Κάποτε παρουσιάστηκε στὸν Κολοκοτρώνη κάποιος ποὺ εἶχε τὴν ἀνάγκη του. Νόμισε πὼς δὲ θὰ τὸ θυμηθῇ ὁ Στρατηγός, καὶ φοροῦσε τὸν ὁλόχρυσο ντουλαμᾶ τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ Στρατηγοῦ, ποὺ τὸν εἶχε σκοτώσει πρὶν ἀπὸ τὸ Εἰκοσιένα βαλμένος ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ὁ Κολοκοτρώνης γνώρισε ἀμέσως τὸ φόρεμα, κι’ ἀναστέναξε ἥσυχα, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ ἔδινε τὸ λόγο του στὸ φονιᾶ νὰ κάμῃ τὸ ζήτημά του. Ἔτυχε ὅμως ὁ Γέρος νἆναι στὸ τραπέζι, καὶ τὸν κράτησε νὰ φᾶνε. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ ἐρχότανε στὸ σπίτι του τὸν καλοδεχότανε καὶ τονὲ δειπνοῦσε.
Ἡ μάννα ὅμως τοῦ Κολοκοτρώνη δὲ βαστοῦσε βλέποντας τὸ φόρεμα τοῦ παιδιοῦ της, κ’ εἶπε στὸ Στρατηγὸ μὲ πόνο βαθύ:
— Παιδί μου, καὶ στὸ τραπέζι μας θὰ τονὲ βάνῃς τὸ φονιᾶ τοῦ παιδιοῦ μου;
— Σώπα, μάννα! εἶπε ὁ Στρατηγός. Αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο μνημόσυνο ποὺ κάνουμε τοῦ σκοτωμένου…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου