπιθυμῶ νὰ κατακλείσω τὴν παροῦσαν εἰσήγησιν διὰ τῆς ἀναφορᾶς εἰς ποιμαντικὰς συμβουλὰς τοῦ θεοφωτίστου ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Πορφυρίου ἐπὶ καιρίων θεμάτων τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς, αἱ ὁποῖαι, τελοῦσαι εἰς ἀπόλυτον ἁρμονίαν πρὸς τὴν πατερικὴν-ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, πιστεύω ὅτι ἀποτελοῦν πολύτιμον «παρακαταθήκην» δι’ ἕκαστον χριστιανόν, ὁ ὁποῖος «αἴρων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθῶν τὸν Χριστὸν» πορεύεται μεθ’ ὑπομονῆς πρὸς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν.
Σεβόμενος ὁ ὅσιος Γέρων τὴν κλῆσιν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κλίσιν ἑκάστου ἀνθρώπου, μακρὰν πάσης ἰδεοληψίας ἢ προκαταλήψεως, ὑπεδείκνυε εἰς τὰ πνευματικά του τέκνα τὸν γάμον ἢ τὸν μοναχισμὸν ἀντιστοίχως ὡς ὁδοὺς ἁγιασμοῦ, ὑπὸ τὴν προϋπόθεσιν «ἀξίως περιπατῆσαι ἕκαστον τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθη» μεθ’ ὑπομονῆς, μέχρι τέλους.
Εἰς τὸ πρόβλημα τοῦ ψυχαναγκασμοῦ, τῆς καταστάσεως δηλαδὴ ἐκείνης, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος ἀσκεῖ καταναγκασμὸν εἰς τὸν ἑαυτόν του, προκειμένου νὰ κάμνῃ πράγματα τὰ ὁποῖα οὔτε πιστεύει οὔτε θέλει, ὁ ὅσιος Γέρων Πορφύριος συνεβούλευε τὸ πλῆθος τῶν δεσμίων αὐτοῦ τοῦ πάθους νὰ τὸ θεραπεύουν μὲ τὴν ἀφοσίωσιν εἰς τὸν Θεόν, τὴν καρδιακὴν προσευχήν, τὴν προσφυγὴν εἰς διακριτικὸν πνευματικὸν καὶ τὴν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκκλησιαστικὴν βιοτήν.
Εἰς τὸ κρίσιμον θέμα τῶν σχέσεων γονέων καὶ παιδιῶν, παρώτρυνε τοὺς πρώτους νὰ μὴ παροργίζουν τὰ τέκνα αὐτῶν, νὰ τὰ ἀντιμετωπίζουν μετὰ διακρίσεως καὶ νὰ μὴ τὰ καταπιέζουν, δημιουργοῦντες εἰς αὐτὰ ψυχικὰς στρεβλώσεις. Κατέληγε δὲ ἐπὶ λέξει διὰ τῆς συμβουλῆς: «Στὴν οἰκογένεια βρίσκεται μεγάλο μέρος ἀπ’ τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν τὰ παιδιὰ ἀπὸ διάφορα ἐσωτερικὰ προβλήματα, δὲν εἶναι ἀρκετὲς οἱ συμβουλές, οἱ ἐξαναγκασμοί, ἡ λογικὴ κι οἱ ἀπειλές. Μᾶλλον γίνονται χειρότερα. Ἡ διόρθωση γίνεται μὲ τὸν ἐξαγιασμὸ τῶν γονέων. Γίνετε ἅγιοι καὶ δὲν θὰ ἔχετε κανένα πρόβλημα μὲ τὰ παιδιά σας».
Εἰς τοὺς διδασκάλους ὅλων τῶν βαθμίδων τῆς ἐκπαιδεύσεως συνιστοῦσε τὴν θεανθρωπίνην παιδαγωγικήν. Συνεβούλευε νὰ ἐπιζητοῦν τὸν θεῖον φωτισμόν, νὰ φέρωνται εἰς τοὺς μαθητὰς μὲ ἀγάπην καὶ αὐστηρότητα, διότι «χαλεπὸν ἡ νεότης, ὅτι εὐρίπιστον, εὐεξαπάτητον, εὐόλισθον καὶ σφοδροτέρου δεῖται τοῦ χαλινοῦ», καὶ διὰ τοὺς ἔχοντας σοβαρὰ προβλήματα συμπεριφορᾶς ἢ μαθήσεως, νὰ προστρέχουν καὶ νὰ ἐπιζητοῦν τὴν θείαν ἀρωγήν, δίδοντες τὰ ὀνόματα αὐτῶν εἰς τὴν προσκομιδήν».
Ἔλεγε χαρακτηριστικῶςπρὸς νεοδιορισθεῖσαν καθηγήτριαν: «Ὅταν θὰ πηγαίνεις πρὸς τὸ σχολεῖο, νὰ λέγεις τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὅταν θὰ μπαίνεις στὴν τάξη, νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι μπαίνεις στὴν ἐκκλησία. Νὰ ἀντιμετωπίζεις τὰ παιδιὰ μὲ ἀγάπη καὶ αὐστηρότητα. Αὐτὰ ἐπειδὴ θὰ αἰσθάνονται τὴν ἀγάπη σου, θὰ κατανοοῦν τὴν αὐστηρότητά σου καὶ θὰ σὲ ἀγαποῦν. Καὶ ἐὰν κάποιο παιδὶ παρουσιάζει ἰδιαίτερα προβλήματα καὶ δημιουργεῖ δυσάρεστες καταστάσεις, νὰ δίνεις τὸ ὄνομά του στὸν ἱερέα νὰ τὸ μνημονεύει στὴν προσκομιδή».
***
Ἐπίλογος
Στὴ ζωὴ τοῦ ὁσίου Γέροντος παρατηροῦμε νὰ ὑπάρχουν τὰ χαρακτηριστικὰ ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα συναντοῦμε στὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ συγχρόνως βλέπουμε νὰ ὑπάρχουν κάποια εἰδικὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα ἀνακαλοῦν στὴ μνήμη μας τὴ σταθερὰ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάζει τὸν ἄνθρωπο, τὸν φωτίζει καὶ τὸν κατευθύνει, ἀλλὰ δὲν τὸν ἰσοπεδώνει. Ὁ κάθε ἅγιος, δηλαδή, τῆς Ἐκκλησίας μας διατηρεῖ τὰ εἰδικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς προσωπικότητός του.
Ὁ ὅσιος Πορφύριος εἶχε ὅλα ἐκεῖνα τὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα τὸν ἔκαναν ἐράσμιο, ἐπιθυμητὸ καὶ ἱκανὸ νὰ ἑλκύει τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα τοὺς νέους, σὰν μαγνήτης. Κι αὐτὸ δὲν γινόταν κατὰ ἕνα τρόπο μαγικό, ἀλλά, ἀκριβῶς, ἐπειδὴ εἶχε ἐκεῖνα τὰ χαρακτηριστικά, ποὺ λαχταρᾶ νὰ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος, διότι αὐτὰ ἀνακαλοῦν σὲ ὅλους μας τὴν ἀρχικὴ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλάση καὶ τὸν σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο εἴμαστε πλασμένοι, τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», δηλαδὴ τὸν ἁγιασμόν, τὴν κατὰ χάριν θέωσιν.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ – 17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2015


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιζ΄, 12-19)
 «Εἰς δέ ἐξ αὐτῶν, ἰδών ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε…»
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Μέ πόνο ψυχῆς οἱ δέκα λεπροί παρακαλοῦσαν ἀπό μακρυά μέ τίς σπαρακτικές φωνές τους τόν Ἰησοῦ νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἀνίατη λέπρα. «Ἰησοῦ ἐπιστάτα ἐλέησον ἡμᾶς» φώναζαν μ’ ὅλη τή δύναμη τῆς φωνῆς τους. Ἦταν πράγματι ἀξιολύπητα πρόσωπα. Ζοῦσαν μέ τήν προσμονή τοῦ θανάτου. Δέν ὑπῆρχε γι’ αὐτούς καμμιά ἐλπίδα. Ἐγκαταλελειμμένοι ἀπό συγγενεῖς καί φίλους ἔβλεπαν μέρα μέ τή μέρα τόν ἑαυτό τους νά φθίνει, τό σῶμα τους νά παραμορφώνεται ἀπό τά λέπια τῆς λέπρας καί τό μαῦρο σκιάχτρο τοῦ θανάτου νά τούς πλησιάζει. Ὅταν πληροφορήθηκαν ὅτι στήν περιοχή τους θά πήγαινε ὁ Χριστός, ἔπιασαν ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου καί περίμεναν, ὥσπου μία μέρα στό βάθος τοῦ ὁρίζοντα διέκριναν τή συνοδεία του. Τότε «ἦραν φωνή λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα ἐλέησον ἡμᾶς». Ἀσφαλῶς πίστευαν ὅτι ὁ Χριστός μποροῦσε νά τούς θεραπεύσει. Ἡ πίστη τους ὅμως αὐτή, τουλάχιστον τῶν ἐννέα, ἦταν ἐπιφανειακή, χωρίς ρίζες καί περιεχόμενο. Μόνο ὁ ἕνας πίστευε τόν Χριστό Σωτῆρα καί Λυτρωτῆ, γι’ αὐτό ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε «ὑπέστρεψε μετά φωνῆς μεγάλης δοξάζων τόν Θεόν καί ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον παρά τούς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ». Οἱ ὑπόλοιποι ἐννέα θεώρησαν συμπτωματική τή θεραπεία τους. Δέν τήν ἀπέδωσαν στόν Ἰησοῦ. Δέν μπόρεσαν ποτέ νά πιστέψουν ὅτι μόνο μέ τό λόγο Του ἦταν δυνατόν νά τούς θεραπεύσει. Γι’ αὐτό καί δέν αἰσθάνθηκαν καμμιά ὑποχρέωση στόν Ἰησοῦ. Ἀπό τούς δέκα μόνο ἕνας καί μάλιστα Σαμαρείτης, ἄνθρωπος χωρίς ἐλπίδα σωτηρίας κατά τούς Ἰουδαίους, γύρισε πίσω γιά νά εὐχαριστήσει τόν εὐεργέτη του. Ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἀντίκρυσε τόν εὐγνώμονα Σαμαρείτη, εὐχαριστήθηκε γιά τά λεπτά του αἰσθήματα καί λυπήθηκε πολύ γιά τήν ἀναισθησία καί ἀγνωμοσύνη τῶν ἄλλων· «καί εἶπεν αὐτῷ ἀναστάς πορεύου, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε».
Εἶναι δυνατόν νά συμβαίνουν στή ζωή μας πράγματα θαυμαστά καί ὅμως νά μή τά ἀντιλαμβανόμαστε, ὅπως οἱ ἐννέα τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά βλέπουμε σ’ αὐτά ὁποιαδήποτε ἄλλη δύναμη τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ. Τέτοια θαύματα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καθημερινά μᾶς προφυλάσσουν ἀπό πολλούς κινδύνους. Κι ὅμως ἐμεῖς, ἐπειδή δέν ἔχουμε πίστη, τά ἀποδίδουμε σέ συμπτώσεις, στήν ἐξυπνάδα μας, στήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης, στή δύναμή μας, στίς περιστάσεις τῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό τό λόγο δέν αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστοῦμε τό Θεό, ἀφοῦ δέν τόν ἀναγνωρίζουμε ὡς λυτρωτή μας. Ἡ πνευματική ἀναισθησία προέρχεται ἀπό τήν ἀπιστία μας. Εἴμαστε ἀγνώμονες στόν εὐεργέτη μας γιατί πρῶτα ἀπ’ ὅλα εἴμαστε ἄπιστοι. Ἐκεῖνος πού πιστεύει στό Θεό τόν ἀναγνωρίζει Πατέρα προνοητή τοῦ σύμπαντος καί τῆς προσωπικῆς του ζωῆς καί ἀδιαλείπτως τόν εὐχαριστεῖ γιά τίς εὐεργεσίες του. Ὁ εὐγνώμων λεπρός ἔλαβε ἀπό τόν Χριστό διπλή θεραπεία, τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ἡ πίστη ὡδήγησε τήν ψυχή του σέ μιά μυστική συνάντηση μέ τόν Ἰησοῦ: «ἡ πίστις σου σεσωκέ σέ» τοῦ εἶπε ὁ Χριστός. Μέ τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ θεραπεύθηκε ὄχι μόνο ἀπό τή λέπρα τοῦ σώματος, ἀλλά καί ἀπό τή λέπρα τῆς ψυχῆς. Ἡ πίστη του τόν ἔσωσε διπλά.
Ὁ ἀχάριστος ἄνθρωπος ἔχει γιά Θεό τόν ἑαυτό του καί ἀπό τούς συνανθρώπους του διεκδικεῖ συνεχῶς τήν εὐεργεσία. Εἶναι ἀτομιστής καί συμφεροντολόγος. Ἄν τόν εὐεργετήσεις δέν ὑποχρεώνεται, γιατί, σοῦ λέει, ὅτι ἔπραξες σάν χριστιανός τόν καθῆκον σου. Ἄν μία φορά τόν ἀμελήσεις, τότε γίνεται ἐχθρός σου. Σέ διασύρει, σέ κακολογεῖ ὡς ἀπάνθρωπο καί σκληρόκαρδο. Καλά λέει ὁ λαός, ὅτι δέν ὑπάρχει ἀσφαλέστερος ἐχθρός ἀπό εὐεργετηθέντα ἀχάριστο. Ὁ ἀχάριστος εἶναι ὑπερόπτης, ἀπαιτητικός, ἀνυπόμονος, ἀχόρταγος, ἄνθρωπος χωρίς χάρη.
Ὁ εὐγνώμων σ’ εὐχαριστεῖ ἄπειρες φορές καί γιά μιά μόνο εὐεργεσία. Δέν τό ξεχνάει ποτέ καί προσπαθεῖ μέ ὅσα μέσα διαθέτει νά σοῦ ἀνταποδώσει τήν ἀγάπη. Εἶναι ὁ καλλιεργημένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ἁπλή καρδιά καί τά αὐθόρμητα συναισθήματα, ὁ πιστός καί γνήσιος μαθητής τοῦ Κυρίου πού ἔχει τή δύναμη νά ἀναγνωρίζει καί νά τιμᾶ τόν εὐεργέτη του. Ἴδιο τῶν εὐγενῶν ψυχῶν εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη. Ἀπεναντίας, ἴδιο τῶν ἀκαλλιέργητων ψυχῶν εἶναι ἡ ἀχαριστία.
Ἐμεῖς, ὅμως, πού καθημερινά ζοῦμε μέσα στά θαύματα τοῦ Θεοῦ, τόν εὐχαριστοῦμε γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες του; Ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀνέλπιστη θεραπεία μας ἀπό μία ἀνίατη ἀρρώστεια, ἡ θαυματουργική σωτηρία μας ἀπό ἕνα αὐτοκινητιστικό ἀτύχημα, ἡ ἀποφυγή μιᾶς παρ’ ὀλίγον οἰκογενειακῆς τραγωδίας εἶναι ἔργα τῆς προνοίας καί ἀγάπης τοῦ Θεοῦ; Γι’ αὐτά καί γιά ἄλλα δῶρα ἀφήνουμε τά χείλη μας νά ψελλίσουν τή δοξολογική προσευχή «δόξα σοί ὁ Θεός» ἤ μήπως συνεχῶς ἀπαιτοῦμε ἀπό τό Θεό καί φορτικά τόν παρακαλοῦμε «δός ἡμῖν σήμερον»; Ἔχουμε χρέος νά εὐχαριστοῦμε τό Θεό, ἀπό τόν ὁποῖο «πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν ἐστί καταβαῖνον» (Ἰακ. α΄ 17). Τό καθῆκον αὐτό ὑπογραμμίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Ἐφεσίους: «Εὐχαριστοῦντες πάντοτε ὑπέρ πάντων τῷ Θεῷ καί πατρί» (Ἐφεσ. ε΄ 20).
Ἐάν θέλουμε νά ἀκολουθοῦμε τά ἴχνη τοῦ διδασκάλου μας καί τῶν χριστομιμήτων ἁγίων της Ἐκκλησίας μας θά πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τό Θεό ὄχι μόνο γιά τίς εὐεργεσίες του, ἀλλά καί γιά τίς εὐεργεσίες του ἐκεῖνες πού σέ μᾶς φαίνονται σάν δοκιμασίες. Οἱ θλίψεις, οἱ πόνοι, οἱ ἀσθένειες εἶναι εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ἐπισκέψεις τῆς ἀγάπης του, πού μᾶς παιδαγωγοῦν, καί μᾶς ὁδηγοῦν στή σωτηρία. Ἔχουμε τή δύναμη ἀντί νά μεμψιμοιροῦμε, ἀντί νά γογγύζουμε, ἀντί νά βλασφημοῦμε, στίς ὧρες τῶν δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς νά ἐπαναλαμβάνουμε ἐκεῖνο πού ὁ Ἱερός Χρυσόστομος σέ ὦρες ἄφατης θλίψεως ἔλέγε: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»;
Στή ζωή μας θά συναντήσουμε πολλούς ἀχαρίστους. Αὐτό ὅμως δέν θά πρέπει νά πτοήσει τή διάθεσή της ψυχῆς μας στήν ἐξάσκηση τοῦ καλοῦ. Ἐμεῖς ἔχουμε ἐντολή ἀπό τόν διδάσκαλό μας νά ἀγαπᾶμε τούς ἐχθρούς μας, νά εὐεργετοῦμε ἐκείνους πού μᾶς μισοῦν, νά προσευχόμαστε γιά κείνους πού μᾶς καταδιώκουν (Ματθ. ε΄ 45). Ὅταν ἐλεοῦμε δέν πρέπει νά περιμένουμε ἀνταπόδοση. Καί ὅπως Ἐκεῖνος «χρηστός ἐστίν ἐπί τούς ἀχαρίστους καί πονηρούς» (Λουκ. στ΄ 35) ἔτσι κι ἐμεῖς νά εἴμαστε εὐσπλαχνικοί, οἰκτίρμονες, ἀγαθοποιοί. Πολλές φορές θά ποτισθοῦμε μέ τήν πίκρα τῆς ἀχαριστίας. Δέν πειράζει. Γνωρίζει ὁ Θεός. Ἀμήν.
π. Δ.Χ.Χ.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Αρχιεπίσκοπος: Σήμερα χρειαζόμαστε πρότυπα


«Σήμερα χρειαζόμαστε πρότυπα» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος κατά την παρουσίαση του βιβλίου «Συντροφεύοντας τον άνθρωπο που νοσεί» Εισαγωγή στην Ποιμαντική της Υγείας, του Πρωτ. Αδαμάντιου Αυγουστίδη.
Η παρουσίαση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα λόγου της Στοάς του Βιβλίου με ομιλητές τον Μητροπολίτη Αργολίδος κ. Νεκτάριο, τον κ. Μελέτιο – Αθανάσιο Δημόπουλο, Πρύτανη Πανεπιστημίου Αθηνών και τον Πρωτ. Σταύρο Κοφινά, Συντονιστή του Δικτύου του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ποιμαντική Διακονία στον Χώρο της Υγείας, ενώ για το βιβλίο μίλησε και ο ίδιος ο συγγραφέας. 
Μετά τις ομιλίες ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στο έργο του π. Αδαμάντιου. Επεσήμανε, πως «η αγάπη είναι μεγάλη αρετή. Έχει δύο άξονες. Ο πρώτος είναι ο άξονας της περιγραφής. Είναι ωραίο και δύσκολο να περιγράψεις την αγάπη, να την υμνήσεις, να την τραγουδήσεις και ο δεύτερος άξονας να την ζήσεις, να την εφαρμόσεις. Το πρώτο είναι πιο εύκολο από το δεύτερο. Ο π Αδαμάντιος κατόρθωσε να συνδυάσει και τα δύο. Το αποδεικνύει η πορεία του. Είναι ο ίδιος αγάπη και την εφαρμόζει». 
Ο Αρχιεπίσκοπος περιέγραψε το έργο του π. Αδαμάντιου και στάθηκε στην συμβολή του και στη στήριξη του προς τους ανθρώπους του ψυχιατρείου της Λέρου. Αναφέρθηκε στην ιστορία από την προβολή του ντοκιμαντέρ “Island of outcasts” το 1989, από το BBC με σκηνές από το ψυχιατρείο-κολαστήριο της Λέρου λέγοντας πως κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους κατάφεραν να επανενταχθούν στην κοινωνία χάρη στη βοήθεια του π. Αδαμάντιου.
Ο Αρχιεπίσκοπος, επίσης, ευχαρίστησε και συνεχάρη τον π. Αδαμάντιο που νίκησε τις αντιστάσεις. «Σήμερα έχει ανοίξει ένας μεγάλος δρόμος», είπε χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας πως «δεν υπάρχουν πλέον παπάδες που λένε μην παίρνετε φάρμακα από τους τρελογιατρούς ή ψυχίατροι που να λένε μην έχετε σχέσεις με τους τρελοπαπάδες».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος ευχήθηκε να υπάρχουν σε όλους τους χώρους τέτοιες προσωπικότητες, γιατί αυτό χρειαζόμαστε σήμερα. «Αυτό που ζητάμε είναι τα πρότυπα, στην Εκκλησία, στην οικογένεια, στους δασκάλοους, στους γιατρούς» 
Στην παρουσίαση παρέστησαν Αρχιερείς, Ακαδημαϊκοί, Ιατροί, κληρικοί και λαϊκοί.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΕ ΣΥΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

KOINVNIA
                                                   Γεωργίου Κατσιμίγκα δρος Ἰατρικῆς-θεολόγου

Ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία, ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καὶ μετά, ἀκροβατεῖ μεταξύ τῶν δικῶν της καὶ τῶν δυτικοευρωπαϊκῶν πολιτισμικῶν στοιχείων ποὺ εἰσήχθησαν μὲ τὸν Διαφωτισμό. Εἶναι ἡ ἰδέα τῆς μετακένωσης τῶν ἰδεῶν ἀπὸ τὴν Δύση καὶ τῆς μεταπρατικῆς παιδείας ποὺ ξεκίνησε μὲ τὸν Ἀδαμάντιο Κοραή. Πάντως θὰ λέγαμε ὅτι ὁ νεοελληνικὸς πολιτισμὸς στηρίζεται σὲ δύο κύριους ἄξονες: Στὸν ἀπόηχο τῆς ἀρχαιοελληνικῆς κληρονομιᾶς καὶ στὸν ὀρθόδοξο παράγοντα, ὅπως αὐτὸς ἀπο-κρυσταλλώθηκε μέσῳ τοῦ Βυζαντίου 1.
Σχετικὰ μὲ τὴν ὑγεία, θὰ λέγαμε ὅτι αὐτὴ ἀσφαλῶς κι ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν κυρίαρχη πολιτισμικὴ τάση ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἑλλάδα. Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση
μᾶς ὑπογραμμίζει τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπι-νου προσώπου ὡς εἰκόνας τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ1. Ἡ ἀσθένεια καὶ ὁ πόνος παίρνουν ὀντολογικὸ περιεχόμενο καὶ δὲν ἀποδίδο-νται στὴν τιμωρία ἢ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως συμβαίνει σὲ ἄλλους πολιτισμούς, ἀλλὰ θεωροῦνται ὡς παιδαγωγικὰ μέσα καὶ ὡς εὐκαιρία ἐπαναξιολόγησης τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς. Μάλιστα, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς δὲν διστάζει νὰ συνδέσει τὸν πόνο μὲ τὴν ἐλευθερία, γιατί δίνεται ἡ εὐκαιρία στὸν ἄνθρωπο νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν ἀρρώστια γιὰ τὴν τελείωσή του2. Ἐπίσης, ἡ Ὀρθοδοξία θεωρεῖ τὸν ἄνθρωπο ὡς ἑνιαία ψυχοσωματικὴ ὀντότητα καὶ εἶναι ὑπὲρ τῆς συνολικῆς ἀντιμετώπισης τῆς ὑγείας του3. Παράλληλα, τὸ σῶμα ἐξυψώνεται καὶ θεωρεῖται ὡς ναὸς τοῦ πνεύματος καὶ ὄχι σὰν κάτι τὸ ἐξ ὁρισμοῦ μιαρὸ καὶ ἁμαρτωλό, ὅπως ἔκανε ὁ πουριτανισμὸς τῆς Δύσης4. Ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία δὲν ἀντιμετωπίζεται μόνο ὡς βιολογικὴ ὀντότητα, ἀλλὰ καὶ ὡς ψυχική, πνευματικὴ καὶ κοινωνική. Ἄλλωστε, ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται στὴν Καινὴ Διαθήκη ὡς ἰατρὸς ψυχῶν καὶ σωμάτων5. Τὸ ἀνθρώπινο πρόσω-πο δὲν ἀντικρίζεται σὰν κάτι τὸ ἐντελῶς ξεκομμένο ἀπὸ τὶς κοινωνικές, πολιτισμικὲς καὶ θρησκευ-τικὲς ἐπιδράσεις τοῦ περιβάλλοντός του.
Τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπινου βίου δὲν μπορεῖ νὰ ἰδωθεῖ ἔξω ἀπὸ τὶς ἀξίες καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τοῦ ἀτόμου, ποὺ καθορίζουν τὴ στάση τῆς ζωῆς του καὶ τὴ συμπε-ριφορά του. Εἶναι φανερὸ ὅτι μᾶς ἔχει παραδοθεῖ πλούσιο ὑλικό, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὰ σύγχρονα διλήμματα βιοηθικῆς, καθὼς καὶ τὶς καθημερινὲς ἐπιλογές μας σὲ ἐπίπεδο προσωπικῶν ἀποφάσεων ποὺ ἀφοροῦν τὴν ὑγεία μας. Γιὰ παράδειγμα, κάποιος δὲν θὰ καταφύγει σὲ καταχρήσεις ποὺ βλάπτουν τὴν ὑγεία του, ἂν θεωρεῖ τὴ ζωή του ὡς θεϊκὸ δῶρο καὶ τὸ σῶμα του ὡς κατοικητήριο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶχε ὡς τώρα ἕνα διατροφικὸ πολιτισμὸ ποὺ βασιζόταν στὸ ἐλαιόλα-δο, στὰ ὄσπρια καὶ τὰ δημητριακά, στὰ φροῦτα καὶ τὸ κρασί. Εἶναι ἡ περίφημη μεσογειακὴ δίαιτα ποὺ ἀποτελεῖ ἀσπίδα ὄχι μόνο κατὰ τῶν καρδιαγγειακῶν παθήσεων, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοῦ καρκίνου τοῦ πεπτικοῦ συστήματος.
Ὅμως σήμερα, ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία ἐπηρεάζεται κι ἔχει ὡς πρότυπο τὸν δυτικὸ τρόπο ζωῆς. Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς ὑπερνεωτερικότητας. Ἡ ἐπίδραση τοῦ σύγχρονου τρόπου ζωῆς στὴν ὑγεία εἶναι σημαντική. Ἡ ἔλλειψη ἐλεύθερου χρόνου, τὸ συνεχῶς αὐξανόμενο αἴσθημα τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, τὸ ἄγχος, τὸ κυνήγι τοῦ χρόνου ὁδηγοῦν σὲ στρεσογόνες καταστάσεις. Ἡ καθιστικὴ ζωή, ἡ ἕτοιμη τυποποιημένη τροφὴ καὶ ἡ διατροφὴ τύπου fast food ὁδηγοῦν σὲ αὔξηση τῶν κρουσμάτων καρδιαγγειακῶν νόσων καὶ τοῦ καρκίνου. Αὐτὰ εἶναι δύο χαρακτηριστικὰ παραδείγματα. Τὰ νέα κοινωνικοοικονομικὰ δεδομένα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἐπηρεάζουν τὴ δομὴ τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας. Ἡ οἰκογένεια ἀπὸ ἐκτεταμένη, μὲ τὸν παπ-ποῦ, τὴ γιαγιὰ καὶ τοὺς γονεῖς, ἔγινε πυρηνική, μὲ τὴν παρουσία μόνο τῶν γονέων καί, συνήθως, ἑνὸς μόνο παιδιοῦ6. Ἡ ἐνασχόληση, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, μὲ τὸν τομέα παροχῆς ὑπηρεσιῶν, κάνει τὴν οἰκογένεια νὰ ἐξαρτᾶται ὁλοένα καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸν κρατικὸ παρεμβατισμό. Ἡ ἐργασία καὶ τῶν δύο γονέων ἀλλάζει τὸν ρόλο τους μέσα στὴν οἰκο-γένεια καθὼς καὶ τὸν τρόπο διαπαιδα-γώγησης τῶν παιδιῶν.
Οἱ ἀλλαγὲς αὐτὲς ἔχουν ἐπιπτώσεις στὴν ὑγεία τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας. Σὲ ἐπίπεδο ψυχικῆς ὑγείας, τὴ διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν τὴν ἀναλαμβάνει ἐξ ὁλοκλήρου το κράτος, μὲ τοὺς παιδικοὺς σταθμούς, ἤ, δυστυχῶς, ἀκόμη καὶ ἡ τηλεόραση, ἐνῷ ἡ διασκέδαση μετατρέπεται σὲ μηχανικὴ καὶ μοναχικὴ, καταργῶντας τὴν ὁμαδικότητα ποὺ ὑπῆρχε σὲ ἐπίπεδο γειτονιᾶς.
Χάθηκε ἡ ἱκανότητα τῆς συνάφειας τῶν συγγενικῶν δεσμῶν καὶ μαζί της καὶ τὸ ὑποστηρικτικὸ συγγενικὸ περιβάλλον7. Τώρα τὸ ἄτομο νιώθει πιὸ εὐάλωτο καὶ μοναχικό. Σὲ ἐπίπεδο σωματικῆς ὑγείας, ἡ ἔλλειψη ἐλεύθερου χρόνου ἀνοίγει τὴν κερκόπορτα γιὰ τὴν κατανάλωση τοῦ πρόχειρου κι ἕτοιμου φαγητοῦ, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται γιὰ τὴν ὑγεία τῶν μελῶν, ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ πρόνοια καὶ ἡ φροντίδα φεύγουν ἀπὸ τὰ χέρια τῆς οἰκογένειας καὶ γίνονται κρατικὴ ὑπόθεση, συχνὰ ἀπρόσωπη καὶ μηχανιστική.
Τέλος εἶναι δυνατόν, ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας νὰ ἀποτελέσει μία σοβαρὴ πρόταση γιὰ τὴ διατήρηση καὶ τὴν προαγωγὴ τῆς ὑγείας τοῦ ἀτόμου. Ἡ ἀξία τοῦ σώματος ὡς ναοῦ καὶ κατοικητηρίου τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ καθαγιασμός του μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἡ ὑποτίμησή του, ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἑνιαίας ψυχοσωματικῆς ὀντότητας μὲ πνευματικὲς καὶ ὑλικὲς ἀνάγκες, ἡ ἀνεπανάληπτη ἀξία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, οἱ ἀξίες τῆς ἀγάπης, τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας, ἡ συνεχὴς ἄντληση νοήματος ζωῆς, ἡ ἀποφυγὴ τῶν ἀκροτήτων καὶ τῶν ὑπερβολῶν μὲ τὴν πρακτική της ἐγκράτειας καὶ τῆς νηστείας, καθὼς καὶ ἡ «ψυχοθεραπευτικὴ» δράση τῆς ἔνταξης τοῦ ἀτόμου μέσα στοὺς κόλπους καὶ τὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας ἀποτελοῦν στοιχεῖα καὶ πρακτικές τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴ διατήρηση τῆς σωματικῆς καὶ πνευματικῆς ὑγείας τοῦ ἀτόμου.

1. Ματσούκας Ν., Νεοελληνικὸς πολιτισμὸς καὶ Δια-νόηση. Θεσσαλονίκη, Πουρνάρα, 2006.
2. Μεταλληνὸς Γ., Παράδοση καὶ Ἀλλοτρίωση. Ἀθή-να, Δομός, 2001
3. Ματσούκας Ν., Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεο-λογία Α΄ – Εἰσαγωγὴ στὴ Θεολογικὴ Γνωσιολογία.
Θεσσαλονίκη, Πουρνάρα, 1996.
3. Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ὁμιλία εἰς τὴν πρὸς Ρω-μαίους, 23:4 PG 60: 620.
4. Μάξιμος Ὁμολογητής. Πρὸς Θαλάσσιον. PG 90:629D ’ 32A.
5. Μάξιμος Ὁμολογητής. Κεφάλαια διάφορα. 1:25 PG 90:1189.
6. Μπουγάτσος Κ., Κοινωνικὴ διδασκαλία Ἑλλή-νων Πατέρων. Ἀθήνα, Ἱερὰ Ἀποστολικὴ Διακονία, 1998.
7. Ἰωαννίδης Ἀ., Ἡ ἰατρικὴ στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Θεσσαλονίκη, χ.ἔ, 1992.
8. Εὐτυχιάδης Ἀ., Φύση καὶ Πνεῦμα – Συμβολὴ στὴν ἰατρικὸ- φιλοσοφικὴ σκέψη. Ἀθήνα, χ.ἔ, 1995.
9. Μοδιανὸς Μ., Κοινωνία καὶ ψυχικὴ Ὑγεία, Ἀθή-να, Καστανιώτη, 1989.


ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ. ΤΕΥΧΟΣ 13

Οἱ καμπάνες πού ἐνοχλοῦν


kampanaΤό κακό
μέ ὅλες τίς προσπάθειες
τῶν Νεοελλήνων εἶναι
ὅτι ὄντως ἔβγαλαν
ἀπό τή ζωή τους
πολλά στοιχεῖα
τῆς χριστιανικῆς τους παράδοσης.


