Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Η μητέρα του εδειξε το δρόμο της σωτηρίας

Στίς δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία. Ηταν μια γριούλα. Καί ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.

Ό παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας. Ή γριούλα ανοίγει την πόρτα καί μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.

Καί να ξαφνικά ό παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με μόνο τον άρρωστο.

Ό άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα καί σκούζει.

- Φύγε από εδώ! Ποιος σε

έκάλεσε; Εγώ είμαι άθεος. Καί

άθεος θα πεθάνω.

Ό παπάς τα έχασε.

- Μα δεν ήλθα από μόνος μου! Με έκάλεσε ή γριά!


- Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω

καμμιά γριά!


Ό παπάς, καθώς στέκει άπέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του άρρωστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον έκάλεσε.

Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.

- Να αύτη!

- Ποια αυτή, Ξέρεις, τί λες,

παπά; Αυτή είναι ή μάνα μου.

Καί έχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Για μια στιγμή πάγωσαν καί οί δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ό άρρωστος άρχισε να κλαίει. Καί αφού έκλαψε, ζήτησε να έξομολογηθή. Καί μετά, έκοινώνησε.

Ή μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας. 


proskynitis.blogspot.com

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου