Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ


-Μπάρμπα , βάλε λίγο λαδάκι μες στο γυαλί , είπε η μάνα μου , γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
-Χωρίς πεντάρα;
-Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Ήταν πενταετές παιδί, ζωήρο, με λαμπρά μεγάλα μάτια , ντυμένο με κουρέλια. Και με παιδική χάρη, με σπαρακτικό μέσα στην αθωότητα χαμόγελο, πρόφερε κάθε φορά την φράση αυτή, της οποίας όλο το βάθος δεν ήταν ικανό να κατανοήσει, τόσο , ώστε οι άνθρωποι , αυτοί που δεν έχουν να κάνουν τίποτα, όπως εγώ, το καλούσαν , και του απέτειναν την παραπάνω ερώτηση του μικρού παντοπώλη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να ακούσουν από το στόμα του την απόκριση. Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπα. Κατ’ εκείνη την ημέρα συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά από πέντε εκλιπαρήσεις και μετά από τέσσερες αποπομπές, να λάβω δεκαπέντε δραχμές, από τις ογδόντα που μου όφειλαν, για αμοιβή φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τις ημέρες αυτές όμως, που είναι ισάριθμες με τις σελήνες του έτους, μου συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος από τα χρέη μου, να ξοδεύω σε μια μέρα τα δύο τρίτα από το με αυτόν τον τρόπο αποκτημένο ποσό, φυλάγοντας με φρονιμάδα το τρίτο για τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Φώναξα το παιδί και του έδωσα μία πεντάρα. Εκείνο την πήρε, έβγαλε έξω από το χείλη την γλώσσα με μειδίαμα ευδαιμονίας, και, κοιτώντας με, είπε.
-Δο μ’ κι’ άλλη μπάρμπα!

(…)

Αλλά ας επανέλθω στο παιδί , για το οποίο ο αρχικός λόγος. Δεν είμαι πολυπράγμων , αλλά ο φίλος μου , ο μικρός παντοπώλης, ήξερε, ως συνήθως , όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήταν γενικός θεματοφύλακας των ξένων υποθέσεων. Δεν ξέρω αν το βλέμμα μου του φάνηκε ερωτηματικό, αλλά όταν ευκαίρησε, αυθόρμητα, άρχισε να μου διηγείται την ιστορία.
Προ εννέα ετών η Μανώλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθεί την Γιαννούλα πολυκάρπου. Από αυτό γάμο γεννήθηκαν πέντε παιδιά, από τα οποία το τρίτο ήταν το παιδί εκείνο.

(…)


Μετά από την τελευταία φοβερή σκηνή , από την οποία η Γιαννούλα βγήκε με μισή πλεξίδα, με ένα μάγουλο ματωμένο και με σχισμένο πουκάμισο- και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφαν την πεποίθηση, την οποία συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήταν αθώα- ο Μανώλης έγινε άφαντος. Πήγε να ανταμώσει οριστικά την παλιά του γνωριμία.

(…)

Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσερα παιδιά- το πέμπτο είχε πεθαίνει, ανακλήθηκε νωρίς από τον Πολυεύσπλαχνο και Πάνσοφο στον κήπο τον ανθηρό, στο ωραίο περιβολάκι με τα κρίνα και με τους νάρκισσους, μαζί με τους οποίους φυτεύονται και ανθούν και τα άκακα νήπια- έμεινε, λέω, με τα τέσσερα παιδιά , χωρίς πατέρα και χωρίς κουμπάρο.
Έμεινε χωρίς ψωμί στο ντουλάπι και χωρίς φωτιά στο τζάκι, χωρίς φόρεμα, χωρίς στρώμα, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτρα και χωρίς στάμνα∙ και χωρίς ραπτική μηχανή!
Και το τρίτο παιδί, ο Μήτσος, εκείνο το οποίο έβλεπα, ερχόταν στο παντοπωλείο, και ζητούσε από το μικρό μπακάλη, ο οποίος ήταν ακριβής στο σταθμά , αλλά δεν καταλάβαινε από ελεημοσύνη, ερχόταν και ζητούσε να του στάξει «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίο θα ήταν άξιο να στάξει μία σταγόνα νερό σε πολλών πλούσιων τα χείλη, στον άλλο κόσμο.
Και αιτιολογούσε την αίτησή του, λέγοντας.
-Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο γάμος του Καραχμέτη


Βρισκόμαστε στην Σκιάθο, την εποχή της τουρκοκρατίας.

Ο Κουμπής , ένας από τους προεστούς του χωριού και φίλος του Τούρκου Ναυάρχου Καραχμέτη , μετά από δεκαπέντε χρόνια στείρου γάμου με τη Σεραϊνώ φλέγεται από την επιθυμία να αποκτήσει παιδιά. Δεν θέλει όμως να τα κάνει με παλλακίδα, γιατί ξέρει πως ‘‘πόρνους και μοιχούς κρινεί ο Θεός’’. Το σχέδιο του είναι να απαγάγει τη γειτονοπούλα του τη Λεούδα που είναι ‘‘ μόλις τριάντα χρονών ίσως- ωραία ροδόπλαστος, σεμνή , ταπεινή, πτωχή και άμεμπτος, απροστάτευτη και πεντάρφανη’’ ‘‘και να δωροφορήση έναν παπάν ή να τον βιάση με φοβέραν… να τους στεφανώση’’. Μια μέρα που φθάνει ο τουρκικός στόλος στο νησί , ο Κουμπής παίρνει με δόλο πάνω στη ναυαρχίδα τη Λεούδα κι έναν παπά και γίνεται εκεί ο γάμος. Το γεγονός γιορτάζεται με κανονιοβολισμούς από τη ναυαρχίδα.

‘‘Η Σεραϊνώ όπου ηγρύπνει εις το σπίτι του Κουμπή ήκουσε τους κανονιοβολισμούς και μόνη αυτή εξήγησε την αληθινή σημασία των.

‘‘ Στερεωμένοι , καλορίζικοι , εψυθίρισε σχεδόν άνευ πικρίας. Με γυιούς, Κουμπή’’.

Σε λίγο έφτασαν οι νεόνυμφοι στο σπίτι. Η Σεραϊνώ τους υποδέχθηκε, τους ευχήθηκε και ζήτησε από τη Λεούδα το κλειδί να μείνει στο σπίτι της.

‘‘Η Λεούδα κατένευσε δακρύουσα. Είτε επρόφερε:

-Να με σχωρέσεις!

-Συχωρημένη και βλοημένη να’ σαι είπεν εν εγκαρτερήσει η πρώην Κουμπίνα’’.

Την επαύριον πρωΐ ο Κουμπής έκραξεν τη γυναίκα και της είπε:

-Σεραΐνα, πάρε τα ρούχα σου…κα σύρε να καθήσεις στο σπίτι σου. Και σε παρακαλώ , όσο μπορείς, να τα’χης καλά με την Κουμπίνα.

-Εγώ θα τα’ χω καλά με την νέαν κουμπίνα, όπως τα είχα και με τη Λεούδα, απήντησεν η απλή ψυχή. Και σε παρακαλώ, Κουμπή , να μ’ αφήσης να καθίσω στο σπίτι σου, να σου ανατρέφω τα παιδιά που θα κάμεις.

-Καλά , ο Θεός σε φωτίζει και φέρεσαι έτσι αγία ψυχή, είπε, μη δυνάμενος να κρατήσει της συγκίνησή του.

Έκτοτε ο Κουμπής ωνομάσθη απ’ όλον το χωρίον Καραχμέτης, εκ του ονόματος του Τούρκου ναυάρχου..’’.

Λίγους μήνες μετά το γάμο η Λεούδα έκανε φοβερό λάθος. Εξ’ αιτίας της ο Κουμπής φόρεσε το δικό της χρυσοκέτητο πουκάμισο και πήγε στην εκκλησία. Όταν αντελήφθη τα περίεργα βλέμματα των χωρικών πάνω του ‘‘ εξήλθε δρομαίος. Έφρυξε κι έτρεξε με σκοπόν και απόφασιν να σκοτώση την Λεούδα.

Αι δύο γυναίκες…ήσαν έτοιμαι να εξέλθωσι διά την εκκλησίαν. Με έν βλέμμα η Σεραΐνα ενόησεν άμα είδε τον Κουμπήν. Ούτος εσήκωσεν ήδη την χονδρήν και σιδροκέφαλον ράβδον του εναντίον της Λεούδας.

Η Σεραΐνα έπεσεν επάνω εις την ράβδον , εις τα γόνατα του, εις τους πόδας του.
-Έλεος , Κουμπή, έλεος! Δεν το ήλεθεν η καημένη. Λάθος έκαμε.. Σχώρεσέτην.

Ο Κουμπής εκάμφθη.

Η Σεραϊνώ επέζησεν δέκα ή δώδεκα έτη, όσα ήρκουν διά ν’ αναθρέψει τα τέκνα του Κουμπή. Ανεπαύθη και ετάφη έξωθεν του ναΐσκου του αγίου Δημητρίου…

‘‘Όταν επήγαν μετά τρία έτη να σκάψουν διά την ανακομηδή των λειψάνων της, λεπτόν θεσπέσιον άρωμα ως βασιλικού , μόσχου και ρόδου άμα, αλήλθεν εις τους μυκτήρας του ιερέως, του σκάπτοντος εργάτου, της Λελούδας και δύο άλλων παρισταμένων γυναικών.

Τα κόκκαλά της είχον ευωδιάσει’’


Απόσπασμα από το βιβλίο: Η ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Καθηγουμένης Θεολογίας Μοναχής
Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μικροκάστρου Σιατίστης

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου