Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Αμάρτησε;

Αμάρτησε;

Του Κων/νου Θεοτόκη

Ήτανε μια δροσερή Απριλιάτικη αυγή: η αυγή της Λαμπρής. Ο ήλιος δεν είχε βγεί ακόμα, και οι καμπάνες της Εκκλησίας του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Και έμπαιναν απ’ όλες τις πόρτες, οι άνθρωποι πολλοί τη φορά, καθαροί, χαρούμενοι , ντυμένοι με ρούχα καινούργια, και κατόπιν ο ένας στον άλλο, με τάξη και ευλάβεια προσκυνούσαν τες εικόνες και σταμάταιναν απεκεί στη μέση της εκκλησιάς και έπαιρναν θέση στα στασίδια. Και οι γυναίκες ερχόταν μπουλούκια, μπουλούκια με τες άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές , ευλαβικές , στολισμένες και έμεναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς, που δεν είχε γυναιτίκι.
Όλοι πρόσμεναν τώρα να αρχίσει η ακολουθία.
Η θύρα του ιερού άνοιξε , ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιώνται, ο παπάς αποτέλειωσε τα μυστικά του, εθυμιάτησε, εκοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός κάνοντας και το σταυρό του αρχίνησε με ψιλή φωνή την ιεροπραξία. Όλα τα χέρια έκαμαν του σταυρού το σημάδι.
Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός, μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά ασημένια κι εκείνα, λιγνός με ζάρες στο γερασμένο μετωπό του, με γαλανά μάτια, που τα γέρα και οι νηστείες τάχαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον σεβόταν
Με την ψιλή του φωνή που ολοένα εγενόταν σταθερότερη, ο γέροντας διάβαζε ψαλτά τες ευκές του, που τες ήξερε όλες απ’ όξω, και η ακολουθία προχωρούσε καθώς πάντα, επίσημη, κατανυχτική, μεγαλόπρεπη, και ο κόσμος, που κρατούσε αναμμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα χέρια, αφουκραζόταν με πίστη και από καρδίας εδεότουν, σα νάδινε μεγαλύτερη αξία στην προσευκή και η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.

Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.
Τη πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο, και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή , και που εφαινότουν συγχισμένος κι εκείνος γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν επροσευχόταν με ευλάβεια και είπεν ο παπάς με το νού του: «Εδώ θα είναι κι εκείνη». Μα το βλέμμα δεν έλαβε καιρό για να τη έβρει ανάμεσα στις γυναίκες.
Και εγιόμοζαν τώρα την εκκλησία οι ύμνοι που τους έψαλαν καλόφωνοι ψάλτες, και η ευωδία του λιβανιού, και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινοτουν σα μ’ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη θερμή , και ήθελε ν’ ανεβάσει τη δέηση του ως του Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχεία, και να λυγίσει τη θέληση της παντοδυναμίας.

Ο παπάς εδιάβαζε πάντα πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τα άγια τα ρήματα της θυσίας, αλλά εδεότουν η καρδία του στον ουράνιο πατέρα, άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν το νού. Του ήταν μελλάμενο να αμαρτήσει;
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμμένη ανάμεσα στες γυναίκες. Η ταραχή της , ο φόβος της , η συγκίνησή της , ήταν ζωγραφισμένη απάνου στο όμορφο το πρόσωπο της νέας. Ω η δύστυχη, ούτε αυτή δεν έφταιγε. Το’ χε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευχότουν. Πως είχε κλάψει προχθές στην ξεμολόησή της, όταν συντριμμένη καρδιά του είχε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της , το μεγάλο της φταίσμα μ’ έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δεν θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας της την υποχρέωσε. Ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή νάναι περήφανος για την θυγατέρα του ή να ξεπλύνει την ντροπή του στο αίμα! Τι θα έκανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχιστεί ο παπάς ακούοντάς την, γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και στα ύστερά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στεναχώρια; Γιατί δεν εσπλαχνιζόταν τον κόσμο του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει και δεν εδέσμευσε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;
Και η λειτουργία προχωρούσε: με το βασιλέα του κόσμου στα χέρια ανάμεσα σε δυο λαμπάδες, βγήκε στο πρεσβυτέριο και στάθηκε μπρός στο πλήθος. άκρα σιωπή εβασίλευε. Ψιλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ’ όλα τα κορμιά και το κύριε ελέησον που βγήκε από όλα τα χείλη , έβγαινε από τα βαθύτατα του είναι, από φοβισμένες καρδιές που τες εταπείνωσε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους. Μα ο γέροντας δεν είχε σα πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Το σβησμένο του βλέμμα εκοίταξε στο βάθος της εκκλησίας, που ήταν οι γυναίκες σαν νάθελε να ανταμώσει τη ματιά της και να τη συστήσει ότι της είχε παραγγείλει προχτές στην εξομολόγησή.
Δεν μπορούσε , της είχε ειπεί , να την κοινωνήσει. Όχι τέτοιαν αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησιά, ας έβρισκε μια πρόφαση, όποιαν ήθελε, ας έκανε την άρρωστη. Και αν πάλι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, και αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχόταν ανάμεσα στές άλλες γυναίκες και αυτός σκήμα μόνο θάκανε, πως της μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του σωτήρος. Όχι , δεν θα την κοινωνούσε, αυτή την αμαρτία δεν την χωρούσε ο νούς του.
Και η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το «πιστεύω» και το «πάτερ ημών», οι ψάλτες έψαλλαν το κοινωνικό, και ο τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος επρόβαλε στη μεσινή θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν νάταν πάρα βαρύ το ασημένιο ποτήρι. Τις έριξε μια ματιά και άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, κατά το συνήθειο ήταν πολλοί σ’ αυτήν την ημέρα και κοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσα τους ήταν και εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως και ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να αφίνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της, τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή ωχρή τότες με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαζε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της την εκοίταζε. Και με αναγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνιά στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά: «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωή αιώνιον».

ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ


-Μπάρμπα , βάλε λίγο λαδάκι μες στο γυαλί , είπε η μάνα μου , γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
-Χωρίς πεντάρα;
-Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Ήταν πενταετές παιδί, ζωήρο, με λαμπρά μεγάλα μάτια , ντυμένο με κουρέλια. Και με παιδική χάρη, με σπαρακτικό μέσα στην αθωότητα χαμόγελο, πρόφερε κάθε φορά την φράση αυτή, της οποίας όλο το βάθος δεν ήταν ικανό να κατανοήσει, τόσο , ώστε οι άνθρωποι , αυτοί που δεν έχουν να κάνουν τίποτα, όπως εγώ, το καλούσαν , και του απέτειναν την παραπάνω ερώτηση του μικρού παντοπώλη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να ακούσουν από το στόμα του την απόκριση. Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα. Κατ’ εκείνη την ημέρα συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά από πέντε εκλιπαρήσεις και μετά από τέσσερες αποπομπές, να λάβω δεκαπέντε δραχμές, από τις ογδόντα που μου όφειλαν, για αμοιβή φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τις ημέρες αυτές όμως, που είναι ισάριθμες με τις σελήνες του έτους, μου συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος από τα χρέη μου, να ξοδεύω σε μια μέρα τα δύο τρίτα από το με αυτόν τον τρόπο αποκτημένο ποσό, φυλάγοντας με φρονιμάδα το τρίτο για τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Φώναξα το παιδί και του έδωσα μία πεντάρα. Εκείνο την πήρε, έβγαλε έξω από το χείλη την γλώσσα με μειδίαμα ευδαιμονίας, και, κοιτώντας με, είπε.
-Δο μ’ κι’ άλλη μπάρμπα!

(…)

Αλλά ας επανέλθω στο παιδί , για το οποίο ο αρχικός λόγος. Δεν είμαι πολυπράγμων , αλλά ο φίλος μου , ο μικρός παντοπώλης, ήξερε, ως συνήθως , όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήταν γενικός θεματοφύλακας των ξένων υποθέσεων. Δεν ξέρω αν το βλέμμα μου του φάνηκε ερωτηματικό, αλλά όταν ευκαίρησε, αυθόρμητα, άρχισε να μου διηγείται την ιστορία.
Προ εννέα ετών η Μανώλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθεί την Γιαννούλα πολυκάρπου. Από αυτό γάμο γεννήθηκαν πέντε παιδιά, από τα οποία το τρίτο ήταν το παιδί εκείνο.

(…)


Μετά από την τελευταία φοβερή σκηνή , από την οποία η Γιαννούλα βγήκε με μισή πλεξίδα, με ένα μάγουλο ματωμένο και με σχισμένο πουκάμισο- και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφαν την πεποίθηση, την οποία συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήταν αθώα- ο Μανώλης έγινε άφαντος. Πήγε να ανταμώσει οριστικά την παλιά του γνωριμία.

(…)

Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσερα παιδιά- το πέμπτο είχε πεθαίνει, ανακλήθηκε νωρίς από τον Πολυεύσπλαχνο και Πάνσοφο στον κήπο τον ανθηρό, στο ωραίο περιβολάκι με τα κρίνα και με τους νάρκισσους, μαζί με τους οποίους φυτεύονται και ανθούν και τα άκακα νήπια- έμεινε, λέω, με τα τέσσερα παιδιά , χωρίς πατέρα και χωρίς κουμπάρο.
Έμεινε χωρίς ψωμί στο ντουλάπι και χωρίς φωτιά στο τζάκι, χωρίς φόρεμα, χωρίς στρώμα, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτρα και χωρίς στάμνα∙ και χωρίς ραπτική μηχανή!
Και το τρίτο παιδί, ο Μήτσος, εκείνο το οποίο έβλεπα, ερχόταν στο παντοπωλείο, και ζητούσε από το μικρό μπακάλη, ο οποίος ήταν ακριβής στο σταθμά , αλλά δεν καταλάβαινε από ελεημοσύνη, ερχόταν και ζητούσε να του στάξει «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίο θα ήταν άξιο να στάξει μία σταγόνα νερό σε πολλών πλούσιων τα χείλη, στον άλλο κόσμο.
Και αιτιολογούσε την αίτησή του, λέγοντας.
-Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο γάμος του Καραχμέτη


Βρισκόμαστε στην Σκιάθο, την εποχή της τουρκοκρατίας.

Ο Κουμπής , ένας από τους προεστούς του χωριού και φίλος του Τούρκου Ναυάρχου Καραχμέτη , μετά από δεκαπέντε χρόνια στείρου γάμου με τη Σεραϊνώ φλέγεται από την επιθυμία να αποκτήσει παιδιά. Δεν θέλει όμως να τα κάνει με παλλακίδα, γιατί ξέρει πως ‘‘πόρνους και μοιχούς κρινεί ο Θεός’’. Το σχέδιο του είναι να απαγάγει τη γειτονοπούλα του τη Λεούδα που είναι ‘‘ μόλις τριάντα χρονών ίσως- ωραία ροδόπλαστος, σεμνή , ταπεινή, πτωχή και άμεμπτος, απροστάτευτη και πεντάρφανη’’ ‘‘και να δωροφορήση έναν παπάν ή να τον βιάση με φοβέραν… να τους στεφανώση’’. Μια μέρα που φθάνει ο τουρκικός στόλος στο νησί , ο Κουμπής παίρνει με δόλο πάνω στη ναυαρχίδα τη Λεούδα κι έναν παπά και γίνεται εκεί ο γάμος. Το γεγονός γιορτάζεται με κανονιοβολισμούς από τη ναυαρχίδα.

‘‘Η Σεραϊνώ όπου ηγρύπνει εις το σπίτι του Κουμπή ήκουσε τους κανονιοβολισμούς και μόνη αυτή εξήγησε την αληθινή σημασία των.

‘‘ Στερεωμένοι , καλορίζικοι , εψυθίρισε σχεδόν άνευ πικρίας. Με γυιούς, Κουμπή’’.

Σε λίγο έφτασαν οι νεόνυμφοι στο σπίτι. Η Σεραϊνώ τους υποδέχθηκε, τους ευχήθηκε και ζήτησε από τη Λεούδα το κλειδί να μείνει στο σπίτι της.

‘‘Η Λεούδα κατένευσε δακρύουσα. Είτε επρόφερε:

-Να με σχωρέσεις!

-Συχωρημένη και βλοημένη να’ σαι είπεν εν εγκαρτερήσει η πρώην Κουμπίνα’’.

Την επαύριον πρωΐ ο Κουμπής έκραξεν τη γυναίκα και της είπε:

-Σεραΐνα, πάρε τα ρούχα σου…κα σύρε να καθήσεις στο σπίτι σου. Και σε παρακαλώ , όσο μπορείς, να τα’χης καλά με την Κουμπίνα.

-Εγώ θα τα’ χω καλά με την νέαν κουμπίνα, όπως τα είχα και με τη Λεούδα, απήντησεν η απλή ψυχή. Και σε παρακαλώ, Κουμπή , να μ’ αφήσης να καθίσω στο σπίτι σου, να σου ανατρέφω τα παιδιά που θα κάμεις.

-Καλά , ο Θεός σε φωτίζει και φέρεσαι έτσι αγία ψυχή, είπε, μη δυνάμενος να κρατήσει της συγκίνησή του.

Έκτοτε ο Κουμπής ωνομάσθη απ’ όλον το χωρίον Καραχμέτης, εκ του ονόματος του Τούρκου ναυάρχου..’’.

Λίγους μήνες μετά το γάμο η Λεούδα έκανε φοβερό λάθος. Εξ’ αιτίας της ο Κουμπής φόρεσε το δικό της χρυσοκέτητο πουκάμισο και πήγε στην εκκλησία. Όταν αντελήφθη τα περίεργα βλέμματα των χωρικών πάνω του ‘‘ εξήλθε δρομαίος. Έφρυξε κι έτρεξε με σκοπόν και απόφασιν να σκοτώση την Λεούδα.

Αι δύο γυναίκες…ήσαν έτοιμαι να εξέλθωσι διά την εκκλησίαν. Με έν βλέμμα η Σεραΐνα ενόησεν άμα είδε τον Κουμπήν. Ούτος εσήκωσεν ήδη την χονδρήν και σιδροκέφαλον ράβδον του εναντίον της Λεούδας.

Η Σεραΐνα έπεσεν επάνω εις την ράβδον , εις τα γόνατα του, εις τους πόδας του.
-Έλεος , Κουμπή, έλεος! Δεν το ήλεθεν η καημένη. Λάθος έκαμε.. Σχώρεσέτην.

Ο Κουμπής εκάμφθη.

Η Σεραϊνώ επέζησεν δέκα ή δώδεκα έτη, όσα ήρκουν διά ν’ αναθρέψει τα τέκνα του Κουμπή. Ανεπαύθη και ετάφη έξωθεν του ναΐσκου του αγίου Δημητρίου…

‘‘Όταν επήγαν μετά τρία έτη να σκάψουν διά την ανακομηδή των λειψάνων της, λεπτόν θεσπέσιον άρωμα ως βασιλικού , μόσχου και ρόδου άμα, αλήλθεν εις τους μυκτήρας του ιερέως, του σκάπτοντος εργάτου, της Λελούδας και δύο άλλων παρισταμένων γυναικών.

Τα κόκκαλά της είχον ευωδιάσει’’


Απόσπασμα από το βιβλίο: Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Καθηγουμένης Θεολογίας Μοναχής
Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

ΦΙΛΟΣΤΟΡΓΟΙ-Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Μίαν πρωίαν προ τριών ετών, ήτο τας παραμονάς των Χριστουγέννων, η κυρα-Πράπω η Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρή γυναικάρα πενηνταοκτώ ετών, είχε σηκωθή να πάγει να επισκεφθεί την νοννάν της εις τα Πατήσια. Είχε σπιτάκια με μεγάλην αυλήν, εις μίαν άκρην της πόλεως, όπου έτρεφε γίδες και προβατίνες και κόττες και φραγκόκοττες και περιστέρια.

Το γάλα το επώλει προς ογδόντα λεπτά με την οκάν την ιδική της. Τα περιστέρια, εκτάκτως μόνον, χωρίς ωρισμένον τιμολόγιον, αν της είχε πνίξει κανέν η γάττα, ή αν εύρισκε μουστερήδες Γάλλους ή Ιταλούς του θεάτρου. Τ' αυγά προς 15 λεπτά το εν, την Σαρακοστήν.

Αυτή, αν ωρέγετο να φάγει αυγά, πράγμα σπάνιον, θα επήγαινεν εις την μεγάλην αγοράν να τα ψωνίσει. Τα εύρισκε προς μίαν δεκάρα τα τρία, σπασμένα, αλλά φρέσκα, και με δοκιμήν. Πού να γελασθή αυτή!

Την πρωίαν εκείνην είχε σηκωθεί με απόφασιν να πάγει να επισκεφθεί την νοννάν της, ήτις ήτο αρχόντισσα έχουσα οικίαν εις τα Πατήσια. Ηρχοντο Χριστούγεννα, επεθύμει να την φιλεύσει κάτι τι. Τι άλλο από αυγά, εις την πραγματείαν των οποίων είχε ειδικότητα; Ηξευρεν ότι θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, τον υιόν της γραίας, όστις θα εφιλοτιμείτο να της πληρώσει καλά το δώρον της. Εμέτρησε όσα αυγά είχε, και τα εύρε δεκατέσσαρα.

«Να τους τα πάη όλα; Εχουμε και λέμε 14 αυγά, από μία δεκάρα, 14 δεκάρες, μία και σαράντα, κι από μιά πεντάρα ακόμα, 14 πεντάρες, 7 δεκάρες, 70 λεπτά. 70 και 1,40 (εμέτρησεν επί των δακτύλων), δυό και δέκα. Τότε θα έχανε μια δεκάρα. Διότι, βέβαια, δεν θα της έδιδε παραπάν’ από δυό δραχμές, ο νοννός, διά το πεσκέσι της.

» Να τους τα πάει τα δεκατρία, έχουμε και λέμε όξου τα 15 λεπτά, 1,95 θα εκέρδιζε μια πεντάρα. Διότι πάντοτε δυό δραχμές θα της τα επλήρωνεν ο νοννός της. Ας είναι τα 13. Μα το 13 λένε πως δεν είναι καλό νούμερο. Να τους τα πάει τα δώδεκα;... Είπαμε πόσα; 1,90, τα δεκατρία; Πόσα είπαμε; 2,10 τα δεκατέσσαρα... Βγάλε τα 15, μένουν 1,95. Ναι, μιά και 95. Βγάλε τα 15, κάνουν 1,80 τα δώδεκα.

»Ας τους τα πάει τα δώδεκα που είναι καλό νούμερο. Δεν θα της δώσει παρακάτω από ένα δίδραχμο ο νοννός της, και ρέστα δεν θα καταδεχθεί να πάρει, και πού να έχει αυτή ρέστα επάνω της; Ναι, τα δώδεκα θα τους πάει.»

Τα ετύλιξεν εις λευκόν, καθαρόν μανδήλιον, κι' εξεκίνησε πεζή, κούτσα-κούτσα, διότι δεν ήτο τόσον γερή στα πόδια, διά τα Πατήσια. Είχεν υπολογίσει την ώραν οπού θα εύρισκεν εκεί τον νοννόν της, ελθόντα προ μικρού από το γραφείον του, πλην όχι αμέσως, αλλ' ολίγον ύστερα, ευθύς μετά το γεύμα, ότε θα τους εύρισκεν ευδιάθετους. Ποτέ δεν θα έπραττεν, αυτή, το σφάλμα να παρουσιασθεί ακριβώς την ώραν του γεύματος.

Η κυρα-Πράπω επέτυχε με το παραπάνω. Εδέχθησαν τα αυγά (τα οποία ήσαν ομολογουμένως πρόσφατα), της τα επλήρωσεν ο νοννός της εν δίδραχμον, μετά μικρού μορφασμού της νοννάς, ήτις όμως δεν ημπόρεσε να μην την καλέση να καθίσει εις την ιδίαν τράπεζάν της, διά να χορτάσει από τα αποφάγια. Η κυρα-Πράπω δεν ήτον εντελώς νηστική, αλλ' είχε προγευματίσει εις τας δέκα. Έπειτα ο εξοχικός αήρ τής είχεν ανοίξει την όρεξιν.

Αφού έκαμε διαφόρους ομιλίας, όχι αδεξίως, ύστερα, μεταξύ λόγων, παρενέβαλεν ότι είχεν έλθει πεζή, και παρεπονέθη διά τους πόδας της... ώκτειρε και τα γεράματα του συζύγου της, του μπαρμπα-Πράπη, όστις δεν ήτο πλέον ικανός διά τίποτε. Ο νοννός, όστις είχε γίνει πολύ ευδιάθετος από τα δύο κύπελλα γενναίου οίνου και από μικρόν ποτήριον σαρτρέζ με τον καφέν, έβγαλε και της έδωκε δύο ή τρεις δεκάρες, δια να πληρώσει το λεωφορείον εις την επιστροφήν. Νέος μορφασμός της νοννάς, ήτις εσυλλογίζετο ότι τα αυγά θα τα ηγόραζε προς μίαν δεκάραν το εν, φρεσκότατα, εις τα Πατήσια, και ότι τα πόδια της αναδεκτής κανείς δεν τα είχε προσκαλέσει να λάβουν τον κόπον να μεταφέρωσιν εις τα Πατήσια το χονδρόν σώμα της.



***



Τελευταίον εμάζευσε με το θάρρος ολίγες πεπονόφλουδες, οπού είχαν μείνει επί της τραπέζης, διά την κατσίκαν της, τας ετύλιξεν εις το μανδήλι και απήλθεν. Είχε ξεκουρασθεί πολύ και δεν έκρινεν επάναγκες ν' ανέλθει εις το λεωφορείον. Εγύρισε πεζή.

Επέρασεν από εν εξοχικόν σπιτάκι, όπου εκατοικούσε μιά περιβολάρισσα εξαδέλφη της, εφλυάρησεν αρκετά, εμάζευσε κι εκείθεν ό,τι εύρε χρήσιμον διά την κατσίκαν της, ενυκτώθη, κι επέστρεψεν εις την πόλιν κρατούσα μεγάλην αβασταγήν υπό την μασχάλην της.

Είκοσι βήματα πριν φθάσει εις την οικίαν της, την ώραν οπού είχαν ανάψει τον εκεί φανόν του αερίου, βλέπει μικρόν παιδάκι οπού έκλαιε μεμονωμένον.

- Τι έχεις, παιδί μου;

Το παιδίον εψέλλισε ζητούν την μητέρα στο σπίτι.

- Τίνος είσαι, μικρό μου;

Το παιδίον δεν ήξευρε να πει τίνος ήτον.

- Πώς την λένε την μάννα σου;

- Μαμά.

- Και τον πατέρα σου;

- Μπαμπά.

Η κυρα-Πράπω ήτο εις αμηχανίαν. Έλαβε το παιδίον από την χείρα και το ωδήγησε μέχρι της θύρας της μάνδρας όπου ήτο το σπίτι της. Εκεί εστάθη επ' ολίγα λεπτά, εφώναξε με την οξυτραχή φωνήν της την κόρην της, την Μαρίναν, να την ξαλαφρώσει, και εις ταύτην ελθούσαν παρέδωκε την δέσμην με τες φλούδες και τα εξώφυλλα των φυτών, όσα εκόμιζε, και είτα έμεινε διστάζουσα, ερωτώσα μεγαλοφώνως τες γειτόνισσες, αν καμμία εξ αυτών εγνώριζε το παιδίον.

Πολλαί το εκοίταξαν υπό το φως του αερίου, το έψαξαν, το εγύρισαν. Καμμία δεν έτυχε να το γνωρίζη.



***


Κατά τύχην, ως σύνηθες εις τα παραμύθια, συνέβη να περνώ απ' εκεί. Άλλως, ήμην γείτων, και ήτο η συνήθης ώρα ότε κατηρχόμην εις την συνοικίαν. Η κυρα-Πράπω με είδε και με έκραξεν:

- Έλα... εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι, μου λέγει.

Μου ενθύμισεν αμέσως ότι προ ολίγων μηνών συνέβη να χαθεί έν παιδίον, κι εκείνο, κατά περίπτωσιν, είχε πέσει εις τας χείρας αυτής, την ιδίαν ώραν της εσπέρας· ότι εγώ, ιδών αυτό κλαίον εις τας χείρας της και ζητούν την μαμά του, του έδωκα μίαν δεκάραν διά να μερώσει. Ότι κατ' ευτυχή συγκυρίαν, ευθύς μετά την δεκάραν, συνέβη να παρουσιασθεί η μήτηρ του παιδίου, ήτις το ανεζήτει από ωρών, και να έλθει να το συμμαζεύσει.

Έσκυψα και εκοίταξα το παιδίον. Δεν του έδωκα δεκάραν, έκαμα κάτι καλύτερον. Το εγνώρισα.

- Αυτό το παιδί είναι ο Γιώργος, του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού, είπα.



***


Ο μαστρο-Δημήτρης ο Χωριανός ηγάπα τα δύο παιδιά του με τόσον ένθερμον αγάπην, όσον ολίγοι γονείς εις τον κόσμον. Τόσον, ώστε ο ίδιος τους έκαμνε την μητέρα, και τούτο όχι δι' έλλειψιν μητρός, οπότε το πράγμα θα ήτο ευεξήγητον, αλλά διότι η μήτηρ τούς έκαμνε... τον άγγελον της εστίας.

Φαντάζομαι, μέλαθρον, χριστιανικήν οικίαν ελληνικήν ζωγραφισμένην με τας δύο κλίσεις της στέγης, ως δύο πτέρυγας αγγέλου-γυναικός τανυομένας επάνω της εστίας.

Τοιαύτη μήτηρ ήτο η Γιακουμίνα, η φαμίλια του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού. Ήτο μία χαρά να βλέπει τις τον μαστρο-Δημήτρην να κρατεί εις την αγκάλην τον τριετή υιόν του, και να σύρει από την χείρα το πενταετές θυγάτριον, να οδηγεί τα δύο παιδιά εις το πλησίον μικρόν μπακάλικον, διά να τους αγοράσει λιαλιά-κοκκά να τα φιλεύσει.

Τα δύο παιδιά ήστραπτον από καθαριότητα, και ήσαν ωραία και καλοθρεμμένα. Όλα τα αποτελέσματα ταύτα ήσαν έργο αγγέλου της εστίας, και ήσαν προιόν των κόπων και των μισθών του μαστρο-Δημήτρη, όστις ήτο ασπριστής ή χρωματιστής την τέχνην, και πράγμα σπάνιον, είχε κατορθώσει μόνον με την φιλοπονίαν και τα ημεροδούλια του να κτίσει και ν' αποκτήσει (ήτο και ολίγον κτίστης) ένα μικρόν σπιτάκι, κάτω εις την εσχατιάν της πόλεως, εκείθεν του Μεταξουργείου.

Και η φαμίλια του στο σπίτι έπλυνε, κι εσφουγγάριζε, κι έρραπτε, κι εμβάλωνε, κι εζύμωνε, κι εμαγείρευε, και ήτο όλη χάρις και χαρά της εστίας.

Ποτέ δεν είδαν οι γείτονες τόσο καμαρωμένον ανδρόγυνον. Φαντασθήτε, η Γιακουμίνα, ομοία με χελιδόνα μητέρα, να στρώνει, να συγυρίζει, να ετοιμάζει την φωλεάν, και ο πατήρ όμοιος με πελαργόν, φέροντα τα χελιδονάκια της ανοίξεως, να φέρει, να βαστάζει και να κουβαλεί τα δύο παιδιά, τα οποία ωνόμαζε συνήθως ψέματα, ήξευρεν αυτός διατί. Διότι, πριν αποκτήσει τα δύο τοιαύτα παιδιά ήτο «χαροκαμένος». Του είχαν αποθάνει άλλα δύο. Τον Γιώργο τον ωνόμαζεν ένα ψέμα, διότι ήτο μικρός και τρυφερός. Και την Παρασκευήν την ωνόμαζεν ψευτρού, ίσως διότι ανήκεν εις το φύλον το πλέον ψεύτικον.



***


Τα ηγάπα πράγματι ολοψύχως, τα ηγάπα πολύ - όχι όμως περισσότερον παρ' όσον ηγάπα ο μπαρμπα-Στέργιος ο Παρκιώτης τα ιδικά του πέντε ή έξ παιδιά, μισήν δωδεκάδα σωστήν. Και ο μεν Δημήτρης ο Χωριανός ήτο νέος και ακμαίος ακόμη, ο δε μπαρμπα-Στέργιος ήτο γέρων και ασθενής. Έπασχεν από την νόσον την οποίαν ιάτρευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.

Ο Νικόλας ο Μανάβης είχε την δικαιοδοσίαν του εκτεινομένην τριγύρω εις του Ψυρρή, εις του Τάτση την Βρύσιν, εις του Τριγκέτα, εις τον Αι-Θανάσην, μέχρι της πλατείας Κουμουνδούρου. Ήτον σχεδόν τόσον κρυφός εις το εμπόριον, όσον και εις την ιατρικήν. Αυτός και ο γάιδαρός του δεν έβγαζαν ποτέ λέξιν ούτε φωνήν. Είναι ο μόνος μανάβης όστις διατρέχει τακτικά, κάθε πρωγί και μεσημέρι και βράδυ, με το γαϊδουράκι του, όλους αυτούς τους δρόμους και τους δρομίσκους, χωρίς να εξέρχεται γρυ από το στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ή μασά κάτι τι - λάχανα, σέλινα ή κουνουπίδια - αλλά τόσον χαμηλά, ώστε μόνος αυτός τ' ακούει.

Και το γαϊδουράκι του ποτέ δεν ηκούσθη να βγάλει ογκανισμόν. Ορμεμφύτως μιμείται τον αφέντην του. Καμμίαν φοράν, ο Νικόλας, ενώ διατρέχει τους δρόμους, περιμένων να τον ιδεί καμμία πτωχή οικοκυρά να τον κράξει, διά να σταματήσει (ίσως έχει τακτικούς μουστερήδες, κρυφούς όσον και αυτός, έχοντας πεποίθησιν ότι δεν πωλεί ξίκικα), το απομεσήμερον, ή το βράδυ-βράδυ, βάλλει τον μικρόν τριετή υιόν του εις τα κάπουλα, ανάποδα βλέποντα προς την ουράν, ακουμβώντα τα νώτα επί των καλάθων, και του λέγει να κρατεί την ουράν τού γαϊδάρου, αλλ' ο μικρός δεν έχει την ικανότητα, όθεν ο πατήρ αναγκάζεται να βαδίζει σιμά-σιμά, κρατών αυτός την ουράν του ζώου, διά να μη γλιστρήσει και πέσει ο υιός του.

Αυτό και μόνον το θέαμα θα με καθίστα ένθουν, εάν είχα λεπτά διαθέσιμα, ώστε ν' αποφασίσω ν' αγοράσω, όχι μόνον όλα τα λαχανικά του Νικόλα, μαζί με τα κοφίνια, αλλά και αυτόν τον γάιδαρόν του.

Πλην δεν είμαι βέβαιος αν τον πωλεί, διότι πού να εύρει άλλο γαϊδουράκι τόσον κρυφόν, βωβόν και διακριτικόν, ικανόν να μιμείται τον αφέντην του, όστις είναι τόσον κρυφός, ώστε μόνον κατά συγκυρίαν συνέβη να μάθω την ιατρικήν ειδικότητα, την οποίαν έχει εις το να θεραπεύει κρυφήν νόσον;



***


Νόσον εξ ης έπασχεν ο μπαρμα-Στέργιος ο Παρκιώτης, όστις ανέτρεφε μισήν δωδεκάδα παιδιά με την καλήν του προαίρεσιν. Και η εργασία του συνίστατο, τον χειμώνα εις το να μαζεύει και κουβαλεί αγριολάχανα-ραδίκια, ζοχάρια, πικραλίδες, βρούβες, βλαστάρια (τα οποία ήξευρεν όλα τα χλοώδη και απάτητα μέρη διά ν' ανέρχεται να τα μαζεύει), και το καλοκαίρι, εις το να κουβαλεί τα κληματόφυλλα, τα οποία επώλει εις τα μπακάλικα προς είκοσι λεπτά την οκάν. Οι δε αμπελοκτήμονες της Αττικής πεδιάδος όχι μόνον του επέτρεπαν να μαζεύει κληματόφυλλα από τ' αμπέλια των, αλλά τον επαρακαλούσαν να το κάμνει, διότι τους εγλύτωνεν από τα έξοδα και τα μεροκάματα. Ήτο τεχνίτης και ήξευρε να «αργολογά» και να ξεφυλλίζει καλώς, απαλλάττων τα κλήματα από όλα τα περιττά φύλλα. Αγαθοποιός και όχι κακοποιός, εργάτης και όχι κηφήν, χριστιανός, όχι απάνθρωπος.

Ήτο συγκινητικόν να τον βλέπη τις, ως ζυγαριάν έμψυχον, φορτωμένον ένα σάκκον γεμάτον λάχανα ή φύλλα εις την πλάτην όπισθεν, και να φέρει, αχώριστον από το σώμα του, άλλον ογκώδη σάκκον κρεμασμένον έμπροσθεν εις την πολύπτυχον βράκαν του. Ήτο αυτή η νόσος, την οποίαν εθεράπευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.



***


Εζησεν εν ιδρώτι του προσώπου του, και ανέθρεψε πέντε ή εξ παιδιά, τα οποία... δεν ήσαν ιδικά του. Απέθανεν, ο πτωχός, προ τεσσάρων ή πέντε ετών, και εύρεν ανάπαυσιν των κόπων του. Το σώμα του, το αποκαμωμένον και βασανισμένον, το κυρτωθέν από το σκύψιμον και από το φόρτωμα, ίσαξε και έγινεν ευθύ επί της νεκρικής κλίνης.

Ελπίζω και πιστεύω ότι θα επήγεν εις τον άλλον κόσμον, ο πτωχός, πολύ σιμά εις τον πτωχόν Λάζαρον. Ναι, σιμά, πολύ σιμά.



***


Δεν ήσαν ιδικά του. Δεν είχεν αποκτήσει ποτέ παιδιά, από την φαμίλια του. Είχε πάρει από το Νηπιακόν Ορφανοτροφείον (ίσως είναι πολλοί οπού φοβούνται να διέλθωσιν έξωθεν του ιδρύματος εκείνου, και δεν ηξεύρουν πού των Αθηνών κείται), είχε πάρει έν έκθετον κατ' αρχάς, είτα δεύτερον και τρίτον, είτα τέταρτον και πέμπτον.

Μέχρι του τρίτου ορφανού, του έδιδαν, διά το καθέν, τας κανονισμένας 15 δραχμάς τον μήνα. Όταν εζήτησεν να πάρη τέταρτον και πέμπτον, του τας είχαν κόψει τας 45 δραχμάς, αλλ' αυτός εδήλωσεν ότι του ήρκουν αι 30, τας οποίας ελάμβανε διά τα δύο τελευταία. Δεν είχαν μεγαλώσει ακόμη αρκετά τα τρία πρώτα, ώστε να είναι χρήσιμα. Ήταν από 6 έως 8 ετών. Πλην ήτο ευχαριστημένος. Και η φαμίλια του τα είχε πονέσει, και τα υπερηγάπα, και δεν ήθελε ν' αποχωρισθεί απ' αυτά.

Τον καιρόν εκείνον ήτο επόπτης ή σύμβουλος, δεν ηξεύρω τι, του ιδρύματος εκείνου, είς κύριος άγαμος, με γυαλιά, με ασημένια δόντια, με παγωμένον μειδίαμα. Ούτος ηγάπα τα ορφανά ως να ήσαν ιδικά του. Και τις ηξεύρει αν δεν ήσαν! Επροστάτευε τα εσωτερικά, και δεν ήθελε να δώσει παραπάνω από 25 δραχμάς εις τον μπαρμπα-Στέργιον. Τέλος επείσθη να δώσει τας 30. Ο άγαμος κύριος με τα γυαλιά δεν έλειπε ποτέ από τα φιλανθρωπικά, και ήτο πάντοτε μέσα εις διαχειρίσεις και επιμελητείας, και εις όλας τας ονομασίας τα εμπεριεχούσας χείρα και μέλι. Τοιούτοι αυστηροί άνθρωποι χρειάζονται πράγματι εις τα ευαγή καθιδρύματα.



***


Τα δύο παιδία του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού ήσαν τόσον ιδικά του, όσον και η μισή δωδεκάς ήτο του μπαρμπα-Στέργιου, του Παρκιώτη. Και οι δύο από το εκθετοτροφείον τα είχον λάβει. Η μόνη διαφορά ήτον ότι ο μαστρο-Δημήτρης ήτο «χαροκαμένος», και τα ηγάπα με αγάπην διπλήν αυτός και η Γιακουμίνα, η φαμίλια του.

Την εσπέραν λοιπόν εκείνην, καθώς είπα εν αρχή, ανεγνώρισα τον Γιώργον εις τας χείρας της κυρα-Πράπως, και είπα:

- Αυτό το παιδί είναι του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.

- Α! μπασταρδέλι; μου λέγει η κυρα-Πράπω.

- Δεν ξέρω, μπάστα... της λέγω μασήσας το ήμισυ της λέξεως. Μα το σπίτι του ανθρώπου είναι όχι πολύ μακριά, εδώ κάτω, πέρα απ' το Μεταξουργείο...

Την στιγμήν οπού επρόσφερα την μισήν εκείνην λέξιν, ακουσίως ενθυμήθην ότι η κυρα-Πράπω είχε συχνά ιταλίδες νοικάρισσες, εις τα δωμάτια του σπιτιού της αλλ' όμως δεν είχε κατορθώσει ποτέ να μάθει άλλην λέξιν από το στόμα των ειμή πάνε και ντανάρο και αμόρε και ήτο πολύ μακράν του να γνωρίζει, και ρωμέικα ακόμη, τι σημαίνει μπάστα.

Ευθύς ύστερον ευρέθη είς καλός χριστιανός, όστις εγνώριζε τον πατέρα και την οικίαν, αλλ' όχι το παιδίον, πρόθυμος να οδηγήσει τον μικρόν πλησίον των θετών γονέων του. Καθησύχασα και απήλθον.



***


Την επαύριον ήλθε και μ' εύρεν ο Δημήτρης ο Χωριανός, με το πρόσωπον ακτινοβόλον.

Μου διηγήθη διά μακρών, και με πολλάς αφελείς ταυτολογίας και επαναλήψεις, τον πόνον και τον καημόν και τον φόβον και την τρεμούλαν της καρδιάς, οπού είχαν λάβει, αυτός και η φαμίλια του, η Γιακουμίνα, την προτεραίαν το απομεσήμερον, όταν εκ λυπηράς απροσεξίας της μητρός είχεν εξέλθει και είχεν αποπλανηθεί το παιδίον· καθώς και την χαράν και αγαλλίασιν και το ξαναγέννημα οπού ησθάνθησαν, τώρα που έρχονται τα Γεννητούρια του Χριστού μας, οπού εκαταδέχθη να γεννηθεί ως παιδίον, και αγαπά και φυλάγει και μαζώνει πλησίον του όλα τα παιδία, οπού ησθάνθησαν, λέγω, χύνοντες δάκρυα ακράτητα, κλαίοντες ως μικρά παιδία, άμα ανευρέθη το μικρόν, οι δύο τους, με την Γιακουμίναν, την φαμίλια του.

Ο άνθρωπος μ' εγέμισε και μ' εφόρτωσεν ευχαριστήρια, όσα δεν ημπορούσα να σηκώσω ούτε να χωρέσω, με την συνείδησιν ότι μόνον κατά τύχην είχα κάμει το απλούστερον κοινωνικόν χρέος.

Κι η κυρα-Πράπω, θαρρώ πως επήρε τα βρεθίκια της.



(1895)




Αντιγραφή απο τη σελίδα:


http://www.sarantakos.com/keimenamazi.html

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ-Αλ. Παπαδιαμάντης

Ανάμεσα εις συντρίμματα και ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων, εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, είς έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, προς μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν της νήσου, όπου την νύκτα επόμενον ήτο να βγαίνουν και πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τον ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις την ερημίαν, θρηνούσαι το πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εις τον επάνω κόσμον-εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Δεν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δεν υπήρχε στέγη και άσυλον εις όλον το οροπέδιον εκείνο, παρά την απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε και εις το προαύλιον του ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ.Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών την ξυλείαν, όσην ηδυνήθη να εύρη, καί τινας λίθους από τα τόσα τριγύρω ερείπια, διά να στεγάζεται προχείρως εκεί και καπνίζη ακατακρίτως το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν, έξω του ναού, ο φιλέρημος γέρων.Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τον τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού του γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι του Τουνεζίου, επανωβράκι τσόχινον, με ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν με ηλέκτρινον μαμόν, και κρατών με την αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δεν ήτο και πολύ γέρων, ως πενήντα πέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από την αρχαιοτέραν και πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν του τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός την μέσην, μελαγχροινός, με αδρούς χαρακτήρας του προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τα μουσικά τα τε εκκλησιαστικά και τα εξωτερικά, υπήρξε δε με την χονδρήν, αλλά παθητικήν φωνήν του, ψάλτης και τραγουδιστής εις τον καιρόν του μέχρι γήρατος.Την Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, την είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τα είκοσι πέντε έτη, και είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς και τρεις θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τον ουδόν του γήρατος, δεν συνέζη πλέον μαζί της.Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τα τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί και δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή και συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός και θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός , υπέρ το έτος διαρκέσας. Μετά τον χωρισμόν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ των συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει από τριών ετών και ημίσεος. Δεν ήτο πλέον φόβος να γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτο υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του κ’ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τον λουλάν ανέθρωσκε και ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις το κενόν, και οι λογισμοί του ανθρώπου εφαίνοντο να παρακολουθούν τους κύκλους του καπνού και να χάνωνται μετ’ αυτών εις το αχανές, το άπειρον. Τι εσκέπτετο;Βεβαίως την σύζυγόν του, με την οποίαν ήσαν εις διάστασιν, και τα τέκνα του, τα οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως του είχον παρουσιασθή πρώτην φοράν εις την ζωήν του, και οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, και χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τον αντίσπορον των χωραφιών ημπορούσε να μην αγοράζη ψωμί δι’ όλου του έτους αυτός και η οικογένειά του. Οι δε ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ’ επειδή δεν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τον έτρωγαν!» Είτα, αυξανομένης της οικογενείας, συνηυξάνοντο και αι ανάγκαι. Και όσον ηύξανον τα έξοδα, τόσον τα έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δεν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρή κάμπη αρκεί διά να καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον του τόπου.Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ’ έξω, και όταν κατέφυγον εις τον τόπον, εν ώρα συμφοράς και ανεμοζάλης, κατά την Μεγάλην Επανάστασιν, ή κατά τα άλλα κινήματα τα προ αυτής, αρχομένης της εκατονταετηρίδος, κανείς δεν έδωκεν προσοχήν και σημασίαν εις αυτούς.Αλλ’ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ’ εμπορεύοντο κ’ εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν η ώρα, όπως και τώρα και πάντοτε συμβαίνει, οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην των χρημάτων, και τότε ήρχισαν να υποθηκεύουν τα κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία και ημισεία, και τα χρήματα επέστρεψαν εις τους δανειστάς συμπαραλαβόντα μεθ’ εαυτών και τα κτήματα.Έως τότε δεν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τον έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ’ επ’ εσχάτων είχε λάβει ανάγκην και δευτέρου και τρίτου δανείου, και οι δανεισταί προθύμως του έδιδαν, αλλ’ απήτουν να τους καθιστά υπέγγυα τα καλλίτερα κτήματα, εκ των οποίων έκαστον είχε κατ’ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν του ποσού του δανειζομένου... Πλην φευ! αυτός δεν ήτο μόνος καϋμός του.Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ’ ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του... Είχε πρόσφατον πένθος.-Α! Τώχασα το καϋμένο μ’, το ευάγωγο, τώχασα.Ο γέρο-Φραγκούλης εστέναζε, και είχε δίκαιον να στενάζη. Το καλλίτερον κοράσιόν του, το τρίτον, το μικρότερον, δεκατετραετές μόλις την ηλικίαν –το οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος, μεταξύ δύο χωρισμών- του είχεν αποθάνει προ ολίγων μηνών...Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρύΐνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν. Την ημέραν εκείνην θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως. Θα ήρχοντο από τον τόπον πολλαί οικογένειαι και άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών και πανηγυριστών και ο Παππανικόλας ο συμπέθερός του. Εις τον Παππανικόλαν έδιδεν ο Φραγκούλης διά τον κόπον του εν τάλληρον, περιπλέον δε εισέπραττεν ο παππάς διά λογαριασμόν του τας δεκάρας, όσας έδιδον αι γυναίκες «διά να γράψουν τα ονόματα» ή τα «ψυχοχάρτια». Όλα τ’ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τα εισέπραττεν ο Φραγκούλης ως εισόδημα ιδικόν του...Και τώρα τους επερίμενε να έλθουν πάλιν... και ανελογίζετο πώς άλλοτε, όταν ήτο νέος ακόμη, μετά τον πρώτον χωρισμόν από τη γυναίκα του, η πανήγυρις αύτη της Παναγίας της Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά να επέλθη συνδιαλλαγή μετά της γυναικός του. Κατόπιν της συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, και το Κουμπώ, το θυγάτριον το οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλης.-Τώχασα, το καυμένο μου, το ευάγωγο, τώχασα!...Ω, δεν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τον από της γυναικός του χωρισμόν –την οποίαν άλλως τε τρυφερώς ηγάπα-, όσον εθρήνει την σκληράν απώλειαν εκείνη της κορασίδος, την οποίαν εις τον άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον να επανεύρη... Και κατενύσσετο πολύ η καρδία του και εθλίβετο... Και ανελογίσθη ότι το πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τον ναΐσκον αυτόν της Παναγίας της Πρέκλας ήρχοντο τας ημέρας αυτάς, να εύρωσι διά της εγκρατείας και της προσευχής και του ιερού άσματος αναψυχήν και παραμυθίαν... Τον παλαιόν καιρόν, προ του εικοσιένα, όταν το σήμερον έρημον και κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι, και των δύο ενοριών, ήρχοντο εις τον ναόν της Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν’ ακούσωσι τας ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ’ όλον τον Δεκαπενταύγουστον...Άφησεν εις την άκρην το τσιμπούκι, το οποίον είχε σβύσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω της αλλοφροσύνης των ρεμβασμών του καπνιστού, και ακουσίως ήρχισε να υποψάλλη.Έλεγε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα και τον εις την Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τα παθήματα και τα βάσανα μιας ψυχής και την σειράν όλην των κατανυκτικών ύμνων, όπου εις βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους και Άραβας και τους ιδικούς του, διεκτραγωδεί προς την Παναγίαν τους ιδίους πόνους του, και τους διωγμούς, όσους υπέφερεν από τα στίφη των βαρβάρων, τα οποία ονομάζει «νέφη».Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους,ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδεΓεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»,...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...» Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως...Ο γέρο-Φραγκούλης επίστευε και έκλαιεν... Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει... Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχε αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτσα του... και την ηγάπα ακόμη. Αλλ’ όσον τρυφερός ήτον εις τον έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις το πείσμα, και τόσον γοργός εις την οργήν. Ω, ατέλειαι των ανθρώπων!Τώρα εις τους τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη και την οικονομικήν στενοχωρίαν, το παράπονον της ξεπεσμένης αρχοντιάς, τας πιέσεις και τας απειλάς των τοκογλύφων. «Το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι! το διάφορο κεφάλι!» Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτον αφορία, αι ελαίαι δεν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τας αμαρτίας των ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει και μαυρίσει αι ελαίαι, και ήσαν γεμάται από βούλες και είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιος», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο να περιέλθωσιν εις χείρας των τοκογλύφων. Εγέννα ή όχι η γη, εκαρποφόρουν ή όχι τα δένδρα, ο τόκος δεν έπαυε. Τα κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε να τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγιος Βασίλειος), αφού τα άγονα ήρχισαν κ’ εξηκολούθουν να τίκτουν...Ανελογίζεταο αυτά, κ’ έκλαιεν η ψυχή του. Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», -όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι προ δεκαπέντε ετών... Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της. πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου. Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων. και ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή όπως τώρα, από την πολίχνην την κατοικημένην εις το παλαιόν χωρίον το έρημον, του οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι και δεν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου κι’ εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον... Και τότε ο Φραγκούλης ήτο σαράντα χρόνων και τώρα ήτο πενηνταπέντε. Τότε έτρεφε πείσμα και χολήν, αλλ’ είχε πολύ περισσότερον και βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, και μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος να συγχωρήση και ν’ αγαπήση... Αλλά τώρα δεν είχε πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα την Σινιώραν, την επόνει, αλλ’ έκλαιε πολύ περισσότερον διά το θυγάτριόν του, το Κουμπώ. «Το καϋμένο το ευάγωγο!».Εκείνην την φοράν, ο παππά-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς:-Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.-Τι τρέχει, παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα.-Θα σου έλθει τ’ ασκέρι... Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα.Ο Παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; -καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή.-Θάρθη μαζί κι’ η μάνα τους;-Βέβαια... πιστεύω, είπεν ο παππάς.Τω όντι, όταν εβράδυασε καλά και άρχισε να σκοτεινιάζη, η κυρά Σινιώρα ήλθε, μαζύ με την γραίαν μητέρα της και με τα τέσσερα παιδιά της, εν συνοδεία και άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δεν είχεν ιδεί τον συζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά –εις ευτελές δωμάτιον, χάρις ταπεινώσεως, το οποίον ονόμαζε «το κελλί του», και έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί παραπέρα από την θύραν της εκκλησίας, κ’ έκαμνε πως έβλεπεν αλλού και πως επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.Η Σινιώρα εισήλθεν εις τον Ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία και ησπάσθη τας εικόνας. Είτα μετά τινα ώραν εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη κ’ εχαιρέτησε τον σύζυγόν της. Ούτος έτεινε προς αυτήν την χείρα και ησπάσθη φιλοστόργως τα τέκνα του.Ήδη ενύκτωνε και εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως μετά το λιτόν σαρακοστιανόν, το οποίον έφαγον καθ’ ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί εδώ κι’ εκεί επί των χόρτων και των ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατά μίμησιν εκείνων τα οποία συνηθίζονται εις τα μοναστήρια, και φέρων τρεις γύρους περί τον ναόν, το έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν: «τον Αδάμ,Αδάμ,Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν: «το τάλαντον, το τάλαντον!»Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή εξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα και επιπλήξεις του Φραγκούλα, του μπάρμπα-Δημητρού, του ψάλτου και του Παναγιώτου της Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δεν εκουράζετο να τρέχη εις όλα τα εξωκκλήσια και να κάμνη «κουμάντο», έως ου επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη να τον αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων των εξοχικών ναών), τα παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε να κρούουν τον κώδωνα, κ’ εξεκόλλησαν τέλος από την στέγην του ναΐσκου. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η Ακολουθία της Αγρυπνίας.Ο Φραγκούλης ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην την εσπέραν, ώστε από του «Ελέησόν με ο Θεός», της αρχής του Αποδείπνου μέχρι του «Είη το όνομα», εις το τέλος της λειτουργίας, όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος –όλα τα έψαλλε και τα απήγγειλε μόνος του, από του δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τον κυρ – Δημητρόν τον κάτοχον του αριστερού χορού να λέγει κι’ αυτός από κανένα τροπαράκι, διά να ξενυστάξη. Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ – Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον». Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς και Προκείμενα, είτα όλον το «Πεποικιλμένη» έως το «Συνέστειλε χορός», και όλον το «Ανοίξω το στόμα μου», έως το «Δέχου παρ’ ημών». Είτα έψαλε Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας και Μετάληψιν, προς χάριν όλων των ητοιμασμένων διά την θείαν Κοινωνίαν, και εις την λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, το Χερουβικόν, το «Αι γενεαί πάσαι», το Κοθινωνικόν κ.τ.λ.Όλα αυτά τα ενθυμείτο ακόμη, ως να ήταν χθες, ο γερο-Φραγκούλας, και είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη και μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τα οποία συνέβησαν εις την Λιτήν, μικρόν προ του μεσονυκτίου, κατά την έξοδον της ιεράς εικόνος εις την ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχον κολλήσει πολλά και χονδρά; κηρία, τα πλείστα έργα αυτών των ιδίων χειρομάλακτα, τα δε κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας και περικοκλάδας από τον Παναγιώτην της Αντωνίτσας, τον πρόθυμον εις την υπηρεσίαν της ιεράς πανηγύρεως, είχον λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε να πάρη φωτιά το φελόνι του παππά, είτα και το γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης της Αντωνίτσας, μη ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τας ογκώδεις δέσμας των φλεγόντων κηρίων, τας έφερε κάτω εις το έδαφος κ’ επάτει δυνατά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβύση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον να μη πατή τα κηρία, γιατί είναι κρίμα.Τότε εις των παρεστώτων υιός πλουσίου του τόπου, από εκείνους οίτινες είς το ύστερον κατέστησαν δανεισταί του Φραγκούλα –και όστις ελέγετο ότι εις τας εκλογάς εμελέτα να βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος-, ηκούσθη να λέγηότι πρέπει να μάθουν να κάμνουν «οικονομία, οικονομία στα κηρία!... η νύχτα μεγαλώνει... ισημερία τώρα κοντεύει... έχει νύκτα...»Αλλ’ αι γυναίκες, ενώ είξευραν καλλίτερα από εκείνον όλας τας οικονομίας του κόσμου, δεν εννιούσαν τι θα πη «οικονομία στα κηρία» αφού άπαξ είναι αγορασμένα και πληρωμένα και είναι μελετημένα και ταμένα εξ άπαντος να καούν διά την χάριν της Παναγίας. Μία απ’αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι’ εν θαύμα, το οποίον είχεν ακούσει από το συναξάρι του Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις την Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τον νεωκόρον, έχοντα την μανίαν να σβύνη μισοκαμμένα τα κηρία –και η γερόντισσα ήρχισε να το διηγήται χθαμαλή τη φωνή εις την πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες να καούν τα κηρία όσα προσφέρουν οι Χριστιανοί και μη αμαρτάνης...»Την ίδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ’ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του. Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο να είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τη ψαλτομανία του δεν επέτρεπε να πη κ’ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι, άμα ήρχιζεν ο Δημητρός το δικό του, ο Φραγκούλας με την γερήν κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, του ήρπαζε την πρωτοφωνίαν, και υπέτασσε κ’ εκάλυπτε την ασθενή και τερετίζουσαν φωνήν εκείνου) έλαβε το θάρρος να κάμη παρατήρησιν.- Πειο σιγά, πειο ταπεινά, κυρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα να λες το «Κύριε ελέησον», γιατί δεν ακούονται τα ονόματα, και θέλουν αι γυναίκες να τ’ ακούνε.Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν να λέγωνται εκφώνως τα ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τον παππάν να γράψη. Εννοούσαν να τ’ ακούη κι’ ο Θεός, κι’ η Παναγία, κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν’ ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ’ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατα του παππά, κι’ ο παππάς αν ήθελε να φάη κι’ άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με τις ενορίτισσαις.Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος του Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τον πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά να φθάση εις το ους του, και του λέγει κρυφά:- Πατέρα, άφησε και τον μπαρμπα – Δημητρό να ψάλλη «Κύριε ελέησον!!»Τούτο ήτο ως έμπνευσις και βοήθημα διά τον Φραγκούλην. Επειδή ούτος δεν ήθελε φανερά να υπακούση εις την σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν του Δημητρού, και πάλιν δεν ήθελε να δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη προς τον καλόν γέροντα και του λέγη:- Πε, Δημητρό, σαράντα φορές το «Κύριε ελέησον».Τότε ο μπάρμπα-Δημητρός, όστις αν και είχε γηράσει, δεν είχε μάθει ακόμη καλά τα τυπικά, και δεν είξευρεν ακριβώς πότε κατά την Λιτήν το Κύριε ελέησον λέγεται τρις και... πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι να το ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παππάς εβιάσθη ν’ απαγγείλη ραγδαίως και αθρόα τα τελευταία ονόματα, και διά να είναι σύμφωνος με τον ψάλτην, ήρχισε προ της ώρας να λέγη: «... υπέρ του διαφυλαχθήναι, από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» και τα εξής.Τέλος μετά την λειτουργίαν ο παππάς, ο Φραγκούλας και η οικογένειά του και ολίγοι φίλοι εκάθισαν κ’ έφαγαν ομού και ηυφράνθησαν, και την εσπέραν ο Φραγκούλας επανήρχετο ειρηνικώς και με αγάπην, μετά της συζύγου και των τέκνων του υπό την οικιακήν στέγην.Πριν παρέλθη έτος εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον και συμπαθές, ανετρέφετο και ηλικιούτο, εγένετο το χάρμα και η παρηγορία του πατρός της. Δεν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.Αυτή μόνον εδέχετο προθύμως τους πατρικούς χαλινούς, ενώ τα άλλα τέκνα δεν ήρχοντο ποτέ πλησίον του πατρός των, και διά τούτο εκείνος την ωνόμαζε «το ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε να τον εύρη, και δεν έπαυε να τον παρακαλή.- Έλα, πατέρα, στο σπίτι· μη μας αφήσης, λεγ’ η μητέρα, ζωνταρφανά.Μίαν των ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, και πνευστιώσα του είπε:- Τάμαθες, πατέρα; ... Θα παντρέψουμε τ’ Αργυρώ μας ... Έλα στο σπίτι, γιατί δεν είναι πρέπον, λέγει η μητέρα, να είσθε χωρισμένοι εσείς, που θα παντρευτή τ’ Αργυρώ μας ... για να μην κακιώση ο γαμπρος! ...Τω όντι ο Φραγκούλας επείσθη κ’ εφιλιώθη με την σύζυγόν του. Ηρραβώνισαντην Αργυρώ, είτα μετ’ ολίγους μήνας την εστεφάνωσαν ... Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου και μ’ ένα γεροντόπαιδον μαζί, το οποίον ήλθεν εις τον κόσμον σχεδόν συγχρόνως με τον γάμο της πρωτοτόκου.Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δεν έπαυε να τρέχη πλησίον του πατρός της, και να τον παρακινή ν’ αγαπήση με την μητέρα.Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν:- Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα ... Είναι κάτι κακές γυναίκες εκεί στον μαχαλά στο δρόμο που περνώ, και τις άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της». Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα.Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της. Την τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά και μαραμένη· εφαίνετο να πάσχη.-Τι έχεις κορίτσι μου; της είπεν ο πατήρ της.-Αν δεν έλθης, πατέρα, του απήντησεν αποτόμως αίφνης, με παράπονον και με πνιγμένα δάκρυα, να ξεύρης, θα πεθάνω απ’ τον καϋμό μου!-Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.Τω όντι,, την άλλην ημέραν επήγεν εις την οικίαν. Αλλ’ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής και είχεν δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθεν παρά την κλίνην της και της ανήγγειλεν ότι έκαμε αγάπην με την μητέρα της διά να χαρή, ήτο αργά πλέον. Η τρυφερή παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, και ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε να την ανακαλέση εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν και πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, με τη λαλιάν εις το στόμα.-Πατέρα! Πατέρα! στην Παναγία να κάμετε μια λειτουργία ... με την μητέρα μαζί!...Είπε και απέθανε!Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα ομού με την σύζυγόν του ... Κατόπιν απεσύρθη, κ’ εξηκολούθησε να κλαίη μόνος του εις την ερημίαν ...Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτο μάλλον φιλικός και με την συναίνεσιν της Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον να γείνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο μίαν τελευταίαν σύστασιν της Κούμπως: «με την μητέρα μαζί». Μόνον εν παροδικόν πείσμα του είχεν έλθει. Του εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, και η άλλη η δευτερότοκος, δεν την ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δεν την επένθησαν, όσον της ήξιζε, την ατυχή μικράν, την Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει να ζη ολομόναχος πάλιν, τώρα «επί γήρατος ουδώ». Και ενθυμείτο τον στίχον του Ψαλτηρίου: «Μη απώση με εις καιρόν γήρως ... και έως γήρως και πρεσβείου, μη εγκαταλίπης με».Και την ημέραν αυτήν, την παραμονήν της Κοιμήσεως πάλιν, τον ευρίσκομεν να κάθηται εις το προαύλιον του ναΐσκου, και να καπνίζη μελαγχολικώς το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμόν... αναλογιζόμενος τόσα άλλα και τους οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι του είχαν πάρει εν τω μεταξύ το καλλίτερον κτήμα –ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν με οπωροφόρα δένδρα, με βρύσιν, με ρέμα, με νερόμυλον –και να εκχύνη τα παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας προς την Παναγίαν.«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε...»Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φων ή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα:«Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων...»
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...