Γεωργίου Μπάρλα
Πρόσφατα ἔγινε γνωστό ὅτι κάποιοι ἐνοχλοῦνται ἀπό τόν «θόρυβο» πού προκαλοῦν στήν πρωτεύουσα οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν καί γι’ αὐτόν τό σκοπό κατέφυγαν στούς ἁρμοδίους, οἱ ὁποῖοι καί τούς δικαίωσαν, χωρίς ὅμως τό ὅλο θέμα νά προχωρήσει παραπέρα. ᾿Αναμενόταν μάλιστα ἀπόφαση ἡ ὁποία θά ὅριζε ποιά θά εἶναι ἡ ἔνταση μέ τήν ὁποία θά κτυποῦν οἱ καμπάνες... ῎Αν καί τό ζήτημα πρός τό παρόν θά πάψει νά μᾶς ἀπασχολεῖ, ἔχει ὅμως σημασία νά δοῦμε πῶς σκέπτονται οἱ ἄνθρωποι σέ σχέση μέ αὐτό πού θεωροῦν ὡς «᾿Εκκλησία» στή χώρα μας.
῾Η ᾿Αθήνα καταρχάς, ὅπως σέ ὅλα τά θέματα τά σχετικά μέ τό περιβάλλον, εἶναι ἡ πρώτη πόλη στήν Εὐρώπη σέ ἠχορρύπανση καί στήν ὁποία ὁ καθένας πραγματικά μπορεῖ νά ἐνοχλεῖ τούς ἄλλους μέ ὅποιον τρόπο θέλει. Μουσική, γλέντια μέχρι πρωίας, μηχανάκια μέ κομμένη τήν ἐξάτμιση, αὐτοκίνητα-ντισκοτέκ μέ μουσική στή διαπασῶν καί ὅ,τι ἄλλο μπορεῖ κανείς νά φανταστεῖ, κάνουν τή ζωή τῶν πολλῶν ἀφόρητη. Μέσα σέ ὅλα τοῦτα κάποιοι σκέπτονται ὅτι πρέπει νά σιγήσουν οἱ καμπάνες γιά νά γίνει ἡ ζωή μας πιό ὑποφερτή.
Τό θέμα αὐτό δίνει πάντως τήν εὐκαιρία νά θυμηθοῦμε ὅτι στίς τελευταῖες δεκαετίες οἱ ῞Ελληνες ἀποφάσισαν πάσῃ θυσίᾳ νά ἐκμοντερνιστοῦν καί ἔτσι ὅ,τι μπορεῖ νά τούς θυμίζει τήν παράδοσή τους καί τόν Θεό θέλουν νά τό βάλουν στήν ἄκρη. Αὐτό ἦρθε ὡς ἀποτέλεσμα μιᾶς γενικότερης νοοτροπίας πού συνοδεύει τόν μοντέρνο πολιτισμό, ἀλλά ὑποβοηθήθηκε καί ἀπό ἐπιμέρους συγκεκριμένες ἐνέργειες.
Τό κακό μέ ὅλες τίς προσπάθειες τῶν Νεοελλήνων εἶναι ὅτι ὄντως ἔβγαλαν ἀπό τή ζωή τους πολλά στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς τους παράδοσης, ἡ ὁποία σέ σχέση μέ τόν δυτικό ὀρθολογισμό τούς φαντάζει ὀπισθοδρομική, χωρίς κάν νά τά ἀντικαταστήσουν μέ τήν ἐπιστημονική ἐξέλιξη, τήν ὀργάνωση καί τήν πειθαρχία πού χαρακτηρίζουν τή ζωή στή Δύση. ῎Αν καί τό θέμα εἶναι μεγάλο, καμιά φορά μοιάζει νά σκέφτεται ὁ ῞Ελληνας τό ἑξῆς ἁπλουστευτικό· οἱ Εὐρωπαῖοι δέν ἔχουν ἰδιαίτερη σχέση μέ τή θρησκεία. ῎Αρα ἄν κι ἐγώ κάνω τό ἴδιο, ἀμέσως γίνομαι Εὐρωπαῖος. ῎Αν πρέπει νά κάνουμε κι ἄλλες ἀλλαγές, τό σκεφτόμαστε ἀργότερα. ᾿Επείγει ἡ ἀποκοπή μας ἀπό τή θρησκεία. Δέν εἶναι τυχαῖο λ.χ. ὅτι τά κυριότερα προβλήματα τῆς ἐκπαίδευσης στή χώρα μας θεωροῦνται ἡ ἐξομολόγηση τῶν μαθητῶν στά σχολεῖα καί τά χριστιανικά σύμβολα στίς αἴθουσες. ῾Η ἀλήθεια εἶναι ὅμως ὅτι Εὐρωπαῖος δέν ἔγινε, ὅπως τουλάχιστον φανταζόταν ὅτι θά γίνει. ῞Οταν ἀποφάσισε ὁ ἄνθρωπος στή Δύση νά μήν ἀσχολεῖται πλέον μέ τή θρησκεία, εἶχε συγκεκριμένους λόγους γιά νά τό κάνει αὐτό καί δέν μιμήθηκε ἁπλά κάποιους ἄλλους, ὅπως συνήθως κάνουμε ἐμεῖς. ᾿Αλλά τό χειρότερο εἶναι τοῦτο· φτιάξαμε τίς πόλεις μας κακέκτυπα τῶν εὐρωπαϊκῶν, δέν φτάσαμε οὔτε κατά φαντασίαν στό ἐπίπεδο ποιότητας ζωῆς τῶν Εὐρωπαίων, οἱ ὁποῖοι μή ἀσχολούμενοι τόσο μέ τόν Θεό, φρόντισαν τουλάχιστον νά ἀσχοληθοῦν σοβαρά καί ὑπεύθυνα μέ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. ᾿Εμεῖς καί τόν Θεό ἐγκαταλείψαμε καί τούτη τή ζωή χαλάσαμε. ᾿Ασχήμια, χαοτικές καταστάσεις, ἔλλειψη αἰσιοδοξίας καί ἐλπίδας γιά τό μέλλον, διαφθορά καί ξιπασμός καί πάει λέγοντας...
Οἱ καμπάνες, ἀπό τήν ἄλλη, καλοῦν ἐμᾶς τούς χριστιανούς νά πᾶμε στήν ᾿Εκκλησία γιά τήν κοινή λατρεία. Τό ρολόι πού ὑπάρχει συνήθως πάνω στά καμπαναριά δέν ἦταν παλιότερα ἄσχετο μέ τήν προσευχή καί τή λατρεία, πέρα ἀπό τό ὅτι ἐνημέρωνε τούς ἀνθρώπους, πού δέν εἶχαν ρολόι, γιά τήν ὥρα. Τό «ρολόι, λέει ἕνας κοινωνιολόγος, ἐξελίχθηκε στόν εὐρωπαϊκό Μεσαίωνα, πιθανότατα γιά νά συγχρονίζει τίς ὧρες προσευχῆς στά μοναστήρια». Προφανῶς σήμερα τό τελευταῖο πού ρυθμίζουν τά ρολόγια, ἀλλά καί οἱ καμπάνες, εἶναι ἡ προσευχή. ῎Αν καί εἴμαστε διαρκῶς καί ἐφ’ ὅρου ζωῆς δεσμευμένοι νά τηροῦμε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, μέσα σ’ αὐτά σπάνια δεσμευόμαστε νά θυμόμαστε τόν Θεό.
῎Ας σκεφτοῦμε ὅμως πόσο ἐπηρεάζουν τούς πολλούς χριστιανούς οἱ καμπάνες στήν πνευματική τους ζωή. ᾿Αλλιῶς· πόσο συχνά πηγαίνουμε στόν ὄρθρο ἤ στόν ἑσπερινό, γιατί οἱ καμπάνες χτυποῦν καί καθημερινά, ὄχι μόνο Κυριακή καί μεγάλες γιορτές...
Μέ ἄλλα λόγια, οἱ περισσότεροι ἀκούγοντας τήν καμπάνα τίς καθημερινές κάνουμε ἐνδεχομένως τόν σταυρό μας κι ὄχι μόνο δέν πᾶμε ἀλλά οὔτε περνάει ἀπό τό μυαλό μας νά πᾶμε στήν ᾿Εκκλησία.
῎Ας ἀφήσουμε στήν ἄκρη τό γεγονός ὅτι οἱ καμπάνες πλέον δέν ἠχοῦν καί τόσο παραδοσιακά, ἀφοῦ μέ τήν προσθήκη ἠλεκτρονικῶν μέσων προσαρμόστηκαν στή μοντέρνα νοοτροπία... Σήμερα μάλιστα ἄν κάποιοι τοπικοί δωρητές ἀποφασίσουν νά ἀσχοληθοῦν μέ τά καμπαναριά (δέν ὑπάρχει πιά κι αὐτό τό μεράκι) συνεισφέρουν γιά τήν ἠλεκτρονική αὐτοματοποίηση τοῦ κτυπήματος, κάτι γιά τό ὁποῖο συνήθως ὑπερηφανεύεται ὁλόκληρη ἡ ἐνορία ἤ τό χωριό.
Οἱ καμπάνες, ἑπομένως, δέν εἶναι κυρίως μνημειακό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ μας -γιατί ἄν εἶναι τέτοιο μόνο, κάποτε θά σιγήσουν καί μάλιστα χωρίς ἰδιαίτερες παρεμβάσεις τῶν ἁρμοδίων- ἀλλά ζωντανό στοιχεῖο τῆς παράδοσής μας, τή δέ ζωντάνια του τήν καταλαβαίνουμε ἀπό τό πόσο ἐπηρεάζει τή ζωή μας καθημερινά.
῎Αν οἱ καμπάνες πιά δέν μᾶς καλοῦν γιά τό αὐτονόητο -τήν προσέλευσή μας στόν Ναό- ἴσως θά ’πρεπε τό ἄκουσμά τους νά ἀρχίσει νά μᾶς ἐνοχλεῖ λίγο συνειδησιακά.

MPARLAS᾿Απόσπασμα ἀπό τό βιβλίο
τοῦ Γεωργίου Μπάρλα
«ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ», 
Κείμενα γιά τήν ἀγάπη καί τήν πίστη σήμερα, 
πού κυκλοφορείται 
ἀπό τίς εκδόσεις 
ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ





http://www.synodoiporia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=4069:o-kampanes-poy-noxlo-n&catid=42&Itemid=155

Ο Απόστολος της Κυριακής 17 Ιανουαρίου 2016

limnhΕἴμαστε βέβαιοι
πὼς ἔχουμε καθαρὴ
τὴ συνείδησή μας,
ἀφοῦ σὲ κάθε περίπτωση
θέλουμε νὰ συμπεριφερόμαστε
ὅπως πρέπει.


(῾Εβρ. ιγ´ 7-16)
Αδελφοί, πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο. Προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν· πεποίθαμεν γὰρ ὅτι καλὴν συνείδησιν ἔχομεν, ἐν πᾶσι καλῶς θέλοντες ἀναστρέφεσθαι. Περισσοτέρως δὲ παρακαλῶ τοῦτο ποιῆσαι, ἵνα τάχιον ἀποκατασταθῶ ὑμῖν. ῾Ο δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν «τὸν ποιμένα τῶν προβάτων» τὸν μέγαν «ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου», τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν, καταρτίσαι ὑμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τὸ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ὑμῖν τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Αδελφοί, ν’ ἀκολουθεῖτε πιστὰ καὶ νὰ ὑπακοῦτε τοὺς ἐκκλησιαστικούς σας ἡγέτες. Γιατὶ αὐτοὶ ἀγρυπνοῦν γιὰ τὴ σωτηρία σας, ἐπειδὴ θὰ δώσουν λόγο στὸν Θεό. ῎Ετσι ἡ μέριμνά τους θὰ γίνεται μὲ χαρά, κι ὄχι μὲ στενοχώρια, πράγμα ποὺ δὲν σᾶς συμφέρει. Νὰ προσεύχεστε γιὰ μᾶς. Φυσικά, εἴμαστε βέβαιοι πὼς ἔχουμε καθαρὴ τὴ συνείδησή μας, ἀφοῦ σὲ κάθε περίπτωση θέλουμε νὰ συμπεριφερόμαστε ὅπως πρέπει. ᾿Ιδιαίτερα σᾶς παρακαλῶ νὰ προσεύχεστε γιὰ νὰ μὲ φέρει ὁ Θεὸς σύντομα κοντά σας. ῾Ο Θεὸς ποὺ δίνει τὴν εἰρήνη καὶ ποὺ ἀνέστησε τὸν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ, τὸν μεγάλο ποιμένα τῶν προβάτων, αὐτὸν δηλαδὴ ποὺ ἐπικύρωσε μὲ τὸ αἷμα του τὴν αἰώνια διαθήκη, αὐτὸς νὰ σᾶς δίνει τὴ δύναμη γιὰ κάθε καλὸ ἔργο, ἔτσι ὥστε νὰ κάνετε τὸ θέλημά του. ῍Ας ἐνεργεῖ διὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ νὰ γίνεται ἀνάμεσά σας αὐτὸ ποὺ τὸν εὐχαριστεῖ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα παντοτινά. ᾿Αμήν. 

Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 17 Ιανουαρίου - ΙΒ´ Λουκά

lepronΔὲν θεραπεύτηκαν
καὶ οἱ δέκα;
Οἱ ἄλλοι ἐννιὰ ποῦ εἶναι;
Κανένας τους δὲν βρέθηκε
νὰ γυρίσει νὰ δοξάσει τὸν Θεὸ
παρὰ μόνο τοῦτος ἐδῶ
ὁ ἀλλοεθνής;


(Λουκ. ιζ´ 12-19)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσερχομένου τοῦ ᾿Ιησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· ᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ᾿Αποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ᾿Αναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Εκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς ἔμπαινε ὁ ᾿Ιησοῦς σ’ ἕνα χωριό, τὸν συνάντησαν δέκα λεπροί· στάθηκαν λοιπὸν ἀπὸ μακριὰ καὶ τοῦ φώναζαν δυνατά· «᾿Ιησοῦ, ἀφέντη, ἐλέησέ μας!» Βλέποντάς τους ἐκεῖνος τοὺς εἶπε· «Πηγαίνετε νὰ σᾶς ἐξετάσουν οἱ ἱερεῖς». Καὶ καθὼς πήγαιναν, καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα. ῞Ενας ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας μὲ δυνατὴ φωνὴ τὸν Θεό, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Κι αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· «Δὲν θεραπεύτηκαν καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννιὰ ποῦ εἶναι; Κανένας τους δὲν βρέθηκε νὰ γυρίσει νὰ δοξάσει τὸν Θεὸ παρὰ μόνο τοῦτος ἐδῶ ὁ ἀλλοεθνής;» Καὶ σ’ αὐτὸν εἶπε· «Σήκω καὶ πήγαινε στὸ καλό· ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε».


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...