Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009
Αμάρτησε;
Του Κων/νου Θεοτόκη
Ήτανε μια δροσερή Απριλιάτικη αυγή: η αυγή της Λαμπρής. Ο ήλιος δεν είχε βγεί ακόμα, και οι καμπάνες της Εκκλησίας του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Και έμπαιναν απ’ όλες τις πόρτες, οι άνθρωποι πολλοί τη φορά, καθαροί, χαρούμενοι , ντυμένοι με ρούχα καινούργια, και κατόπιν ο ένας στον άλλο, με τάξη και ευλάβεια προσκυνούσαν τες εικόνες και σταμάταιναν απεκεί στη μέση της εκκλησιάς και έπαιρναν θέση στα στασίδια. Και οι γυναίκες ερχόταν μπουλούκια, μπουλούκια με τες άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές , ευλαβικές , στολισμένες και έμεναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς, που δεν είχε γυναιτίκι.
Όλοι πρόσμεναν τώρα να αρχίσει η ακολουθία.
Η θύρα του ιερού άνοιξε , ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιώνται, ο παπάς αποτέλειωσε τα μυστικά του, εθυμιάτησε, εκοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός κάνοντας και το σταυρό του αρχίνησε με ψιλή φωνή την ιεροπραξία. Όλα τα χέρια έκαμαν του σταυρού το σημάδι.
Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός, μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά ασημένια κι εκείνα, λιγνός με ζάρες στο γερασμένο μετωπό του, με γαλανά μάτια, που τα γέρα και οι νηστείες τάχαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον σεβόταν
Με την ψιλή του φωνή που ολοένα εγενόταν σταθερότερη, ο γέροντας διάβαζε ψαλτά τες ευκές του, που τες ήξερε όλες απ’ όξω, και η ακολουθία προχωρούσε καθώς πάντα, επίσημη, κατανυχτική, μεγαλόπρεπη, και ο κόσμος, που κρατούσε αναμμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα χέρια, αφουκραζόταν με πίστη και από καρδίας εδεότουν, σα νάδινε μεγαλύτερη αξία στην προσευκή και η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.
Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.
Τη πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο, και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή , και που εφαινότουν συγχισμένος κι εκείνος γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν επροσευχόταν με ευλάβεια και είπεν ο παπάς με το νού του: «Εδώ θα είναι κι εκείνη». Μα το βλέμμα δεν έλαβε καιρό για να τη έβρει ανάμεσα στις γυναίκες.
Και εγιόμοζαν τώρα την εκκλησία οι ύμνοι που τους έψαλαν καλόφωνοι ψάλτες, και η ευωδία του λιβανιού, και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινοτουν σα μ’ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη θερμή , και ήθελε ν’ ανεβάσει τη δέηση του ως του Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχεία, και να λυγίσει τη θέληση της παντοδυναμίας.
Ο παπάς εδιάβαζε πάντα πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τα άγια τα ρήματα της θυσίας, αλλά εδεότουν η καρδία του στον ουράνιο πατέρα, άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν το νού. Του ήταν μελλάμενο να αμαρτήσει;
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμμένη ανάμεσα στες γυναίκες. Η ταραχή της , ο φόβος της , η συγκίνησή της , ήταν ζωγραφισμένη απάνου στο όμορφο το πρόσωπο της νέας. Ω η δύστυχη, ούτε αυτή δεν έφταιγε. Το’ χε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευχότουν. Πως είχε κλάψει προχθές στην ξεμολόησή της, όταν συντριμμένη καρδιά του είχε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της , το μεγάλο της φταίσμα μ’ έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δεν θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας της την υποχρέωσε. Ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή νάναι περήφανος για την θυγατέρα του ή να ξεπλύνει την ντροπή του στο αίμα! Τι θα έκανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχιστεί ο παπάς ακούοντάς την, γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και στα ύστερά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στεναχώρια; Γιατί δεν εσπλαχνιζόταν τον κόσμο του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει και δεν εδέσμευσε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;
Και η λειτουργία προχωρούσε: με το βασιλέα του κόσμου στα χέρια ανάμεσα σε δυο λαμπάδες, βγήκε στο πρεσβυτέριο και στάθηκε μπρός στο πλήθος. άκρα σιωπή εβασίλευε. Ψιλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ’ όλα τα κορμιά και το κύριε ελέησον που βγήκε από όλα τα χείλη , έβγαινε από τα βαθύτατα του είναι, από φοβισμένες καρδιές που τες εταπείνωσε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους. Μα ο γέροντας δεν είχε σα πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Το σβησμένο του βλέμμα εκοίταξε στο βάθος της εκκλησίας, που ήταν οι γυναίκες σαν νάθελε να ανταμώσει τη ματιά της και να τη συστήσει ότι της είχε παραγγείλει προχτές στην εξομολόγησή.
Δεν μπορούσε , της είχε ειπεί , να την κοινωνήσει. Όχι τέτοιαν αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησιά, ας έβρισκε μια πρόφαση, όποιαν ήθελε, ας έκανε την άρρωστη. Και αν πάλι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, και αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχόταν ανάμεσα στές άλλες γυναίκες και αυτός σκήμα μόνο θάκανε, πως της μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του σωτήρος. Όχι , δεν θα την κοινωνούσε, αυτή την αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του.
Και η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το «πιστεύω» και το «πάτερ ημών», οι ψάλτες έψαλλαν το κοινωνικό, και ο τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος επρόβαλε στη μεσινή θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν νάταν πάρα βαρύ το ασημένιο ποτήρι. Τις έριξε μια ματιά και άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, κατά το συνήθειο ήταν πολλοί σ’ αυτήν την ημέρα και κοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσα τους ήταν και εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως και ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να αφίνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της, τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή ωχρή τότες με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαζε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της την εκοίταζε. Και με αναγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνιά στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά: «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωή αιώνιον».
ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
-Μπάρμπα , βάλε λίγο λαδάκι μες στο γυαλί , είπε η μάνα μου , γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
-Χωρίς πεντάρα;
-Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Ήταν πενταετές παιδί, ζωήρο, με λαμπρά μεγάλα μάτια , ντυμένο με κουρέλια. Και με παιδική χάρη, με σπαρακτικό μέσα στην αθωότητα χαμόγελο, πρόφερε κάθε φορά την φράση αυτή, της οποίας όλο το βάθος δεν ήταν ικανό να κατανοήσει, τόσο , ώστε οι άνθρωποι , αυτοί που δεν έχουν να κάνουν τίποτα, όπως εγώ, το καλούσαν , και του απέτειναν την παραπάνω ερώτηση του μικρού παντοπώλη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να ακούσουν από το στόμα του την απόκριση. Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα. Κατ’ εκείνη την ημέρα συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά από πέντε εκλιπαρήσεις και μετά από τέσσερες αποπομπές, να λάβω δεκαπέντε δραχμές, από τις ογδόντα που μου όφειλαν, για αμοιβή φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τις ημέρες αυτές όμως, που είναι ισάριθμες με τις σελήνες του έτους, μου συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος από τα χρέη μου, να ξοδεύω σε μια μέρα τα δύο τρίτα από το με αυτόν τον τρόπο αποκτημένο ποσό, φυλάγοντας με φρονιμάδα το τρίτο για τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Φώναξα το παιδί και του έδωσα μία πεντάρα. Εκείνο την πήρε, έβγαλε έξω από το χείλη την γλώσσα με μειδίαμα ευδαιμονίας, και, κοιτώντας με, είπε.
-Δο μ’ κι’ άλλη μπάρμπα!
(…)
Αλλά ας επανέλθω στο παιδί , για το οποίο ο αρχικός λόγος. Δεν είμαι πολυπράγμων , αλλά ο φίλος μου , ο μικρός παντοπώλης, ήξερε, ως συνήθως , όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήταν γενικός θεματοφύλακας των ξένων υποθέσεων. Δεν ξέρω αν το βλέμμα μου του φάνηκε ερωτηματικό, αλλά όταν ευκαίρησε, αυθόρμητα, άρχισε να μου διηγείται την ιστορία.
Προ εννέα ετών η Μανώλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθεί την Γιαννούλα πολυκάρπου. Από αυτό γάμο γεννήθηκαν πέντε παιδιά, από τα οποία το τρίτο ήταν το παιδί εκείνο.
(…)
Μετά από την τελευταία φοβερή σκηνή , από την οποία η Γιαννούλα βγήκε με μισή πλεξίδα, με ένα μάγουλο ματωμένο και με σχισμένο πουκάμισο- και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφαν την πεποίθηση, την οποία συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήταν αθώα- ο Μανώλης έγινε άφαντος. Πήγε να ανταμώσει οριστικά την παλιά του γνωριμία.
(…)
Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσερα παιδιά- το πέμπτο είχε πεθαίνει, ανακλήθηκε νωρίς από τον Πολυεύσπλαχνο και Πάνσοφο στον κήπο τον ανθηρό, στο ωραίο περιβολάκι με τα κρίνα και με τους νάρκισσους, μαζί με τους οποίους φυτεύονται και ανθούν και τα άκακα νήπια- έμεινε, λέω, με τα τέσσερα παιδιά , χωρίς πατέρα και χωρίς κουμπάρο.
Έμεινε χωρίς ψωμί στο ντουλάπι και χωρίς φωτιά στο τζάκι, χωρίς φόρεμα, χωρίς στρώμα, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτρα και χωρίς στάμνα∙ και χωρίς ραπτική μηχανή!
Και το τρίτο παιδί, ο Μήτσος, εκείνο το οποίο έβλεπα, ερχόταν στο παντοπωλείο, και ζητούσε από το μικρό μπακάλη, ο οποίος ήταν ακριβής στο σταθμά , αλλά δεν καταλάβαινε από ελεημοσύνη, ερχόταν και ζητούσε να του στάξει «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίο θα ήταν άξιο να στάξει μία σταγόνα νερό σε πολλών πλούσιων τα χείλη, στον άλλο κόσμο.
Και αιτιολογούσε την αίτησή του, λέγοντας.
-Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο γάμος του Καραχμέτη
Βρισκόμαστε στην Σκιάθο, την εποχή της τουρκοκρατίας.
Ο Κουμπής , ένας από τους προεστούς του χωριού και φίλος του Τούρκου Ναυάρχου Καραχμέτη , μετά από δεκαπέντε χρόνια στείρου γάμου με τη Σεραϊνώ φλέγεται από την επιθυμία να αποκτήσει παιδιά. Δεν θέλει όμως να τα κάνει με παλλακίδα, γιατί ξέρει πως ‘‘πόρνους και μοιχούς κρινεί ο Θεός’’. Το σχέδιο του είναι να απαγάγει τη γειτονοπούλα του τη Λεούδα που είναι ‘‘ μόλις τριάντα χρονών ίσως- ωραία ροδόπλαστος, σεμνή , ταπεινή, πτωχή και άμεμπτος, απροστάτευτη και πεντάρφανη’’ ‘‘και να δωροφορήση έναν παπάν ή να τον βιάση με φοβέραν… να τους στεφανώση’’. Μια μέρα που φθάνει ο τουρκικός στόλος στο νησί , ο Κουμπής παίρνει με δόλο πάνω στη ναυαρχίδα τη Λεούδα κι έναν παπά και γίνεται εκεί ο γάμος. Το γεγονός γιορτάζεται με κανονιοβολισμούς από τη ναυαρχίδα.
‘‘Η Σεραϊνώ όπου ηγρύπνει εις το σπίτι του Κουμπή ήκουσε τους κανονιοβολισμούς και μόνη αυτή εξήγησε την αληθινή σημασία των.
‘‘ Στερεωμένοι , καλορίζικοι , εψυθίρισε σχεδόν άνευ πικρίας. Με γυιούς, Κουμπή’’.
Σε λίγο έφτασαν οι νεόνυμφοι στο σπίτι. Η Σεραϊνώ τους υποδέχθηκε, τους ευχήθηκε και ζήτησε από τη Λεούδα το κλειδί να μείνει στο σπίτι της.
‘‘Η Λεούδα κατένευσε δακρύουσα. Είτε επρόφερε:
-Να με σχωρέσεις!
-Συχωρημένη και βλοημένη να’ σαι είπεν εν εγκαρτερήσει η πρώην Κουμπίνα’’.
Την επαύριον πρωΐ ο Κουμπής έκραξεν τη γυναίκα και της είπε:
-Σεραΐνα, πάρε τα ρούχα σου…κα σύρε να καθήσεις στο σπίτι σου. Και σε παρακαλώ , όσο μπορείς, να τα’χης καλά με την Κουμπίνα.
-Εγώ θα τα’ χω καλά με την νέαν κουμπίνα, όπως τα είχα και με τη Λεούδα, απήντησεν η απλή ψυχή. Και σε παρακαλώ, Κουμπή , να μ’ αφήσης να καθίσω στο σπίτι σου, να σου ανατρέφω τα παιδιά που θα κάμεις.
-Καλά , ο Θεός σε φωτίζει και φέρεσαι έτσι αγία ψυχή, είπε, μη δυνάμενος να κρατήσει της συγκίνησή του.
Έκτοτε ο Κουμπής ωνομάσθη απ’ όλον το χωρίον Καραχμέτης, εκ του ονόματος του Τούρκου ναυάρχου..’’.
Λίγους μήνες μετά το γάμο η Λεούδα έκανε φοβερό λάθος. Εξ’ αιτίας της ο Κουμπής φόρεσε το δικό της χρυσοκέτητο πουκάμισο και πήγε στην εκκλησία. Όταν αντελήφθη τα περίεργα βλέμματα των χωρικών πάνω του ‘‘ εξήλθε δρομαίος. Έφρυξε κι έτρεξε με σκοπόν και απόφασιν να σκοτώση την Λεούδα.
Αι δύο γυναίκες…ήσαν έτοιμαι να εξέλθωσι διά την εκκλησίαν. Με έν βλέμμα η Σεραΐνα ενόησεν άμα είδε τον Κουμπήν. Ούτος εσήκωσεν ήδη την χονδρήν και σιδροκέφαλον ράβδον του εναντίον της Λεούδας.
Η Σεραΐνα έπεσεν επάνω εις την ράβδον , εις τα γόνατα του, εις τους πόδας του.
-Έλεος , Κουμπή, έλεος! Δεν το ήλεθεν η καημένη. Λάθος έκαμε.. Σχώρεσέτην.
Ο Κουμπής εκάμφθη.
Η Σεραϊνώ επέζησεν δέκα ή δώδεκα έτη, όσα ήρκουν διά ν’ αναθρέψει τα τέκνα του Κουμπή. Ανεπαύθη και ετάφη έξωθεν του ναΐσκου του αγίου Δημητρίου…
‘‘Όταν επήγαν μετά τρία έτη να σκάψουν διά την ανακομηδή των λειψάνων της, λεπτόν θεσπέσιον άρωμα ως βασιλικού , μόσχου και ρόδου άμα, αλήλθεν εις τους μυκτήρας του ιερέως, του σκάπτοντος εργάτου, της Λελούδας και δύο άλλων παρισταμένων γυναικών.
Τα κόκκαλά της είχον ευωδιάσει’’
Απόσπασμα από το βιβλίο: Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Καθηγουμένης Θεολογίας Μοναχής
Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης
Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009
ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΙ-Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Το γάλα το επώλει προς ογδόντα λεπτά με την οκάν την ιδική της. Τα περιστέρια, εκτάκτως μόνον, χωρίς ωρισμένον τιμολόγιον, αν της είχε πνίξει κανέν η γάττα, ή αν εύρισκε μουστερήδες Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου. Τ' αυγά προς 15 λεπτά το εν, την Σαρακοστήν.
Αυτή, αν ωρέγετο να φάγει αυγά, πράγμα σπάνιον, θα επήγαινεν εις την μεγάλην αγοράν να τα ψωνίσει. Τα εύρισκε προς μίαν δεκάρα τα τρία, σπασμένα, αλλά φρέσκα, και με δοκιμήν. Πού να γελασθή αυτή!
Την πρωίαν εκείνην είχε σηκωθεί με απόφασιν να πάγει να επισκεφθεί την νοννάν της, ήτις ήτο αρχόντισσα έχουσα οικίαν εις τα Πατήσια. Ηρχοντο Χριστούγεννα, επεθύμει να την φιλεύσει κάτι τι. Τι άλλο από αυγά, εις την πραγματείαν των οποίων είχε ειδικότητα; Ηξευρεν ότι θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, τον υιόν της γραίας, όστις θα εφιλοτιμείτο να της πληρώσει καλά το δώρον της. Εμέτρησε όσα αυγά είχε, και τα εύρε δεκατέσσαρα.
«Να τους τα πάη όλα; Εχουμε και λέμε 14 αυγά, από μία δεκάρα, 14 δεκάρες, μία και σαράντα, κι από μιά πεντάρα ακόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 και 1,40 (εμέτρησεν επί των δακτύλων), δυό και δέκα. Τότε θα έχανε μια δεκάρα. Διότι, βέβαια, δεν θα της έδιδε παραπάν’ από δυό δραχμές, ο νοννός, διά το πεσκέσι της.
» Να τους τα πάει τα δεκατρία, έχουμε και λέμε όξου τα 15 λεπτά, 1,95 θα εκέρδιζε μια πεντάρα. Διότι πάντοτε δυό δραχμές θα της τα επλήρωνεν ο νοννός της. Ας είναι τα 13. Μα το 13 λένε πως δεν είναι καλό νούμερο. Να τους τα πάει τα δώδεκα;... Είπαμε πόσα; 1,90, τα δεκατρία; Πόσα είπαμε; 2,10 τα δεκατέσσαρα... Βγάλε τα 15, μένουν 1,95. Ναι, μιά και 95. Βγάλε τα 15, κάνουν 1,80 τα δώδεκα.
»Ας τους τα πάει τα δώδεκα που είναι καλό νούμερο. Δεν θα της δώσει παρακάτω από ένα δίδραχμο ο νοννός της, και ρέστα δεν θα καταδεχθεί να πάρει, και πού να έχει αυτή ρέστα επάνω της; Ναι, τα δώδεκα θα τους πάει.»
Τα ετύλιξεν εις λευκόν, καθαρόν μανδήλιον, κι' εξεκίνησε πεζή, κούτσα-κούτσα, διότι δεν ήτο τόσον γερή στα πόδια, διά τα Πατήσια. Είχεν υπολογίσει την ώραν οπού θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, ελθόντα προ μικρού από το γραφείον του, πλην όχι αμέσως, αλλ' ολίγον ύστερα, ευθύς μετά το γεύμα, ότε θα τους εύρισκεν ευδιάθετους. Ποτέ δεν θα έπραττεν, αυτή, το σφάλμα να παρουσιασθεί ακριβώς την ώραν του γεύματος.
Η κυρα-Πράπω επέτυχε με το παραπάνω. Εδέχθησαν τα αυγά (τα οποία ήσαν ομολογουμένως πρόσφατα), της τα επλήρωσεν ο νοννός της εν δίδραχμον, μετά μικρού μορφασμού της νοννάς, ήτις όμως δεν ημπόρεσε να μην την καλέση να καθίσει εις την ιδίαν τράπεζάν της, διά να χορτάσει από τα αποφάγια. Η κυρα-Πράπω δεν ήτον εντελώς νηστική, αλλ' είχε προγευματίσει εις τας δέκα. Έπειτα ο εξοχικός αήρ τής είχεν ανοίξει την όρεξιν.
Αφού έκαμε διαφόρους ομιλίας, όχι αδεξίως, ύστερα, μεταξύ λόγων, παρενέβαλεν ότι είχεν έλθει πεζή, και παρεπονέθη διά τους πόδας της... ώκτειρε και τα γεράματα του συζύγου της, του μπαρμπα-Πράπη, όστις δεν ήτο πλέον ικανός διά τίποτε. Ο νοννός, όστις είχε γίνει πολύ ευδιάθετος από τα δύο κύπελλα γενναίου οίνου και από μικρόν ποτήριον σαρτρέζ με τον καφέν, έβγαλε και της έδωκε δύο ή τρεις δεκάρες, δια να πληρώσει το λεωφορείον εις την επιστροφήν. Νέος μορφασμός της νοννάς, ήτις εσυλλογίζετο ότι τα αυγά θα τα ηγόραζε προς μίαν δεκάραν το εν, φρεσκότατα, εις τα Πατήσια, και ότι τα πόδια της αναδεκτής κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να λάβουν τον κόπον να μεταφέρωσιν εις τα Πατήσια το χονδρόν σώμα της.
***
Τελευταίον εμάζευσε με το θάρρος ολίγες πεπονόφλουδες, οπού είχαν μείνει επί της τραπέζης, διά την κατσίκαν της, τας ετύλιξεν εις το μανδήλι και απήλθεν. Είχε ξεκουρασθεί πολύ και δεν έκρινεν επάναγκες ν' ανέλθει εις το λεωφορείον. Εγύρισε πεζή.
Επέρασεν από εν εξοχικόν σπιτάκι, όπου εκατοικούσε μιά περιβολάρισσα εξαδέλφη της, εφλυάρησεν αρκετά, εμάζευσε κι εκείθεν ό,τι εύρε χρήσιμον διά την κατσίκαν της, ενυκτώθη, κι επέστρεψεν εις την πόλιν κρατούσα μεγάλην αβασταγήν υπό την μασχάλην της.
Είκοσι βήματα πριν φθάσει εις την οικίαν της, την ώραν οπού είχαν ανάψει τον εκεί φανόν του αερίου, βλέπει μικρόν παιδάκι οπού έκλαιε μεμονωμένον.
- Τι έχεις, παιδί μου;
Το παιδίον εψέλλισε ζητούν την μητέρα στο σπίτι.
- Τίνος είσαι, μικρό μου;
Το παιδίον δεν ήξευρε να πει τίνος ήτον.
- Πώς την λένε την μάννα σου;
- Μαμά.
- Και τον πατέρα σου;
- Μπαμπά.
Η κυρα-Πράπω ήτο εις αμηχανίαν. Έλαβε το παιδίον από την χείρα και το ωδήγησε μέχρι της θύρας της μάνδρας όπου ήτο το σπίτι της. Εκεί εστάθη επ' ολίγα λεπτά, εφώναξε με την οξυτραχή φωνήν της την κόρην της, την Μαρίναν, να την ξαλαφρώσει, και εις ταύτην ελθούσαν παρέδωκε την δέσμην με τες φλούδες και τα εξώφυλλα των φυτών, όσα εκόμιζε, και είτα έμεινε διστάζουσα, ερωτώσα μεγαλοφώνως τες γειτόνισσες, αν καμμία εξ αυτών εγνώριζε το παιδίον.
Πολλαί το εκοίταξαν υπό το φως του αερίου, το έψαξαν, το εγύρισαν. Καμμία δεν έτυχε να το γνωρίζη.
***
Κατά τύχην, ως σύνηθες εις τα παραμύθια, συνέβη να περνώ απ' εκεί. Άλλως, ήμην γείτων, και ήτο η συνήθης ώρα ότε κατηρχόμην εις την συνοικίαν. Η κυρα-Πράπω με είδε και με έκραξεν:
- Έλα... εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι, μου λέγει.
Μου ενθύμισεν αμέσως ότι προ ολίγων μηνών συνέβη να χαθεί έν παιδίον, κι εκείνο, κατά περίπτωσιν, είχε πέσει εις τας χείρας αυτής, την ιδίαν ώραν της εσπέρας· ότι εγώ, ιδών αυτό κλαίον εις τας χείρας της και ζητούν την μαμά του, του έδωκα μίαν δεκάραν διά να μερώσει. Ότι κατ' ευτυχή συγκυρίαν, ευθύς μετά την δεκάραν, συνέβη να παρουσιασθεί η μήτηρ του παιδίου, ήτις το ανεζήτει από ωρών, και να έλθει να το συμμαζεύσει.
Έσκυψα και εκοίταξα το παιδίον. Δεν του έδωκα δεκάραν, έκαμα κάτι καλύτερον. Το εγνώρισα.
- Αυτό το παιδί είναι ο Γιώργος, του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού, είπα.
***
Ο μαστρο-Δημήτρης ο Χωριανός ηγάπα τα δύο παιδιά του με τόσον ένθερμον αγάπην, όσον ολίγοι γονείς εις τον κόσμον. Τόσον, ώστε ο ίδιος τους έκαμνε την μητέρα, και τούτο όχι δι' έλλειψιν μητρός, οπότε το πράγμα θα ήτο ευεξήγητον, αλλά διότι η μήτηρ τούς έκαμνε... τον άγγελον της εστίας.
Φαντάζομαι, μέλαθρον, χριστιανικήν οικίαν ελληνικήν ζωγραφισμένην με τας δύο κλίσεις της στέγης, ως δύο πτέρυγας αγγέλου-γυναικός τανυομένας επάνω της εστίας.
Τοιαύτη μήτηρ ήτο η Γιακουμίνα, η φαμίλια του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού. Ήτο μία χαρά να βλέπει τις τον μαστρο-Δημήτρην να κρατεί εις την αγκάλην τον τριετή υιόν του, και να σύρει από την χείρα το πενταετές θυγάτριον, να οδηγεί τα δύο παιδιά εις το πλησίον μικρόν μπακάλικον, διά να τους αγοράσει λιαλιά-κοκκά να τα φιλεύσει.
Τα δύο παιδιά ήστραπτον από καθαριότητα, και ήσαν ωραία και καλοθρεμμένα. Όλα τα αποτελέσματα ταύτα ήσαν έργο αγγέλου της εστίας, και ήσαν προιόν των κόπων και των μισθών του μαστρο-Δημήτρη, όστις ήτο ασπριστής ή χρωματιστής την τέχνην, και πράγμα σπάνιον, είχε κατορθώσει μόνον με την φιλοπονίαν και τα ημεροδούλια του να κτίσει και ν' αποκτήσει (ήτο και ολίγον κτίστης) ένα μικρόν σπιτάκι, κάτω εις την εσχατιάν της πόλεως, εκείθεν του Μεταξουργείου.
Και η φαμίλια του στο σπίτι έπλυνε, κι εσφουγγάριζε, κι έρραπτε, κι εμβάλωνε, κι εζύμωνε, κι εμαγείρευε, και ήτο όλη χάρις και χαρά της εστίας.
Ποτέ δεν είδαν οι γείτονες τόσο καμαρωμένον ανδρόγυνον. Φαντασθήτε, η Γιακουμίνα, ομοία με χελιδόνα μητέρα, να στρώνει, να συγυρίζει, να ετοιμάζει την φωλεάν, και ο πατήρ όμοιος με πελαργόν, φέροντα τα χελιδονάκια της ανοίξεως, να φέρει, να βαστάζει και να κουβαλεί τα δύο παιδιά, τα οποία ωνόμαζε συνήθως ψέματα, ήξευρεν αυτός διατί. Διότι, πριν αποκτήσει τα δύο τοιαύτα παιδιά ήτο «χαροκαμένος». Του είχαν αποθάνει άλλα δύο. Τον Γιώργο τον ωνόμαζεν ένα ψέμα, διότι ήτο μικρός και τρυφερός. Και την Παρασκευήν την ωνόμαζεν ψευτρού, ίσως διότι ανήκεν εις το φύλον το πλέον ψεύτικον.
***
Τα ηγάπα πράγματι ολοψύχως, τα ηγάπα πολύ - όχι όμως περισσότερον παρ' όσον ηγάπα ο μπαρμπα-Στέργιος ο Παρκιώτης τα ιδικά του πέντε ή έξ παιδιά, μισήν δωδεκάδα σωστήν. Και ο μεν Δημήτρης ο Χωριανός ήτο νέος και ακμαίος ακόμη, ο δε μπαρμπα-Στέργιος ήτο γέρων και ασθενής. Έπασχεν από την νόσον την οποίαν ιάτρευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.
Ο Νικόλας ο Μανάβης είχε την δικαιοδοσίαν του εκτεινομένην τριγύρω εις του Ψυρρή, εις του Τάτση την Βρύσιν, εις του Τριγκέτα, εις τον Αι-Θανάσην, μέχρι της πλατείας Κουμουνδούρου. Ήτον σχεδόν τόσον κρυφός εις το εμπόριον, όσον και εις την ιατρικήν. Αυτός και ο γάιδαρός του δεν έβγαζαν ποτέ λέξιν ούτε φωνήν. Είναι ο μόνος μανάβης όστις διατρέχει τακτικά, κάθε πρωγί και μεσημέρι και βράδυ, με το γαϊδουράκι του, όλους αυτούς τους δρόμους και τους δρομίσκους, χωρίς να εξέρχεται γρυ από το στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ή μασά κάτι τι - λάχανα, σέλινα ή κουνουπίδια - αλλά τόσον χαμηλά, ώστε μόνος αυτός τ' ακούει.
Και το γαϊδουράκι του ποτέ δεν ηκούσθη να βγάλει ογκανισμόν. Ορμεμφύτως μιμείται τον αφέντην του. Καμμίαν φοράν, ο Νικόλας, ενώ διατρέχει τους δρόμους, περιμένων να τον ιδεί καμμία πτωχή οικοκυρά να τον κράξει, διά να σταματήσει (ίσως έχει τακτικούς μουστερήδες, κρυφούς όσον και αυτός, έχοντας πεποίθησιν ότι δεν πωλεί ξίκικα), το απομεσήμερον, ή το βράδυ-βράδυ, βάλλει τον μικρόν τριετή υιόν του εις τα κάπουλα, ανάποδα βλέποντα προς την ουράν, ακουμβώντα τα νώτα επί των καλάθων, και του λέγει να κρατεί την ουράν τού γαϊδάρου, αλλ' ο μικρός δεν έχει την ικανότητα, όθεν ο πατήρ αναγκάζεται να βαδίζει σιμά-σιμά, κρατών αυτός την ουράν του ζώου, διά να μη γλιστρήσει και πέσει ο υιός του.
Αυτό και μόνον το θέαμα θα με καθίστα ένθουν, εάν είχα λεπτά διαθέσιμα, ώστε ν' αποφασίσω ν' αγοράσω, όχι μόνον όλα τα λαχανικά του Νικόλα, μαζί με τα κοφίνια, αλλά και αυτόν τον γάιδαρόν του.
Πλην δεν είμαι βέβαιος αν τον πωλεί, διότι πού να εύρει άλλο γαϊδουράκι τόσον κρυφόν, βωβόν και διακριτικόν, ικανόν να μιμείται τον αφέντην του, όστις είναι τόσον κρυφός, ώστε μόνον κατά συγκυρίαν συνέβη να μάθω την ιατρικήν ειδικότητα, την οποίαν έχει εις το να θεραπεύει κρυφήν νόσον;
***
Νόσον εξ ης έπασχεν ο μπαρμα-Στέργιος ο Παρκιώτης, όστις ανέτρεφε μισήν δωδεκάδα παιδιά με την καλήν του προαίρεσιν. Και η εργασία του συνίστατο, τον χειμώνα εις το να μαζεύει και κουβαλεί αγριολάχανα-ραδίκια, ζοχάρια, πικραλίδες, βρούβες, βλαστάρια (τα οποία ήξευρεν όλα τα χλοώδη και απάτητα μέρη διά ν' ανέρχεται να τα μαζεύει), και το καλοκαίρι, εις το να κουβαλεί τα κληματόφυλλα, τα οποία επώλει εις τα μπακάλικα προς είκοσι λεπτά την οκάν. Οι δε αμπελοκτήμονες της Αττικής πεδιάδος όχι μόνον του επέτρεπαν να μαζεύει κληματόφυλλα από τ' αμπέλια των, αλλά τον επαρακαλούσαν να το κάμνει, διότι τους εγλύτωνεν από τα έξοδα και τα μεροκάματα. Ήτο τεχνίτης και ήξευρε να «αργολογά» και να ξεφυλλίζει καλώς, απαλλάττων τα κλήματα από όλα τα περιττά φύλλα. Αγαθοποιός και όχι κακοποιός, εργάτης και όχι κηφήν, χριστιανός, όχι απάνθρωπος.
Ήτο συγκινητικόν να τον βλέπη τις, ως ζυγαριάν έμψυχον, φορτωμένον ένα σάκκον γεμάτον λάχανα ή φύλλα εις την πλάτην όπισθεν, και να φέρει, αχώριστον από το σώμα του, άλλον ογκώδη σάκκον κρεμασμένον έμπροσθεν εις την πολύπτυχον βράκαν του. Ήτο αυτή η νόσος, την οποίαν εθεράπευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.
***
Εζησεν εν ιδρώτι του προσώπου του, και ανέθρεψε πέντε ή εξ παιδιά, τα οποία... δεν ήσαν ιδικά του. Απέθανεν, ο πτωχός, προ τεσσάρων ή πέντε ετών, και εύρεν ανάπαυσιν των κόπων του. Το σώμα του, το αποκαμωμένον και βασανισμένον, το κυρτωθέν από το σκύψιμον και από το φόρτωμα, ίσαξε και έγινεν ευθύ επί της νεκρικής κλίνης.
Ελπίζω και πιστεύω ότι θα επήγεν εις τον άλλον κόσμον, ο πτωχός, πολύ σιμά εις τον πτωχόν Λάζαρον. Ναι, σιμά, πολύ σιμά.
***
Δεν ήσαν ιδικά του. Δεν είχεν αποκτήσει ποτέ παιδιά, από την φαμίλια του. Είχε πάρει από το Νηπιακόν Ορφανοτροφείον (ίσως είναι πολλοί οπού φοβούνται να διέλθωσιν έξωθεν του ιδρύματος εκείνου, και δεν ηξεύρουν πού των Αθηνών κείται), είχε πάρει έν έκθετον κατ' αρχάς, είτα δεύτερον και τρίτον, είτα τέταρτον και πέμπτον.
Μέχρι του τρίτου ορφανού, του έδιδαν, διά το καθέν, τας κανονισμένας 15 δραχμάς τον μήνα. Όταν εζήτησεν να πάρη τέταρτον και πέμπτον, του τας είχαν κόψει τας 45 δραχμάς, αλλ' αυτός εδήλωσεν ότι του ήρκουν αι 30, τας οποίας ελάμβανε διά τα δύο τελευταία. Δεν είχαν μεγαλώσει ακόμη αρκετά τα τρία πρώτα, ώστε να είναι χρήσιμα. Ήταν από 6 έως 8 ετών. Πλην ήτο ευχαριστημένος. Και η φαμίλια του τα είχε πονέσει, και τα υπερηγάπα, και δεν ήθελε ν' αποχωρισθεί απ' αυτά.
Τον καιρόν εκείνον ήτο επόπτης ή σύμβουλος, δεν ηξεύρω τι, του ιδρύματος εκείνου, είς κύριος άγαμος, με γυαλιά, με ασημένια δόντια, με παγωμένον μειδίαμα. Ούτος ηγάπα τα ορφανά ως να ήσαν ιδικά του. Και τις ηξεύρει αν δεν ήσαν! Επροστάτευε τα εσωτερικά, και δεν ήθελε να δώσει παραπάνω από 25 δραχμάς εις τον μπαρμπα-Στέργιον. Τέλος επείσθη να δώσει τας 30. Ο άγαμος κύριος με τα γυαλιά δεν έλειπε ποτέ από τα φιλανθρωπικά, και ήτο πάντοτε μέσα εις διαχειρίσεις και επιμελητείας, και εις όλας τας ονομασίας τα εμπεριεχούσας χείρα και μέλι. Τοιούτοι αυστηροί άνθρωποι χρειάζονται πράγματι εις τα ευαγή καθιδρύματα.
***
Τα δύο παιδία του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού ήσαν τόσον ιδικά του, όσον και η μισή δωδεκάς ήτο του μπαρμπα-Στέργιου, του Παρκιώτη. Και οι δύο από το εκθετοτροφείον τα είχον λάβει. Η μόνη διαφορά ήτον ότι ο μαστρο-Δημήτρης ήτο «χαροκαμένος», και τα ηγάπα με αγάπην διπλήν αυτός και η Γιακουμίνα, η φαμίλια του.
Την εσπέραν λοιπόν εκείνην, καθώς είπα εν αρχή, ανεγνώρισα τον Γιώργον εις τας χείρας της κυρα-Πράπως, και είπα:
- Αυτό το παιδί είναι του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.
- Α! μπασταρδέλι; μου λέγει η κυρα-Πράπω.
- Δεν ξέρω, μπάστα... της λέγω μασήσας το ήμισυ της λέξεως. Μα το σπίτι του ανθρώπου είναι όχι πολύ μακριά, εδώ κάτω, πέρα απ' το Μεταξουργείο...
Την στιγμήν οπού επρόσφερα την μισήν εκείνην λέξιν, ακουσίως ενθυμήθην ότι η κυρα-Πράπω είχε συχνά ιταλίδες νοικάρισσες, εις τα δωμάτια του σπιτιού της αλλ' όμως δεν είχε κατορθώσει ποτέ να μάθει άλλην λέξιν από το στόμα των ειμή πάνε και ντανάρο και αμόρε και ήτο πολύ μακράν του να γνωρίζει, και ρωμέικα ακόμη, τι σημαίνει μπάστα.
Ευθύς ύστερον ευρέθη είς καλός χριστιανός, όστις εγνώριζε τον πατέρα και την οικίαν, αλλ' όχι το παιδίον, πρόθυμος να οδηγήσει τον μικρόν πλησίον των θετών γονέων του. Καθησύχασα και απήλθον.
***
Την επαύριον ήλθε και μ' εύρεν ο Δημήτρης ο Χωριανός, με το πρόσωπον ακτινοβόλον.
Μου διηγήθη διά μακρών, και με πολλάς αφελείς ταυτολογίας και επαναλήψεις, τον πόνον και τον καημόν και τον φόβον και την τρεμούλαν της καρδιάς, οπού είχαν λάβει, αυτός και η φαμίλια του, η Γιακουμίνα, την προτεραίαν το απομεσήμερον, όταν εκ λυπηράς απροσεξίας της μητρός είχεν εξέλθει και είχεν αποπλανηθεί το παιδίον· καθώς και την χαράν και αγαλλίασιν και το ξαναγέννημα οπού ησθάνθησαν, τώρα που έρχονται τα Γεννητούρια του Χριστού μας, οπού εκαταδέχθη να γεννηθεί ως παιδίον, και αγαπά και φυλάγει και μαζώνει πλησίον του όλα τα παιδία, οπού ησθάνθησαν, λέγω, χύνοντες δάκρυα ακράτητα, κλαίοντες ως μικρά παιδία, άμα ανευρέθη το μικρόν, οι δύο τους, με την Γιακουμίναν, την φαμίλια του.
Ο άνθρωπος μ' εγέμισε και μ' εφόρτωσεν ευχαριστήρια, όσα δεν ημπορούσα να σηκώσω ούτε να χωρέσω, με την συνείδησιν ότι μόνον κατά τύχην είχα κάμει το απλούστερον κοινωνικόν χρέος.
Κι η κυρα-Πράπω, θαρρώ πως επήρε τα βρεθίκια της.
(1895)
Αντιγραφή απο τη σελίδα: